Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά),
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα,
ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
τοῦ σκίνου καὶ τοῦ θυμαριοῦ,
ποὺ ἄνάδινεν η χέρσα Ὑῆς.
"Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα
καὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
Κρατώντας ὅλοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
περίεργοι νὰ ἰδοῦνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
"Αμα σταματήσει ὁ μύλος τὰ μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ ὅλη τὴ σιωπή, ποὺ τὸν
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντοῦ,
µῆτε ξύπνησε, µῆτε κουνηθηκε.
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε ἀπὸ τὸ
µανίκι: «Δάσκαλε ἣ σειρά σου».
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ εἶδε
σαστισµένος ὅλο χκεῖνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεῖ, πὼς πεντακόσια
θεριὰ τὸν εἴχανε ζώσει ἀγριεμένα.
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
καὶ κοιτᾶζονταςἀπάνου στὸ τραπέζι
τὰ δυὸ τσουκάλια
(τὸ ἕνα χαλκωματένιο καὶ τ ἄλλο ξύλινο)
σοβαρὰ καὶ τὰ δυὸ καὶ κατσουφιασµένα,
λὲς κ᾿ εἴχανε ψυχη καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεῖς, ὦ ἄντρες᾿Αθηναῖοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
Ξανακάθισε κι ἄρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιµο
καὶ κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξὺ τους.
Τοὺς ζεµάτιζε τόσες ὧρες
ὁ κατάκορφος ήλιος μὲ τὴν ἐλπίδα,
το πὼς θὰ γουστάρανε στὸ τέλος
μ᾿ ἀφτόνε τὸ γερογρουσούζη.
Θὰ τόνε βλέπαν ἄσοφο καὶ ταπεινωµένο
μπροστὰ στὸ Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο καὶ παντογνώστη.
Καὶ νὰ τώρα ποὺ τοὺς χαλοῦσε τὸ κέφι.
Μὰ πιὸ πολὺ πειραχτήκανε, ποὺ καταφρόνεσε
τέτοιαν ὥρα
τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ τῆς δημοκρατίας: πρῶτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ὕστερα νὰ σὲ κόβουνε.
Κι ὅπως, ἅμα δέρνεις ἕνα παιδὶ
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
πεισματώνεσαι καὶ τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
καὶ γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
τόνε βγάλανε μὲ τὴν πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη καὶ στὰ τρία κακουργήματα,
ποὺ τὸν κατηγόρησαν
οἱ τρεῖς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετῆς.
'Ὁ Σωκράτης, σὰν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τους,
ἔκανε: χμ.
Κι ἅμα τόνε ρωτῆξανε κατόπι
(σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο),
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ ἐξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δῶθε κεῖθε
καὶ δὲν ἀπάντησε τίποτα.
Τότες ὁ κλητήρας ζύγωσε καὶ τοῦ τὸ
ξαναφώναξε δυνατὰ µέσα στ᾽ ἀφτιά του.
Ὁ Σωκράτης, θέλοντας καὶ μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲ λέω,
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι καὶ δίκαιες
καὶ συφερτικὲς γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς.
Ὅμως ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα μιὰν τρίτη».
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν οὗλοι χαρούμενα.
«Είτε σᾶς ἐβεργέτησα εἴτε σᾶς ζήμιωσα
νὰ μὲ βάλετε τώρα, ποὺ γέρασα,
στὸ Τεμπελχανιὀ.
"Ἔτσι καὶ σεῖς θ'ἀσφαλιστεῖτε ἀπὸ µένα
κ’ἐγὼ θὰ ξεκουραστῶ ἀπὸ σᾶς.
Καἱ ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωὶ στὴν πόρτα µου
(χωρὶς νὰ μὲ βλέπετε
καὶ χωρὶς νὰ σᾶς βλέπω)
ζεστὲς κι ἀφράτες ἐκεῖνες
τὶς ὡραῖες µελόπιτες,
ποὺ δίνετε τόσους αἰῶνες ἐβλαβικὰ
στὸ ἅγιο φίδι τοῦ ᾿Ἠρεχθείου,
τὸ γιὸ τῆς Παρθένας.
Γιατὶ θαρρώ, πὼς ἐγὼ σᾶς ἔκανα
καὶ περισσότερο καλὸ καὶ λιγότερο κακὸ
παρὰ κάθε λογῆς θεϊκὸ ζωντόβολο».
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, ποὺ
μὲ τὸ παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεῖα,
γελάσανε μ᾿ὅλη τὴν καρδιά τους,
σὰν ἀκούσανε τ᾽ἀναπάντεχο τοῦτο χωρατὸ
τοῦ Σωκράτη.
Καὶ περιμέναμε νὰ τοὺς πεῖ κι ἄλλα.
Καὶ κεῖνος σὲ λίγο:
«Κι ἀφοῦ κάνω τὴ σωστότερη,
καθὼς φαίνεται, κρίση,
ἐγὼ ταιριάζει νὰ πάρω καὶ τοὺς μιστοὺς
ὁλωνῶνε σας».
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
"Αλλοι σηkώσανε τὰ μπαστούνια,
ἄλλοι ἁρπάξανε πέτρα
κι ἄλλοι χυμήξανε πάνου στὰ κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια
μπροστά γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουνε
κι ὅλοι φωνάζανε µαζί,
ποὺ δὲν ξεχώριζες λέξη.
᾽Ακοῦς ἐχεῖ νὰν τοὺς ζητάει
τοὺς τρεῖς ὀβολούς, τὸν τίµιο κόπο τους.
Γι' ἀφτὸ λοιπὸν αφήσανετὶς δουλειές τους
νοικοκυρέοι ἀνθρώποι
καὶ χασοµερίσαν ὅλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε τὴν πατρίδα;
Καὶ δὲν εἴτανε δὰ γιὰ τὰ λεφτά...
μὰ τοὺς ζητοῦσε νὰ παρανομήσουν.
Καἱ νὰ θέλανε, δὲν εἴχανε µήτε ἀφτοὶ
τὸ δικαίωμα νὰ χαρίσουνε τὸ µιστό τους,
µῆτε κ᾿η πολιτεία νὰ τοὺς τόνε στερήσει...
Μωρὲ τοῦτος εἶναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι ἄθεος καὶ προδότης! Καλὰ καὶ θὰ ἰδεῖ!
Γιὰ τοῦτο, μιὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης
δὲ διάλεγε τὸ εἶδος τῆς τιμωρίας του,
τόνε καταδικάσαν ἀφτοί,
μὲ τὴ δεύτερη Ψηφοφορία τους
(πάλε σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο)
νὰ πιεῖ τὸ φαρμάκι.
Τότες ἴσα ἴσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
ἀπὸ κέφι καὶ δύναμη.
Απλὸς καὶ σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στὰ µεθύσια του,
στοὺς καβγάδες καὶ στὸν πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στὸ βῆμα
καὶ µισοχλείνοντας τὰ πονηρά του μάτια
τοὺς εἶπε σιγὰ σιγὰ τοῦτα,
ποὺ μέλλει νὰ διαβάσετε παρακάτου.
Οἱ τάχατες «ἀπολογίες», ποὺ τοῦ γράψανε,
φίλοι καὶ µαθητάδες,
ὅλες εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
πὼς ὁ Σωκράτης εἴταν ἀθῶος,
ὁ Νόμος εἴτανε δίκαιος
κ'οἱ δικαστάδες ντόµπροι καὶ τίµιοι
Αθηναῖοι,ποὺ κάνανε... λάθος·
καὶ µονάχοι φταῖχτες οἱ τρεῖς παλιανθρώποι
ποὺ τόνε κατατρέξανε τὸ ζάβαλη.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΙ ΩΡΑ εἶναι;... Περασμένο μεσημέρι !...
"Έξι σωστὲς ὡροῦλες kαὶ δὲν ἄχουσα τίποτα!
Τὰ χρόνια, βλέπετε,
μοῦ βαρύνανε τὴν ἀκοη...
Αν ὁ Δυσσέας εἶχε τὸ κουσούρι µου,
δὲ θὰ κόπιαζε νὰ καλαφατίσει τ᾽ἀφτιά του
μὲ κερὶ καὶ νὰ δεθεῖ στὸ κατάρτι,
γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει
τὸ δονικὸ τραγούδι τοῦ θανάτου.
᾽Αγκαλὰ (μιὰ καὶ τό φερε η κουβέντα)
ὁ θάνατος ἀντιλάλησε βαθύτερα
µέσα στὴν ψυχη του
κ᾿ ὕστερα τὸν ἄκουγε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωῇ.
Μὰ καὶ νά χα δἐκ᾽ ἀφτιὰ χι ὅλα γερά,
πάλε δὲ θὰ µποροῦσα ν᾿ ἀχούσω.
Τά χασα μπροστὰ στὸ µεγάλο
καὶ φανταχτερὀ σας πλῆθος.
Μοῦ φαινότανε, πὼς εἴμουνα
στὸν ἄλλον κόσµο
καὶ μὲ δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
Γι'ἀφτὸ καὶ χαμογελοῦσα ταπεινά.
Εἴταν ἀπὸ φόβο, σαστισµάρα καὶ βλακεία!
Α !... νιώθω νὰ λαχταρίζει
µέσα στὴν φυχη µου
τὸ πατριωτικὀ µου φιλότιµο.
Ἔχω κ᾿ ἐγὼ τὶς µεγάλες ἀφτὲς ἀρετές !
Κι ἆληθινά, ὅπου ριζοβολήσει
τούτ' ἢ Τριάδα
(βλακεία, σαστισµάρα καὶ φόβος)
ἐκεῖ κι ὁ Νόμος ἔχει δύναμη
κι ὁ λαὸς εἶν᾽ἐφτυχισμένος.
Λοιπὸν δὲν ἄκουσα τίποτα,
γιατί χε σταματήσει τὸ µυαλό µου.
"Άλλοτε συνείθιζε νὰ ταξιδέβει
πολὺ µακριά, σὲ
μιὰ χώρα ξωτική, ποὺ μήτε πουλὶ
µῆτε πλεούμενο τῆνε ζύγωσε ποτές,
γιατὶ δὲν ὑπάρχει πουθενά.
Εκεῖθες µαταγύριζε πάντα γιοµάτο
βουητὰ καὶ θάμπη καὶ πόνους ἀβάσταγους.
Εἴταν h χώρα τῶν Ιδεῶν,
ὦ ἄντρες᾽ Αθγναῖοι!
Κι όποιος μπεῖ σ᾿ ἀφτῆνε μιὰ φορὰ
παθαίνει τὸ δυστύχημα τοῦ Τειρεσία,
ποὺ εἶδε τὴν Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται γιὰ πάντα!
Μὰ τώρα τελεφταῖα τὸ μυαλό µου φέρνεται
σὰν τὰ µουλάρια, ποὺ βρίσκονται ξαφνικὰ
μπροστὰ σ᾿ ὀλόρθο γκρεμὸν
η πάνου σὲ σάπιο γεφύρι.
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
καὶ δὲ θέλει νὰ κάνει μισὴ πιθαμή
πἐρ᾽ ἀπὸ τὴ μύτη μου.
Καὶ μ᾿ ἀναγκάζει νὰ σκύβω νὰ κοιτάζω τὴ
μύτη µου! Ολάκερος κόσμος!
᾿Απεραντοσύνη τῆς ᾱσκῄμιας,
ἤγουν τῆς ἀλήθειας!
Μὲ πιάνει ζάλη καὶ τὰ µελίγγια µου
χτυπᾶνε σὰ σφυριά.
Παράξενο πράμα!
Βλέπουμε θεούς, ἰδέες, ὀνείρατα,
περασμένα, μελλούμενα
καὶ δὲ βλέπουμε τὴ μύτη µας,
ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι!
Τώρα καταλαβαίνω, πὼς ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι
ἐκεῖνος ποὺ καταφέρνει νὰ τῆνε ἰδεῖ
καὶ νὰ τὴν καταλάβει.
K’᾿ἐγὼ μήτε τὴν εἶχα ποτὲς ὑποψιαστεῖ,
πὼς ὑπάρχει κι ἃς μὲ πειράζαν ὅλοι,
πὼς εἴτανε πλατσουκωτὴ
σὰν τῆς μαϊμοῦς καὶ τοῦ τράγου.
Δὲν ἄκουσα τὸ λοιπὸν τίποτα,
γιατὶ ὅλες ἀφτὲς τὶς ὧρες
μελετοῦσα τὴ μύτη µου, γιὰ νὰ γίνω σοφός.
Βέβαια τὰ παραλέω.
Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἄκουσα τίποτα!
“Αρπαζε καὶ µένα κάπου κάπου
τ᾽ ἀφτί µου καμιὰ βρισιὰ τῶν κατηγόρων
ἡ καμιὰ βλαστήμια δική σας.
Καἱ γελοῦσα µέσα µου
μὲ τὶς κοροϊδεφτικὲς ἀπάντησες,
ποὺ μοῦ ἐρχόντανε.
Μὰ δὲν μποροῦσα νὰν τὶς πῶ
κείνη τὴ στιγμή·
ὁ νόµος ἀπαγορέβει νὰ διακόψεις τὸ ρήτορα.
Ἔϊτσι κρατιόµουνα κ᾿ ἐγώ, γιὰ νὰ σᾶς τὰ πῶ
μιὰ καὶ καλη στὸ τέλος, καθὼς σφίγγεται,
κρατιέται χι ἀναβάλλει κανεὶς
τὶς χειμωνιάτικες νύχτες,
σὰ βρέχει καὶ φυσάει χιονιάς,
νὰ βγεῖ στὴν ἀβλὴ πρὸς νεροῦ του.
Μὰ σὰν ήρτε κ᾿ η σειρά µου νὰ μιλήσω,
ξέχασα τί θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ
βαρέθηκα νὰν τὰ θυμηθώ.
Μὰ κεῖνο ποὺ ἄκουσα καλύτερα
εἴταν η θανατική σας ἀπόφαση.
Την ἠξερ᾽ ἀπὸ τὰ πρίν,
γιατί χα πλέρια µπιστοσύνη
στὸν ξεπεσμὸ τοῦ καιροῦ µας.
Μὰ καὶ νὰ μὴν τὴν ήξερα, δὲ θά τανε
δύσκολο νὰ τὴν καταλάβω.
Τὰ νυσταγµένα μάτια σας
καὶ τὰ χασμουρητά σας
τὸ µαρτυρούσανε καθαρά.
Δὲν εἴτανε λοιπὸν ἀνάγκη νὰ βάλετε
κοτζὰμ τελάλη
νὰ μοῦ τὸ γκαρίξει µέσα στ᾽ ἀφτιά µου.
Μά καὶ νὰ μὴ νυστάζατε,
πάλε θὰ μὲ θανατώνατε.
Kοιτάχτε τοὺς κατηγόρους!
Ὡραῖοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαῖα προσώπατα!
Πατριῶτες μὲ πατέντα! Kοτσαμπασήδες,
ήλιοι τῆς Δημοκρατίας!...
Γιά κοιτάχτε κ ἐμένα! Σουλούπι μιὰ φορά!
Κουρελῆς, κακοσούσουµος, γρουσούζης,
ἀνιπρόκοπος, σωστὸς κοπρίτης
κι «ἄνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!»
Ποῦ νὰ κρυφτῶ!
Ν᾿ ἀνοίξ᾽ ἡ γὴς νὰ μὲ καταπιεῖ!...
Κ᾿ ἐγὼ νά µουνα στὴ θέση σας,
θὰ ντρεπόµουν νὰ μὴν καταδικάσω
τὸν ἑαφτό µου καὶ σὲ θάνατο
καὶ σ᾿ ἀνελέητο στειλιάρι καὶ θὰ τὰ
θεωροῦσα καὶ τὰ δυὸ µεγάλη µου τιμή.
Ἡ ψυχἠ τους ὅμως ξεπερνάει πολὺ
τὴν ὄψη τους καὶ τὸ ντύσιμὀ τους
σ᾽ὀμορφιὰ καὶ πλοῦτο!
Γιατί καταδεχτηκανε νὰ ζητήσουνε
τὸ θάνατό µου ;
Γιὰ τὸ καλὸ τῆς πολιτείας!
᾿Αφτοὶ δὲν κερδίζουνε τίποτα
κι ἂν πεθάνω κι ἂν ζήσω.
Μήτε τὰ χωράφια, ποὺ δὲν ἔχω, θέλανε
νὰ μοῦ τὰ τσεπώσουνε φτηνὰ
στὴ δημοπρασία·
μήτε νὰ μ᾿ ἄναγκάσουνε
νὰν τοὺς δώσω λεφτά,
γιὰ νὰ πάρουνε πίσω τὴ μήνυση
(ποῦ νὰ τὰ βρῶ;) µητε βέβαια βιάζονται
νὰ χηρἐψ᾽ Ἡ γριὰ Ξανθίππη, γιὰ νὰ μοῦ
τήνε παντρευτεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς τρεῖς
(χαρά στὸ πράµα!).
Θέλαν, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
μὲ τὸ δικό µου τὸ πέσιµο
νὰ στηρίξουνε µέσα στὴν ψυχή σας
τὴν ᾿Αρετή, ποὺ τρεκλίζει.
Τοῦ λαοῦ µπροστάρηδες,
ἂν δὲν εἴτανε τίµιοι καὶ καθαροί,
θά ταν ἀφτοὶ κατηγορούμενοι
κ᾿ ἐγὼ κατήγορος.
Ποιός δὲ θαμπώνεται μπροστὰ
στὸ µεγαλοδύναμο ταμπάκη τὸν "Ανυτο ;
Ὁ γενναῖος στρατηγός!
Τόνε στείλατε μὲ τριάντα καράβια
νὰ σώσει τὸ Νιόαστρο
κι ἀφτὸς κρύφτηκε δῶθες ἀπὸ τὸν κάβο Μαλιὰ
(ἐνάντιος ἄνεμος),
ὥσπου νὰ πέσει τὸ κάστρο
καὶ νὰ γλυτώσει τὸ πετσί του.
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει
να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
Αυτός, που φοβάται τη ζωή
του για τα χρήματα,
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε
καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
όπως θαν το κάνω τώρα.
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για
ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα,
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και
του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο.
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους
που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή
και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του,
και που σκοτώνουνε τους προδότες,
δηλαδή τους ανάξιους
να πουλάνε την πατρίδα!
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… Τίμημα θάνατος!».
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
Όμως αληθινό παλικάρι.
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο,
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
να καταδικαστεί σε «ατιμία» —
σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα
για την πατρίδα.
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
Κι όσες φορές μου φορτώσατε
με το ζόρι κανέν’ αξίωμα,
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
και με τα γούστα του λαού,
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
παρά τρίχα να πάθαινα
τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο,
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο!
Ένας κι ένας. «Διὸς κριταί!».
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα. Μια κι όξω!
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία
που βγάζετε τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε
στο δρόμο,
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του — κι αυτός βλέπει!
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε
φαμελικά του τα χωράφια
και τα λιοστάσια της.
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των
γεννημάτων, των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
μπας κι είναι ξύκικα!
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
που ρήμαξε τη φτωχολογιά,
μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και,
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
και ξύνεται κει που του ταίριαζενα
βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
λουσμένος στ’ αρώματα
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
για να σώσει την ψυχή του !
Νά κι ο φημισμένος
ψευτομάρτυρας Αληθίων,
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς…
Νά κι ο…
Μεγάλος σαματάς, φοβέρες και φωνές:
“Κάτου! Κάτου!”
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας
χωριστά τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
Ύστερα, πού να σας ξέρω
κι ολουνούς με τ’ όνομα…
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..
Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε
με το ξεσκέπασμά σας;
Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος
χτες και σήμερα κι αύριο…
Ένας σας να ’τανε καθαρός, ο Νόμος
θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
παραλαλεί και βρίζει».
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
ήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα
τη γωνιά μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
Σας χρωστάω και χάρη…
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε
μ’ αυτά που σας λέω,
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας
αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
Εσείς θα τρομάζτε πιο πολύ μοναχά
να φανταζόσαστε
τον εαυτό σας στη θέση μου.
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει
γλιστρώντας λίγο λίγο
και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι
κι ύστερα στην καρδιά… Κι αυτό ήταν όλο!…
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού: τράγιο συκώτι
ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο, καρύδια, σταφίδα,
κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός!
Είσαστε αθάνατοι!
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά
σα βεντάγια και να διώχνει τις μύγες
που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σαν είδα τὸν ἑαφτό µου καργαρισµένον
ἀπάνου στὸ σανιδοχρέβατο
μὲ τὴν χκωμικὴν ἐπισημότητα
πόχουν ὅλα τὰ λείψανα,
καὶ γύρα µου θλιµένες Μαγδαληνὲς
τὸν πατριωτισμὸ τῶν κατηγόρων,
τὴ δική σας ἆλαθοσύνη
καὶ τὴν παρθενιὰ τῶν νόμων,
γέλασα μὲ τὴν καρδιά µου.
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν
από τους πεθαμένους
και πάνε στους ζωντανούς.
Και σαν κοίταξα και σας τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου
να βρωμάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών
(άλλος νά χει θέρμες, άλλος σπάσιμο
κι άλλος μαγιασίλι…, ψώρα…, χτικιό…)
κι ωστόσο νά χετε την όρεξη να βγάλετε
το μάτι του πλαγινού σας,
πήγε ο νους μου στα ζώα: όσα τρώνε τ’ άλλα
νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο·
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
πως θ’ αναστηθούνε
μια μέρα σε καλύτερη ζωή.
Μ᾽ ὕστερα σκέφτηκα : ἀντίς, μωρὲ Σωκράτη,
νὰ στἐκεσαι πάνου στὸ βῆμα
«καὶ ὄμμασι καὶ σχήματι φαιδρὸς»
νὰν τοὺς χοροϊδέβεις,
ἂν εἴχανε µπροστά τους ξαπλωμένο
τὸ κουφάρι σου, γιὰ νὰν τὸ δικάσουν,
ὅπως δικάζουν οἱ ἐφέτες στὸ
«ἐπὶ Πρυτανείῳ» δικαστήριο
τ᾿ ἄψυχα πράµατα : τὰ τοῦβλα,
τὶς πεπονόφλουδες,
τὰ χασάπικα τσιγγέλια...,
ξέρεις τί θὰ γινότανε;
Θὰ µαζεβόντανε γύρα σου, θὰ σκύβανε
νὰ σὲ κοιτάξουνε κάµποσην ὥρα,
θὰ κουνούσανε λυπητερὰ τὸ κεφάλι τους
κ᾿ ὕστερα θὰ λέγανε:
«Καλὸς εἴταν ὁ κακομοίρης!...
Γιά ἰδὲς πῶς ὀμόρφηνε πεθαμµένος!
Κλείσανε τ᾽ ἀλεπουδίσια μάτια του,
λιγνέψανε τὰ πρησµένα χείλια του,
στένεψε καὶ µάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
"Έγινε μιὰ χαρά!... Θυµόσαστε
τί γοῦστο ποὺ εἶχε,
σὰν ἁλουποτίναζε τοὺς σοφιστάδες
καὶ τοὺς κάλπηδες!..
"Έκανε μεγάλο καλὸ στὴν πολιτεία.
Τι αὐτὸ δὲν εἶδε χαΐρι...
Ἔζησε χαὶ πέθανε στὴν φάθα...
Καὶ νὰν τὰ λέμε συναμεταξὺ μας,
ὅποιος ζημιώνεται μὲ τὰ λόγια
καὶ τὶς πράξες του
μπορεῖ νά ναι κουτός,
μὰ κατεργάρης δὲν εἶναι·
κι ὅποιος κερδίζει μὲ τὶς πράξες του
καὶ μὲ τὰ λόγια του
ἄφτουνοῦ βρωμᾶνε κ᾿ οἱ φοῦχτες
κ᾿ η ψυχή του... Ξέρεις τί λέω ;
Νὰν τοῦ κάνουμε τὴν κηδεία του
«δημοσία δαπάνη».
Χρειάζονται παραδείγµατα
γιὰ τὰ παιδιά µας».
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
νά χω πεθάνει μοναχός μου,
με σκοτώνετε σεις… πάλε για παράδειγμα.
Σας χρειαζόταν ένα θύμα…
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν’ αγαπάνε την αρετή,
μα να φοβούνται τη δημοκρατία!
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ’ εμένα,
το "δάσκαλο" του Κριτία και του Θηραμένη
του κόθορνου,
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια…
Τὸ κορμί μου (κόκκαλα καὶ σάρκες)
δὲ βαραίνει βέβαια
µέσα στὴν παλάντζα τῆς Νέμεσης
ὅσο τὰ χίλια πεντακόσα χορμιὰ
τῶν σκοτωµένων ἀπὸ τοὺς τυράννους
ὅμως βαραίνει τ᾽ ὄνομά µου,
βαραίνει κ᾿ η ψυχη µου!
Κι ὅλοι σας ἴσαμ᾽ ἑκατὸ γενιὲς
νὰ µπαίνετε µάτσο
στό να τάσι τῆς παλάντζας, πάλε ἐγὼ
θὰ βάραινα περισσότερο...
θα βρεθοῦν ὕστερ' ἀπὸ χρόνια πολλοὶ
αὶ φίλοι κι ἄρνητάδες µου,
καὶ ντόπιοι καὶ ξένοι, καὶ συγκαιρινοὶ
καὶ µελλούμενοι,
ποὺ θὰ κάνουνε ντόρο µεγάλο
γύρα στὸ θάνατό µου.
Θὰ μὲ ποῦνε «τῶν “Ἑλλήνων τὸ ἄριστον»,
«ἀηδόνα Μουσῶν», «τὸν δικαιότατον»,
«τὸν φρονιμώτατον», «κορώνα τῆς Ελλάδος».
Τὰ παιδιά σας θὰ μοῦ χτίσουν ἐκκλησιά,
τὸ «Σωκρατεῖον»,
καὶ θὰ μοῦ κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, τὴν ἄνοιξη...
Θὰ μὲ προσκυνᾶνε γιὰ θεὸ
(σὲ μένα δὲν ἐπιτρέψατε νάχω
μήτε μιᾶς πεντᾶρας δαιµόνιο...).
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο;
Οἱ πρῶτοι γιὰ νὰ κολλήσουνε τ᾽ ὄνομά τους
δίπλα στὸ δικό µου
καὶ ν᾿ ἀκούγονται μαζί µου·
κ᾿οἱ δέφτεροι γιὰ νὰ δείξουνε,
πὼς ἂν ἐζοῦσα στὰ χρόνια τους,
θὰ μὲ καταλαβαίνανε καὶ θὰ μὲ τιμούσαν!...
Μπόσικα πράματα.
Καἱ κεῖνοι καὶ τοῦτοι θὰ παραφουσκώνουνε
τὴν ἀξία µου καὶ θ ἀδικοῦν ἐσᾶς·
θὰ λένε ψέματα καὶ θὰ πιστέβουνε ψέματα...
Εσεῖς κι ὁ Νόμος κάνατε τὸ χρέος σας.
Μονάχα ποὺ δὲ μὲ τιµωρήσατε
γιατὶ παρέβηκα τὸ Νόμο,
μὰ γιατὶ στάθηκ᾽ ἀνίκανος νὰ πατήσω
ἀπάνου του καὶ νὰ περάσω!...
«Αδικεῖ Σωκράτης ἆσθενὴς ὤν, ἅτε πένης...
Τίμημα θάνατος!!»
᾿Αφτὸ θά πρεπε νὰ λἐγ᾽ η μήνυση.
Αν με δικάζατ’ ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ’ αθωώνατε·
τόσο πολλοί, δεν μπορείτε…
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
τόσο λιγότερ’ η κρίση τους
και πιότερ’ η κάκητα.
Κι ἂν εἴσαστε κολλημένοι πενταχκόσοι
διαλεχτοὶ σοφοὶ (Σωχκράτήδες νὰ ποῦμε),
δὲ θὰ κάνατε μισὸ Μπερτόλδο· ὄχι τώρα,
πού σαστε πεντακόσοι Μπερτόλδοι!...
Πλῆθος, Δηµόσια Γνώμη, -- τεράστιο
Κοπρόσκυλο δεμένο στὸ παλούκι
μέσα στον ήλιο.
Όλο τον καιρό κοιμάται,
ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει
κανείς ναν το βγάλει απ’ τα συνήθεια του,
να του λύσει την αλυσίδα.
"Ετσι καὶ σεῖς, μόλις σᾶς μηνύσανε πὼς
χαλάω τὴ Θρησκεία,
τὰ παιδιὰ καὶ τὴ Λογική,
πεταχτήκατε πάνου στὶς χιλιάδες
τὰ ποδάρια σας
κι ἀρχίσατε νὰ χτυπᾶτε τὶς Συμπληγάδες
τὰ σαγόνια σας,
γιὰ νὰ μὲ λιώσετε κεῖ µέσα...
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε,
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
Κι ἄν εἴμουνα κομπογιαννίτης νὰ σᾶς
μπορκώνω κάτουρα χαὶ µαγαρισιές,
θὰ πιστέβατε, πὼς σ᾿ ἐμένα
χρωστᾶτε τὴ ζωή σας.
Θὰ καταλαβαίνατε καὶ θὰ μὲ πλερώνατε.
Μα τώρα μ’ ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε…
Το λοιπόν είμαι σωστός Οξαποδώ!...
Ένας τέτοιος όλα μπορεί ναν τα κάνει…!
Ἔβαζα καὶ τοὺς ἄλλους νὰ λένε τὸ ἴδιο
καὶ νὰ πιστέβουνε πραγματικά,
πὼς ὅ,τι ξέρουν εἶναι ψέματα!...
Καὶ νὰ ψάχνουνε νὰ βρίσκουνε
τὴν ἀλήθεια.
Μὰ σεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι, πρῶτα
ἀνησυχήσατε κ᾿ ὕστερις ἀγριέψατε...
ως ποῦ θὰ πήγαινε τούτ᾽ η δουλειά;
Ξέρετε, πὼς ὅσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιὸ µὐαλωμένος ὁ πολίτης
κι ὅσο λιγότερο μιλᾶ, τόσο πιὸ λέφτερος.
᾿Αν ἄξαφνα καὶ στὰ καλά καθούµενα
μὲ τὸ ψάξε ψάξε ὁ Γνάθων
ἔβρισχκε πὼς εἶναι σωστότερο
νὰ τρώει παρὰ νὰ νηστέβει ;
Κι ἂν δὲν τοῦ φτανε τούτ᾽ η τρέλα,
μὰ χι ἄρχιζε νὰ τὸ ξεφωνίζει;
Προτοῦ λοιπὸν ξεσπάσ᾽ η φουρτούνα,
θελήσατε νὰ σταματήσετε
τοὺς κακοὺς ἀνέμους.
Μὰ τοὺς κακοὺς ἀνέμους
(τοὺς... καλούς!),
τοὺς εἴχανε φἐρ᾽ οἱ σοφιστάδες.