1
00:00:14,941 --> 00:00:34,917
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
2
00:00:38,654 --> 00:00:41,668
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
3
00:00:41,838 --> 00:00:43,642
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
4
00:00:43,642 --> 00:00:46,646
(ο Μέλητος με την ψιλή φωνή
και τα γυναικίστικα κουνήµατα,
5
00:00:46,646 --> 00:00:48,175
νεβρικὸς σαν ἀηδόνι
6
00:00:48,175 --> 00:00:51,380
ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες·
7
00:00:51,380 --> 00:00:54,256
ο Λύκων με τα στενά κροτάφια
και τη θολή ματιά),
8
00:00:54,256 --> 00:00:58,601
οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
9
00:00:58,601 --> 00:01:02,849
μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε
τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού.
10
00:01:03,295 --> 00:01:06,941
Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
11
00:01:06,941 --> 00:01:08,660
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
12
00:01:08,942 --> 00:01:12,119
Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανό
13
00:01:12,119 --> 00:01:15,949
και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του
γόνα, που τόνε σουγλοῦσε.
14
00:01:15,949 --> 00:01:21,222
Μ᾽ όλο τὸ σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη
τὴ βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά
15
00:01:21,222 --> 00:01:25,092
και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά,
16
00:01:25,092 --> 00:01:29,354
που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα
και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας,
17
00:01:29,354 --> 00:01:32,980
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
18
00:01:36,607 --> 00:01:40,642
Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι,
γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή,
19
00:01:40,912 --> 00:01:44,239
λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια,
τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους
20
00:01:44,239 --> 00:01:48,460
µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και
τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια.
21
00:01:49,858 --> 00:01:53,548
Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη
22
00:01:53,759 --> 00:01:58,110
περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
23
00:01:58,832 --> 00:02:02,101
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
24
00:02:02,637 --> 00:02:06,460
Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον
ἔσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού,
25
00:02:06,460 --> 00:02:08,462
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
26
00:02:09,198 --> 00:02:14,796
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
27
00:02:15,801 --> 00:02:20,610
Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
28
00:02:20,522 --> 00:02:24,639
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα.
29
00:02:25,267 --> 00:02:30,001
Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμή
30
00:02:30,001 --> 00:02:32,706
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
31
00:02:32,706 --> 00:02:37,422
(το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
32
00:02:37,422 --> 00:02:41,112
λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
33
00:02:41,802 --> 00:02:45,506
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθείτε.
34
00:02:46,428 --> 00:02:49,947
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
να τρίβει το ζερβί του γόνα.
35
00:02:51,994 --> 00:02:54,814
Οι δικαστάδες θυμώσανε
μα τ᾽ άπρεπο φέρσιμο
36
00:02:54,814 --> 00:02:57,509
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
37
00:02:58,019 --> 00:03:01,684
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
38
00:03:01,684 --> 00:03:05,049
το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
39
00:03:05,481 --> 00:03:07,443
Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο
40
00:03:07,443 --> 00:03:10,779
μπροστά στο Νόμο
τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη.
41
00:03:11,071 --> 00:03:13,240
Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι.
42
00:03:13,785 --> 00:03:17,302
Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
43
00:03:17,302 --> 00:03:22,317
το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
44
00:03:22,751 --> 00:03:25,404
Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί
κι ἀφτὸ δεν κλαίει,
45
00:03:25,404 --> 00:03:29,516
πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο,
έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
46
00:03:29,516 --> 00:03:31,795
και για να τον κάνουνε να νιώσει
τη δύναμη τους,
47
00:03:31,795 --> 00:03:36,126
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
48
00:03:36,126 --> 00:03:38,749
που τον κατηγόρησαν
οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής.
49
00:03:39,512 --> 00:03:42,994
Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους,
έκανε: χμ.
50
00:03:43,574 --> 00:03:46,672
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
51
00:03:46,672 --> 00:03:51,839
ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε
52
00:03:51,839 --> 00:03:53,426
και δεν απάντησε τίποτα.
53
00:03:53,984 --> 00:03:58,120
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
54
00:03:58,802 --> 00:04:04,322
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
55
00:04:04,322 --> 00:04:08,849
κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες
και συφερτικές για μένα και για σας.
56
00:04:08,849 --> 00:04:11,478
Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη».
57
00:04:12,248 --> 00:04:15,509
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
58
00:04:15,509 --> 00:04:18,460
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα
59
00:04:18,460 --> 00:04:21,525
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
60
00:04:21,891 --> 00:04:25,928
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
61
00:04:26,396 --> 00:04:28,413
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
62
00:04:28,413 --> 00:04:30,828
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς να σας βλέπω)
63
00:04:30,828 --> 00:04:34,124
ζεστές κι αφράτες εκείνες
τις ωραίες µελόπιτες,
64
00:04:34,124 --> 00:04:37,552
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
65
00:04:37,552 --> 00:04:39,390
τον γιό της Παρθένας.
66
00:04:39,524 --> 00:04:43,880
Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
67
00:04:43,880 --> 00:04:46,713
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
68
00:04:49,116 --> 00:04:53,524
Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που
με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία,
69
00:04:53,524 --> 00:04:55,237
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
70
00:04:55,237 --> 00:04:57,883
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
71
00:04:58,286 --> 00:05:01,755
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
72
00:05:02,345 --> 00:05:05,041
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
73
00:05:05,043 --> 00:05:08,198
εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
74
00:05:08,697 --> 00:05:12,931
Πωπώ! τι γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
75
00:05:13,231 --> 00:05:16,176
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
άλλοι αρπάξανε πέτρα
76
00:05:16,176 --> 00:05:19,716
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
με τα δέκα νύχια μπροστά
77
00:05:19,716 --> 00:05:22,282
για να τον ξεσκίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
78
00:05:22,282 --> 00:05:23,952
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
79
00:05:24,401 --> 00:05:28,573
Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
80
00:05:29,018 --> 00:05:32,370
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
81
00:05:32,370 --> 00:05:35,328
και χασοµερίσαν όλη µέρα
για να διαφεντέψουνε την πατρίδα;
82
00:05:36,024 --> 00:05:39,500
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
83
00:05:39,981 --> 00:05:41,972
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
84
00:05:41,972 --> 00:05:46,235
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
85
00:05:46,535 --> 00:05:52,313
Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
86
00:05:53,020 --> 00:05:56,777
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του,
87
00:05:56,777 --> 00:06:00,305
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
88
00:06:00,305 --> 00:06:03,227
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
89
00:06:04,428 --> 00:06:08,253
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
απὸ κέφι και δύναμη.
90
00:06:08,413 --> 00:06:11,830
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
91
00:06:11,830 --> 00:06:14,883
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
92
00:06:14,883 --> 00:06:18,606
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
93
00:06:18,606 --> 00:06:20,595
που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
94
00:06:23,195 --> 00:06:26,599
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
95
00:06:26,739 --> 00:06:31,010
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
96
00:06:31,010 --> 00:06:33,963
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
97
00:06:33,963 --> 00:06:38,020
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
98
00:06:38,588 --> 00:06:43,462
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
99
00:07:17,735 --> 00:07:30,526
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
100
00:07:31,146 --> 00:07:34,254
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
101
00:07:35,516 --> 00:07:38,158
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
102
00:07:38,627 --> 00:07:41,106
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
103
00:07:41,932 --> 00:07:43,716
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
104
00:07:43,716 --> 00:07:46,527
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
105
00:07:46,527 --> 00:07:48,551
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
106
00:07:48,551 --> 00:07:50,364
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
107
00:07:51,205 --> 00:07:55,283
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
108
00:07:55,283 --> 00:07:58,435
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
109
00:07:58,953 --> 00:08:03,614
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
110
00:08:04,109 --> 00:08:07,391
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
111
00:08:07,784 --> 00:08:10,044
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
112
00:08:10,044 --> 00:08:13,276
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
113
00:08:13,714 --> 00:08:15,909
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
114
00:08:16,397 --> 00:08:19,405
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
115
00:08:19,774 --> 00:08:24,344
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
116
00:08:24,735 --> 00:08:27,069
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
117
00:08:27,458 --> 00:08:29,981
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
118
00:08:30,321 --> 00:08:32,193
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
119
00:08:32,193 --> 00:08:35,676
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
120
00:08:36,269 --> 00:08:40,279
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
121
00:08:40,471 --> 00:08:44,868
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
122
00:08:44,868 --> 00:08:47,736
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
123
00:08:47,736 --> 00:08:49,535
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
124
00:08:49,998 --> 00:08:53,501
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
125
00:08:53,501 --> 00:08:55,241
και πόνους αβάσταγους.
126
00:08:55,780 --> 00:08:58,847
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
127
00:08:59,220 --> 00:09:02,929
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
128
00:09:02,929 --> 00:09:07,025
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
129
00:09:08,051 --> 00:09:11,602
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
130
00:09:11,602 --> 00:09:14,265
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
131
00:09:14,265 --> 00:09:16,337
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
132
00:09:16,617 --> 00:09:19,515
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
133
00:09:19,515 --> 00:09:22,632
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
134
00:09:22,919 --> 00:09:26,156
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
135
00:09:26,492 --> 00:09:31,539
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
136
00:09:31,941 --> 00:09:36,737
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
137
00:09:37,063 --> 00:09:41,423
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
138
00:09:41,544 --> 00:09:44,822
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
139
00:09:45,201 --> 00:09:47,979
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
140
00:09:47,979 --> 00:09:51,238
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
141
00:09:51,685 --> 00:09:54,709
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
142
00:09:54,976 --> 00:09:57,752
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
143
00:09:57,752 --> 00:09:59,654
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
144
00:10:00,099 --> 00:10:04,080
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
145
00:10:04,080 --> 00:10:06,705
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
146
00:10:07,943 --> 00:10:11,536
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
147
00:10:11,536 --> 00:10:15,759
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
148
00:10:15,759 --> 00:10:17,678
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
149
00:10:18,008 --> 00:10:21,898
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
150
00:10:22,350 --> 00:10:24,680
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
151
00:10:25,078 --> 00:10:28,096
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
152
00:10:28,246 --> 00:10:31,815
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
153
00:10:31,815 --> 00:10:35,590
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
154
00:10:35,590 --> 00:10:39,546
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
155
00:10:40,025 --> 00:10:44,151
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
156
00:10:44,481 --> 00:10:46,319
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
157
00:10:47,511 --> 00:10:51,324
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
158
00:10:51,700 --> 00:10:54,844
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
159
00:10:54,844 --> 00:10:56,432
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
160
00:10:56,683 --> 00:11:00,320
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
161
00:11:00,533 --> 00:11:04,609
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
162
00:11:04,822 --> 00:11:07,672
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
163
00:11:07,672 --> 00:11:09,698
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
164
00:11:09,888 --> 00:11:13,230
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
165
00:11:13,524 --> 00:11:15,042
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
166
00:11:15,271 --> 00:11:18,913
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
167
00:11:19,125 --> 00:11:24,145
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
168
00:11:24,870 --> 00:11:28,063
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
169
00:11:28,531 --> 00:11:32,366
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
170
00:11:32,366 --> 00:11:36,660
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
171
00:11:37,153 --> 00:11:40,139
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
172
00:11:40,464 --> 00:11:42,110
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
173
00:11:42,110 --> 00:11:44,645
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
174
00:11:44,645 --> 00:11:47,440
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
175
00:11:47,440 --> 00:11:50,646
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
176
00:11:51,562 --> 00:11:55,790
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
177
00:11:55,790 --> 00:11:57,334
σ’ ομορφιά και πλούτο!
178
00:11:57,840 --> 00:12:00,702
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
179
00:12:00,974 --> 00:12:03,144
Για το καλό της πολιτείας!
180
00:12:03,499 --> 00:12:06,487
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
181
00:12:06,685 --> 00:12:08,238
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
182
00:12:08,238 --> 00:12:10,650
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
183
00:12:10,650 --> 00:12:14,851
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
184
00:12:14,851 --> 00:12:19,610
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
185
00:12:19,610 --> 00:12:23,265
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
186
00:12:24,053 --> 00:12:27,344
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
187
00:12:27,344 --> 00:12:30,839
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
188
00:12:31,165 --> 00:12:34,622
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
189
00:12:34,622 --> 00:12:37,559
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
190
00:12:38,264 --> 00:12:41,945
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
191
00:12:42,198 --> 00:12:44,039
Ο γενναίος στρατηγός!
192
00:12:44,518 --> 00:12:47,794
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
193
00:12:47,794 --> 00:12:52,054
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
194
00:12:52,054 --> 00:12:55,270
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
195
00:12:55,615 --> 00:12:59,385
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
196
00:12:59,385 --> 00:13:01,498
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
197
00:13:01,498 --> 00:13:06,132
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
198
00:13:06,334 --> 00:13:09,106
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
199
00:13:09,106 --> 00:13:11,435
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
200
00:13:11,868 --> 00:13:15,956
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
201
00:13:15,956 --> 00:13:18,576
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
202
00:13:18,576 --> 00:13:21,687
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
203
00:13:22,711 --> 00:13:27,757
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
204
00:13:27,757 --> 00:13:31,252
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
205
00:13:31,569 --> 00:13:35,477
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
206
00:13:35,477 --> 00:13:38,511
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
207
00:13:39,005 --> 00:13:41,513
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
208
00:13:41,513 --> 00:13:44,606
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
209
00:13:44,606 --> 00:13:48,618
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
210
00:13:48,618 --> 00:13:50,179
όπως θαν το κάνω τώρα.
211
00:13:50,780 --> 00:13:54,064
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
212
00:13:54,064 --> 00:13:55,515
την καλύτερη μάρκα,
213
00:13:55,515 --> 00:13:58,100
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
214
00:13:58,100 --> 00:14:02,427
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
215
00:14:03,968 --> 00:14:05,815
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
216
00:14:05,968 --> 00:14:09,436
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
217
00:14:09,700 --> 00:14:11,589
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
218
00:14:11,589 --> 00:14:14,059
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
219
00:14:14,687 --> 00:14:17,320
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
220
00:14:17,320 --> 00:14:20,154
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
221
00:14:20,559 --> 00:14:22,099
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
222
00:14:22,099 --> 00:14:24,839
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
223
00:14:24,839 --> 00:14:27,785
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
224
00:14:27,785 --> 00:14:30,760
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
225
00:14:31,436 --> 00:14:35,940
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
226
00:14:35,940 --> 00:14:39,244
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
227
00:14:39,484 --> 00:14:44,371
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
228
00:14:45,648 --> 00:14:49,729
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
229
00:14:49,892 --> 00:14:52,347
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
230
00:14:52,456 --> 00:14:57,748
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
231
00:14:58,046 --> 00:14:59,696
Τίμημα θάνατος!».
232
00:15:00,210 --> 00:15:05,520
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
233
00:15:05,979 --> 00:15:07,850
Όμως αληθινό παλικάρι.
234
00:15:07,850 --> 00:15:11,756
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
235
00:15:11,756 --> 00:15:15,826
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
236
00:15:15,826 --> 00:15:20,185
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
237
00:15:21,066 --> 00:15:24,169
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
238
00:15:24,469 --> 00:15:27,654
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
239
00:15:27,654 --> 00:15:32,252
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
240
00:15:32,252 --> 00:15:35,440
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
241
00:15:35,440 --> 00:15:38,112
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
242
00:15:38,112 --> 00:15:39,721
και με τα γούστα του λαού,
243
00:15:39,721 --> 00:15:42,921
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
244
00:15:43,915 --> 00:15:46,514
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
245
00:15:46,514 --> 00:15:49,937
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
246
00:15:50,233 --> 00:15:54,334
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
247
00:15:54,775 --> 00:15:58,298
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
248
00:15:58,298 --> 00:15:59,837
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
249
00:15:59,837 --> 00:16:03,539
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
250
00:16:03,942 --> 00:16:08,876
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
251
00:16:08,876 --> 00:16:10,077
«Διὸς κριταί!».
252
00:16:10,476 --> 00:16:12,280
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
253
00:16:12,280 --> 00:16:15,136
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
254
00:16:15,136 --> 00:16:16,706
Μια κι όξω!
255
00:16:16,706 --> 00:16:21,295
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
256
00:16:21,295 --> 00:16:24,458
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
257
00:16:25,837 --> 00:16:27,871
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
258
00:16:27,871 --> 00:16:30,780
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
259
00:16:30,780 --> 00:16:33,876
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
260
00:16:33,876 --> 00:16:36,856
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
261
00:16:36,856 --> 00:16:38,438
— κι αυτός βλέπει!
262
00:16:38,951 --> 00:16:43,317
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
263
00:16:43,317 --> 00:16:47,051
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
264
00:16:47,051 --> 00:16:52,127
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
265
00:16:52,691 --> 00:16:56,087
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
266
00:16:56,087 --> 00:16:59,902
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
267
00:16:59,902 --> 00:17:03,091
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
268
00:17:03,091 --> 00:17:05,681
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
269
00:17:05,681 --> 00:17:09,646
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
270
00:17:09,646 --> 00:17:11,342
μπας κι είναι ξύκικα!
271
00:17:11,932 --> 00:17:15,052
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
272
00:17:15,052 --> 00:17:18,676
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
273
00:17:18,676 --> 00:17:22,736
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
274
00:17:22,736 --> 00:17:26,979
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
275
00:17:27,546 --> 00:17:31,680
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
276
00:17:31,680 --> 00:17:33,033
λουσμένος στ’ αρώματα
277
00:17:33,033 --> 00:17:36,540
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
278
00:17:36,540 --> 00:17:39,658
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
279
00:17:39,738 --> 00:17:42,213
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
280
00:17:42,213 --> 00:17:44,505
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
281
00:17:44,505 --> 00:17:47,110
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
282
00:17:47,588 --> 00:17:51,858
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
283
00:17:51,858 --> 00:17:55,514
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
284
00:17:55,514 --> 00:17:58,930
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
285
00:17:58,930 --> 00:18:00,333
για να σώσει την ψυχή του !
286
00:18:00,714 --> 00:18:03,654
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
287
00:18:03,654 --> 00:18:06,114
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
288
00:18:06,114 --> 00:18:11,041
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
289
00:18:12,221 --> 00:18:17,667
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
290
00:18:18,885 --> 00:18:21,922
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
291
00:18:21,922 --> 00:18:25,037
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
292
00:18:25,484 --> 00:18:28,102
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
293
00:18:28,102 --> 00:18:29,823
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
294
00:18:30,097 --> 00:18:33,209
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
295
00:18:33,507 --> 00:18:35,991
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
296
00:18:36,416 --> 00:18:41,092
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
297
00:18:41,255 --> 00:18:42,939
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
298
00:18:43,190 --> 00:18:45,392
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
299
00:18:45,822 --> 00:18:50,368
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
300
00:18:50,368 --> 00:18:52,822
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
301
00:18:53,316 --> 00:18:57,028
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
302
00:18:57,255 --> 00:19:01,170
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
303
00:19:01,460 --> 00:19:03,154
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
304
00:19:03,154 --> 00:19:06,341
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
305
00:19:08,673 --> 00:19:11,876
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
306
00:19:11,876 --> 00:19:14,559
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
307
00:19:14,559 --> 00:19:17,957
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
308
00:19:17,957 --> 00:19:20,817
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
309
00:19:21,224 --> 00:19:24,839
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
310
00:19:24,839 --> 00:19:26,264
παρακαλεί και βρίζει».
311
00:19:26,971 --> 00:19:29,457
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
312
00:19:29,708 --> 00:19:34,442
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
313
00:19:34,913 --> 00:19:37,917
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
314
00:19:37,917 --> 00:19:40,145
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
315
00:19:40,145 --> 00:19:43,189
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
316
00:19:43,674 --> 00:19:45,305
Σας χρωστάω και χάρη…
317
00:19:45,631 --> 00:19:49,986
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
318
00:19:49,986 --> 00:19:53,047
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
319
00:19:53,457 --> 00:19:56,612
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
320
00:19:57,697 --> 00:20:00,467
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
321
00:20:00,467 --> 00:20:03,702
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
322
00:20:03,702 --> 00:20:08,070
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
323
00:20:08,881 --> 00:20:12,341
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
324
00:20:12,341 --> 00:20:14,671
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
325
00:20:15,226 --> 00:20:19,774
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
326
00:20:20,090 --> 00:20:24,732
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
327
00:20:24,970 --> 00:20:28,639
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
328
00:20:28,639 --> 00:20:30,239
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
329
00:20:30,239 --> 00:20:33,733
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
330
00:20:33,733 --> 00:20:37,204
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
331
00:20:37,671 --> 00:20:39,068
Κι αυτό ήταν όλο!…
332
00:20:40,785 --> 00:20:43,912
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
333
00:20:44,265 --> 00:20:46,075
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
334
00:20:46,395 --> 00:20:48,471
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
335
00:20:48,471 --> 00:20:52,184
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
336
00:20:52,607 --> 00:20:57,201
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
337
00:20:57,201 --> 00:21:00,008
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
338
00:21:00,008 --> 00:21:05,051
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
339
00:21:05,754 --> 00:21:07,629
Είσαστε αθάνατοι!
340
00:21:07,879 --> 00:21:10,208
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
341
00:21:10,208 --> 00:21:12,864
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
342
00:21:12,864 --> 00:21:16,133
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
343
00:21:16,133 --> 00:21:19,427
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
344
00:21:19,427 --> 00:21:23,237
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
345
00:21:35,937 --> 00:21:45,560
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
346
00:21:45,974 --> 00:21:49,396
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
απάνου στο σανιδοκρέβατο
347
00:21:49,396 --> 00:21:52,100
με την κωμικήν επισημότητα
πόχουν τα λείψανα,
348
00:21:52,420 --> 00:21:56,047
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
349
00:21:56,047 --> 00:21:59,057
τη δική σας αγαθοσύνη
και την παρθενιά των νόμων,
350
00:21:59,242 --> 00:22:00,754
γέλασα με την καρδιά μου.
351
00:22:01,090 --> 00:22:04,562
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
φέβγουν από τους πεθαμένους
352
00:22:04,562 --> 00:22:05,973
και πάνε στους ζωντανούς.
353
00:22:06,434 --> 00:22:10,356
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου να βρομάτε
354
00:22:10,356 --> 00:22:12,119
σαν ψοφίμια δέκα μερών
355
00:22:12,391 --> 00:22:17,125
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
356
00:22:17,425 --> 00:22:20,842
κι ωστόσο να χετε την όρεξη
να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
357
00:22:20,842 --> 00:22:22,723
πήγε ο νους μου στα ζώα :
358
00:22:23,331 --> 00:22:26,840
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
τον εαφτό τους αθάνατο˙
359
00:22:27,108 --> 00:22:29,428
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
360
00:22:29,428 --> 00:22:32,291
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
σε καλύτερη ζωή.
361
00:22:33,758 --> 00:22:36,592
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
362
00:22:36,592 --> 00:22:40,148
να στέκεσαι πάνω στο βήμα
"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
363
00:22:40,148 --> 00:22:44,323
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
364
00:22:44,323 --> 00:22:48,656
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
365
00:22:48,656 --> 00:22:53,348
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
366
00:22:53,348 --> 00:22:54,911
ξέρεις τι θα γινότανε ;
367
00:22:55,423 --> 00:22:59,719
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
368
00:22:59,719 --> 00:23:03,068
θα κουνούσανε λυπητερά
το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
369
00:23:03,467 --> 00:23:07,540
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...
Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
370
00:23:07,898 --> 00:23:11,700
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
371
00:23:11,700 --> 00:23:14,675
στένεψε και μάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
372
00:23:14,992 --> 00:23:16,389
Έγινε μια χαρά!...
373
00:23:17,030 --> 00:23:18,469
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
374
00:23:18,469 --> 00:23:21,632
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
και τους κάλπηδες!...
375
00:23:21,882 --> 00:23:23,721
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
376
00:23:23,975 --> 00:23:27,094
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
377
00:23:27,871 --> 00:23:29,671
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
378
00:23:29,671 --> 00:23:33,505
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
379
00:23:33,505 --> 00:23:34,838
μα κατεργάρης δεν είναι˙
380
00:23:35,055 --> 00:23:38,017
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
και με τα λόγια του
381
00:23:38,017 --> 00:23:40,506
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
κ' η ψυχή του...
382
00:23:41,008 --> 00:23:45,121
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
383
00:23:45,121 --> 00:23:47,537
Χρειάζονται παραδείγματα
για τα παιδιά μας".
384
00:23:48,943 --> 00:23:52,149
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
να χω πεθάνει μοναχός μου,
385
00:23:52,149 --> 00:23:55,068
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
386
00:23:55,390 --> 00:23:56,943
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
387
00:23:56,943 --> 00:24:00,083
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν' αγαπάνε την αρετή,
388
00:24:00,284 --> 00:24:02,564
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
389
00:24:02,995 --> 00:24:05,326
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
390
00:24:05,605 --> 00:24:08,484
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
391
00:24:08,484 --> 00:24:11,052
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
392
00:24:11,297 --> 00:24:13,758
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
393
00:24:13,758 --> 00:24:16,768
το δάσκαλο του Κριτία
και του Θηραμένη του κόθορνου,
394
00:24:16,768 --> 00:24:21,242
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
395
00:24:21,948 --> 00:24:23,942
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
396
00:24:23,942 --> 00:24:26,523
δε βαραίνει βέβαια
μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
397
00:24:26,523 --> 00:24:29,930
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
398
00:24:30,191 --> 00:24:33,371
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
399
00:24:33,756 --> 00:24:38,265
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
στο να τάσι της παλάντζας,
400
00:24:38,265 --> 00:24:40,561
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
401
00:24:41,619 --> 00:24:45,146
Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
και φίλοι κι αρνητάδες μου,
402
00:24:45,146 --> 00:24:48,376
και ντόπιοι και ξένοι,
και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
403
00:24:48,376 --> 00:24:51,008
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
γύρα στο θάνατό μου.
404
00:24:51,386 --> 00:24:55,472
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
"αηδόνα Μουσών",
405
00:24:55,472 --> 00:25:00,376
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
"κορώνα της Ελλάδος".
406
00:25:00,827 --> 00:25:04,580
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
το "Σωκρατείον",
407
00:25:04,580 --> 00:25:07,814
και θα μου κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, την άνοιξη...
408
00:25:08,113 --> 00:25:09,824
Θα με προσκυνάνε για θεό
409
00:25:10,200 --> 00:25:13,815
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
410
00:25:14,315 --> 00:25:15,642
και για ποιό λόγο;)
411
00:25:15,967 --> 00:25:18,771
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
δίπλα στο δικό μου
412
00:25:18,771 --> 00:25:20,156
και ν' ακούγονται μαζί μου˙
413
00:25:20,370 --> 00:25:23,683
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
414
00:25:23,683 --> 00:25:26,065
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
415
00:25:26,591 --> 00:25:27,884
Μπόσικα πράματα.
416
00:25:27,884 --> 00:25:32,129
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
417
00:25:32,471 --> 00:25:35,008
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
418
00:25:35,396 --> 00:25:37,995
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
419
00:25:38,264 --> 00:25:41,455
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
γιατί παρέβηκα το Νόμο,
420
00:25:41,455 --> 00:25:45,267
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
απάνου του και να περάσω!...
421
00:25:45,863 --> 00:25:52,056
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
422
00:25:52,658 --> 00:25:54,902
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
423
00:25:56,099 --> 00:26:01,063
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
424
00:26:01,630 --> 00:26:03,346
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
425
00:26:03,619 --> 00:26:07,123
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
426
00:26:07,123 --> 00:26:10,322
τόσο λιγότερ' η κρίση τους
και πιότερ' η κάκητα.
427
00:26:10,615 --> 00:26:13,315
Κι αν είσαστε κολλημένοι
πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
428
00:26:13,315 --> 00:26:17,524
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
μισό Μπερτόλδο˙
429
00:26:17,524 --> 00:26:20,493
όχι τώρα, που σαστε
πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
430
00:26:20,831 --> 00:26:23,032
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
431
00:26:23,032 --> 00:26:27,029
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
432
00:26:27,706 --> 00:26:32,258
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα,
433
00:26:32,258 --> 00:26:35,587
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
απ' τα συνήθεια του,
434
00:26:35,587 --> 00:26:37,382
να του λύσει την αλυσίδα.
435
00:26:37,822 --> 00:26:41,284
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
πως χαλάω τη Θρησκεία,
436
00:26:41,284 --> 00:26:45,547
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
437
00:26:45,547 --> 00:26:48,958
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
τα σαγόνια σας,
438
00:26:48,958 --> 00:26:50,858
για να με λιώσετε κει μέσα...
439
00:26:51,839 --> 00:26:56,392
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
440
00:26:56,705 --> 00:26:59,220
δε θα παραξενεβόσαστε,
γιατί θα πιστέβατε,
441
00:26:59,220 --> 00:27:02,224
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
442
00:27:02,595 --> 00:27:06,717
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
443
00:27:06,717 --> 00:27:09,377
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
χρωστάτε τη ζωή σας.
444
00:27:09,731 --> 00:27:12,008
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
445
00:27:12,358 --> 00:27:16,761
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
446
00:27:17,071 --> 00:27:21,092
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
447
00:27:21,512 --> 00:27:24,182
Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
448
00:27:24,182 --> 00:27:26,821
ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
449
00:27:27,766 --> 00:27:31,309
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
και να πιστέβουνε πραγματικά,
450
00:27:31,309 --> 00:27:35,856
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
451
00:27:36,259 --> 00:27:40,779
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
452
00:27:41,376 --> 00:27:43,384
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
453
00:27:43,384 --> 00:27:47,498
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
454
00:27:47,753 --> 00:27:50,482
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
455
00:27:50,956 --> 00:27:55,108
Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
456
00:27:55,108 --> 00:27:57,683
πως είναι σωστότερο να τρώει
παρά να νηστέβει;
457
00:27:57,992 --> 00:28:01,586
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
458
00:28:01,836 --> 00:28:03,940
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
459
00:28:03,940 --> 00:28:06,463
θελήσατε να σταματήσετε
τους κακούς ανέμους.
460
00:28:06,885 --> 00:28:11,780
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
461
00:28:12,153 --> 00:28:14,520
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
462
00:28:14,520 --> 00:28:16,772
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
τις άντζες...
463
00:28:17,196 --> 00:28:19,898
Όμως για να με ξεκάνετε,
μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
464
00:28:19,898 --> 00:28:24,099
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
465
00:28:24,412 --> 00:28:28,036
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
466
00:28:28,036 --> 00:28:31,239
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
467
00:28:31,628 --> 00:28:36,000
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
468
00:28:36,000 --> 00:28:40,189
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
469
00:28:40,690 --> 00:28:44,100
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
τους κάνετε πολύ σοφά
470
00:28:44,100 --> 00:28:45,948
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
471
00:28:46,357 --> 00:28:50,873
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
472
00:28:50,873 --> 00:28:53,981
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
και τη μουρνταροσύνη του,
473
00:28:53,981 --> 00:28:55,591
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
474
00:28:55,985 --> 00:28:58,929
Και ο λαός, ο Σκύλος,
ξέχασε τις αγάπες του
475
00:28:58,929 --> 00:29:00,963
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
476
00:29:01,202 --> 00:29:04,342
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
την εφτυχία του από τον ουρανό
477
00:29:04,587 --> 00:29:06,429
και να μην τήνε ζητάει από σας!
478
00:29:06,842 --> 00:29:10,687
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
του τίποτα, του παίρνεις το παν!
479
00:29:10,999 --> 00:29:12,397
Και σε ξεσκίζει!
480
00:29:13,660 --> 00:29:17,488
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
481
00:29:17,488 --> 00:29:21,033
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
482
00:29:21,315 --> 00:29:24,585
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
να φιλάω τη χέρα του παπά.
483
00:29:24,984 --> 00:29:26,536
Δε σας φτάνανε τούτα;
484
00:29:26,690 --> 00:29:29,065
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
485
00:29:29,326 --> 00:29:31,201
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
486
00:29:31,535 --> 00:29:36,047
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
487
00:29:36,047 --> 00:29:38,671
την άφηνα και μασκάρεβε
τα ντουβάρια με εικόνες.
488
00:29:39,221 --> 00:29:42,587
Φιλούσα και τη χέρα του παπά
μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
489
00:29:42,971 --> 00:29:47,060
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
στον ταρτουφισμό!"
490
00:29:49,049 --> 00:29:52,109
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
491
00:29:52,579 --> 00:29:55,933
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
κάπως οι απλοϊκοί,
492
00:29:55,933 --> 00:29:58,969
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
το μυαλό των αλλωνών!...
493
00:29:59,553 --> 00:30:01,913
Δε θα πει πως μ' αφτό
χαλούσα τη θρησκεία!
494
00:30:02,291 --> 00:30:04,823
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
(μερμήγκια!...)
495
00:30:04,823 --> 00:30:08,263
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
496
00:30:08,653 --> 00:30:11,623
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
σε κάθε τρύπα
497
00:30:11,623 --> 00:30:15,876
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
498
00:30:15,876 --> 00:30:20,548
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
499
00:30:20,548 --> 00:30:23,676
κι από να κούτσουρο της σόμπας
- κι από κάθε τρύπα;
500
00:30:24,111 --> 00:30:27,782
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
501
00:30:27,959 --> 00:30:32,234
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
502
00:30:32,629 --> 00:30:36,936
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
503
00:30:36,936 --> 00:30:40,898
κι ο θάνατος κι αν ακόμα
το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
504
00:30:41,190 --> 00:30:43,303
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
505
00:30:44,535 --> 00:30:47,470
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
καινούριο θεόπουλο...
506
00:30:47,868 --> 00:30:52,232
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
507
00:30:52,232 --> 00:30:56,464
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
508
00:30:56,464 --> 00:30:59,156
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
μετά χαράς.
509
00:30:59,626 --> 00:31:03,971
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
510
00:31:03,971 --> 00:31:07,481
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
511
00:31:07,481 --> 00:31:10,115
σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
512
00:31:10,115 --> 00:31:13,784
να τάζετε τις σκλάβες και τους
σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
513
00:31:13,784 --> 00:31:18,428
ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
514
00:31:18,428 --> 00:31:21,898
και να παραδίνεστε
"σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
515
00:31:21,898 --> 00:31:26,213
για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
516
00:31:26,213 --> 00:31:27,789
και τ' άλλα παπαδόσογα,
517
00:31:27,789 --> 00:31:32,167
τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
518
00:31:32,167 --> 00:31:35,660
και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
να βρίσκω το σωστό,
519
00:31:35,660 --> 00:31:38,947
χωρίς να βγάζει δίσκο
και να θέλει ναούς και θυσίες;
520
00:31:39,487 --> 00:31:42,347
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
για χατίρι του.
521
00:31:42,803 --> 00:31:47,052
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
522
00:31:47,052 --> 00:31:50,767
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
στην καταραμένη χώρας σας!
523
00:31:53,210 --> 00:31:56,056
Να τι λένε τώρα μέσα τους
οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
524
00:31:56,621 --> 00:32:00,257
Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
525
00:32:00,257 --> 00:32:03,799
δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
526
00:32:03,799 --> 00:32:08,026
πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
527
00:32:08,026 --> 00:32:10,708
Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
528
00:32:10,708 --> 00:32:13,091
Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
μα το πλήθος;...
529
00:32:13,513 --> 00:32:17,272
Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
530
00:32:17,272 --> 00:32:19,243
οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
531
00:32:19,243 --> 00:32:22,093
άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
ποιος θα τους συγκρατήσει;
532
00:32:22,596 --> 00:32:26,379
Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
είναι πρόωρα πράματα!...
533
00:32:26,833 --> 00:32:30,223
Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
της πατρίδας και της ηθικής.
534
00:32:30,482 --> 00:32:33,383
Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
θα χυθεί ν' αρπάζει
535
00:32:33,383 --> 00:32:36,291
τους παράδες και τα χτήματα,
τους "κόπους" των αλλωνών
536
00:32:36,291 --> 00:32:38,826
και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
537
00:32:39,710 --> 00:32:42,952
Δε συμφέρει, δε θέλετε
να σας μιμηθεί κι ο λαός.
538
00:32:43,452 --> 00:32:46,769
Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
τ΄άθλιο κουφάρι μου,
539
00:32:46,769 --> 00:32:50,635
για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
το μεγαλύτερο φταίξιμο...
540
00:32:51,608 --> 00:32:56,459
Μα χαλούσα και την ηθική!
Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
541
00:32:56,804 --> 00:32:59,703
Ούλ' οι μαθητάδες μου
τα χανε περασμένα τα σαράντα...
542
00:33:00,087 --> 00:33:02,733
Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
είτανε φίλοι μου...
543
00:33:03,440 --> 00:33:06,862
Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
544
00:33:07,351 --> 00:33:09,348
Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
545
00:33:09,348 --> 00:33:13,445
Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
546
00:33:13,445 --> 00:33:15,800
βαριεστίζουνε και το σκάνε
από το σκολειό!...
547
00:33:16,116 --> 00:33:18,459
Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
548
00:33:18,459 --> 00:33:20,768
να δένουνε και να δέρνουνε
τους πατεράδες τους
549
00:33:20,768 --> 00:33:23,473
όταν αφτοί μπεκρολογούνε
και χαλάνε τα λεφτά τους
550
00:33:23,473 --> 00:33:26,782
στο τζόγο και στις γυναίκες
κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
551
00:33:27,130 --> 00:33:31,130
Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
τα λεγα στους πατεράδες!
552
00:33:31,517 --> 00:33:33,327
Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
553
00:33:34,618 --> 00:33:39,626
Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
554
00:33:40,173 --> 00:33:42,281
Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
555
00:33:42,527 --> 00:33:47,990
Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
556
00:33:47,990 --> 00:33:52,137
κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
- το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
557
00:33:52,680 --> 00:33:55,211
Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
558
00:33:55,473 --> 00:33:58,458
Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
να νικά τα πάθη της...
559
00:33:58,458 --> 00:34:01,857
να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
στην ομορφιά και στα νιάτα...
560
00:34:02,370 --> 00:34:05,762
Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
κι όχι αφτός δικός μου.
561
00:34:06,166 --> 00:34:10,219
Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
πως ο πνευματικός έρωτας,
562
00:34:10,219 --> 00:34:14,097
δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
563
00:34:14,329 --> 00:34:17,412
Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
να κλείσουν οι ταβέρνες
564
00:34:17,412 --> 00:34:18,951
κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
565
00:34:19,270 --> 00:34:23,803
Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
και τα παπαδόσογα,
566
00:34:23,803 --> 00:34:26,245
γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
567
00:34:26,561 --> 00:34:30,883
Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
την... ελληνική οικογένεια!...
568
00:34:31,632 --> 00:34:34,713
Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
569
00:34:35,056 --> 00:34:37,869
Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
570
00:34:38,836 --> 00:34:42,210
Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
δεν τους δικάζουνε.
571
00:34:42,210 --> 00:34:46,010
Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
572
00:34:46,271 --> 00:34:48,678
Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
μια μέρα,
573
00:34:48,678 --> 00:34:52,755
γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
574
00:34:53,233 --> 00:34:57,174
Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
575
00:34:57,454 --> 00:34:59,360
θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
576
00:34:59,360 --> 00:35:02,984
να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
στο κρασί μου, στον καφέ μου...
577
00:35:03,343 --> 00:35:06,516
Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
μήτε κι απολογιέται...
578
00:35:06,742 --> 00:35:08,455
Δικάζει και θανατώνει.
579
00:35:08,455 --> 00:35:10,101
Γιατί κατέχει την εξουσία!
580
00:35:10,386 --> 00:35:13,869
Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
581
00:35:14,282 --> 00:35:17,293
αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
582
00:35:18,066 --> 00:35:22,832
Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
583
00:35:23,111 --> 00:35:27,621
Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
584
00:35:27,621 --> 00:35:30,714
αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
και περισσότερο παλιάνθρωπος.
585
00:35:31,086 --> 00:35:34,170
Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
σας εξορίζουν,
586
00:35:34,170 --> 00:35:35,796
σας λένε και "προδότες".
587
00:35:35,796 --> 00:35:36,968
Και σεις μιλιά!
588
00:35:37,475 --> 00:35:39,963
Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
στο παζάρι,
589
00:35:39,963 --> 00:35:43,897
σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
590
00:35:43,897 --> 00:35:46,985
για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
κόβουνε τα λιόδεντρα
591
00:35:46,985 --> 00:35:49,084
και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
592
00:35:49,084 --> 00:35:52,876
και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
593
00:35:52,876 --> 00:35:56,807
κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
από σας, τους πιο πλούσιους,
594
00:35:56,807 --> 00:36:01,205
για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
595
00:36:01,205 --> 00:36:05,532
έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
596
00:36:05,532 --> 00:36:08,132
για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
για σωτήρα,
597
00:36:08,373 --> 00:36:11,845
ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
- όχι να με δικάσει;
598
00:36:12,414 --> 00:36:16,531
Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
599
00:36:16,531 --> 00:36:19,896
Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
το ξερό τους στον τοίχο,
600
00:36:19,896 --> 00:36:22,138
που δεν προλάβανε να κάνουν
αφτοί χειρότερα
601
00:36:22,138 --> 00:36:23,840
για να πλουτήνουνε περισσότερο.
602
00:36:24,644 --> 00:36:27,278
Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
603
00:36:27,278 --> 00:36:30,124
μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
με το θάνατό του.
604
00:36:30,477 --> 00:36:33,663
Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
στα πόδια της.
605
00:36:33,663 --> 00:36:37,011
Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
κοίτουνται χάμου,
606
00:36:37,011 --> 00:36:37,860
ναν τα κλαις.
607
00:36:38,243 --> 00:36:39,755
Καράβια δεν έχετε.
608
00:36:39,983 --> 00:36:43,477
Συμμάχους να πλερώνουνε
χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
609
00:36:43,886 --> 00:36:47,376
Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
και τις εξορίες που κάνατε,
610
00:36:47,376 --> 00:36:50,351
κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
τον καλό καιρό της τυραννίας˙
611
00:36:50,716 --> 00:36:53,132
γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
612
00:36:53,132 --> 00:36:57,192
όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
τώρα τα όσα χάσατε τότες.
613
00:36:58,489 --> 00:37:00,925
Όποιος είναι στα πράματα
φοβάται την αλλαγή˙
614
00:37:00,925 --> 00:37:04,549
κι ο πεσμένος την αποθυμάει
και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
615
00:37:05,248 --> 00:37:08,089
Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
και πλερώνει τα σπασμένα˙
616
00:37:08,540 --> 00:37:12,155
το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
και με τα νόμιμα καθεστώτα
617
00:37:12,155 --> 00:37:14,606
και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
618
00:37:15,257 --> 00:37:17,625
Για να μην καταλαβαίνει
και να μην αντιστέκεται,
619
00:37:17,625 --> 00:37:19,837
του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
620
00:37:20,247 --> 00:37:24,113
Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
621
00:37:24,113 --> 00:37:27,681
όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
Βάρβαροι λαοί!
622
00:37:28,148 --> 00:37:30,675
Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
του κόσμου,
623
00:37:30,836 --> 00:37:34,002
έχουμε τους σοφότερους νόμους,
δεν τρώμε τις ψείρες μας
624
00:37:34,260 --> 00:37:36,988
κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
που μας τρώνε.
625
00:37:38,661 --> 00:37:41,661
Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
δίχως προσκήματα.
626
00:37:41,661 --> 00:37:46,638
Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
- την κυριαρχία του λαού!
627
00:37:46,808 --> 00:37:50,432
Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
και μαχαιροβγάλτες.
628
00:37:50,782 --> 00:37:53,906
"Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
- μια κι όξω.
629
00:37:54,325 --> 00:37:56,825
Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
και βιαζόντανε.
630
00:37:57,209 --> 00:38:01,155
Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
631
00:38:01,431 --> 00:38:04,847
Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
τα πολιτικά δικαιώματα
632
00:38:04,847 --> 00:38:07,861
μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
είναι κι από σόι,
633
00:38:07,861 --> 00:38:11,636
για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
χιλιάδες φτωχούς.
634
00:38:12,249 --> 00:38:16,403
Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
635
00:38:16,403 --> 00:38:19,364
εσείς πάτε να μποδίσετε
τη λεφτεριά της σκέψης
636
00:38:19,364 --> 00:38:21,410
και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
637
00:38:21,599 --> 00:38:24,888
Από κείνους επήρατε το φτηνό
και σύντομο θανατικό μέσο,
638
00:38:24,888 --> 00:38:27,207
το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
639
00:38:27,688 --> 00:38:31,880
Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
μασκαρεμένη τυραννία.
640
00:38:33,816 --> 00:38:37,217
"Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
Εφαρμόσαμε τους νόμους",
641
00:38:37,217 --> 00:38:39,215
ακούω κάποιονε που φωνάζει.
642
00:38:39,575 --> 00:38:43,855
Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
643
00:38:43,855 --> 00:38:47,403
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
τιμωρούνε τους φταίχτες,
644
00:38:47,403 --> 00:38:48,709
μα τους αδικημένους,
645
00:38:48,709 --> 00:38:51,857
και να μποδίζουνε τους κλεμένους
να κλέψουνε κι αφτοί.
646
00:38:52,115 --> 00:38:55,826
Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
κι αδυναμία των άβουλων.
647
00:38:56,799 --> 00:39:01,247
"Δίκαιον ουκ άλλο τι
ή το του κρείττονος συμφέρον".
648
00:39:01,899 --> 00:39:04,458
Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
και μοναχός μου,
649
00:39:04,458 --> 00:39:09,360
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
650
00:39:09,772 --> 00:39:13,057
Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
θα πει δυνατότερος.
651
00:39:13,480 --> 00:39:15,999
Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
652
00:39:15,999 --> 00:39:19,110
πως έφερε την τάξη
στην τρικυμισμένη πολιτεία:
653
00:39:19,511 --> 00:39:23,182
"κράτει νόμου βίην
τε και δίκην συναρμόσας".
654
00:39:23,491 --> 00:39:26,571
Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
το δίκιο,
655
00:39:26,571 --> 00:39:29,220
ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
656
00:39:30,240 --> 00:39:31,923
Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
657
00:39:32,309 --> 00:39:35,814
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
και γυμνασμένα κορμιά :
658
00:39:36,136 --> 00:39:39,164
οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
659
00:39:39,164 --> 00:39:42,823
ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
660
00:39:42,823 --> 00:39:46,460
γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
661
00:39:47,024 --> 00:39:50,217
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
κι ανωφέλεφτα μυαλά :
662
00:39:50,576 --> 00:39:54,981
φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
663
00:39:55,331 --> 00:39:58,307
Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
664
00:39:58,599 --> 00:40:02,519
ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
ένας Κυναίγειρος
665
00:40:02,930 --> 00:40:06,916
- μυθικά προσώπατα, πλάσματα
της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
666
00:40:07,740 --> 00:40:11,465
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
είναι οι κλέφτες.
667
00:40:13,498 --> 00:40:14,739
"Παραμύθια;"...
668
00:40:15,739 --> 00:40:18,972
Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
για να ξεκουραστείτε!
669
00:40:20,094 --> 00:40:23,534
Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
670
00:40:23,534 --> 00:40:27,591
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
671
00:40:28,110 --> 00:40:30,605
Μπλοκάρανε το λοιπόν
τους φτωχούς της πολιτείας
672
00:40:30,605 --> 00:40:32,945
κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
τους είπανε:
673
00:40:33,833 --> 00:40:36,835
"Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
674
00:40:37,239 --> 00:40:40,549
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
675
00:40:40,549 --> 00:40:43,011
τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
με το ψωμοτύρι,
676
00:40:43,011 --> 00:40:46,939
τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
και τις απάτωτες καλύβες σας,
677
00:40:46,939 --> 00:40:48,659
που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
678
00:40:49,016 --> 00:40:54,196
Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
679
00:40:54,196 --> 00:40:59,228
να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
680
00:40:59,228 --> 00:41:00,527
και να πεθαίνετε.
681
00:41:00,738 --> 00:41:03,028
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
682
00:41:03,299 --> 00:41:06,525
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
κ' αισθαντική καρδιά˙
683
00:41:06,926 --> 00:41:08,930
θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
684
00:41:09,318 --> 00:41:12,466
Κι όποιος από σας του γουστάρει,
θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
685
00:41:12,466 --> 00:41:14,859
να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
686
00:41:15,322 --> 00:41:17,901
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
687
00:41:17,901 --> 00:41:20,198
Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
688
00:41:20,768 --> 00:41:24,524
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
της τιμής και της περιουσίας σας
689
00:41:24,524 --> 00:41:26,508
- μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
690
00:41:26,860 --> 00:41:31,279
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
691
00:41:31,613 --> 00:41:34,597
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
φτάνει να βρίσκεται,
692
00:41:34,597 --> 00:41:36,689
και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
693
00:41:37,312 --> 00:41:39,730
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
694
00:41:39,730 --> 00:41:43,045
θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
στο Κράτος,
695
00:41:43,045 --> 00:41:44,661
- στον εαφτό μας!
696
00:41:45,466 --> 00:41:49,411
"Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
697
00:41:49,411 --> 00:41:52,422
που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
και να μην τρώτε
698
00:41:52,422 --> 00:41:54,617
κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
699
00:41:54,930 --> 00:41:58,902
Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
700
00:41:58,902 --> 00:42:02,758
που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
701
00:42:02,758 --> 00:42:06,281
και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
ενάντια στον εαφτό σας.
702
00:42:07,172 --> 00:42:09,828
Και για να μην πλακώνουν
απ' άλλες στεριές και θάλασσες
703
00:42:09,828 --> 00:42:12,511
κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
το υστέρημά σας
704
00:42:12,511 --> 00:42:16,174
και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
705
00:42:16,174 --> 00:42:18,659
θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
706
00:42:18,659 --> 00:42:22,309
για να μπορείτε να διαφεντέβετε
τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
707
00:42:22,309 --> 00:42:23,702
δηλαδή την πατρίδα.
708
00:42:23,942 --> 00:42:26,647
Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
709
00:42:27,077 --> 00:42:30,688
Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
να σκεφτείτε το συφέρο σας
710
00:42:30,688 --> 00:42:34,422
και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
711
00:42:34,673 --> 00:42:35,910
(ψηλά τα χέρια!).
712
00:42:36,738 --> 00:42:41,451
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
713
00:42:41,791 --> 00:42:44,026
Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
714
00:42:46,599 --> 00:42:50,026
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
και λέφτερα σκεφτότανε.
715
00:42:50,402 --> 00:42:55,019
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
716
00:42:55,692 --> 00:43:00,039
Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
717
00:43:00,039 --> 00:43:02,703
και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
το καλοκαίρι
718
00:43:02,893 --> 00:43:06,153
- και σωρό γυναικούλες όμορφες
τους ψειρίζανε το σβέρκο
719
00:43:06,153 --> 00:43:09,520
και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
(πολύ συντελεί!).
720
00:43:10,359 --> 00:43:13,105
Κ' η εφτυχία τους, είτανε
δύναμη της πατρίδας
721
00:43:13,105 --> 00:43:15,531
κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
722
00:43:15,944 --> 00:43:19,160
Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
τους έδιωχνε,
723
00:43:19,160 --> 00:43:21,616
ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
724
00:43:21,989 --> 00:43:26,485
δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
725
00:43:28,076 --> 00:43:30,909
Γελάτε και με το δίκιο σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
726
00:43:31,355 --> 00:43:34,941
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
μήτε θα γίνει ποτές!
727
00:43:35,640 --> 00:43:37,035
Παραμύθια, βλέπετε.
728
00:43:37,308 --> 00:43:42,766
Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
729
00:43:43,349 --> 00:43:48,054
"Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
730
00:43:48,054 --> 00:43:51,150
παραδίνεται, για να σωθεί,
στο έλεος του Θεού
731
00:43:51,150 --> 00:43:52,992
και στους νόμους των Κλεφτών".
732
00:44:04,869 --> 00:44:11,893
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
733
00:44:12,820 --> 00:44:16,423
τί περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό,
στριµένονε και φαρμακόψυχο.
734
00:44:16,826 --> 00:44:18,959
Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
735
00:44:18,959 --> 00:44:21,575
τα βαζε με τους άλλους,
που κοιτάγανε τη δουλειά τους.
736
00:44:21,575 --> 00:44:23,957
Τού φταίγαν εκείνοι για
τη δικιά του την κατάντια!
737
00:44:23,957 --> 00:44:25,510
Κι όλοι φέβγαν από κοντά του
738
00:44:25,510 --> 00:44:29,350
-- μήτε το διάβολο να ιδείς
μήτε το σταβρό σου να κάνεις!
739
00:44:29,525 --> 00:44:32,654
Ύστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε
πλερωμὴ για τη σοφία του!...
740
00:44:32,881 --> 00:44:35,765
᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται
με το στανιό
741
00:44:35,765 --> 00:44:37,476
και να τον πλερώνουμε κιόλας!...
742
00:44:37,866 --> 00:44:40,215
Τώρα του δώσαμε την πλερωμή,
που του χρειαζότανε!
743
00:44:40,618 --> 00:44:43,953
Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι
μήτε πιό φτωχοί!
744
00:44:44,210 --> 00:44:46,498
"Ὅμως θά χουμε έναν μπελὰ λιγότερο!»
745
00:44:47,576 --> 00:44:50,770
᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι,
παίρνετε τα σκιάχτρα
746
00:44:50,770 --> 00:44:53,375
γι’ αληθινοὺς ανθρώπους
καὶ τους αέρηδες για θεοὺς·
747
00:44:53,752 --> 00:44:57,456
εγὼ τους ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα
καὶ τους θεοὺς γι’ αέρηδες.
748
00:44:57,742 --> 00:44:59,897
᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κι εγὼ βλέπω.
749
00:45:00,194 --> 00:45:02,653
Βλέπω, γιατί έχω περισσότερο µυαλὀ,
750
00:45:02,653 --> 00:45:05,397
το περισσότερο, που γένηκε ποτέ
στη χώρα σας.
751
00:45:06,100 --> 00:45:07,528
K’ επειδή μπορούσα να βλέπω,
752
00:45:07,528 --> 00:45:10,676
γι’αφτό και μου φανιζόντανε όλα
κατάµαβρα κι άσκημα.
753
00:45:10,974 --> 00:45:15,369
᾿Αφού κατάλαβα, πως οι τριγυρινοί µου
δεν είναι ψυχές και πνέµατα, μα κωλάντερα,
754
00:45:15,369 --> 00:45:18,400
κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό
μα το θάνατο
755
00:45:18,779 --> 00:45:22,154
δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
να γίνω καλύτερος.
756
00:45:22,262 --> 00:45:23,000
Είμουνα.
757
00:45:23,360 --> 00:45:27,672
Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
758
00:45:28,243 --> 00:45:30,748
Ακαμάτης κοροϊδέβα τα σκιάθρα σας
στο φανερό
759
00:45:30,748 --> 00:45:32,375
και τον εαφτό μου στα κρυφά.
760
00:45:32,487 --> 00:45:37,439
προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
και το άβριο· δηλαδή τον θάνατο.
761
00:45:38,106 --> 00:45:41,648
Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
μια και καλή με το στουρνάρι
762
00:45:41,849 --> 00:45:44,253
Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
763
00:45:44,797 --> 00:45:49,153
Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
764
00:45:49,508 --> 00:45:51,186
Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
765
00:45:51,441 --> 00:45:55,187
Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
τελεφταία θα με φάτε...
766
00:45:55,765 --> 00:45:57,836
Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
767
00:45:57,847 --> 00:46:02,299
Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
δεν αξίζουνε τίποτα.
768
00:46:03,002 --> 00:46:05,538
Κι έτσι δεν έχανα και το καιρό μου
ναν τα γράφω.
769
00:46:05,804 --> 00:46:08,810
Αν τά γραφα, θα μου καίγατε τα βιβλία μου
στην πλατέα,
770
00:46:08,810 --> 00:46:11,358
καθώς κάψατε και του μεγάλου Πρωταγόρα.
771
00:46:11,358 --> 00:46:16,111
Απελπισμένος απ' όλα παραδόθηκα
να με σκοτώσετε μεταχαράς.
772
00:46:16,111 --> 00:46:19,590
Δε μεταχειρίστηκα, για να σωθώ,
μήτε την πολιτική δύναμη,
773
00:46:19,590 --> 00:46:23,363
μήτε τα χρήματα των φίλων μου
μήτε ψεφτιές μήτε κι αλήθιες.
774
00:46:23,563 --> 00:46:27,049
Κι αν μου αφήνατε την πόρτα της φυλακής
ανοιχτή, δε θά φεβγα.
775
00:46:27,427 --> 00:46:28,859
Για να ζήσω κι άλλο;
776
00:46:29,224 --> 00:46:31,863
Και δε νομίζετε, πως γεράζοντας
ακόμα περισσοτερο
777
00:46:31,863 --> 00:46:35,365
μπορούσα πάνου στο ψυχομαχητό μου
να φοβηθώ, να μετανιώσω
778
00:46:35,365 --> 00:46:39,043
και να φωνάξω τον παπά
να με ξεμολογήσει; Τι ντροπή
779
00:46:41,128 --> 00:46:43,233
«Και γιατί δεν έγδερνες πρώτα
την Ξανθίππη,
780
00:46:43,233 --> 00:46:45,287
που σου τις έβρεχε με την παντούφλα;»...
781
00:46:45,287 --> 00:46:46,672
Μα γιατί μουνα φιλόσοφος!
782
00:46:47,116 --> 00:46:48,819
Αναγνώριζα πως είχε δίκιο.
783
00:46:48,842 --> 00:46:51,613
Της άφησα της κακομοίρας
ούλα τα βάρη του σπιτιού
784
00:46:51,613 --> 00:46:55,229
κι εγώ γύριζα στους δρόμους κ'έκανα παρέα
με πλούσιους κι αρχόντους,
785
00:46:55,731 --> 00:46:59,762
με τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή,
τον Κρίτωνα, τον Καλλία τον Πλούσιο...
786
00:47:00,109 --> 00:47:01,293
Και καλοπερνούσα.
787
00:47:01,985 --> 00:47:03,744
Τα παιδιά γυρίζανε ξυπόλυτα...
788
00:47:04,109 --> 00:47:06,139
Και κείνη τους έδινε την αναθροφή,
789
00:47:06,139 --> 00:47:09,807
που χρείαζεται για να γίνουν
«καλοί πολίτες», σαν κ'εσάς.
790
00:47:09,932 --> 00:47:14,011
Όταν βλαστημούσανε,λέγανε ψέματα και
κλέβαν από τα περιβόλια της γειτονιάς,
791
00:47:14,011 --> 00:47:14,990
δεν τά δερνε·
792
00:47:15,249 --> 00:47:18,319
κι όταν σκοντάβανε και χτυπούσανε
και σκίζανε τα ρούχα τους,
793
00:47:18,319 --> 00:47:19,510
τά σπαζε στο ξύλο.
794
00:47:19,922 --> 00:47:22,576
«Δε θα μοιάζετε στον πατέρα σας,
τον αχαΐρεφτο».
795
00:47:24,117 --> 00:47:27,769
Είχαμε βέβαια την καλύβα μας, το κοτέτσι
μας και το γουρούνι μας στημ αβλή,
796
00:47:27,769 --> 00:47:31,580
πεντακόσα κλήματα πέρα στο Γουδί
με καμιά σαρανταριά λιόδεντρα...
797
00:47:32,031 --> 00:47:34,713
Κι όλα κείνη τα φρόντιζε και τα δούλευε
μοναχή της.
798
00:47:35,059 --> 00:47:36,514
Μα δεν είτανε ζωή!
799
00:47:36,774 --> 00:47:38,676
Με τα χρόνια παάγινε η δύστυχη!
800
00:47:39,109 --> 00:47:44,603
Τσακωνότανε για τίποτα με τις γειτόνισσες
(εγώ τό στριβα νωρίς νωρίς από το σπίτι).
801
00:47:44,967 --> 00:47:47,615
Μόλις φανιζότανε στη βρύση
με τον γκαζοντενεκέ της,
802
00:47:47,615 --> 00:47:50,802
ούλες τραβιόντανε πέρα και την αφήνανε
να γεμίσει πρώτη.
803
00:47:51,144 --> 00:47:53,537
Τρέμανε τη γλώσσα της και τα νύχια της.
804
00:47:53,930 --> 00:47:56,898
Και δεν της έφτανε τόσο χρονώνε
βασανισμένη ζωή,
805
00:47:57,276 --> 00:48:00,735
πήγα και ξαναπαντρέφτηκα,
κοντά εξηντάρης κρεμανταλάς,
806
00:48:00,735 --> 00:48:03,548
τη Μυρτούλα, τη αγγονή
του Αριστείδη του Δίκαιου,
807
00:48:03,666 --> 00:48:07,104
καλή ψυχή σαν του παππού της
κι αξέβγαλτη παιδούλα
808
00:48:07,104 --> 00:48:08,237
που μύριζε γάλα.
809
00:48:08,989 --> 00:48:11,766
Κι αρχίζοντας με τη δροσερή λαφίνα
τα σαλιαρίσματα,
810
00:48:11,766 --> 00:48:15,410
της έκανα χωρίς κόπο δυο παιδιά --
και μάλιστα σερνικά!
811
00:48:15,832 --> 00:48:19,247
Και δε γύριζα πια να κοιτάξω
τη ξεβρωμένη την Ξανθίππη.
812
00:48:19,673 --> 00:48:21,172
Και κείνη γινότανε θεριό.
813
00:48:21,495 --> 00:48:25,800
Ξεμάλλιαζε κάθε μέρα, γρατζούνιζε και
άφηνε νηστική τη κακομοίρα τη κοπέλα.
814
00:48:25,947 --> 00:48:27,621
Κ'εγώ που να μιλήσω!
815
00:48:28,038 --> 00:48:31,263
Έτσι μαράζωσε κ'έλιωσε στα πόδια της
κι ασκήμηνε.
816
00:48:31,737 --> 00:48:34,945
Την παράτησα το λοιπόν κι αφτήνε --
δε με τραβούσε πιά.
817
00:48:35,336 --> 00:48:38,728
Και σύχναζα στης Ασπασίας, στης Θεοδότης,
στα γυμναστήρια...
818
00:48:39,954 --> 00:48:43,219
Φταίω βέβαια κ'εγώ, μα φταίει κι ὁ νόμος
πιο πολύ,
819
00:48:43,219 --> 00:48:45,536
που μας έβαλε να πάρουμε
καὶ δέφτερη γυναίκα,
820
00:48:45,536 --> 00:48:49,671
για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
821
00:48:52,649 --> 00:48:55,197
Να δουλέβω!... Τί να δουλέβω ;
822
00:48:55,484 --> 00:48:58,560
Μια φορὰ στα νιάτα μου έκανα το μαρμαρά
κοντὰ στὸν πατέρα μου.
823
00:48:58,800 --> 00:49:01,355
Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος
του γυναίκειο κορμιού,
824
00:49:01,355 --> 00:49:05,789
κάθισα, για να μερώνω την ψυχή μου,
κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
825
00:49:05,789 --> 00:49:08,009
που μαζὶ τις πίστεβα και τις αποθυμούσα.
826
00:49:08,371 --> 00:49:11,530
Κι όταν τις αποτέλειωσα, βρέθηκα
να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
827
00:49:12,038 --> 00:49:15,192
Κι αργότερα, πολύ συχνά,
έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης,
828
00:49:15,192 --> 00:49:17,659
γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ να ξαναθυμούμαι
τὰ παλιά.
829
00:49:18,090 --> 00:49:21,183
Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες
της νιότης καὶ δεν πιστέβω
830
00:49:21,183 --> 00:49:24,019
μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
της Τέχνης...
831
00:49:24,588 --> 00:49:28,042
το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί
στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως,
832
00:49:28,324 --> 00:49:32,429
γιὰ να φτιάχνω και να πουλάω μαρμαρένιους
σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα...
833
00:49:32,797 --> 00:49:35,715
Ολ' αφτὰ μοναχὰ να τα κοροϊδέψω
θα μπορούσα τώρα.
834
00:49:36,026 --> 00:49:38,523
Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
835
00:49:38,779 --> 00:49:42,204
Μού δεσε τα χέρια·
δεν μπορώ πιὰ να κάνω τίποτα.
836
00:49:43,373 --> 00:49:47,140
Μήπως να «δουλέβω» σαν καὶ σας,
που σταβρώνοντας τα χέρια σας
837
00:49:47,140 --> 00:49:51,159
αγκομαχάτε ποιός θα γελάσει τὸν άλλονε
καὶ ποιός θα πουληθεί περισσότερο;
838
00:49:53,383 --> 00:49:57,060
Μιὰ φορά, σα με καλούσαν η τιμὴ της
πατρίδας κι ο κατάλογος των εφέδρων
839
00:49:57,060 --> 00:50:01,489
να σκοτώνω τους ὀχτροὺς η να σκοτωθώ,
πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος
840
00:50:01,971 --> 00:50:04,044
καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
841
00:50:04,323 --> 00:50:07,291
Συλλογιζόμουνα, πως οι συντρόφοι μου
θα χυθούνε μετὰ τη μάχη
842
00:50:07,291 --> 00:50:10,650
στα τριγυρινά χωριὰ να σφάζουνε
τὸν άμαχο πληθυσμό,
843
00:50:10,650 --> 00:50:13,572
να κλέβουν ὅ,τι λάχει
και να βιάζουνε τὶς γυναίκες.
844
00:50:15,016 --> 00:50:16,967
Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς.
845
00:50:17,218 --> 00:50:20,155
Μπορούσα να πίνω με την κούπα
κ' είκοσι ώρες κορδόνι,
846
00:50:20,493 --> 00:50:23,776
κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου
μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
847
00:50:23,776 --> 00:50:24,729
μέσα στα ξερατά,
848
00:50:25,006 --> 00:50:29,595
στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
849
00:50:29,825 --> 00:50:34,756
καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες
- έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
850
00:50:35,468 --> 00:50:37,630
Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ;
851
00:50:37,851 --> 00:50:41,678
Μοναχοί σας με παρανομιάσατε
θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
852
00:50:42,535 --> 00:50:45,312
Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα
και τόσο μερακλής.
853
00:50:45,530 --> 00:50:47,505
Έτρωγα μιὰ φορά τη μέρα και λίγο.
854
00:50:47,955 --> 00:50:50,229
Είμουνα πολύ παχύς και θαμ' έβλαφτε.
855
00:50:50,401 --> 00:50:52,197
Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό
856
00:50:52,197 --> 00:50:54,874
για να χω και το μυαλό μου
φρέσκο κι αλέγρο.
857
00:50:55,638 --> 00:50:57,557
Όποιος κοιμάται πολύ και τρώει λίγο:
858
00:50:57,557 --> 00:51:02,261
ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
859
00:51:02,261 --> 00:51:04,786
Δε σκουριάζει και δεν ξυνίζει
το γαίμα του,
860
00:51:04,786 --> 00:51:07,455
δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
861
00:51:08,289 --> 00:51:11,307
Έπαιρνα με το πρώτο χρυσορόδισμα
τα μακρινά χωράφια.
862
00:51:11,506 --> 00:51:15,250
εκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
στην ούγια του πεφκόδασου,
863
00:51:15,250 --> 00:51:17,988
αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω
και να με θαμπώνει,
864
00:51:17,988 --> 00:51:22,341
και πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεά
μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
865
00:51:22,778 --> 00:51:24,786
Κ' η θεά τό γραφε στα κατάστιχά της.
866
00:51:25,071 --> 00:51:29,674
Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε
το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
867
00:51:30,279 --> 00:51:32,945
Ά ! δε θα γινόμουνα
τόσο μεγάλος άνθρωπος,
868
00:51:32,945 --> 00:51:35,182
αν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου.
869
00:51:35,439 --> 00:51:36,910
Είχα στομάχι κούρκου.
870
00:51:37,187 --> 00:51:40,544
Μπορούσα να καταπίνω και να χωνέβω
καρύδια με τα τσόφλια τους,
871
00:51:40,544 --> 00:51:43,046
καρφιά σκουριασμένα και φούχτες άμμο.
872
00:51:43,777 --> 00:51:45,365
Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου !
873
00:51:45,734 --> 00:51:50,139
Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
Κι όμως έτρωγα λίγο.
874
00:51:50,508 --> 00:51:54,734
Μπορούσατο λοιπόν να ηὴ δουλέβω,
δηλαδή να μην πολιτέβομαι.
875
00:51:56,041 --> 00:51:59,844
Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
πώς δε σκορπούσα
876
00:51:59,844 --> 00:52:03,816
χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα
παντου φαρμάκι και χολή;
877
00:52:04,264 --> 00:52:09,051
Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα
πέρα πέρα σα νά σαστε γυαλένιοι.
878
00:52:09,629 --> 00:52:13,307
Κι επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα
μοναχός μου, κορόιδεβα.
879
00:52:13,695 --> 00:52:16,381
Ά ! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα
η κοροϊδία.
880
00:52:16,381 --> 00:52:18,523
Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη.
881
00:52:18,749 --> 00:52:22,286
Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
και κρίση και πείρα της ζωής.
882
00:52:22,596 --> 00:52:27,574
Και να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις
ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια.
883
00:52:28,172 --> 00:52:31,825
Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος
της φιλοσοφίας.
884
00:52:32,258 --> 00:52:34,611
Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα
από το δράμα
885
00:52:34,611 --> 00:52:39,170
της συλλογής και της απελπισιάς για να
φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο.
886
00:52:39,318 --> 00:52:41,260
Κι αν μπορέσεις να φτάσεις !
887
00:52:42,544 --> 00:52:45,464
Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα
να μη σας βλέπω.
888
00:52:45,778 --> 00:52:48,299
Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
πότε στις παλαίστρες.
889
00:52:48,485 --> 00:52:52,220
Τὰ παιδιά με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
τα λυγερά σαν τὰ στάχια,
890
00:52:52,220 --> 00:52:55,563
με κάνανε να ξεχνιέμαι σαν εμπροστά
στην απέραντη θάλασσα
891
00:52:55,563 --> 00:52:56,919
τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
892
00:52:57,249 --> 00:53:00,697
Γέλια, ξεφωνητά και πείσματα...
χαρούμενος αέρας,
893
00:53:00,697 --> 00:53:04,320
που με σιγομεθούσε και με βύθιζε
σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
894
00:53:04,753 --> 00:53:08,318
"Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί
και μου ρχότανε να σηκωθώ κ' εγὼ
895
00:53:08,318 --> 00:53:11,121
να κυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη
και στον μπουχό,
896
00:53:11,457 --> 00:53:14,273
σαν τοὺς γαϊδάρους το καλοκαίρι
με το σαμάρι στην πλάτη,
897
00:53:14,557 --> 00:53:16,691
- και να γκαρίζω,να γκαρίζω !
898
00:53:17,514 --> 00:53:20,743
Αν εκείνη την ώρα με ζύγωνε κανείς,
για να μου κάνει τον έξυπνο,
899
00:53:20,743 --> 00:53:22,181
θα τον έτρωγα ζωντανό.
900
00:53:22,999 --> 00:53:24,196
Ύστερις, όταν έφεβγα,
901
00:53:24,196 --> 00:53:26,885
τραβούσα σκυφτός και συλλογισμένος
τοίχο τοίχο
902
00:53:26,885 --> 00:53:31,545
και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα...
τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
903
00:53:31,545 --> 00:53:34,824
Χωρίς ναν το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
ξαφνικά στα λιβάδια.
904
00:53:35,518 --> 00:53:41,252
Να !να! να! έδερνα με το μπαστούνι μου
τα στάχια και τά στρωνα χάμου.
905
00:53:41,606 --> 00:53:47,144
έτσι ξεθύμαινα και ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ
θα γίνω παιδί μήτε και σεις ανθρώποι,
906
00:53:47,896 --> 00:53:51,450
Το καλοκαίρι ! Χρυσή εποχή των φτωχών...
907
00:53:51,918 --> 00:53:55,633
Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια
το κορμί μου και τη σκέψη μου./////
908
00:53:56,590 --> 00:54:00,990
Όλα μουτο εἶναι βοούσε καὶ φωρτούλιζε
χαρούμενα τα λέφκα στὸν ὄχτο,
909
00:54:00,990 --> 00:54:02,583
γεμάτη αστρώματα
και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια.
910
00:54:03,350 --> 00:54:07,200
Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου
μὲτο κεφάλι ψηλά καρφωτό,
911
00:54:07,240 --> 00:54:10,579
πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε
πλήθιο το φαρμάκι
912
00:54:10,579 --> 00:54:12,283
στα κανάλια των δοντιών της !
913
00:54:12,482 --> 00:54:14,751
Καὶ αλὶ σε κείνονε, που δάγκωνε ...
914
00:54:16,521 --> 00:54:19,500
Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε
στη δόξα του καλοκαιριού,
915
00:54:19,500 --> 00:54:23,897
το Μάη με τα λουλούδια ... την ὥρα,
που χω το πιότερο φαρμάκι ...
916
00:54:24,554 --> 00:54:26,952
Αν εἶτανε χειμώνας, δε θαβγαζα λέξη.
917
00:54:27,543 --> 00:54:30,441
Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι
νασας δαγκώνω.
918
00:54:30,441 --> 00:54:33,613
(βήχας(
919
00:54:35,388 --> 00:54:40,534
Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε
δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
920
00:54:41,241 --> 00:54:44,613
Διηγήθηκε στο δικαστήριο
μιὰν ημέρα της ζωης του.
921
00:54:45,830 --> 00:54:50,451
Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν αβλὴ πάνου
σε στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια,
922
00:54:50,451 --> 00:54:56,840
κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσανακλείσω
μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
923
00:54:56,561 --> 00:55:00,300
Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
924
00:55:00,300 --> 00:55:03,293
(παλιότο σπίτι, βλέπετε),
τὶς ιδέες η κάκητα.
925
00:55:03,636 --> 00:55:05,995
Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο !
926
00:55:06,191 --> 00:55:10,282
Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ,
ξακολουθεί να δουλέβει...
927
00:55:10,543 --> 00:55:14,911
᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας,
τις βάζω σε τéaξη, τις ξεκαθαρίζω.
928
00:55:15,362 --> 00:55:18,690
Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες,
929
00:55:18,690 --> 00:55:20,379
που θὰν τὶς ξεφουρνίσω
το πρωὶ στὴν ᾿Αγορά...
930
00:55:20,718 --> 00:55:23,892
Στάσου καὶ θαδεις, τί έχω να σε κάνω
κύριε Τάδε...
931
00:55:24,807 --> 00:55:29,238
Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργὰ
πολὺ κλείνουνε βαριὰ τα μάτια μου.
932
00:55:29,782 --> 00:55:34,860
Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης,
πετιέμαι ψηλὰ σὰντο πετεινάρι
933
00:55:34,860 --> 00:55:36,888
κι αρχίζωναλαλώ :ναπειράζω
τὴν Ξανθίππη...
934
00:55:37,457 --> 00:55:41,473
Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά
μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
935
00:55:41,473 --> 00:55:44,316
μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
καὶ τραβάει νερό.
936
00:55:45,510 --> 00:55:47,665
Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα
τὸν κουβὰ γεμάτο.
937
00:55:48,157 --> 00:55:51,940
Κι είνώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
μὲ τα μανίκια
938
00:55:51,940 --> 00:55:54,787
καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα...
κείνη δυναμώνειτο χαβά της.
939
00:55:55,531 --> 00:55:57,734
«Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτανακοιμηθώ.
940
00:55:57,734 --> 00:56:01,815
Κλωτσούσες, ῥροχάλιζες, έτριζες τα δόντια
σου καὶ βρωμούσες σχκὀρδο.
941
00:56:01,815 --> 00:56:03,873
Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;»
942
00:56:04,379 --> 00:56:07,999
(Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν αβλη κατάχαµα,
ένας πλάι στὸν άλλονε).
943
00:56:08,304 --> 00:56:12,372
Αἴ τότες είγὼ βγάνω φτερά,
της τσιµπάωτο μπράτσο... καὶ δρόµο !
944
00:56:12,822 --> 00:56:17,595
Αν δε με βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι
ξυνισμένος κι άκεφος ὅλη την ημέρα !...
945
00:56:18,579 --> 00:56:22,886
Πρὶν πάει μισό καλάμι ὁ γηλιος
κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό καὶ ξεπορτίζω.
946
00:56:23,267 --> 00:56:26,510
Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ
947
00:56:26,510 --> 00:56:28,712
καὶ χαράζουνε στὸν αέρα
δυό φωτεινὲς γραμµές,
948
00:56:28,712 --> 00:56:32,167
από την καβαλίνα του δρόμου
στὴν κορφὴ της διπλανης ροδακινιᾶς.
949
00:56:33,500 --> 00:56:37,602
Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά...
περιβόλια... ρεματιές...
950
00:56:38,130 --> 00:56:40,989
ν ανασάνω βαθιά...ναξαλαφρώσω...
951
00:56:42,183 --> 00:56:44,407
᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς
τὰ πρώτᾳ κάρα,
952
00:56:44,407 --> 00:56:47,589
που κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα
δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φρούτα.
953
00:56:48,209 --> 00:56:51,905
σε λίγο στὰ καλντερίµια των σοκακιών
ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών
954
00:56:51,905 --> 00:56:53,578
μὲ τα χουγιαχτὰ των αγωγιάτηδων.
955
00:56:53,578 --> 00:56:58,106
Λεκάνες καὶ ντενεκέδες αδειάζούυνε
σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει.
956
00:56:58,441 --> 00:57:02,918
Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών...
957
00:57:03,357 --> 00:57:07,388
Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα
πᾶνεναδικάσουν
958
00:57:07,388 --> 00:57:10,436
ηνασυνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
γιὰ τὶς δεκάρες...
959
00:57:10,709 --> 00:57:15,342
Ὅσονακατέβω στο παζαρι, σύνεφα μύγες,
κουρνιαχτός, κάτουρα,
960
00:57:15,342 --> 00:57:20,128
που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα
μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα.
961
00:57:21,801 --> 00:57:25,252
Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια,
τὸν Πρίφτη,
962
00:57:25,252 --> 00:57:29,603
το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίχα...
τοὺς μεγάλους άντρες !
963
00:57:29,900 --> 00:57:32,006
Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες.
964
00:57:32,218 --> 00:57:34,205
Κι ἂν δεν εἶναι, θά ρτει.
965
00:57:34,336 --> 00:57:35,846
Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
966
00:57:36,279 --> 00:57:40,242
Τοὺς λέω τα σπουδαῖα της Ἠμέρας :
γιὰτο γάιδαρο του Μελέτη,
967
00:57:40,242 --> 00:57:43,769
πού σπασε την τριχιά του ψὲςτο βράδι
καὶ λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια
968
00:57:43,769 --> 00:57:47,544
κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακιστρα·
γιὰτο κρασὶ του Μπαρμπαχρίστου,
969
00:57:47,544 --> 00:57:50,279
που ξύνισε κι ὁ γιατρός δεν μπόρεσε
νὰντο γιάνει΄
970
00:57:50,279 --> 00:57:53,576
γιὰ την Παπαλάμπραινα,
που σήκωσε τη γειτονιὰ στο ποδάρι,
971
00:57:53,576 --> 00:57:56,130
γιατὶ τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψὲς
ὁ µανάβης,
972
00:57:56,130 --> 00:57:58,966
είτανε καὶ μικρό καὶ πικρό φαρμάκι !
973
00:58:00,212 --> 00:58:05,940
Καὶ ποιός είτανε αφτός ὁ κ. Τάδες ;
Ὁ σοφιστης, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος.
974
00:58:06,254 --> 00:58:10,186
"Όσοι φαντάζονιαι πως εἶναι πανήξεροι, καὶ
τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα.
975
00:58:10,691 --> 00:58:11,866
Τοὺς αλάλιαζα.
976
00:58:11,866 --> 00:58:14,449
Όχι γιατί θελαναφαίνομαι
καλὐτερός τους.
977
00:58:14,449 --> 00:58:18,081
Δεν αξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς
πρώτος η τελεφταῖος
978
00:58:18,081 --> 00:58:20,984
ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε
πὼς εἶναι πρώτοι.
979
00:58:21,623 --> 00:58:24,362
Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε
τοὺς κοριοὺς...
980
00:58:24,724 --> 00:58:26,900
Δε ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε
981
00:58:26,900 --> 00:58:30,312
μήτενασώσουμε τοὺς γειτόνους η
τὶς μελλούμενες γενιὲς των Ἑλλήνων !
982
00:58:30,635 --> 00:58:34,433
Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο,
τὰ κατάφερενακαλυτερέψει,
983
00:58:34,433 --> 00:58:38,185
ναγίνει θεοφοβούμενος καὶναμὴν τρώγει
κρέατα ζωντανά, µά...
984
00:58:38,185 --> 00:58:42,134
ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ
τ᾽ αγόραζε πρωὶ πρωὶ στο Λαχανοπάζαρο.
985
00:58:43,314 --> 00:58:47,830
Γιὰ την πλεμπάχγια την παρακατιανη,
γιὰ σας, ένιωθα μονάχα λύπηση.
986
00:58:48,105 --> 00:58:51,279
“Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας
δεν εἶναι δικά οας :
987
00:58:51,815 --> 00:58:55,602
αιστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε
ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους.
988
00:58:56,102 --> 00:58:59,193
Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως εἶναι καὶ δίκιο
καὶ θέλημα των θεών,
989
00:58:59,193 --> 00:59:04,817
αφτοὶνατρώνε κρέας ανθρωπινό καὶ
σεις ραδίκια βραστὰ -- καὶναβρίσκονται !
990
00:59:07,400 --> 00:59:10,218
Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλείο !
991
00:59:10,535 --> 00:59:14,954
᾿Ερχόντουσαν από πολὺ µακριά. ψηλοί,
γεμάτοι, χαρούμενοι.
992
00:59:15,614 --> 00:59:19,137
Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
καὶ γινόντανε σε μιὰ βδομάδα
993
00:59:19,137 --> 00:59:21,372
βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα.
994
00:59:21,797 --> 00:59:25,523
Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
σπαρµένους άστρα µαλαματένια,
995
00:59:25,523 --> 00:59:28,095
κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
στὸν καθρέφτη,
996
00:59:28,095 --> 00:59:31,759
προβαίνανε αργὰ καὶ πίσηµα
μὲ τα σκαλισµένα μπαστούνια τους
997
00:59:31,759 --> 00:59:34,225
καὶτο φιλντισένιο μηλο, σὰ βασιλιάδες.
998
00:59:35,175 --> 00:59:38,881
μας περνούσανε για επαρχιώτες ---
καὶ τάχατες δεν είμαστε ;
999
00:59:39,904 --> 00:59:44,803
'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε
το µίληµά τους κελαηδιστό καὶ ζαχαρένιο.
1000
00:59:44,803 --> 00:59:47,252
Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών
1001
00:59:47,252 --> 00:59:50,211
ἢ τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα
τών παιχνιδιάρικων ματιών
1002
00:59:50,211 --> 00:59:54,154
κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιό
τσαχπίνισσες καὶ πιό λαχταρισµένες.
1003
00:59:55,038 --> 00:59:57,535
Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε
στ᾽ αφτιά σας,
1004
00:59:57,535 --> 01:00:00,317
ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
απάνου στὴν πέτρα,
1005
01:00:00,317 --> 01:00:04,601
μὰ εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε
τὶς αληθινὲς από τὶς κάλπικες.
1006
01:00:04,808 --> 01:00:07,938
Ο Πήγασος της ρητορείας τους
σας ανέβαζε καμαρωτός
1007
01:00:07,938 --> 01:00:09,786
στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών,
1008
01:00:09,786 --> 01:00:12,554
κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
της Πεντέλης,
1009
01:00:12,554 --> 01:00:15,256
δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του.
1010
01:00:15,471 --> 01:00:19,531
Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης,
εχάνατε στο τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
1011
01:00:19,531 --> 01:00:21,944
γινάµενοι σαντοὺς ἥσκιους
του Κάτου Κόσμου.
1012
01:00:22,514 --> 01:00:24,874
"Όταν λοιπόν εγὼ τοὺς αρωτούσα ξαφνικά :
1013
01:00:24,874 --> 01:00:28,208
«Έχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
γιὰ να φωνάζετε τόσο ,»
1014
01:00:28,537 --> 01:00:30,704
χάλαγ᾽ εφτὺς η παράσταση.
1015
01:00:30,950 --> 01:00:33,478
Καἱ σεις από τα ψηλά, που ἁρμενίζατε,
1016
01:00:33,478 --> 01:00:36,818
πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
της γης καὶ τσακιζόσαστε
1017
01:00:36,818 --> 01:00:38,890
σαντὶς χελώνες του Γεροαίσωπου.
1018
01:00:39,223 --> 01:00:41,445
Είτανε λοιπόν ναμὲ χωνέβετε ;
1019
01:00:42,965 --> 01:00:47,208
Εγὼ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τα παπούτσια.
1020
01:00:47,494 --> 01:00:50,701
Ποτές µου δεν πηγαναψηφίσω'
ναδιαλέγω μοναχός µου
1021
01:00:50,701 --> 01:00:53,827
ποιός κλέφτης θαμὲ κλέβει
καὶ ποιός τζελάτης θαμὲ κόβει.
1022
01:00:54,472 --> 01:00:58,245
Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες,
γιὰναθυµώνετε σεις κ᾿ εγὼ να γελάω
1023
01:00:58,855 --> 01:01:02,504
Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
Πέντε µνές...
1024
01:01:02,840 --> 01:01:05,126
θαπει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο.
1025
01:01:05,404 --> 01:01:08,092
᾿Από την τιμή καταλαβαίνεις
τὴν αξία της πραμάτειας.
1026
01:01:08,473 --> 01:01:13,265
᾿Εγὼ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα
τζάμπα καὶ κανένας δεν τηνε δεχότανε.
1027
01:01:13,613 --> 01:01:15,635
θαπει πως δεν άξιζε τίποτα.
1028
01:01:16,021 --> 01:01:19,667
Μὰ θαπει καὶ κατιτὶς άλλο :
γιὰ να επιμένω
1029
01:01:19,667 --> 01:01:22,673
νασας τηνε δίνω μετο ζόρι
καὶ με κίντυνο της ζωης µου,
1030
01:01:22,866 --> 01:01:26,373
κάποιος ὀχτρός σας θαμὲ πληρωνε.
Προπαγάντα !
1031
01:01:26,661 --> 01:01:31,773
Οἱ Σλάβοι με πλερώνανεναξεβιδώσω
τὴν ιδεαλιστικὴ μηχανή της πολιτείας !
1032
01:01:32,451 --> 01:01:36,800
Μὰ για να µπορώ να ρεζιλέβω
τὴν παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων,
1033
01:01:36,800 --> 01:01:42,108
δε θα πει πως εἶχα δίκιο, μὰ πως είμουνα
πιό πονηρός καὶ πιό καπάτσος από δάφτους.
1034
01:01:42,443 --> 01:01:46,477
Μπορούσανακάνω τ' άσπρο µάβρο.
Σημάδι των καιρών...
1035
01:01:46,770 --> 01:01:50,068
᾿Αφού με τὶς λογης αλλαξοκαθεστοσύνες
καὶ προδοσίες
1036
01:01:50,068 --> 01:01:53,961
µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
ρίξατετο φταίξιμο σε μένα.
1037
01:01:54,431 --> 01:01:57,181
Εγὼ με τη διδασκαλία µου
καὶ με τὶς κοροϊδίες µου
1038
01:01:57,181 --> 01:02:00,912
κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ των πολιτών
κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
1039
01:02:00,912 --> 01:02:03,854
είμουνα λοιπόν κ᾿ εγὼ ἕνας
από τοὺς σοφιστάδες !
1040
01:02:03,854 --> 01:02:04,779
Μακάρι !
1041
01:02:04,779 --> 01:02:08,960
Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, που
κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία,
1042
01:02:08,960 --> 01:02:11,759
χτύπαγα μαζὶ
καὶ τὶς μεγάλες τους αλήθειες...
1043
01:02:11,759 --> 01:02:16,535
Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
κάθισα καὶ συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους.
1044
01:02:16,873 --> 01:02:18,560
Μέσα µου τί χαλασμός !
1045
01:02:18,560 --> 01:02:22,485
Λυπᾶμαι πολὺ, που δεν πρόλαβα
ν᾿ ανοίξω την ψυχη µου στὸν κόσμο,
1046
01:02:22,485 --> 01:02:26,349
πρὶν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε
γιὰ πάντα με μιὰν ὀργιὰ χώμα !
1047
01:02:26,800 --> 01:02:30,483
Αἴ ! στο τέλος της απολογίας µου
θασας αμολήσω τα σφαλάγγια,
1048
01:02:30,483 --> 01:02:32,361
που βράζουνε µέσα µου από καιρό.
1049
01:02:35,704 --> 01:02:37,472
νακι ὁ πολιτικός αριβάρει.
1050
01:02:37,706 --> 01:02:40,811
Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια
καὶ πίσου αφτός.
1051
01:02:41,056 --> 01:02:42,595
Πριχού πατήσειτο ποδάρι,
1052
01:02:42,595 --> 01:02:45,890
δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του
σὰντο µουλάρι.
1053
01:02:46,455 --> 01:02:49,261
Ξεροβήχει, γιαναγυρίσουμε
νατὸν κοιτάξουμε.
1054
01:02:49,504 --> 01:02:53,331
Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει.
1055
01:02:53,858 --> 01:02:56,635
Σφίγγει τα χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
καὶ με δύναμη.
1056
01:02:56,853 --> 01:02:59,827
Mὲ τέτιο δυνατό χέρι βαστάει
το τιμόνι του Καραβιού.
1057
01:03:00,096 --> 01:03:02,678
μας αγαπάει καὶ γίνεται θυσία για μας !
1058
01:03:02,860 --> 01:03:06,492
Γιὰ χατίρι µας βουτάειτο δημόσιο ταμείο,
γιὰναδίνει σ᾿ εμάς
1059
01:03:06,492 --> 01:03:09,991
καὶ για χατίρι µας τσαλαπατάει
τοὺς νόμους, για να μας σώζει.
1060
01:03:10,464 --> 01:03:13,781
Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε
ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
1061
01:03:13,781 --> 01:03:16,478
καὶναμὴν κρατᾶμετο λόγο
μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
1062
01:03:17,207 --> 01:03:20,492
Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζης,
εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
1063
01:03:20,753 --> 01:03:23,964
“Αν νικούσαν οἱ στρατιώτες,
αφτός δοξαζότανε.
1064
01:03:24,225 --> 01:03:27,077
Μά κι ἂν τηνε παθαίνανε,
αφτός δεν πάθαινε τίποτα.
1065
01:03:27,431 --> 01:03:29,392
δεν έφταιγε. Φταίγανε...
1066
01:03:29,839 --> 01:03:31,933
θασας το πω παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
1067
01:03:32,769 --> 01:03:36,241
Κι άν παράδινετο στρατό στοὺς ὀχτροὺς
κι ἂν τοὺς πουλούσε τα κάστρα
1068
01:03:36,241 --> 01:03:39,748
κι ἂν έφεβγε πρώτος πρώτος,
ποιός θαμπορούσε να τὸν κατηγορηήσει ;
1069
01:03:40,024 --> 01:03:42,401
᾿Αφτός είταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
1070
01:03:42,877 --> 01:03:46,567
Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα
καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
1071
01:03:46,567 --> 01:03:49,351
καὶ του λεγα
«Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
1072
01:03:49,500 --> 01:03:52,074
τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
στὶς τρύπες τους,
1073
01:03:52,074 --> 01:03:54,173
σαντὰ ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
1074
01:03:54,684 --> 01:03:56,246
Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
1075
01:03:56,685 --> 01:04:00,140
Ποιός κὺρ Θόδωρος;
“Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
1076
01:04:01,421 --> 01:04:03,420
Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν.
1077
01:04:03,420 --> 01:04:06,286
Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
νά κι ανασκουμπώνοντα!.
1078
01:04:06,778 --> 01:04:09,782
Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
νὰν τοὺς κάνειτο νόηµα.
1079
01:04:10,297 --> 01:04:12,179
Μὰ τούτος δεν εἶναι τόσο µπόσικος.
1080
01:04:12,179 --> 01:04:16,684
Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ.
Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
1081
01:04:17,362 --> 01:04:21,136
Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά,
που καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
1082
01:04:21,499 --> 01:04:25,148
"Ὑστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί,
γιὰναπάρουνετο µέρος µου.
1083
01:04:25,470 --> 01:04:29,627
δεν εἶναι φιλοσόφοι, δεν εἶναι φίλοι µου·
εἶναι λέρες σανκι αφτόν.
1084
01:04:29,896 --> 01:04:31,527
Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
1085
01:04:32,643 --> 01:04:37,039
Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του.
«έννοια σου», λέει µέσα του,
1086
01:04:37,039 --> 01:04:40,020
«καὶ θασου τηνε φέρω εγὼ
εκεί που δεν το περιμένεις».
1087
01:04:40,976 --> 01:04:44,306
Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε
πώς να με καλοπιάσουνε,
1088
01:04:44,306 --> 01:04:45,777
γιὰναμὴν τοὺς βρίζω.
1089
01:04:45,995 --> 01:04:51,435
Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μου
στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια :
1090
01:04:51,691 --> 01:04:55,409
κόκκιν᾽ αβγὰ καὶ τσουρέκιατο Πάσκα·
γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά·
1091
01:04:55,409 --> 01:05:00,437
τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδαςτο Φλεβάρη·
ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
1092
01:05:00,693 --> 01:05:04,832
καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
1093
01:05:05,737 --> 01:05:09,375
Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε
η Ξανθίππη, πως εἶμαι κορόιδο.
1094
01:05:09,874 --> 01:05:14,617
Στο θεό σας ! Θέλανε
ναμου κλείσουνετο στόµα ! Θά σκαγα...
1095
01:05:14,617 --> 01:05:18,971
Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανός από
δάφτους μου στειλε για σκλάβους
1096
01:05:18,971 --> 01:05:22,728
δυό αραπάκια των ἑκατόν ἑξήντα μηνών,
που δεν ξέραν ἑλληνικά·
1097
01:05:22,964 --> 01:05:27,018
κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
1098
01:05:27,018 --> 01:05:29,838
«Γιὰ νὰν τα κάνω», μου γραφε,
«φιλοσόφους» !
1099
01:05:30,233 --> 01:05:33,278
Τὰ τύλιξα με μισό σεντόνι
(είτανε τσίτσιδα)
1100
01:05:33,278 --> 01:05:36,700
καὶ τα ξανάστειλα πίσου.
Ποιός θὰν τά τρεφε ;
1101
01:05:37,572 --> 01:05:39,778
᾽Αφτότο περιστατικότο ξέρουνε πολλοί.
1102
01:05:40,064 --> 01:05:42,848
Κείνη τη µέρα σηκώθηκε
ὅλοτο Κολωνάκι στο ποδάρι.
1103
01:05:43,115 --> 01:05:46,939
Βγήκαν από τα σπίτια καὶ τα µαγαζιά τους
κι αραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
1104
01:05:46,939 --> 01:05:50,001
γιὰ νὰν τα κοιτᾶνε, που περνούσανε
πιασµένα χέρι χέρι...
1105
01:05:50,632 --> 01:05:53,359
Καὶ τί, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε
κατόπι ;
1106
01:05:53,775 --> 01:05:57,101
Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τα θελε
νά ταν άσπρα !
1107
01:05:59,097 --> 01:06:02,233
'Ὁ Περικλής, σανάκουσεναγίνεται
τόση κουβέντα για μένα,
1108
01:06:02,233 --> 01:06:04,950
έβαλε την ᾿Ασπασίαναμὲ φωνάξει
στο παλάτι του.
1109
01:06:05,207 --> 01:06:07,252
Καὶ κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
1110
01:06:07,646 --> 01:06:09,180
Μπορούσαναχαλάσωτο χατίρι
1111
01:06:09,180 --> 01:06:11,401
του καλόπαιδου
καὶ της μεγάλης αρχόντισσας ;
1112
01:06:11,895 --> 01:06:13,548
Πήγα με σκοπό να τσακωθώ.
1113
01:06:13,888 --> 01:06:16,969
Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς έλεγα,
δε μου φέρνανε αντίρρηση.
1114
01:06:17,244 --> 01:06:21,421
Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
1115
01:06:21,421 --> 01:06:25,432
σας εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
γελώντας τη σουβλερή του καράφλα
1116
01:06:25,432 --> 01:06:28,028
καὶ με παρακινούσενακακολογώ
τοὺς ὀχτρούς του
1117
01:06:28,028 --> 01:06:29,993
καὶναλέω αρσίζικα χωρατά.
1118
01:06:30,392 --> 01:06:34,879
Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ
μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα
1119
01:06:34,879 --> 01:06:38,586
τούτην εδώ την παλιοπατατούκα,
που βλέπετε, καὶ μου λεγε σιγανά :
1120
01:06:38,793 --> 01:06:41,395
«Βγάλ’ τηνε, καημένε,
νασου τηνε µπαλώσω ...»
1121
01:06:42,362 --> 01:06:46,305
Μου κάνανε μεγάλα ικράµια καὶ μ᾿ ακούγανε
μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
1122
01:06:46,716 --> 01:06:49,653
Μὰ δεν εἶναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα
καὶ τὸν Περικλή.
1123
01:06:49,913 --> 01:06:52,169
Μού δινετο λόγο του, πως ὅπου νά ναι,
1124
01:06:52,169 --> 01:06:55,368
θὰν τα ταίριαζε με τοὺς Μωραΐτες
καὶ θατέλειωνε τὸν πόλεμο...
1125
01:06:55,564 --> 01:06:57,872
Τώρατο βλέπω, με κορόιδεβε.
1126
01:06:58,250 --> 01:07:03,668
Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
Αν εζούσε, θαπολεμούσε ακόμα Ι...
1127
01:07:03,960 --> 01:07:06,454
Εξουσία καὶ πόλεμος δεν μπορεί
ναχωριστούνε !...
1128
01:07:07,626 --> 01:07:12,525
Θαρρώ βγηκ᾽ απότο θέµα...
Γεροντικὴ φλυαρία.ναμὲ συμπαθᾶτε !
1129
01:07:15,928 --> 01:07:20,774
Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που
κουβεντιάζουνε με τοὺς θεούς,
1130
01:07:20,774 --> 01:07:22,214
σανπαλιοὶ κουμπάροι...
1131
01:07:22,469 --> 01:07:26,291
Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ με κομένα μάτια,
κει που περπατᾶνε
1132
01:07:26,291 --> 01:07:28,930
σκορπίζοντας αρώματα
καὶ χάχανα καμπανιστά,
1133
01:07:28,930 --> 01:07:33,463
σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια
καὶ κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι.
1134
01:07:33,764 --> 01:07:36,356
Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν
άγγελοι των Θεών
1135
01:07:36,356 --> 01:07:38,777
καὶ τοὺς καλούνε
στὸν "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿
1136
01:07:39,048 --> 01:07:41,441
Εκεί μεθᾶνε κ εδώ χρησμολογούνε.
1137
01:07:41,736 --> 01:07:45,824
Μὲ τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν
από τα δεσμὰ της µαταιότητας.
1138
01:07:46,084 --> 01:07:49,735
᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’᾿ ὅτι αγγίσουνε
μὲ την πνοή τους.
1139
01:07:50,268 --> 01:07:55,387
Χάρη σ᾿ αφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
1140
01:07:55,764 --> 01:07:57,484
Καλὴ ὥρα σὰντο Μέλητο...
1141
01:07:58,653 --> 01:08:01,591
Αμα λοιπόν τοὺς έπαιρνε το µάτι µου
καὶ τοὺς χαιρετούσα :
1142
01:08:01,591 --> 01:08:06,999
«τί μου γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
θυµώνανε κι αφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
1143
01:08:07,472 --> 01:08:11,299
Καὶ νά πούρθανε τα πράματα δεξιὰ
κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
1144
01:08:11,299 --> 01:08:13,949
στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου.
1145
01:08:15,211 --> 01:08:18,089
Στο αναμεταξὺ μου γραφαν
επιγράμματα τσουχτερά,
1146
01:08:18,089 --> 01:08:20,932
που κάνανε τη βόλτα τους
στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
1147
01:08:21,442 --> 01:08:25,769
Ὅσο που κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
ὁ μόνος που του ταίριαζε νά ναι ποιητης,
1148
01:08:25,769 --> 01:08:29,173
γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
μ᾿ ανέβασε στο θέατρο...
1149
01:08:29,872 --> 01:08:31,909
Πρωταγωνιστης των «Νεφελών» !
1150
01:08:32,824 --> 01:08:34,938
Γελούσε ὁ κόσμος κ᾿ εγὼ καµάρωνα...
1151
01:08:34,938 --> 01:08:38,881
ὅσο που μ᾿ αναγκάσανεναπηδήξω πάνου σε
μιὰ καρέκλα γιαναμὲ ιδούνε !
1152
01:08:39,477 --> 01:08:41,738
᾿Από τότες έγινα «σπουδαῖος» άνθρωπος.
1153
01:08:42,002 --> 01:08:44,003
“Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλούσε για μένα...
1154
01:08:44,223 --> 01:08:47,184
Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε,
μήτε με λογαριάζανε.
1155
01:08:47,977 --> 01:08:51,383
Μετὰ την παράσταση με πηραν οἱ φίλοι
καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
1156
01:08:51,383 --> 01:08:53,034
ναγιορτάσουµε τη δόξα µου.
1157
01:08:53,321 --> 01:08:57,160
Γενήκαμε στουπὶ στο µεθύσι κ᾿ είπαμε
σωρό καρίπικα τραγούδια...
1158
01:08:57,699 --> 01:08:59,725
Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι...
1159
01:09:00,044 --> 01:09:02,813
Πατούσα στὰ νύχια, γιαναμὴ
μὲ μυριστεί η Ξανθίππη.
1160
01:09:03,033 --> 01:09:06,672
Μὰ πού ! Τινάχτηκε απάνου
κι άρχισε τὸν αναβαλλόμενο...
1161
01:09:07,091 --> 01:09:12,003
«Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις εἶμαι
ὁ μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
1162
01:09:12,286 --> 01:09:14,269
(έτσι τό λεγα, γιανατὴν καλμάρω).
1163
01:09:14,269 --> 01:09:16,941
Καἱ σύ, που μ᾿εἶχες του µπάτσου
καὶ του κλώτσου !...
1164
01:09:16,941 --> 01:09:18,823
Μ’ ανεβάσανε στό θέατρο...»
1165
01:09:20,355 --> 01:09:24,691
Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο
κ᾿ύστερις για πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
1166
01:09:24,691 --> 01:09:27,657
μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε καὶ μού πε:
«χρυσό µου !»
1167
01:09:29,519 --> 01:09:34,271
Ὡςτο πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξεναβρείς
καμιὰ δουλειά᾿να διοριστείς...
1168
01:09:34,271 --> 01:09:37,963
καὶ νὰν τ᾽ αφησεις αφτά...
Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !»
1169
01:09:40,779 --> 01:09:44,045
᾿Αφτὰ που σας διηγήθηκα δε γινόντανε
κάθε µέρα τα ἴδια.
1170
01:09:44,246 --> 01:09:46,962
Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
ναφέβγω από τὸν κόσμο...
1171
01:09:47,202 --> 01:09:51,788
νακατεβαίνω στὴ θάλασσα την πολύμορφη
καὶ χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ
1172
01:09:52,552 --> 01:09:57,107
ναπέφτω µέσα,νατὴν αγκαλιάζω
καὶναπηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
1173
01:09:57,107 --> 01:09:59,317
συντροφιὰ με τὶς Νεράιδες
καὶ τοὺς Τρίτωνες.
1174
01:09:59,847 --> 01:10:02,534
νακυλιέμαι κατόπι
στὴν πυρωμένην αμμουδιά,
1175
01:10:02,534 --> 01:10:04,666
ναξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στὸν ἥλιο
1176
01:10:04,666 --> 01:10:08,066
καὶνατόνε χορέβω σαντόπι πανου
στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
1177
01:10:08,528 --> 01:10:13,173
Έπαιρνατο λοιπόν τ'απόμερα σοκάκια καὶ
τραβούσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
1178
01:10:13,750 --> 01:10:17,090
᾿Εκεί στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
κι έβγαζα τό να τσαρούχι
1179
01:10:17,090 --> 01:10:20,238
κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα
το δεύτερο τσαρούχι.
1180
01:10:20,635 --> 01:10:24,614
Τά σφιγγα καὶ τα δυό κάτου στὴν ἁμασκάλη
-- γιαναμὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
1181
01:10:24,614 --> 01:10:27,962
κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυό κατέβαινα στο Φάληρο.
1182
01:10:28,375 --> 01:10:31,102
Καμιὰ φορὰ μου τύχαινεναπατήσω
καμιὰ μαγαρισιὰ
1183
01:10:31,102 --> 01:10:36,039
(γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τα σοκάκια !).
«νατὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
1184
01:10:36,474 --> 01:10:40,164
«Καλύτεραναπατᾶς µαγαρισιές,
παρὰνασκοντάβεις ὅλη µέρα
1185
01:10:40,164 --> 01:10:44,438
πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
«'"Ελληνες Ἑλλήνων”
1186
01:10:54,492 --> 01:11:03,165
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
1187
01:11:07,966 --> 01:11:10,078
Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
1188
01:11:10,078 --> 01:11:12,541
Καιρός να σας εξηγήσω
καὶ τη φιλοσοφία μου...
1189
01:11:12,907 --> 01:11:16,033
Τι κατσουφιάζετε ;...
Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
1190
01:11:16,200 --> 01:11:18,098
Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
1191
01:11:18,098 --> 01:11:21,115
Αξαφνα,το πώς μου ρίχτηκε κάποτες
ή Θεοδότη...
1192
01:11:21,516 --> 01:11:23,232
Μὰ δε με παίρν' η ώρα.
1193
01:11:23,535 --> 01:11:27,510
Ανάγκη, πρὶν πεθάνω,να μαθεφτεί,
πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
1194
01:11:27,510 --> 01:11:30,182
τὰ σφάλματα της διδασκαλίας του
καὶ μετάνιωσε...
1195
01:11:31,480 --> 01:11:36,165
Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως
δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - εγώ !
1196
01:11:36,553 --> 01:11:37,792
Καὶ πικαρίστηκε.
1197
01:11:38,210 --> 01:11:39,985
Το βαλε πείσμα να με καταφέρει.
1198
01:11:40,433 --> 01:11:43,837
Μὲ καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της
να συζητάμε φιλοσοφία.
1199
01:11:43,837 --> 01:11:46,389
Κι όλο τύχαινεναλούζεται, ν' αλείφεται
1200
01:11:46,389 --> 01:11:49,594
καὶναπροβάρει γυμνή μπροστά μου
τους νέους χορούς της.
1201
01:11:49,839 --> 01:11:53,119
«Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε,
«δεν παρεξηγείς»...
1202
01:11:53,801 --> 01:11:59,072
Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
γιὰναξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
1203
01:11:59,072 --> 01:12:02,498
κ' ενώ ζεστός καὶ φωτεινός ὁ κόρφος της
ανεβοκατέβαινε γρήγορα,
1204
01:12:02,498 --> 01:12:05,359
της μιλούσα γιά την αθανασία της ψυχης.
1205
01:12:05,844 --> 01:12:07,784
Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μου λεγε :
1206
01:12:07,784 --> 01:12:10,776
«Ξέρω σωστοὺς εξηνταεννιὰ τρόπους
νακάνω τὸν έρωτα».
1207
01:12:11,300 --> 01:12:15,186
Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
«Τι έχεις;» με ρωτούσε.
1208
01:12:15,791 --> 01:12:18,384
«Κοιτάω να βρώ, ποιός από
τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
1209
01:12:18,384 --> 01:12:21,573
εἶναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»...
1210
01:12:22,283 --> 01:12:25,111
Φωνές: «Ποιός εἶναι; Ποιός εἶναι;»
1211
01:12:26,310 --> 01:12:29,048
Βλέπετε, πως χρειάζεταιναξέρουμε
καὶ φιλοσοφία :
1212
01:12:29,332 --> 01:12:32,559
Έτσι κ' η Θεοδότη, σανκ' εσας,
μὲ ρωτούσε καὶ με ξαναρωτούσε...
1213
01:12:32,559 --> 01:12:33,808
«ποιός εἶναι :»
1214
01:12:33,965 --> 01:12:36,033
"Ὥσπου μιὰ µέρα, γιαναγλυτώσω, της λέω :
1215
01:12:36,033 --> 01:12:39,742
«Ο τρόπος αφτός εἶναι νὰ... δείρεις πρώτα
δίχως λύπηση τη γυναίκα
1216
01:12:39,742 --> 01:12:43,082
καὶ κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
στο πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
1217
01:12:43,082 --> 01:12:44,518
νατὴν αναποδογυρίζεις...»
1218
01:12:44,961 --> 01:12:49,155
Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου
καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της
1219
01:12:49,155 --> 01:12:51,881
μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε».
1220
01:12:53,112 --> 01:12:55,690
᾿᾽Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχὰ
γιὰ να σας πειράξω.
1221
01:12:56,202 --> 01:12:58,865
Θέλησα καὶ με τρὀπο να σας µπάσω
στὴ φιλοσοφία µου...
1222
01:12:59,534 --> 01:13:00,992
Πάλε κατσουφιάζετε :
1223
01:13:01,279 --> 01:13:03,948
Έλληνες αρχαίοι
καὶναφοβόσαστε τη σκέψη Ι...
1224
01:13:04,331 --> 01:13:06,822
'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί»
1225
01:13:06,822 --> 01:13:09,486
σανκ᾿ εσας δεν πάειναπονοχεφαλιάζετε.
1226
01:13:10,085 --> 01:13:14,255
Μ’ ὅσο κέφι μου περισσέβει, θακοροϊδέψω
τώρα καὶ τη φιλοσοφία µου.
1227
01:13:14,744 --> 01:13:17,504
Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θαµισοκαταλάβετε,
1228
01:13:17,504 --> 01:13:20,794
πὼς ἂν δεν ὑπάρχει στὶς ερωτοδουλειὲς
απόλυτον «εἶδος»,
1229
01:13:20,794 --> 01:13:23,791
άλλο τόσο δεν ὑπάρχει
καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
1230
01:13:24,740 --> 01:13:27,030
Καὶ πρώτα πρώτα δεν εἶμαι φιλόσοφος.
1231
01:13:27,413 --> 01:13:29,553
Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
1232
01:13:29,804 --> 01:13:34,297
λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες,
μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βημα
1233
01:13:34,297 --> 01:13:35,732
κι άδυτα των αδύτων.
1234
01:13:36,203 --> 01:13:39,037
Είχα βρει μοναχὰ μιὰ δικιά µου
«μέθοδο» σκέψης.
1235
01:13:39,510 --> 01:13:42,393
Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό
καὶ σκανταλιάρικο,
1236
01:13:42,393 --> 01:13:45,525
μού δωσε πιστοποιητικό σοφού
κι ὄχι φιλοσόφου.
1237
01:13:45,976 --> 01:13:49,290
Καὶ δε με σύγκρινε με τὸν τρανό
τὸν Πυθαγόρα, τὸν έμπεδοκλή
1238
01:13:49,290 --> 01:13:53,925
τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους άλλους,
μὰ μετο Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
1239
01:13:54,189 --> 01:13:55,724
-- με δυό ποιητάδες !
1240
01:13:56,363 --> 01:13:59,616
Φαίνεται, ήθελεναρεζιλέψει κι αφτουνούς,
ὁμολογώντας,
1241
01:13:59,616 --> 01:14:02,574
πὼς ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου
το «τίποτα»,
1242
01:14:02,574 --> 01:14:06,776
κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ
μὲ δυό φημισμένους «άερολόγους»
1243
01:14:06,776 --> 01:14:09,415
-- κείνοι της καρδιᾶς
κ᾿ εγὼ του στοχασμού.
1244
01:14:10,575 --> 01:14:13,291
ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε
φιλόσοφο,
1245
01:14:13,537 --> 01:14:16,228
μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε».
1246
01:14:18,431 --> 01:14:23,460
'Ὁ θείος Καπνός των Δελφών, που με
ρεκλαμάρισε σε ὅλοντο κόσµο για σοφότατο,
1247
01:14:23,460 --> 01:14:26,659
δεν αστειεβότανε. Ηθελεναμὲ στραβώσει.
1248
01:14:26,659 --> 01:14:29,637
ναμὲ κάνειναπιστέψω,
πὼς εἶχα βρει την ᾿Αλήθεια,
1249
01:14:29,858 --> 01:14:32,646
γιὰναμὴν την αναζητώ καὶ την πετύχω
καμιὰ μέρα,
1250
01:14:32,944 --> 01:14:34,907
-- Φοβότανετο µεγάλο μυαλό µου.
1251
01:14:35,477 --> 01:14:38,091
Δε συφέρνει καὶ στοὺς αθάνατους ᾽Αφέντες
1252
01:14:38,091 --> 01:14:40,688
ναµαθαίνουνε την αλήθεια
τὰ ζωντανατης γης.
1253
01:14:40,906 --> 01:14:45,017
Καὶ σανεἶδε, πως άρχισα
νατηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό·
1254
01:14:45,442 --> 01:14:50,397
έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας
καὶ σας φλόμωσε γιαναμὲ σκοτώσετε...
1255
01:14:51,502 --> 01:14:56,378
Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς
εἶμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια,
1256
01:14:56,378 --> 01:15:00,615
πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν
ὅτι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς :
1257
01:15:01,016 --> 01:15:02,926
ὁ πρώτος κοροϊδεφτης.
1258
01:15:06,249 --> 01:15:10,361
Όταν ακόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα
στὴν αγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους,
1259
01:15:10,361 --> 01:15:14,595
παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα
µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες
1260
01:15:14,595 --> 01:15:16,354
κι ὅλες φαινόντανε σωστές.
1261
01:15:16,772 --> 01:15:20,269
Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά,
πὼς εἶναι καὶ σωστές.
1262
01:15:20,810 --> 01:15:24,108
Στὴν αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου
κι αργότερα μετο γινωμένο
1263
01:15:24,108 --> 01:15:26,970
προσπαθούσαναβρίσκω πάντοτε
μιὰ μοναδικὴ γνώμη,
1264
01:15:26,970 --> 01:15:30,133
που νᾶ ναι σε καθε περίσταση
καὶ για ὅλους ὑποχρεωτικὴ,
1265
01:15:30,133 --> 01:15:34,710
δηλαδη παντοτινη κι ανάλλαγη, πάνου από
καιροὺς καὶ τόπους κι ανθρώπους,
1266
01:15:34,980 --> 01:15:36,018
-- απόλυτη.
1267
01:15:36,483 --> 01:15:40,380
Θά πρεπε νά χει κάτιτο θεϊκό µέσα της,
νά ναι «ιδέα».
1268
01:15:40,789 --> 01:15:43,233
Καἱ για νὰν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε
καθόλου
1269
01:15:43,233 --> 01:15:47,031
ναφάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο,
πού ναι διαβατικός καὶ ψέφτικος,
1270
01:15:47,031 --> 01:15:50,258
μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι
κι άυλη κι αθάνατη.
1271
01:15:51,128 --> 01:15:55,237
στὰ βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες
οἱ ιδέες - αλήθειες
1272
01:15:55,237 --> 01:15:58,394
κάτου από σκουριὰ πολλή,
που τηνε σωριάζουνε µέσα της
1273
01:15:58,394 --> 01:16:01,682
οἱ αἴστησες - αποθυμιὲς
κ᾿ οἱ αποθυμιὲς - συφέρα.
1274
01:16:02,281 --> 01:16:06,280
Γιὰνατὴν ξεσύρουµε λοιπόν στο φὼς
της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
1275
01:16:06,632 --> 01:16:08,910
Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμής.
1276
01:16:09,086 --> 01:16:11,908
Καὶ γίνηκα με τα χρόνια
μαμὴ της πολιτείας.
1277
01:16:12,394 --> 01:16:15,758
Έπιανα τὶς ψυχὲς των ανθρώπων, τὶς μάλαζα
μὲ τρόπο
1278
01:16:15,758 --> 01:16:18,917
κ΄ έχωνα στὴν ανάγκη µέσα τους
τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες
1279
01:16:18,917 --> 01:16:20,240
γιὰναβγάλωτο μωρό.
1280
01:16:20,522 --> 01:16:23,576
Ξεγεννούσα τὶς αληθειες,
ω άντρες ᾿Αθήναίοι,
1281
01:16:23,576 --> 01:16:28,322
γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός
καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
1282
01:16:28,679 --> 01:16:29,694
Γιατί ;
1283
01:16:30,166 --> 01:16:34,184
Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, για νὰ
φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία,
1284
01:16:34,184 --> 01:16:36,615
τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τη σκουριά τους :
1285
01:16:37,180 --> 01:16:40,512
Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη,
Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ
1286
01:16:40,512 --> 01:16:44,394
κι ὅλα τα ρέστα που δεν εἶναι
μήτε πρώτες αρχὲς μήτε χ᾿ έσχατοι σκοποί·
1287
01:16:44,394 --> 01:16:47,251
μήτε χαρίσματα των θεών
μήτε κατορθώματα του νού,
1288
01:16:47,476 --> 01:16:52,142
μὰ πλάσματα καιρικα, με νόηµα τρεχούμενο
κι άπιαστο, µέσα ταπεινά,
1289
01:16:52,142 --> 01:16:56,211
που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της
1290
01:16:56,211 --> 01:16:57,579
καὶ πνίγει την ψυχη τους.
1291
01:16:57,885 --> 01:17:00,495
Οἱ ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους
που διατάζουνε,
1292
01:17:00,495 --> 01:17:02,391
καὶ σε κείνους που κάνουνε θελήματα·
1293
01:17:02,391 --> 01:17:04,874
σε κείνους που κάθονται,
καὶ σε κείνους που μοχτᾶνε·
1294
01:17:04,874 --> 01:17:08,566
σε κείνους που βλέπουνε, καὶ σε
κείνους που φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια:
1295
01:17:08,566 --> 01:17:10,679
σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα.
1296
01:17:11,055 --> 01:17:14,318
'η ζωή µας µπλέκεται μιᾶς αρχης
µέσα στὰ δίχτια,
1297
01:17:14,318 --> 01:17:16,235
που μας εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθούμε.
1298
01:17:16,455 --> 01:17:19,099
Μωρὰ στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό,
1299
01:17:19,099 --> 01:17:23,000
µαθαίνουµε, χωρὶς νὰντο ρωτᾶμε,
ποιό ναιτο καλό καὶτο κακό,
1300
01:17:23,267 --> 01:17:25,073
--- «το του κρείττονος συμφέρον».
1301
01:17:25,665 --> 01:17:28,980
Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
1302
01:17:28,980 --> 01:17:32,141
δίνουμε συγκινηµένα
μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριών
1303
01:17:32,141 --> 01:17:36,899
τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά,
---«το του κρείττονος συμφέρον».
1304
01:17:37,591 --> 01:17:41,312
Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό
καὶ πάρουμε φηφο, τα ἴδια θ᾿ακούμε
1305
01:17:41,312 --> 01:17:45,600
-- καὶ θά λέμε -- στὴν αγορά, στὰ
δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα
1306
01:17:45,862 --> 01:17:47,985
--«το του κρείττονος συμφέρον».
1307
01:17:48,301 --> 01:17:51,582
Κι αφού μικροὶ καὶ μεγάλοι
καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ άβριο
1308
01:17:51,582 --> 01:17:57,712
τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θαπει, πως εἶναι
νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες».
1309
01:17:58,665 --> 01:18:02,462
"έτσι τραβᾶμε, χωρὶςνασυλλογιζόμαστε,
τὴ µοιραία µας στράτα,
1310
01:18:02,462 --> 01:18:06,418
δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι
πὼςτο συφέρο του ««κρείττονος»
1311
01:18:06,418 --> 01:18:07,933
εἶναι δικό µας συφέρο.
1312
01:18:08,218 --> 01:18:10,866
Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
1313
01:18:11,066 --> 01:18:13,946
συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε
παρὰνατιμωρούμε !
1314
01:18:14,175 --> 01:18:18,505
Κι ἂν άξαφνα κανεὶς απόκοτος χυμούσε
μὲτο μαχαίριναξεκοιλιάσειτο Λύκο,
1315
01:18:18,505 --> 01:18:23,062
θαβάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τα κορµιά
µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά.
1316
01:18:23,515 --> 01:18:26,616
Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα
να μας λείψει ὁ Λύκος,
1317
01:18:26,616 --> 01:18:30,223
θατρέχαμεναβρούμε
άλλονε χειρότερο, γιά να μας τρώει.
1318
01:18:32,158 --> 01:18:34,839
Τέτιες αληθειες έβγαζα
από την ψυχή του Κοπαδιού.
1319
01:18:35,000 --> 01:18:39,271
᾿Αλήθειες, που με τὸν καιρό καὶ τη
συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
1320
01:18:39,271 --> 01:18:41,717
πιό δυνατὰ κι από την πείνα
κι από τὸν έρωτα.
1321
01:18:42,411 --> 01:18:45,556
Μὲ την ἴδια µαμικη μπορούσα
ναβγάνω από τὶς ψυχὲς
1322
01:18:45,556 --> 01:18:48,086
-- μιὰ κι αρχίσανεναμὲ παίρνουνε
γιὰ παντογνώστη, --
1323
01:18:48,086 --> 01:18:52,126
καὶ πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους,
ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες
1324
01:18:52,126 --> 01:18:54,563
βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια
των Μεγαριτών.
1325
01:18:54,988 --> 01:18:58,613
Τὰ σκουλήκια, θαμου πείτε, τα βλέπεις
πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις.
1326
01:18:58,839 --> 01:19:02,706
Μὰ τὶς ιδέες ;
᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι,
1327
01:19:02,706 --> 01:19:05,437
πρώτα τὶς πιστέβεις
κ᾿ ύστεοὰ τὶς βλέπεις.
1328
01:19:05,861 --> 01:19:10,150
"Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ
ξεφωνίσει μες στὴν εκκλησιὰ
1329
01:19:10,150 --> 01:19:15,507
δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα :
«Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοηµατα !»,
1330
01:19:15,507 --> 01:19:19,705
οὗλες οἱ άλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε
μὲ τα μάτια τουςτο σάλεμα,
1331
01:19:19,705 --> 01:19:21,396
τὰ δάκρυα γαὶ τα νοήματα
1332
01:19:21,396 --> 01:19:24,355
κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιὰ
καὶ τη φοβέρα του.
1333
01:19:25,130 --> 01:19:26,743
᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
1334
01:19:26,922 --> 01:19:31,242
Μὰτο πιό συνειθισµένο θάµα γίνεται
σανβάζεις μοναχός μες στὴν ψυχή σου
1335
01:19:31,242 --> 01:19:32,574
κείνο που θὲς να βρείς.
1336
01:19:32,574 --> 01:19:36,018
Καὶ κατόπι σκάβοντας με τα νύχια
της λογικηςτο βρίσκεις,
1337
01:19:36,018 --> 01:19:37,293
ὅπως τό θελες.
1338
01:19:38,055 --> 01:19:41,523
Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε
στὴ ρίζα κανενού κυπαρισσιού
1339
01:19:41,636 --> 01:19:44,980
η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα
κ᾿ ύστερα βλέπαν ὄνειρο,
1340
01:19:47,822 --> 01:19:49,057
καὶ φωνάζει να βγει.
1341
01:19:49,454 --> 01:19:53,203
Καὶ ξεσηκώνοντας το χωριό
μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαιναν εκεί,
1342
01:19:53,203 --> 01:19:55,571
τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολούσε ὁ τόπος !
1343
01:19:56,077 --> 01:20:00,541
Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι
δίσκοι με δεκάρες καὶ τα πιθάρια με λάδι
1344
01:20:00,541 --> 01:20:04,905
κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σαν
«ὄργανο θείας εκλογης».
1345
01:20:06,742 --> 01:20:10,600
Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
τη βασιλεία των Ὁραμάτων
1346
01:20:10,600 --> 01:20:12,739
στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος.
1347
01:20:12,739 --> 01:20:16,400
Στράβωνατο Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα
το καθεστός της ᾽Αδικίας,
1348
01:20:16,400 --> 01:20:17,704
σύμφωνα μετο αξίωμα :
1349
01:20:17,843 --> 01:20:21,234
«ὅσο πιό στραβότο Κορόιδο,
τόσο πιό ντρέτα πορπατεί».
1350
01:20:22,508 --> 01:20:24,740
δεν έπρεπε λοιπόνναμὲ σκοτώσετε.
1351
01:20:25,056 --> 01:20:29,321
Θάρτουν άλλοι χαιροὶ που οἱ «κρείττονες»
θαπλερώνουν ακριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες
1352
01:20:29,321 --> 01:20:34,471
ὄχιναβγάζουνε, μὰναβάνουνε σκουλήκια
µέσα στο μυαλό καὶ στὴν ψυχή των Μεγαριτών
1353
01:20:34,705 --> 01:20:38,936
καὶνακάνουνε θάµατα’ναµαθαίνουνε
στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους,
1354
01:20:38,936 --> 01:20:46,180
πὼς «πατρός τε καὶ μητρός κτλ., τιμιώτερον
καὶ ἁγιώτερόν εστιν η εχμετἆλλευσις».
1355
01:20:46,843 --> 01:20:49,705
Έτσι βυθισμένος ὁ λαός
µέσα σε γαλάζια καταχνιά,
1356
01:20:49,705 --> 01:20:52,140
στὴν ανυπαρξία της σκέψης καὶ της θέλησης,
1357
01:20:52,140 --> 01:20:56,292
δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του,
το μυαλό του καὶ τα χέρια του.
1358
01:20:56,482 --> 01:21:01,591
η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψηλος,
πιασμένη σε χορό με τὶς αιώνιες οὐσίες,
1359
01:21:01,591 --> 01:21:05,267
τρέμεινατὴν αγγίξουν οἱ νόμοι
της φύσης καὶ των ανθρώπων :
1360
01:21:05,267 --> 01:21:07,446
ασκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά !
1361
01:21:07,979 --> 01:21:11,712
το σώμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη
κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει...
1362
01:21:11,902 --> 01:21:16,897
Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται.
Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
1363
01:21:17,667 --> 01:21:22,193
Μὲτο κεντρὶ της φιλοσοφίας µου χτυπώντας
τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ
1364
01:21:22,193 --> 01:21:25,874
τοὺς παραλυούσα κ᾿ ἔτσι ασφάλιζα
το χαροκόπι των ἔξυπνων.
1365
01:21:26,071 --> 01:21:28,479
Τί σας ήρτε λοιπόν καὶ με σκοτώσατε ;
1366
01:21:29,732 --> 01:21:33,344
Βλέπω τὶς πολιτείες του µέλλοντος,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι !
1367
01:21:33,626 --> 01:21:36,605
Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο
καὶ τη βλακεία·
1368
01:21:36,989 --> 01:21:40,718
χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι
καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες,
1369
01:21:40,718 --> 01:21:43,649
που ξεγελᾶνετο λαό να καταφρονάει την ύλη
1370
01:21:43,824 --> 01:21:47,797
καὶναπροσµένει την ανταπόδοση
στὀν... «κόσμο του πνεύματος !».
1371
01:21:50,222 --> 01:21:54,928
Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα
καὶ στὴν κριτική των δημόσιων αντρών.
1372
01:21:55,258 --> 01:21:58,879
Κι αφτοὶ γιαναμὲ ξεκάνουνε
μιὰ καὶ καλη με βγάλαν άθεο.
1373
01:21:59,415 --> 01:22:01,404
'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς
1374
01:22:01,404 --> 01:22:04,456
κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους
ενάντια στὴν πολιτεία.
1375
01:22:04,995 --> 01:22:08,014
Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ
από την ᾿Αθήνα
1376
01:22:08,014 --> 01:22:11,860
κι αφήσανετο βράχο της ᾿Ακρόπολης
καὶ την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας
1377
01:22:11,860 --> 01:22:13,900
στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια των Ἓρυννύων.
1378
01:22:14,620 --> 01:22:18,483
Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι
καὶ κατάστρεφε τη σπορά
1379
01:22:18,483 --> 01:22:22,230
κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα,
φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια,
1380
01:22:22,230 --> 01:22:24,468
μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια·
1381
01:22:24,778 --> 01:22:30,226
κι ἂν ερημαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, άφτρα
τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ αλόγατα
1382
01:22:30,226 --> 01:22:35,021
κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σε κανένα µαχαλὰ κ᾿
ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
1383
01:22:35,021 --> 01:22:38,873
κι άν εβαστούσε δυό τρεις βδομάδες
η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα
1384
01:22:38,873 --> 01:22:43,137
καὶ ποδίζανε τα καϊΐκια μετο σιτάρι
καὶ την παλαμίδα καὶ πεινούσε ὁ κόσμος·
1385
01:22:43,137 --> 01:22:47,748
κι ἂν ἑρχότανετο θλιβερό µαντάτο,
πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας»
1386
01:22:47,748 --> 01:22:50,501
στὴν άχρη της γης καὶ μαβροφορούσαν
οἱ µανάδες
1387
01:22:50,501 --> 01:22:52,108
-- ποιός ἔφταιγε ;
1388
01:22:52,473 --> 01:22:54,658
Ποιός άλλος από τοὺς άθεους !
1389
01:22:54,814 --> 01:22:57,951
Αν δεν εἶχα πεισµώσει τοὺς αθάνατους
μὲ τη φιλοσοφία µου
1390
01:22:58,167 --> 01:23:01,186
θαμας στέλνανε την πανούκλα του 404.;
1391
01:23:01,532 --> 01:23:03,939
Μὰ τότες εγὼ δε φιλοσοφούσα !
1392
01:23:04,123 --> 01:23:08,318
Αν ὁ γιός του Κλεινία με την παρέα του
δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων
1393
01:23:08,318 --> 01:23:11,315
αντὶςνασπάσονε τα δικά σας,
που μου θέλατε µεγαλεία,
1394
01:23:11,315 --> 01:23:13,588
θαπαθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας :
1395
01:23:13,914 --> 01:23:17,941
Κι άν οἱ στρατηγοὶ των Αργινουσών
δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν
1396
01:23:17,941 --> 01:23:21,691
η Νέμεση τα πέλαγα, γιαναμὴν µπορέσουνε
ναµαζέψουνε τοὺς πνιµένους ;
1397
01:23:22,514 --> 01:23:25,065
Κ’ επειδης εγὼ τοὺς αθώωσα, θυμάστε ;
1398
01:23:25,359 --> 01:23:28,725
ανοίξαν οἱ οὐρανοὶναρίξουνε
ζεματιστό νερό να μας κάψουνε
1399
01:23:29,081 --> 01:23:33,022
μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !)
τοὺς Τριάντα Τυράννους !...
1400
01:23:33,780 --> 01:23:36,467
Νά λοιπόν ποιοὶ φταίγανε για ὅλα τα ζαβά,
1401
01:23:36,467 --> 01:23:40,006
καθὼς σας ὑποσκέθηκα να σαςτο ἔηγήσω
πρωτύτερα
1402
01:23:42,226 --> 01:23:44,392
Έτσι με την αθεία µου
καὶ την προδοσιά µου
1403
01:23:44,392 --> 01:23:47,208
φελούσα μετο παραπάνου την Πατρίδα
καὶ τη θρησκεία...
1404
01:23:47,391 --> 01:23:50,633
ὅσους θρέφονται από τα µαστάριο
των μεγάλων αφτών ιδεών !
1405
01:23:50,999 --> 01:23:54,900
Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
φορτώνανε στὴν πλάτη µου
1406
01:23:54,900 --> 01:23:59,312
κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία,
κάθε ζημιὰ των φυσικών στοιχείων,
1407
01:23:59,312 --> 01:24:01,573
ὅλες τὶς αναποδιὲς της Μοίρας !
1408
01:24:02,191 --> 01:24:05,529
Ὅταν εγὼ λείψω, θαψάξουνεναβρούνε
κάποιον άλλο Σωκράτη
1409
01:24:05,529 --> 01:24:09,181
νατόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια
κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης
1410
01:24:09,181 --> 01:24:10,773
άθεο καὶ προδότη.
1411
01:24:11,092 --> 01:24:14,294
Τοὺς χρειάζεται να τὸν πετᾶνε στὰ δόντια
του µανιασµένου πλήθους
1412
01:24:14,294 --> 01:24:17,908
γιὰ εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
που θὰν τα βρίσκουνε σκούρα.
1413
01:24:18,478 --> 01:24:22,946
Δε θαμπορούσεναζησει μηδὲ μιὰ στιγμὴ
καὶτο κοπάδι χωρὶς Λύκους
1414
01:24:22,946 --> 01:24:25,687
κ οἱ Λύκοι χωρὶς άθεους καὶ προδότες.
1415
01:24:28,173 --> 01:24:30,617
Ὅλοι γρινιάζετε πως χάλασε ὁ κόσμος.
1416
01:24:31,056 --> 01:24:33,415
Ποιός κόσµος ; τα βουνακι ὁ οὐρανός ;
1417
01:24:33,761 --> 01:24:35,433
Φόβο δεν ἔχουνε !
1418
01:24:35,696 --> 01:24:36,919
Οἱ δυό τρεις αθέοι ;
1419
01:24:37,289 --> 01:24:39,759
Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν αμέσως τα πράματα.
1420
01:24:40,187 --> 01:24:43,688
Νά τος ὁ κόσμος, η αφεντιά σας,
ὢ άντρες ᾿Αθηναίοι !
1421
01:24:44,170 --> 01:24:49,486
Ὅλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα :
φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων,
1422
01:24:49,486 --> 01:24:53,790
αγάπη του καλού χι αντρισμός,
σέπονται ψοφίµια τούμπανα
1423
01:24:53,790 --> 01:24:57,190
µέσα στο Βάραθρο, συντροφιὰ
των σκοτωμένων σκλάβων.
1424
01:24:57,894 --> 01:25:02,215
Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία,
νατὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας,
1425
01:25:02,215 --> 01:25:05,451
-- «το µέσα πλούτος» ! --
που σας ὁδηγᾶνε ψηλά.
1426
01:25:05,983 --> 01:25:09,811
Κ' ύστερα βγήκετο δικό µουτο δαιμόνιο
(«καινό δαιμόνιο»)
1427
01:25:09,811 --> 01:25:14,139
ναξαναζωντανέψει τα ψοφίµια
φυσώντας μετο καλάμι της φιλοσοφίας
1428
01:25:14,139 --> 01:25:16,609
µέσα στὴν κοιλιά τους
το «πνέβμα της αληθείας»,
1429
01:25:16,609 --> 01:25:19,741
γιὰ νὰν τα στήσει καθάριες ιδέες,
απείραχτες
1430
01:25:19,741 --> 01:25:23,223
απ᾿του καιρού καὶ των ανθρώπων
τὰ καμώματα,µέσα στὸν άπειρο Νού !
1431
01:25:23,223 --> 01:25:25,669
Τὰ τυφλὰ κινήματα της ψυχής,
1432
01:25:25,669 --> 01:25:28,676
ἅμα πιάσεις νὰν τα κάνεις
προστάγµατα του λογικού,
1433
01:25:28,676 --> 01:25:32,073
δηλαδη νὰν τα µεταφέρεις από
τὴν ασύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια
1434
01:25:32,073 --> 01:25:35,694
στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση,
πάει τα σκότωσες.
1435
01:25:36,055 --> 01:25:37,858
Ὅμως κ' ἔτσι σας ὠφελούσα.
1436
01:25:38,115 --> 01:25:41,412
Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες»
τὶς αφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε
1437
01:25:41,412 --> 01:25:43,701
οἱ ποντικοὶ των λαγουμιών
καὶ των αποπάτων,
1438
01:25:43,940 --> 01:25:47,814
εγὼ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει
ναγελᾶτε καὶνακαµαρώνετε
1439
01:25:47,814 --> 01:25:50,925
γι' αφτό νομίζοντας, πὼς
ὁ πιό φανερός μπαγαμπόντης
1440
01:25:50,925 --> 01:25:52,893
εἶναι καὶ πιό ξυπνός ᾿Αθηναῖος !
1441
01:25:53,352 --> 01:25:56,635
Σας µάθαινα γιατο συφέρο σας
νατιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους
1442
01:25:56,635 --> 01:25:59,809
καὶναλιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους
μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τα παιδιὰ
1443
01:25:59,809 --> 01:26:03,341
καὶ τοὺς σκλάβους, γιαναμὴν παίρνουν
αέρα καὶ κατεβούνε καμιὰ µέρα
1444
01:26:03,341 --> 01:26:05,616
στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε
χειρότερ᾽ από σας !
1445
01:26:06,289 --> 01:26:09,498
Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε
καὶναπαρανομείτε
1446
01:26:09,498 --> 01:26:11,506
στ᾽ ὄνομα των θεών καὶ των νόμων !
1447
01:26:12,455 --> 01:26:14,652
΄"Ὅλα που νὰν τα θυμᾶμαι τώρα !
1448
01:26:14,754 --> 01:26:18,444
Μὰ δεν ξεχνώ, πως εσὺ κ᾿ εσὺ
καὶ τούτος καὶ κείνος...
1449
01:26:18,444 --> 01:26:21,563
οὖλοι σας είσαστε σύμφωνοι
σ᾿ ὅ,τι σας ἔλεγα
1450
01:26:21,563 --> 01:26:25,389
καὶ σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστὰ
στην Κουκουβάγια καὶ στο Μώμο.
1451
01:26:25,697 --> 01:26:28,380
Τρεις μοναχὰ κουβέντες
µου φτάνουνε να δείξουνε,
1452
01:26:28,380 --> 01:26:30,386
πὀσο δούλεψα γιατο καλό της Πατρίδας,
1453
01:26:30,386 --> 01:26:33,498
γιὰτο χωρισμό των πολιτών
σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα.
1454
01:26:34,294 --> 01:26:37,672
α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας
εἶναι αθάνατη !
1455
01:26:37,953 --> 01:26:39,458
᾿Υπάρχει λοιπόν ψυχή !
1456
01:26:39,458 --> 01:26:42,981
Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε
(πρέπει δηλαδὴναὑπάρχουνε)
1457
01:26:42,981 --> 01:26:45,792
κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί !
1458
01:26:46,224 --> 01:26:48,485
“η φοβέρα των θεών καὶ των νόμων
1459
01:26:48,485 --> 01:26:50,735
μας συγκρατάειναμὴν κολάζουµε
τὴν ψυχη µας...
1460
01:26:50,735 --> 01:26:52,448
καὶναμὴν πηγαίνουμε φυλακή !
1461
01:26:53,130 --> 01:26:58,657
Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος,
δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες
1462
01:26:58,657 --> 01:27:00,265
μήτε κι αθάνατη ψυχη !
1463
01:27:00,517 --> 01:27:03,194
Οἱ βασανισμένοι της ζωης πρέπει
ναπιστέβουµε,
1464
01:27:03,194 --> 01:27:06,026
πὼς θαχαρούμε καὶ θαβασιλέψουμ’ αιώνια,
1465
01:27:06,026 --> 01:27:07,923
-- φτάνειναπεθάνουμε πρώτα !
1466
01:27:08,193 --> 01:27:10,760
Δεν κάνειναπαίρνουμε πίσου
μὲ τα χέρια µας
1467
01:27:10,760 --> 01:27:13,716
ὅ,τι μας παίρνουν οἱ αφέντες
μὲ τη δύναμη καὶ με την πονηριὰ
1468
01:27:13,716 --> 01:27:17,455
-- δηλαδη με τα δικά µας τ᾽ἅρματα
καὶ με την ψηφο τη δικιά µας.
1469
01:27:17,973 --> 01:27:20,892
᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ
στὸν άλλο κόσµο.
1470
01:27:21,213 --> 01:27:24,838
θαβράζουνε µέσα στο καζάνι της πισσας
στὸν αιώνα τὸν ἅπαντα.
1471
01:27:25,410 --> 01:27:29,659
Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ εμείς, θαγίνουμε
κακοὶ καὶ τότε θαχάσουμε την ψυχἠ µας
1472
01:27:29,659 --> 01:27:31,906
καὶ θαβράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! !
1473
01:27:32,783 --> 01:27:38,965
β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι
µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου.
1474
01:27:39,354 --> 01:27:44,742
Γι αὐτό καὶ της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα:
«προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν ἆδικώ !»
1475
01:27:45,217 --> 01:27:48,415
Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
στὸν ἅμμο καὶ στο νερό:
1476
01:27:48,415 --> 01:27:50,182
στὶς φυχὲς των αδυνάτων !
1477
01:27:50,572 --> 01:27:54,402
"Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ άνθρωπος,
τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽
1478
01:27:54,627 --> 01:27:59,141
ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο
ανασαίνει καὶ σκέφτεται καὶ θυµώνει.
1479
01:27:59,574 --> 01:28:02,142
Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη
στὸν ἑαφτό σου,
1480
01:28:02,142 --> 01:28:03,930
γιὰ ν᾿ αντισταθείς στὴν αδικιὰ ---
1481
01:28:03,944 --> 01:28:06,221
καὶ πιὸ πολὺ ακόμα για ν᾿ αδικησεις !
1482
01:28:06,466 --> 01:28:10,004
Μαθημένοςναφοβᾶσαι,
δε θέλειςναφοβηθείς περισσότερο.
1483
01:28:10,410 --> 01:28:13,674
᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα της αβουλίας,
στὸν εγωισμό του πόνου.
1484
01:28:14,164 --> 01:28:17,335
Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σου παίρνουν
τὰ ὅσα δεν ἔχεις,
1485
01:28:17,335 --> 01:28:19,910
μὰ δεν αγγίζεις καὶ τα λίγα πὀ χεις :
1486
01:28:20,223 --> 01:28:23,973
νηστέβεις από δικού σουτο φαγί,
το πιοτό καὶ τὶς γυναῖχες·
1487
01:28:23,973 --> 01:28:28,390
μισείς τὸν ήλιο, τη θάλασσα,
τὸν αγέρα του δάσου καὶ την κίνηση
1488
01:28:28,390 --> 01:28:33,084
κι ἆποζητᾶς την αρρώστια, τα βάσανα,
την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
1489
01:28:33,084 --> 01:28:35,019
για να πας στον παράδεισο,
1490
01:28:35,747 --> 01:28:37,707
«Ό πόνος ἠθικοποιεί »
1491
01:28:38,493 --> 01:28:42,887
Ύψωνα λοιπόν μεσουρανὶς για φλάμπουρο
του κοπαδιού τη χαρὰ του πόνου.
1492
01:28:43,063 --> 01:28:45,231
Γιὰ ὅσους δεν µπορούνε
ναβαστάξουνε τὸν πόνο,
1493
01:28:45,231 --> 01:28:47,299
φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα·
1494
01:28:47,525 --> 01:28:51,136
χτίσανε παράµερες εκκλησιὲς
της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
1495
01:28:51,400 --> 01:28:54,589
᾿Ἔκεί μέσ᾽ αγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ
τὴν τελειότητα,
1496
01:28:54,871 --> 01:28:56,934
δηλαδή τη λησμονιὰ του ἑαφτού του.
1497
01:28:58,221 --> 01:29:03,473
γ’) την ἴδια γνώμη την εἶπα κι αλλιώς :
«Οὐδεὶς εκὼν κακός».
1498
01:29:03,912 --> 01:29:06,566
᾿Αφτό θαπει : μὴν τιμωρείτε
τοὺς αδικητάδες
1499
01:29:06,566 --> 01:29:07,958
γιατὶ θὰν τοὺς... άδικησετε.
1500
01:29:08,350 --> 01:29:12,444
Εΐναι αθώοι ! Δεν ξέρουν
ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή !
1501
01:29:12,833 --> 01:29:15,382
Άμα τοὺς διδάξουµε
τί είναι καλό καὶ κακό,
1502
01:29:15,382 --> 01:29:18,268
θαλείψουν από τὸν κόσμο
κάκητα κι αδικεμός
1503
01:29:18,268 --> 01:29:19,959
καὶ θαβασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
1504
01:29:20,453 --> 01:29:21,941
Χρειάζονται σκολειά.
1505
01:29:21,941 --> 01:29:24,416
Καὶ τα σκολειὰ θὰν τα χτίζουν
οἱ αδικητάδες.
1506
01:29:24,897 --> 01:29:26,001
Ξέρετε γιατί ;
1507
01:29:26,523 --> 01:29:29,509
Καλό καὶ δίκιο καὶ χρέος
εἶναι ἢ σακούλα τους.
1508
01:29:30,111 --> 01:29:32,677
Θα μαθαίνουνε λοιπόν οἱ ἴδιοι
στὰ παιδιὰ του λαού
1509
01:29:32,677 --> 01:29:35,639
ναμην άντιστέκονται στὴν αδικιά,
ὅταν μεγαλώσουν.
1510
01:29:37,734 --> 01:29:41,255
Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
το καθεστός της άνισότητας,
1511
01:29:41,255 --> 01:29:43,400
«το του κρείττονος συμφέρον».
1512
01:29:43,729 --> 01:29:46,206
Φυσικὰ δεν ἔπρεπεναμὲ σκοτώσετε
γι αφτό !
1513
01:29:46,617 --> 01:29:49,773
Οἱ μελλούμενες πολιτείες θαξέρουνε
καλύτερα τη δουλειά τους.
1514
01:29:50,056 --> 01:29:54,672
Άμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ
θαδουλέβουν αδερφικὰ
1515
01:29:54,672 --> 01:29:57,755
ναχωρίζουνε τοὺς πολίτες σε χορτάτους
καὶ σε κορόιδα
1516
01:29:57,858 --> 01:30:00,932
καὶναταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα
μὲ την «ἁρμονία των τάξεων».
1517
01:30:01,420 --> 01:30:04,784
Αϕτηνης της ἁρμονίας στάθηκα
πρώτος μαέστρος.
1518
01:30:04,784 --> 01:30:06,657
Κι ας με σκοτώνετε γι άθεο.
1519
01:30:07,593 --> 01:30:11,673
Τὰ δικά µου τα µαθήµατα θὰν τα κάνουνε
µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί.
1520
01:30:11,926 --> 01:30:14,370
Θἁ με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους
1521
01:30:14,370 --> 01:30:17,225
καὶ θαζωγραφίζουνε τα μούτρα µου
στὶς εκκλησιές τους
1522
01:30:17,225 --> 01:30:20,328
μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο
γύρω στὰ τσουλούφια µου.
1523
01:30:29,583 --> 01:30:35,884
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
1524
01:30:36,399 --> 01:30:39,929
Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που
ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
1525
01:30:39,929 --> 01:30:43,776
γιὰ να σας βάνει τρικλοποδιὲς καὶνα σας
γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου !
1526
01:30:43,934 --> 01:30:45,642
Είτανε κάτι χειρότερο !
1527
01:30:45,886 --> 01:30:49,623
Δεν είτανε καινούριο, καθὼς
το γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι,
1528
01:30:49,838 --> 01:30:54,091
εϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού,
η προπατορικὴ σκλαβιά,
1529
01:30:54,091 --> 01:30:58,037
πού δενε την ψυχη µου με τὶς δικές σας,
γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρθες,
1530
01:30:58,037 --> 01:31:00,997
ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων.
1531
01:31:01,513 --> 01:31:04,200
Δεν είταν άγγελος ὁδηγός, που με φώτιζε·
1532
01:31:04,482 --> 01:31:08,252
είτανε φύλακας άγγελος
της δηµόσιας Ψεφτιᾶς, που με τύφλωνε.
1533
01:31:08,406 --> 01:31:12,464
Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον»
γινομένο µέσα µου
1534
01:31:12,464 --> 01:31:14,903
φωνή καὶ θέλημα των θεών καὶ του Λόγου.
1535
01:31:15,376 --> 01:31:19,854
Είταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα
«Μη ! » καὶ «Πίσω !».
1536
01:31:20,246 --> 01:31:23,690
Είτανετο δαιμόνιοτο δικό σας,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι
1537
01:31:23,690 --> 01:31:26,677
-- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε
καὶ δυνατότερο.
1538
01:31:28,445 --> 01:31:30,039
Αντο μισώ, λέει !
1539
01:31:30,401 --> 01:31:33,868
Άχ !ναμπορούσα νὰντο παράδινα
στο πατριωτικὀ σας μένος
1540
01:31:33,868 --> 01:31:37,254
νὰν του βγάζατε τα μάτια
νὰν του κόβατε τη μύτη καὶ τ αφτιά·
1541
01:31:37,254 --> 01:31:41,451
νὰν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό
κι ἁλάτι χοντρό µέσα στὶς πληγές του'
1542
01:31:41,451 --> 01:31:45,182
νὰν του καρφώνατε πέταλα στὶς πατούσες του
μὲ ταβανόπροκες·
1543
01:31:45,182 --> 01:31:49,255
νὰντο δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι
καὶ βρέχοντάς το με πετρόλαδο καὶ πίσσα
1544
01:31:49,255 --> 01:31:51,751
νὰν του βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τούρκος !
1545
01:31:52,011 --> 01:31:54,186
᾽Αφτό με σαλαγούσε καὶ με κέντρωνε
1546
01:31:54,186 --> 01:31:56,875
ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας
των «αρίστων»,
1547
01:31:57,037 --> 01:32:01,801
αφτό μ᾿ ἔκανεναπερπατάω κοιµάµενος
σαντ᾽ άλογα τὸν ἴσιο δρόµο της συνήθειας
1548
01:32:01,801 --> 01:32:03,552
-- καὶναμὴν παραστρατίζω.
1549
01:32:03,780 --> 01:32:06,906
Αὐτό μ΄ἔκανεναξετινάζω καὶνακοροϊδέβω
τοὺς άνομους,
1550
01:32:06,906 --> 01:32:09,539
αντὶςνακοροϊδέβω καὶναξετινάζω
τοὺς νόµους᾽
1551
01:32:09,783 --> 01:32:12,840
ναταπεινώνω τοὺς ανίδεους,
αντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι.
1552
01:32:13,698 --> 01:32:15,951
Μὰ τώρατο ζητάω καὶ δὲντο βρίσκω.
1553
01:32:16,179 --> 01:32:19,621
Μ᾽ ἔχει παρατήσει δω καὶ
κάµποσους μηνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι.
1554
01:32:19,975 --> 01:32:24,004
Ξαναγύρισε, μιὰ καὶ πεθαίνω,
στη Διεύθυνση της Γενικης ”Ασφάλειας
1555
01:32:24,004 --> 01:32:26,437
ναπαραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶναπροβιβαστεί !
1556
01:32:28,921 --> 01:32:33,310
Ὅταν ὁ Περικλὴς μας ἔλεγε, πως η δύναμη
κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας
1557
01:32:33,310 --> 01:32:37,556
εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη)
των δυστυχισµένων,
1558
01:32:37,556 --> 01:32:40,014
δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς
κορόιδεβε.
1559
01:32:40,437 --> 01:32:44,857
Τί εννοούσε λέγοντας πολιτεία;
Όλους μας; "Όχι βέβαια.
1560
01:32:45,451 --> 01:32:49,203
᾿Αν ὅλοι µας εφτυχούμε, δεν ἔχει κανένας
ανάγκη να σωθεί.
1561
01:32:49,483 --> 01:32:54,936
Εννοούσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραληδες
καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους.
1562
01:32:55,614 --> 01:32:58,335
"Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς'
1563
01:32:58,335 --> 01:33:00,951
κι ὅταν αφτοὶ θησαβρίζουν,
εμείς πλουταίνουµε΄
1564
01:33:00,951 --> 01:33:04,993
κι ὅταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι,
φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο·
1565
01:33:04,993 --> 01:33:07,833
κι ὅταν εκεινών η περιουσία
βρίσκεται σε κίντυνο,
1566
01:33:07,833 --> 01:33:09,676
χάνουμ’ εμείς τὸν ύπνο µας !...
1567
01:33:10,144 --> 01:33:13,176
Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός
καὶ παραλὴς της ᾿Αθήνας
1568
01:33:13,176 --> 01:33:16,938
ύψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια
του φλομωμένου πλήθους
1569
01:33:16,938 --> 01:33:18,845
τὴν ατιμία των ὀλίγων σε χρέος,
1570
01:33:18,845 --> 01:33:22,356
µεγαλείο καὶ δόξα των πολλών,
-- της Πατρίδας !
1571
01:33:22,777 --> 01:33:26,899
Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπεναδώσουμε
τὴ ζωή µας για τοὺς «αρίστους»,
1572
01:33:26,899 --> 01:33:29,487
ἂν θέλαµενασώσουμε
τὴν πείνα µας την παντοτινὴ
1573
01:33:29,487 --> 01:33:32,631
καὶ τὸν ύπνο µαςτο µακάριο,
γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αιώνιο !...
1574
01:33:33,329 --> 01:33:34,433
Καταλάβατε :
1575
01:33:34,687 --> 01:33:36,897
Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰςτο ἔξηγώ.
1576
01:33:37,399 --> 01:33:39,591
Μὰ τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού,
1577
01:33:39,591 --> 01:33:42,220
--το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε
νὰντο νιώσω.
1578
01:33:42,569 --> 01:33:45,462
"Ἔβρισκα μάλιστα,
πὼς καλὰ μας τά λεγε ὁ γέρος,
1579
01:33:45,462 --> 01:33:49,179
γιατὶ συμφωνούσανε με την...
απόλυτη Λογική !
1580
01:33:50,744 --> 01:33:54,587
Σαν άρχεψε να μου στρίβει,
ναψυχανεμίζοµαι, πως δεν κρίνω σωστὰ
1581
01:33:54,587 --> 01:33:56,155
καὶ πὼςτο μυαλό µου κάνει νερά,
1582
01:33:56,585 --> 01:34:00,387
ὁ φύλακας άγγελός σας ἔσφιξε
τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του
1583
01:34:00,387 --> 01:34:03,258
καὶ πέταξε τρίζοντας τα δόντια του.
Οὔστ !...
1584
01:34:03,633 --> 01:34:05,387
Μὰ πάλε δεν ησύχασα !
1585
01:34:05,387 --> 01:34:08,489
Μόλις ἔφυγε, κι άρχεψεναμὲ τρώει
άλλο σαράκι.
1586
01:34:08,943 --> 01:34:12,043
Ο μετανιωμός γιατο κακό, που ἔκανα
καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου
1587
01:34:12,043 --> 01:34:13,339
καὶ στοὺς µελλούμενους,
1588
01:34:13,339 --> 01:34:16,175
ὅσο θακυβερνᾶνε τὸν κόσμο
τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά.
1589
01:34:16,458 --> 01:34:18,091
Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
1590
01:34:18,266 --> 01:34:20,145
Έπρεπεναδιορθώσωτο κακό !
1591
01:34:20,408 --> 01:34:24,114
Καὶ να τί θά κανα, ἂν δεν προλαβαίνατε
να με σκοτώσετε.
1592
01:34:27,131 --> 01:34:28,604
το λαρύγγι του στέγνωσε.
1593
01:34:28,815 --> 01:34:32,707
Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό,
μὰ πού να βρεθεί ποτήρι καὶ νερό!
1594
01:34:33,228 --> 01:34:34,858
Κάποιος αστείος τού φώχαξε :
1595
01:34:35,229 --> 01:34:37,388
«Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα
να τελειώνουμε ;»
1596
01:34:37,729 --> 01:34:39,307
Χάχανα καὶ θόρυβος.
1597
01:34:39,307 --> 01:34:42,001
Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε
ξυνισµένοι
1598
01:34:42,001 --> 01:34:43,531
κι αρχίσανεναγρυλλίζουν.
1599
01:34:43,941 --> 01:34:47,285
Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα
του κλητήρα νὰν τοὺς πει,
1600
01:34:47,285 --> 01:34:49,460
πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι.
1601
01:34:50,283 --> 01:34:53,697
'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα
σηκώνονταςτο δεξί του χέρι
1602
01:34:53,697 --> 01:34:57,850
ἔσυρε δυό τρεις φορὲς το µεγάλο δάχτυλο
πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη.
1603
01:34:58,507 --> 01:35:01,598
Ο Σωκράτης κατάπιετο σάλιο του
καὶ ξακολούθησε.
1604
01:35:03,804 --> 01:35:07,873
Γι αφτὰ που δίδαξα, θά πρεπεναμὲ κάνετε
χρυσόνε καὶναμὲ προσχυνᾶτε.
1605
01:35:08,375 --> 01:35:11,903
Γι’ αφτὰ που θά κανα, ἂν εζούσα,
θά πρεπε μετο δίκιο σας
1606
01:35:11,903 --> 01:35:16,473
ὄχιναμὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰναμὲ
κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί,
1607
01:35:16,473 --> 01:35:20,424
ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θακοπανισει
το Ζήνωνα τὸν Ελεάτη,
1608
01:35:20,424 --> 01:35:23,266
γιὰναμάθειναδιδάσκει την αρετὴ
ὅσο θέλει,
1609
01:35:23,266 --> 01:35:26,563
μὰναμὴ μιλάει για την παλιανθρωπιὰ
των αρχόντων.
1610
01:35:27,253 --> 01:35:29,206
Θά πρεπεναμου κόψετε τη γλώσσα,
1611
01:35:29,206 --> 01:35:33,346
καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θακόψει
τὴ γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα,
1612
01:35:33,346 --> 01:35:36,033
γιὰναµάθει, πως μπορεί να προδίνει
τὴν πατρίδα του,
1613
01:35:36,033 --> 01:35:38,666
μὰ δεν κάνειναβρίζει
καὶ τὸν ξένο µισθοδότη...
1614
01:35:39,114 --> 01:35:41,984
Θά µουνα πραγματικὰ επικίντυνος
στὴ δηµόσια τάξη,
1615
01:35:41,984 --> 01:35:43,868
στο «συμφέρον του κρείττονος».
1616
01:35:44,365 --> 01:35:47,269
Καἱναρίχνατετο κουφάρι µου
μακριὰ στὸν Κορινθιακό
1617
01:35:47,269 --> 01:35:51,981
η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα
-- «μὴ ταφήναι εν γη ἁττικη»
1618
01:35:52,471 --> 01:35:56,842
Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία καὶ
προδοσία από τό να λὲς την αληθεια !...
1619
01:35:58,783 --> 01:36:01,863
θαπήγαινα, που λέτε, στοὺς λαϊκοὺς
µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας,
1620
01:36:01,863 --> 01:36:04,886
στὰ βρωμοχώρια της ᾽Αττικης
από τὶς Κάβο Κολόνες
1621
01:36:04,886 --> 01:36:08,127
ἴσαμε τα Κούντουρα
κι από την Κούλουρη ἴσαμετο Καπαντρίτι.
1622
01:36:08,401 --> 01:36:12,231
θακατέβαινα στὰ σκοτειναχαµόσπιτα,
γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα,
1623
01:36:12,490 --> 01:36:14,696
θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα της φτωχολογιᾶς,
1624
01:36:14,696 --> 01:36:17,760
στὰ καρβουνιάρικα του λιμανιού,
γιοµάτα λέρα καὶ βόχα.
1625
01:36:17,760 --> 01:36:20,585
Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολιτες !
1626
01:36:20,585 --> 01:36:23,832
Αφτός ὁ τόπος, κι άν ακόμα
βρισκότανε στη Σκυθία,
1627
01:36:23,832 --> 01:36:27,396
ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος
ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα
1628
01:36:27,396 --> 01:36:28,993
καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια,
1629
01:36:29,209 --> 01:36:33,243
πάλε θά τανε ὁ καλύτερος απ᾿ ὅλους,
γιατὶτο θέλ᾽ η καρδιά σας.
1630
01:36:33,526 --> 01:36:34,880
Είναι η πατρίδα.
1631
01:36:35,468 --> 01:36:39,240
Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα
δικό σας µέσα σ᾿ αφτηνε :
1632
01:36:39,439 --> 01:36:44,335
χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα,
θεοὶ χ᾿ εξουσία, σκέψη καὶ θέληση
1633
01:36:44,335 --> 01:36:45,668
--- ὅλα ξένα !
1634
01:36:45,938 --> 01:36:49,525
Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος,
ὅσονατρυπώνετε ζωντανοὶ
1635
01:36:49,525 --> 01:36:51,023
καὶναθάβεστε πεθαμένοι
1636
01:36:51,023 --> 01:36:54,837
καὶ τόση λεφτεριά, ὅσονακάνετε
τὴ φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά,
1637
01:36:54,837 --> 01:36:56,982
ὅταν δε σας βλέπει χὠροφύλακας...
1638
01:36:57,416 --> 01:37:00,512
Καὶ ὅταν βυθίζετετο μάτι σας
πέρα στο γαλάζιο πέλαγος,
1639
01:37:00,512 --> 01:37:02,991
ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες
1640
01:37:02,991 --> 01:37:06,345
κουβαλώντας απότο στόµα του Νείλου
κι απ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο
1641
01:37:06,345 --> 01:37:10,247
κι απ᾿ τὶς ηράκλειες στηλες
σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες,
1642
01:37:10,247 --> 01:37:13,930
περηφανέβεστε,
πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !»
1643
01:37:14,238 --> 01:37:16,823
Καὶ κανένας δε συλλογᾶται,
πὼς ὅλα τ᾽ αγαθὰ
1644
01:37:16,823 --> 01:37:18,484
μαζέβονται σε λίγα χέρια.
1645
01:37:18,740 --> 01:37:24,366
Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι καὶ Κορθιανοὶ
σας σκοτώνουνε μιὰ φορὰ οἱ ξένοι·
1646
01:37:24,946 --> 01:37:28,245
μὲ τα χέρια τ᾽ αδερφικὰ σας
σφίγγουνετο καρύδι του λαρυγγιού
1647
01:37:28,245 --> 01:37:31,064
σ᾿ ὅλη σας τη ζωὴ καὶ σας δολοφονούνε
κάθε µέρα.
1648
01:37:31,620 --> 01:37:33,865
Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
1649
01:37:33,865 --> 01:37:37,096
μὰ κι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας
εἶναι δικά τους».
1650
01:37:38,672 --> 01:37:41,351
Ύστερα θαπῄγαινα
στὰ νταμάρια της Πεντέλης,
1651
01:37:41,351 --> 01:37:45,185
στὶς μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου,
στοὺς ταρσανάδες του Περαία,
1652
01:37:45,185 --> 01:37:49,827
στὶς φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια
καὶ λουρίκια του πολέμου -- στοὺς δούλους!
1653
01:37:50,476 --> 01:37:54,984
θακατέβαινα στ᾽ αμπᾶρια των καραβιών,
ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
1654
01:37:54,984 --> 01:37:58,548
(άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
μὲτο πυρωμένο σίδερο)
1655
01:37:58,548 --> 01:38:01,111
βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους
1656
01:38:01,111 --> 01:38:03,369
καὶ ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα
του βούρδουλα,
1657
01:38:03,369 --> 01:38:05,780
σαντύχει καὶ λιγοθυµίσουν
από την κοὐραση.
1658
01:38:06,840 --> 01:38:10,262
θαπηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια,
σαντου ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά,
1659
01:38:10,262 --> 01:38:14,453
ὅπου ζεμένοι με τα καματερὰ
ὀργώνουνε τα κατσάβραχα καὶ τα πουρνάρια.
1660
01:38:15,092 --> 01:38:19,457
θαπήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα,
στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες,
1661
01:38:19,457 --> 01:38:22,515
ὅπου σηκώνουνε με τα χέρια τους
στὸν αψηλό οὖρανό
1662
01:38:22,515 --> 01:38:26,029
τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς
του πνεµατός σας, τοὺς Παρθενώνες.
1663
01:38:26,029 --> 01:38:27,492
Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα :
1664
01:38:27,918 --> 01:38:32,228
«Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ
καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί !
1665
01:38:32,530 --> 01:38:36,512
Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες,
παιδαγωγοί, τσογλάνια.
1666
01:38:36,890 --> 01:38:41,492
Μαντινούτες του γυναικωνίτη
κι ἅγιες πόρνες των θεών καὶ των ανθρώπων.
1667
01:38:41,791 --> 01:38:44,621
Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ιδιωτικοί.
1668
01:38:45,320 --> 01:38:49,025
'η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
πὼς είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
1669
01:38:49,364 --> 01:38:53,140
Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε
το σπέρµα του πατέρα σας
1670
01:38:53,140 --> 01:38:54,607
νασας γεννήσει τέτιους.
1671
01:38:54,839 --> 01:38:57,828
η τὐχη σας ἔκανε κι η συνήθεια
σας αποτέλειωσε.
1672
01:38:57,958 --> 01:39:01,056
είσαστε σκλάβοι εσείς,
γιὰ νά μαστ᾽ εμείς οἱ λέφτεροι.
1673
01:39:01,450 --> 01:39:04,882
Σηχκώστε το κεφάλι καὶ κοιτάχτε
τὸν ανοιξιάτικο ουρανὀ.
1674
01:39:05,277 --> 01:39:07,485
Ἔχετε ξεχάσειτο βάθος καὶτο χρώμα του.
1675
01:39:07,873 --> 01:39:12,391
Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ακρογιάλια
κι αστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος.
1676
01:39:12,695 --> 01:39:15,135
Κάποτες είσαστε καὶ σεις λέφτεροι
κι άδικοι,
1677
01:39:15,135 --> 01:39:17,620
γιὰναγίνετ εδώ σκλάβοι χι αδικημένοι
1678
01:39:17,620 --> 01:39:20,043
--- σεις, οἱ προγόνοι σας, αδιάφορο !
1679
01:39:20,388 --> 01:39:22,841
Εϊσαστετο µεγάλο ψυχομέτρι.
1680
01:39:22,841 --> 01:39:26,800
Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε
μὲ τοὺς αδικημένους λέφτερους.
1681
01:39:27,250 --> 01:39:32,417
νασηκώσετε μοναχὰ τα σφυριά, τα δρεπάνια,
τὰ πελέκια, τα κρικέλια σας
1682
01:39:32,417 --> 01:39:36,115
καὶ θαγίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ'
η δημοκρατία των “αρίστων”
1683
01:39:36,495 --> 01:39:40,398
νατοὺς πάρετε τ᾽ αγαθακαὶνατοὺς
βάνετεναδουλέβουνε, για να τρώνε».
1684
01:39:41,173 --> 01:39:42,709
-- «Καὶνακαθόμαστ᾽ εμείς»,
1685
01:39:42,709 --> 01:39:46,778
θ᾽απαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι
νασέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ
1686
01:39:46,778 --> 01:39:50,137
μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ
ξεκοιλιάζουνε τοὺς αδύνατους.
1687
01:39:50,548 --> 01:39:52,524
-- «Όχι», θαφώναζα εγώ.
1688
01:39:52,524 --> 01:39:54,790
«θαδουλέβουνε κ᾿ αφτοὶ καὶ σεις.
1689
01:39:54,972 --> 01:39:58,108
Κοινή δουλειά, κοινατ᾽ αγαθὰ
κι η λεφτεριά...»
1690
01:39:59,346 --> 01:40:02,600
-- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά.
Δε μας κάνει...»
1691
01:40:03,236 --> 01:40:06,007
-- «Μην πειράζεστε !
Σαν ἔρτει κείν᾽ η ὥρα,
1692
01:40:06,007 --> 01:40:09,713
θαμπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι·
ναλυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη,
1693
01:40:09,713 --> 01:40:12,210
το σώμα σας, την ψυχή σας
καὶτο πνέµα σας».
1694
01:40:13,303 --> 01:40:15,375
-- «Ποιοί, µωρέ, θα μας
βάλουνε σε δρόµο ;»
1695
01:40:15,375 --> 01:40:17,204
πάλε θα ξεφωνούσανε.
1696
01:40:18,024 --> 01:40:19,534
-- «Οἱ Σκύθες !».
1697
01:40:22,522 --> 01:40:25,417
Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ
σὰ ρουκέτα :
1698
01:40:25,783 --> 01:40:29,443
«Τέλειωσε το νερό !» Είταν ὁ κλητήρας.
1699
01:40:29,985 --> 01:40:33,997
Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμὴ
ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας
1700
01:40:33,997 --> 01:40:37,091
καὶ τρέξαν ὅλοι πατείς µε πατώ σε
κατὰ την πόρτα.
1701
01:40:38,110 --> 01:40:40,844
Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός.
1702
01:40:41,362 --> 01:40:44,475
Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
αναμεταξύ τους
1703
01:40:44,475 --> 01:40:47,307
ποιός θαπάει πρώτος στο ταμείο
ναπάρειτο µιστό του !
1704
01:40:48,151 --> 01:40:52,118
᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητηρες ὁρμήσανε
κατὰ την πόρτα για την ἴδια δουλειὰ
1705
01:40:52,118 --> 01:40:56,115
κι αφήσανετο Σωκράτη µοναχό του
πάνου στο βημαναπικρογελᾶ.
1706
01:40:57,414 --> 01:41:01,102
Καὶ κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη
στὴν ψυχἠ καὶ στο πρόσωπο,
1707
01:41:01,102 --> 01:41:04,599
κατεβαίνοντας από τό βημα
παρακάλεσε τόν Πλάτωνα,
1708
01:41:04,599 --> 01:41:08,499
που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά,
νατόν ὁδηγήσει στὴ φυλακή :
1709
01:41:10,658 --> 01:41:15,990
«Δεν ξέρω, καημένε, µήτε πού βρίσκεται
µήτε κι από ποιό δρόµο πᾶνε !»
1710
01:41:16,454 --> 01:41:29,884
(μουσική)