Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
(ο Μέλητος με την ψιλή φωνή
και τα γυναικίστικα κουνήµατα,
νεβρικὸς σαν ἀηδόνι
ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες·
ο Λύκων με τα στενά κροτάφια
και τη θολή ματιά),
οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε
τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού.
Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανό
και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του
γόνα, που τόνε σουγλοῦσε.
Μ᾽ όλο τὸ σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη
τὴ βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά
και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά,
που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα
και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας,
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι,
γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή,
λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια,
τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους
µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και
τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια.
Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη
περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον
ἔσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού,
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα.
Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμή
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
(το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθείτε.
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
να τρίβει το ζερβί του γόνα.
Οι δικαστάδες θυμώσανε
μα τ᾽ άπρεπο φέρσιμο
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο
μπροστά στο Νόμο
τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη.
Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι.
Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί
κι ἀφτὸ δεν κλαίει,
πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο,
έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
και για να τον κάνουνε να νιώσει
τη δύναμη τους,
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
που τον κατηγόρησαν
οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής.
Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους,
έκανε: χμ.
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε
και δεν απάντησε τίποτα.
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες
και συφερτικές για μένα και για σας.
Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη».
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς να σας βλέπω)
ζεστές κι αφράτες εκείνες
τις ωραίες µελόπιτες,
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
τον γιό της Παρθένας.
Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που
με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία,
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
Πωπώ! τι γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
άλλοι αρπάξανε πέτρα
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
με τα δέκα νύχια μπροστά
για να τον ξεσκίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
και χασοµερίσαν όλη µέρα
για να διαφεντέψουνε την πατρίδα;
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του,
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
απὸ κέφι και δύναμη.
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
και πόνους αβάσταγους.
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
σ’ ομορφιά και πλούτο!
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
Για το καλό της πολιτείας!
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
Ο γενναίος στρατηγός!
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
όπως θαν το κάνω τώρα.
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
την καλύτερη μάρκα,
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
Τίμημα θάνατος!».
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
Όμως αληθινό παλικάρι.
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
και με τα γούστα του λαού,
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
«Διὸς κριταί!».
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
Μια κι όξω!
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
— κι αυτός βλέπει!
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
μπας κι είναι ξύκικα!
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
λουσμένος στ’ αρώματα
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
για να σώσει την ψυχή του !
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
παρακαλεί και βρίζει».
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
Σας χρωστάω και χάρη…
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
Κι αυτό ήταν όλο!…
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
Είσαστε αθάνατοι!
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
απάνου στο σανιδοκρέβατο
με την κωμικήν επισημότητα
πόχουν τα λείψανα,
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
τη δική σας αγαθοσύνη
και την παρθενιά των νόμων,
γέλασα με την καρδιά μου.
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
φέβγουν από τους πεθαμένους
και πάνε στους ζωντανούς.
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου να βρομάτε
σαν ψοφίμια δέκα μερών
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
κι ωστόσο να χετε την όρεξη
να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
πήγε ο νους μου στα ζώα :
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
τον εαφτό τους αθάνατο˙
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
σε καλύτερη ζωή.
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
να στέκεσαι πάνω στο βήμα
"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
ξέρεις τι θα γινότανε ;
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
θα κουνούσανε λυπητερά
το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...
Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
στένεψε και μάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
Έγινε μια χαρά!...
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
και τους κάλπηδες!...
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
μα κατεργάρης δεν είναι˙
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
και με τα λόγια του
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
κ' η ψυχή του...
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
Χρειάζονται παραδείγματα
για τα παιδιά μας".
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
να χω πεθάνει μοναχός μου,
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν' αγαπάνε την αρετή,
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
το δάσκαλο του Κριτία
και του Θηραμένη του κόθορνου,
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
δε βαραίνει βέβαια
μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
στο να τάσι της παλάντζας,
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
και φίλοι κι αρνητάδες μου,
και ντόπιοι και ξένοι,
και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
γύρα στο θάνατό μου.
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
"αηδόνα Μουσών",
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
"κορώνα της Ελλάδος".
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
το "Σωκρατείον",
και θα μου κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, την άνοιξη...
Θα με προσκυνάνε για θεό
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
και για ποιό λόγο;)
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
δίπλα στο δικό μου
και ν' ακούγονται μαζί μου˙
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
Μπόσικα πράματα.
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
γιατί παρέβηκα το Νόμο,
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
απάνου του και να περάσω!...
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
τόσο λιγότερ' η κρίση τους
και πιότερ' η κάκητα.
Κι αν είσαστε κολλημένοι
πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
μισό Μπερτόλδο˙
όχι τώρα, που σαστε
πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα,
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
απ' τα συνήθεια του,
να του λύσει την αλυσίδα.
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
πως χαλάω τη Θρησκεία,
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
τα σαγόνια σας,
για να με λιώσετε κει μέσα...
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
δε θα παραξενεβόσαστε,
γιατί θα πιστέβατε,
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
χρωστάτε τη ζωή σας.
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
και να πιστέβουνε πραγματικά,
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
πως είναι σωστότερο να τρώει
παρά να νηστέβει;
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
θελήσατε να σταματήσετε
τους κακούς ανέμους.
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
τις άντζες...
Όμως για να με ξεκάνετε,
μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
τους κάνετε πολύ σοφά
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
και τη μουρνταροσύνη του,
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
Και ο λαός, ο Σκύλος,
ξέχασε τις αγάπες του
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
την εφτυχία του από τον ουρανό
και να μην τήνε ζητάει από σας!
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
του τίποτα, του παίρνεις το παν!
Και σε ξεσκίζει!
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
να φιλάω τη χέρα του παπά.
Δε σας φτάνανε τούτα;
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
την άφηνα και μασκάρεβε
τα ντουβάρια με εικόνες.
Φιλούσα και τη χέρα του παπά
μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
στον ταρτουφισμό!"
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
κάπως οι απλοϊκοί,
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
το μυαλό των αλλωνών!...
Δε θα πει πως μ' αφτό
χαλούσα τη θρησκεία!
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
(μερμήγκια!...)
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
σε κάθε τρύπα
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
κι από να κούτσουρο της σόμπας
- κι από κάθε τρύπα;
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
κι ο θάνατος κι αν ακόμα
το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
καινούριο θεόπουλο...
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
μετά χαράς.
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
να τάζετε τις σκλάβες και τους
σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
και να παραδίνεστε
"σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
και τ' άλλα παπαδόσογα,
τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
να βρίσκω το σωστό,
χωρίς να βγάζει δίσκο
και να θέλει ναούς και θυσίες;
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
για χατίρι του.
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
στην καταραμένη χώρας σας!
Να τι λένε τώρα μέσα τους
οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
μα το πλήθος;...
Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
ποιος θα τους συγκρατήσει;
Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
είναι πρόωρα πράματα!...
Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
της πατρίδας και της ηθικής.
Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
θα χυθεί ν' αρπάζει
τους παράδες και τα χτήματα,
τους "κόπους" των αλλωνών
και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
Δε συμφέρει, δε θέλετε
να σας μιμηθεί κι ο λαός.
Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
τ΄άθλιο κουφάρι μου,
για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
το μεγαλύτερο φταίξιμο...
Μα χαλούσα και την ηθική!
Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
Ούλ' οι μαθητάδες μου
τα χανε περασμένα τα σαράντα...
Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
είτανε φίλοι μου...
Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
βαριεστίζουνε και το σκάνε
από το σκολειό!...
Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
να δένουνε και να δέρνουνε
τους πατεράδες τους
όταν αφτοί μπεκρολογούνε
και χαλάνε τα λεφτά τους
στο τζόγο και στις γυναίκες
κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
τα λεγα στους πατεράδες!
Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
- το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
να νικά τα πάθη της...
να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
στην ομορφιά και στα νιάτα...
Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
κι όχι αφτός δικός μου.
Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
πως ο πνευματικός έρωτας,
δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
να κλείσουν οι ταβέρνες
κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
και τα παπαδόσογα,
γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
την... ελληνική οικογένεια!...
Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
δεν τους δικάζουνε.
Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
μια μέρα,
γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
στο κρασί μου, στον καφέ μου...
Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
μήτε κι απολογιέται...
Δικάζει και θανατώνει.
Γιατί κατέχει την εξουσία!
Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
και περισσότερο παλιάνθρωπος.
Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
σας εξορίζουν,
σας λένε και "προδότες".
Και σεις μιλιά!
Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
στο παζάρι,
σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
κόβουνε τα λιόδεντρα
και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
από σας, τους πιο πλούσιους,
για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
για σωτήρα,
ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
- όχι να με δικάσει;
Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
το ξερό τους στον τοίχο,
που δεν προλάβανε να κάνουν
αφτοί χειρότερα
για να πλουτήνουνε περισσότερο.
Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
με το θάνατό του.
Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
στα πόδια της.
Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
κοίτουνται χάμου,
ναν τα κλαις.
Καράβια δεν έχετε.
Συμμάχους να πλερώνουνε
χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
και τις εξορίες που κάνατε,
κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
τον καλό καιρό της τυραννίας˙
γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
τώρα τα όσα χάσατε τότες.
Όποιος είναι στα πράματα
φοβάται την αλλαγή˙
κι ο πεσμένος την αποθυμάει
και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
και πλερώνει τα σπασμένα˙
το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
και με τα νόμιμα καθεστώτα
και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
Για να μην καταλαβαίνει
και να μην αντιστέκεται,
του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
Βάρβαροι λαοί!
Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
του κόσμου,
έχουμε τους σοφότερους νόμους,
δεν τρώμε τις ψείρες μας
κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
που μας τρώνε.
Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
δίχως προσκήματα.
Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
- την κυριαρχία του λαού!
Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
και μαχαιροβγάλτες.
"Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
- μια κι όξω.
Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
και βιαζόντανε.
Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
τα πολιτικά δικαιώματα
μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
είναι κι από σόι,
για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
χιλιάδες φτωχούς.
Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
εσείς πάτε να μποδίσετε
τη λεφτεριά της σκέψης
και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
Από κείνους επήρατε το φτηνό
και σύντομο θανατικό μέσο,
το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
μασκαρεμένη τυραννία.
"Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
Εφαρμόσαμε τους νόμους",
ακούω κάποιονε που φωνάζει.
Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
τιμωρούνε τους φταίχτες,
μα τους αδικημένους,
και να μποδίζουνε τους κλεμένους
να κλέψουνε κι αφτοί.
Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
κι αδυναμία των άβουλων.
"Δίκαιον ουκ άλλο τι
ή το του κρείττονος συμφέρον".
Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
και μοναχός μου,
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
θα πει δυνατότερος.
Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
πως έφερε την τάξη
στην τρικυμισμένη πολιτεία:
"κράτει νόμου βίην
τε και δίκην συναρμόσας".
Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
το δίκιο,
ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
και γυμνασμένα κορμιά :
οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
κι ανωφέλεφτα μυαλά :
φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
ένας Κυναίγειρος
- μυθικά προσώπατα, πλάσματα
της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
είναι οι κλέφτες.
"Παραμύθια;"...
Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
για να ξεκουραστείτε!
Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
Μπλοκάρανε το λοιπόν
τους φτωχούς της πολιτείας
κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
τους είπανε:
"Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
με το ψωμοτύρι,
τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
και τις απάτωτες καλύβες σας,
που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
και να πεθαίνετε.
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
κ' αισθαντική καρδιά˙
θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
Κι όποιος από σας του γουστάρει,
θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
της τιμής και της περιουσίας σας
- μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
φτάνει να βρίσκεται,
και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
στο Κράτος,
- στον εαφτό μας!
"Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
και να μην τρώτε
κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
ενάντια στον εαφτό σας.
Και για να μην πλακώνουν
απ' άλλες στεριές και θάλασσες
κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
το υστέρημά σας
και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
για να μπορείτε να διαφεντέβετε
τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
δηλαδή την πατρίδα.
Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
να σκεφτείτε το συφέρο σας
και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
(ψηλά τα χέρια!).
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
και λέφτερα σκεφτότανε.
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
το καλοκαίρι
- και σωρό γυναικούλες όμορφες
τους ψειρίζανε το σβέρκο
και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
(πολύ συντελεί!).
Κ' η εφτυχία τους, είτανε
δύναμη της πατρίδας
κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
τους έδιωχνε,
ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
Γελάτε και με το δίκιο σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
μήτε θα γίνει ποτές!
Παραμύθια, βλέπετε.
Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
"Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
παραδίνεται, για να σωθεί,
στο έλεος του Θεού
και στους νόμους των Κλεφτών".
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
τί περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό,
στριµένονε και φαρμακόψυχο.
Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
τα βαζε με τους άλλους,
που κοιτάγανε τη δουλειά τους.
Τού φταίγαν εκείνοι για
τη δικιά του την κατάντια!
Κι όλοι φέβγαν από κοντά του
-- μήτε το διάβολο να ιδείς
μήτε το σταβρό σου να κάνεις!
Ύστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε
πλερωμὴ για τη σοφία του!...
᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται
με το στανιό
και να τον πλερώνουμε κιόλας!...
Τώρα του δώσαμε την πλερωμή,
που του χρειαζότανε!
Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι
μήτε πιό φτωχοί!
"Ὅμως θά χουμε έναν μπελὰ λιγότερο!»
᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι,
παίρνετε τα σκιάχτρα
γι’ αληθινοὺς ανθρώπους
καὶ τους αέρηδες για θεοὺς·
εγὼ τους ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα
καὶ τους θεοὺς γι’ αέρηδες.
᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κι εγὼ βλέπω.
Βλέπω, γιατί έχω περισσότερο µυαλὀ,
το περισσότερο, που γένηκε ποτέ
στη χώρα σας.
K’ επειδή μπορούσα να βλέπω,
γι’αφτό και μου φανιζόντανε όλα
κατάµαβρα κι άσκημα.
᾿Αφού κατάλαβα, πως οι τριγυρινοί µου
δεν είναι ψυχές και πνέµατα, μα κωλάντερα,
κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό
μα το θάνατο
δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
να γίνω καλύτερος.
Είμουνα.
Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
Ακαμάτης κοροϊδέβα τα σκιάθρα σας
στο φανερό
και τον εαφτό μου στα κρυφά.
προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
και το άβριο· δηλαδή τον θάνατο.
Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
μια και καλή με το στουρνάρι
Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
τελεφταία θα με φάτε...
Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
δεν αξίζουνε τίποτα.
Κι έτσι δεν έχανα και το καιρό μου
ναν τα γράφω.
Αν τά γραφα, θα μου καίγατε τα βιβλία μου
στην πλατέα,
καθώς κάψατε και του μεγάλου Πρωταγόρα.
Απελπισμένος απ' όλα παραδόθηκα
να με σκοτώσετε μεταχαράς.
Δε μεταχειρίστηκα, για να σωθώ,
μήτε την πολιτική δύναμη,
μήτε τα χρήματα των φίλων μου
μήτε ψεφτιές μήτε κι αλήθιες.
Κι αν μου αφήνατε την πόρτα της φυλακής
ανοιχτή, δε θά φεβγα.
Για να ζήσω κι άλλο;
Και δε νομίζετε, πως γεράζοντας
ακόμα περισσοτερο
μπορούσα πάνου στο ψυχομαχητό μου
να φοβηθώ, να μετανιώσω
και να φωνάξω τον παπά
να με ξεμολογήσει; Τι ντροπή
«Και γιατί δεν έγδερνες πρώτα
την Ξανθίππη,
που σου τις έβρεχε με την παντούφλα;»...
Μα γιατί μουνα φιλόσοφος!
Αναγνώριζα πως είχε δίκιο.
Της άφησα της κακομοίρας
ούλα τα βάρη του σπιτιού
κι εγώ γύριζα στους δρόμους κ'έκανα παρέα
με πλούσιους κι αρχόντους,
με τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή,
τον Κρίτωνα, τον Καλλία τον Πλούσιο...
Και καλοπερνούσα.
Τα παιδιά γυρίζανε ξυπόλυτα...
Και κείνη τους έδινε την αναθροφή,
που χρείαζεται για να γίνουν
«καλοί πολίτες», σαν κ'εσάς.
Όταν βλαστημούσανε,λέγανε ψέματα και
κλέβαν από τα περιβόλια της γειτονιάς,
δεν τά δερνε·
κι όταν σκοντάβανε και χτυπούσανε
και σκίζανε τα ρούχα τους,
τά σπαζε στο ξύλο.
«Δε θα μοιάζετε στον πατέρα σας,
τον αχαΐρεφτο».
Είχαμε βέβαια την καλύβα μας, το κοτέτσι
μας και το γουρούνι μας στημ αβλή,
πεντακόσα κλήματα πέρα στο Γουδί
με καμιά σαρανταριά λιόδεντρα...
Κι όλα κείνη τα φρόντιζε και τα δούλευε
μοναχή της.
Μα δεν είτανε ζωή!
Με τα χρόνια παάγινε η δύστυχη!
Τσακωνότανε για τίποτα με τις γειτόνισσες
(εγώ τό στριβα νωρίς νωρίς από το σπίτι).
Μόλις φανιζότανε στη βρύση
με τον γκαζοντενεκέ της,
ούλες τραβιόντανε πέρα και την αφήνανε
να γεμίσει πρώτη.
Τρέμανε τη γλώσσα της και τα νύχια της.
Και δεν της έφτανε τόσο χρονώνε
βασανισμένη ζωή,
πήγα και ξαναπαντρέφτηκα,
κοντά εξηντάρης κρεμανταλάς,
τη Μυρτούλα, τη αγγονή
του Αριστείδη του Δίκαιου,
καλή ψυχή σαν του παππού της
κι αξέβγαλτη παιδούλα
που μύριζε γάλα.
Κι αρχίζοντας με τη δροσερή λαφίνα
τα σαλιαρίσματα,
της έκανα χωρίς κόπο δυο παιδιά --
και μάλιστα σερνικά!
Και δε γύριζα πια να κοιτάξω
τη ξεβρωμένη την Ξανθίππη.
Και κείνη γινότανε θεριό.
Ξεμάλλιαζε κάθε μέρα, γρατζούνιζε και
άφηνε νηστική τη κακομοίρα τη κοπέλα.
Κ'εγώ που να μιλήσω!
Έτσι μαράζωσε κ'έλιωσε στα πόδια της
κι ασκήμηνε.
Την παράτησα το λοιπόν κι αφτήνε --
δε με τραβούσε πιά.
Και σύχναζα στης Ασπασίας, στης Θεοδότης,
στα γυμναστήρια...
Φταίω βέβαια κ'εγώ, μα φταίει κι ὁ νόμος
πιο πολύ,
που μας έβαλε να πάρουμε
καὶ δέφτερη γυναίκα,
για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
Να δουλέβω!... Τί να δουλέβω ;
Μια φορὰ στα νιάτα μου έκανα το μαρμαρά
κοντὰ στὸν πατέρα μου.
Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος
του γυναίκειο κορμιού,
κάθισα, για να μερώνω την ψυχή μου,
κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
που μαζὶ τις πίστεβα και τις αποθυμούσα.
Κι όταν τις αποτέλειωσα, βρέθηκα
να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
Κι αργότερα, πολύ συχνά,
έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης,
γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ να ξαναθυμούμαι
τὰ παλιά.
Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες
της νιότης καὶ δεν πιστέβω
μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
της Τέχνης...
το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί
στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως,
γιὰ να φτιάχνω και να πουλάω μαρμαρένιους
σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα...
Ολ' αφτὰ μοναχὰ να τα κοροϊδέψω
θα μπορούσα τώρα.
Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
Μού δεσε τα χέρια·
δεν μπορώ πιὰ να κάνω τίποτα.
Μήπως να «δουλέβω» σαν καὶ σας,
που σταβρώνοντας τα χέρια σας
αγκομαχάτε ποιός θα γελάσει τὸν άλλονε
καὶ ποιός θα πουληθεί περισσότερο;
Μιὰ φορά, σα με καλούσαν η τιμὴ της
πατρίδας κι ο κατάλογος των εφέδρων
να σκοτώνω τους ὀχτροὺς η να σκοτωθώ,
πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος
καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
Συλλογιζόμουνα, πως οι συντρόφοι μου
θα χυθούνε μετὰ τη μάχη
στα τριγυρινά χωριὰ να σφάζουνε
τὸν άμαχο πληθυσμό,
να κλέβουν ὅ,τι λάχει
και να βιάζουνε τὶς γυναίκες.
Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς.
Μπορούσα να πίνω με την κούπα
κ' είκοσι ώρες κορδόνι,
κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου
μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
μέσα στα ξερατά,
στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες
- έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ;
Μοναχοί σας με παρανομιάσατε
θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα
και τόσο μερακλής.
Έτρωγα μιὰ φορά τη μέρα και λίγο.
Είμουνα πολύ παχύς και θαμ' έβλαφτε.
Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό
για να χω και το μυαλό μου
φρέσκο κι αλέγρο.
Όποιος κοιμάται πολύ και τρώει λίγο:
ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
Δε σκουριάζει και δεν ξυνίζει
το γαίμα του,
δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
Έπαιρνα με το πρώτο χρυσορόδισμα
τα μακρινά χωράφια.
εκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
στην ούγια του πεφκόδασου,
αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω
και να με θαμπώνει,
και πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεά
μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
Κ' η θεά τό γραφε στα κατάστιχά της.
Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε
το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
Ά ! δε θα γινόμουνα
τόσο μεγάλος άνθρωπος,
αν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου.
Είχα στομάχι κούρκου.
Μπορούσα να καταπίνω και να χωνέβω
καρύδια με τα τσόφλια τους,
καρφιά σκουριασμένα και φούχτες άμμο.
Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου !
Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
Κι όμως έτρωγα λίγο.
Μπορούσατο λοιπόν να ηὴ δουλέβω,
δηλαδή να μην πολιτέβομαι.
Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
πώς δε σκορπούσα
χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα
παντου φαρμάκι και χολή;
Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα
πέρα πέρα σα νά σαστε γυαλένιοι.
Κι επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα
μοναχός μου, κορόιδεβα.
Ά ! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα
η κοροϊδία.
Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη.
Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
και κρίση και πείρα της ζωής.
Και να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις
ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια.
Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος
της φιλοσοφίας.
Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα
από το δράμα
της συλλογής και της απελπισιάς για να
φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο.
Κι αν μπορέσεις να φτάσεις !
Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα
να μη σας βλέπω.
Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
πότε στις παλαίστρες.
Τὰ παιδιά με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
τα λυγερά σαν τὰ στάχια,
με κάνανε να ξεχνιέμαι σαν εμπροστά
στην απέραντη θάλασσα
τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
Γέλια, ξεφωνητά και πείσματα...
χαρούμενος αέρας,
που με σιγομεθούσε και με βύθιζε
σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
"Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί
και μου ρχότανε να σηκωθώ κ' εγὼ
να κυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη
και στον μπουχό,
σαν τοὺς γαϊδάρους το καλοκαίρι
με το σαμάρι στην πλάτη,
- και να γκαρίζω,να γκαρίζω !
Αν εκείνη την ώρα με ζύγωνε κανείς,
για να μου κάνει τον έξυπνο,
θα τον έτρωγα ζωντανό.
Ύστερις, όταν έφεβγα,
τραβούσα σκυφτός και συλλογισμένος
τοίχο τοίχο
και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα...
τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
Χωρίς ναν το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
ξαφνικά στα λιβάδια.
Να !να! να! έδερνα με το μπαστούνι μου
τα στάχια και τά στρωνα χάμου.
έτσι ξεθύμαινα και ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ
θα γίνω παιδί μήτε και σεις ανθρώποι,
Το καλοκαίρι ! Χρυσή εποχή των φτωχών...
Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια
το κορμί μου και τη σκέψη μου.
Όλα μου το είναι βοούσε και φουρφούλιζε
χαρούμενα σα λέφκα στον ὄχτο,
γεμάτη αστράματα
και πουλιά και τζιτζίκια.
Και στη ρίζα κουλουριασμέν' η ψυχή μου
μὲ το κεφάλι ψηλά καρφωτό,
πυρωνότανε στον ήλιο και κατέβαζε
πλήθιο το φαρμάκι
στα κανάλια των δοντιών της !
Και αλί σε κείνονε, που δάγκωνε ...
Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε
στη δόξα του καλοκαιριού,
το Μάη με τα λουλούδια ... την ώρα,
που 'χω το πιότερο φαρμάκι ...
Αν είτανε χειμώνας, δε θά βγαζα λέξη.
Μα τώρα γλεντάω και φραίνομαι
να σας δαγκώνω.
(βήχας)
Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε
δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
Διηγήθηκε στο δικαστήριο
μιὰν ημέρα της ζωης του.
Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στην αβλή πάνου
σε στρατιωτικές μπατανίες και τσουβάλια,
κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσα να κλείσω
μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
(παλιό το σπίτι, βλέπετε),
τις ιδέες η κάκητα.
Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο !
Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ,
ξακολουθεί να δουλέβει...
᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας,
τις βάζω σε τάξη, τις ξεκαθαρίζω.
Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες,
που θαν τις ξεφουρνίσω
το πρωί στην ᾿Αγορά...
Στάσου και θα δείς, τί έχω να σε κάνω
κύριε Τάδε...
Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργά
πολύ κλείνουνε βαριά τα μάτια μου.
Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης,
πετιέμαι ψηλά σὰν το πετεινάρι
κι αρχίζω να λαλώ: να πειράζω
τὴν Ξανθίππη...
Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά
μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
καὶ τραβάει νερό.
Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα
τὸν κουβὰ γεμάτο.
Κι ενώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
μὲ τα μανίκια
καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα...
κείνη δυναμώνει το χαβά της.
«Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτα να κοιμηθώ.
Κλωτσούσες, ροχάλιζες, έτριζες τα δόντια
σου και βρωμούσες σκόρδο.
Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;»
(Ὅλοι κοιµόμαστε στην αβλή κατάχαµα,
ο ένας πλάι στον άλλονε).
Αί τότες εγώ βγάνω φτερά,
της τσιµπάω το μπράτσο... και δρόµο !
Αν δε με βρίσει πρωί πρωί, θα µαι
ξυνισμένος κι άκεφος όλη την ημέρα !...
Πριν πάει μισό καλάμι ὁ γήλιος
κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό και ξεπορτίζω.
Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικά
καὶ χαράζουνε στον αέρα
δυό φωτεινές γραμµές,
από την καβαλίνα του δρόμου
στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς.
Στρίβω δεξιά καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά...
περιβόλια... ρεματιές...
ν' ανασάνω βαθιά...να ξαλαφρώσω...
᾿Ακούγονται μακριά στις δημοσιές
τὰ πρώτα κάρα,
που κατεβαίνουνε στην ᾿Αθήνα γεμάτα
δροσερά λαχανικά και φρούτα.
σε λίγο στα καλντερίµια των σοκακιών
ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών
μὲ τα χουγιαχτά των αγωγιάτηδων.
Λεκάνες και ντενεκέδες αδειάζούυνε
σαπουνόνερα και λάντζες ὅπου τύχει.
Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών...
Τα χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα
πανε να δικάσουν
η να συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
γιὰ τὶς δεκάρες...
Όσο να κατέβω στο παζάρι, σύνεφα μύγες,
κουρνιαχτός, κάτουρα,
που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα
μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα.
Κιαλάρω μαζωμένους στη στοὰ τον Κόλια,
τον Πρίφτη,
το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίκα...
τοὺς μεγάλους άντρες !
Εἶναι μαζί τους κι ο κύριος Τάδες.
Κι αν δεν είναι, θά ρτει.
Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
Τους λέω τα σπουδαία της ημέρας :
για το γάιδαρο του Μελέτη,
πού σπασε την τριχιά του ψὲς το βράδι
και λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια
κυνηγώντας μια καλοθρεμένη τσακίστρα·
γιὰ το κρασί του Μπαρμπαχρίστου,
που ξύνισε κι ο γιατρός δεν μπόρεσε
ναν το γιάνει΄
για την Παπαλάμπραινα,
που σήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι,
γιατί τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψες
ὁ µανάβης,
είτανε και μικρό και πικρό φαρμάκι !
Και ποιός είτανε αφτός ο κ. Τάδες ;
Ο σοφιστής, ο πολιτικός, ο ποιητάκος.
Όσοι φαντάζονται πως είναι πανήξεροι,
και τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα.
Τους αλάλιαζα.
Όχι γιατί θελα να φαίνομαι
καλὐτερός τους.
Δεν αξίζει τον κόπο νά ναι κανείς
πρώτος η τελεφταίος
ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε
πως είναι πρώτοι.
Τοὺς τσάκιζα, καθώς τσακίζουμε
τοὺς κοριούς...
Δε ζητάμε δηλαδή ναν τους καλυτερέψουµε
μήτε να σώσουμε τους γειτόνους η
τις μελλούμενες γενιές των Ἑλλήνων !
Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο,
τα κατάφερε να καλυτερέψει,
να γίνει θεοφοβούμενος και να μην τρώγει
κρέατα ζωντανά, µά...
ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ
τ᾽ αγόραζε πρωί πρωί στο Λαχανοπάζαρο.
Για την πλεμπάγια την παρακατιανή,
για σας, ένιωθα μονάχα λύπηση.
Ο νους, η καρδιά κ᾿ η πράξη σας
δεν είναι δικά σας :
αιστάνεστε, νογάτε και κάνετε
ό,τι συφέρνει στοὺς Λύκους./////
Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως εἶναι καὶ δίκιο
καὶ θέλημα των θεών,
αφτοὶνατρώνε κρέας ανθρωπινό καὶ
σεις ραδίκια βραστὰ -- καὶναβρίσκονται !
Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλείο !
᾿Ερχόντουσαν από πολὺ µακριά. ψηλοί,
γεμάτοι, χαρούμενοι.
Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
καὶ γινόντανε σε μιὰ βδομάδα
βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα.
Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
σπαρµένους άστρα µαλαματένια,
κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
στὸν καθρέφτη,
προβαίνανε αργὰ καὶ πίσηµα
μὲ τα σκαλισµένα μπαστούνια τους
καὶτο φιλντισένιο μηλο, σὰ βασιλιάδες.
μας περνούσανε για επαρχιώτες ---
καὶ τάχατες δεν είμαστε ;
'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε
το µίληµά τους κελαηδιστό καὶ ζαχαρένιο.
Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών
ἢ τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα
τών παιχνιδιάρικων ματιών
κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιό
τσαχπίνισσες καὶ πιό λαχταρισµένες.
Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε
στ᾽ αφτιά σας,
ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
απάνου στὴν πέτρα,
μὰ εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε
τὶς αληθινὲς από τὶς κάλπικες.
Ο Πήγασος της ρητορείας τους
σας ανέβαζε καμαρωτός
στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών,
κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
της Πεντέλης,
δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του.
Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης,
εχάνατε στο τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
γινάµενοι σαντοὺς ἥσκιους
του Κάτου Κόσμου.
"Όταν λοιπόν εγὼ τοὺς αρωτούσα ξαφνικά :
«Έχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
γιὰ να φωνάζετε τόσο ,»
χάλαγ᾽ εφτὺς η παράσταση.
Καἱ σεις από τα ψηλά, που ἁρμενίζατε,
πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
της γης καὶ τσακιζόσαστε
σαντὶς χελώνες του Γεροαίσωπου.
Είτανε λοιπόν ναμὲ χωνέβετε ;
Εγὼ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τα παπούτσια.
Ποτές µου δεν πηγαναψηφίσω'
ναδιαλέγω μοναχός µου
ποιός κλέφτης θαμὲ κλέβει
καὶ ποιός τζελάτης θαμὲ κόβει.
Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες,
γιὰναθυµώνετε σεις κ᾿ εγὼ να γελάω
Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
Πέντε µνές...
θαπει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο.
᾿Από την τιμή καταλαβαίνεις
τὴν αξία της πραμάτειας.
᾿Εγὼ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα
τζάμπα καὶ κανένας δεν τηνε δεχότανε.
θαπει πως δεν άξιζε τίποτα.
Μὰ θαπει καὶ κατιτὶς άλλο :
γιὰ να επιμένω
νασας τηνε δίνω μετο ζόρι
καὶ με κίντυνο της ζωης µου,
κάποιος ὀχτρός σας θαμὲ πληρωνε.
Προπαγάντα !
Οἱ Σλάβοι με πλερώνανεναξεβιδώσω
τὴν ιδεαλιστικὴ μηχανή της πολιτείας !
Μὰ για να µπορώ να ρεζιλέβω
τὴν παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων,
δε θα πει πως εἶχα δίκιο, μὰ πως είμουνα
πιό πονηρός καὶ πιό καπάτσος από δάφτους.
Μπορούσανακάνω τ' άσπρο µάβρο.
Σημάδι των καιρών...
᾿Αφού με τὶς λογης αλλαξοκαθεστοσύνες
καὶ προδοσίες
µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
ρίξατετο φταίξιμο σε μένα.
Εγὼ με τη διδασκαλία µου
καὶ με τὶς κοροϊδίες µου
κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ των πολιτών
κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
είμουνα λοιπόν κ᾿ εγὼ ἕνας
από τοὺς σοφιστάδες !
Μακάρι !
Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, που
κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία,
χτύπαγα μαζὶ
καὶ τὶς μεγάλες τους αλήθειες...
Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
κάθισα καὶ συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους.
Μέσα µου τί χαλασμός !
Λυπᾶμαι πολὺ, που δεν πρόλαβα
ν᾿ ανοίξω την ψυχη µου στὸν κόσμο,
πρὶν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε
γιὰ πάντα με μιὰν ὀργιὰ χώμα !
Αἴ ! στο τέλος της απολογίας µου
θασας αμολήσω τα σφαλάγγια,
που βράζουνε µέσα µου από καιρό.
νακι ὁ πολιτικός αριβάρει.
Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια
καὶ πίσου αφτός.
Πριχού πατήσειτο ποδάρι,
δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του
σὰντο µουλάρι.
Ξεροβήχει, γιαναγυρίσουμε
νατὸν κοιτάξουμε.
Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει.
Σφίγγει τα χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
καὶ με δύναμη.
Mὲ τέτιο δυνατό χέρι βαστάει
το τιμόνι του Καραβιού.
μας αγαπάει καὶ γίνεται θυσία για μας !
Γιὰ χατίρι µας βουτάειτο δημόσιο ταμείο,
γιὰναδίνει σ᾿ εμάς
καὶ για χατίρι µας τσαλαπατάει
τοὺς νόμους, για να μας σώζει.
Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε
ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
καὶναμὴν κρατᾶμετο λόγο
μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζης,
εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
“Αν νικούσαν οἱ στρατιώτες,
αφτός δοξαζότανε.
Μά κι ἂν τηνε παθαίνανε,
αφτός δεν πάθαινε τίποτα.
δεν έφταιγε. Φταίγανε...
θασας το πω παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
Κι άν παράδινετο στρατό στοὺς ὀχτροὺς
κι ἂν τοὺς πουλούσε τα κάστρα
κι ἂν έφεβγε πρώτος πρώτος,
ποιός θαμπορούσε να τὸν κατηγορηήσει ;
᾿Αφτός είταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα
καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
καὶ του λεγα
«Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
στὶς τρύπες τους,
σαντὰ ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
Ποιός κὺρ Θόδωρος;
“Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν.
Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
νά κι ανασκουμπώνοντα!.
Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
νὰν τοὺς κάνειτο νόηµα.
Μὰ τούτος δεν εἶναι τόσο µπόσικος.
Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ.
Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά,
που καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
"Ὑστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί,
γιὰναπάρουνετο µέρος µου.
δεν εἶναι φιλοσόφοι, δεν εἶναι φίλοι µου·
εἶναι λέρες σανκι αφτόν.
Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του.
«έννοια σου», λέει µέσα του,
«καὶ θασου τηνε φέρω εγὼ
εκεί που δεν το περιμένεις».
Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε
πώς να με καλοπιάσουνε,
γιὰναμὴν τοὺς βρίζω.
Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μου
στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια :
κόκκιν᾽ αβγὰ καὶ τσουρέκιατο Πάσκα·
γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά·
τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδαςτο Φλεβάρη·
ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε
η Ξανθίππη, πως εἶμαι κορόιδο.
Στο θεό σας ! Θέλανε
ναμου κλείσουνετο στόµα ! Θά σκαγα...
Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανός από
δάφτους μου στειλε για σκλάβους
δυό αραπάκια των ἑκατόν ἑξήντα μηνών,
που δεν ξέραν ἑλληνικά·
κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
«Γιὰ νὰν τα κάνω», μου γραφε,
«φιλοσόφους» !
Τὰ τύλιξα με μισό σεντόνι
(είτανε τσίτσιδα)
καὶ τα ξανάστειλα πίσου.
Ποιός θὰν τά τρεφε ;
᾽Αφτότο περιστατικότο ξέρουνε πολλοί.
Κείνη τη µέρα σηκώθηκε
ὅλοτο Κολωνάκι στο ποδάρι.
Βγήκαν από τα σπίτια καὶ τα µαγαζιά τους
κι αραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
γιὰ νὰν τα κοιτᾶνε, που περνούσανε
πιασµένα χέρι χέρι...
Καὶ τί, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε
κατόπι ;
Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τα θελε
νά ταν άσπρα !
'Ὁ Περικλής, σανάκουσεναγίνεται
τόση κουβέντα για μένα,
έβαλε την ᾿Ασπασίαναμὲ φωνάξει
στο παλάτι του.
Καὶ κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
Μπορούσαναχαλάσωτο χατίρι
του καλόπαιδου
καὶ της μεγάλης αρχόντισσας ;
Πήγα με σκοπό να τσακωθώ.
Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς έλεγα,
δε μου φέρνανε αντίρρηση.
Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
σας εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
γελώντας τη σουβλερή του καράφλα
καὶ με παρακινούσενακακολογώ
τοὺς ὀχτρούς του
καὶναλέω αρσίζικα χωρατά.
Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ
μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα
τούτην εδώ την παλιοπατατούκα,
που βλέπετε, καὶ μου λεγε σιγανά :
«Βγάλ’ τηνε, καημένε,
νασου τηνε µπαλώσω ...»
Μου κάνανε μεγάλα ικράµια καὶ μ᾿ ακούγανε
μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
Μὰ δεν εἶναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα
καὶ τὸν Περικλή.
Μού δινετο λόγο του, πως ὅπου νά ναι,
θὰν τα ταίριαζε με τοὺς Μωραΐτες
καὶ θατέλειωνε τὸν πόλεμο...
Τώρατο βλέπω, με κορόιδεβε.
Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
Αν εζούσε, θαπολεμούσε ακόμα Ι...
Εξουσία καὶ πόλεμος δεν μπορεί
ναχωριστούνε !...
Θαρρώ βγηκ᾽ απότο θέµα...
Γεροντικὴ φλυαρία.ναμὲ συμπαθᾶτε !
Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που
κουβεντιάζουνε με τοὺς θεούς,
σανπαλιοὶ κουμπάροι...
Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ με κομένα μάτια,
κει που περπατᾶνε
σκορπίζοντας αρώματα
καὶ χάχανα καμπανιστά,
σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια
καὶ κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι.
Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν
άγγελοι των Θεών
καὶ τοὺς καλούνε
στὸν "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿
Εκεί μεθᾶνε κ εδώ χρησμολογούνε.
Μὲ τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν
από τα δεσμὰ της µαταιότητας.
᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’᾿ ὅτι αγγίσουνε
μὲ την πνοή τους.
Χάρη σ᾿ αφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
Καλὴ ὥρα σὰντο Μέλητο...
Αμα λοιπόν τοὺς έπαιρνε το µάτι µου
καὶ τοὺς χαιρετούσα :
«τί μου γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
θυµώνανε κι αφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
Καὶ νά πούρθανε τα πράματα δεξιὰ
κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου.
Στο αναμεταξὺ μου γραφαν
επιγράμματα τσουχτερά,
που κάνανε τη βόλτα τους
στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
Ὅσο που κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
ὁ μόνος που του ταίριαζε νά ναι ποιητης,
γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
μ᾿ ανέβασε στο θέατρο...
Πρωταγωνιστης των «Νεφελών» !
Γελούσε ὁ κόσμος κ᾿ εγὼ καµάρωνα...
ὅσο που μ᾿ αναγκάσανεναπηδήξω πάνου σε
μιὰ καρέκλα γιαναμὲ ιδούνε !
᾿Από τότες έγινα «σπουδαῖος» άνθρωπος.
“Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλούσε για μένα...
Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε,
μήτε με λογαριάζανε.
Μετὰ την παράσταση με πηραν οἱ φίλοι
καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
ναγιορτάσουµε τη δόξα µου.
Γενήκαμε στουπὶ στο µεθύσι κ᾿ είπαμε
σωρό καρίπικα τραγούδια...
Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι...
Πατούσα στὰ νύχια, γιαναμὴ
μὲ μυριστεί η Ξανθίππη.
Μὰ πού ! Τινάχτηκε απάνου
κι άρχισε τὸν αναβαλλόμενο...
«Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις εἶμαι
ὁ μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
(έτσι τό λεγα, γιανατὴν καλμάρω).
Καἱ σύ, που μ᾿εἶχες του µπάτσου
καὶ του κλώτσου !...
Μ’ ανεβάσανε στό θέατρο...»
Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο
κ᾿ύστερις για πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε καὶ μού πε:
«χρυσό µου !»
Ὡςτο πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξεναβρείς
καμιὰ δουλειά᾿να διοριστείς...
καὶ νὰν τ᾽ αφησεις αφτά...
Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !»
᾿Αφτὰ που σας διηγήθηκα δε γινόντανε
κάθε µέρα τα ἴδια.
Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
ναφέβγω από τὸν κόσμο...
νακατεβαίνω στὴ θάλασσα την πολύμορφη
καὶ χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ
ναπέφτω µέσα,νατὴν αγκαλιάζω
καὶναπηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
συντροφιὰ με τὶς Νεράιδες
καὶ τοὺς Τρίτωνες.
νακυλιέμαι κατόπι
στὴν πυρωμένην αμμουδιά,
ναξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στὸν ἥλιο
καὶνατόνε χορέβω σαντόπι πανου
στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
Έπαιρνατο λοιπόν τ'απόμερα σοκάκια καὶ
τραβούσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
᾿Εκεί στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
κι έβγαζα τό να τσαρούχι
κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα
το δεύτερο τσαρούχι.
Τά σφιγγα καὶ τα δυό κάτου στὴν ἁμασκάλη
-- γιαναμὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυό κατέβαινα στο Φάληρο.
Καμιὰ φορὰ μου τύχαινεναπατήσω
καμιὰ μαγαρισιὰ
(γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τα σοκάκια !).
«νατὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
«Καλύτεραναπατᾶς µαγαρισιές,
παρὰνασκοντάβεις ὅλη µέρα
πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
«'"Ελληνες Ἑλλήνων”
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
Καιρός να σας εξηγήσω
καὶ τη φιλοσοφία μου...
Τι κατσουφιάζετε ;...
Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
Αξαφνα,το πώς μου ρίχτηκε κάποτες
ή Θεοδότη...
Μὰ δε με παίρν' η ώρα.
Ανάγκη, πρὶν πεθάνω,να μαθεφτεί,
πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
τὰ σφάλματα της διδασκαλίας του
καὶ μετάνιωσε...
Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως
δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - εγώ !
Καὶ πικαρίστηκε.
Το βαλε πείσμα να με καταφέρει.
Μὲ καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της
να συζητάμε φιλοσοφία.
Κι όλο τύχαινεναλούζεται, ν' αλείφεται
καὶναπροβάρει γυμνή μπροστά μου
τους νέους χορούς της.
«Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε,
«δεν παρεξηγείς»...
Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
γιὰναξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
κ' ενώ ζεστός καὶ φωτεινός ὁ κόρφος της
ανεβοκατέβαινε γρήγορα,
της μιλούσα γιά την αθανασία της ψυχης.
Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μου λεγε :
«Ξέρω σωστοὺς εξηνταεννιὰ τρόπους
νακάνω τὸν έρωτα».
Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
«Τι έχεις;» με ρωτούσε.
«Κοιτάω να βρώ, ποιός από
τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
εἶναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»...
Φωνές: «Ποιός εἶναι; Ποιός εἶναι;»
Βλέπετε, πως χρειάζεταιναξέρουμε
καὶ φιλοσοφία :
Έτσι κ' η Θεοδότη, σανκ' εσας,
μὲ ρωτούσε καὶ με ξαναρωτούσε...
«ποιός εἶναι :»
"Ὥσπου μιὰ µέρα, γιαναγλυτώσω, της λέω :
«Ο τρόπος αφτός εἶναι νὰ... δείρεις πρώτα
δίχως λύπηση τη γυναίκα
καὶ κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
στο πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
νατὴν αναποδογυρίζεις...»
Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου
καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της
μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε».
᾿᾽Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχὰ
γιὰ να σας πειράξω.
Θέλησα καὶ με τρὀπο να σας µπάσω
στὴ φιλοσοφία µου...
Πάλε κατσουφιάζετε :
Έλληνες αρχαίοι
καὶναφοβόσαστε τη σκέψη Ι...
'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί»
σανκ᾿ εσας δεν πάειναπονοχεφαλιάζετε.
Μ’ ὅσο κέφι μου περισσέβει, θακοροϊδέψω
τώρα καὶ τη φιλοσοφία µου.
Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θαµισοκαταλάβετε,
πὼς ἂν δεν ὑπάρχει στὶς ερωτοδουλειὲς
απόλυτον «εἶδος»,
άλλο τόσο δεν ὑπάρχει
καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
Καὶ πρώτα πρώτα δεν εἶμαι φιλόσοφος.
Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες,
μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βημα
κι άδυτα των αδύτων.
Είχα βρει μοναχὰ μιὰ δικιά µου
«μέθοδο» σκέψης.
Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό
καὶ σκανταλιάρικο,
μού δωσε πιστοποιητικό σοφού
κι ὄχι φιλοσόφου.
Καὶ δε με σύγκρινε με τὸν τρανό
τὸν Πυθαγόρα, τὸν έμπεδοκλή
τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους άλλους,
μὰ μετο Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
-- με δυό ποιητάδες !
Φαίνεται, ήθελεναρεζιλέψει κι αφτουνούς,
ὁμολογώντας,
πὼς ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου
το «τίποτα»,
κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ
μὲ δυό φημισμένους «άερολόγους»
-- κείνοι της καρδιᾶς
κ᾿ εγὼ του στοχασμού.
ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε
φιλόσοφο,
μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε».
'Ὁ θείος Καπνός των Δελφών, που με
ρεκλαμάρισε σε ὅλοντο κόσµο για σοφότατο,
δεν αστειεβότανε. Ηθελεναμὲ στραβώσει.
ναμὲ κάνειναπιστέψω,
πὼς εἶχα βρει την ᾿Αλήθεια,
γιὰναμὴν την αναζητώ καὶ την πετύχω
καμιὰ μέρα,
-- Φοβότανετο µεγάλο μυαλό µου.
Δε συφέρνει καὶ στοὺς αθάνατους ᾽Αφέντες
ναµαθαίνουνε την αλήθεια
τὰ ζωντανατης γης.
Καὶ σανεἶδε, πως άρχισα
νατηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό·
έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας
καὶ σας φλόμωσε γιαναμὲ σκοτώσετε...
Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς
εἶμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια,
πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν
ὅτι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς :
ὁ πρώτος κοροϊδεφτης.
Όταν ακόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα
στὴν αγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους,
παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα
µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες
κι ὅλες φαινόντανε σωστές.
Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά,
πὼς εἶναι καὶ σωστές.
Στὴν αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου
κι αργότερα μετο γινωμένο
προσπαθούσαναβρίσκω πάντοτε
μιὰ μοναδικὴ γνώμη,
που νᾶ ναι σε καθε περίσταση
καὶ για ὅλους ὑποχρεωτικὴ,
δηλαδη παντοτινη κι ανάλλαγη, πάνου από
καιροὺς καὶ τόπους κι ανθρώπους,
-- απόλυτη.
Θά πρεπε νά χει κάτιτο θεϊκό µέσα της,
νά ναι «ιδέα».
Καἱ για νὰν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε
καθόλου
ναφάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο,
πού ναι διαβατικός καὶ ψέφτικος,
μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι
κι άυλη κι αθάνατη.
στὰ βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες
οἱ ιδέες - αλήθειες
κάτου από σκουριὰ πολλή,
που τηνε σωριάζουνε µέσα της
οἱ αἴστησες - αποθυμιὲς
κ᾿ οἱ αποθυμιὲς - συφέρα.
Γιὰνατὴν ξεσύρουµε λοιπόν στο φὼς
της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμής.
Καὶ γίνηκα με τα χρόνια
μαμὴ της πολιτείας.
Έπιανα τὶς ψυχὲς των ανθρώπων, τὶς μάλαζα
μὲ τρόπο
κ΄ έχωνα στὴν ανάγκη µέσα τους
τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες
γιὰναβγάλωτο μωρό.
Ξεγεννούσα τὶς αληθειες,
ω άντρες ᾿Αθήναίοι,
γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός
καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
Γιατί ;
Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, για νὰ
φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία,
τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τη σκουριά τους :
Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη,
Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ
κι ὅλα τα ρέστα που δεν εἶναι
μήτε πρώτες αρχὲς μήτε χ᾿ έσχατοι σκοποί·
μήτε χαρίσματα των θεών
μήτε κατορθώματα του νού,
μὰ πλάσματα καιρικα, με νόηµα τρεχούμενο
κι άπιαστο, µέσα ταπεινά,
που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της
καὶ πνίγει την ψυχη τους.
Οἱ ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους
που διατάζουνε,
καὶ σε κείνους που κάνουνε θελήματα·
σε κείνους που κάθονται,
καὶ σε κείνους που μοχτᾶνε·
σε κείνους που βλέπουνε, καὶ σε
κείνους που φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια:
σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα.
'η ζωή µας µπλέκεται μιᾶς αρχης
µέσα στὰ δίχτια,
που μας εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθούμε.
Μωρὰ στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό,
µαθαίνουµε, χωρὶς νὰντο ρωτᾶμε,
ποιό ναιτο καλό καὶτο κακό,
--- «το του κρείττονος συμφέρον».
Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
δίνουμε συγκινηµένα
μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριών
τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά,
---«το του κρείττονος συμφέρον».
Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό
καὶ πάρουμε φηφο, τα ἴδια θ᾿ακούμε
-- καὶ θά λέμε -- στὴν αγορά, στὰ
δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα
--«το του κρείττονος συμφέρον».
Κι αφού μικροὶ καὶ μεγάλοι
καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ άβριο
τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θαπει, πως εἶναι
νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες».
"έτσι τραβᾶμε, χωρὶςνασυλλογιζόμαστε,
τὴ µοιραία µας στράτα,
δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι
πὼςτο συφέρο του ««κρείττονος»
εἶναι δικό µας συφέρο.
Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε
παρὰνατιμωρούμε !
Κι ἂν άξαφνα κανεὶς απόκοτος χυμούσε
μὲτο μαχαίριναξεκοιλιάσειτο Λύκο,
θαβάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τα κορµιά
µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά.
Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα
να μας λείψει ὁ Λύκος,
θατρέχαμεναβρούμε
άλλονε χειρότερο, γιά να μας τρώει.
Τέτιες αληθειες έβγαζα
από την ψυχή του Κοπαδιού.
᾿Αλήθειες, που με τὸν καιρό καὶ τη
συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
πιό δυνατὰ κι από την πείνα
κι από τὸν έρωτα.
Μὲ την ἴδια µαμικη μπορούσα
ναβγάνω από τὶς ψυχὲς
-- μιὰ κι αρχίσανεναμὲ παίρνουνε
γιὰ παντογνώστη, --
καὶ πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους,
ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες
βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια
των Μεγαριτών.
Τὰ σκουλήκια, θαμου πείτε, τα βλέπεις
πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις.
Μὰ τὶς ιδέες ;
᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι,
πρώτα τὶς πιστέβεις
κ᾿ ύστεοὰ τὶς βλέπεις.
"Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ
ξεφωνίσει μες στὴν εκκλησιὰ
δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα :
«Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοηµατα !»,
οὗλες οἱ άλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε
μὲ τα μάτια τουςτο σάλεμα,
τὰ δάκρυα γαὶ τα νοήματα
κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιὰ
καὶ τη φοβέρα του.
᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
Μὰτο πιό συνειθισµένο θάµα γίνεται
σανβάζεις μοναχός μες στὴν ψυχή σου
κείνο που θὲς να βρείς.
Καὶ κατόπι σκάβοντας με τα νύχια
της λογικηςτο βρίσκεις,
ὅπως τό θελες.
Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε
στὴ ρίζα κανενού κυπαρισσιού
η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα
κ᾿ ύστερα βλέπαν ὄνειρο,
καὶ φωνάζει να βγει.
Καὶ ξεσηκώνοντας το χωριό
μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαιναν εκεί,
τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολούσε ὁ τόπος !
Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι
δίσκοι με δεκάρες καὶ τα πιθάρια με λάδι
κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σαν
«ὄργανο θείας εκλογης».
Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
τη βασιλεία των Ὁραμάτων
στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος.
Στράβωνατο Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα
το καθεστός της ᾽Αδικίας,
σύμφωνα μετο αξίωμα :
«ὅσο πιό στραβότο Κορόιδο,
τόσο πιό ντρέτα πορπατεί».
δεν έπρεπε λοιπόνναμὲ σκοτώσετε.
Θάρτουν άλλοι χαιροὶ που οἱ «κρείττονες»
θαπλερώνουν ακριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες
ὄχιναβγάζουνε, μὰναβάνουνε σκουλήκια
µέσα στο μυαλό καὶ στὴν ψυχή των Μεγαριτών
καὶνακάνουνε θάµατα’ναµαθαίνουνε
στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους,
πὼς «πατρός τε καὶ μητρός κτλ., τιμιώτερον
καὶ ἁγιώτερόν εστιν η εχμετἆλλευσις».
Έτσι βυθισμένος ὁ λαός
µέσα σε γαλάζια καταχνιά,
στὴν ανυπαρξία της σκέψης καὶ της θέλησης,
δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του,
το μυαλό του καὶ τα χέρια του.
η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψηλος,
πιασμένη σε χορό με τὶς αιώνιες οὐσίες,
τρέμεινατὴν αγγίξουν οἱ νόμοι
της φύσης καὶ των ανθρώπων :
ασκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά !
το σώμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη
κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει...
Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται.
Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
Μὲτο κεντρὶ της φιλοσοφίας µου χτυπώντας
τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ
τοὺς παραλυούσα κ᾿ ἔτσι ασφάλιζα
το χαροκόπι των ἔξυπνων.
Τί σας ήρτε λοιπόν καὶ με σκοτώσατε ;
Βλέπω τὶς πολιτείες του µέλλοντος,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι !
Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο
καὶ τη βλακεία·
χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι
καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες,
που ξεγελᾶνετο λαό να καταφρονάει την ύλη
καὶναπροσµένει την ανταπόδοση
στὀν... «κόσμο του πνεύματος !».
Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα
καὶ στὴν κριτική των δημόσιων αντρών.
Κι αφτοὶ γιαναμὲ ξεκάνουνε
μιὰ καὶ καλη με βγάλαν άθεο.
'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς
κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους
ενάντια στὴν πολιτεία.
Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ
από την ᾿Αθήνα
κι αφήσανετο βράχο της ᾿Ακρόπολης
καὶ την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας
στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια των Ἓρυννύων.
Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι
καὶ κατάστρεφε τη σπορά
κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα,
φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια,
μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια·
κι ἂν ερημαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, άφτρα
τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ αλόγατα
κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σε κανένα µαχαλὰ κ᾿
ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
κι άν εβαστούσε δυό τρεις βδομάδες
η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα
καὶ ποδίζανε τα καϊΐκια μετο σιτάρι
καὶ την παλαμίδα καὶ πεινούσε ὁ κόσμος·
κι ἂν ἑρχότανετο θλιβερό µαντάτο,
πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας»
στὴν άχρη της γης καὶ μαβροφορούσαν
οἱ µανάδες
-- ποιός ἔφταιγε ;
Ποιός άλλος από τοὺς άθεους !
Αν δεν εἶχα πεισµώσει τοὺς αθάνατους
μὲ τη φιλοσοφία µου
θαμας στέλνανε την πανούκλα του 404.;
Μὰ τότες εγὼ δε φιλοσοφούσα !
Αν ὁ γιός του Κλεινία με την παρέα του
δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων
αντὶςνασπάσονε τα δικά σας,
που μου θέλατε µεγαλεία,
θαπαθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας :
Κι άν οἱ στρατηγοὶ των Αργινουσών
δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν
η Νέμεση τα πέλαγα, γιαναμὴν µπορέσουνε
ναµαζέψουνε τοὺς πνιµένους ;
Κ’ επειδης εγὼ τοὺς αθώωσα, θυμάστε ;
ανοίξαν οἱ οὐρανοὶναρίξουνε
ζεματιστό νερό να μας κάψουνε
μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !)
τοὺς Τριάντα Τυράννους !...
Νά λοιπόν ποιοὶ φταίγανε για ὅλα τα ζαβά,
καθὼς σας ὑποσκέθηκα να σαςτο ἔηγήσω
πρωτύτερα
Έτσι με την αθεία µου
καὶ την προδοσιά µου
φελούσα μετο παραπάνου την Πατρίδα
καὶ τη θρησκεία...
ὅσους θρέφονται από τα µαστάριο
των μεγάλων αφτών ιδεών !
Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
φορτώνανε στὴν πλάτη µου
κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία,
κάθε ζημιὰ των φυσικών στοιχείων,
ὅλες τὶς αναποδιὲς της Μοίρας !
Ὅταν εγὼ λείψω, θαψάξουνεναβρούνε
κάποιον άλλο Σωκράτη
νατόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια
κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης
άθεο καὶ προδότη.
Τοὺς χρειάζεται να τὸν πετᾶνε στὰ δόντια
του µανιασµένου πλήθους
γιὰ εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
που θὰν τα βρίσκουνε σκούρα.
Δε θαμπορούσεναζησει μηδὲ μιὰ στιγμὴ
καὶτο κοπάδι χωρὶς Λύκους
κ οἱ Λύκοι χωρὶς άθεους καὶ προδότες.
Ὅλοι γρινιάζετε πως χάλασε ὁ κόσμος.
Ποιός κόσµος ; τα βουνακι ὁ οὐρανός ;
Φόβο δεν ἔχουνε !
Οἱ δυό τρεις αθέοι ;
Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν αμέσως τα πράματα.
Νά τος ὁ κόσμος, η αφεντιά σας,
ὢ άντρες ᾿Αθηναίοι !
Ὅλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα :
φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων,
αγάπη του καλού χι αντρισμός,
σέπονται ψοφίµια τούμπανα
µέσα στο Βάραθρο, συντροφιὰ
των σκοτωμένων σκλάβων.
Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία,
νατὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας,
-- «το µέσα πλούτος» ! --
που σας ὁδηγᾶνε ψηλά.
Κ' ύστερα βγήκετο δικό µουτο δαιμόνιο
(«καινό δαιμόνιο»)
ναξαναζωντανέψει τα ψοφίµια
φυσώντας μετο καλάμι της φιλοσοφίας
µέσα στὴν κοιλιά τους
το «πνέβμα της αληθείας»,
γιὰ νὰν τα στήσει καθάριες ιδέες,
απείραχτες
απ᾿του καιρού καὶ των ανθρώπων
τὰ καμώματα,µέσα στὸν άπειρο Νού !
Τὰ τυφλὰ κινήματα της ψυχής,
ἅμα πιάσεις νὰν τα κάνεις
προστάγµατα του λογικού,
δηλαδη νὰν τα µεταφέρεις από
τὴν ασύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια
στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση,
πάει τα σκότωσες.
Ὅμως κ' ἔτσι σας ὠφελούσα.
Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες»
τὶς αφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε
οἱ ποντικοὶ των λαγουμιών
καὶ των αποπάτων,
εγὼ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει
ναγελᾶτε καὶνακαµαρώνετε
γι' αφτό νομίζοντας, πὼς
ὁ πιό φανερός μπαγαμπόντης
εἶναι καὶ πιό ξυπνός ᾿Αθηναῖος !
Σας µάθαινα γιατο συφέρο σας
νατιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους
καὶναλιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους
μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τα παιδιὰ
καὶ τοὺς σκλάβους, γιαναμὴν παίρνουν
αέρα καὶ κατεβούνε καμιὰ µέρα
στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε
χειρότερ᾽ από σας !
Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε
καὶναπαρανομείτε
στ᾽ ὄνομα των θεών καὶ των νόμων !
΄"Ὅλα που νὰν τα θυμᾶμαι τώρα !
Μὰ δεν ξεχνώ, πως εσὺ κ᾿ εσὺ
καὶ τούτος καὶ κείνος...
οὖλοι σας είσαστε σύμφωνοι
σ᾿ ὅ,τι σας ἔλεγα
καὶ σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστὰ
στην Κουκουβάγια καὶ στο Μώμο.
Τρεις μοναχὰ κουβέντες
µου φτάνουνε να δείξουνε,
πὀσο δούλεψα γιατο καλό της Πατρίδας,
γιὰτο χωρισμό των πολιτών
σε χορτάτους καὶ σε κορόιδα.
α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας
εἶναι αθάνατη !
᾿Υπάρχει λοιπόν ψυχή !
Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε
(πρέπει δηλαδὴναὑπάρχουνε)
κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί !
“η φοβέρα των θεών καὶ των νόμων
μας συγκρατάειναμὴν κολάζουµε
τὴν ψυχη µας...
καὶναμὴν πηγαίνουμε φυλακή !
Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος,
δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες
μήτε κι αθάνατη ψυχη !
Οἱ βασανισμένοι της ζωης πρέπει
ναπιστέβουµε,
πὼς θαχαρούμε καὶ θαβασιλέψουμ’ αιώνια,
-- φτάνειναπεθάνουμε πρώτα !
Δεν κάνειναπαίρνουμε πίσου
μὲ τα χέρια µας
ὅ,τι μας παίρνουν οἱ αφέντες
μὲ τη δύναμη καὶ με την πονηριὰ
-- δηλαδη με τα δικά µας τ᾽ἅρματα
καὶ με την ψηφο τη δικιά µας.
᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ
στὸν άλλο κόσµο.
θαβράζουνε µέσα στο καζάνι της πισσας
στὸν αιώνα τὸν ἅπαντα.
Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ εμείς, θαγίνουμε
κακοὶ καὶ τότε θαχάσουμε την ψυχἠ µας
καὶ θαβράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! !
β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι
µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου.
Γι αὐτό καὶ της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα:
«προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν ἆδικώ !»
Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
στὸν ἅμμο καὶ στο νερό:
στὶς φυχὲς των αδυνάτων !
"Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ άνθρωπος,
τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽
ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο
ανασαίνει καὶ σκέφτεται καὶ θυµώνει.
Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη
στὸν ἑαφτό σου,
γιὰ ν᾿ αντισταθείς στὴν αδικιὰ ---
καὶ πιὸ πολὺ ακόμα για ν᾿ αδικησεις !
Μαθημένοςναφοβᾶσαι,
δε θέλειςναφοβηθείς περισσότερο.
᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα της αβουλίας,
στὸν εγωισμό του πόνου.
Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σου παίρνουν
τὰ ὅσα δεν ἔχεις,
μὰ δεν αγγίζεις καὶ τα λίγα πὀ χεις :
νηστέβεις από δικού σουτο φαγί,
το πιοτό καὶ τὶς γυναῖχες·
μισείς τὸν ήλιο, τη θάλασσα,
τὸν αγέρα του δάσου καὶ την κίνηση
κι ἆποζητᾶς την αρρώστια, τα βάσανα,
την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
για να πας στον παράδεισο,
«Ό πόνος ἠθικοποιεί »
Ύψωνα λοιπόν μεσουρανὶς για φλάμπουρο
του κοπαδιού τη χαρὰ του πόνου.
Γιὰ ὅσους δεν µπορούνε
ναβαστάξουνε τὸν πόνο,
φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα·
χτίσανε παράµερες εκκλησιὲς
της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
᾿Ἔκεί μέσ᾽ αγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ
τὴν τελειότητα,
δηλαδή τη λησμονιὰ του ἑαφτού του.
γ’) την ἴδια γνώμη την εἶπα κι αλλιώς :
«Οὐδεὶς εκὼν κακός».
᾿Αφτό θαπει : μὴν τιμωρείτε
τοὺς αδικητάδες
γιατὶ θὰν τοὺς... άδικησετε.
Εΐναι αθώοι ! Δεν ξέρουν
ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή !
Άμα τοὺς διδάξουµε
τί είναι καλό καὶ κακό,
θαλείψουν από τὸν κόσμο
κάκητα κι αδικεμός
καὶ θαβασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
Χρειάζονται σκολειά.
Καὶ τα σκολειὰ θὰν τα χτίζουν
οἱ αδικητάδες.
Ξέρετε γιατί ;
Καλό καὶ δίκιο καὶ χρέος
εἶναι ἢ σακούλα τους.
Θα μαθαίνουνε λοιπόν οἱ ἴδιοι
στὰ παιδιὰ του λαού
ναμην άντιστέκονται στὴν αδικιά,
ὅταν μεγαλώσουν.
Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
το καθεστός της άνισότητας,
«το του κρείττονος συμφέρον».
Φυσικὰ δεν ἔπρεπεναμὲ σκοτώσετε
γι αφτό !
Οἱ μελλούμενες πολιτείες θαξέρουνε
καλύτερα τη δουλειά τους.
Άμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ
θαδουλέβουν αδερφικὰ
ναχωρίζουνε τοὺς πολίτες σε χορτάτους
καὶ σε κορόιδα
καὶναταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα
μὲ την «ἁρμονία των τάξεων».
Αϕτηνης της ἁρμονίας στάθηκα
πρώτος μαέστρος.
Κι ας με σκοτώνετε γι άθεο.
Τὰ δικά µου τα µαθήµατα θὰν τα κάνουνε
µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί.
Θἁ με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους
καὶ θαζωγραφίζουνε τα μούτρα µου
στὶς εκκλησιές τους
μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο
γύρω στὰ τσουλούφια µου.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που
ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
γιὰ να σας βάνει τρικλοποδιὲς καὶνα σας
γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου !
Είτανε κάτι χειρότερο !
Δεν είτανε καινούριο, καθὼς
το γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι,
εϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού,
η προπατορικὴ σκλαβιά,
πού δενε την ψυχη µου με τὶς δικές σας,
γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρθες,
ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων.
Δεν είταν άγγελος ὁδηγός, που με φώτιζε·
είτανε φύλακας άγγελος
της δηµόσιας Ψεφτιᾶς, που με τύφλωνε.
Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον»
γινομένο µέσα µου
φωνή καὶ θέλημα των θεών καὶ του Λόγου.
Είταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα
«Μη ! » καὶ «Πίσω !».
Είτανετο δαιμόνιοτο δικό σας,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι
-- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε
καὶ δυνατότερο.
Αντο μισώ, λέει !
Άχ !ναμπορούσα νὰντο παράδινα
στο πατριωτικὀ σας μένος
νὰν του βγάζατε τα μάτια
νὰν του κόβατε τη μύτη καὶ τ αφτιά·
νὰν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό
κι ἁλάτι χοντρό µέσα στὶς πληγές του'
νὰν του καρφώνατε πέταλα στὶς πατούσες του
μὲ ταβανόπροκες·
νὰντο δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι
καὶ βρέχοντάς το με πετρόλαδο καὶ πίσσα
νὰν του βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τούρκος !
᾽Αφτό με σαλαγούσε καὶ με κέντρωνε
ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας
των «αρίστων»,
αφτό μ᾿ ἔκανεναπερπατάω κοιµάµενος
σαντ᾽ άλογα τὸν ἴσιο δρόµο της συνήθειας
-- καὶναμὴν παραστρατίζω.
Αὐτό μ΄ἔκανεναξετινάζω καὶνακοροϊδέβω
τοὺς άνομους,
αντὶςνακοροϊδέβω καὶναξετινάζω
τοὺς νόµους᾽
ναταπεινώνω τοὺς ανίδεους,
αντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι.
Μὰ τώρατο ζητάω καὶ δὲντο βρίσκω.
Μ᾽ ἔχει παρατήσει δω καὶ
κάµποσους μηνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι.
Ξαναγύρισε, μιὰ καὶ πεθαίνω,
στη Διεύθυνση της Γενικης ”Ασφάλειας
ναπαραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶναπροβιβαστεί !
Ὅταν ὁ Περικλὴς μας ἔλεγε, πως η δύναμη
κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας
εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη)
των δυστυχισµένων,
δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς
κορόιδεβε.
Τί εννοούσε λέγοντας πολιτεία;
Όλους μας; "Όχι βέβαια.
᾿Αν ὅλοι µας εφτυχούμε, δεν ἔχει κανένας
ανάγκη να σωθεί.
Εννοούσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραληδες
καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους.
"Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς'
κι ὅταν αφτοὶ θησαβρίζουν,
εμείς πλουταίνουµε΄
κι ὅταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι,
φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο·
κι ὅταν εκεινών η περιουσία
βρίσκεται σε κίντυνο,
χάνουμ’ εμείς τὸν ύπνο µας !...
Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός
καὶ παραλὴς της ᾿Αθήνας
ύψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια
του φλομωμένου πλήθους
τὴν ατιμία των ὀλίγων σε χρέος,
µεγαλείο καὶ δόξα των πολλών,
-- της Πατρίδας !
Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπεναδώσουμε
τὴ ζωή µας για τοὺς «αρίστους»,
ἂν θέλαµενασώσουμε
τὴν πείνα µας την παντοτινὴ
καὶ τὸν ύπνο µαςτο µακάριο,
γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αιώνιο !...
Καταλάβατε :
Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰςτο ἔξηγώ.
Μὰ τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού,
--το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε
νὰντο νιώσω.
"Ἔβρισκα μάλιστα,
πὼς καλὰ μας τά λεγε ὁ γέρος,
γιατὶ συμφωνούσανε με την...
απόλυτη Λογική !
Σαν άρχεψε να μου στρίβει,
ναψυχανεμίζοµαι, πως δεν κρίνω σωστὰ
καὶ πὼςτο μυαλό µου κάνει νερά,
ὁ φύλακας άγγελός σας ἔσφιξε
τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του
καὶ πέταξε τρίζοντας τα δόντια του.
Οὔστ !...
Μὰ πάλε δεν ησύχασα !
Μόλις ἔφυγε, κι άρχεψεναμὲ τρώει
άλλο σαράκι.
Ο μετανιωμός γιατο κακό, που ἔκανα
καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου
καὶ στοὺς µελλούμενους,
ὅσο θακυβερνᾶνε τὸν κόσμο
τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά.
Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
Έπρεπεναδιορθώσωτο κακό !
Καὶ να τί θά κανα, ἂν δεν προλαβαίνατε
να με σκοτώσετε.
το λαρύγγι του στέγνωσε.
Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό,
μὰ πού να βρεθεί ποτήρι καὶ νερό!
Κάποιος αστείος τού φώχαξε :
«Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα
να τελειώνουμε ;»
Χάχανα καὶ θόρυβος.
Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε
ξυνισµένοι
κι αρχίσανεναγρυλλίζουν.
Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα
του κλητήρα νὰν τοὺς πει,
πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι.
'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα
σηκώνονταςτο δεξί του χέρι
ἔσυρε δυό τρεις φορὲς το µεγάλο δάχτυλο
πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη.
Ο Σωκράτης κατάπιετο σάλιο του
καὶ ξακολούθησε.
Γι αφτὰ που δίδαξα, θά πρεπεναμὲ κάνετε
χρυσόνε καὶναμὲ προσχυνᾶτε.
Γι’ αφτὰ που θά κανα, ἂν εζούσα,
θά πρεπε μετο δίκιο σας
ὄχιναμὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰναμὲ
κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί,
ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θακοπανισει
το Ζήνωνα τὸν Ελεάτη,
γιὰναμάθειναδιδάσκει την αρετὴ
ὅσο θέλει,
μὰναμὴ μιλάει για την παλιανθρωπιὰ
των αρχόντων.
Θά πρεπεναμου κόψετε τη γλώσσα,
καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θακόψει
τὴ γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα,
γιὰναµάθει, πως μπορεί να προδίνει
τὴν πατρίδα του,
μὰ δεν κάνειναβρίζει
καὶ τὸν ξένο µισθοδότη...
Θά µουνα πραγματικὰ επικίντυνος
στὴ δηµόσια τάξη,
στο «συμφέρον του κρείττονος».
Καἱναρίχνατετο κουφάρι µου
μακριὰ στὸν Κορινθιακό
η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα
-- «μὴ ταφήναι εν γη ἁττικη»
Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία καὶ
προδοσία από τό να λὲς την αληθεια !...
θαπήγαινα, που λέτε, στοὺς λαϊκοὺς
µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας,
στὰ βρωμοχώρια της ᾽Αττικης
από τὶς Κάβο Κολόνες
ἴσαμε τα Κούντουρα
κι από την Κούλουρη ἴσαμετο Καπαντρίτι.
θακατέβαινα στὰ σκοτειναχαµόσπιτα,
γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα,
θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα της φτωχολογιᾶς,
στὰ καρβουνιάρικα του λιμανιού,
γιοµάτα λέρα καὶ βόχα.
Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολιτες !
Αφτός ὁ τόπος, κι άν ακόμα
βρισκότανε στη Σκυθία,
ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος
ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα
καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια,
πάλε θά τανε ὁ καλύτερος απ᾿ ὅλους,
γιατὶτο θέλ᾽ η καρδιά σας.
Είναι η πατρίδα.
Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα
δικό σας µέσα σ᾿ αφτηνε :
χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα,
θεοὶ χ᾿ εξουσία, σκέψη καὶ θέληση
--- ὅλα ξένα !
Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος,
ὅσονατρυπώνετε ζωντανοὶ
καὶναθάβεστε πεθαμένοι
καὶ τόση λεφτεριά, ὅσονακάνετε
τὴ φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά,
ὅταν δε σας βλέπει χὠροφύλακας...
Καὶ ὅταν βυθίζετετο μάτι σας
πέρα στο γαλάζιο πέλαγος,
ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες
κουβαλώντας απότο στόµα του Νείλου
κι απ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο
κι απ᾿ τὶς ηράκλειες στηλες
σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες,
περηφανέβεστε,
πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !»
Καὶ κανένας δε συλλογᾶται,
πὼς ὅλα τ᾽ αγαθὰ
μαζέβονται σε λίγα χέρια.
Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι καὶ Κορθιανοὶ
σας σκοτώνουνε μιὰ φορὰ οἱ ξένοι·
μὲ τα χέρια τ᾽ αδερφικὰ σας
σφίγγουνετο καρύδι του λαρυγγιού
σ᾿ ὅλη σας τη ζωὴ καὶ σας δολοφονούνε
κάθε µέρα.
Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
μὰ κι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας
εἶναι δικά τους».
Ύστερα θαπῄγαινα
στὰ νταμάρια της Πεντέλης,
στὶς μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου,
στοὺς ταρσανάδες του Περαία,
στὶς φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια
καὶ λουρίκια του πολέμου -- στοὺς δούλους!
θακατέβαινα στ᾽ αμπᾶρια των καραβιών,
ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
(άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
μὲτο πυρωμένο σίδερο)
βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους
καὶ ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα
του βούρδουλα,
σαντύχει καὶ λιγοθυµίσουν
από την κοὐραση.
θαπηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια,
σαντου ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά,
ὅπου ζεμένοι με τα καματερὰ
ὀργώνουνε τα κατσάβραχα καὶ τα πουρνάρια.
θαπήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα,
στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες,
ὅπου σηκώνουνε με τα χέρια τους
στὸν αψηλό οὖρανό
τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς
του πνεµατός σας, τοὺς Παρθενώνες.
Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα :
«Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ
καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί !
Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες,
παιδαγωγοί, τσογλάνια.
Μαντινούτες του γυναικωνίτη
κι ἅγιες πόρνες των θεών καὶ των ανθρώπων.
Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ιδιωτικοί.
'η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
πὼς είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε
το σπέρµα του πατέρα σας
νασας γεννήσει τέτιους.
η τὐχη σας ἔκανε κι η συνήθεια
σας αποτέλειωσε.
είσαστε σκλάβοι εσείς,
γιὰ νά μαστ᾽ εμείς οἱ λέφτεροι.
Σηχκώστε το κεφάλι καὶ κοιτάχτε
τὸν ανοιξιάτικο ουρανὀ.
Ἔχετε ξεχάσειτο βάθος καὶτο χρώμα του.
Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ακρογιάλια
κι αστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος.
Κάποτες είσαστε καὶ σεις λέφτεροι
κι άδικοι,
γιὰναγίνετ εδώ σκλάβοι χι αδικημένοι
--- σεις, οἱ προγόνοι σας, αδιάφορο !
Εϊσαστετο µεγάλο ψυχομέτρι.
Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε
μὲ τοὺς αδικημένους λέφτερους.
νασηκώσετε μοναχὰ τα σφυριά, τα δρεπάνια,
τὰ πελέκια, τα κρικέλια σας
καὶ θαγίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ'
η δημοκρατία των “αρίστων”
νατοὺς πάρετε τ᾽ αγαθακαὶνατοὺς
βάνετεναδουλέβουνε, για να τρώνε».
-- «Καὶνακαθόμαστ᾽ εμείς»,
θ᾽απαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι
νασέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ
μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ
ξεκοιλιάζουνε τοὺς αδύνατους.
-- «Όχι», θαφώναζα εγώ.
«θαδουλέβουνε κ᾿ αφτοὶ καὶ σεις.
Κοινή δουλειά, κοινατ᾽ αγαθὰ
κι η λεφτεριά...»
-- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά.
Δε μας κάνει...»
-- «Μην πειράζεστε !
Σαν ἔρτει κείν᾽ η ὥρα,
θαμπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι·
ναλυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη,
το σώμα σας, την ψυχή σας
καὶτο πνέµα σας».
-- «Ποιοί, µωρέ, θα μας
βάλουνε σε δρόµο ;»
πάλε θα ξεφωνούσανε.
-- «Οἱ Σκύθες !».
Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ
σὰ ρουκέτα :
«Τέλειωσε το νερό !» Είταν ὁ κλητήρας.
Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμὴ
ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας
καὶ τρέξαν ὅλοι πατείς µε πατώ σε
κατὰ την πόρτα.
Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός.
Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
αναμεταξύ τους
ποιός θαπάει πρώτος στο ταμείο
ναπάρειτο µιστό του !
᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητηρες ὁρμήσανε
κατὰ την πόρτα για την ἴδια δουλειὰ
κι αφήσανετο Σωκράτη µοναχό του
πάνου στο βημαναπικρογελᾶ.
Καὶ κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη
στὴν ψυχἠ καὶ στο πρόσωπο,
κατεβαίνοντας από τό βημα
παρακάλεσε τόν Πλάτωνα,
που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά,
νατόν ὁδηγήσει στὴ φυλακή :
«Δεν ξέρω, καημένε, µήτε πού βρίσκεται
µήτε κι από ποιό δρόµο πᾶνε !»
(μουσική)