WEBVTT
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά),
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα,
ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τοῦ σκίνου καὶ τοῦ θυμαριοῦ,
ποὺ ἄνάδινεν η χέρσα Ὑῆς.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα
καὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κρατώντας ὅλοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
περίεργοι νὰ ἰδοῦνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Αμα σταματήσει ὁ μύλος τὰ μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ ὅλη τὴ σιωπή, ποὺ τὸν
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντοῦ,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
µῆτε ξύπνησε, µῆτε κουνηθηκε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε ἀπὸ τὸ
µανίκι: «Δάσκαλε ἣ σειρά σου».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ εἶδε
σαστισµένος ὅλο χκεῖνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεῖ, πὼς πεντακόσια
θεριὰ τὸν εἴχανε ζώσει ἀγριεμένα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ κοιτᾶζονταςἀπάνου στὸ τραπέζι
τὰ δυὸ τσουκάλια
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(τὸ ἕνα χαλκωματένιο καὶ τ ἄλλο ξύλινο)
σοβαρὰ καὶ τὰ δυὸ καὶ κατσουφιασµένα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
λὲς κ᾿ εἴχανε ψυχη καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεῖς, ὦ ἄντρες᾿Αθηναῖοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ξανακάθισε κι ἄρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιµο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξὺ τους.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τοὺς ζεµάτιζε τόσες ὧρες
ὁ κατάκορφος ήλιος μὲ τὴν ἐλπίδα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
το πὼς θὰ γουστάρανε στὸ τέλος
μ᾿ ἀφτόνε τὸ γερογρουσούζη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Θὰ τόνε βλέπαν ἄσοφο καὶ ταπεινωµένο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μπροστὰ στὸ Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο καὶ παντογνώστη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ νὰ τώρα ποὺ τοὺς χαλοῦσε τὸ κέφι.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ πιὸ πολὺ πειραχτήκανε, ποὺ καταφρόνεσε
τέτοιαν ὥρα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ τῆς δημοκρατίας: πρῶτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ὕστερα νὰ σὲ κόβουνε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ὅπως, ἅμα δέρνεις ἕνα παιδὶ
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πεισματώνεσαι καὶ τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τόνε βγάλανε μὲ τὴν πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη καὶ στὰ τρία κακουργήματα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ τὸν κατηγόρησαν
οἱ τρεῖς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετῆς.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
'Ὁ Σωκράτης, σὰν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τους,
ἔκανε: χμ.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ἅμα τόνε ρωτῆξανε κατόπι
(σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο),
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ ἐξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δῶθε κεῖθε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ δὲν ἀπάντησε τίποτα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τότες ὁ κλητήρας ζύγωσε καὶ τοῦ τὸ
ξαναφώναξε δυνατὰ µέσα στ᾽ ἀφτιά του.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ὁ Σωκράτης, θέλοντας καὶ μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲ λέω,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι καὶ δίκαιες
καὶ συφερτικὲς γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ὅμως ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα μιὰν τρίτη».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν οὗλοι χαρούμενα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Είτε σᾶς ἐβεργέτησα εἴτε σᾶς ζήμιωσα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
νὰ μὲ βάλετε τώρα, ποὺ γέρασα,
στὸ Τεμπελχανιὀ.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Ἔτσι καὶ σεῖς θ'ἀσφαλιστεῖτε ἀπὸ µένα
κ’ἐγὼ θὰ ξεκουραστῶ ἀπὸ σᾶς.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καἱ ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωὶ στὴν πόρτα µου
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(χωρὶς νὰ μὲ βλέπετε
καὶ χωρὶς νὰ σᾶς βλέπω)
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ζεστὲς κι ἀφράτες ἐκεῖνες
τὶς ὡραῖες µελόπιτες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ δίνετε τόσους αἰῶνες ἐβλαβικὰ
στὸ ἅγιο φίδι τοῦ ᾿Ἠρεχθείου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὸ γιὸ τῆς Παρθένας.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιατὶ θαρρώ, πὼς ἐγὼ σᾶς ἔκανα
καὶ περισσότερο καλὸ καὶ λιγότερο κακὸ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
παρὰ κάθε λογῆς θεϊκὸ ζωντόβολο».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, ποὺ
μὲ τὸ παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεῖα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γελάσανε μ᾿ὅλη τὴν καρδιά τους,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
σὰν ἀκούσανε τ᾽ἀναπάντεχο τοῦτο χωρατὸ
τοῦ Σωκράτη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ περιμέναμε νὰ τοὺς πεῖ κι ἄλλα.
Καὶ κεῖνος σὲ λίγο:
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Κι ἀφοῦ κάνω τὴ σωστότερη,
καθὼς φαίνεται, κρίση,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἐγὼ ταιριάζει νὰ πάρω καὶ τοὺς μιστοὺς
ὁλωνῶνε σας».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Αλλοι σηkώσανε τὰ μπαστούνια,
ἄλλοι ἁρπάξανε πέτρα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ἄλλοι χυμήξανε πάνου στὰ κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μπροστά γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουνε
κι ὅλοι φωνάζανε µαζί,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ δὲν ξεχώριζες λέξη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
᾽Ακοῦς ἐχεῖ νὰν τοὺς ζητάει
τοὺς τρεῖς ὀβολούς, τὸν τίµιο κόπο τους.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γι' ἀφτὸ λοιπὸν αφήσανετὶς δουλειές τους
νοικοκυρέοι ἀνθρώποι
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ χασοµερίσαν ὅλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε τὴν πατρίδα;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ δὲν εἴτανε δὰ γιὰ τὰ λεφτά...
μὰ τοὺς ζητοῦσε νὰ παρανομήσουν.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καἱ νὰ θέλανε, δὲν εἴχανε µήτε ἀφτοὶ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὸ δικαίωμα νὰ χαρίσουνε τὸ µιστό τους,
µῆτε κ᾿η πολιτεία νὰ τοὺς τόνε στερήσει...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μωρὲ τοῦτος εἶναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι ἄθεος καὶ προδότης! Καλὰ καὶ θὰ ἰδεῖ!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιὰ τοῦτο, μιὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης
δὲ διάλεγε τὸ εἶδος τῆς τιμωρίας του,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τόνε καταδικάσαν ἀφτοί,
μὲ τὴ δεύτερη Ψηφοφορία τους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(πάλε σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο)
νὰ πιεῖ τὸ φαρμάκι.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τότες ἴσα ἴσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
ἀπὸ κέφι καὶ δύναμη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Απλὸς καὶ σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στὰ µεθύσια του,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
στοὺς καβγάδες καὶ στὸν πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στὸ βῆμα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ µισοχλείνοντας τὰ πονηρά του μάτια
τοὺς εἶπε σιγὰ σιγὰ τοῦτα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ μέλλει νὰ διαβάσετε παρακάτου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Οἱ τάχατες «ἀπολογίες», ποὺ τοῦ γράψανε,
φίλοι καὶ µαθητάδες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὅλες εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πὼς ὁ Σωκράτης εἴταν ἀθῶος,
ὁ Νόμος εἴτανε δίκαιος
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κ'οἱ δικαστάδες ντόµπροι καὶ τίµιοι
Αθηναῖοι,ποὺ κάνανε... λάθος·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ µονάχοι φταῖχτες οἱ τρεῖς παλιανθρώποι
ποὺ τόνε κατατρέξανε τὸ ζάβαλη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ΤΙ ΩΡΑ εἶναι;... Περασμένο μεσημέρι !...
"Έξι σωστὲς ὡροῦλες kαὶ δὲν ἄχουσα τίποτα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τὰ χρόνια, βλέπετε,
μοῦ βαρύνανε τὴν ἀκοη...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αν ὁ Δυσσέας εἶχε τὸ κουσούρι µου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
δὲ θὰ κόπιαζε νὰ καλαφατίσει τ᾽ἀφτιά του
μὲ κερὶ καὶ νὰ δεθεῖ στὸ κατάρτι,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει
τὸ δονικὸ τραγούδι τοῦ θανάτου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
᾽Αγκαλὰ (μιὰ καὶ τό φερε η κουβέντα)
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὁ θάνατος ἀντιλάλησε βαθύτερα
µέσα στὴν ψυχη του
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κ᾿ ὕστερα τὸν ἄκουγε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωῇ.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ καὶ νά χα δἐκ᾽ ἀφτιὰ χι ὅλα γερά,
πάλε δὲ θὰ µποροῦσα ν᾿ ἀχούσω.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τά χασα μπροστὰ στὸ µεγάλο
καὶ φανταχτερὀ σας πλῆθος.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μοῦ φαινότανε, πὼς εἴμουνα
στὸν ἄλλον κόσµο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ μὲ δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γι'ἀφτὸ καὶ χαμογελοῦσα ταπεινά.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εἴταν ἀπὸ φόβο, σαστισµάρα καὶ βλακεία!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Α !... νιώθω νὰ λαχταρίζει
µέσα στὴν φυχη µου
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὸ πατριωτικὀ µου φιλότιµο.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ἔχω κ᾿ ἐγὼ τὶς µεγάλες ἀφτὲς ἀρετές !
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ἆληθινά, ὅπου ριζοβολήσει
τούτ' ἢ Τριάδα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(βλακεία, σαστισµάρα καὶ φόβος)
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἐκεῖ κι ὁ Νόμος ἔχει δύναμη
κι ὁ λαὸς εἶν᾽ἐφτυχισμένος.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Λοιπὸν δὲν ἄκουσα τίποτα,
γιατί χε σταματήσει τὸ µυαλό µου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Άλλοτε συνείθιζε νὰ ταξιδέβει
πολὺ µακριά, σὲ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μιὰ χώρα ξωτική, ποὺ μήτε πουλὶ
µῆτε πλεούμενο τῆνε ζύγωσε ποτές,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γιατὶ δὲν ὑπάρχει πουθενά.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εκεῖθες µαταγύριζε πάντα γιοµάτο
βουητὰ καὶ θάμπη καὶ πόνους ἀβάσταγους.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εἴταν h χώρα τῶν Ιδεῶν,
ὦ ἄντρες᾽ Αθγναῖοι!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι όποιος μπεῖ σ᾿ ἀφτῆνε μιὰ φορὰ
παθαίνει τὸ δυστύχημα τοῦ Τειρεσία,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ εἶδε τὴν Παλλάδα κατάγυμνη.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Στραβώνεται γιὰ πάντα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ τώρα τελεφταῖα τὸ μυαλό µου φέρνεται
σὰν τὰ µουλάρια, ποὺ βρίσκονται ξαφνικὰ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μπροστὰ σ᾿ ὀλόρθο γκρεμὸν
η πάνου σὲ σάπιο γεφύρι.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ δὲ θέλει νὰ κάνει μισὴ πιθαμή
πἐρ᾽ ἀπὸ τὴ μύτη μου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ μ᾿ ἀναγκάζει νὰ σκύβω νὰ κοιτάζω τὴ
μύτη µου! Ολάκερος κόσμος!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
᾿Απεραντοσύνη τῆς ᾱσκῄμιας,
ἤγουν τῆς ἀλήθειας!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὲ πιάνει ζάλη καὶ τὰ µελίγγια µου
χτυπᾶνε σὰ σφυριά.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Παράξενο πράμα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Βλέπουμε θεούς, ἰδέες, ὀνείρατα,
περασμένα, μελλούμενα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ δὲ βλέπουμε τὴ μύτη µας,
ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τώρα καταλαβαίνω, πὼς ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι
ἐκεῖνος ποὺ καταφέρνει νὰ τῆνε ἰδεῖ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ νὰ τὴν καταλάβει.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
K’᾿ἐγὼ μήτε τὴν εἶχα ποτὲς ὑποψιαστεῖ,
πὼς ὑπάρχει κι ἃς μὲ πειράζαν ὅλοι,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πὼς εἴτανε πλατσουκωτὴ
σὰν τῆς μαϊμοῦς καὶ τοῦ τράγου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δὲν ἄκουσα τὸ λοιπὸν τίποτα,
γιατὶ ὅλες ἀφτὲς τὶς ὧρες
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μελετοῦσα τὴ μύτη µου, γιὰ νὰ γίνω σοφός.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Βέβαια τὰ παραλέω.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἄκουσα τίποτα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
“Αρπαζε καὶ µένα κάπου κάπου
τ᾽ ἀφτί µου καμιὰ βρισιὰ τῶν κατηγόρων
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἡ καμιὰ βλαστήμια δική σας.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καἱ γελοῦσα µέσα µου
μὲ τὶς κοροϊδεφτικὲς ἀπάντησες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ μοῦ ἐρχόντανε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ δὲν μποροῦσα νὰν τὶς πῶ
κείνη τὴ στιγμή·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὁ νόµος ἀπαγορέβει νὰ διακόψεις τὸ ρήτορα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ἔϊτσι κρατιόµουνα κ᾿ ἐγώ, γιὰ νὰ σᾶς τὰ πῶ
μιὰ καὶ καλη στὸ τέλος, καθὼς σφίγγεται,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κρατιέται χι ἀναβάλλει κανεὶς
τὶς χειμωνιάτικες νύχτες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
σὰ βρέχει καὶ φυσάει χιονιάς,
νὰ βγεῖ στὴν ἀβλὴ πρὸς νεροῦ του.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ σὰν ήρτε κ᾿ η σειρά µου νὰ μιλήσω,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ξέχασα τί θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ
βαρέθηκα νὰν τὰ θυμηθώ.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ κεῖνο ποὺ ἄκουσα καλύτερα
εἴταν η θανατική σας ἀπόφαση.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Την ἠξερ᾽ ἀπὸ τὰ πρίν,
γιατί χα πλέρια µπιστοσύνη
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
στὸν ξεπεσμὸ τοῦ καιροῦ µας.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ καὶ νὰ μὴν τὴν ήξερα, δὲ θά τανε
δύσκολο νὰ τὴν καταλάβω.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τὰ νυσταγµένα μάτια σας
καὶ τὰ χασμουρητά σας
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὸ µαρτυρούσανε καθαρά.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δὲν εἴτανε λοιπὸν ἀνάγκη νὰ βάλετε
κοτζὰμ τελάλη
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
νὰ μοῦ τὸ γκαρίξει µέσα στ᾽ ἀφτιά µου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μά καὶ νὰ μὴ νυστάζατε,
πάλε θὰ μὲ θανατώνατε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Kοιτάχτε τοὺς κατηγόρους!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ὡραῖοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαῖα προσώπατα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Πατριῶτες μὲ πατέντα! Kοτσαμπασήδες,
ήλιοι τῆς Δημοκρατίας!...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιά κοιτάχτε κ ἐμένα! Σουλούπι μιὰ φορά!
Κουρελῆς, κακοσούσουµος, γρουσούζης,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἀνιπρόκοπος, σωστὸς κοπρίτης
κι «ἄνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!»
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ποῦ νὰ κρυφτῶ!
Ν᾿ ἀνοίξ᾽ ἡ γὴς νὰ μὲ καταπιεῖ!...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κ᾿ ἐγὼ νά µουνα στὴ θέση σας,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θὰ ντρεπόµουν νὰ μὴν καταδικάσω
τὸν ἑαφτό µου καὶ σὲ θάνατο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ σ᾿ ἀνελέητο στειλιάρι καὶ θὰ τὰ
θεωροῦσα καὶ τὰ δυὸ µεγάλη µου τιμή.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ἡ ψυχἠ τους ὅμως ξεπερνάει πολὺ
τὴν ὄψη τους καὶ τὸ ντύσιμὀ τους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
σ᾽ὀμορφιὰ καὶ πλοῦτο!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιατί καταδεχτηκανε νὰ ζητήσουνε
τὸ θάνατό µου ;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιὰ τὸ καλὸ τῆς πολιτείας!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
᾿Αφτοὶ δὲν κερδίζουνε τίποτα
κι ἂν πεθάνω κι ἂν ζήσω.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μήτε τὰ χωράφια, ποὺ δὲν ἔχω, θέλανε
νὰ μοῦ τὰ τσεπώσουνε φτηνὰ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
στὴ δημοπρασία·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μήτε νὰ μ᾿ ἄναγκάσουνε
νὰν τοὺς δώσω λεφτά,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γιὰ νὰ πάρουνε πίσω τὴ μήνυση
(ποῦ νὰ τὰ βρῶ;) µητε βέβαια βιάζονται
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
νὰ χηρἐψ᾽ Ἡ γριὰ Ξανθίππη, γιὰ νὰ μοῦ
τήνε παντρευτεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς τρεῖς
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(χαρά στὸ πράµα!).
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Θέλαν, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
μὲ τὸ δικό µου τὸ πέσιµο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
νὰ στηρίξουνε µέσα στὴν ψυχή σας
τὴν ᾿Αρετή, ποὺ τρεκλίζει.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τοῦ λαοῦ µπροστάρηδες,
ἂν δὲν εἴτανε τίµιοι καὶ καθαροί,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θά ταν ἀφτοὶ κατηγορούμενοι
κ᾿ ἐγὼ κατήγορος.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ποιός δὲ θαμπώνεται μπροστὰ
στὸ µεγαλοδύναμο ταμπάκη τὸν "Ανυτο ;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ὁ γενναῖος στρατηγός!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τόνε στείλατε μὲ τριάντα καράβια
νὰ σώσει τὸ Νιόαστρο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ἀφτὸς κρύφτηκε δῶθες ἀπὸ τὸν κάβο Μαλιὰ
(ἐνάντιος ἄνεμος),
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὥσπου νὰ πέσει τὸ κάστρο
καὶ νὰ γλυτώσει τὸ πετσί του.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει
να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αυτός, που φοβάται τη ζωή
του για τα χρήματα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε
καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
και στον ενάντιον άνεμο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που του στάθηκε τόσο βολικός.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
όπως θαν το κάνω τώρα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για
ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και
του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους
που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και που σκοτώνουνε τους προδότες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
δηλαδή τους ανάξιους
να πουλάνε την πατρίδα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… Τίμημα θάνατος!».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Όμως αληθινό παλικάρι.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο,
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
να καταδικαστεί σε «ατιμία» —
σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα
για την πατρίδα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι όσες φορές μου φορτώσατε
με το ζόρι κανέν’ αξίωμα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και με τα γούστα του λαού,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
παρά τρίχα να πάθαινα
τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ένας κι ένας. «Διὸς κριταί!».
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα. Μια κι όξω!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που βγάζετε τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε
στο δρόμο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του — κι αυτός βλέπει!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε
φαμελικά του τα χωράφια
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και τα λιοστάσια της.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των
γεννημάτων, των αλευριών και του ψωμιού
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
μπας κι είναι ξύκικα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που ρήμαξε τη φτωχολογιά,
μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και ξύνεται κει που του ταίριαζενα
βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
λουσμένος στ’ αρώματα
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
του πορνικού φόρου,
που του τονε πλερώνουνε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
για να σώσει την ψυχή του !
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο φημισμένος
ψευτομάρτυρας Αληθίων,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά κι ο…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μεγάλος σαματάς, φοβέρες και φωνές:
“Κάτου! Κάτου!”
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας
χωριστά τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ύστερα, πού να σας ξέρω
κι ολουνούς με τ’ όνομα…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε
με το ξεσκέπασμά σας;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος
χτες και σήμερα κι αύριο…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ένας σας να ’τανε καθαρός, ο Νόμος
θα γκρεμιζότανε χάμου
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
παραλαλεί και βρίζει».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
ήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα
τη γωνιά μετά λίγους μήνες ή χρόνια
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
με το θέλημα της Φύσης.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Σας χρωστάω και χάρη…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε
μ’ αυτά που σας λέω,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας
αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εσείς θα τρομάζτε πιο πολύ μοναχά
να φανταζόσαστε
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τον εαυτό σας στη θέση μου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει
γλιστρώντας λίγο λίγο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι
κι ύστερα στην καρδιά… Κι αυτό ήταν όλο!…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
όλα τα καλά του Θεού: τράγιο συκώτι
ψημένο στη θράκα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο, καρύδια, σταφίδα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Είσαστε αθάνατοι!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά
σα βεντάγια και να διώχνει τις μύγες
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε
και την ώρα που δικάζετε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Σαν είδα τὸν ἑαφτό µου καργαρισµένον
ἀπάνου στὸ σανιδοχρέβατο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μὲ τὴν χκωμικὴν ἐπισημότητα
πόχουν ὅλα τὰ λείψανα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ γύρα µου θλιµένες Μαγδαληνὲς
τὸν πατριωτισμὸ τῶν κατηγόρων,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὴ δική σας ἆλαθοσύνη
καὶ τὴν παρθενιὰ τῶν νόμων,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γέλασα μὲ τὴν καρδιά µου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν
από τους πεθαμένους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και πάνε στους ζωντανούς.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Και σαν κοίταξα και σας τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
να βρωμάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(άλλος νά χει θέρμες, άλλος σπάσιμο
κι άλλος μαγιασίλι…, ψώρα…, χτικιό…)
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ωστόσο νά χετε την όρεξη να βγάλετε
το μάτι του πλαγινού σας,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πήγε ο νους μου στα ζώα: όσα τρώνε τ’ άλλα
νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πως θ’ αναστηθούνε
μια μέρα σε καλύτερη ζωή.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μ᾽ ὕστερα σκέφτηκα : ἀντίς, μωρὲ Σωκράτη,
νὰ στἐκεσαι πάνου στὸ βῆμα
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«καὶ ὄμμασι καὶ σχήματι φαιδρὸς»
νὰν τοὺς χοροϊδέβεις,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἂν εἴχανε µπροστά τους ξαπλωμένο
τὸ κουφάρι σου, γιὰ νὰν τὸ δικάσουν,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὅπως δικάζουν οἱ ἐφέτες στὸ
«ἐπὶ Πρυτανείῳ» δικαστήριο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τ᾿ ἄψυχα πράµατα : τὰ τοῦβλα,
τὶς πεπονόφλουδες,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὰ χασάπικα τσιγγέλια...,
ξέρεις τί θὰ γινότανε;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Θὰ µαζεβόντανε γύρα σου, θὰ σκύβανε
νὰ σὲ κοιτάξουνε κάµποσην ὥρα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θὰ κουνούσανε λυπητερὰ τὸ κεφάλι τους
κ᾿ ὕστερα θὰ λέγανε:
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Καλὸς εἴταν ὁ κακομοίρης!...
Γιά ἰδὲς πῶς ὀμόρφηνε πεθαμµένος!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κλείσανε τ᾽ ἀλεπουδίσια μάτια του,
λιγνέψανε τὰ πρησµένα χείλια του,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
στένεψε καὶ µάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Έγινε μιὰ χαρά!... Θυµόσαστε
τί γοῦστο ποὺ εἶχε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
σὰν ἁλουποτίναζε τοὺς σοφιστάδες
καὶ τοὺς κάλπηδες!..
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Έκανε μεγάλο καλὸ στὴν πολιτεία.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τι αὐτὸ δὲν εἶδε χαΐρι...
Ἔζησε χαὶ πέθανε στὴν φάθα...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ νὰν τὰ λέμε συναμεταξὺ μας,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὅποιος ζημιώνεται μὲ τὰ λόγια
καὶ τὶς πράξες του
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μπορεῖ νά ναι κουτός,
μὰ κατεργάρης δὲν εἶναι·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ὅποιος κερδίζει μὲ τὶς πράξες του
καὶ μὲ τὰ λόγια του
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἄφτουνοῦ βρωμᾶνε κ᾿ οἱ φοῦχτες
κ᾿ η ψυχή του... Ξέρεις τί λέω ;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Νὰν τοῦ κάνουμε τὴν κηδεία του
«δημοσία δαπάνη».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Χρειάζονται παραδείγµατα
γιὰ τὰ παιδιά µας».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
νά χω πεθάνει μοναχός μου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
με σκοτώνετε σεις… πάλε για παράδειγμα.
Σας χρειαζόταν ένα θύμα…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν’ αγαπάνε την αρετή,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μα να φοβούνται τη δημοκρατία!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ’ εμένα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
το "δάσκαλο" του Κριτία και του Θηραμένη
του κόθορνου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τὸ κορμί μου (κόκκαλα καὶ σάρκες)
δὲ βαραίνει βέβαια
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
µέσα στὴν παλάντζα τῆς Νέμεσης
ὅσο τὰ χίλια πεντακόσα χορμιὰ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τῶν σκοτωµένων ἀπὸ τοὺς τυράννους
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ὅμως βαραίνει τ᾽ ὄνομά µου,
βαραίνει κ᾿ η ψυχη µου!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ὅλοι σας ἴσαμ᾽ ἑκατὸ γενιὲς
νὰ µπαίνετε µάτσο
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
στό να τάσι τῆς παλάντζας, πάλε ἐγὼ
θὰ βάραινα περισσότερο...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θα βρεθοῦν ὕστερ' ἀπὸ χρόνια πολλοὶ
αὶ φίλοι κι ἄρνητάδες µου,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ ντόπιοι καὶ ξένοι, καὶ συγκαιρινοὶ
καὶ µελλούμενοι,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ποὺ θὰ κάνουνε ντόρο µεγάλο
γύρα στὸ θάνατό µου.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Θὰ μὲ ποῦνε «τῶν “Ἑλλήνων τὸ ἄριστον»,
«ἀηδόνα Μουσῶν», «τὸν δικαιότατον»,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«τὸν φρονιμώτατον», «κορώνα τῆς Ελλάδος».
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Τὰ παιδιά σας θὰ μοῦ χτίσουν ἐκκλησιά,
τὸ «Σωκρατεῖον»,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ θὰ μοῦ κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, τὴν ἄνοιξη...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Θὰ μὲ προσκυνᾶνε γιὰ θεὸ
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
(σὲ μένα δὲν ἐπιτρέψατε νάχω
μήτε μιᾶς πεντᾶρας δαιµόνιο...).
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Οἱ πρῶτοι γιὰ νὰ κολλήσουνε τ᾽ ὄνομά τους
δίπλα στὸ δικό µου
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
καὶ ν᾿ ἀκούγονται μαζί µου·
κ᾿οἱ δέφτεροι γιὰ νὰ δείξουνε,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πὼς ἂν ἐζοῦσα στὰ χρόνια τους,
θὰ μὲ καταλαβαίνανε καὶ θὰ μὲ τιμούσαν!...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μπόσικα πράματα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καἱ κεῖνοι καὶ τοῦτοι θὰ παραφουσκώνουνε
τὴν ἀξία µου καὶ θ ἀδικοῦν ἐσᾶς·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θὰ λένε ψέματα καὶ θὰ πιστέβουνε ψέματα...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Εσεῖς κι ὁ Νόμος κάνατε τὸ χρέος σας.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μονάχα ποὺ δὲ μὲ τιµωρήσατε
γιατὶ παρέβηκα τὸ Νόμο,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μὰ γιατὶ στάθηκ᾽ ἀνίκανος νὰ πατήσω
ἀπάνου του καὶ νὰ περάσω!...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
«Αδικεῖ Σωκράτης ἆσθενὴς ὤν, ἅτε πένης...
Τίμημα θάνατος!!»
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
᾿Αφτὸ θά πρεπε νὰ λἐγ᾽ η μήνυση.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αν με δικάζατ’ ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ’ αθωώνατε·
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τόσο πολλοί, δεν μπορείτε…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τόσο λιγότερ’ η κρίση τους
και πιότερ’ η κάκητα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ἂν εἴσαστε κολλημένοι πενταχκόσοι
διαλεχτοὶ σοφοὶ (Σωχκράτήδες νὰ ποῦμε),
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
δὲ θὰ κάνατε μισὸ Μπερτόλδο· ὄχι τώρα,
πού σαστε πεντακόσοι Μπερτόλδοι!...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Πλῆθος, Δηµόσια Γνώμη, -- τεράστιο
Κοπρόσκυλο δεμένο στὸ παλούκι
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
μέσα στον ήλιο.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Όλο τον καιρό κοιμάται,
ξύνει την ψώρα του
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει
κανείς ναν το βγάλει απ’ τα συνήθεια του,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
να του λύσει την αλυσίδα.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
"Ετσι καὶ σεῖς, μόλις σᾶς μηνύσανε πὼς
χαλάω τὴ Θρησκεία,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τὰ παιδιὰ καὶ τὴ Λογική,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πεταχτήκατε πάνου στὶς χιλιάδες
τὰ ποδάρια σας
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ἀρχίσατε νὰ χτυπᾶτε τὶς Συμπληγάδες
τὰ σαγόνια σας,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
γιὰ νὰ μὲ λιώσετε κεῖ µέσα...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε,
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
και τρώω τις φλόγες.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ἄν εἴμουνα κομπογιαννίτης νὰ σᾶς
μπορκώνω κάτουρα χαὶ µαγαρισιές,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θὰ πιστέβατε, πὼς σ᾿ ἐμένα
χρωστᾶτε τὴ ζωή σας.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Θὰ καταλαβαίνατε καὶ θὰ μὲ πλερώνατε.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μα τώρα μ’ ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε…
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Το λοιπόν είμαι σωστός Οξαποδώ!...
Ένας τέτοιος όλα μπορεί ναν τα κάνει…!
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ἔβαζα καὶ τοὺς ἄλλους νὰ λένε τὸ ἴδιο
καὶ νὰ πιστέβουνε πραγματικά,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
πὼς ὅ,τι ξέρουν εἶναι ψέματα!...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Καὶ νὰ ψάχνουνε νὰ βρίσκουνε
τὴν ἀλήθεια.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ σεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι, πρῶτα
ἀνησυχήσατε κ᾿ ὕστερις ἀγριέψατε...
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ως ποῦ θὰ πήγαινε τούτ᾽ η δουλειά;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Ξέρετε, πὼς ὅσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιὸ µὐαλωμένος ὁ πολίτης
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
κι ὅσο λιγότερο μιλᾶ, τόσο πιὸ λέφτερος.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
᾿Αν ἄξαφνα καὶ στὰ καλά καθούµενα
μὲ τὸ ψάξε ψάξε ὁ Γνάθων
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
ἔβρισχκε πὼς εἶναι σωστότερο
νὰ τρώει παρὰ νὰ νηστέβει ;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Κι ἂν δὲν τοῦ φτανε τούτ᾽ η τρέλα,
μὰ χι ἄρχιζε νὰ τὸ ξεφωνίζει;
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Προτοῦ λοιπὸν ξεσπάσ᾽ η φουρτούνα,
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
θελήσατε νὰ σταματήσετε
τοὺς κακοὺς ἀνέμους.
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
Μὰ τοὺς κακοὺς ἀνέμους
(τοὺς... καλούς!),
99:59:59.999 --> 99:59:59.999
τοὺς εἴχανε φἐρ᾽ οἱ σοφιστάδες.