1 00:00:14,941 --> 00:00:34,917 Κώστας Βάρναλης Η αληθινή απολογία του Σωκράτη 2 00:00:38,654 --> 00:00:41,668 Το πώς γεννήκανε τα πραμματα 3 00:00:41,838 --> 00:00:43,642 Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι 4 00:00:43,642 --> 00:00:46,646 (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήµατα, 5 00:00:46,646 --> 00:00:48,175 νεβρικὸς σαν ἀηδόνι 6 00:00:48,175 --> 00:00:51,380 ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ ρουθούνια γιοµάτα τρίχες· 7 00:00:51,380 --> 00:00:54,256 ο Λύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), 8 00:00:54,256 --> 00:00:58,601 οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα, σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα, 9 00:00:58,601 --> 00:01:02,849 μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού. 10 00:01:03,295 --> 00:01:06,941 Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους 11 00:01:06,941 --> 00:01:08,660 ρουχαλίζανε ρυθμικά. 12 00:01:08,942 --> 00:01:12,119 Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανό 13 00:01:12,119 --> 00:01:15,949 και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλοῦσε. 14 00:01:15,949 --> 00:01:21,222 Μ᾽ όλο τὸ σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη τὴ βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά 15 00:01:21,222 --> 00:01:25,092 και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά, 16 00:01:25,092 --> 00:01:29,354 που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας, 17 00:01:29,354 --> 00:01:32,980 του σκίνου και τοῦ θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα Γῆς. 18 00:01:36,607 --> 00:01:40,642 Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, 19 00:01:40,912 --> 00:01:44,239 λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους 20 00:01:44,239 --> 00:01:48,460 µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια. 21 00:01:49,858 --> 00:01:53,548 Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη 22 00:01:53,759 --> 00:01:58,110 περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο. 23 00:01:58,832 --> 00:02:02,101 Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ὁ µυλωνάς. 24 00:02:02,637 --> 00:02:06,460 Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον ἔσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού, 25 00:02:06,460 --> 00:02:08,462 µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε. 26 00:02:09,198 --> 00:02:14,796 Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου». 27 00:02:15,801 --> 00:02:20,061 Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι. 28 00:02:20,522 --> 00:02:24,639 Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. 29 00:02:25,267 --> 00:02:30,001 Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμή 30 00:02:30,001 --> 00:02:32,706 και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια 31 00:02:32,706 --> 00:02:37,422 (το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, 32 00:02:37,422 --> 00:02:41,112 λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε κι ἀφτά, μουρμούρισε: 33 00:02:41,802 --> 00:02:45,506 «Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι, ν᾿ἀπολογηθείτε. 34 00:02:46,428 --> 00:02:49,947 Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα. 35 00:02:51,994 --> 00:02:54,814 Οι δικαστάδες θυμώσανε μα τ᾽ άπρεπο φέρσιμο 36 00:02:54,814 --> 00:02:57,509 και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. 37 00:02:58,019 --> 00:03:01,684 Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα, 38 00:03:01,684 --> 00:03:05,049 το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη. 39 00:03:05,481 --> 00:03:07,443 Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο 40 00:03:07,443 --> 00:03:10,779 μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. 41 00:03:11,071 --> 00:03:13,240 Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. 42 00:03:13,785 --> 00:03:17,302 Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα 43 00:03:17,302 --> 00:03:22,317 το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε. 44 00:03:22,751 --> 00:03:25,404 Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι ἀφτὸ δεν κλαίει, 45 00:03:25,404 --> 00:03:29,516 πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε 46 00:03:29,516 --> 00:03:31,795 και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμη τους, 47 00:03:31,795 --> 00:03:36,126 τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, 48 00:03:36,126 --> 00:03:38,749 που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής. 49 00:03:39,512 --> 00:03:42,994 Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους, έκανε: χμ. 50 00:03:43,574 --> 00:03:46,672 Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύµφωνα με το Νόμο), 51 00:03:46,672 --> 00:03:51,839 ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε 52 00:03:51,839 --> 00:03:53,426 και δεν απάντησε τίποτα. 53 00:03:53,984 --> 00:03:58,120 Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του. 54 00:03:58,802 --> 00:04:04,322 Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω, 55 00:04:04,322 --> 00:04:08,849 κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. 56 00:04:08,849 --> 00:04:11,478 Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη». 57 00:04:12,248 --> 00:04:15,509 «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. 58 00:04:15,509 --> 00:04:18,460 «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα 59 00:04:18,460 --> 00:04:21,525 να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιὀ. 60 00:04:21,891 --> 00:04:25,928 Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς. 61 00:04:26,396 --> 00:04:28,413 Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου 62 00:04:28,413 --> 00:04:30,828 (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) 63 00:04:30,828 --> 00:04:34,124 ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες µελόπιτες, 64 00:04:34,124 --> 00:04:37,552 που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου, 65 00:04:37,552 --> 00:04:39,039 τον γιό της Παρθένας. 66 00:04:39,524 --> 00:04:43,880 Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό 67 00:04:43,880 --> 00:04:46,713 παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο». 68 00:04:49,116 --> 00:04:53,524 Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία, 69 00:04:53,524 --> 00:04:55,237 γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους, 70 00:04:55,237 --> 00:04:57,883 σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. 71 00:04:58,286 --> 00:05:01,755 Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: 72 00:05:02,345 --> 00:05:05,041 «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, 73 00:05:05,043 --> 00:05:08,198 εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ὁλωνώνε σας». 74 00:05:08,697 --> 00:05:12,931 Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε. 75 00:05:13,231 --> 00:05:16,176 Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα 76 00:05:16,176 --> 00:05:19,716 κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά 77 00:05:19,716 --> 00:05:22,282 για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε µαζί, 78 00:05:22,282 --> 00:05:23,952 ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη. 79 00:05:24,401 --> 00:05:28,573 Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους. 80 00:05:29,018 --> 00:05:32,370 Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι ανθρώποι 81 00:05:32,370 --> 00:05:35,328 και χασοµερίσαν όλη µέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; 82 00:05:36,024 --> 00:05:39,500 Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν. 83 00:05:39,981 --> 00:05:41,972 Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ 84 00:05:41,972 --> 00:05:46,235 το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους, µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... 85 00:05:46,535 --> 00:05:52,313 Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! 86 00:05:53,020 --> 00:05:56,777 Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, 87 00:05:56,777 --> 00:06:00,305 τόνε καταδικάσαν αφτοί, με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους 88 00:06:00,305 --> 00:06:03,227 (πάλε σύµφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι. 89 00:06:04,428 --> 00:06:08,253 Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος απὸ κέφι και δύναμη. 90 00:06:08,413 --> 00:06:11,830 Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του, 91 00:06:11,830 --> 00:06:14,883 στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα 92 00:06:14,883 --> 00:06:18,606 και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, 93 00:06:18,606 --> 00:06:20,595 που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου. 94 00:06:23,195 --> 00:06:26,599 Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε, φίλοι και µαθητάδες, 95 00:06:26,739 --> 00:06:31,010 όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους, µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε, 96 00:06:31,010 --> 00:06:33,963 πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος, ο Νόμος είτανε δίκαιος 97 00:06:33,963 --> 00:06:38,020 κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος· 98 00:06:38,588 --> 00:06:43,462 και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη. 99 00:06:43,502 --> 00:07:06,828 Το πώς γενήκανε τα πράματα ///// 100 00:07:17,735 --> 00:07:30,526 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 101 00:07:31,146 --> 00:07:34,254 ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… 102 00:07:35,516 --> 00:07:38,158 Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! 103 00:07:38,627 --> 00:07:41,106 Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… 104 00:07:41,932 --> 00:07:43,716 Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, 105 00:07:43,716 --> 00:07:46,527 δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί 106 00:07:46,527 --> 00:07:48,551 και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει 107 00:07:48,551 --> 00:07:50,364 το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. 108 00:07:51,205 --> 00:07:55,283 Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα 109 00:07:55,283 --> 00:07:58,435 μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή. 110 00:07:58,953 --> 00:08:03,614 Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω 111 00:08:04,109 --> 00:08:07,391 Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. 112 00:08:07,784 --> 00:08:10,044 Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο 113 00:08:10,044 --> 00:08:13,276 και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. 114 00:08:13,714 --> 00:08:15,909 Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. 115 00:08:16,397 --> 00:08:19,405 Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! 116 00:08:19,774 --> 00:08:24,344 Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. 117 00:08:24,735 --> 00:08:27,069 Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! 118 00:08:27,458 --> 00:08:29,981 Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα 119 00:08:30,321 --> 00:08:32,193 (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) 120 00:08:32,193 --> 00:08:35,676 εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος. 121 00:08:36,269 --> 00:08:40,279 Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. 122 00:08:40,471 --> 00:08:44,868 Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, 123 00:08:44,868 --> 00:08:47,736 που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, 124 00:08:47,736 --> 00:08:49,535 γιατί δεν υπάρχει πουθενά. 125 00:08:49,998 --> 00:08:53,501 Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη 126 00:08:53,501 --> 00:08:55,241 και πόνους αβάσταγους. 127 00:08:55,780 --> 00:08:58,847 Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! 128 00:08:59,220 --> 00:09:02,929 Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, 129 00:09:02,929 --> 00:09:07,025 που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα! 130 00:09:08,051 --> 00:09:11,602 Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια 131 00:09:11,602 --> 00:09:14,265 που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν 132 00:09:14,265 --> 00:09:16,337 ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. 133 00:09:16,617 --> 00:09:19,515 Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει 134 00:09:19,515 --> 00:09:22,632 και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. 135 00:09:22,919 --> 00:09:26,156 Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! 136 00:09:26,492 --> 00:09:31,539 Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! 137 00:09:31,941 --> 00:09:36,737 Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! 138 00:09:37,063 --> 00:09:41,423 Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, 139 00:09:41,544 --> 00:09:44,822 και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! 140 00:09:45,201 --> 00:09:47,979 Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι 141 00:09:47,979 --> 00:09:51,238 εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. 142 00:09:51,685 --> 00:09:54,709 Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, 143 00:09:54,976 --> 00:09:57,752 κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή 144 00:09:57,752 --> 00:09:59,654 σαν της μαϊμούς και του τράγου. 145 00:10:00,099 --> 00:10:04,080 Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες 146 00:10:04,080 --> 00:10:06,705 μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός. 147 00:10:07,943 --> 00:10:11,536 Βέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! 148 00:10:11,536 --> 00:10:15,759 Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων 149 00:10:15,759 --> 00:10:17,678 ή καμιά βλαστήμια δική σας. 150 00:10:18,008 --> 00:10:21,898 Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. 151 00:10:22,350 --> 00:10:24,680 Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· 152 00:10:25,078 --> 00:10:28,096 ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. 153 00:10:28,246 --> 00:10:31,815 Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, 154 00:10:31,815 --> 00:10:35,590 καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, 155 00:10:35,590 --> 00:10:39,546 σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. 156 00:10:40,025 --> 00:10:44,151 Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα 157 00:10:44,481 --> 00:10:46,319 και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ. 158 00:10:47,511 --> 00:10:51,324 Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. 159 00:10:51,700 --> 00:10:54,844 Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη 160 00:10:54,844 --> 00:10:56,432 στον ξεπεσμό του καιρού μας. 161 00:10:56,683 --> 00:11:00,320 Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. 162 00:11:00,533 --> 00:11:04,609 Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. 163 00:11:04,822 --> 00:11:07,672 Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη 164 00:11:07,672 --> 00:11:09,698 να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. 165 00:11:09,888 --> 00:11:13,230 Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. 166 00:11:13,524 --> 00:11:15,042 Κοιτάξτε τους κατηγόρους! 167 00:11:15,271 --> 00:11:18,913 Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! 168 00:11:19,125 --> 00:11:24,145 Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… 169 00:11:24,870 --> 00:11:28,063 Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! 170 00:11:28,531 --> 00:11:32,366 Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, 171 00:11:32,366 --> 00:11:36,660 σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». 172 00:11:37,153 --> 00:11:40,139 Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… 173 00:11:40,464 --> 00:11:42,110 Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, 174 00:11:42,110 --> 00:11:44,645 θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου 175 00:11:44,645 --> 00:11:47,440 και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, 176 00:11:47,440 --> 00:11:50,646 και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή. 177 00:11:51,562 --> 00:11:55,790 Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους 178 00:11:55,790 --> 00:11:57,334 σ’ ομορφιά και πλούτο! 179 00:11:57,840 --> 00:12:00,702 Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; 180 00:12:00,974 --> 00:12:03,144 Για το καλό της πολιτείας! 181 00:12:03,499 --> 00:12:06,487 Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. 182 00:12:06,685 --> 00:12:08,238 Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, 183 00:12:08,238 --> 00:12:10,650 θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· 184 00:12:10,650 --> 00:12:14,851 μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση 185 00:12:14,851 --> 00:12:19,610 (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, 186 00:12:19,610 --> 00:12:23,265 για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). 187 00:12:24,053 --> 00:12:27,344 Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου πέσιμο 188 00:12:27,344 --> 00:12:30,839 να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. 189 00:12:31,165 --> 00:12:34,622 Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, 190 00:12:34,622 --> 00:12:37,559 θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι κι εγώ κατήγορος. 191 00:12:38,264 --> 00:12:41,945 Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο; 192 00:12:42,198 --> 00:12:44,039 Ο γενναίος στρατηγός! 193 00:12:44,518 --> 00:12:47,794 Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο 194 00:12:47,794 --> 00:12:52,054 κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), 195 00:12:52,054 --> 00:12:55,270 ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. 196 00:12:55,615 --> 00:12:59,385 Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά 197 00:12:59,385 --> 00:13:01,498 κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. 198 00:13:01,498 --> 00:13:06,132 Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε! 199 00:13:06,334 --> 00:13:09,106 Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, 200 00:13:09,106 --> 00:13:11,435 δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του. 201 00:13:11,868 --> 00:13:15,956 Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε 202 00:13:15,956 --> 00:13:18,576 και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας 203 00:13:18,576 --> 00:13:21,687 και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός. 204 00:13:22,711 --> 00:13:27,757 Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο 205 00:13:27,757 --> 00:13:31,252 ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. 206 00:13:31,569 --> 00:13:35,477 Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη 207 00:13:35,477 --> 00:13:38,511 (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; 208 00:13:39,005 --> 00:13:41,513 Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου 209 00:13:41,513 --> 00:13:44,606 κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, 210 00:13:44,606 --> 00:13:48,618 θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, 211 00:13:48,618 --> 00:13:50,179 όπως θαν το κάνω τώρα. 212 00:13:50,780 --> 00:13:54,064 Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, 213 00:13:54,064 --> 00:13:55,515 την καλύτερη μάρκα, 214 00:13:55,515 --> 00:13:58,100 και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, 215 00:13:58,100 --> 00:14:02,427 έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! 216 00:14:03,968 --> 00:14:05,815 Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας; 217 00:14:05,968 --> 00:14:09,436 Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; 218 00:14:09,700 --> 00:14:11,589 Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό 219 00:14:11,589 --> 00:14:14,059 και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. 220 00:14:14,687 --> 00:14:17,320 Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, 221 00:14:17,320 --> 00:14:20,154 πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». 222 00:14:20,559 --> 00:14:22,099 Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, 223 00:14:22,099 --> 00:14:24,839 πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, 224 00:14:24,839 --> 00:14:27,785 που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: 225 00:14:27,785 --> 00:14:30,760 ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! 226 00:14:31,436 --> 00:14:35,940 Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, 227 00:14:35,940 --> 00:14:39,244 την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του 228 00:14:39,484 --> 00:14:44,371 και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα! 229 00:14:45,648 --> 00:14:49,729 Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι με το δίκιο τους «εραστές της πόλης», 230 00:14:49,892 --> 00:14:52,347 είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»: 231 00:14:52,456 --> 00:14:57,748 «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… 232 00:14:58,046 --> 00:14:59,696 Τίμημα θάνατος!». 233 00:15:00,210 --> 00:15:05,520 Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος». 234 00:15:05,979 --> 00:15:07,850 Όμως αληθινό παλικάρι. 235 00:15:07,850 --> 00:15:11,756 Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα να υπογράψει αυτός την κατηγορία 236 00:15:11,756 --> 00:15:15,826 και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε, 237 00:15:15,826 --> 00:15:20,185 να καταδικαστεί σε «ατιμία» — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί. 238 00:15:21,066 --> 00:15:24,169 Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα για την πατρίδα. 239 00:15:24,469 --> 00:15:27,654 Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα, μήτε τον Έπαχτο πούλησα, 240 00:15:27,654 --> 00:15:32,252 μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης! 241 00:15:32,252 --> 00:15:35,440 Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι κανέν’ αξίωμα, 242 00:15:35,440 --> 00:15:38,112 πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες των άλλων αρχόντων 243 00:15:38,112 --> 00:15:39,721 και με τα γούστα του λαού, 244 00:15:39,721 --> 00:15:42,921 πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο, πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος. 245 00:15:43,915 --> 00:15:46,514 Και πριν να δοξαστείτε σεις θανατώνοντάς με, 246 00:15:46,514 --> 00:15:49,937 παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο, 247 00:15:50,233 --> 00:15:54,334 δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας και μια με τους τριάντα τυράννους. 248 00:15:54,775 --> 00:15:58,298 Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα τα μπόγια των κατηγόρων 249 00:15:58,298 --> 00:15:59,837 και τόσο μικρούλι το δικό μου, 250 00:15:59,837 --> 00:16:03,539 θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη για νά καταδικαστώ. 251 00:16:03,942 --> 00:16:08,876 Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας. 252 00:16:08,876 --> 00:16:10,077 «Διὸς κριταί!». 253 00:16:10,476 --> 00:16:12,280 Μοναχά ψυχή και μυαλό. 254 00:16:12,280 --> 00:16:15,136 Χωρίς φαντασία και χωρίς μάταια ψιλολογήματα. 255 00:16:15,136 --> 00:16:16,706 Μια κι όξω! 256 00:16:16,706 --> 00:16:21,295 Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση με την ίδια ευκολία που βγάζετε 257 00:16:21,295 --> 00:16:24,458 τη μύξα σας με τα δάχτυλα και την κολλάτε κει που κάθεστε. 258 00:16:25,837 --> 00:16:27,871 Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα, 259 00:16:27,871 --> 00:16:30,780 πρόεδρος του συλλόγου για την προστασία της Ηθικής, 260 00:16:30,780 --> 00:16:33,876 που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο, 261 00:16:33,876 --> 00:16:36,856 μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του 262 00:16:36,856 --> 00:16:38,438 — κι αυτός βλέπει! 263 00:16:38,951 --> 00:16:43,317 Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου, 264 00:16:43,317 --> 00:16:47,051 κι ολάσπρος μέσα κι όξω, που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς, 265 00:16:47,051 --> 00:16:52,127 μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της. 266 00:16:52,691 --> 00:16:56,087 Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι και καραβοκυραίοι του Περαία, 267 00:16:56,087 --> 00:16:59,902 τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι (όνομα και πράγμα!), 268 00:16:59,902 --> 00:17:03,091 που τα καταφέρνουνε και γίνονται κάθε χρόνο «σιτοφύλακες» 269 00:17:03,091 --> 00:17:05,681 για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων, 270 00:17:05,681 --> 00:17:09,646 των αλευριών και του ψωμιού και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών, 271 00:17:09,646 --> 00:17:11,342 μπας κι είναι ξύκικα! 272 00:17:11,932 --> 00:17:15,052 Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης από την Κηφισιά, 273 00:17:15,052 --> 00:17:18,676 που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και, 274 00:17:18,676 --> 00:17:22,736 τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους 275 00:17:22,736 --> 00:17:26,979 και ξύνεται κει που του ταίριαζε να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα. 276 00:17:27,546 --> 00:17:31,680 Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό, μυγιάγγιχτος καλλωπιστής, 277 00:17:31,680 --> 00:17:33,033 λουσμένος στ’ αρώματα 278 00:17:33,033 --> 00:17:36,540 μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, 279 00:17:36,540 --> 00:17:39,658 που του τονε πλερώνουνε κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του. 280 00:17:39,738 --> 00:17:42,213 Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος, 281 00:17:42,213 --> 00:17:44,505 που πέταξε στο δρόμο τα παιδιά τ’ αδερφού του 282 00:17:44,505 --> 00:17:47,110 κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά τονε φτωχύνανε. 283 00:17:47,588 --> 00:17:51,858 Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα, που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε 284 00:17:51,858 --> 00:17:55,514 για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε, και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα, 285 00:17:55,514 --> 00:17:58,930 τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε και θα καλογερέψει, 286 00:17:58,930 --> 00:18:00,333 για να σώσει την ψυχή του ! 287 00:18:00,714 --> 00:18:03,654 Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων, 288 00:18:03,654 --> 00:18:06,114 που για να προφταίνει στις πολλές δουλειές του, 289 00:18:06,114 --> 00:18:11,041 άνοιξε γραφείο στη γειτονιά των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο… 290 00:18:12,221 --> 00:18:17,667 Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα, με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!” 291 00:18:18,885 --> 00:18:21,922 Τί «κάτου» και «ξεκάτου»! Μη βραχνιάζετε τζάμπα!.. 292 00:18:21,922 --> 00:18:25,037 Έχετε καιρό να θυμώσετε, γιατί θα σας ψάλω χειρότερα. 293 00:18:25,484 --> 00:18:28,102 Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας χωριστά 294 00:18:28,102 --> 00:18:29,823 τις μπομπές και τα μασκαραλίκια. 295 00:18:30,097 --> 00:18:33,209 Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’ από τις δυο πρώτες σειρές. 296 00:18:33,507 --> 00:18:35,991 Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς με τ’ όνομα… 297 00:18:36,416 --> 00:18:41,092 Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες, 298 00:18:41,255 --> 00:18:42,939 η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες! 299 00:18:43,190 --> 00:18:45,392 Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια; 300 00:18:45,822 --> 00:18:50,368 Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες 301 00:18:50,368 --> 00:18:52,822 για να σας τις ιστορήσουνε και ναν τις πιστέψετε!..· 302 00:18:53,316 --> 00:18:57,028 Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας; 303 00:18:57,255 --> 00:19:01,170 Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο… 304 00:19:01,460 --> 00:19:03,154 Ένας σας να ’τανε καθαρός, 305 00:19:03,154 --> 00:19:06,341 ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου θρύψαλα και κουρνιαχτός. 306 00:19:08,673 --> 00:19:11,876 Μη μου πείτε: «Νά τος! Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε 307 00:19:11,876 --> 00:19:14,559 πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη κι η ψυχή το σώμα· 308 00:19:14,559 --> 00:19:17,957 πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού μα μονάχα των φιλοσόφων 309 00:19:17,957 --> 00:19:20,817 (δηλαδή τη δική του· όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!). 310 00:19:21,224 --> 00:19:24,839 Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα, τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται, 311 00:19:24,839 --> 00:19:26,264 παρακαλεί και βρίζει». 312 00:19:26,971 --> 00:19:29,457 Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα! 313 00:19:29,708 --> 00:19:34,442 Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα, μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια. 314 00:19:34,913 --> 00:19:37,917 Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα με την μπαμπεσιά των νόμων, 315 00:19:37,917 --> 00:19:40,145 όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα τη γωνιά 316 00:19:40,145 --> 00:19:43,189 μετά λίγους μήνες ή χρόνια με το θέλημα της Φύσης. 317 00:19:43,674 --> 00:19:45,305 Σας χρωστάω και χάρη… 318 00:19:45,631 --> 00:19:49,986 Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα, 319 00:19:49,986 --> 00:19:53,047 κάνω γούστο να κοροϊδεύω και σας και τον εαυτό μου. 320 00:19:53,457 --> 00:19:56,612 Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω. 321 00:19:57,697 --> 00:20:00,467 Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω, 322 00:20:00,467 --> 00:20:03,702 μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα μήτε και να φύγετε αποδώ, 323 00:20:03,702 --> 00:20:08,070 γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς, χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια. 324 00:20:08,881 --> 00:20:12,341 Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω, 325 00:20:12,341 --> 00:20:14,671 όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας… 326 00:20:15,226 --> 00:20:19,774 Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου. 327 00:20:20,090 --> 00:20:24,732 Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι! 328 00:20:24,970 --> 00:20:28,639 Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί, το γυάλωμα των ματιών 329 00:20:28,639 --> 00:20:30,239 και τ’ άφρισμα του στομάτου· 330 00:20:30,239 --> 00:20:33,733 το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο 331 00:20:33,733 --> 00:20:37,204 και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά… 332 00:20:37,671 --> 00:20:39,068 Κι αυτό ήταν όλο!… 333 00:20:40,785 --> 00:20:43,912 Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας ω άντρες Αθηναίοι. 334 00:20:44,265 --> 00:20:46,075 Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου. 335 00:20:46,395 --> 00:20:48,471 Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει, 336 00:20:48,471 --> 00:20:52,184 μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν) όλα τα καλά του Θεού: 337 00:20:52,607 --> 00:20:57,201 τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα, παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας, 338 00:20:57,201 --> 00:21:00,008 χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι και σκόρδο, 339 00:21:00,008 --> 00:21:05,051 καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός! 340 00:21:05,754 --> 00:21:07,629 Είσαστε αθάνατοι! 341 00:21:07,879 --> 00:21:10,208 Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι, 342 00:21:10,208 --> 00:21:12,864 αν η Μοίρα σάς γεννούσε με μιαν αλογήσιαν ούρα 343 00:21:12,864 --> 00:21:16,133 που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά σα βεντάγια 344 00:21:16,133 --> 00:21:19,427 και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε 345 00:21:19,427 --> 00:21:23,237 και την ώρα που δικάζετε, — σα δικάζετε κοιμάμενοι!… 346 00:21:35,937 --> 00:21:45,560 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 347 00:21:45,974 --> 00:21:49,396 Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο 348 00:21:49,396 --> 00:21:52,100 με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, 349 00:21:52,420 --> 00:21:56,047 και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, 350 00:21:56,047 --> 00:21:59,057 τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, 351 00:21:59,242 --> 00:22:00,754 γέλασα με την καρδιά μου. 352 00:22:01,090 --> 00:22:04,562 Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους 353 00:22:04,562 --> 00:22:05,973 και πάνε στους ζωντανούς. 354 00:22:06,434 --> 00:22:10,356 Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε 355 00:22:10,356 --> 00:22:12,119 σαν ψοφίμια δέκα μερών 356 00:22:12,391 --> 00:22:17,125 (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) 357 00:22:17,425 --> 00:22:20,842 κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, 358 00:22:20,842 --> 00:22:22,723 πήγε ο νους μου στα ζώα : 359 00:22:23,331 --> 00:22:26,840 όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ 360 00:22:27,108 --> 00:22:29,428 κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, 361 00:22:29,428 --> 00:22:32,291 πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή. 362 00:22:33,758 --> 00:22:36,592 Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, 363 00:22:36,592 --> 00:22:40,148 να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" 364 00:22:40,148 --> 00:22:44,323 ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, 365 00:22:44,323 --> 00:22:48,656 για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο 366 00:22:48,656 --> 00:22:53,348 τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., 367 00:22:53,348 --> 00:22:54,911 ξέρεις τι θα γινότανε ; 368 00:22:55,423 --> 00:22:59,719 Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, 369 00:22:59,719 --> 00:23:03,068 θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε: 370 00:23:03,467 --> 00:23:07,540 "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! 371 00:23:07,898 --> 00:23:11,700 Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του, 372 00:23:11,700 --> 00:23:14,675 στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... 373 00:23:14,992 --> 00:23:16,389 Έγινε μια χαρά!... 374 00:23:17,030 --> 00:23:18,469 Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, 375 00:23:18,469 --> 00:23:21,632 σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... 376 00:23:21,882 --> 00:23:23,721 Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. 377 00:23:23,975 --> 00:23:27,094 Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... 378 00:23:27,871 --> 00:23:29,671 Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, 379 00:23:29,671 --> 00:23:33,505 όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, 380 00:23:33,505 --> 00:23:34,838 μα κατεργάρης δεν είναι˙ 381 00:23:35,055 --> 00:23:38,017 κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του 382 00:23:38,017 --> 00:23:40,506 αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... 383 00:23:41,008 --> 00:23:45,121 Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". 384 00:23:45,121 --> 00:23:47,537 Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας". 385 00:23:48,943 --> 00:23:52,149 Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, 386 00:23:52,149 --> 00:23:55,068 με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. 387 00:23:55,390 --> 00:23:56,943 Σας χρειαζόταν ένα θύμα... 388 00:23:56,943 --> 00:24:00,083 όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, 389 00:24:00,284 --> 00:24:02,564 μα για να φοβούνται την δημοκρατία! 390 00:24:02,995 --> 00:24:05,326 Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, 391 00:24:05,605 --> 00:24:08,484 για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας 392 00:24:08,484 --> 00:24:11,052 και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. 393 00:24:11,297 --> 00:24:13,758 Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, 394 00:24:13,758 --> 00:24:16,768 το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, 395 00:24:16,768 --> 00:24:21,242 τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... 396 00:24:21,948 --> 00:24:23,942 Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) 397 00:24:23,942 --> 00:24:26,523 δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, 398 00:24:26,523 --> 00:24:29,930 όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ 399 00:24:30,191 --> 00:24:33,371 όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! 400 00:24:33,756 --> 00:24:38,265 Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, 401 00:24:38,265 --> 00:24:40,561 πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο... 402 00:24:41,619 --> 00:24:45,146 Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια και φίλοι κι αρνητάδες μου, 403 00:24:45,146 --> 00:24:48,376 και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, 404 00:24:48,376 --> 00:24:51,008 που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. 405 00:24:51,386 --> 00:24:55,472 Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", 406 00:24:55,472 --> 00:25:00,376 "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". 407 00:25:00,827 --> 00:25:04,580 Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", 408 00:25:04,580 --> 00:25:07,814 και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... 409 00:25:08,113 --> 00:25:09,824 Θα με προσκυνάνε για θεό 410 00:25:10,200 --> 00:25:13,815 (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο.... 411 00:25:14,315 --> 00:25:15,642 και για ποιό λόγο;) 412 00:25:15,967 --> 00:25:18,771 Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου 413 00:25:18,771 --> 00:25:20,156 και ν' ακούγονται μαζί μου˙ 414 00:25:20,370 --> 00:25:23,683 κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, 415 00:25:23,683 --> 00:25:26,065 θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... 416 00:25:26,591 --> 00:25:27,884 Μπόσικα πράματα. 417 00:25:27,884 --> 00:25:32,129 Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ 418 00:25:32,471 --> 00:25:35,008 θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... 419 00:25:35,396 --> 00:25:37,995 Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. 420 00:25:38,264 --> 00:25:41,455 Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, 421 00:25:41,455 --> 00:25:45,267 μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... 422 00:25:45,863 --> 00:25:52,056 "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" 423 00:25:52,658 --> 00:25:54,902 Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση. 424 00:25:56,099 --> 00:26:01,063 Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ 425 00:26:01,630 --> 00:26:03,346 τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... 426 00:26:03,619 --> 00:26:07,123 Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, 427 00:26:07,123 --> 00:26:10,322 τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. 428 00:26:10,615 --> 00:26:13,315 Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί 429 00:26:13,315 --> 00:26:17,524 (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ 430 00:26:17,524 --> 00:26:20,493 όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... 431 00:26:20,831 --> 00:26:23,032 Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, 432 00:26:23,032 --> 00:26:27,029 - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. 433 00:26:27,706 --> 00:26:32,258 Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, 434 00:26:32,258 --> 00:26:35,587 μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, 435 00:26:35,587 --> 00:26:37,382 να του λύσει την αλυσίδα. 436 00:26:37,822 --> 00:26:41,284 Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, 437 00:26:41,284 --> 00:26:45,547 τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας 438 00:26:45,547 --> 00:26:48,958 κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, 439 00:26:48,958 --> 00:26:50,858 για να με λιώσετε κει μέσα... 440 00:26:51,839 --> 00:26:56,392 Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, 441 00:26:56,705 --> 00:26:59,220 δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, 442 00:26:59,220 --> 00:27:02,224 πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. 443 00:27:02,595 --> 00:27:06,717 Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, 444 00:27:06,717 --> 00:27:09,377 θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. 445 00:27:09,731 --> 00:27:12,008 Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. 446 00:27:12,358 --> 00:27:16,761 Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". 447 00:27:17,071 --> 00:27:21,092 Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το καταλαβαίνετε 448 00:27:21,512 --> 00:27:24,182 Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ, 449 00:27:24,182 --> 00:27:26,821 ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει. 450 00:27:27,766 --> 00:27:31,309 Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, 451 00:27:31,309 --> 00:27:35,856 πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. 452 00:27:36,259 --> 00:27:40,779 Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... 453 00:27:41,376 --> 00:27:43,384 Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; 454 00:27:43,384 --> 00:27:47,498 Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης 455 00:27:47,753 --> 00:27:50,482 κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. 456 00:27:50,956 --> 00:27:55,108 Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε 457 00:27:55,108 --> 00:27:57,683 πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; 458 00:27:57,992 --> 00:28:01,586 Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; 459 00:28:01,836 --> 00:28:03,940 Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, 460 00:28:03,940 --> 00:28:06,463 θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. 461 00:28:06,885 --> 00:28:11,780 Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. 462 00:28:12,153 --> 00:28:14,520 Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, 463 00:28:14,520 --> 00:28:16,772 τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... 464 00:28:17,196 --> 00:28:19,898 Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, 465 00:28:19,898 --> 00:28:24,099 πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!... 466 00:28:24,412 --> 00:28:28,036 Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά: 467 00:28:28,036 --> 00:28:31,239 πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... 468 00:28:31,628 --> 00:28:36,000 Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο 469 00:28:36,000 --> 00:28:40,189 και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. 470 00:28:40,690 --> 00:28:44,100 Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά 471 00:28:44,100 --> 00:28:45,948 προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. 472 00:28:46,357 --> 00:28:50,873 Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός 473 00:28:50,873 --> 00:28:53,981 για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, 474 00:28:53,981 --> 00:28:55,591 τον κατηγορήσατε γι' άθεο. 475 00:28:55,985 --> 00:28:58,929 Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του 476 00:28:58,929 --> 00:29:00,963 και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. 477 00:29:01,202 --> 00:29:04,342 Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό 478 00:29:04,587 --> 00:29:06,429 και να μην τήνε ζητάει από σας! 479 00:29:06,842 --> 00:29:10,687 Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! 480 00:29:10,999 --> 00:29:12,397 Και σε ξεσκίζει! 481 00:29:13,660 --> 00:29:17,488 Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, 482 00:29:17,488 --> 00:29:21,033 την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. 483 00:29:21,315 --> 00:29:24,585 Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. 484 00:29:24,984 --> 00:29:26,536 Δε σας φτάνανε τούτα; 485 00:29:26,690 --> 00:29:29,065 Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; 486 00:29:29,326 --> 00:29:31,201 Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... 487 00:29:31,535 --> 00:29:36,047 Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, 488 00:29:36,047 --> 00:29:38,671 την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. 489 00:29:39,221 --> 00:29:42,587 Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω: 490 00:29:42,971 --> 00:29:47,060 "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!" 491 00:29:49,049 --> 00:29:52,109 Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. 492 00:29:52,579 --> 00:29:55,933 Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, 493 00:29:55,933 --> 00:29:58,969 γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... 494 00:29:59,553 --> 00:30:01,913 Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! 495 00:30:02,291 --> 00:30:04,823 Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) 496 00:30:04,823 --> 00:30:08,263 που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... 497 00:30:08,653 --> 00:30:11,623 Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα 498 00:30:11,623 --> 00:30:15,876 φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, 499 00:30:15,876 --> 00:30:20,548 που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό 500 00:30:20,548 --> 00:30:23,676 κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; 501 00:30:24,111 --> 00:30:27,782 Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, 502 00:30:27,959 --> 00:30:32,234 γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; 503 00:30:32,629 --> 00:30:36,936 Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο 504 00:30:36,936 --> 00:30:40,898 κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, 505 00:30:41,190 --> 00:30:43,303 γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία; 506 00:30:44,535 --> 00:30:47,470 Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... 507 00:30:47,868 --> 00:30:52,232 Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει 508 00:30:52,232 --> 00:30:56,464 κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο 509 00:30:56,464 --> 00:30:59,156 και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. 510 00:30:59,626 --> 00:31:03,971 Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια 511 00:31:03,971 --> 00:31:07,481 και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, 512 00:31:07,481 --> 00:31:10,115 σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα 513 00:31:10,115 --> 00:31:13,784 να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, 514 00:31:13,784 --> 00:31:18,428 ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα 515 00:31:18,428 --> 00:31:21,898 και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, 516 00:31:21,898 --> 00:31:26,213 για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι 517 00:31:26,213 --> 00:31:27,789 και τ' άλλα παπαδόσογα, 518 00:31:27,789 --> 00:31:32,167 τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα 519 00:31:32,167 --> 00:31:35,660 και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, 520 00:31:35,660 --> 00:31:38,947 χωρίς να βγάζει δίσκο και να θέλει ναούς και θυσίες; 521 00:31:39,487 --> 00:31:42,347 Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. 522 00:31:42,803 --> 00:31:47,052 Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, 523 00:31:47,052 --> 00:31:50,767 για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας! 524 00:31:53,210 --> 00:31:56,056 Να τι λένε τώρα μέσα τους οι πιο νοικοκύρηδες από σας: 525 00:31:56,621 --> 00:32:00,257 Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙ μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη, 526 00:32:00,257 --> 00:32:03,799 δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο, 527 00:32:03,799 --> 00:32:08,026 πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους, σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε! 528 00:32:08,026 --> 00:32:10,708 Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα! 529 00:32:10,708 --> 00:32:13,091 Εγώ μπορεί να μην πιστέβω, μα το πλήθος;... 530 00:32:13,513 --> 00:32:17,272 Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών, οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών, 531 00:32:17,272 --> 00:32:19,243 οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού, 532 00:32:19,243 --> 00:32:22,093 άμα χάσουνε την πίστη στο θεό, ποιος θα τους συγκρατήσει; 533 00:32:22,596 --> 00:32:26,379 Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις είναι πρόωρα πράματα!... 534 00:32:26,833 --> 00:32:30,223 Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο της πατρίδας και της ηθικής. 535 00:32:30,482 --> 00:32:33,383 Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού θα χυθεί ν' αρπάζει 536 00:32:33,383 --> 00:32:36,291 τους παράδες και τα χτήματα, τους "κόπους" των αλλωνών 537 00:32:36,291 --> 00:32:38,826 και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!... 538 00:32:39,710 --> 00:32:42,952 Δε συμφέρει, δε θέλετε να σας μιμηθεί κι ο λαός. 539 00:32:43,452 --> 00:32:46,769 Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του τ΄άθλιο κουφάρι μου, 540 00:32:46,769 --> 00:32:50,635 για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι το μεγαλύτερο φταίξιμο... 541 00:32:51,608 --> 00:32:56,459 Μα χαλούσα και την ηθική! Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά; 542 00:32:56,804 --> 00:32:59,703 Ούλ' οι μαθητάδες μου τα χανε περασμένα τα σαράντα... 543 00:33:00,087 --> 00:33:02,733 Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου, είτανε φίλοι μου... 544 00:33:03,440 --> 00:33:06,862 Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι, θα μπορούσα και ναν τα διώξω... 545 00:33:07,351 --> 00:33:09,348 Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια... 546 00:33:09,348 --> 00:33:13,445 Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε, κοροϊδέβουνε το δάσκαλο, 547 00:33:13,445 --> 00:33:15,800 βαριεστίζουνε και το σκάνε από το σκολειό!... 548 00:33:16,116 --> 00:33:18,459 Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα 549 00:33:18,459 --> 00:33:20,768 να δένουνε και να δέρνουνε τους πατεράδες τους 550 00:33:20,768 --> 00:33:23,473 όταν αφτοί μπεκρολογούνε και χαλάνε τα λεφτά τους 551 00:33:23,473 --> 00:33:26,782 στο τζόγο και στις γυναίκες κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε. 552 00:33:27,130 --> 00:33:31,130 Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙ τα λεγα στους πατεράδες! 553 00:33:31,517 --> 00:33:33,327 Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά. 554 00:33:34,618 --> 00:33:39,626 Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη; Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;" 555 00:33:40,173 --> 00:33:42,281 Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε! 556 00:33:42,527 --> 00:33:47,990 Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι, λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο 557 00:33:47,990 --> 00:33:52,137 κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας! 558 00:33:52,680 --> 00:33:55,211 Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !... 559 00:33:55,473 --> 00:33:58,458 Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου να νικά τα πάθη της... 560 00:33:58,458 --> 00:34:01,857 να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο, στην ομορφιά και στα νιάτα... 561 00:34:02,370 --> 00:34:05,762 Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του κι όχι αφτός δικός μου. 562 00:34:06,166 --> 00:34:10,219 Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω, πως ο πνευματικός έρωτας, 563 00:34:10,219 --> 00:34:14,097 δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!... 564 00:34:14,329 --> 00:34:17,412 Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει να κλείσουν οι ταβέρνες 565 00:34:17,412 --> 00:34:18,951 κ' οι ναοί της Αφροδίτης. 566 00:34:19,270 --> 00:34:23,803 Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες και τα παπαδόσογα, 567 00:34:23,803 --> 00:34:26,245 γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους. 568 00:34:26,561 --> 00:34:30,883 Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω την... ελληνική οικογένεια!... 569 00:34:31,632 --> 00:34:34,713 Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! 570 00:34:35,056 --> 00:34:37,869 Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!... 571 00:34:38,836 --> 00:34:42,210 Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε. 572 00:34:42,210 --> 00:34:46,010 Τους προσκυνάνε ραγιάδικα ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα. 573 00:34:46,271 --> 00:34:48,678 Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι μια μέρα, 574 00:34:48,678 --> 00:34:52,755 γιατί τους εχτιμάει το πόπολο προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε. 575 00:34:53,233 --> 00:34:57,174 Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙ 576 00:34:57,454 --> 00:34:59,360 θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου 577 00:34:59,360 --> 00:35:02,984 να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου, στο κρασί μου, στον καφέ μου... 578 00:35:03,343 --> 00:35:06,516 Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... 579 00:35:06,742 --> 00:35:08,455 Δικάζει και θανατώνει. 580 00:35:08,455 --> 00:35:10,101 Γιατί κατέχει την εξουσία! 581 00:35:10,386 --> 00:35:13,869 Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσατε, 582 00:35:14,282 --> 00:35:17,293 αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! 583 00:35:18,066 --> 00:35:22,832 Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα. 584 00:35:23,111 --> 00:35:27,621 Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης, 585 00:35:27,621 --> 00:35:30,714 αν είτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. 586 00:35:31,086 --> 00:35:34,170 Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε, σας εξορίζουν, 587 00:35:34,170 --> 00:35:35,796 σας λένε και "προδότες". 588 00:35:35,796 --> 00:35:36,968 Και σεις μιλιά! 589 00:35:37,475 --> 00:35:39,963 Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω στο παζάρι, 590 00:35:39,963 --> 00:35:43,897 σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι, 591 00:35:43,897 --> 00:35:46,985 για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα 592 00:35:46,985 --> 00:35:49,084 και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας 593 00:35:49,084 --> 00:35:52,876 και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙ 594 00:35:52,876 --> 00:35:56,807 κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, 595 00:35:56,807 --> 00:36:01,205 για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας 596 00:36:01,205 --> 00:36:05,532 έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, 597 00:36:05,532 --> 00:36:08,132 για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, 598 00:36:08,373 --> 00:36:11,845 ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; 599 00:36:12,414 --> 00:36:16,531 Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου. 600 00:36:16,531 --> 00:36:19,896 Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, 601 00:36:19,896 --> 00:36:22,138 που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα 602 00:36:22,138 --> 00:36:23,840 για να πλουτήνουνε περισσότερο. 603 00:36:24,644 --> 00:36:27,278 Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, 604 00:36:27,278 --> 00:36:30,124 μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. 605 00:36:30,477 --> 00:36:33,663 Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της. 606 00:36:33,663 --> 00:36:37,011 Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά κοίτουνται χάμου, 607 00:36:37,011 --> 00:36:37,860 ναν τα κλαις. 608 00:36:38,243 --> 00:36:39,755 Καράβια δεν έχετε. 609 00:36:39,983 --> 00:36:43,477 Συμμάχους να πλερώνουνε χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε. 610 00:36:43,886 --> 00:36:47,376 Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς και τις εξορίες που κάνατε, 611 00:36:47,376 --> 00:36:50,351 κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε τον καλό καιρό της τυραννίας˙ 612 00:36:50,716 --> 00:36:53,132 γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες, 613 00:36:53,132 --> 00:36:57,192 όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε τώρα τα όσα χάσατε τότες. 614 00:36:58,489 --> 00:37:00,925 Όποιος είναι στα πράματα φοβάται την αλλαγή˙ 615 00:37:00,925 --> 00:37:04,549 κι ο πεσμένος την αποθυμάει και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο. 616 00:37:05,248 --> 00:37:08,089 Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση και πλερώνει τα σπασμένα˙ 617 00:37:08,540 --> 00:37:12,155 το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα και με τα νόμιμα καθεστώτα 618 00:37:12,155 --> 00:37:14,606 και με την τυραννία και με τη λεφτεριά. 619 00:37:15,257 --> 00:37:17,625 Για να μην καταλαβαίνει και να μην αντιστέκεται, 620 00:37:17,625 --> 00:37:19,837 του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε. 621 00:37:20,247 --> 00:37:24,113 Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε νόμους, τρώνε τις ψείρες τους, 622 00:37:24,113 --> 00:37:27,681 όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους. Βάρβαροι λαοί! 623 00:37:28,148 --> 00:37:30,675 Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία του κόσμου, 624 00:37:30,836 --> 00:37:34,002 έχουμε τους σοφότερους νόμους, δεν τρώμε τις ψείρες μας 625 00:37:34,260 --> 00:37:36,988 κι αγαπάμε τους κατεργαρέους που μας τρώνε. 626 00:37:38,661 --> 00:37:41,661 Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε δίχως προσκήματα. 627 00:37:41,661 --> 00:37:46,638 Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες - την κυριαρχία του λαού! 628 00:37:46,808 --> 00:37:50,432 Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους και μαχαιροβγάλτες. 629 00:37:50,782 --> 00:37:53,906 "Και τούτον ημείς θανατούμεν!" - μια κι όξω. 630 00:37:54,325 --> 00:37:56,825 Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο και βιαζόντανε. 631 00:37:57,209 --> 00:38:01,155 Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα. 632 00:38:01,431 --> 00:38:04,847 Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε τα πολιτικά δικαιώματα 633 00:38:04,847 --> 00:38:07,861 μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ' είναι κι από σόι, 634 00:38:07,861 --> 00:38:11,636 για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο χιλιάδες φτωχούς. 635 00:38:12,249 --> 00:38:16,403 Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου και τη διδασκαλία της ρητορικής˙ 636 00:38:16,403 --> 00:38:19,364 εσείς πάτε να μποδίσετε τη λεφτεριά της σκέψης 637 00:38:19,364 --> 00:38:21,410 και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας. 638 00:38:21,599 --> 00:38:24,888 Από κείνους επήρατε το φτηνό και σύντομο θανατικό μέσο, 639 00:38:24,888 --> 00:38:27,207 το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα. 640 00:38:27,688 --> 00:38:31,880 Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε, μασκαρεμένη τυραννία. 641 00:38:33,816 --> 00:38:37,217 "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες. Εφαρμόσαμε τους νόμους", 642 00:38:37,217 --> 00:38:39,215 ακούω κάποιονε που φωνάζει. 643 00:38:39,575 --> 00:38:43,855 Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε! 644 00:38:43,855 --> 00:38:47,403 Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, 645 00:38:47,403 --> 00:38:48,709 μα τους αδικημένους, 646 00:38:48,709 --> 00:38:51,857 και να μποδίζουνε τους κλεμένους να κλέψουνε κι αφτοί. 647 00:38:52,115 --> 00:38:55,826 Νόμος θα πει θέληση των δυνατών κι αδυναμία των άβουλων. 648 00:38:56,799 --> 00:39:01,247 "Δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον". 649 00:39:01,899 --> 00:39:04,458 Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί και μοναχός μου, 650 00:39:04,458 --> 00:39:09,360 μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω. 651 00:39:09,772 --> 00:39:13,057 Και στη γλώσσας μας "κρείττων" θα πει δυνατότερος. 652 00:39:13,480 --> 00:39:15,999 Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί, 653 00:39:15,999 --> 00:39:19,110 πως έφερε την τάξη στην τρικυμισμένη πολιτεία: 654 00:39:19,511 --> 00:39:23,182 "κράτει νόμου βίην τε και δίκην συναρμόσας". 655 00:39:23,491 --> 00:39:26,571 Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία το δίκιο, 656 00:39:26,571 --> 00:39:29,220 ήγουν το συφέρο των δυνατότερων. 657 00:39:30,240 --> 00:39:31,923 Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι; 658 00:39:32,309 --> 00:39:35,814 Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά και γυμνασμένα κορμιά : 659 00:39:36,136 --> 00:39:39,164 οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής, 660 00:39:39,164 --> 00:39:42,823 ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του 661 00:39:42,823 --> 00:39:46,460 γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια. 662 00:39:47,024 --> 00:39:50,217 Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά κι ανωφέλεφτα μυαλά : 663 00:39:50,576 --> 00:39:54,981 φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ' οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι. 664 00:39:55,331 --> 00:39:58,307 Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές: 665 00:39:58,599 --> 00:40:02,519 ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας, ένας Κυναίγειρος 666 00:40:02,930 --> 00:40:06,916 - μυθικά προσώπατα, πλάσματα της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων. 667 00:40:07,740 --> 00:40:11,465 Δυνατότεροι παντού και πάντοτες είναι οι κλέφτες. 668 00:40:13,498 --> 00:40:14,739 "Παραμύθια;"... 669 00:40:15,739 --> 00:40:18,972 Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! 670 00:40:20,094 --> 00:40:23,534 Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, 671 00:40:23,534 --> 00:40:27,591 αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. 672 00:40:28,110 --> 00:40:30,605 Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας 673 00:40:30,605 --> 00:40:32,945 κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε: 674 00:40:33,833 --> 00:40:36,835 "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. 675 00:40:37,239 --> 00:40:40,549 Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, 676 00:40:40,549 --> 00:40:43,011 τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, 677 00:40:43,011 --> 00:40:46,939 τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, 678 00:40:46,939 --> 00:40:48,659 που κάνουνε νερά, σα βρέχει. 679 00:40:49,016 --> 00:40:54,196 Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! -- λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, 680 00:40:54,196 --> 00:40:59,228 να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε 681 00:40:59,228 --> 00:41:00,527 και να πεθαίνετε. 682 00:41:00,738 --> 00:41:03,028 Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες! 683 00:41:03,299 --> 00:41:06,525 Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά˙ 684 00:41:06,926 --> 00:41:08,930 θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. 685 00:41:09,318 --> 00:41:12,466 Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, 686 00:41:12,466 --> 00:41:14,859 να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται. 687 00:41:15,322 --> 00:41:17,901 Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! 688 00:41:17,901 --> 00:41:20,198 Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. 689 00:41:20,768 --> 00:41:24,524 Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας 690 00:41:24,524 --> 00:41:26,508 - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. 691 00:41:26,860 --> 00:41:31,279 Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. 692 00:41:31,613 --> 00:41:34,597 Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, 693 00:41:34,597 --> 00:41:36,689 και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. 694 00:41:37,312 --> 00:41:39,730 Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, 695 00:41:39,730 --> 00:41:43,045 θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, 696 00:41:43,045 --> 00:41:44,661 - στον εαφτό μας! 697 00:41:45,466 --> 00:41:49,411 "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, 698 00:41:49,411 --> 00:41:52,422 που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε και να μην τρώτε 699 00:41:52,422 --> 00:41:54,617 κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. 700 00:41:54,930 --> 00:41:58,902 Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, 701 00:41:58,902 --> 00:42:02,758 που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες 702 00:42:02,758 --> 00:42:06,281 και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. 703 00:42:07,172 --> 00:42:09,828 Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες 704 00:42:09,828 --> 00:42:12,511 κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας 705 00:42:12,511 --> 00:42:16,174 και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, 706 00:42:16,174 --> 00:42:18,659 θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, 707 00:42:18,659 --> 00:42:22,309 για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, 708 00:42:22,309 --> 00:42:23,702 δηλαδή την πατρίδα. 709 00:42:23,942 --> 00:42:26,647 Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. 710 00:42:27,077 --> 00:42:30,688 Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας 711 00:42:30,688 --> 00:42:34,422 και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι 712 00:42:34,673 --> 00:42:35,910 (ψηλά τα χέρια!). 713 00:42:36,738 --> 00:42:41,451 Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονα. 714 00:42:41,791 --> 00:42:44,026 Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς". 715 00:42:46,599 --> 00:42:50,026 Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. 716 00:42:50,402 --> 00:42:55,019 Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). 717 00:42:55,692 --> 00:43:00,039 Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα στα ζεστά παλάτια το χειμώνα 718 00:43:00,039 --> 00:43:02,703 και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι 719 00:43:02,893 --> 00:43:06,153 - και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο 720 00:43:06,153 --> 00:43:09,520 και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!). 721 00:43:10,359 --> 00:43:13,105 Κ' η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας 722 00:43:13,105 --> 00:43:15,531 κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. 723 00:43:15,944 --> 00:43:19,160 Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, 724 00:43:19,160 --> 00:43:21,616 ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε: 725 00:43:21,989 --> 00:43:26,485 δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες". 726 00:43:28,076 --> 00:43:30,909 Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. 727 00:43:31,355 --> 00:43:34,941 Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! 728 00:43:35,640 --> 00:43:37,035 Παραμύθια, βλέπετε. 729 00:43:37,308 --> 00:43:42,766 Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο! Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω: 730 00:43:43,349 --> 00:43:48,054 "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς 731 00:43:48,054 --> 00:43:51,150 παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού 732 00:43:51,150 --> 00:43:52,992 και στους νόμους των Κλεφτών". 733 00:44:04,869 --> 00:44:11,893 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη Μερος τριτο 734 00:44:12,820 --> 00:44:16,423 τί περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό, στριµένονε καὶ φαρμακόψυχο. 735 00:44:16,886 --> 00:44:18,959 Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι 736 00:44:18,959 --> 00:44:21,575 τα βαζε με τους άλλους, που κοιτάγανε τη δουλειά τους. 737 00:44:21,575 --> 00:44:23,957 Τού φταίγαν εκείνοιγια τη δικιά του την κατάντια! 738 00:44:23,957 --> 00:44:25,510 Κι όλοι φέβγαν απὸ κοντά του 739 00:44:25,510 --> 00:44:29,350 -- μήτε το διάβολοναι δεις μήτε το σταβρό σουνα κάνεις! 740 00:44:29,525 --> 00:44:32,654 Υστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε πλερωμὴγια τη σοφία του!... 741 00:44:32,881 --> 00:44:35,765 ᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται μὲτο στανιό 742 00:44:35,765 --> 00:44:37,476 καὶνατόν πλερώνουμε κιόλας!... 743 00:44:37,866 --> 00:44:40,215 Τώρα του δώσαμε την πλερωμη, που του χρειαζότανε! 744 00:44:40,618 --> 00:44:43,953 Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι μήτε πιό φτωχοί! 745 00:44:44,210 --> 00:44:46,498 "Ὅμως θά χουμε Έναν μπελὰ λιγότερο!» 746 00:44:47,576 --> 00:44:50,770 ᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι, παίρνετε τα σκιάχτρα 747 00:44:50,770 --> 00:44:53,375 γι’ αληθινοὺς ανθρώπους καὶ τοὺς αέρηδες για θεοὺς· 748 00:44:53,752 --> 00:44:57,456 εγὼ τοὺς ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα καὶ τοὺς θεοὺς γι’ αέρηδες. 749 00:44:57,742 --> 00:44:59,897 ᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κ είγὼ βλέπω. 750 00:45:00,194 --> 00:45:02,653 Βλέπω, γιατὶ έχω περισσότερο µυαλὀ, 751 00:45:02,653 --> 00:45:05,397 το περισσότερο, που γένηκε ποτὲ στη χώρα σας. 752 00:45:06,100 --> 00:45:07,528 K’ είπειδὴ μπορούσαναβλέπω, 753 00:45:07,528 --> 00:45:10,676 γι’αφτό καὶ μου φανιζόντανε ὅλα κατάµαβρα κι άσκημα. 754 00:45:10,974 --> 00:45:15,369 ᾿Αφού κατάλαβα, πως οἱ τριγυρινοί µου δεν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα, 755 00:45:15,369 --> 00:45:18,400 κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό μα το θάνατο 756 00:45:18,779 --> 00:45:22,154 δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα να γίνω καλύτερος. 757 00:45:22,262 --> 00:45:23,000 Έιμουνα. 758 00:45:23,360 --> 00:45:27,672 Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου. 759 00:45:28,243 --> 00:45:30,748 Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας στο φανερό 760 00:45:30,748 --> 00:45:32,375 και τον εαφτό μου στα κρυφά. 761 00:45:32,487 --> 00:45:37,439 προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο. 762 00:45:38,106 --> 00:45:41,648 Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω μια και καλή με το ....... 763 00:45:41,849 --> 00:45:44,253 Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι. 764 00:45:44,797 --> 00:45:49,153 Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα με τη σοφία μου, με την κούραλιδία 765 00:45:49,508 --> 00:45:51,186 Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα. 766 00:45:51,441 --> 00:45:55,187 Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως τελεφταία θα με..... 767 00:45:55,765 --> 00:45:57,836 Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου. 768 00:45:57,847 --> 00:46:02,299 Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω δεν αξίζουνε τίποτα. 769 00:46:03,002 --> 00:46:05,386 Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν. 770 00:46:05,386 --> 00:46:09,088 Αν τά γραφα... 771 00:48:41,541 --> 00:48:45,536 μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, που μας έβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα, 772 00:48:45,536 --> 00:48:49,605 για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα. Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ... 773 00:48:52,649 --> 00:48:55,197 Να δουλέβω!... Τίναδουλέβω ; 774 00:48:55,484 --> 00:48:58,560 Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανατο μαρμαρά κοντὰ στὸν πατέρα μου. 775 00:48:58,800 --> 00:49:01,355 Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος του γυναίκειο κορμιού, 776 00:49:01,355 --> 00:49:05,789 κάθισα, γιαναμερώνω την ψυχή μου, κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες, 777 00:49:05,789 --> 00:49:08,009 που μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς αποθυμούσα. 778 00:49:08,371 --> 00:49:11,530 Κι ὅταν τής αποτέλειωσα, βρέθηκα να μαι ερωτεμένος μαζί τους... 779 00:49:12,038 --> 00:49:15,192 Κι αργότερα, πολύ συχνά, έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης, 780 00:49:15,192 --> 00:49:17,659 γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶναξαναθυμούμαι τὰ παλιά. 781 00:49:18,090 --> 00:49:21,183 Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες της νιότης καὶ δεν πιστέβω 782 00:49:21,183 --> 00:49:24,019 μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα της Τέχνης... 783 00:49:24,588 --> 00:49:28,042 το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως, 784 00:49:28,324 --> 00:49:32,429 γιὰναφτιάχνω καὶναπουλάω μαρμαρένιους σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα... 785 00:49:32,797 --> 00:49:35,715 Ολ' αφτὰ μοναχὰνατὰ κοροϊδέψω θα μπορούσα τώρα. 786 00:49:36,026 --> 00:49:38,523 Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα. 787 00:49:38,779 --> 00:49:42,356 Μου δεσε τα χέρια· δεν μπορώ πιὰνακάνω τίποτα. 788 00:49:43,373 --> 00:49:47,140 Μήπως να «δουλέβων σανκαὶ σας, που σταβρώνοντας τα χέρια σας 789 00:49:47,140 --> 00:49:51,159 αγκομαχάτε ποιός θαγελάσει τὸν άλλονε καὶ ποιός θαπουληθεί περισσότερο; 790 00:49:53,383 --> 00:49:57,060 Μιὰ φορά, σὰ με καλούσαν η τιμὴ της πατρίδας κι ο κατάλογος των είφέδρων 791 00:49:57,060 --> 00:50:01,489 να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢνασκοτωθώ, πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος 792 00:50:01,971 --> 00:50:04,044 καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο. 793 00:50:04,323 --> 00:50:07,291 Συλλογιζόμουνα, πως οἱ συντρόφοι μου θα χυθούνε μετὰ τη μάχη 794 00:50:07,291 --> 00:50:10,650 στα τριγυρινά χωριὰνασφάζουνε τὸν άμαχο πληθυσμό, 795 00:50:10,650 --> 00:50:13,572 νακλέβουν ὅ,τι λάχει καὶναβιάζουνε τὶς γυναῖκες. 796 00:50:15,016 --> 00:50:16,967 Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς. 797 00:50:17,218 --> 00:50:20,155 Μπορούσα να πίνω με την κούπα κ' είκοσι ώρες κορδόνι, 798 00:50:20,493 --> 00:50:23,776 κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα 799 00:50:23,776 --> 00:50:24,729 μέσα στα ξερατά, 800 00:50:25,006 --> 00:50:29,595 στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα, 801 00:50:29,825 --> 00:50:34,756 καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης. 802 00:50:35,468 --> 00:50:37,630 Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ; 803 00:50:37,851 --> 00:50:41,678 Μοναχοί σας με παρανομιάσατε θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο. 804 00:50:42,535 --> 00:50:45,146 Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα καὶ τόσο μερακλής. 805 00:50:45,530 --> 00:50:47,505 Έτρωγα μιὰ φορὰ τη μέρα καὶ λίγο. 806 00:50:47,955 --> 00:50:50,229 Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θαμ' έβλαφτε. 807 00:50:50,401 --> 00:50:52,197 Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό 808 00:50:52,197 --> 00:50:54,874 για να χω καὶτο μυαλό μου φρέσκο κι αλέγρο. 809 00:50:55,638 --> 00:50:57,557 Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο: 810 00:50:57,557 --> 00:51:02,261 ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη. 811 00:51:02,261 --> 00:51:04,786 Δε σκουριάζει καὶ δεν ξυνίζει το γαίμα του, 812 00:51:04,786 --> 00:51:07,455 δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες. 813 00:51:08,289 --> 00:51:11,307 Επαιρνα μετο πρώτο χρυσορόδισμα τα μακρινά χωράφια. 814 00:51:11,506 --> 00:51:15,250 είκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ στὴν ούγια του πεφκόδασου, 815 00:51:15,250 --> 00:51:17,988 αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω καὶναμὲ θαμπώνει, 816 00:51:17,988 --> 00:51:22,341 καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη... 817 00:51:22,778 --> 00:51:24,786 Κ' η θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της. 818 00:51:25,071 --> 00:51:29,674 Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !... 819 00:51:30,279 --> 00:51:32,945 Ά ! δε θαγινόμουνα τόσο μεγάλος άνθρωπος, 820 00:51:32,945 --> 00:51:35,182 ἂν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου. 821 00:51:35,439 --> 00:51:36,910 Είχα στομάχι κούρκου. 822 00:51:37,187 --> 00:51:40,544 Μπορούσα να καταπίνω καὶναχωνέβω καρύδια με τα τσόφλια τους, 823 00:51:40,544 --> 00:51:43,046 καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες άμμο. 824 00:51:43,777 --> 00:51:45,365 Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου ! 825 00:51:45,734 --> 00:51:50,139 Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα... Κι ὅμως έτρωγα λίγο. 826 00:51:50,508 --> 00:51:54,734 Μπορούσατο λοιπόν να μὴ δουλέβω, δηλαδήναμὴν πολιτέβομαι. 827 00:51:56,041 --> 00:51:59,844 Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια, πώς δε σκορπούσα 828 00:51:59,844 --> 00:52:03,816 χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα παντου φαρμάκι καὶ χολή; 829 00:52:04,264 --> 00:52:09,051 Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι. 830 00:52:09,629 --> 00:52:13,307 επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα μοναχός μου, κορόιδεβα. 831 00:52:13,695 --> 00:52:16,381 Ά ! δεν εἶναι τόσο έφκολο πράμα η κοροϊδία. 832 00:52:16,381 --> 00:52:18,523 Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη. 833 00:52:18,749 --> 00:52:22,286 Πρέπει να χεις πολλή φαντασία καὶ κρίση καὶ πείρα της ζωης. 834 00:52:22,596 --> 00:52:27,574 Καὶ να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια. 835 00:52:28,172 --> 00:52:31,825 Η κοροϊδία δεν εἶναι η αρχή, μὰτο τέλος της φιλοσοφίας. 836 00:52:32,258 --> 00:52:34,611 Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα απότο δράμα 837 00:52:34,611 --> 00:52:39,170 της συλλογης καὶ της απελπισιᾶς για νὰ φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο. 838 00:52:39,318 --> 00:52:41,260 Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις ! 839 00:52:42,544 --> 00:52:45,464 Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα ναμὴ σας βλέπω. 840 00:52:45,778 --> 00:52:48,299 Πήγαινα πότε στη θάλασσα, πότε στις παλαίστρες. 841 00:52:48,485 --> 00:52:52,220 Τὰ παιδιὰ με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους, τὰ λυγερά σαντὰ στάχια, 842 00:52:52,220 --> 00:52:55,563 μὲ κάνανενα ξεχνιέμαι σανεμπροστά στὴν απέραντη θάλασσα 843 00:52:55,563 --> 00:52:56,919 τ' ανοιξιάτικα πρωινά. 844 00:52:57,249 --> 00:53:00,697 Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα... χαρούμενος αέρας, 845 00:53:00,697 --> 00:53:04,320 που με σιγομεθούσε καὶ με βύθιζε σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία. 846 00:53:04,753 --> 00:53:08,318 "Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί καὶ μου ρχότανενασηκωθώ κ' είγὼ 847 00:53:08,318 --> 00:53:11,121 νακυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη και στὸν μπουχό, 848 00:53:11,457 --> 00:53:14,273 σαντοὺς γαϊδάρουςτο καλοκαίρι μὲτο σαμάρι στην πλάτη, 849 00:53:14,557 --> 00:53:16,691 - καὶναγκαρίζω,ναγκαρίζω ! 850 00:53:17,514 --> 00:53:20,743 Αν είκείνη την ὥρα με ζύγωνε κανείς, γιὰναμου κάνει τὸν έξυπνο, 851 00:53:20,743 --> 00:53:22,181 θα τὸν έτρωγα ζωντανό. 852 00:53:22,999 --> 00:53:24,196 Ύστερις, ὅταν έφεβγα, 853 00:53:24,196 --> 00:53:26,885 τραβούσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος τοίχο τοίχο 854 00:53:26,885 --> 00:53:31,545 και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα... τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες... 855 00:53:31,545 --> 00:53:34,824 Χωρὶς νὰντο καταλαβαίνω, βρισκόμουνα ξαφνικά στα λιβάδια. 856 00:53:35,518 --> 00:53:41,252 Να !να! νά ! έδερνα μετο μπαστούνι μου τα στάχια καὶ τα στρωνα χάμου. 857 00:53:41,606 --> 00:53:47,144 έτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ θαγίνω παιδί μήτε καὶ σεις ανθρώποι, 858 00:53:47,896 --> 00:53:51,450 Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ είποχὴ των φτωχών... 859 00:53:51,918 --> 00:53:55,633 Μοναχάτο καλοκαίρι ζούσα πλέρια το κορμί μου καὶ τη σκέψη μου. 860 00:53:56,590 --> 00:54:00,990 Όλα μουτο εἶναι βοούσε καὶ φωρτούλιζε χαρούμενα τα λέφκα στὸν ὄχτο, 861 00:54:00,990 --> 00:54:02,583 γεμάτη αστρώματα και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια. 862 00:54:03,350 --> 00:54:07,200 Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου μὲτο κεφάλι ψηλά καρφωτό, 863 00:54:07,240 --> 00:54:10,579 πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε πλήθιο το φαρμάκι 864 00:54:10,579 --> 00:54:12,283 στα κανάλια των δοντιών της ! 865 00:54:12,482 --> 00:54:14,751 Καὶ αλὶ σε κείνονε, που δάγκωνε ... 866 00:54:16,521 --> 00:54:19,500 Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε στη δόξα του καλοκαιριού, 867 00:54:19,500 --> 00:54:23,897 το Μάη με τα λουλούδια ... την ὥρα, που χω το πιότερο φαρμάκι ... 868 00:54:24,554 --> 00:54:26,952 Αν εἶτανε χειμώνας, δε θαβγαζα λέξη. 869 00:54:27,543 --> 00:54:30,441 Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι νασας δαγκώνω. 870 00:54:30,441 --> 00:54:33,613 (βήχας( 871 00:54:35,388 --> 00:54:40,534 Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε. 872 00:54:41,241 --> 00:54:44,613 Διηγήθηκε στο δικαστήριο μιὰν ημέρα της ζωης του. 873 00:54:45,830 --> 00:54:50,451 Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν αβλὴ πάνου σε στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια, 874 00:54:50,451 --> 00:54:56,840 κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσανακλείσω μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες. 875 00:54:56,561 --> 00:55:00,300 Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα, τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος 876 00:55:00,300 --> 00:55:03,293 (παλιότο σπίτι, βλέπετε), τὶς ιδέες η κάκητα. 877 00:55:03,636 --> 00:55:05,995 Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο ! 878 00:55:06,191 --> 00:55:10,282 Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ, ξακολουθεί να δουλέβει... 879 00:55:10,543 --> 00:55:14,911 ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας, τις βάζω σε τéaξη, τις ξεκαθαρίζω. 880 00:55:15,362 --> 00:55:18,690 Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες, 881 00:55:18,690 --> 00:55:20,379 που θὰν τὶς ξεφουρνίσω το πρωὶ στὴν ᾿Αγορά... 882 00:55:20,718 --> 00:55:23,892 Στάσου καὶ θαδεις, τί έχω να σε κάνω κύριε Τάδε... 883 00:55:24,807 --> 00:55:29,238 Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργὰ πολὺ κλείνουνε βαριὰ τα μάτια μου. 884 00:55:29,782 --> 00:55:34,860 Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης, πετιέμαι ψηλὰ σὰντο πετεινάρι 885 00:55:34,860 --> 00:55:36,888 κι αρχίζωναλαλώ :ναπειράζω τὴν Ξανθίππη... 886 00:55:37,457 --> 00:55:41,473 Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά μέσα σ'ένα πήλινο καφκί, 887 00:55:41,473 --> 00:55:44,316 μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι καὶ τραβάει νερό. 888 00:55:45,510 --> 00:55:47,665 Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα τὸν κουβὰ γεμάτο. 889 00:55:48,157 --> 00:55:51,940 Κι είνώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα μὲ τα μανίκια 890 00:55:51,940 --> 00:55:54,787 καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα... κείνη δυναμώνειτο χαβά της. 891 00:55:55,531 --> 00:55:57,734 «Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτανακοιμηθώ. 892 00:55:57,734 --> 00:56:01,815 Κλωτσούσες, ῥροχάλιζες, έτριζες τα δόντια σου καὶ βρωμούσες σχκὀρδο. 893 00:56:01,815 --> 00:56:03,873 Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;» 894 00:56:04,379 --> 00:56:07,999 (Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν αβλη κατάχαµα, ένας πλάι στὸν άλλονε). 895 00:56:08,304 --> 00:56:12,372 Αἴ τότες είγὼ βγάνω φτερά, της τσιµπάωτο μπράτσο... καὶ δρόµο ! 896 00:56:12,822 --> 00:56:17,595 Αν δε με βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι ξυνισμένος κι άκεφος ὅλη την ημέρα !... 897 00:56:18,579 --> 00:56:22,886 Πρὶν πάει μισό καλάμι ὁ γηλιος κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό καὶ ξεπορτίζω. 898 00:56:23,267 --> 00:56:26,510 Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ 899 00:56:26,510 --> 00:56:28,712 καὶ χαράζουνε στὸν αέρα δυό φωτεινὲς γραμµές, 900 00:56:28,712 --> 00:56:32,167 από την καβαλίνα του δρόμου στὴν κορφὴ της διπλανης ροδακινιᾶς. 901 00:56:33,500 --> 00:56:37,602 Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά... περιβόλια... ρεματιές... 902 00:56:38,130 --> 00:56:40,989 ν ανασάνω βαθιά...ναξαλαφρώσω... 903 00:56:42,183 --> 00:56:44,407 ᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς τὰ πρώτᾳ κάρα, 904 00:56:44,407 --> 00:56:47,589 που κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φρούτα. 905 00:56:48,209 --> 00:56:51,905 σε λίγο στὰ καλντερίµια των σοκακιών ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών 906 00:56:51,905 --> 00:56:53,578 μὲ τα χουγιαχτὰ των αγωγιάτηδων. 907 00:56:53,578 --> 00:56:58,106 Λεκάνες καὶ ντενεκέδες αδειάζούυνε σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει. 908 00:56:58,441 --> 00:57:02,918 Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών... 909 00:57:03,357 --> 00:57:07,388 Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα πᾶνεναδικάσουν 910 00:57:07,388 --> 00:57:10,436 ηνασυνεδριάσουνε στη λαοσύναξη γιὰ τὶς δεκάρες... 911 00:57:10,709 --> 00:57:15,342 Ὅσονακατέβω στο παζαρι, σύνεφα μύγες, κουρνιαχτός, κάτουρα, 912 00:57:15,342 --> 00:57:20,128 που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα. 913 00:57:21,801 --> 00:57:25,252 Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια, τὸν Πρίφτη, 914 00:57:25,252 --> 00:57:29,603 το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίχα... τοὺς μεγάλους άντρες ! 915 00:57:29,900 --> 00:57:32,006 Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες. 916 00:57:32,218 --> 00:57:34,205 Κι ἂν δεν εἶναι, θά ρτει. 917 00:57:34,336 --> 00:57:35,846 Ζυγώνω καὶ καληµερίζω. 918 00:57:36,279 --> 00:57:40,242 Τοὺς λέω τα σπουδαῖα της Ἠμέρας : γιὰτο γάιδαρο του Μελέτη, 919 00:57:40,242 --> 00:57:43,769 πού σπασε την τριχιά του ψὲςτο βράδι καὶ λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια 920 00:57:43,769 --> 00:57:47,544 κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακιστρα· γιὰτο κρασὶ του Μπαρμπαχρίστου, 921 00:57:47,544 --> 00:57:50,279 που ξύνισε κι ὁ γιατρός δεν μπόρεσε νὰντο γιάνει΄ 922 00:57:50,279 --> 00:57:53,576 γιὰ την Παπαλάμπραινα, που σήκωσε τη γειτονιὰ στο ποδάρι, 923 00:57:53,576 --> 00:57:56,130 γιατὶ τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψὲς ὁ µανάβης, 924 00:57:56,130 --> 00:57:58,966 είτανε καὶ μικρό καὶ πικρό φαρμάκι ! 925 00:58:00,212 --> 00:58:05,940 Καὶ ποιός είτανε αφτός ὁ κ. Τάδες ; Ὁ σοφιστης, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος. 926 00:58:06,254 --> 00:58:10,186 "Όσοι φαντάζονιαι πως εἶναι πανήξεροι, καὶ τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα. 927 00:58:10,691 --> 00:58:11,866 Τοὺς αλάλιαζα. 928 00:58:11,866 --> 00:58:14,449 Όχι γιατί θελαναφαίνομαι καλὐτερός τους. 929 00:58:14,449 --> 00:58:18,081 Δεν αξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς πρώτος η τελεφταῖος 930 00:58:18,081 --> 00:58:20,984 ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε πὼς εἶναι πρώτοι. 931 00:58:21,623 --> 00:58:24,362 Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε τοὺς κοριοὺς... 932 00:58:24,724 --> 00:58:26,900 Δε ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε 933 00:58:26,900 --> 00:58:30,312 μήτενασώσουμε τοὺς γειτόνους η τὶς μελλούμενες γενιὲς των Ἑλλήνων ! 934 00:58:30,635 --> 00:58:34,433 Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο, τὰ κατάφερενακαλυτερέψει, 935 00:58:34,433 --> 00:58:38,185 ναγίνει θεοφοβούμενος καὶναμὴν τρώγει κρέατα ζωντανά, µά... 936 00:58:38,185 --> 00:58:42,134 ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ τ᾽ αγόραζε πρωὶ πρωὶ στο Λαχανοπάζαρο. 937 00:58:43,314 --> 00:58:47,830 Γιὰ την πλεμπάχγια την παρακατιανη, γιὰ σας, ένιωθα μονάχα λύπηση. 938 00:58:48,105 --> 00:58:51,279 “Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας δεν εἶναι δικά οας : 939 00:58:51,815 --> 00:58:55,602 αιστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους. 940 00:58:56,102 --> 00:58:59,193 Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως εἶναι καὶ δίκιο καὶ θέλημα των θεών, 941 00:58:59,193 --> 00:59:04,817 αφτοὶνατρώνε κρέας ανθρωπινό καὶ σεις ραδίκια βραστὰ -- καὶναβρίσκονται ! 942 00:59:07,400 --> 00:59:10,218 Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλείο ! 943 00:59:10,535 --> 00:59:14,954 ᾿Ερχόντουσαν από πολὺ µακριά. ψηλοί, γεμάτοι, χαρούμενοι. 944 00:59:15,614 --> 00:59:19,137 Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε καὶ γινόντανε σε μιὰ βδομάδα 945 00:59:19,137 --> 00:59:21,372 βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα. 946 00:59:21,797 --> 00:59:25,523 Ντυμένοι κόκκινους μαντύες, σπαρµένους άστρα µαλαματένια, 947 00:59:25,523 --> 00:59:28,095 κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι στὸν καθρέφτη, 948 00:59:28,095 --> 00:59:31,759 προβαίνανε αργὰ καὶ πίσηµα μὲ τα σκαλισµένα μπαστούνια τους 949 00:59:31,759 --> 00:59:34,225 καὶτο φιλντισένιο μηλο, σὰ βασιλιάδες. 950 00:59:35,175 --> 00:59:38,881 μας περνούσανε για επαρχιώτες --- καὶ τάχατες δεν είμαστε ; 951 00:59:39,904 --> 00:59:44,803 'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε το µίληµά τους κελαηδιστό καὶ ζαχαρένιο. 952 00:59:44,803 --> 00:59:47,252 Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών 953 00:59:47,252 --> 00:59:50,211 ἢ τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα τών παιχνιδιάρικων ματιών 954 00:59:50,211 --> 00:59:54,154 κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιό τσαχπίνισσες καὶ πιό λαχταρισµένες. 955 00:59:55,038 --> 00:59:57,535 Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε στ᾽ αφτιά σας, 956 00:59:57,535 --> 01:00:00,317 ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες απάνου στὴν πέτρα, 957 01:00:00,317 --> 01:00:04,601 μὰ εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε τὶς αληθινὲς από τὶς κάλπικες. 958 01:00:04,808 --> 01:00:07,938 Ο Πήγασος της ρητορείας τους σας ανέβαζε καμαρωτός 959 01:00:07,938 --> 01:00:09,786 στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών, 960 01:00:09,786 --> 01:00:12,554 κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ της Πεντέλης, 961 01:00:12,554 --> 01:00:15,256 δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του. 962 01:00:15,471 --> 01:00:19,531 Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης, εχάνατε στο τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας 963 01:00:19,531 --> 01:00:21,944 γινάµενοι σαντοὺς ἥσκιους του Κάτου Κόσμου. 964 01:00:22,514 --> 01:00:24,874 "Όταν λοιπόν εγὼ τοὺς αρωτούσα ξαφνικά : 965 01:00:24,874 --> 01:00:28,208 «Έχετε πολιτικὰ δικαιώµατα γιὰ να φωνάζετε τόσο ,» 966 01:00:28,537 --> 01:00:30,704 χάλαγ᾽ εφτὺς η παράσταση. 967 01:00:30,950 --> 01:00:33,478 Καἱ σεις από τα ψηλά, που ἁρμενίζατε, 968 01:00:33,478 --> 01:00:36,818 πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια της γης καὶ τσακιζόσαστε 969 01:00:36,818 --> 01:00:38,890 σαντὶς χελώνες του Γεροαίσωπου. 970 01:00:39,223 --> 01:00:41,445 Είτανε λοιπόν ναμὲ χωνέβετε ; 971 01:00:42,965 --> 01:00:47,208 Εγὼ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τα παπούτσια. 972 01:00:47,494 --> 01:00:50,701 Ποτές µου δεν πηγαναψηφίσω' ναδιαλέγω μοναχός µου 973 01:00:50,701 --> 01:00:53,827 ποιός κλέφτης θαμὲ κλέβει καὶ ποιός τζελάτης θαμὲ κόβει. 974 01:00:54,472 --> 01:00:58,245 Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες, γιὰναθυµώνετε σεις κ᾿ εγὼ να γελάω 975 01:00:58,855 --> 01:01:02,504 Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται... Πέντε µνές... 976 01:01:02,840 --> 01:01:05,126 θαπει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο. 977 01:01:05,404 --> 01:01:08,092 ᾿Από την τιμή καταλαβαίνεις τὴν αξία της πραμάτειας. 978 01:01:08,473 --> 01:01:13,265 ᾿Εγὼ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα τζάμπα καὶ κανένας δεν τηνε δεχότανε. 979 01:01:13,613 --> 01:01:15,635 θαπει πως δεν άξιζε τίποτα. 980 01:01:16,021 --> 01:01:19,667 Μὰ θαπει καὶ κατιτὶς άλλο : γιὰ να επιμένω 981 01:01:19,667 --> 01:01:22,673 νασας τηνε δίνω μετο ζόρι καὶ με κίντυνο της ζωης µου, 982 01:01:22,866 --> 01:01:26,373 κάποιος ὀχτρός σας θαμὲ πληρωνε. Προπαγάντα ! 983 01:01:26,661 --> 01:01:31,773 Οἱ Σλάβοι με πλερώνανεναξεβιδώσω τὴν ιδεαλιστικὴ μηχανή της πολιτείας ! 984 01:01:32,451 --> 01:01:36,800 Μὰ για να µπορώ να ρεζιλέβω τὴν παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων, 985 01:01:36,800 --> 01:01:42,108 δε θα πει πως εἶχα δίκιο, μὰ πως είμουνα πιό πονηρός καὶ πιό καπάτσος από δάφτους. 986 01:01:42,443 --> 01:01:46,477 Μπορούσανακάνω τ' άσπρο µάβρο. Σημάδι των καιρών... 987 01:01:46,770 --> 01:01:50,068 ᾿Αφού με τὶς λογης αλλαξοκαθεστοσύνες καὶ προδοσίες 988 01:01:50,068 --> 01:01:53,961 µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης, ρίξατετο φταίξιμο σε μένα. 989 01:01:54,431 --> 01:01:57,181 Εγὼ με τη διδασκαλία µου καὶ με τὶς κοροϊδίες µου 990 01:01:57,181 --> 01:02:00,912 κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ των πολιτών κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους ! 991 01:02:00,912 --> 01:02:03,854 είμουνα λοιπόν κ᾿ εγὼ ἕνας από τοὺς σοφιστάδες ! 992 01:02:03,854 --> 01:02:04,779 Μακάρι ! 993 01:02:04,779 --> 01:02:08,960 Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, που κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία, 994 01:02:08,960 --> 01:02:11,759 χτύπαγα μαζὶ καὶ τὶς μεγάλες τους αλήθειες... 995 01:02:11,759 --> 01:02:16,535 Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε, κάθισα καὶ συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους. 996 01:02:16,873 --> 01:02:18,560 Μέσα µου τί χαλασμός ! 997 01:02:18,560 --> 01:02:22,485 Λυπᾶμαι πολὺ, που δεν πρόλαβα ν᾿ ανοίξω την ψυχη µου στὸν κόσμο, 998 01:02:22,485 --> 01:02:26,349 πρὶν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε γιὰ πάντα με μιὰν ὀργιὰ χώμα ! 999 01:02:26,800 --> 01:02:30,483 Αἴ ! στο τέλος της απολογίας µου θασας αμολήσω τα σφαλάγγια, 1000 01:02:30,483 --> 01:02:32,361 που βράζουνε µέσα µου από καιρό. 1001 01:02:35,704 --> 01:02:37,472 νακι ὁ πολιτικός αριβάρει. 1002 01:02:37,706 --> 01:02:40,811 Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια καὶ πίσου αφτός. 1003 01:02:41,056 --> 01:02:42,595 Πριχού πατήσειτο ποδάρι, 1004 01:02:42,595 --> 01:02:45,890 δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του σὰντο µουλάρι. 1005 01:02:46,455 --> 01:02:49,261 Ξεροβήχει, γιαναγυρίσουμε νατὸν κοιτάξουμε. 1006 01:02:49,504 --> 01:02:53,331 Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του. Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει. 1007 01:02:53,858 --> 01:02:56,635 Σφίγγει τα χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ καὶ με δύναμη. 1008 01:02:56,853 --> 01:02:59,827 Mὲ τέτιο δυνατό χέρι βαστάει το τιμόνι του Καραβιού. 1009 01:03:00,096 --> 01:03:02,678 μας αγαπάει καὶ γίνεται θυσία για μας ! 1010 01:03:02,860 --> 01:03:06,492 Γιὰ χατίρι µας βουτάειτο δημόσιο ταμείο, γιὰναδίνει σ᾿ εμάς 1011 01:03:06,492 --> 01:03:09,991 καὶ για χατίρι µας τσαλαπατάει τοὺς νόμους, για να μας σώζει. 1012 01:03:10,464 --> 01:03:13,781 Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια 1013 01:03:13,781 --> 01:03:16,478 καὶναμὴν κρατᾶμετο λόγο μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας. 1014 01:03:17,207 --> 01:03:20,492 Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζης, εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός. 1015 01:03:20,753 --> 01:03:23,964 “Αν νικούσαν οἱ στρατιώτες, αφτός δοξαζότανε. 1016 01:03:24,225 --> 01:03:27,077 Μά κι ἂν τηνε παθαίνανε, αφτός δεν πάθαινε τίποτα. 1017 01:03:27,431 --> 01:03:29,392 δεν έφταιγε. Φταίγανε... 1018 01:03:29,839 --> 01:03:31,933 θασας το πω παρακάτου ποιοὶ φταίγανε. 1019 01:03:32,769 --> 01:03:36,241 Κι άν παράδινετο στρατό στοὺς ὀχτροὺς κι ἂν τοὺς πουλούσε τα κάστρα 1020 01:03:36,241 --> 01:03:39,748 κι ἂν έφεβγε πρώτος πρώτος, ποιός θαμπορούσε να τὸν κατηγορηήσει ; 1021 01:03:40,024 --> 01:03:42,401 ᾿Αφτός είταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος ! 1022 01:03:42,877 --> 01:03:46,567 Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του 1023 01:03:46,567 --> 01:03:49,351 καὶ του λεγα «Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;» 1024 01:03:49,500 --> 01:03:52,074 τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ στὶς τρύπες τους, 1025 01:03:52,074 --> 01:03:54,173 σαντὰ ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα. 1026 01:03:54,684 --> 01:03:56,246 Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος. 1027 01:03:56,685 --> 01:04:00,140 Ποιός κὺρ Θόδωρος; “Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε ! 1028 01:04:01,421 --> 01:04:03,420 Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν. 1029 01:04:03,420 --> 01:04:06,286 Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του νά κι ανασκουμπώνοντα!. 1030 01:04:06,778 --> 01:04:09,782 Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια νὰν τοὺς κάνειτο νόηµα. 1031 01:04:10,297 --> 01:04:12,179 Μὰ τούτος δεν εἶναι τόσο µπόσικος. 1032 01:04:12,179 --> 01:04:16,684 Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ. Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ; 1033 01:04:17,362 --> 01:04:21,136 Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά, που καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα. 1034 01:04:21,499 --> 01:04:25,148 "Ὑστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί, γιὰναπάρουνετο µέρος µου. 1035 01:04:25,470 --> 01:04:29,627 δεν εἶναι φιλοσόφοι, δεν εἶναι φίλοι µου· εἶναι λέρες σανκι αφτόν. 1036 01:04:29,896 --> 01:04:31,527 Είναι πολιτικοί του ὀχτροί. 1037 01:04:32,643 --> 01:04:37,039 Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του. «έννοια σου», λέει µέσα του, 1038 01:04:37,039 --> 01:04:40,020 «καὶ θασου τηνε φέρω εγὼ εκεί που δεν το περιμένεις». 1039 01:04:40,976 --> 01:04:44,306 Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε πώς να με καλοπιάσουνε, 1040 01:04:44,306 --> 01:04:45,777 γιὰναμὴν τοὺς βρίζω. 1041 01:04:45,995 --> 01:04:51,435 Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μου στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια : 1042 01:04:51,691 --> 01:04:55,409 κόκκιν᾽ αβγὰ καὶ τσουρέκιατο Πάσκα· γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά· 1043 01:04:55,409 --> 01:05:00,437 τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδαςτο Φλεβάρη· ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη· 1044 01:05:00,693 --> 01:05:04,832 καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα, νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿ 1045 01:05:05,737 --> 01:05:09,375 Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε η Ξανθίππη, πως εἶμαι κορόιδο. 1046 01:05:09,874 --> 01:05:14,617 Στο θεό σας ! Θέλανε ναμου κλείσουνετο στόµα ! Θά σκαγα... 1047 01:05:14,617 --> 01:05:18,971 Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανός από δάφτους μου στειλε για σκλάβους 1048 01:05:18,971 --> 01:05:22,728 δυό αραπάκια των ἑκατόν ἑξήντα μηνών, που δεν ξέραν ἑλληνικά· 1049 01:05:22,964 --> 01:05:27,018 κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια, χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια... 1050 01:05:27,018 --> 01:05:29,838 «Γιὰ νὰν τα κάνω», μου γραφε, «φιλοσόφους» ! 1051 01:05:30,233 --> 01:05:33,278 Τὰ τύλιξα με μισό σεντόνι (είτανε τσίτσιδα) 1052 01:05:33,278 --> 01:05:36,700 καὶ τα ξανάστειλα πίσου. Ποιός θὰν τά τρεφε ; 1053 01:05:37,572 --> 01:05:39,778 ᾽Αφτότο περιστατικότο ξέρουνε πολλοί. 1054 01:05:40,064 --> 01:05:42,848 Κείνη τη µέρα σηκώθηκε ὅλοτο Κολωνάκι στο ποδάρι. 1055 01:05:43,115 --> 01:05:46,939 Βγήκαν από τα σπίτια καὶ τα µαγαζιά τους κι αραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια, 1056 01:05:46,939 --> 01:05:50,001 γιὰ νὰν τα κοιτᾶνε, που περνούσανε πιασµένα χέρι χέρι... 1057 01:05:50,632 --> 01:05:53,359 Καὶ τί, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε κατόπι ; 1058 01:05:53,775 --> 01:05:57,101 Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τα θελε νά ταν άσπρα ! 1059 01:05:59,097 --> 01:06:02,233 'Ὁ Περικλής, σανάκουσεναγίνεται τόση κουβέντα για μένα, 1060 01:06:02,233 --> 01:06:04,950 έβαλε την ᾿Ασπασίαναμὲ φωνάξει στο παλάτι του. 1061 01:06:05,207 --> 01:06:07,252 Καὶ κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη. 1062 01:06:07,646 --> 01:06:09,180 Μπορούσαναχαλάσωτο χατίρι 1063 01:06:09,180 --> 01:06:11,401 του καλόπαιδου καὶ της μεγάλης αρχόντισσας ; 1064 01:06:11,895 --> 01:06:13,548 Πήγα με σκοπό να τσακωθώ. 1065 01:06:13,888 --> 01:06:16,969 Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς έλεγα, δε μου φέρνανε αντίρρηση. 1066 01:06:17,244 --> 01:06:21,421 Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία» γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες 1067 01:06:21,421 --> 01:06:25,432 σας εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε γελώντας τη σουβλερή του καράφλα 1068 01:06:25,432 --> 01:06:28,028 καὶ με παρακινούσενακακολογώ τοὺς ὀχτρούς του 1069 01:06:28,028 --> 01:06:29,993 καὶναλέω αρσίζικα χωρατά. 1070 01:06:30,392 --> 01:06:34,879 Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα 1071 01:06:34,879 --> 01:06:38,586 τούτην εδώ την παλιοπατατούκα, που βλέπετε, καὶ μου λεγε σιγανά : 1072 01:06:38,793 --> 01:06:41,395 «Βγάλ’ τηνε, καημένε, νασου τηνε µπαλώσω ...» 1073 01:06:42,362 --> 01:06:46,305 Μου κάνανε μεγάλα ικράµια καὶ μ᾿ ακούγανε μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό. 1074 01:06:46,716 --> 01:06:49,653 Μὰ δεν εἶναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα καὶ τὸν Περικλή. 1075 01:06:49,913 --> 01:06:52,169 Μού δινετο λόγο του, πως ὅπου νά ναι, 1076 01:06:52,169 --> 01:06:55,368 θὰν τα ταίριαζε με τοὺς Μωραΐτες καὶ θατέλειωνε τὸν πόλεμο... 1077 01:06:55,564 --> 01:06:57,872 Τώρατο βλέπω, με κορόιδεβε. 1078 01:06:58,250 --> 01:07:03,668 Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στὴ ζωή μου. Αν εζούσε, θαπολεμούσε ακόμα Ι... 1079 01:07:03,960 --> 01:07:06,454 Εξουσία καὶ πόλεμος δεν μπορεί ναχωριστούνε !... 1080 01:07:07,626 --> 01:07:12,525 Θαρρώ βγηκ᾽ απότο θέµα... Γεροντικὴ φλυαρία.ναμὲ συμπαθᾶτε ! 1081 01:07:15,928 --> 01:07:20,774 Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τοὺς θεούς, 1082 01:07:20,774 --> 01:07:22,214 σανπαλιοὶ κουμπάροι... 1083 01:07:22,469 --> 01:07:26,291 Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ με κομένα μάτια, κει που περπατᾶνε 1084 01:07:26,291 --> 01:07:28,930 σκορπίζοντας αρώματα καὶ χάχανα καμπανιστά, 1085 01:07:28,930 --> 01:07:33,463 σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια καὶ κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι. 1086 01:07:33,764 --> 01:07:36,356 Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών 1087 01:07:36,356 --> 01:07:38,777 καὶ τοὺς καλούνε στὸν "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿ 1088 01:07:39,048 --> 01:07:41,441 Εκεί μεθᾶνε κ εδώ χρησμολογούνε. 1089 01:07:41,736 --> 01:07:45,824 Μὲ τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμὰ της µαταιότητας. 1090 01:07:46,084 --> 01:07:49,735 ᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’᾿ ὅτι αγγίσουνε μὲ την πνοή τους. 1091 01:07:50,268 --> 01:07:55,387 Χάρη σ᾿ αφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός ! 1092 01:07:55,764 --> 01:07:57,484 Καλὴ ὥρα σὰντο Μέλητο... 1093 01:07:58,653 --> 01:08:01,591 Αμα λοιπόν τοὺς έπαιρνε το µάτι µου καὶ τοὺς χαιρετούσα : 1094 01:08:01,591 --> 01:08:06,999 «τί μου γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ θυµώνανε κι αφτοὶ κ οἱ φίλοι τους. 1095 01:08:07,472 --> 01:08:11,299 Καὶ νά πούρθανε τα πράματα δεξιὰ κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος 1096 01:08:11,299 --> 01:08:13,949 στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου. 1097 01:08:15,211 --> 01:08:18,089 Στο αναμεταξὺ μου γραφαν επιγράμματα τσουχτερά, 1098 01:08:18,089 --> 01:08:20,932 που κάνανε τη βόλτα τους στὰ σοκάκια, στὰ χωριά... 1099 01:08:21,442 --> 01:08:25,769 Ὅσο που κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης, ὁ μόνος που του ταίριαζε νά ναι ποιητης, 1100 01:08:25,769 --> 01:08:29,173 γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης, μ᾿ ανέβασε στο θέατρο... 1101 01:08:29,872 --> 01:08:31,909 Πρωταγωνιστης των «Νεφελών» ! 1102 01:08:32,824 --> 01:08:34,938 Γελούσε ὁ κόσμος κ᾿ εγὼ καµάρωνα... 1103 01:08:34,938 --> 01:08:38,881 ὅσο που μ᾿ αναγκάσανεναπηδήξω πάνου σε μιὰ καρέκλα γιαναμὲ ιδούνε ! 1104 01:08:39,477 --> 01:08:41,738 ᾿Από τότες έγινα «σπουδαῖος» άνθρωπος. 1105 01:08:42,002 --> 01:08:44,003 “Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλούσε για μένα... 1106 01:08:44,223 --> 01:08:47,184 Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε, μήτε με λογαριάζανε. 1107 01:08:47,977 --> 01:08:51,383 Μετὰ την παράσταση με πηραν οἱ φίλοι καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα 1108 01:08:51,383 --> 01:08:53,034 ναγιορτάσουµε τη δόξα µου. 1109 01:08:53,321 --> 01:08:57,160 Γενήκαμε στουπὶ στο µεθύσι κ᾿ είπαμε σωρό καρίπικα τραγούδια... 1110 01:08:57,699 --> 01:08:59,725 Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι... 1111 01:09:00,044 --> 01:09:02,813 Πατούσα στὰ νύχια, γιαναμὴ μὲ μυριστεί η Ξανθίππη. 1112 01:09:03,033 --> 01:09:06,672 Μὰ πού ! Τινάχτηκε απάνου κι άρχισε τὸν αναβαλλόμενο... 1113 01:09:07,091 --> 01:09:12,003 «Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις εἶμαι ὁ μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο 1114 01:09:12,286 --> 01:09:14,269 (έτσι τό λεγα, γιανατὴν καλμάρω). 1115 01:09:14,269 --> 01:09:16,941 Καἱ σύ, που μ᾿εἶχες του µπάτσου καὶ του κλώτσου !... 1116 01:09:16,941 --> 01:09:18,823 Μ’ ανεβάσανε στό θέατρο...» 1117 01:09:20,355 --> 01:09:24,691 Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο κ᾿ύστερις για πρώτη φορὰ στὴ ζωή της 1118 01:09:24,691 --> 01:09:27,657 μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε καὶ μού πε: «χρυσό µου !» 1119 01:09:29,519 --> 01:09:34,271 Ὡςτο πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξεναβρείς καμιὰ δουλειά᾿να διοριστείς... 1120 01:09:34,271 --> 01:09:37,963 καὶ νὰν τ᾽ αφησεις αφτά... Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !» 1121 01:09:40,779 --> 01:09:44,045 ᾿Αφτὰ που σας διηγήθηκα δε γινόντανε κάθε µέρα τα ἴδια. 1122 01:09:44,246 --> 01:09:46,962 Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα ναφέβγω από τὸν κόσμο... 1123 01:09:47,202 --> 01:09:51,788 νακατεβαίνω στὴ θάλασσα την πολύμορφη καὶ χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ 1124 01:09:52,552 --> 01:09:57,107 ναπέφτω µέσα,νατὴν αγκαλιάζω καὶναπηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ 1125 01:09:57,107 --> 01:09:59,317 συντροφιὰ με τὶς Νεράιδες καὶ τοὺς Τρίτωνες. 1126 01:09:59,847 --> 01:10:02,534 νακυλιέμαι κατόπι στὴν πυρωμένην αμμουδιά, 1127 01:10:02,534 --> 01:10:04,666 ναξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στὸν ἥλιο 1128 01:10:04,666 --> 01:10:08,066 καὶνατόνε χορέβω σαντόπι πανου στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου... 1129 01:10:08,528 --> 01:10:13,173 Έπαιρνατο λοιπόν τ'απόμερα σοκάκια καὶ τραβούσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες. 1130 01:10:13,750 --> 01:10:17,090 ᾿Εκεί στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι κι έβγαζα τό να τσαρούχι 1131 01:10:17,090 --> 01:10:20,238 κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα το δεύτερο τσαρούχι. 1132 01:10:20,635 --> 01:10:24,614 Τά σφιγγα καὶ τα δυό κάτου στὴν ἁμασκάλη -- γιαναμὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, -- 1133 01:10:24,614 --> 01:10:27,962 κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυό κατέβαινα στο Φάληρο. 1134 01:10:28,375 --> 01:10:31,102 Καμιὰ φορὰ μου τύχαινεναπατήσω καμιὰ μαγαρισιὰ 1135 01:10:31,102 --> 01:10:36,039 (γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τα σοκάκια !). «νατὸν Κύνα !» μουρμούριζα. 1136 01:10:36,474 --> 01:10:40,164 «Καλύτεραναπατᾶς µαγαρισιές, παρὰνασκοντάβεις ὅλη µέρα 1137 01:10:40,164 --> 01:10:44,438 πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες, «'"Ελληνες Ἑλλήνων” 1138 01:10:54,492 --> 01:11:03,165 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ 1139 01:11:07,966 --> 01:11:10,078 Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας... 1140 01:11:10,078 --> 01:11:12,541 Καιρός να σας εξηγήσω καὶ τη φιλοσοφία μου... 1141 01:11:12,907 --> 01:11:16,033 Τι κατσουφιάζετε ;... Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ; 1142 01:11:16,200 --> 01:11:18,098 Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα. 1143 01:11:18,098 --> 01:11:21,115 Αξαφνα,το πώς μου ρίχτηκε κάποτες ή Θεοδότη... 1144 01:11:21,516 --> 01:11:23,232 Μὰ δε με παίρν' η ώρα. 1145 01:11:23,535 --> 01:11:27,510 Ανάγκη, πρὶν πεθάνω,να μαθεφτεί, πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει 1146 01:11:27,510 --> 01:11:30,182 τὰ σφάλματα της διδασκαλίας του καὶ μετάνιωσε... 1147 01:11:31,480 --> 01:11:36,165 Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - εγώ ! 1148 01:11:36,553 --> 01:11:37,792 Καὶ πικαρίστηκε. 1149 01:11:38,210 --> 01:11:39,985 Το βαλε πείσμα να με καταφέρει. 1150 01:11:40,433 --> 01:11:43,837 Μὲ καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της να συζητάμε φιλοσοφία. 1151 01:11:43,837 --> 01:11:46,389 Κι όλο τύχαινεναλούζεται, ν' αλείφεται 1152 01:11:46,389 --> 01:11:49,594 καὶναπροβάρει γυμνή μπροστά μου τους νέους χορούς της. 1153 01:11:49,839 --> 01:11:53,119 «Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε, «δεν παρεξηγείς»... 1154 01:11:53,801 --> 01:11:59,072 Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα γιὰναξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της 1155 01:11:59,072 --> 01:12:02,498 κ' ενώ ζεστός καὶ φωτεινός ὁ κόρφος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα, 1156 01:12:02,498 --> 01:12:05,359 της μιλούσα γιά την αθανασία της ψυχης. 1157 01:12:05,844 --> 01:12:07,784 Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μου λεγε : 1158 01:12:07,784 --> 01:12:10,776 «Ξέρω σωστοὺς εξηνταεννιὰ τρόπους νακάνω τὸν έρωτα». 1159 01:12:11,300 --> 01:12:15,186 Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή. «Τι έχεις;» με ρωτούσε. 1160 01:12:15,791 --> 01:12:18,384 «Κοιτάω να βρώ, ποιός από τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους 1161 01:12:18,384 --> 01:12:21,573 εἶναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»... 1162 01:12:22,283 --> 01:12:25,111 Φωνές: «Ποιός εἶναι; Ποιός εἶναι;» 1163 01:12:26,310 --> 01:12:29,048 Βλέπετε, πως χρειάζεταιναξέρουμε καὶ φιλοσοφία : 1164 01:12:29,332 --> 01:12:32,559 Έτσι κ' η Θεοδότη, σανκ' εσας, μὲ ρωτούσε καὶ με ξαναρωτούσε... 1165 01:12:32,559 --> 01:12:33,808 «ποιός εἶναι :» 1166 01:12:33,965 --> 01:12:36,033 "Ὥσπου μιὰ µέρα, γιαναγλυτώσω, της λέω : 1167 01:12:36,033 --> 01:12:39,742 «Ο τρόπος αφτός εἶναι νὰ... δείρεις πρώτα δίχως λύπηση τη γυναίκα 1168 01:12:39,742 --> 01:12:43,082 καὶ κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας στο πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη, 1169 01:12:43,082 --> 01:12:44,518 νατὴν αναποδογυρίζεις...» 1170 01:12:44,961 --> 01:12:49,155 Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της 1171 01:12:49,155 --> 01:12:51,881 μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε». 1172 01:12:53,112 --> 01:12:55,690 ᾿᾽Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχὰ γιὰ να σας πειράξω. 1173 01:12:56,202 --> 01:12:58,865 Θέλησα καὶ με τρὀπο να σας µπάσω στὴ φιλοσοφία µου... 1174 01:12:59,534 --> 01:13:00,992 Πάλε κατσουφιάζετε : 1175 01:13:01,279 --> 01:13:03,948 Έλληνες αρχαίοι καὶναφοβόσαστε τη σκέψη Ι... 1176 01:13:04,331 --> 01:13:06,822 'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί» 1177 01:13:06,822 --> 01:13:09,486 σανκ᾿ εσας δεν πάειναπονοχεφαλιάζετε. 1178 01:13:10,085 --> 01:13:14,255 Μ’ ὅσο κέφι μου περισσέβει, θακοροϊδέψω τώρα καὶ τη φιλοσοφία µου. 1179 01:13:14,744 --> 01:13:17,504 Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θαµισοκαταλάβετε, 1180 01:13:17,504 --> 01:13:20,794 πὼς ἂν δεν ὑπάρχει στὶς ερωτοδουλειὲς απόλυτον «εἶδος», 1181 01:13:20,794 --> 01:13:23,791 άλλο τόσο δεν ὑπάρχει καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα». 1182 01:13:24,740 --> 01:13:27,030 Καὶ πρώτα πρώτα δεν εἶμαι φιλόσοφος. 1183 01:13:27,413 --> 01:13:29,553 Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα», 1184 01:13:29,804 --> 01:13:34,297 λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες, μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βημα 1185 01:13:34,297 --> 01:13:35,732 κι άδυτα των αδύτων. 1186 01:13:36,203 --> 01:13:39,037 Είχα βρει μοναχὰ μιὰ δικιά µου «μέθοδο» σκέψης. 1187 01:13:39,510 --> 01:13:42,393 Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό καὶ σκανταλιάρικο, 1188 01:13:42,393 --> 01:13:45,525 μού δωσε πιστοποιητικό σοφού κι ὄχι φιλοσόφου. 1189 01:13:45,976 --> 01:13:49,290 Καὶ δε με σύγκρινε με τὸν τρανό τὸν Πυθαγόρα, τὸν έμπεδοκλή 1190 01:13:49,290 --> 01:13:53,925 τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους άλλους, μὰ μετο Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη 1191 01:13:54,189 --> 01:13:55,724 -- με δυό ποιητάδες ! 1192 01:13:56,363 --> 01:13:59,616 Φαίνεται, ήθελεναρεζιλέψει κι αφτουνούς, ὁμολογώντας, 1193 01:13:59,616 --> 01:14:02,574 πὼς ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου το «τίποτα», 1194 01:14:02,574 --> 01:14:06,776 κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ μὲ δυό φημισμένους «άερολόγους» 1195 01:14:06,776 --> 01:14:09,415 -- κείνοι της καρδιᾶς κ᾿ εγὼ του στοχασμού. 1196 01:14:10,575 --> 01:14:13,291 ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε φιλόσοφο, 1197 01:14:13,537 --> 01:14:16,228 μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε». 1198 01:14:18,431 --> 01:14:23,460 'Ὁ θείος Καπνός των Δελφών, που με ρεκλαμάρισε σε ὅλοντο κόσµο για σοφότατο, 1199 01:14:23,460 --> 01:14:26,659 δεν αστειεβότανε. Ηθελεναμὲ στραβώσει. 1200 01:14:26,659 --> 01:14:29,637 ναμὲ κάνειναπιστέψω, πὼς εἶχα βρει την ᾿Αλήθεια, 1201 01:14:29,858 --> 01:14:32,646 γιὰναμὴν την αναζητώ καὶ την πετύχω καμιὰ μέρα, 1202 01:14:32,944 --> 01:14:34,907 -- Φοβότανετο µεγάλο μυαλό µου. 1203 01:14:35,477 --> 01:14:38,091 Δε συφέρνει καὶ στοὺς αθάνατους ᾽Αφέντες 1204 01:14:38,091 --> 01:14:40,688 ναµαθαίνουνε την αλήθεια τὰ ζωντανατης γης. 1205 01:14:40,906 --> 01:14:45,017 Καὶ σανεἶδε, πως άρχισα νατηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό· 1206 01:14:45,442 --> 01:14:50,397 έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας καὶ σας φλόμωσε γιαναμὲ σκοτώσετε... 1207 01:14:51,502 --> 01:14:56,378 Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς εἶμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια, 1208 01:14:56,378 --> 01:15:00,615 πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν ὅτι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς : 1209 01:15:01,016 --> 01:15:02,926 ὁ πρώτος κοροϊδεφτης. 1210 01:15:06,249 --> 01:15:10,361 Όταν ακόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα στὴν αγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους, 1211 01:15:10,361 --> 01:15:14,595 παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες 1212 01:15:14,595 --> 01:15:16,354 κι ὅλες φαινόντανε σωστές. 1213 01:15:16,772 --> 01:15:20,269 Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά, πὼς εἶναι καὶ σωστές. 1214 01:15:20,810 --> 01:15:24,108 Στὴν αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου κι αργότερα μετο γινωμένο 1215 01:15:24,108 --> 01:15:26,970 προσπαθούσαναβρίσκω πάντοτε μιὰ μοναδικὴ γνώμη, 1216 01:15:26,970 --> 01:15:30,133 που νᾶ ναι σε καθε περίσταση καὶ για ὅλους ὑποχρεωτικὴ, 1217 01:15:30,133 --> 01:15:34,710 δηλαδη παντοτινη κι ανάλλαγη, πάνου από καιροὺς καὶ τόπους κι ανθρώπους, 1218 01:15:34,980 --> 01:15:36,018 -- απόλυτη. 1219 01:15:36,483 --> 01:15:40,380 Θά πρεπε νά χει κάτιτο θεϊκό µέσα της, νά ναι «ιδέα». 1220 01:15:40,789 --> 01:15:43,233 Καἱ για νὰν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε καθόλου 1221 01:15:43,233 --> 01:15:47,031 ναφάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο, πού ναι διαβατικός καὶ ψέφτικος, 1222 01:15:47,031 --> 01:15:50,258 μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι κι άυλη κι αθάνατη. 1223 01:15:51,128 --> 01:15:55,237 στὰ βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες οἱ ιδέες - αλήθειες 1224 01:15:55,237 --> 01:15:58,394 κάτου από σκουριὰ πολλή, που τηνε σωριάζουνε µέσα της 1225 01:15:58,394 --> 01:16:01,682 οἱ αἴστησες - αποθυμιὲς κ᾿ οἱ αποθυμιὲς - συφέρα. 1226 01:16:02,281 --> 01:16:06,280 Γιὰνατὴν ξεσύρουµε λοιπόν στο φὼς της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα. 1227 01:16:06,632 --> 01:16:08,910 Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμής. 1228 01:16:09,086 --> 01:16:11,908 Καὶ γίνηκα με τα χρόνια μαμὴ της πολιτείας. 1229 01:16:12,394 --> 01:16:15,758 Έπιανα τὶς ψυχὲς των ανθρώπων, τὶς μάλαζα μὲ τρόπο 1230 01:16:15,758 --> 01:16:18,917 κ΄ έχωνα στὴν ανάγκη µέσα τους τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες 1231 01:16:18,917 --> 01:16:20,240 γιὰναβγάλωτο μωρό. 1232 01:16:20,522 --> 01:16:23,576 Ξεγεννούσα τὶς αληθειες, ω άντρες ᾿Αθήναίοι, 1233 01:16:23,576 --> 01:16:28,322 γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο. 1234 01:16:28,679 --> 01:16:29,694 Γιατί ; 1235 01:16:30,166 --> 01:16:34,184 Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, για νὰ φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία, 1236 01:16:34,184 --> 01:16:36,615 τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τη σκουριά τους : 1237 01:16:37,180 --> 01:16:40,512 Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη, Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ 1238 01:16:40,512 --> 01:16:44,394 κι ὅλα τα ρέστα που δεν εἶναι μήτε πρώτες αρχὲς μήτε χ᾿ έσχατοι σκοποί· 1239 01:16:44,394 --> 01:16:47,251 μήτε χαρίσματα των θεών μήτε κατορθώματα του νού, 1240 01:16:47,476 --> 01:16:52,142 μὰ πλάσματα καιρικα, με νόηµα τρεχούμενο κι άπιαστο, µέσα ταπεινά, 1241 01:16:52,142 --> 01:16:56,211 που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της 1242 01:16:56,211 --> 01:16:57,579 καὶ πνίγει την ψυχη τους. 1243 01:16:57,885 --> 01:17:00,495 Οἱ ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους που διατάζουνε, 1244 01:17:00,495 --> 01:17:02,391 καὶ σε κείνους που κάνουνε θελήματα· 1245 01:17:02,391 --> 01:17:04,874 σε κείνους που κάθονται, καὶ σε κείνους που μοχτᾶνε· 1246 01:17:04,874 --> 01:17:08,566 σε κείνους που βλέπουνε, καὶ σε κείνους που φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια: 1247 01:17:08,566 --> 01:17:10,679 σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα. 1248 01:17:11,055 --> 01:17:14,318 'η ζωή µας µπλέκεται μιᾶς αρχης µέσα στὰ δίχτια, 1249 01:17:14,318 --> 01:17:16,235 που μας εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθούμε. 1250 01:17:16,455 --> 01:17:19,099 Μωρὰ στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό, 1251 01:17:19,099 --> 01:17:23,000 µαθαίνουµε, χωρὶς νὰντο ρωτᾶμε, ποιό ναιτο καλό καὶτο κακό, 1252 01:17:23,267 --> 01:17:25,073 --- «το του κρείττονος συμφέρον». 1253 01:17:25,665 --> 01:17:28,980 Δεκαεφτάρικα παληκαράκια μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή 1254 01:17:28,980 --> 01:17:32,141 δίνουμε συγκινηµένα μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριών 1255 01:17:32,141 --> 01:17:36,899 τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά, ---«το του κρείττονος συμφέρον». 1256 01:17:37,591 --> 01:17:41,312 Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό καὶ πάρουμε φηφο, τα ἴδια θ᾿ακούμε 1257 01:17:41,312 --> 01:17:45,600 -- καὶ θά λέμε -- στὴν αγορά, στὰ δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα 1258 01:17:45,862 --> 01:17:47,985 --«το του κρείττονος συμφέρον». 1259 01:17:48,301 --> 01:17:51,582 Κι αφού μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ άβριο 1260 01:17:51,582 --> 01:17:57,712 τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θαπει, πως εἶναι νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες». 1261 01:17:58,665 --> 01:18:02,462 "έτσι τραβᾶμε, χωρὶςνασυλλογιζόμαστε, τὴ µοιραία µας στράτα, 1262 01:18:02,462 --> 01:18:06,418 δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι πὼςτο συφέρο του ««κρείττονος» 1263 01:18:06,418 --> 01:18:07,933 εἶναι δικό µας συφέρο. 1264 01:18:08,218 --> 01:18:10,866 Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί 1265 01:18:11,066 --> 01:18:13,946 συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε παρὰνατιμωρούμε ! 1266 01:18:14,175 --> 01:18:18,505 Κι ἂν άξαφνα κανεὶς απόκοτος χυμούσε μὲτο μαχαίριναξεκοιλιάσειτο Λύκο, 1267 01:18:18,505 --> 01:18:23,062 θαβάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τα κορµιά µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά. 1268 01:18:23,515 --> 01:18:26,616 Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα να μας λείψει ὁ Λύκος, 1269 01:18:26,616 --> 01:18:30,223 θατρέχαμεναβρούμε άλλονε χειρότερο, γιά να μας τρώει. 1270 01:18:32,158 --> 01:18:34,839 Τέτιες αληθειες έβγαζα από την ψυχή του Κοπαδιού. 1271 01:18:35,000 --> 01:18:39,271 ᾿Αλήθειες, που με τὸν καιρό καὶ τη συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα 1272 01:18:39,271 --> 01:18:41,717 πιό δυνατὰ κι από την πείνα κι από τὸν έρωτα. 1273 01:18:42,411 --> 01:18:45,556 Μὲ την ἴδια µαμικη μπορούσα ναβγάνω από τὶς ψυχὲς 1274 01:18:45,556 --> 01:18:48,086 -- μιὰ κι αρχίσανεναμὲ παίρνουνε γιὰ παντογνώστη, -- 1275 01:18:48,086 --> 01:18:52,126 καὶ πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους, ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες 1276 01:18:52,126 --> 01:18:54,563 βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια των Μεγαριτών. 1277 01:18:54,988 --> 01:18:58,613 Τὰ σκουλήκια, θαμου πείτε, τα βλέπεις πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις. 1278 01:18:58,839 --> 01:19:02,706 Μὰ τὶς ιδέες ; ᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι, 1279 01:19:02,706 --> 01:19:05,437 πρώτα τὶς πιστέβεις κ᾿ ύστεοὰ τὶς βλέπεις. 1280 01:19:05,861 --> 01:19:10,150 "Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ ξεφωνίσει μες στὴν εκκλησιὰ 1281 01:19:10,150 --> 01:19:15,507 δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα : «Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοηµατα !», 1282 01:19:15,507 --> 01:19:19,705 οὗλες οἱ άλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε μὲ τα μάτια τουςτο σάλεμα, 1283 01:19:19,705 --> 01:19:21,396 τὰ δάκρυα γαὶ τα νοήματα 1284 01:19:21,396 --> 01:19:24,355 κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιὰ καὶ τη φοβέρα του. 1285 01:19:25,130 --> 01:19:26,743 ᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια. 1286 01:19:26,922 --> 01:19:31,242 Μὰτο πιό συνειθισµένο θάµα γίνεται σανβάζεις μοναχός μες στὴν ψυχή σου 1287 01:19:31,242 --> 01:19:32,574 κείνο που θὲς να βρείς. 1288 01:19:32,574 --> 01:19:36,018 Καὶ κατόπι σκάβοντας με τα νύχια της λογικηςτο βρίσκεις, 1289 01:19:36,018 --> 01:19:37,293 ὅπως τό θελες. 1290 01:19:38,055 --> 01:19:41,523 Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε στὴ ρίζα κανενού κυπαρισσιού 1291 01:19:41,636 --> 01:19:44,980 η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα κ᾿ ύστερα βλέπαν ὄνειρο, 1292 01:19:47,822 --> 01:19:49,057 καὶ φωνάζει να βγει. 1293 01:19:49,454 --> 01:19:53,203 Καὶ ξεσηκώνοντας το χωριό μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαιναν εκεί, 1294 01:19:53,203 --> 01:19:55,571 τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολούσε ὁ τόπος ! 1295 01:19:56,077 --> 01:20:00,541 Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι δίσκοι με δεκάρες καὶ τα πιθάρια με λάδι 1296 01:20:00,541 --> 01:20:04,905 κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σαν «ὄργανο θείας εκλογης». 1297 01:20:06,742 --> 01:20:10,600 Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα τη βασιλεία των Ὁραμάτων 1298 01:20:10,600 --> 01:20:12,739 στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος. 1299 01:20:12,739 --> 01:20:16,400 Στράβωνατο Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα το καθεστός της ᾽Αδικίας, 1300 01:20:16,400 --> 01:20:17,704 σύμφωνα μετο αξίωμα : 1301 01:20:17,843 --> 01:20:21,234 «ὅσο πιό στραβότο Κορόιδο, τόσο πιό ντρέτα πορπατεί». 1302 01:20:22,508 --> 01:20:24,740 δεν έπρεπε λοιπόνναμὲ σκοτώσετε. 1303 01:20:25,056 --> 01:20:29,321 Θάρτουν άλλοι χαιροὶ που οἱ «κρείττονες» θαπλερώνουν ακριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες 1304 01:20:29,321 --> 01:20:34,471 ὄχιναβγάζουνε, μὰναβάνουνε σκουλήκια µέσα στο μυαλό καὶ στὴν ψυχή των Μεγαριτών 1305 01:20:34,705 --> 01:20:38,936 καὶνακάνουνε θάµατα’ναµαθαίνουνε στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους, 1306 01:20:38,936 --> 01:20:46,180 πὼς «πατρός τε καὶ μητρός κτλ., τιμιώτερον καὶ ἁγιώτερόν εστιν η εχμετἆλλευσις». 1307 01:20:46,843 --> 01:20:49,705 Έτσι βυθισμένος ὁ λαός µέσα σε γαλάζια καταχνιά, 1308 01:20:49,705 --> 01:20:52,140 στὴν ανυπαρξία της σκέψης καὶ της θέλησης, 1309 01:20:52,140 --> 01:20:56,292 δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του, το μυαλό του καὶ τα χέρια του. 1310 01:20:56,482 --> 01:21:01,591 η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψηλος, πιασμένη σε χορό με τὶς αιώνιες οὐσίες, 1311 01:21:01,591 --> 01:21:05,267 τρέμεινατὴν αγγίξουν οἱ νόμοι της φύσης καὶ των ανθρώπων : 1312 01:21:05,267 --> 01:21:07,446 ασκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά ! 1313 01:21:07,979 --> 01:21:11,712 το σώμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει... 1314 01:21:11,902 --> 01:21:16,897 Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται. Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη. 1315 01:21:17,667 --> 01:21:22,193 Μὲτο κεντρὶ της φιλοσοφίας µου χτυπώντας τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ 1316 01:21:22,193 --> 01:21:25,874 τοὺς παραλυούσα κ᾿ ἔτσι ασφάλιζα το χαροκόπι των ἔξυπνων. 1317 01:21:26,071 --> 01:21:28,479 Τί σας ήρτε λοιπόν καὶ με σκοτώσατε ; 1318 01:21:29,732 --> 01:21:33,344 Βλέπω τὶς πολιτείες του µέλλοντος, ω άντρες ᾿Αθηναίοι ! 1319 01:21:33,626 --> 01:21:36,605 Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο καὶ τη βλακεία· 1320 01:21:36,989 --> 01:21:40,718 χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες, 1321 01:21:40,718 --> 01:21:43,649 που ξεγελᾶνετο λαό να καταφρονάει την ύλη 1322 01:21:43,824 --> 01:21:47,797 καὶναπροσµένει την ανταπόδοση στὀν... «κόσμο του πνεύματος !». 1323 01:21:50,222 --> 01:21:54,928 Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα καὶ στὴν κριτική των δημόσιων αντρών. 1324 01:21:55,258 --> 01:21:58,879 Κι αφτοὶ γιαναμὲ ξεκάνουνε μιὰ καὶ καλη με βγάλαν άθεο. 1325 01:21:59,415 --> 01:22:01,404 'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς 1326 01:22:01,404 --> 01:22:04,456 κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους ενάντια στὴν πολιτεία. 1327 01:22:04,995 --> 01:22:08,014 Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ από την ᾿Αθήνα 1328 01:22:08,014 --> 01:22:11,860 κι αφήσανετο βράχο της ᾿Ακρόπολης καὶ την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας 1329 01:22:11,860 --> 01:22:13,900 στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια των Ἓρυννύων. 1330 01:22:14,620 --> 01:22:18,483 Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι καὶ κατάστρεφε τη σπορά 1331 01:22:18,483 --> 01:22:22,230 κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα, φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια, 1332 01:22:22,230 --> 01:22:24,468 μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια· 1333 01:22:24,778 --> 01:22:30,226 κι ἂν ερημαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, άφτρα τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ αλόγατα 1334 01:22:30,226 --> 01:22:35,021 κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σε κανένα µαχαλὰ κ᾿ ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά 1335 01:22:35,021 --> 01:22:38,873 κι άν εβαστούσε δυό τρεις βδομάδες η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα 1336 01:22:38,873 --> 01:22:43,137 καὶ ποδίζανε τα καϊΐκια μετο σιτάρι καὶ την παλαμίδα καὶ πεινούσε ὁ κόσμος· 1337 01:22:43,137 --> 01:22:47,748 κι ἂν ἑρχότανετο θλιβερό µαντάτο, πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας» 1338 01:22:47,748 --> 01:22:50,501 στὴν άχρη της γης καὶ μαβροφορούσαν οἱ µανάδες 1339 01:22:50,501 --> 01:22:52,108 -- ποιός ἔφταιγε ; 1340 01:22:52,473 --> 01:22:54,658 Ποιός άλλος από τοὺς άθεους ! 1341 01:22:54,814 --> 01:22:57,951 Αν δεν εἶχα πεισµώσει τοὺς αθάνατους μὲ τη φιλοσοφία µου 1342 01:22:58,167 --> 01:23:01,186 θαμας στέλνανε την πανούκλα του 404.; 1343 01:23:01,532 --> 01:23:03,939 Μὰ τότες εγὼ δε φιλοσοφούσα ! 1344 01:23:04,123 --> 01:23:08,318 Αν ὁ γιός του Κλεινία με την παρέα του δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων 1345 01:23:08,318 --> 01:23:11,315 αντὶςνασπάσονε τα δικά σας, που μου θέλατε µεγαλεία, 1346 01:23:11,315 --> 01:23:13,588 θαπαθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας : 1347 01:23:13,914 --> 01:23:17,941 Κι άν οἱ στρατηγοὶ των Αργινουσών δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν 1348 01:23:17,941 --> 01:23:21,691 η Νέμεση τα πέλαγα, γιαναμὴν µπορέσουνε ναµαζέψουνε τοὺς πνιµένους ; 1349 01:23:22,514 --> 01:23:25,065 Κ’ επειδης εγὼ τοὺς αθώωσα, θυμάστε ; 1350 01:23:25,359 --> 01:23:28,725 ανοίξαν οἱ οὐρανοὶναρίξουνε ζεματιστό νερό να μας κάψουνε 1351 01:23:29,081 --> 01:23:33,022 μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !) τοὺς Τριάντα Τυράννους !... 1352 01:23:33,780 --> 01:23:36,467 Νά λοιπόν ποιοὶ φταίγανε για ὅλα τα ζαβά, 1353 01:23:36,467 --> 01:23:40,006 καθὼς σας ὑποσκέθηκα να σαςτο ἔηγήσω πρωτύτερα 1354 01:23:42,226 --> 01:23:44,392 Έτσι με την αθεία µου καὶ την προδοσιά µου 1355 01:23:44,392 --> 01:23:47,208 φελούσα μετο παραπάνου την Πατρίδα καὶ τη θρησκεία... 1356 01:23:47,391 --> 01:23:50,633 ὅσους θρέφονται από τα µαστάριο των μεγάλων αφτών ιδεών ! 1357 01:23:50,999 --> 01:23:54,900 Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι φορτώνανε στὴν πλάτη µου 1358 01:23:54,900 --> 01:23:59,312 κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία, κάθε ζημιὰ των φυσικών στοιχείων, 1359 01:23:59,312 --> 01:24:01,573 ὅλες τὶς αναποδιὲς της Μοίρας ! 1360 01:24:02,191 --> 01:24:05,529 Ὅταν εγὼ λείψω, θαψάξουνεναβρούνε κάποιον άλλο Σωκράτη 1361 01:24:05,529 --> 01:24:09,181 νατόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης 1362 01:24:09,181 --> 01:24:10,773 άθεο καὶ προδότη. 1363 01:24:11,092 --> 01:24:14,294 Τοὺς χρειάζεται να τὸν πετᾶνε στὰ δόντια του µανιασµένου πλήθους 1364 01:24:14,294 --> 01:24:17,908 γιὰ εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά, που θὰν τα βρίσκουνε σκούρα. 1365 01:24:18,478 --> 01:24:22,946 Δε θαμπορούσεναζησει μηδὲ μιὰ στιγμὴ καὶτο κοπάδι χωρὶς Λύκους 1366 01:24:22,946 --> 01:24:25,687 κ οἱ Λύκοι χωρὶς άθεους καὶ προδότες. 1367 01:24:28,173 --> 01:24:30,617 Ὅλοι γρινιάζετε πως χάλασε ὁ κόσμος. 1368 01:24:31,056 --> 01:24:33,415 Ποιός κόσµος ; τα βουνακι ὁ οὐρανός ; 1369 01:24:33,761 --> 01:24:35,433 Φόβο δεν ἔχουνε ! 1370 01:24:35,696 --> 01:24:36,919 Οἱ δυό τρεις αθέοι ; 1371 01:24:37,289 --> 01:24:39,759 Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν αμέσως τα πράματα. 1372 01:24:40,187 --> 01:24:43,688 Νά τος ὁ κόσμος, η αφεντιά σας, ὢ άντρες ᾿Αθηναίοι ! 1373 01:24:44,170 --> 01:24:49,486 Ὅλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα : φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων, 1374 01:24:49,486 --> 01:24:53,790 αγάπη του καλού χι αντρισμός, σέπονται ψοφίµια τούμπανα 1375 01:24:53,790 --> 01:24:57,190 µέσα στο Βάραθρο, συντροφιὰ των σκοτωμένων σκλάβων. 1376 01:24:57,894 --> 01:25:02,215 Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία, νατὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας, 1377 01:25:02,215 --> 01:25:05,451 -- «το µέσα πλούτος» ! -- που σας ὁδηγᾶνε ψηλά. 1378 01:25:05,983 --> 01:25:09,811 Κ' ύστερα βγήκετο δικό µουτο δαιμόνιο («καινό δαιμόνιο») 1379 01:25:09,811 --> 01:25:14,139 ναξαναζωντανέψει τα ψοφίµια φυσώντας μετο καλάμι της φιλοσοφίας 1380 01:25:14,139 --> 01:25:16,609 µέσα στὴν κοιλιά τους το «πνέβμα της αληθείας», 1381 01:25:16,609 --> 01:25:19,741 γιὰ νὰν τα στήσει καθάριες ιδέες, απείραχτες 1382 01:25:19,741 --> 01:25:23,223 απ᾿του καιρού καὶ των ανθρώπων τὰ καμώματα,µέσα στὸν άπειρο Νού ! 1383 01:25:23,223 --> 01:25:25,669 Τὰ τυφλὰ κινήματα της ψυχής, 1384 01:25:25,669 --> 01:25:28,676 ἅμα πιάσεις νὰν τα κάνεις προστάγµατα του λογικού, 1385 01:25:28,676 --> 01:25:32,073 δηλαδη νὰν τα µεταφέρεις από τὴν ασύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια 1386 01:25:32,073 --> 01:25:35,694 στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση, πάει τα σκότωσες. 1387 01:25:36,055 --> 01:25:37,858 Ὅμως κ' ἔτσι σας ὠφελούσα. 1388 01:25:38,115 --> 01:25:41,412 Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες» τὶς αφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε 1389 01:25:41,412 --> 01:25:43,701 οἱ ποντικοὶ των λαγουμιών καὶ των αποπάτων, 1390 01:25:43,940 --> 01:25:47,814 εγὼ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει ναγελᾶτε καὶνακαµαρώνετε 1391 01:25:47,814 --> 01:25:50,925 γι' αφτό νομίζοντας, πὼς ὁ πιό φανερός μπαγαμπόντης 1392 01:25:50,925 --> 01:25:52,893 εἶναι καὶ πιό ξυπνός ᾿Αθηναῖος ! 1393 01:25:53,352 --> 01:25:56,635 Σας µάθαινα γιατο συφέρο σας νατιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους 1394 01:25:56,635 --> 01:25:59,809 καὶναλιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τα παιδιὰ 1395 01:25:59,809 --> 01:26:03,341 καὶ τοὺς σκλάβους, γιαναμὴν παίρνουν αέρα καὶ κατεβούνε καμιὰ µέρα 1396 01:26:03,341 --> 01:26:05,616 στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε χειρότερ᾽ από σας ! 1397 01:26:06,289 --> 01:26:09,498 Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε καὶναπαρανομείτε 1398 01:26:09,498 --> 01:26:11,506 στ᾽ ὄνομα των θεών καὶ των νόμων ! 1399 01:26:12,455 --> 01:26:14,652 ΄"Ὅλα που νὰν τα θυμᾶμαι τώρα ! 1400 01:26:14,754 --> 01:26:18,444 Μὰ δεν ξεχνώ, πως εσὺ κ᾿ εσὺ καὶ τούτος καὶ κείνος... 1401 01:26:18,444 --> 01:26:21,563 οὖλοι σας είσαστε σύμφωνοι σ᾿ ὅ,τι σας ἔλεγα 1402 01:26:21,563 --> 01:26:25,389 καὶ σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστὰ στην Κουκουβάγια καὶ στο Μώμο. 1403 01:26:25,697 --> 01:26:28,380 Τρεις μοναχὰ κουβέντες µου φτάνουνε να δείξουνε, 1404 01:26:28,380 --> 01:26:30,386 πὀσο δούλεψα γιατο καλό της Πατρίδας, 1405 01:26:30,386 --> 01:26:33,498 γιὰτο χωρισμό των πολιτών σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα. 1406 01:26:34,294 --> 01:26:37,672 α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας εἶναι αθάνατη ! 1407 01:26:37,953 --> 01:26:39,458 ᾿Υπάρχει λοιπόν ψυχή ! 1408 01:26:39,458 --> 01:26:42,981 Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε (πρέπει δηλαδὴναὑπάρχουνε) 1409 01:26:42,981 --> 01:26:45,792 κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί ! 1410 01:26:46,224 --> 01:26:48,485 “η φοβέρα των θεών καὶ των νόμων 1411 01:26:48,485 --> 01:26:50,735 μας συγκρατάειναμὴν κολάζουµε τὴν ψυχη µας... 1412 01:26:50,735 --> 01:26:52,448 καὶναμὴν πηγαίνουμε φυλακή ! 1413 01:26:53,130 --> 01:26:58,657 Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος, δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες 1414 01:26:58,657 --> 01:27:00,265 μήτε κι αθάνατη ψυχη ! 1415 01:27:00,517 --> 01:27:03,194 Οἱ βασανισμένοι της ζωης πρέπει ναπιστέβουµε, 1416 01:27:03,194 --> 01:27:06,026 πὼς θαχαρούμε καὶ θαβασιλέψουμ’ αιώνια, 1417 01:27:06,026 --> 01:27:07,923 -- φτάνειναπεθάνουμε πρώτα ! 1418 01:27:08,193 --> 01:27:10,760 Δεν κάνειναπαίρνουμε πίσου μὲ τα χέρια µας 1419 01:27:10,760 --> 01:27:13,716 ὅ,τι μας παίρνουν οἱ αφέντες μὲ τη δύναμη καὶ με την πονηριὰ 1420 01:27:13,716 --> 01:27:17,455 -- δηλαδη με τα δικά µας τ᾽ἅρματα καὶ με την ψηφο τη δικιά µας. 1421 01:27:17,973 --> 01:27:20,892 ᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ στὸν άλλο κόσµο. 1422 01:27:21,213 --> 01:27:24,838 θαβράζουνε µέσα στο καζάνι της πισσας στὸν αιώνα τὸν ἅπαντα. 1423 01:27:25,410 --> 01:27:29,659 Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ εμείς, θαγίνουμε κακοὶ καὶ τότε θαχάσουμε την ψυχἠ µας 1424 01:27:29,659 --> 01:27:31,906 καὶ θαβράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! ! 1425 01:27:32,783 --> 01:27:38,965 β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου. 1426 01:27:39,354 --> 01:27:44,742 Γι αὐτό καὶ της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα: «προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν ἆδικώ !» 1427 01:27:45,217 --> 01:27:48,415 Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα στὸν ἅμμο καὶ στο νερό: 1428 01:27:48,415 --> 01:27:50,182 στὶς φυχὲς των αδυνάτων ! 1429 01:27:50,572 --> 01:27:54,402 "Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽ 1430 01:27:54,627 --> 01:27:59,141 ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει καὶ σκέφτεται καὶ θυµώνει. 1431 01:27:59,574 --> 01:28:02,142 Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη στὸν ἑαφτό σου, 1432 01:28:02,142 --> 01:28:03,930 γιὰ ν᾿ αντισταθείς στὴν αδικιὰ --- 1433 01:28:03,944 --> 01:28:06,221 καὶ πιὸ πολὺ ακόμα για ν᾿ αδικησεις ! 1434 01:28:06,466 --> 01:28:10,004 Μαθημένοςναφοβᾶσαι, δε θέλειςναφοβηθείς περισσότερο. 1435 01:28:10,410 --> 01:28:13,674 ᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα της αβουλίας, στὸν εγωισμό του πόνου. 1436 01:28:14,164 --> 01:28:17,335 Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σου παίρνουν τὰ ὅσα δεν ἔχεις, 1437 01:28:17,335 --> 01:28:19,910 μὰ δεν αγγίζεις καὶ τα λίγα πὀ χεις : 1438 01:28:20,223 --> 01:28:23,973 νηστέβεις από δικού σουτο φαγί, το πιοτό καὶ τὶς γυναῖχες· 1439 01:28:23,973 --> 01:28:28,390 μισείς τὸν ήλιο, τη θάλασσα, τὸν αγέρα του δάσου καὶ την κίνηση 1440 01:28:28,390 --> 01:28:33,084 κι ἆποζητᾶς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο 1441 01:28:33,084 --> 01:28:35,019 για να πας στον παράδεισο, 1442 01:28:35,747 --> 01:28:37,707 «Ό πόνος ἠθικοποιεί » 1443 01:28:38,493 --> 01:28:42,887 Ύψωνα λοιπόν μεσουρανὶς για φλάμπουρο του κοπαδιού τη χαρὰ του πόνου. 1444 01:28:43,063 --> 01:28:45,231 Γιὰ ὅσους δεν µπορούνε ναβαστάξουνε τὸν πόνο, 1445 01:28:45,231 --> 01:28:47,299 φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα· 1446 01:28:47,525 --> 01:28:51,136 χτίσανε παράµερες εκκλησιὲς της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης. 1447 01:28:51,400 --> 01:28:54,589 ᾿Ἔκεί μέσ᾽ αγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ τὴν τελειότητα, 1448 01:28:54,871 --> 01:28:56,934 δηλαδή τη λησμονιὰ του ἑαφτού του. 1449 01:28:58,221 --> 01:29:03,473 γ’) την ἴδια γνώμη την εἶπα κι αλλιώς : «Οὐδεὶς εκὼν κακός». 1450 01:29:03,912 --> 01:29:06,566 ᾿Αφτό θαπει : μὴν τιμωρείτε τοὺς αδικητάδες 1451 01:29:06,566 --> 01:29:07,958 γιατὶ θὰν τοὺς... άδικησετε. 1452 01:29:08,350 --> 01:29:12,444 Εΐναι αθώοι ! Δεν ξέρουν ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή ! 1453 01:29:12,833 --> 01:29:15,382 Άμα τοὺς διδάξουµε τί είναι καλό καὶ κακό, 1454 01:29:15,382 --> 01:29:18,268 θαλείψουν από τὸν κόσμο κάκητα κι αδικεμός 1455 01:29:18,268 --> 01:29:19,959 καὶ θαβασιλέψ᾽ η καλοσύνη... 1456 01:29:20,453 --> 01:29:21,941 Χρειάζονται σκολειά. 1457 01:29:21,941 --> 01:29:24,416 Καὶ τα σκολειὰ θὰν τα χτίζουν οἱ αδικητάδες. 1458 01:29:24,897 --> 01:29:26,001 Ξέρετε γιατί ; 1459 01:29:26,523 --> 01:29:29,509 Καλό καὶ δίκιο καὶ χρέος εἶναι ἢ σακούλα τους. 1460 01:29:30,111 --> 01:29:32,677 Θα μαθαίνουνε λοιπόν οἱ ἴδιοι στὰ παιδιὰ του λαού 1461 01:29:32,677 --> 01:29:35,639 ναμην άντιστέκονται στὴν αδικιά, ὅταν μεγαλώσουν. 1462 01:29:37,734 --> 01:29:41,255 Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε το καθεστός της άνισότητας, 1463 01:29:41,255 --> 01:29:43,400 «το του κρείττονος συμφέρον». 1464 01:29:43,729 --> 01:29:46,206 Φυσικὰ δεν ἔπρεπεναμὲ σκοτώσετε γι αφτό ! 1465 01:29:46,617 --> 01:29:49,773 Οἱ μελλούμενες πολιτείες θαξέρουνε καλύτερα τη δουλειά τους. 1466 01:29:50,056 --> 01:29:54,672 Άμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ θαδουλέβουν αδερφικὰ 1467 01:29:54,672 --> 01:29:57,755 ναχωρίζουνε τοὺς πολίτες σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα 1468 01:29:57,858 --> 01:30:00,932 καὶναταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα μὲ την «ἁρμονία των τάξεων». 1469 01:30:01,420 --> 01:30:04,784 Αϕτηνης της ἁρμονίας στάθηκα πρώτος μαέστρος. 1470 01:30:04,784 --> 01:30:06,657 Κι ας με σκοτώνετε γι άθεο. 1471 01:30:07,593 --> 01:30:11,673 Τὰ δικά µου τα µαθήµατα θὰν τα κάνουνε µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί. 1472 01:30:11,926 --> 01:30:14,370 Θἁ με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους 1473 01:30:14,370 --> 01:30:17,225 καὶ θαζωγραφίζουνε τα μούτρα µου στὶς εκκλησιές τους 1474 01:30:17,225 --> 01:30:20,328 μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο γύρω στὰ τσουλούφια µου. 1475 01:30:29,583 --> 01:30:35,884 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 1476 01:30:36,399 --> 01:30:39,929 Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου, 1477 01:30:39,929 --> 01:30:43,776 γιὰ να σας βάνει τρικλοποδιὲς καὶνα σας γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου ! 1478 01:30:43,934 --> 01:30:45,642 Είτανε κάτι χειρότερο ! 1479 01:30:45,886 --> 01:30:49,623 Δεν είτανε καινούριο, καθὼς το γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι, 1480 01:30:49,838 --> 01:30:54,091 εϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού, η προπατορικὴ σκλαβιά, 1481 01:30:54,091 --> 01:30:58,037 πού δενε την ψυχη µου με τὶς δικές σας, γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρθες, 1482 01:30:58,037 --> 01:31:00,997 ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων. 1483 01:31:01,513 --> 01:31:04,200 Δεν είταν άγγελος ὁδηγός, που με φώτιζε· 1484 01:31:04,482 --> 01:31:08,252 είτανε φύλακας άγγελος της δηµόσιας Ψεφτιᾶς, που με τύφλωνε. 1485 01:31:08,406 --> 01:31:12,464 Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον» γινομένο µέσα µου 1486 01:31:12,464 --> 01:31:14,903 φωνή καὶ θέλημα των θεών καὶ του Λόγου. 1487 01:31:15,376 --> 01:31:19,854 Είταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα «Μη ! » καὶ «Πίσω !». 1488 01:31:20,246 --> 01:31:23,690 Είτανετο δαιμόνιοτο δικό σας, ω άντρες ᾿Αθηναίοι 1489 01:31:23,690 --> 01:31:26,677 -- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε καὶ δυνατότερο. 1490 01:31:28,445 --> 01:31:30,039 Αντο μισώ, λέει ! 1491 01:31:30,401 --> 01:31:33,868 Άχ !ναμπορούσα νὰντο παράδινα στο πατριωτικὀ σας μένος 1492 01:31:33,868 --> 01:31:37,254 νὰν του βγάζατε τα μάτια νὰν του κόβατε τη μύτη καὶ τ αφτιά· 1493 01:31:37,254 --> 01:31:41,451 νὰν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό κι ἁλάτι χοντρό µέσα στὶς πληγές του' 1494 01:31:41,451 --> 01:31:45,182 νὰν του καρφώνατε πέταλα στὶς πατούσες του μὲ ταβανόπροκες· 1495 01:31:45,182 --> 01:31:49,255 νὰντο δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι καὶ βρέχοντάς το με πετρόλαδο καὶ πίσσα 1496 01:31:49,255 --> 01:31:51,751 νὰν του βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τούρκος ! 1497 01:31:52,011 --> 01:31:54,186 ᾽Αφτό με σαλαγούσε καὶ με κέντρωνε 1498 01:31:54,186 --> 01:31:56,875 ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας των «αρίστων», 1499 01:31:57,037 --> 01:32:01,801 αφτό μ᾿ ἔκανεναπερπατάω κοιµάµενος σαντ᾽ άλογα τὸν ἴσιο δρόµο της συνήθειας 1500 01:32:01,801 --> 01:32:03,552 -- καὶναμὴν παραστρατίζω. 1501 01:32:03,780 --> 01:32:06,906 Αὐτό μ΄ἔκανεναξετινάζω καὶνακοροϊδέβω τοὺς άνομους, 1502 01:32:06,906 --> 01:32:09,539 αντὶςνακοροϊδέβω καὶναξετινάζω τοὺς νόµους᾽ 1503 01:32:09,783 --> 01:32:12,840 ναταπεινώνω τοὺς ανίδεους, αντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι. 1504 01:32:13,698 --> 01:32:15,951 Μὰ τώρατο ζητάω καὶ δὲντο βρίσκω. 1505 01:32:16,179 --> 01:32:19,621 Μ᾽ ἔχει παρατήσει δω καὶ κάµποσους μηνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι. 1506 01:32:19,975 --> 01:32:24,004 Ξαναγύρισε, μιὰ καὶ πεθαίνω, στη Διεύθυνση της Γενικης ”Ασφάλειας 1507 01:32:24,004 --> 01:32:26,437 ναπαραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶναπροβιβαστεί ! 1508 01:32:28,921 --> 01:32:33,310 Ὅταν ὁ Περικλὴς μας ἔλεγε, πως η δύναμη κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας 1509 01:32:33,310 --> 01:32:37,556 εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη) των δυστυχισµένων, 1510 01:32:37,556 --> 01:32:40,014 δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς κορόιδεβε. 1511 01:32:40,437 --> 01:32:44,857 Τί εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; "Όχι βέβαια. 1512 01:32:45,451 --> 01:32:49,203 ᾿Αν ὅλοι µας εφτυχούμε, δεν ἔχει κανένας ανάγκη να σωθεί. 1513 01:32:49,483 --> 01:32:54,936 Εννοούσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραληδες καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους. 1514 01:32:55,614 --> 01:32:58,335 "Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς' 1515 01:32:58,335 --> 01:33:00,951 κι ὅταν αφτοὶ θησαβρίζουν, εμείς πλουταίνουµε΄ 1516 01:33:00,951 --> 01:33:04,993 κι ὅταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι, φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο· 1517 01:33:04,993 --> 01:33:07,833 κι ὅταν εκεινών η περιουσία βρίσκεται σε κίντυνο, 1518 01:33:07,833 --> 01:33:09,676 χάνουμ’ εμείς τὸν ύπνο µας !... 1519 01:33:10,144 --> 01:33:13,176 Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός καὶ παραλὴς της ᾿Αθήνας 1520 01:33:13,176 --> 01:33:16,938 ύψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια του φλομωμένου πλήθους 1521 01:33:16,938 --> 01:33:18,845 τὴν ατιμία των ὀλίγων σε χρέος, 1522 01:33:18,845 --> 01:33:22,356 µεγαλείο καὶ δόξα των πολλών, -- της Πατρίδας ! 1523 01:33:22,777 --> 01:33:26,899 Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπεναδώσουμε τὴ ζωή µας για τοὺς «αρίστους», 1524 01:33:26,899 --> 01:33:29,487 ἂν θέλαµενασώσουμε τὴν πείνα µας την παντοτινὴ 1525 01:33:29,487 --> 01:33:32,631 καὶ τὸν ύπνο µαςτο µακάριο, γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αιώνιο !... 1526 01:33:33,329 --> 01:33:34,433 Καταλάβατε : 1527 01:33:34,687 --> 01:33:36,897 Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰςτο ἔξηγώ. 1528 01:33:37,399 --> 01:33:39,591 Μὰ τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού, 1529 01:33:39,591 --> 01:33:42,220 --το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε νὰντο νιώσω. 1530 01:33:42,569 --> 01:33:45,462 "Ἔβρισκα μάλιστα, πὼς καλὰ μας τά λεγε ὁ γέρος, 1531 01:33:45,462 --> 01:33:49,179 γιατὶ συμφωνούσανε με την... απόλυτη Λογική ! 1532 01:33:50,744 --> 01:33:54,587 Σαν άρχεψε να μου στρίβει, ναψυχανεμίζοµαι, πως δεν κρίνω σωστὰ 1533 01:33:54,587 --> 01:33:56,155 καὶ πὼςτο μυαλό µου κάνει νερά, 1534 01:33:56,585 --> 01:34:00,387 ὁ φύλακας άγγελός σας ἔσφιξε τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του 1535 01:34:00,387 --> 01:34:03,258 καὶ πέταξε τρίζοντας τα δόντια του. Οὔστ !... 1536 01:34:03,633 --> 01:34:05,387 Μὰ πάλε δεν ησύχασα ! 1537 01:34:05,387 --> 01:34:08,489 Μόλις ἔφυγε, κι άρχεψεναμὲ τρώει άλλο σαράκι. 1538 01:34:08,943 --> 01:34:12,043 Ο μετανιωμός γιατο κακό, που ἔκανα καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου 1539 01:34:12,043 --> 01:34:13,339 καὶ στοὺς µελλούμενους, 1540 01:34:13,339 --> 01:34:16,175 ὅσο θακυβερνᾶνε τὸν κόσμο τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά. 1541 01:34:16,458 --> 01:34:18,091 Μερόνυχτα βασανιζόµουνα. 1542 01:34:18,266 --> 01:34:20,145 Έπρεπεναδιορθώσωτο κακό ! 1543 01:34:20,408 --> 01:34:24,114 Καὶ να τί θά κανα, ἂν δεν προλαβαίνατε να με σκοτώσετε. 1544 01:34:27,131 --> 01:34:28,604 το λαρύγγι του στέγνωσε. 1545 01:34:28,815 --> 01:34:32,707 Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό, μὰ πού να βρεθεί ποτήρι καὶ νερό! 1546 01:34:33,228 --> 01:34:34,858 Κάποιος αστείος τού φώχαξε : 1547 01:34:35,229 --> 01:34:37,388 «Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα να τελειώνουμε ;» 1548 01:34:37,729 --> 01:34:39,307 Χάχανα καὶ θόρυβος. 1549 01:34:39,307 --> 01:34:42,001 Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι 1550 01:34:42,001 --> 01:34:43,531 κι αρχίσανεναγρυλλίζουν. 1551 01:34:43,941 --> 01:34:47,285 Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα του κλητήρα νὰν τοὺς πει, 1552 01:34:47,285 --> 01:34:49,460 πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι. 1553 01:34:50,283 --> 01:34:53,697 'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα σηκώνονταςτο δεξί του χέρι 1554 01:34:53,697 --> 01:34:57,850 ἔσυρε δυό τρεις φορὲς το µεγάλο δάχτυλο πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη. 1555 01:34:58,507 --> 01:35:01,598 Ο Σωκράτης κατάπιετο σάλιο του καὶ ξακολούθησε. 1556 01:35:03,804 --> 01:35:07,873 Γι αφτὰ που δίδαξα, θά πρεπεναμὲ κάνετε χρυσόνε καὶναμὲ προσχυνᾶτε. 1557 01:35:08,375 --> 01:35:11,903 Γι’ αφτὰ που θά κανα, ἂν εζούσα, θά πρεπε μετο δίκιο σας 1558 01:35:11,903 --> 01:35:16,473 ὄχιναμὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰναμὲ κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί, 1559 01:35:16,473 --> 01:35:20,424 ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θακοπανισει το Ζήνωνα τὸν Ελεάτη, 1560 01:35:20,424 --> 01:35:23,266 γιὰναμάθειναδιδάσκει την αρετὴ ὅσο θέλει, 1561 01:35:23,266 --> 01:35:26,563 μὰναμὴ μιλάει για την παλιανθρωπιὰ των αρχόντων. 1562 01:35:27,253 --> 01:35:29,206 Θά πρεπεναμου κόψετε τη γλώσσα, 1563 01:35:29,206 --> 01:35:33,346 καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θακόψει τὴ γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα, 1564 01:35:33,346 --> 01:35:36,033 γιὰναµάθει, πως μπορεί να προδίνει τὴν πατρίδα του, 1565 01:35:36,033 --> 01:35:38,666 μὰ δεν κάνειναβρίζει καὶ τὸν ξένο µισθοδότη... 1566 01:35:39,114 --> 01:35:41,984 Θά µουνα πραγματικὰ επικίντυνος στὴ δηµόσια τάξη, 1567 01:35:41,984 --> 01:35:43,868 στο «συμφέρον του κρείττονος». 1568 01:35:44,365 --> 01:35:47,269 Καἱναρίχνατετο κουφάρι µου μακριὰ στὸν Κορινθιακό 1569 01:35:47,269 --> 01:35:51,981 η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα -- «μὴ ταφήναι εν γη ἁττικη» 1570 01:35:52,471 --> 01:35:56,842 Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία καὶ προδοσία από τό να λὲς την αληθεια !... 1571 01:35:58,783 --> 01:36:01,863 θαπήγαινα, που λέτε, στοὺς λαϊκοὺς µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας, 1572 01:36:01,863 --> 01:36:04,886 στὰ βρωμοχώρια της ᾽Αττικης από τὶς Κάβο Κολόνες 1573 01:36:04,886 --> 01:36:08,127 ἴσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ἴσαμετο Καπαντρίτι. 1574 01:36:08,401 --> 01:36:12,231 θακατέβαινα στὰ σκοτειναχαµόσπιτα, γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα, 1575 01:36:12,490 --> 01:36:14,696 θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα της φτωχολογιᾶς, 1576 01:36:14,696 --> 01:36:17,760 στὰ καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιοµάτα λέρα καὶ βόχα. 1577 01:36:17,760 --> 01:36:20,585 Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολιτες ! 1578 01:36:20,585 --> 01:36:23,832 Αφτός ὁ τόπος, κι άν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, 1579 01:36:23,832 --> 01:36:27,396 ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα 1580 01:36:27,396 --> 01:36:28,993 καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια, 1581 01:36:29,209 --> 01:36:33,243 πάλε θά τανε ὁ καλύτερος απ᾿ ὅλους, γιατὶτο θέλ᾽ η καρδιά σας. 1582 01:36:33,526 --> 01:36:34,880 Είναι η πατρίδα. 1583 01:36:35,468 --> 01:36:39,240 Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα δικό σας µέσα σ᾿ αφτηνε : 1584 01:36:39,439 --> 01:36:44,335 χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα, θεοὶ χ᾿ εξουσία, σκέψη καὶ θέληση 1585 01:36:44,335 --> 01:36:45,668 --- ὅλα ξένα ! 1586 01:36:45,938 --> 01:36:49,525 Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος, ὅσονατρυπώνετε ζωντανοὶ 1587 01:36:49,525 --> 01:36:51,023 καὶναθάβεστε πεθαμένοι 1588 01:36:51,023 --> 01:36:54,837 καὶ τόση λεφτεριά, ὅσονακάνετε τὴ φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, 1589 01:36:54,837 --> 01:36:56,982 ὅταν δε σας βλέπει χὠροφύλακας... 1590 01:36:57,416 --> 01:37:00,512 Καὶ ὅταν βυθίζετετο μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, 1591 01:37:00,512 --> 01:37:02,991 ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες 1592 01:37:02,991 --> 01:37:06,345 κουβαλώντας απότο στόµα του Νείλου κι απ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο 1593 01:37:06,345 --> 01:37:10,247 κι απ᾿ τὶς ηράκλειες στηλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες, 1594 01:37:10,247 --> 01:37:13,930 περηφανέβεστε, πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !» 1595 01:37:14,238 --> 01:37:16,823 Καὶ κανένας δε συλλογᾶται, πὼς ὅλα τ᾽ αγαθὰ 1596 01:37:16,823 --> 01:37:18,484 μαζέβονται σε λίγα χέρια. 1597 01:37:18,740 --> 01:37:24,366 Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι καὶ Κορθιανοὶ σας σκοτώνουνε μιὰ φορὰ οἱ ξένοι· 1598 01:37:24,946 --> 01:37:28,245 μὲ τα χέρια τ᾽ αδερφικὰ σας σφίγγουνετο καρύδι του λαρυγγιού 1599 01:37:28,245 --> 01:37:31,064 σ᾿ ὅλη σας τη ζωὴ καὶ σας δολοφονούνε κάθε µέρα. 1600 01:37:31,620 --> 01:37:33,865 Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, 1601 01:37:33,865 --> 01:37:37,096 μὰ κι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας εἶναι δικά τους». 1602 01:37:38,672 --> 01:37:41,351 Ύστερα θαπῄγαινα στὰ νταμάρια της Πεντέλης, 1603 01:37:41,351 --> 01:37:45,185 στὶς μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου, στοὺς ταρσανάδες του Περαία, 1604 01:37:45,185 --> 01:37:49,827 στὶς φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια καὶ λουρίκια του πολέμου -- στοὺς δούλους! 1605 01:37:50,476 --> 01:37:54,984 θακατέβαινα στ᾽ αμπᾶρια των καραβιών, ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες 1606 01:37:54,984 --> 01:37:58,548 (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα μὲτο πυρωμένο σίδερο) 1607 01:37:58,548 --> 01:38:01,111 βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους 1608 01:38:01,111 --> 01:38:03,369 καὶ ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα του βούρδουλα, 1609 01:38:03,369 --> 01:38:05,780 σαντύχει καὶ λιγοθυµίσουν από την κοὐραση. 1610 01:38:06,840 --> 01:38:10,262 θαπηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια, σαντου ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά, 1611 01:38:10,262 --> 01:38:14,453 ὅπου ζεμένοι με τα καματερὰ ὀργώνουνε τα κατσάβραχα καὶ τα πουρνάρια. 1612 01:38:15,092 --> 01:38:19,457 θαπήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα, στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες, 1613 01:38:19,457 --> 01:38:22,515 ὅπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στὸν αψηλό οὖρανό 1614 01:38:22,515 --> 01:38:26,029 τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς του πνεµατός σας, τοὺς Παρθενώνες. 1615 01:38:26,029 --> 01:38:27,492 Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα : 1616 01:38:27,918 --> 01:38:32,228 «Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί ! 1617 01:38:32,530 --> 01:38:36,512 Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. 1618 01:38:36,890 --> 01:38:41,492 Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι ἅγιες πόρνες των θεών καὶ των ανθρώπων. 1619 01:38:41,791 --> 01:38:44,621 Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ιδιωτικοί. 1620 01:38:45,320 --> 01:38:49,025 'η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πὼς είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι. 1621 01:38:49,364 --> 01:38:53,140 Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε το σπέρµα του πατέρα σας 1622 01:38:53,140 --> 01:38:54,607 νασας γεννήσει τέτιους. 1623 01:38:54,839 --> 01:38:57,828 η τὐχη σας ἔκανε κι η συνήθεια σας αποτέλειωσε. 1624 01:38:57,958 --> 01:39:01,056 είσαστε σκλάβοι εσείς, γιὰ νά μαστ᾽ εμείς οἱ λέφτεροι. 1625 01:39:01,450 --> 01:39:04,882 Σηχκώστε το κεφάλι καὶ κοιτάχτε τὸν ανοιξιάτικο ουρανὀ. 1626 01:39:05,277 --> 01:39:07,485 Ἔχετε ξεχάσειτο βάθος καὶτο χρώμα του. 1627 01:39:07,873 --> 01:39:12,391 Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ακρογιάλια κι αστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος. 1628 01:39:12,695 --> 01:39:15,135 Κάποτες είσαστε καὶ σεις λέφτεροι κι άδικοι, 1629 01:39:15,135 --> 01:39:17,620 γιὰναγίνετ εδώ σκλάβοι χι αδικημένοι 1630 01:39:17,620 --> 01:39:20,043 --- σεις, οἱ προγόνοι σας, αδιάφορο ! 1631 01:39:20,388 --> 01:39:22,841 Εϊσαστετο µεγάλο ψυχομέτρι. 1632 01:39:22,841 --> 01:39:26,800 Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε μὲ τοὺς αδικημένους λέφτερους. 1633 01:39:27,250 --> 01:39:32,417 νασηκώσετε μοναχὰ τα σφυριά, τα δρεπάνια, τὰ πελέκια, τα κρικέλια σας 1634 01:39:32,417 --> 01:39:36,115 καὶ θαγίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ' η δημοκρατία των “αρίστων” 1635 01:39:36,495 --> 01:39:40,398 νατοὺς πάρετε τ᾽ αγαθακαὶνατοὺς βάνετεναδουλέβουνε, για να τρώνε». 1636 01:39:41,173 --> 01:39:42,709 -- «Καὶνακαθόμαστ᾽ εμείς», 1637 01:39:42,709 --> 01:39:46,778 θ᾽απαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι νασέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ 1638 01:39:46,778 --> 01:39:50,137 μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ ξεκοιλιάζουνε τοὺς αδύνατους. 1639 01:39:50,548 --> 01:39:52,524 -- «Όχι», θαφώναζα εγώ. 1640 01:39:52,524 --> 01:39:54,790 «θαδουλέβουνε κ᾿ αφτοὶ καὶ σεις. 1641 01:39:54,972 --> 01:39:58,108 Κοινή δουλειά, κοινατ᾽ αγαθὰ κι η λεφτεριά...» 1642 01:39:59,346 --> 01:40:02,600 -- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...» 1643 01:40:03,236 --> 01:40:06,007 -- «Μην πειράζεστε ! Σαν ἔρτει κείν᾽ η ὥρα, 1644 01:40:06,007 --> 01:40:09,713 θαμπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι· ναλυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη, 1645 01:40:09,713 --> 01:40:12,210 το σώμα σας, την ψυχή σας καὶτο πνέµα σας». 1646 01:40:13,303 --> 01:40:15,375 -- «Ποιοί, µωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόµο ;» 1647 01:40:15,375 --> 01:40:17,204 πάλε θα ξεφωνούσανε. 1648 01:40:18,024 --> 01:40:19,534 -- «Οἱ Σκύθες !». 1649 01:40:22,522 --> 01:40:25,417 Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ σὰ ρουκέτα : 1650 01:40:25,783 --> 01:40:29,443 «Τέλειωσε το νερό !» Είταν ὁ κλητήρας. 1651 01:40:29,985 --> 01:40:33,997 Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμὴ ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας 1652 01:40:33,997 --> 01:40:37,091 καὶ τρέξαν ὅλοι πατείς µε πατώ σε κατὰ την πόρτα. 1653 01:40:38,110 --> 01:40:40,844 Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός. 1654 01:40:41,362 --> 01:40:44,475 Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους 1655 01:40:44,475 --> 01:40:47,307 ποιός θαπάει πρώτος στο ταμείο ναπάρειτο µιστό του ! 1656 01:40:48,151 --> 01:40:52,118 ᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητηρες ὁρμήσανε κατὰ την πόρτα για την ἴδια δουλειὰ 1657 01:40:52,118 --> 01:40:56,115 κι αφήσανετο Σωκράτη µοναχό του πάνου στο βημαναπικρογελᾶ. 1658 01:40:57,414 --> 01:41:01,102 Καὶ κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη στὴν ψυχἠ καὶ στο πρόσωπο, 1659 01:41:01,102 --> 01:41:04,599 κατεβαίνοντας από τό βημα παρακάλεσε τόν Πλάτωνα, 1660 01:41:04,599 --> 01:41:08,499 που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά, νατόν ὁδηγήσει στὴ φυλακή : 1661 01:41:10,658 --> 01:41:15,990 «Δεν ξέρω, καημένε, µήτε πού βρίσκεται µήτε κι από ποιό δρόµο πᾶνε !» 1662 01:41:16,454 --> 01:41:29,884 (μουσική)