Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
καὶ τὴ θολὴ ματιά),
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
(τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
μπροστά στο Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
πού τον κατηγόρησαν
οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
έκανε: χμ.
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
και δεν απάντησε τίποτα.
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
τις ὡραίες µελόπιτες,
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
τον γιό τῆς Παρθένας.
Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
για να τον ξεσχίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
και χασοµερίσαν όλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
απὸ κέφι και δύναμη.
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
Το πώς γενήκανε τα πράματα
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
και πόνους αβάσταγους.
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
σ’ ομορφιά και πλούτο!
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
Για το καλό της πολιτείας!
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
Ο γενναίος στρατηγός!
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
όπως θαν το κάνω τώρα.
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
την καλύτερη μάρκα,
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
Τίμημα θάνατος!».
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
Όμως αληθινό παλικάρι.
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
και με τα γούστα του λαού,
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
«Διὸς κριταί!».
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
Μια κι όξω!
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
— κι αυτός βλέπει!
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
μπας κι είναι ξύκικα!
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
λουσμένος στ’ αρώματα
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
για να σώσει την ψυχή του !
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
παρακαλεί και βρίζει».
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
Σας χρωστάω και χάρη…
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
Κι αυτό ήταν όλο!…
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
Είσαστε αθάνατοι!
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
απάνου στο σανιδοκρέβατο
με την κωμικήν επισημότητα
πόχουν τα λείψανα,
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
τη δική σας αγαθοσύνη
και την παρθενιά των νόμων,
γέλασα με την καρδιά μου.
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
φέβγουν από τους πεθαμένους
και πάνε στους ζωντανούς.
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου να βρομάτε
σαν ψοφίμια δέκα μερών
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
κι ωστόσο να χετε την όρεξη
να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
πήγε ο νους μου στα ζώα :
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
τον εαφτό τους αθάνατο˙
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
σε καλύτερη ζωή.
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
να στέκεσαι πάνω στο βήμα
"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
ξέρεις τι θα γινότανε ;
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
θα κουνούσανε λυπητερά
το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...
Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
στένεψε και μάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
Έγινε μια χαρά!...
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
και τους κάλπηδες!...
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
μα κατεργάρης δεν είναι˙
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
και με τα λόγια του
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
κ' η ψυχή του...
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
Χρειάζονται παραδείγματα
για τα παιδιά μας".
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
να χω πεθάνει μοναχός μου,
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν' αγαπάνε την αρετή,
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
το δάσκαλο του Κριτία
και του Θηραμένη του κόθορνου,
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
δε βαραίνει βέβαια
μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
στο να τάσι της παλάντζας,
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
και φίλοι κι αρνητάδες μου,
και ντόπιοι και ξένοι,
και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
γύρα στο θάνατό μου.
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
"αηδόνα Μουσών",
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
"κορώνα της Ελλάδος".
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
το "Σωκρατείον",
και θα μου κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, την άνοιξη...
Θα με προσκυνάνε για θεό
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
και για ποιό λόγο;)
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
δίπλα στο δικό μου
και ν' ακούγονται μαζί μου˙
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
Μπόσικα πράματα.
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
γιατί παρέβηκα το Νόμο,
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
απάνου του και να περάσω!...
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
τόσο λιγότερ' η κρίση τους
και πιότερ' η κάκητα.
Κι αν είσαστε κολλημένοι
πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
μισό Μπερτόλδο˙
όχι τώρα, που σαστε
πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα,
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
απ' τα συνήθεια του,
να του λύσει την αλυσίδα.
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
πως χαλάω τη Θρησκεία,
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
τα σαγόνια σας,
για να με λιώσετε κει μέσα...
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
δε θα παραξενεβόσαστε,
γιατί θα πιστέβατε,
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
χρωστάτε τη ζωή σας.
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
και να πιστέβουνε πραγματικά,
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
πως είναι σωστότερο να τρώει
παρά να νηστέβει;
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
θελήσατε να σταματήσετε
τους κακούς ανέμους.
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
τις άντζες...
Όμως για να με ξεκάνετε,
μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
τους κάνετε πολύ σοφά
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
και τη μουρνταροσύνη του,
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
Και ο λαός, ο Σκύλος,
ξέχασε τις αγάπες του
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
την εφτυχία του από τον ουρανό
και να μην τήνε ζητάει από σας!
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
του τίποτα, του παίρνεις το παν!
Και σε ξεσκίζει!
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
να φιλάω τη χέρα του παπά.
Δε σας φτάνανε τούτα;
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
την άφηνα και μασκάρεβε
τα ντουβάρια με εικόνες.
Φιλούσα και τη χέρα του παπά
μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
στον ταρτουφισμό!"
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
κάπως οι απλοϊκοί,
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
το μυαλό των αλλωνών!...
Δε θα πει πως μ' αφτό
χαλούσα τη θρησκεία!
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
(μερμήγκια!...)
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
σε κάθε τρύπα
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
κι από να κούτσουρο της σόμπας
- κι από κάθε τρύπα;
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
κι ο θάνατος κι αν ακόμα
το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
καινούριο θεόπουλο...
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
μετά χαράς.
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
να τάζετε τις σκλάβες και τους
σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
και να παραδίνεστε
"σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
και τ' άλλα παπαδόσογα,
τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
να βρίσκω το σωστό,
χωρίς να βγάζει δίσκο
και να θέλει ναούς και θυσίες;
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
για χατίρι του.
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
στην καταραμένη χώρας σας!
Να τι λένε τώρα μέσα τους
οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
μα το πλήθος;...
Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
ποιος θα τους συγκρατήσει;
Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
είναι πρόωρα πράματα!...
Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
της πατρίδας και της ηθικής.
Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
θα χυθεί ν' αρπάζει
τους παράδες και τα χτήματα,
τους "κόπους" των αλλωνών
και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
Δε συμφέρει, δε θέλετε
να σας μιμηθεί κι ο λαός.
Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
τ΄άθλιο κουφάρι μου,
για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
το μεγαλύτερο φταίξιμο...
Μα χαλούσα και την ηθική!
Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
Ούλ' οι μαθητάδες μου
τα χανε περασμένα τα σαράντα...
Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
είτανε φίλοι μου...
Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
βαριεστίζουνε και το σκάνε
από το σκολειό!...
Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
να δένουνε και να δέρνουνε
τους πατεράδες τους
όταν αφτοί μπεκρολογούνε
και χαλάνε τα λεφτά τους
στο τζόγο και στις γυναίκες
κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
τα λεγα στους πατεράδες!
Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
- το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
να νικά τα πάθη της...
να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
στην ομορφιά και στα νιάτα...
Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
κι όχι αφτός δικός μου.
Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
πως ο πνευματικός έρωτας,
δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
να κλείσουν οι ταβέρνες
κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
και τα παπαδόσογα,
γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
την... ελληνική οικογένεια!...
Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
δεν τους δικάζουνε.
Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
μια μέρα,
γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
στο κρασί μου, στον καφέ μου...
Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
μήτε κι απολογιέται...
Δικάζει και θανατώνει.
Γιατί κατέχει την εξουσία!
Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
και περισσότερο παλιάνθρωπος.
Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
σας εξορίζουν,
σας λένε και "προδότες".
Και σεις μιλιά!
Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
στο παζάρι,
σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
κόβουνε τα λιόδεντρα
και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
από σας, τους πιο πλούσιους,
για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
για σωτήρα,
ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
- όχι να με δικάσει;
Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
το ξερό τους στον τοίχο,
που δεν προλάβανε να κάνουν
αφτοί χειρότερα
για να πλουτήνουνε περισσότερο.
Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
με το θάνατό του.
Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
στα πόδια της.
Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
κοίτουνται χάμου,
ναν τα κλαις.
Καράβια δεν έχετε.
Συμμάχους να πλερώνουνε
χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
και τις εξορίες που κάνατε,
κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
τον καλό καιρό της τυραννίας˙
γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
τώρα τα όσα χάσατε τότες.
Όποιος είναι στα πράματα
φοβάται την αλλαγή˙
κι ο πεσμένος την αποθυμάει
και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
και πλερώνει τα σπασμένα˙
το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
και με τα νόμιμα καθεστώτα
και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
Για να μην καταλαβαίνει
και να μην αντιστέκεται,
του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
Βάρβαροι λαοί!
Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
του κόσμου,
έχουμε τους σοφότερους νόμους,
δεν τρώμε τις ψείρες μας
κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
που μας τρώνε.
Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
δίχως προσκήματα.
Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
- την κυριαρχία του λαού!
Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
και μαχαιροβγάλτες.
"Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
- μια κι όξω.
Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
και βιαζόντανε.
Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
τα πολιτικά δικαιώματα
μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
είναι κι από σόι,
για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
χιλιάδες φτωχούς.
Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
εσείς πάτε να μποδίσετε
τη λεφτεριά της σκέψης
και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
Από κείνους επήρατε το φτηνό
και σύντομο θανατικό μέσο,
το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
μασκαρεμένη τυραννία.
"Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
Εφαρμόσαμε τους νόμους",
ακούω κάποιονε που φωνάζει.
Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
τιμωρούνε τους φταίχτες,
μα τους αδικημένους,
και να μποδίζουνε τους κλεμένους
να κλέψουνε κι αφτοί.
Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
κι αδυναμία των άβουλων.
"Δίκαιον ουκ άλλο τι
ή το του κρείττονος συμφέρον".
Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
και μοναχός μου,
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
θα πει δυνατότερος.
Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
πως έφερε την τάξη
στην τρικυμισμένη πολιτεία:
"κράτει νόμου βίην
τε και δίκην συναρμόσας".
Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
το δίκιο,
ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
και γυμνασμένα κορμιά :
οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
κι ανωφέλεφτα μυαλά :
φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
ένας Κυναίγειρος
- μυθικά προσώπατα, πλάσματα
της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
είναι οι κλέφτες.
"Παραμύθια;"...
Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
για να ξεκουραστείτε!
Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
Μπλοκάρανε το λοιπόν
τους φτωχούς της πολιτείας
κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
τους είπανε:
"Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
με το ψωμοτύρι,
τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
και τις απάτωτες καλύβες σας,
που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
και να πεθαίνετε.
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
κ' αισθαντική καρδιά˙
θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
Κι όποιος από σας του γουστάρει,
θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
της τιμής και της περιουσίας σας
- μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
φτάνει να βρίσκεται,
και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
στο Κράτος,
- στον εαφτό μας!
"Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
και να μην τρώτε
κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
ενάντια στον εαφτό σας.
Και για να μην πλακώνουν
απ' άλλες στεριές και θάλασσες
κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
το υστέρημά σας
και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
για να μπορείτε να διαφεντέβετε
τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
δηλαδή την πατρίδα.
Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
να σκεφτείτε το συφέρο σας
και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
(ψηλά τα χέρια!).
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
και λέφτερα σκεφτότανε.
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
το καλοκαίρι
- και σωρό γυναικούλες όμορφες
τους ψειρίζανε το σβέρκο
και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
(πολύ συντελεί!).
Κ' η εφτυχία τους, είτανε
δύναμη της πατρίδας
κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
τους έδιωχνε,
ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
Γελάτε και με το δίκιο σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
μήτε θα γίνει ποτές!
Παραμύθια, βλέπετε.
Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
"Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
παραδίνεται, για να σωθεί,
στο έλεος του Θεού
και στους νόμους των Κλεφτών".
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Μερος τριτο
τι περιμένεις ἀπό ναν ἄνθρωπο σηµανδιακό,
στριµένονε χαὶ φαρμαχκόψυχο.
Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
τα βαζε με τους άλλους,
πού κοιτάγανε τή δουλειά τους.
Τού φταίγαν εκείνοι γιὰ
τη δικιά του τὴν κατάντια!
Κι όλοι φέβγαν ἀπὸ κοντά του
-- μῆτε τὸ διάβολο νὰ ἰδεῖς
μήτε τὸ σταβρό σου νὰ κάνεις!
Υστερα παινεβότανε, πὼς δὲ ζητοῦσε
πλερωμὴ γιὰ τὴ σοφία του!...
᾿Αφτὸ μᾶς ἔλειπε! Νὰ μᾶς φορτώνεται
μὲ τὸ στανιὸ
καὶ νὰ τὸν πλερώνουμε κιόλας!...
Τώρα τοῦ δώσαμε τὴν πλερωμῆ,
ποὺ τοῦ χρειαζότανε!
"Αβριο δὲ θά µαστε µῆτε πιὸ πλούσιοι
µῆτε πιὸ φτωχοί!
"Ὅμως θά χουμε ἕναν μπελὰ λιγότερο!»
᾿Eσεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
παίρνετε τὰ σκιάχτρα
γι’ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους
καὶ τοὺς ἀέρηδες γιὰ θεοὺς·
ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ψέφτικα σκιάχτρα
καὶ τοὺς θεοὺς γι’ ἀέρηδες.
᾿Εσεῖς ὀνειρέβεστε κ ἐγὼ βλέπω.
Βλέπω, γιατὶ ἔχω περισσότερο µυαλὀ,
τὸ περισσότερο, ποὺ γένηκε ποτὲ
στη χώρα σας.
K’ ἐπειδὴ μποροῦσα νὰ βλέπω,
γι’ἀφτὸ καὶ μοῦ φανιζόντανε ὅλα
κατάµαβρα κι ἄσκημα.
᾿Αφοῦ κατάλαβα, πὼς οἱ τριγυρινοί µου
δὲν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα,
κ’ η ζωὴ δὲν ἔχει κανένα σκοπό
μα το θάνατο
δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
να γίνω καλύτερος.
Έιμουνα.
Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας
στο φανερό
και τον εαφτό μου στα κρυφά.
προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο.
Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
μια και καλή με το .......
Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
τελεφταία θα με.....
Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
δεν αξίζουνε τίποτα.
Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν.
Αν τά γραφα... //////
μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, ποὺ μᾶς
ἔβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα,
για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
Να δουλέβω!... Τί νὰ δουλέβω ;
Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανα τὸ μαρμαρά
κοντὰ στὸν πατέρα μου.
Κι όπως μ' ἔκαιγεν ο πόθος
τοῦ γυναίκειο κορμιού,
κάθισα, για νὰ μερώνω τὴν ψυχή μου,
κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
ποὺ μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς ἀποθυμοῦσα.
Κι ὅταν τῆς ἀποτέλειωσα, βρέθηκα
να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
Κι ἀργότερα, πολύ συχνά,
ἔπαιρνα τὸν ἀνήφορο τῆς ᾿Ακρόπολης,
γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ νὰ ξαναθυμούμαι
τὰ παλιά.
Μὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχω τις φαγούρες
τῆς νιότης καὶ δὲν πιστέβω
μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
της Τέχνης...
Τὸ πολὺ θὰ μποροῦσα ν' ἀνοίξω μαγαζί
στην ὁδὸν ᾿Αναπαύσεως,
γιὰ νὰ φτιάχνω καὶ νὰ πουλάω μαρμαρένιους
σταβρούς κι ἀγγέλους γιὰ τὰ μνήματα...
Ολ' ἀφτὰ μοναχὰ νὰ τὰ κοροϊδέψω
θα μποροῦσα τώρα.
Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
Μοῦ δεσε τὰ χέρια·
δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κάνω τίποτα.
Μήπως να «δουλέβων σὰν καὶ σᾶς,
ποὺ σταβρώνοντας τὰ χέρια σας
αγκομαχάτε ποιὸς θὰ γελάσει τὸν ἄλλονε
καὶ ποιὸς θὰ πουληθεῖ περισσότερο;
Μιὰ φορά, σὰ μὲ καλούσαν ἡ τιμὴ τῆς
πατρίδας κι ο κατάλογος τῶν ἐφέδρων
να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢ νὰ σκοτωθώ,
πολεμοῦσα πρῶτος κ' ἔφεβγα τελευταῖος
καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
Συλλογιζόμουνα, πὼς οἱ συντρόφοι μου
θα χυθοῦνε μετὰ τὴ μάχη
στα τριγυρινά χωριὰ νὰ σφάζουνε
τὸν ἄμαχο πληθυσμό,
νὰ κλέβουν ὅ,τι λάχει
καὶ νὰ βιάζουνε τὶς γυναῖκες.
Στὸ κρασὶ δὲ μοῦ παράβγαινε κανείς.
Μποροῦσα νὰ πίνω μὲ τὴν κούπα
κ' εἴκοσι ώρες κορδόνι,
κ' ἐνῶ κυλιότανε ἡ παρέα μου
μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
μέσα στα ξερατά,
στητός έγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
καὶ ξεχνώντας όλες μου τίς μιζέριες
- έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
Στὸν Έρωτα τί νὰν τὰ λέω ;
Μοναχοί σας μὲ παρανομιάσατε
θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
Μονάχα στὸ φαγὶ δὲν εἴμουνα
καὶ τόσο μερακλής.
Ετρωγα μιὰ φορὰ τὴ μέρα καὶ λίγο.
Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θὰ μ' ἔβλαφτε.
Ήθελα να χω τὸ στομάχι μου λαφρό
για να χω καὶ τὸ μυαλό μου
φρέσκο κι ἀλέγρο.
Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο:
ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
Δε σκουριάζει καὶ δὲν ξυνίζει
τὸ γαίμα του,
δὲ βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
Επαιρνα μὲ τὸ πρώτο χρυσορόδισμα
τα μακρινά χωράφια.
Ἐκεῖ διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
στὴν ούγια τοῦ πεφκόδασου,
αντίκρα στον ήλιο νὰ τὸν κοιτάω
καὶ νὰ μὲ θαμπώνει,
καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ
μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
Κ' ἡ θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της.
Μου λαμπικάριζε τὰ μάτια, μοῦ ἀκόνιζε
τὸ μυαλό, μοῦ δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
"Α ! δὲ θὰ γινόμουνα
τόσο μεγάλος ἄνθρωπος,
ἂν εἴχανε τίποτα κουσούρι τὰ λούκια μου.
Είχα στομάχι κούρκου.
Μπορούσα να καταπίνω καὶ νὰ χωνέβω
καρύδια μὲ τὰ τσόφλια τους,
καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες ἄμμο.
Για κοιτάχτε καὶ τὰ δόντια μου !
Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
Κι ὅμως ἔτρωγα λίγο.
Μποροῦσα τὸ λοιπὸν νὰ μὴ δουλέβω,
δηλαδή νὰ μὴν πολιτέβομαι.
Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
πῶς δὲ σκορπούσα
χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα
παντου φαρμάκι καὶ χολή;
Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σᾶς ἔβλεπα
πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι.
επειδῆς ἤξερα, πὼς δὲ θὰ σᾶς διόρθωνα
μοναχός μου, κορόιδεβα.
"Α ! δὲν εἶναι τόσο ἔφκολο πράμα
ἡ κοροϊδία.
Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη.
Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
καὶ κρίση καὶ πείρα τῆς ζωῆς.
Καὶ νὰ μπορεῖς όλ' ἀφτὰ νὰν τὰ παίζεις
ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια.
Η κοροϊδία δὲν εἶναι ἡ ἀρχή, μὰ τὸ τέλος
της φιλοσοφίας.
Χρειάζεται να χεις περάσει πρῶτα
ἀπὸ τὸ δράμα
τῆς συλλογῆς καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς γιὰ νὰ
φτάσεις στο γέλιο, - στὸ πικρόγελο.
Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις !
Τις περισσότερες φορές προσπαθοῦσα
νὰ μὴ σᾶς βλέπω.
Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
πότε στις παλαίστρες.
Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
τὰ λυγερά σὰν τὰ στάχια,
μὲ κάνανε νὰ ξεχνιέμαι σὰν ἐμπροστά
στὴν ἀπέραντη θάλασσα
τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα...
χαρούμενος αέρας,
ποὺ μὲ σιγομεθοῦσε καὶ μὲ βύθιζε
σὲ μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
"Ηθελα να γινόμουν ἄμυαλο παιδί
καὶ μοῦ ρχότανε νὰ σηκωθώ κ' ἐγὼ
νὰ κυλιστῶ μὲ τ' ἄλλα μέσα στη σκόνη
και στὸν μπουχό,
σὰν τοὺς γαϊδάρους τὸ καλοκαίρι
μὲ τὸ σαμάρι στην πλάτη,
- καὶ νὰ γκαρίζω, νὰ γκαρίζω !
Αν ἐκείνη τὴν ὥρα με ζύγωνε κανείς,
γιὰ νὰ μοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο,
θὰ τὸν ἔτρωγα ζωντανό.
Ὕστερις, ὅταν ἔφεβγα,
τραβοῦσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος
τοίχο τοίχο
και μετροῦσα τὰ βήματά μου... δέκα...
τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
Χωρὶς νὰν τὸ καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
ξαφνικά στα λιβάδια.
Να ! νὰ ! νά ! Ἔδερνα μὲ τὸ μπαστούνι μου
τα στάχια καὶ τὰ στρωνα χάμου.
Ἔτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνοῦσα, πὼς μήτ' ἐγὼ
θὰ γίνω παιδί μήτε καὶ σεῖς ἀνθρώποι,
Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ ἐποχὴ τῶν φτωχών...
Μοναχά τὸ καλοκαίρι ζοῦσα πλέρια
τὸ κορμί μου καὶ τὴ σκέψη μου.
Όλα μου τὸ εἶναι βοοῦσε καὶ φωρτούλιζε
χαρούμενα τὰ λέφκα στὸν ὄχτο,
γεμάτη ἀστρώματα
και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια.
Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου
μὲ τὸ κεφάλι ψηλά καρφωτό,
πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε
πλήθιο το φαρμάκι
στα κανάλια των δοντιῶν τῆς !
Καὶ ἀλὶ σὲ κείνονε, που δάγκωνε ...
Πήγατε λοιπὸν νὰ μὲ καταδικάσετε
στη δόξα τοῦ καλοκαιριού,
τὸ Μάη μὲ τὰ λουλούδια ... Τὴν ὥρα,
που χω το πιότερο φαρμάκι ...
"Αν εἶτανε χειμώνας, δὲ θὰ βγαζα λέξη.
Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι
νὰ σᾶς δαγκώνω.
(βήχας(
Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, ἔβηξε
δυο τρεῖς φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
Διηγήθηκε στο δικαστήριο
μιὰν ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν ἀβλὴ πάνου
σὲ στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια,
κάτου ἀπὸ τ' ἄστρα, δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω
μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
(παλιὸ τὸ σπίτι, βλέπετε),
τὶς ἰδέες ἡ κάκητα.
Αυτή ναι, θαρρῶ, τὸ θεϊκό μας στοιχείο !
Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν ἀποκοιμηθώ,
ξακολουθεῖ νὰ δουλέβει...
᾿Αναχαράζω τις κουβέντες τῆς ἡμέρας,
τις βάζω σὲ τéaξη, τίς ξεκαθαρίζω.
Τότε βρίσκω τὶς πιὸ θανάσιμες ἀντιλογίες,
ποὺ θὰν τὶς ξεφουρνίσω
τὸ πρωὶ στὴν ᾿Αγορά...
Στάσου καὶ θὰ δεῖς, τί ἔχω νὰ σὲ κάνω
κύριε Τάδε...
Λίγο λίγο γαληνέβουνε τὰ μέσα μου κι ἀργὰ
πολὺ κλείνουνε βαριὰ τὰ μάτια μου.
Μόλις κοκκινίσουνε τὰ μάγουλα τῆς ᾿Αβγῆς,
πετιέμαι ψηλὰ σὰν τὸ πετεινάρι
κι ἀρχίζω νὰ λαλῶ : νὰ πειράζω
τὴν Ξανθίππη...
Αφοῦ μοῦ φέρει τὴν πρωινή μου κρασοψυχιά
μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
καὶ τραβάει νερό.
Ὕστερις μοῦ χύνει κατακέφαλα
τὸν κουβὰ γεμάτο.
Κι ἐνῶ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
μὲ τὰ μανίκια
καὶ χτενίζω τὰ γένια µου μὲ τὰ δάχτυλα...
κείνη δυναμώνει τὸ χαβά της.
«Δὲ μ᾿ ἄφησες ὅλην τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ.
Κλωτσοῦσες, ῥροχάλιζες, ἔτριζες τὰ δόντια
σου καὶ βρωμοῦσες σχκὀρδο.
Δὲ ντρέπεσαι τουλάχιστο τὰ παιδιά ;»
(Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν ἀβλη κατάχαµα,
ἕνας πλάι στὸν ἄλλονε).
Αἴ τότες ἐγὼ βγάνω φτερά,
τῆς τσιµπάω τὸ μπράτσο... καὶ δρόµο !
"Αν δὲ μὲ βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι
ξυνισμένος κι ἄκεφος ὅλη τὴν ημέρα !...
Πρὶν πάει μισὸ καλάμι ὁ γῆλιος
κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικὸ καὶ ξεπορτίζω.
Ἕνα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ
καὶ χαράζουνε στὸν ἀέρα
δυὸ φωτεινὲς γραμµές,
ἀπὸ τὴν καβαλίνα τοῦ δρόμου
στὴν κορφὴ τῆς διπλανῆς ροδακινιᾶς.
Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ἀνοιχτά...
περιβόλια... ρεματιές...
ν ἀνασάνω βαθιά... νὰ ξαλαφρώσω...
᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς
τὰ πρῶτᾳ κάρα,
ποὺ κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα
δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα.
Σὲ λίγο στὰ καλντερίµια τῶν σοκακιῶν
ἀνακατέβονται τὰ πέταλα τῶν ἀβασταγῶν
μὲ τὰ χουγιαχτὰ τῶν ἀγωγιάτηδων.
Λεκάνες καὶ ντενεκέδες ἀδειάζούυνε
σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει.
Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
στράκες ἀπάνου στὰ κεφάλια τῶν Θεῶν...
Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας ἀξημέρωτα
πᾶνε νὰ δικάσουν
η νὰ συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
γιὰ τὶς δεκάρες...
Ὅσο νὰ κατέβω στὸ παζαρι, σύνεφα μύγες,
κουρνιαχτός, κάτουρα,
ποὺ ἀχνίζουνε, κι ἀνθρωπήσια βαρβατίλα
μαγαρίζουνε τὴν παρθενικὴν ημέρα.
Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια,
τὸν Πρίφτη,
τὸ Δέδε, τὸ Γκίκα, τὸ Δεδεγκίχα...
τοὺς μεγάλους ἄντρες !
Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες.
Κι ἂν δὲν εἶναι, θά ρτει.
Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
Τοὺς λέω τὰ σπουδαῖα τῆς Ἠμέρας :
γιὰ τὸ γάιδαρο τοῦ Μελέτη,
πού σπασε τὴν τριχιά του ψὲς τὸ βράδι
καὶ λάκηξε κατὰ τὰ Τουρκοβούνια
κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακἰστρα·
γιὰ τὸ κρασὶ τοῦ Μπαρμπαχρίστου,
ποὺ ξύνισε κι ὁ γιατρὸς δὲν μπόρεσε
νὰν τὸ γιάνει΄
γιὰ τὴν Παπαλάμπραινα,
ποὺ σήκωσε τὴ γειτονιὰ στὸ ποδάρι,
γιατὶ τ᾿ ἀγγούρι, ποὺ τῆς ἔδωκε ψὲς
ὁ µανάβης,
εἴτανε καὶ μικρὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι !
Καὶ ποιὸς εἴτανε ἀφτὸς ὁ κ. Τάδες ;
Ὁ σοφιστῆς, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος.
"Όσοι φαντάζονιαι πὼς εἶναι πανήξεροι, καὶ
τό χουνε καμάρι ποὺ λένε ψέματα.
Τοὺς ἀλάλιαζα.
"Οχι γιατί θελα νὰ φαίνομαι
καλὐτερός τους.
Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς
πρῶτος η τελεφταῖος
ἀνάμεσα σὲ τελεφταίους, ποὺ θαρροῦνε
πὼς εἶναι πρῶτοι.
Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε
τοὺς κοριοὺς...
Δὲ ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε
μήτε νὰ σώσουμε τοὺς γειτόνους η
τὶς μελλούμενες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων !
Ἕνας λύκος μοναχά, τοῦ ᾿Αγκούμπιο,
τὰ κατάφερε νὰ καλυτερέψει,
νὰ γίνει θεοφοβούμενος καὶ νὰ μὴν τρώγει
κρέατα ζωντανά, µά...
ραδίκια βραστά,ποὺ κατέβαινε καὶ
τ᾽ ἀγόραζε πρωὶ πρωὶ στὸ Λαχανοπάζαρο.
Γιὰ τὴν πλεμπάχγια τὴν παρακατιανη,
γιὰ σᾶς, ἔνιωθα μονάχα λύπηση.
“Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας
δὲν εἶναι δικά οας :
αἰστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε
ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους.
Οἱ Λύκοι σᾶς µάθανε, πὼς εἶναι καὶ δίκιο
καὶ θέλημα τῶν θεῶν,
ἀφτοὶ νὰ τρῶνε κρέας ἀνθρωπινὸ καὶ
σεῖς ραδίκια βραστὰ -- καὶ νὰ βρίσκονται !
Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλεῖο !
᾿Ἐρχόντουσαν ἀπὸ πολὺ µακριά. ψηλοί,
γεμάτοι, χαρούμενοι.
Σὰν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
καὶ γινόντανε σὲ μιὰ βδομάδα
βέροι Αθηναῖοι, γέννημα - θρἐµα.
Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
σπαρµένους ἄστρα µαλαματένια,
κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
στὸν καθρέφτη,
προβαίνανε ἀργὰ καὶ πίσηµα
μὲ τὰ σκαλισµένα μπαστούνια τους
καὶ τὸ φιλντισένιο μῆλο, σὰ βασιλιάδες.
Μᾶς περνούσανε γιὰ ἐπαρχιῶτες ---
καὶ τάχατες δὲν εἴμαστε ;
'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους ἔκανε
τὸ µίληµά τους κελαηδιστὸ καὶ ζαχαρένιο.
Έτσι τὸ ψέβδισµα τῶν σπαθάτων ἀχειλιῶν
ἢ τ᾽ ἀλαφρὸ ἀλλοιθώρισμα
τῶν παιχνιδιάρικων ματιῶν
κάνει τὶς κοκέτες γυναικοῦλες πιὸ
τσαχπίνισσες καὶ πιὸ λαχταρισµένες.
Κάθε τους λέξη τῆνε βροντούσανε
στ᾽ ἀφτιά σας,
ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
ἀπάνου στὴν πέτρα,
μὰ ἐσᾶς δὲ σᾶς ἔνοιαζε νὰ ξεχωρίζετε
τὶς ἀληθινὲς ἀπὸ τὶς κάλπικες.
Ο Πήγασος τῆς ρητορείας τους
σᾶς ἀνέβαζε καμαρωτὸς
στ᾽ ἀτέλειωτα βάθη τῶν ὑψῶν,
κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
τῆς Πεντέλης,
δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ ἀχολογητό του.
Χάνοντας ἀπὸ τὰ πόδια σας τὴ γῆς,
ἐχάνατε στὸ τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
γινάµενοι σὰν τοὺς ἥσκιους
τοῦ Κάτου Κόσμου.
"Όταν λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἀρωτοῦσα ξαφνικά :
«Ἔχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
γιὰ νὰ φωνάζετε τόσο :»
χάλαγ᾽ ἐφτὺς η παράσταση.
Καἱ σεῖς ἀπὸ τὰ ψηλά, ποὺ ἁρμενίζατε,
πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
τῆς γῆς καὶ τσακιζόσαστε
σὰν τὶς χελῶνες τοῦ Γεροαίσωπου.
Εἴτανε λοιπὸν νὰ μὲ χωνέβετε ;
Ἐγὼ βέβαια τὰ πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τὰ παπούτσια.
Ποτές µου δὲν πῆγα νὰ ψηφίσω'
νὰ διαλέγω μοναχός µου
ποιὸς κλέφτης θὰ μὲ κλέβει
καὶ ποιὸς τζελάτης θὰ μὲ κόβει.
Ἔλεγα ἔτσι στοὺς σοφιστάδες,
γιὰ νὰ θυµώνετε σεῖς κ᾿ ἐγὼ νὰ γελάω
Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
Πέντε µνές...
Θὰ πεῖ, πὼς ἡ σοφία τους ἄξιζε τόσο.
᾿Απὸ τὴν τιμή καταλαβαίνεις
τὴν ἀξία τῆς πραμάτειας.
᾿Εγὼ τὴ φτωχή µου τὴ γνώση τή χάριζα
τζάμπα καὶ κανένας δὲν τήνε δεχότανε.
Θὰ πεῖ πὼς δὲν ἄξιζε τίποτα.
Μὰ θὰ πεῖ καὶ κατιτὶς ἄλλο :
γιὰ νὰ ἐπιμένω
νὰ σᾶς τήνε δίνω μὲ τὸ ζόρι
καὶ μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς µου,
κάποιος ὀχτρός σας θὰ μὲ πλῆρωνε.
Προπαγάντα !
Οἱ Σλάβοι μὲ πλερώνανε νὰ ξεβιδώσω
τὴν ἰδεαλιστικὴ μηχανή τῆς πολιτείας !
Μὰ γιὰ νὰ µπορῷ νὰ ρεζιλέβω
τὴν παντογνωσία τῶν κοτζάµου σοφιστάδων,
δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶχα δίκιο, μὰ πὼς εἴμουνα
πιὸ πονηρὸς καὶ πιὸ καπάτσος ἀπὸ δάφτους.
Μποροῦσα νὰ κάνω τ' ἄσπρο µάβρο.
Σημάδι τῶν καιρῶν...
᾿Αφοῦ μὲ τὶς λογῆς ἀλλαξοκαθεστοσύνες
καὶ προδοσίες
µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
ρίξατε τὸ φταίξιμο σὲ μένα.
Ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία µου
καὶ μὲ τὶς κοροϊδίες µου
κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ τῶν πολιτῶν
κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
Εἴμουνα λοιπὸν κ᾿ ἐγὼ ἕνας
ἀπὸ τοὺς σοφιστάδες !
Μακάρι !
Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, ποὺ
κοροϊδέβοντας τὴ θεατρική τους ρητορεία,
χτύπαγα μαζὶ
καὶ τὶς μεγάλες τους ἀλήθειες...
Ὅταν ἐπιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
κάθισα καὶ συλλογίστηκα τὰ λεγόμενά τους.
Μέσα µου τί χαλασμός !
Λυπᾶμαι πολὺ, ποὺ δὲν πρόλαβα
ν᾿ ἀνοίξω τὴν ψυχη µου στὸν κόσμο,
πρὶν ἐσεῖς μοῦ τῆνε κουκουλώσετε
γιὰ πάντα μὲ μιὰν ὀργιὰ χώμα !
Αἴ ! στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας µου
θὰ σᾶς ἀμολήσω τὰ σφαλάγγια,
ποὺ βράζουνε µέσα µου ἀπὸ καιρό.
Νὰ κι ὁ πολιτικὸς ἀριβάρει.
Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ ἀστραφτερά του μάτια
καὶ πίσου ἀφτός.
Πριχοῦ πατήσει τὸ ποδάρι,
δοκιμάζει τὰ γεφυροσάνιδα μὲ τὰ μάτια του
σὰν τὸ µουλάρι.
Ξεροβήχει, γιὰ νὰ γυρίσουμε
νὰ τὸν κοιτάξουμε.
Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
Τὸν καληµερίζουµε κι ἀφτὸς ζυγώνει.
Σφίγγει τὰ χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
καὶ μὲ δύναμη.
Mὲ τέτιο δυνατὸ χέρι βαστάει
τὸ τιμόνι τοῦ Καραβιοῦ.
Μᾶς ἀγαπάει καὶ γίνεται θυσία γιὰ μᾶς !
Γιὰ χατίρι µας βουτάει τὸ δημόσιο ταμεῖο,
γιὰ νὰ δίνει σ᾿ ἐμᾶς
καὶ γιὰ χατίρι µας τσαλαπατάει
τοὺς νόμους, γιὰ νὰ μᾶς σώζει.
Αφτὸς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε
ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε τὸ λόγο
μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
Αφοῦ ναι μεγάλος τσορµπατζῆς,
εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
“Αν νικούσαν οἱ στρατιῶτες,
ἀφτὸς δοξαζότανε.
Μά κι ἂν τήνε παθαίνανε,
ἀφτὸς δὲν πάθαινε τίποτα.
Δὲν ἔφταιγε. Φταίγανε...
Θὰ σᾶς τὸ πῶ παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
Κι ἄν παράδινε τὸ στρατὸ στοὺς ὀχτροὺς
κι ἂν τοὺς πουλοῦσε τὰ κάστρα
κι ἂν ἔφεβγε πρῶτος πρῶτος,
ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορῆήσει ;
᾿Αφτὸς εἴταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
"Αμα λοιπὸν ξέκοβα ἀπὸ τὴν παρέα
καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
καὶ τοῦ λεγα
«Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
στὶς τρύπες τους,
σὰν τὰ ποντίκια ποὺ τὰ τρόμαξε η γάτα.
Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
Ποιὸς κὺρ Θόδωρος;
“Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
Αμέσως τὰ πράµατα σκουραίνουν.
Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
νά κι ἀνασκουμπώνοντα!.
Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
νὰν τοὺς κάνει τὸ νόηµα.
Μὰ τοῦτος δὲν εἶναι τόσο µπόσικος.
Παίρνει τὴν κουβέντα µου γιὰ χωρατὀ.
Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
Κοιτάει τὰ µπράτσα µου τὰ χοντρά,
ποὺ καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
"Ὑστερις ἔχουνε σφιχτεῖ γύρα µου πολλοί,
γιὰ νὰ πάρουνε τὸ µέρος µου.
Δὲν εἶναι φιλοσόφοι, δὲν εἶναι φίλοι µου·
εἶναι λέρες σὰν κι ἀφτόν.
Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
Γελώντας ἀποτραβιέται μὲ τοὺς δικούς του.
«Ἔννοια σου», λέει µέσα του,
«καὶ θὰ σοῦ τῆνε φέρω ἐγὼ
ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις».
Οἱ πιὸ µαλαγάνες ἀπὸ δάφτους κοιτάζανε
πῶς νὰ μὲ καλοπιάσουνε,
γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρίζω.
Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μοῦ
στέλνανε στὸ σπίτι λογής πεσκέσια :
κόκκιν᾽ ἀβγὰ καὶ τσουρέκια τὸ Πάσκα·
γουρουνόπουλα τὴν Πρωτοχρονιά·
τσαντῆλες Γιαούρτι Μανωλάδας τὸ Φλεβάρη·
ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ἂς φώναζε
η Ξανθίππη, πὼς εἶμαι κορόιδο.
Στὸ θεό σας ! Θέλανε
νὰ μοῦ κλείσουνε τὸ στόµα ! Θά σκαγα...
Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανὸς ἀπὸ
δάφτους μοῦ στειλε γιὰ σκλάβους
δυὸ ἀραπάκια τῶν ἑκατὸν ἑξήντα μηνῶν,
ποὺ δὲν ξέραν ἑλληνικά·
κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
«Γιὰ νὰν τὰ κάνω», μοῦ γραφε,
«φιλοσόφους» !
Τὰ τύλιξα μὲ μισὸ σεντόνι
(εἴτανε τσίτσιδα)
καὶ τὰ ξανάστειλα πίσου.
Ποιὸς θὰν τά τρεφε ;
᾽Αφτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ ξέρουνε πολλοί.
Κείνη τὴ µέρα σηκώθηκε
ὅλο τὸ Κολωνάκι στὸ ποδάρι.
Βγήκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ µαγαζιά τους
κι ἀραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
γιὰ νὰν τὰ κοιτᾶνε, ποὺ περνούσανε
πιασµένα χέρι χέρι...
Καὶ τί, θαρρεῖτε, μὲ κουτσομπολέψανε
κατόπι ;
Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τὰ θελε
νά ταν ἄσπρα !
'Ὁ Περικλής, σὰν ἄκουσε νὰ γίνεται
τόση κουβέντα γιὰ μένα,
ἔβαλε τὴν ᾿Ασπασία νὰ μὲ φωνάξει
στὸ παλάτι του.
Καὶ κείνη μοῦ στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
Μποροῦσα νὰ χαλάσω τὸ χατίρι
τοῦ καλόπαιδου
καὶ τῆς μεγάλης ἀρχόντισσας ;
Πήγα μὲ σκοπὸ νὰ τσακωθῶ.
Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς ἔλεγα,
δὲ μοῦ φέρνανε ἀντίρρηση.
Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
σᾶς εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
γελώντας τὴ σουβλερή του καράφλα
καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ κακολογῶ
τοὺς ὀχτρούς του
καὶ νὰ λέω ἀρσίζικα χωρατά.
Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι ἀφτὴ
μοῦ χάιδεβε μὲ τὰ θεῖα της κρινοδάχτυλα
τούτην ἐδῶ τὴν παλιοπατατούκα,
ποὺ βλέπετε, καὶ μοῦ λεγε σιγανά :
«Βγάλ’ τηνε, καημένε,
νὰ σοῦ τήνε µπαλώσω ...»
Μοῦ κάνανε μεγάλα ἰκράµια καὶ μ᾿ ἀκούγανε
μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
Μὰ δὲν εἶναι γι’ ἀφτά, ποὺ δὲν ἔβρισα
καὶ τὸν Περικλή.
Μοῦ δινε τὸ λόγο του, πὼς ὅπου νά ναι,
θὰν τὰ ταίριαζε μὲ τοὺς Μωραΐτες
καὶ θὰ τέλειωνε τὸν πόλεμο...
Τώρα τὸ βλέπω, μὲ κορόιδεβε.
Ὁ µόνος ποὺ μὲ κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
Αν ἐζοῦσε, θὰ πολεμοῦσε ἀκόμα Ι...
Εξουσία καὶ πόλεμος δὲν μπορεῖ
νὰ χωριστοῦνε !...
Θαρρῶ βγηκ᾽ ἀπὸ τὸ θέµα...
Γεροντικὴ φλυαρία. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε !
Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, ποὺ
κουβεντιάζουνε μὲ τοὺς θεούς,
σὰν παλιοὶ κουμπάροι...
Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ μὲ κομένα μάτια,
κεῖ ποὺ περπατᾶνε
σκορπίζοντας ἀρώματα
καὶ χάχανα καμπανιστά,
σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τὰ µάτια
καὶ κοιτάζουνε τ᾽ ἄστρα µέρα μεσημέρι.
Κείνη τὴ στιγμή κατεβαίνουν
ἄγγελοι τῶν Θεῶν
καὶ τοὺς καλοῦνε
στὸν "Όλυμπο τῆς Μωρίας !... ᾿
Εκεῖ μεθᾶνε κ ἐδῶ χρησμολογοῦνε.
Μὲ τὰ μάγια τῶν στίχων μᾶς λυτρώνουν
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς µαταιότητας.
᾿Αφτοὶ δίνουν αἰωνιότητα σ’᾿ ὅτι ἀγγίσουνε
μὲ τὴν πνοή τους.
Χάρη σ᾿ ἀφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
Καλὴ ὥρα σὰν τὸ Μέλητο...
Αμα λοιπὸν τοὺς ἔπαιρνε τὸ µάτι µου
καὶ τοὺς χαιρετοῦσα :
«τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
θυµώνανε κι ἀφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
Καὶ νά πούρθανε τὰ πράματα δεξιὰ
κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
στάθηκε πρῶτος θανάσιµος κατηγορός µου.
Στὸ ἀναμεταξὺ μοῦ γραφαν
ἐπιγράμματα τσουχτερά,
ποὺ κάνανε τὴ βόλτα τους
στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
Ὅσο ποὺ κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
ὁ μόνος ποὺ τοῦ ταίριαζε νά ναι ποιητῆς,
γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
μ᾿ ἀνέβασε στὸ θέατρο...
Πρωταγωνιστῆς τῶν «Νεφελῶν» !
Γελοῦσε ὁ κόσμος κ᾿ ἐγὼ καµάρωνα...
ὅσο ποὺ μ᾿ ἀναγκάσανε νὰ πηδήξω πάνου σὲ
μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦνε !
᾿Απὸ τότες ἔγινα «σπουδαῖος» ἄνθρωπος.
“Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλοῦσε γιὰ μένα...
Πρωτύτερα δὲ μὲ καλοξέρανε,
μήτε μὲ λογαριάζανε.
Μετὰ τὴν παράσταση μὲ πῆραν οἱ φίλοι
καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
νὰ γιορτάσουµε τὴ δόξα µου.
Γενήκαμε στουπὶ στὸ µεθύσι κ᾿ εἴπαμε
σωρὸ καρίπικα τραγούδια...
Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στὸ σπίτι...
Πατοῦσα στὰ νύχια, γιὰ νὰ μὴ
μὲ μυριστεῖ η Ξανθίππη.
Μὰ ποῦ ! Τινάχτηκε ἀπάνου
κι ἄρχισε τὸν ἀναβαλλόμενο...
«Ξέρεις», τῆς λέω, «ἀπὸ σήµερις εἶμαι
ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
(ἔτσι τό λεγα, γιὰ νὰ τὴν καλμάρω).
Καἱ σύ, ποὺ μ᾿εἶχες τοῦ µπάτσου
καὶ τοῦ κλώτσου !...
Μ’ ἀνεβάσανε στὸ θέατρο...»
Ἔτριψε τὰ μάτια της, στάθηκε λίγο
κ᾿ὕστερις γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
μ᾿ ἀγκάλιασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ πε:
«χρυσό µου !»
Ὡς τὸ πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξε νὰ βρεῖς
καμιὰ δουλειά᾿ νὰ διοριστεῖς...
καὶ νὰν τ᾽ ἀφῆσεις ἀφτά...
Γεροπαραλυµένε... ἀγράμματε !»
᾿Αφτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲ γινόντανε
κάθε µέρα τὰ ἴδια.
Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
νὰ φέβγω ἀπὸ τὸν κόσμο...
Νὰ κατεβαίνω στὴ θάλασσα τὴν πολύμορφη
καὶ χιλιότροπη, τὴν ἀχόρταστην ἐρωμένη ἱ
Νὰ πέφτω µέσα, νὰ τὴν ἀγκαλιάζω
καὶ νὰ πηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
συντροφιὰ μὲ τὶς Νεράιδες
καὶ τοὺς Τρίτωνες.
Νὰ κυλιέμαι κατόπι
στὴν πυρωμένην ἀμμουδιά,
νὰ ξαπλώνω τ᾽ ἀνάσκελα στὸν ἥλιο
καὶ νὰ τόνε χορέβω σὰν τόπι πἀνου
στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
Έπαιρνα τὸ λοιπὸν τ'ἀπόμερα σοκάκια καὶ
τραβοῦσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
᾿Εκεῖ στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
κι ἔβγαζα τό να τσαρούχι
κ’ ὕστερα στ᾽ ἄλλο ποδάρι κ᾽ ἔβγαζα
τὸ δεύτερο τσαρούχι.
Τά σφιγγα καὶ τὰ δυὸ κάτου στὴν ἁμασκάλη
-- γιὰ νὰ μὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυὸ κατέβαινα στὸ Φάληρο.
Καμιὰ φορὰ μοῦ τύχαινε νὰ πατήσω
καμιὰ μαγαρισιὰ
(γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τὰ σοκάκια !).
«Νὰ τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
«Καλύτερα νὰ πατᾶς µαγαρισιές,
παρὰ νὰ σκοντάβεις ὅλη µέρα
πάνου σὲ διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
«'"Ελληνες Ἑλλήνων”
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
Καιρός να σᾶς ἐξηγήσω
καὶ τὴ φιλοσοφία μου...
Τι κατσουφιάζετε ;...
Δὲ σᾶς ἀρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
Αξαφνα, τὸ πῶς μοῦ ρίχτηκε κάποτες
ή Θεοδότη...
Μὰ δὲ μὲ παίρν' η ώρα.
Ανάγκη, πρὶν πεθάνω, νὰ μαθεφτεῖ,
πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
τὰ σφάλματα τῆς διδασκαλίας του
καὶ μετάνιωσε...
Αλήθεια, της είχανε πει τῆς Θεοδότης, πως
δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - ἐγώ !
Καὶ πικαρίστηκε.
Το βαλε πεῖσμα νὰ μὲ καταφέρει.
Μὲ καλοῦσε κάθε τόσο στη βίλα της
να συζητάμε φιλοσοφία.
Κι όλο τύχαινε νὰ λούζεται, ν' ἀλείφεται
καὶ νὰ προβάρει γυμνή μπροστά μου
τους νέους χορούς της.
«Σαν άνθρωπος ἀνώτερος», μου λεγε,
«δὲν παρεξηγείς»...
Ἔπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
γιὰ νὰ ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
κ' ἐνῶ ζεστὸς καὶ φωτεινὸς ὁ κόρφος της
ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα,
τῆς μιλοῦσα γιά τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μοῦ λεγε :
«Ξέρω σωστοὺς ἐξηνταεννιὰ τρόπους
νὰ κάνω τὸν ἔρωτα».
Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
«Τι έχεις;» μὲ ρωτούσε.
«Κοιτάω νὰ βρῶ, ποιὸς ἀπὸ
τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
εἶναι... φιλοσοφικότερος, ἀπόλυτος»...
Φωνές: «Ποιὸς εἶναι; Ποιὸς εἶναι;»
Βλέπετε, πὼς χρειάζεται νὰ ξέρουμε
καὶ φιλοσοφία :
Ἔτσι κ Ἡ Θεοδότη, σὰν κ ἐσᾶς,
μὲ ρωτοῦσε καὶ μὲ ξαναρωτοῦσε...
«ποιὸς εἶναι :»
"Ὥσπου μιὰ µέρα, γιὰ νὰ γλυτώσω, τῆς λέω :
«Ο τρόπος ἀφτὸς εἶναι νὰ... δείρεις πρῶτα
δίχως λύπηση τὴ γυναίκα
καὶ κεῖ ποὺ κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
στὸ πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
νὰ τὴν ἀναποδογυρίζεις...»
Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε ἀπάνω µου
καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τὰ μάτια της
μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δεῖρε µε».
᾿᾽Αφτὰ δὲ σᾶς τὰ λέω μοναχὰ
γιὰ νὰ σᾶς πειράξω.
Θέλησα καὶ μὲ τρὀπο νὰ σᾶς µπάσω
στὴ φιλοσοφία µου...
Πάλε κατσουφιάζετε :
Ἕλληνες ἀρχαῖοι
καὶ νὰ φοβόσαστε τὴ σκέψη Ι...
'Ἠσυχάστε ! «Διὸς κριταί»
σὰν κ᾿ ἐσᾶς δὲν πάει νὰ πονοχεφαλιάζετε.
Μ’ ὅσο κέφι μοῦ περισσέβει, θὰ κοροϊδέφω
τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία µου.
Σὰν ἔξυπνοι γκαγχαρέοι θὰ µισοκαταλάβετε,
πὼς ἂν δὲν ὑπάρχει στὶς ἐρωτοδουλειὲς
ἀπόλυτον «εἶδος»,
ἄλλο τόσο δὲν ὑπάρχει
καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
Καὶ πρῶτα πρῶτα δὲν εἶμαι φιλόσοφος.
Δὲν ἔχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
λαμπερὸ ναὸ τῆς Σκέψης μὲ κολόνες,
μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βῆμα
κι ἄδυτα τῶν ἀδύτων.
Είχα βρεῖ μοναχὰ μιὰ δική µου
«μέθοδο» σκέψης.
Τ’ ᾿Αφάλι τῆς Γῆς, τ᾽ ἀχνιστὸ
καὶ σκανταλιάρικο,
μοῦ δωσε πιστοποιητικὸ σοφοῦ
κι ὄχι φιλοσόφου.
Καὶ δὲ μὲ σύγκρινε μὲ τὸν τρανὸ
τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἔμπεδοκλή
τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους ἄλλους,
μὰ μὲ τὸ Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
-- μὲ δυὸ ποιητάδες ! Φαίνε- fin 46-82