1 00:00:14,941 --> 00:00:34,917 Κώστας Βάρναλης Η αληθινή απολογία του Σωκράτη 2 00:00:38,654 --> 00:00:41,668 Το πώς γεννήκανε τα πραμματα 3 00:00:41,838 --> 00:00:43,642 Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι 4 00:00:43,642 --> 00:00:46,646 (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήµατα, 5 00:00:46,646 --> 00:00:48,175 νεβρικὸς σαν ἀηδόνι 6 00:00:48,175 --> 00:00:51,380 ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ ρουθούνια γιοµάτα τρίχες· 7 00:00:51,380 --> 00:00:54,256 ο Λύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), 8 00:00:54,256 --> 00:00:58,601 οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα, σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα, 9 00:00:58,601 --> 00:01:02,849 μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού. 10 00:01:03,295 --> 00:01:06,941 Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους 11 00:01:06,941 --> 00:01:08,660 ρουχαλίζανε ρυθμικά. 12 00:01:08,942 --> 00:01:12,119 Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανό 13 00:01:12,119 --> 00:01:15,949 και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλοῦσε. 14 00:01:15,949 --> 00:01:21,222 Μ᾽ όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά 15 00:01:21,222 --> 00:01:25,092 και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά, 16 00:01:25,092 --> 00:01:29,354 που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας, 17 00:01:29,354 --> 00:01:32,980 του σκίνου και τοῦ θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα Γῆς. 18 00:01:36,607 --> 00:01:40,642 Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, 19 00:01:40,912 --> 00:01:44,239 λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους 20 00:01:44,239 --> 00:01:48,460 µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια. 21 00:01:49,858 --> 00:01:53,548 Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη 22 00:01:53,759 --> 00:01:58,110 περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο. 23 00:01:58,832 --> 00:02:02,101 Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ὁ µυλωνάς. 24 00:02:02,637 --> 00:02:06,460 Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού, 25 00:02:06,460 --> 00:02:08,462 µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε. 26 00:02:09,198 --> 00:02:14,796 Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου». 27 00:02:15,801 --> 00:02:20,610 Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι. 28 00:02:20,522 --> 00:02:24,639 Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. 29 00:02:25,267 --> 00:02:30,001 Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του τα γένια, µισοσηκώθηκε μια στιγμή 30 00:02:30,001 --> 00:02:32,706 και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια 31 00:02:32,706 --> 00:02:37,422 (το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, 32 00:02:37,422 --> 00:02:41,112 λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε κι ἀφτά, μουρμούρισε: 33 00:02:41,802 --> 00:02:45,506 «Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι, ν᾿ἀπολογηθείτε. 34 00:02:46,428 --> 00:02:49,947 Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα. 35 00:02:51,994 --> 00:02:54,814 Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ᾽ άπρεπο φέρσιμο 36 00:02:54,814 --> 00:02:57,509 και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. 37 00:02:58,019 --> 00:03:01,684 Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα, 38 00:03:01,684 --> 00:03:05,049 το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη. 39 00:03:05,481 --> 00:03:07,443 Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο 40 00:03:07,443 --> 00:03:10,779 μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. 41 00:03:11,071 --> 00:03:13,240 Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. 42 00:03:13,785 --> 00:03:17,302 Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα 43 00:03:17,302 --> 00:03:22,317 το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε. 44 00:03:22,751 --> 00:03:25,404 Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι ἀφτὸ δεν κλαίει, 45 00:03:25,404 --> 00:03:29,516 πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε 46 00:03:29,516 --> 00:03:31,795 και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμη τους, 47 00:03:31,795 --> 00:03:36,126 τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, 48 00:03:36,126 --> 00:03:38,749 που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής. 49 00:03:39,512 --> 00:03:42,994 Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους, έκανε: χμ. 50 00:03:43,574 --> 00:03:46,672 Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύµφωνα με το Νόμο), 51 00:03:46,672 --> 00:03:51,839 ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε 52 00:03:51,839 --> 00:03:53,426 και δεν απάντησε τίποτα. 53 00:03:53,984 --> 00:03:58,120 Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του. 54 00:03:58,802 --> 00:04:04,322 Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω, 55 00:04:04,322 --> 00:04:08,849 κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. 56 00:04:08,849 --> 00:04:11,478 Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη». 57 00:04:12,248 --> 00:04:15,509 «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. 58 00:04:15,509 --> 00:04:18,460 «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα 59 00:04:18,460 --> 00:04:21,525 να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιὀ. 60 00:04:21,891 --> 00:04:25,928 Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς. 61 00:04:26,396 --> 00:04:28,413 Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου 62 00:04:28,413 --> 00:04:30,828 (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) 63 00:04:30,828 --> 00:04:34,124 ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες µελόπιτες, 64 00:04:34,124 --> 00:04:37,552 που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου, 65 00:04:37,552 --> 00:04:39,390 τον γιό της Παρθένας. 66 00:04:39,524 --> 00:04:43,880 Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό 67 00:04:43,880 --> 00:04:46,713 παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο». 68 00:04:49,116 --> 00:04:53,524 Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία, 69 00:04:53,524 --> 00:04:55,237 γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους, 70 00:04:55,237 --> 00:04:57,883 σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. 71 00:04:58,286 --> 00:05:01,755 Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: 72 00:05:02,345 --> 00:05:05,041 «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, 73 00:05:05,043 --> 00:05:08,198 εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ὁλωνώνε σας». 74 00:05:08,697 --> 00:05:12,931 Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε. 75 00:05:13,231 --> 00:05:16,176 Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα 76 00:05:16,176 --> 00:05:19,716 κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά 77 00:05:19,716 --> 00:05:22,282 για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε µαζί, 78 00:05:22,282 --> 00:05:23,952 ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη. 79 00:05:24,401 --> 00:05:28,573 Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους. 80 00:05:29,018 --> 00:05:32,370 Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι ανθρώποι 81 00:05:32,370 --> 00:05:35,328 και χασοµερίσαν όλη µέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; 82 00:05:36,024 --> 00:05:39,500 Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν. 83 00:05:39,981 --> 00:05:41,972 Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ 84 00:05:41,972 --> 00:05:46,235 το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους, µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... 85 00:05:46,535 --> 00:05:52,313 Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! 86 00:05:53,020 --> 00:05:56,777 Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, 87 00:05:56,777 --> 00:06:00,305 τόνε καταδικάσαν αφτοί, με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους 88 00:06:00,305 --> 00:06:03,227 (πάλε σύµφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι. 89 00:06:04,428 --> 00:06:08,253 Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος από κέφι και δύναμη. 90 00:06:08,413 --> 00:06:11,830 Απλός και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του, 91 00:06:11,830 --> 00:06:14,883 στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα 92 00:06:14,883 --> 00:06:18,606 και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, 93 00:06:18,606 --> 00:06:20,595 που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου. 94 00:06:23,195 --> 00:06:26,599 Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε, φίλοι και µαθητάδες, 95 00:06:26,739 --> 00:06:31,010 όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους, µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε, 96 00:06:31,010 --> 00:06:33,963 πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος, ο Νόμος είτανε δίκαιος 97 00:06:33,963 --> 00:06:38,020 κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος· 98 00:06:38,588 --> 00:06:43,462 και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη. 99 00:07:17,735 --> 00:07:30,526 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 100 00:07:31,146 --> 00:07:34,254 ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… 101 00:07:35,516 --> 00:07:38,158 Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! 102 00:07:38,627 --> 00:07:41,106 Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… 103 00:07:41,932 --> 00:07:43,716 Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, 104 00:07:43,716 --> 00:07:46,527 δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί 105 00:07:46,527 --> 00:07:48,551 και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει 106 00:07:48,551 --> 00:07:50,364 το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. 107 00:07:51,205 --> 00:07:55,283 Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα 108 00:07:55,283 --> 00:07:58,435 μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή. 109 00:07:58,953 --> 00:08:03,614 Μα και να ’χα δέκ’ αφτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω 110 00:08:04,109 --> 00:08:07,391 Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. 111 00:08:07,784 --> 00:08:10,044 Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο 112 00:08:10,044 --> 00:08:13,276 και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. 113 00:08:13,714 --> 00:08:15,909 Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. 114 00:08:16,397 --> 00:08:19,405 Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! 115 00:08:19,774 --> 00:08:24,344 Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. 116 00:08:24,735 --> 00:08:27,069 Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! 117 00:08:27,458 --> 00:08:29,981 Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα 118 00:08:30,321 --> 00:08:32,193 (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) 119 00:08:32,193 --> 00:08:35,676 εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος. 120 00:08:36,269 --> 00:08:40,279 Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. 121 00:08:40,471 --> 00:08:44,868 Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, 122 00:08:44,868 --> 00:08:47,736 που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, 123 00:08:47,736 --> 00:08:49,535 γιατί δεν υπάρχει πουθενά. 124 00:08:49,998 --> 00:08:53,501 Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη 125 00:08:53,501 --> 00:08:55,241 και πόνους αβάσταγους. 126 00:08:55,780 --> 00:08:58,847 Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! 127 00:08:59,220 --> 00:09:02,929 Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, 128 00:09:02,929 --> 00:09:07,025 που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα! 129 00:09:08,051 --> 00:09:11,602 Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια 130 00:09:11,602 --> 00:09:14,265 που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν 131 00:09:14,265 --> 00:09:16,337 ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. 132 00:09:16,617 --> 00:09:19,515 Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει 133 00:09:19,515 --> 00:09:22,632 και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. 134 00:09:22,919 --> 00:09:26,156 Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! 135 00:09:26,492 --> 00:09:31,539 Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! 136 00:09:31,941 --> 00:09:36,737 Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! 137 00:09:37,063 --> 00:09:41,423 Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, 138 00:09:41,544 --> 00:09:44,822 και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! 139 00:09:45,201 --> 00:09:47,979 Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι 140 00:09:47,979 --> 00:09:51,238 εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. 141 00:09:51,685 --> 00:09:54,709 Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, 142 00:09:54,976 --> 00:09:57,752 κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή 143 00:09:57,752 --> 00:09:59,654 σαν της μαϊμούς και του τράγου. 144 00:10:00,099 --> 00:10:04,080 Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες 145 00:10:04,080 --> 00:10:06,705 μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός. 146 00:10:07,943 --> 00:10:11,536 Βέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! 147 00:10:11,536 --> 00:10:15,759 Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων 148 00:10:15,759 --> 00:10:17,678 ή καμιά βλαστήμια δική σας. 149 00:10:18,008 --> 00:10:21,898 Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. 150 00:10:22,350 --> 00:10:24,680 Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· 151 00:10:25,078 --> 00:10:28,096 ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. 152 00:10:28,246 --> 00:10:31,815 Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, 153 00:10:31,815 --> 00:10:35,590 καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, 154 00:10:35,590 --> 00:10:39,546 σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. 155 00:10:40,025 --> 00:10:44,151 Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα 156 00:10:44,481 --> 00:10:46,319 και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ. 157 00:10:47,511 --> 00:10:51,324 Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. 158 00:10:51,700 --> 00:10:54,844 Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη 159 00:10:54,844 --> 00:10:56,432 στον ξεπεσμό του καιρού μας. 160 00:10:56,683 --> 00:11:00,320 Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. 161 00:11:00,533 --> 00:11:04,609 Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. 162 00:11:04,822 --> 00:11:07,672 Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη 163 00:11:07,672 --> 00:11:09,698 να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. 164 00:11:09,888 --> 00:11:13,230 Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. 165 00:11:13,524 --> 00:11:15,042 Κοιτάξτε τους κατηγόρους! 166 00:11:15,271 --> 00:11:18,913 Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! 167 00:11:19,125 --> 00:11:24,145 Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… 168 00:11:24,870 --> 00:11:28,063 Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! 169 00:11:28,531 --> 00:11:32,366 Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, 170 00:11:32,366 --> 00:11:36,660 σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». 171 00:11:37,153 --> 00:11:40,139 Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… 172 00:11:40,464 --> 00:11:42,110 Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, 173 00:11:42,110 --> 00:11:44,645 θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου 174 00:11:44,645 --> 00:11:47,440 και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, 175 00:11:47,440 --> 00:11:50,646 και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή. 176 00:11:51,562 --> 00:11:55,790 Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους 177 00:11:55,790 --> 00:11:57,334 σ’ ομορφιά και πλούτο! 178 00:11:57,840 --> 00:12:00,702 Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; 179 00:12:00,974 --> 00:12:03,144 Για το καλό της πολιτείας! 180 00:12:03,499 --> 00:12:06,487 Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. 181 00:12:06,685 --> 00:12:08,238 Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, 182 00:12:08,238 --> 00:12:10,650 θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· 183 00:12:10,650 --> 00:12:14,851 μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση 184 00:12:14,851 --> 00:12:19,610 (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, 185 00:12:19,610 --> 00:12:23,265 για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). 186 00:12:24,053 --> 00:12:27,344 Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου πέσιμο 187 00:12:27,344 --> 00:12:30,839 να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. 188 00:12:31,165 --> 00:12:34,622 Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, 189 00:12:34,622 --> 00:12:37,559 θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι κι εγώ κατήγορος. 190 00:12:38,264 --> 00:12:41,945 Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο; 191 00:12:42,198 --> 00:12:44,039 Ο γενναίος στρατηγός! 192 00:12:44,518 --> 00:12:47,794 Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο 193 00:12:47,794 --> 00:12:52,054 κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), 194 00:12:52,054 --> 00:12:55,270 ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. 195 00:12:55,615 --> 00:12:59,385 Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά 196 00:12:59,385 --> 00:13:01,498 κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. 197 00:13:01,498 --> 00:13:06,132 Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε! 198 00:13:06,334 --> 00:13:09,106 Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, 199 00:13:09,106 --> 00:13:11,435 δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του. 200 00:13:11,868 --> 00:13:15,956 Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε 201 00:13:15,956 --> 00:13:18,576 και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας 202 00:13:18,576 --> 00:13:21,687 και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός. 203 00:13:22,711 --> 00:13:27,757 Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο 204 00:13:27,757 --> 00:13:31,252 ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. 205 00:13:31,569 --> 00:13:35,477 Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη 206 00:13:35,477 --> 00:13:38,511 (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; 207 00:13:39,005 --> 00:13:41,513 Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου 208 00:13:41,513 --> 00:13:44,606 κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, 209 00:13:44,606 --> 00:13:48,618 θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, 210 00:13:48,618 --> 00:13:50,179 όπως θαν το κάνω τώρα. 211 00:13:50,780 --> 00:13:54,064 Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, 212 00:13:54,064 --> 00:13:55,515 την καλύτερη μάρκα, 213 00:13:55,515 --> 00:13:58,100 και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, 214 00:13:58,100 --> 00:14:02,427 έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! 215 00:14:03,968 --> 00:14:05,815 Αμ’ ο Λύκων ο ρήτορας; 216 00:14:05,968 --> 00:14:09,436 Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; 217 00:14:09,700 --> 00:14:11,589 Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό 218 00:14:11,589 --> 00:14:14,059 και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. 219 00:14:14,687 --> 00:14:17,320 Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, 220 00:14:17,320 --> 00:14:20,154 πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». 221 00:14:20,559 --> 00:14:22,099 Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, 222 00:14:22,099 --> 00:14:24,839 πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, 223 00:14:24,839 --> 00:14:27,785 που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: 224 00:14:27,785 --> 00:14:30,760 ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! 225 00:14:31,436 --> 00:14:35,940 Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, 226 00:14:35,940 --> 00:14:39,244 την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του 227 00:14:39,484 --> 00:14:44,371 και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα! 228 00:14:45,648 --> 00:14:49,729 Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι με το δίκιο τους «εραστές της πόλης», 229 00:14:49,892 --> 00:14:52,347 είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»: 230 00:14:52,456 --> 00:14:57,748 «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… 231 00:14:58,046 --> 00:14:59,696 Τίμημα θάνατος!». 232 00:15:00,210 --> 00:15:05,520 Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος». 233 00:15:05,979 --> 00:15:07,850 Όμως αληθινό παλικάρι. 234 00:15:07,850 --> 00:15:11,756 Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα να υπογράψει αυτός την κατηγορία 235 00:15:11,756 --> 00:15:15,826 και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε, 236 00:15:15,826 --> 00:15:20,185 να καταδικαστεί σε «ατιμία» — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί. 237 00:15:21,066 --> 00:15:24,169 Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα για την πατρίδα. 238 00:15:24,469 --> 00:15:27,654 Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα, μήτε τον Έπαχτο πούλησα, 239 00:15:27,654 --> 00:15:32,252 μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης! 240 00:15:32,252 --> 00:15:35,440 Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι κανέν’ αξίωμα, 241 00:15:35,440 --> 00:15:38,112 πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες των άλλων αρχόντων 242 00:15:38,112 --> 00:15:39,721 και με τα γούστα του λαού, 243 00:15:39,721 --> 00:15:42,921 πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο, πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος. 244 00:15:43,915 --> 00:15:46,514 Και πριν να δοξαστείτε σεις θανατώνοντάς με, 245 00:15:46,514 --> 00:15:49,937 παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο, 246 00:15:50,233 --> 00:15:54,334 δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας και μια με τους τριάντα τυράννους. 247 00:15:54,775 --> 00:15:58,298 Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα τα μπόγια των κατηγόρων 248 00:15:58,298 --> 00:15:59,837 και τόσο μικρούλι το δικό μου, 249 00:15:59,837 --> 00:16:03,539 θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη για νά καταδικαστώ. 250 00:16:03,942 --> 00:16:08,876 Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας. 251 00:16:08,876 --> 00:16:10,077 «Διὸς κριταί!». 252 00:16:10,476 --> 00:16:12,280 Μοναχά ψυχή και μυαλό. 253 00:16:12,280 --> 00:16:15,136 Χωρίς φαντασία και χωρίς μάταια ψιλολογήματα. 254 00:16:15,136 --> 00:16:16,706 Μια κι όξω! 255 00:16:16,706 --> 00:16:21,295 Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση με την ίδια ευκολία που βγάζετε 256 00:16:21,295 --> 00:16:24,458 τη μύξα σας με τα δάχτυλα και την κολλάτε κει που κάθεστε. 257 00:16:25,837 --> 00:16:27,871 Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα, 258 00:16:27,871 --> 00:16:30,780 πρόεδρος του συλλόγου για την προστασία της Ηθικής, 259 00:16:30,780 --> 00:16:33,876 που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο, 260 00:16:33,876 --> 00:16:36,856 μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του 261 00:16:36,856 --> 00:16:38,438 — κι αυτός βλέπει! 262 00:16:38,951 --> 00:16:43,317 Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου, 263 00:16:43,317 --> 00:16:47,051 κι ολάσπρος μέσα κι όξω, που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς, 264 00:16:47,051 --> 00:16:52,127 μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της. 265 00:16:52,691 --> 00:16:56,087 Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι και καραβοκυραίοι του Περαία, 266 00:16:56,087 --> 00:16:59,902 τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι (όνομα και πράγμα!), 267 00:16:59,902 --> 00:17:03,091 που τα καταφέρνουνε και γίνονται κάθε χρόνο «σιτοφύλακες» 268 00:17:03,091 --> 00:17:05,681 για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων, 269 00:17:05,681 --> 00:17:09,646 των αλευριών και του ψωμιού και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών, 270 00:17:09,646 --> 00:17:11,342 μπας κι είναι ξύκικα! 271 00:17:11,932 --> 00:17:15,052 Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης από την Κηφισιά, 272 00:17:15,052 --> 00:17:18,676 που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και, 273 00:17:18,676 --> 00:17:22,736 τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους 274 00:17:22,736 --> 00:17:26,979 και ξύνεται κει που του ταίριαζε να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα. 275 00:17:27,546 --> 00:17:31,680 Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό, μυγιάγγιχτος καλλωπιστής, 276 00:17:31,680 --> 00:17:33,033 λουσμένος στ’ αρώματα 277 00:17:33,033 --> 00:17:36,540 μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, 278 00:17:36,540 --> 00:17:39,658 που του τονε πλερώνουνε κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του. 279 00:17:39,738 --> 00:17:42,213 Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος, 280 00:17:42,213 --> 00:17:44,505 που πέταξε στο δρόμο τα παιδιά τ’ αδερφού του 281 00:17:44,505 --> 00:17:47,110 κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά τονε φτωχύνανε. 282 00:17:47,588 --> 00:17:51,858 Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα, που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε 283 00:17:51,858 --> 00:17:55,514 για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε, και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα, 284 00:17:55,514 --> 00:17:58,930 τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε και θα καλογερέψει, 285 00:17:58,930 --> 00:18:00,333 για να σώσει την ψυχή του ! 286 00:18:00,714 --> 00:18:03,654 Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων, 287 00:18:03,654 --> 00:18:06,114 που για να προφταίνει στις πολλές δουλειές του, 288 00:18:06,114 --> 00:18:11,041 άνοιξε γραφείο στη γειτονιά των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο… 289 00:18:12,221 --> 00:18:17,667 Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα, με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!” 290 00:18:18,885 --> 00:18:21,922 Τι «κάτου» και «ξεκάτου»! Μη βραχνιάζετε τζάμπα!.. 291 00:18:21,922 --> 00:18:25,037 Έχετε καιρό να θυμώσετε, γιατί θα σας ψάλω χειρότερα. 292 00:18:25,484 --> 00:18:28,102 Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας χωριστά 293 00:18:28,102 --> 00:18:29,823 τις μπομπές και τα μασκαραλίκια. 294 00:18:30,097 --> 00:18:33,209 Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’ από τις δυο πρώτες σειρές. 295 00:18:33,507 --> 00:18:35,991 Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς με τ’ όνομα… 296 00:18:36,416 --> 00:18:41,092 Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες, 297 00:18:41,255 --> 00:18:42,939 η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες! 298 00:18:43,190 --> 00:18:45,392 Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια; 299 00:18:45,822 --> 00:18:50,368 Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες 300 00:18:50,368 --> 00:18:52,822 για να σας τις ιστορήσουνε και ναν τις πιστέψετε!..· 301 00:18:53,316 --> 00:18:57,028 Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας; 302 00:18:57,255 --> 00:19:01,170 Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο… 303 00:19:01,460 --> 00:19:03,154 Ένας σας να ’τανε καθαρός, 304 00:19:03,154 --> 00:19:06,341 ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου θρύψαλα και κουρνιαχτός. 305 00:19:08,673 --> 00:19:11,876 Μη μου πείτε: «Νά τος! Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε 306 00:19:11,876 --> 00:19:14,559 πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη κι η ψυχή το σώμα· 307 00:19:14,559 --> 00:19:17,957 πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού μα μονάχα των φιλοσόφων 308 00:19:17,957 --> 00:19:20,817 (δηλαδή τη δική του· όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!). 309 00:19:21,224 --> 00:19:24,839 Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα, τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται, 310 00:19:24,839 --> 00:19:26,264 παρακαλεί και βρίζει». 311 00:19:26,971 --> 00:19:29,457 Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα! 312 00:19:29,708 --> 00:19:34,442 Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα, μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια. 313 00:19:34,913 --> 00:19:37,917 Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα με την μπαμπεσιά των νόμων, 314 00:19:37,917 --> 00:19:40,145 όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα τη γωνιά 315 00:19:40,145 --> 00:19:43,189 μετά λίγους μήνες ή χρόνια με το θέλημα της Φύσης. 316 00:19:43,674 --> 00:19:45,305 Σας χρωστάω και χάρη… 317 00:19:45,631 --> 00:19:49,986 Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα, 318 00:19:49,986 --> 00:19:53,047 κάνω γούστο να κοροϊδεύω και σας και τον εαυτό μου. 319 00:19:53,457 --> 00:19:56,612 Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω. 320 00:19:57,697 --> 00:20:00,467 Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω, 321 00:20:00,467 --> 00:20:03,702 μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα μήτε και να φύγετε αποδώ, 322 00:20:03,702 --> 00:20:08,070 γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς, χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια. 323 00:20:08,881 --> 00:20:12,341 Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω, 324 00:20:12,341 --> 00:20:14,671 όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας… 325 00:20:15,226 --> 00:20:19,774 Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου. 326 00:20:20,090 --> 00:20:24,732 Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι! 327 00:20:24,970 --> 00:20:28,639 Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί, το γυάλωμα των ματιών 328 00:20:28,639 --> 00:20:30,239 και τ’ άφρισμα του στομάτου· 329 00:20:30,239 --> 00:20:33,733 το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο 330 00:20:33,733 --> 00:20:37,204 και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά… 331 00:20:37,671 --> 00:20:39,068 Κι αυτό ήταν όλο!… 332 00:20:40,785 --> 00:20:43,912 Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας ω άντρες Αθηναίοι. 333 00:20:44,265 --> 00:20:46,075 Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου. 334 00:20:46,395 --> 00:20:48,471 Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει, 335 00:20:48,471 --> 00:20:52,184 μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν) όλα τα καλά του Θεού: 336 00:20:52,607 --> 00:20:57,201 τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα, παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας, 337 00:20:57,201 --> 00:21:00,008 χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι και σκόρδο, 338 00:21:00,008 --> 00:21:05,051 καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός! 339 00:21:05,754 --> 00:21:07,629 Είσαστε αθάνατοι! 340 00:21:07,879 --> 00:21:10,208 Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι, 341 00:21:10,208 --> 00:21:12,864 αν η Μοίρα σάς γεννούσε με μιαν αλογήσιαν ούρα 342 00:21:12,864 --> 00:21:16,133 που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά σα βεντάγια 343 00:21:16,133 --> 00:21:19,427 και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε 344 00:21:19,427 --> 00:21:23,237 και την ώρα που δικάζετε, — σα δικάζετε κοιμάμενοι!… 345 00:21:35,937 --> 00:21:45,560 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 346 00:21:45,974 --> 00:21:49,396 Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο 347 00:21:49,396 --> 00:21:52,100 με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, 348 00:21:52,420 --> 00:21:56,047 και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, 349 00:21:56,047 --> 00:21:59,057 τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, 350 00:21:59,242 --> 00:22:00,754 γέλασα με την καρδιά μου. 351 00:22:01,090 --> 00:22:04,562 Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους 352 00:22:04,562 --> 00:22:05,973 και πάνε στους ζωντανούς. 353 00:22:06,434 --> 00:22:10,356 Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε 354 00:22:10,356 --> 00:22:12,119 σαν ψοφίμια δέκα μερών 355 00:22:12,391 --> 00:22:17,125 (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) 356 00:22:17,425 --> 00:22:20,842 κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, 357 00:22:20,842 --> 00:22:22,723 πήγε ο νους μου στα ζώα : 358 00:22:23,331 --> 00:22:26,840 όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ 359 00:22:27,108 --> 00:22:29,428 κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, 360 00:22:29,428 --> 00:22:32,291 πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή. 361 00:22:33,758 --> 00:22:36,592 Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, 362 00:22:36,592 --> 00:22:40,148 να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" 363 00:22:40,148 --> 00:22:44,323 ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, 364 00:22:44,323 --> 00:22:48,656 για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο 365 00:22:48,656 --> 00:22:53,348 τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., 366 00:22:53,348 --> 00:22:54,911 ξέρεις τι θα γινότανε ; 367 00:22:55,423 --> 00:22:59,719 Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, 368 00:22:59,719 --> 00:23:03,068 θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε: 369 00:23:03,467 --> 00:23:07,540 "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! 370 00:23:07,898 --> 00:23:11,700 Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του, 371 00:23:11,700 --> 00:23:14,675 στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... 372 00:23:14,992 --> 00:23:16,389 Έγινε μια χαρά!... 373 00:23:17,030 --> 00:23:18,469 Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, 374 00:23:18,469 --> 00:23:21,632 σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... 375 00:23:21,882 --> 00:23:23,721 Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. 376 00:23:23,975 --> 00:23:27,094 Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... 377 00:23:27,871 --> 00:23:29,671 Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, 378 00:23:29,671 --> 00:23:33,505 όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, 379 00:23:33,505 --> 00:23:34,838 μα κατεργάρης δεν είναι˙ 380 00:23:35,055 --> 00:23:38,017 κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του 381 00:23:38,017 --> 00:23:40,506 αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... 382 00:23:41,008 --> 00:23:45,121 Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". 383 00:23:45,121 --> 00:23:47,537 Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας". 384 00:23:48,943 --> 00:23:52,149 Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, 385 00:23:52,149 --> 00:23:55,068 με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. 386 00:23:55,390 --> 00:23:56,943 Σας χρειαζόταν ένα θύμα... 387 00:23:56,943 --> 00:24:00,083 όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, 388 00:24:00,284 --> 00:24:02,564 μα για να φοβούνται την δημοκρατία! 389 00:24:02,995 --> 00:24:05,326 Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, 390 00:24:05,605 --> 00:24:08,484 για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας 391 00:24:08,484 --> 00:24:11,052 και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. 392 00:24:11,297 --> 00:24:13,758 Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, 393 00:24:13,758 --> 00:24:16,768 το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, 394 00:24:16,768 --> 00:24:21,242 τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... 395 00:24:21,948 --> 00:24:23,942 Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) 396 00:24:23,942 --> 00:24:26,523 δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, 397 00:24:26,523 --> 00:24:29,930 όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ 398 00:24:30,191 --> 00:24:33,371 όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! 399 00:24:33,756 --> 00:24:38,265 Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, 400 00:24:38,265 --> 00:24:40,561 πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο... 401 00:24:41,619 --> 00:24:45,146 Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια και φίλοι κι αρνητάδες μου, 402 00:24:45,146 --> 00:24:48,376 και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, 403 00:24:48,376 --> 00:24:51,008 που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. 404 00:24:51,386 --> 00:24:55,472 Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", 405 00:24:55,472 --> 00:25:00,376 "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". 406 00:25:00,827 --> 00:25:04,580 Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", 407 00:25:04,580 --> 00:25:07,814 και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... 408 00:25:08,113 --> 00:25:09,824 Θα με προσκυνάνε για θεό 409 00:25:10,200 --> 00:25:13,815 (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο.... 410 00:25:14,315 --> 00:25:15,642 και για ποιό λόγο;) 411 00:25:15,967 --> 00:25:18,771 Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου 412 00:25:18,771 --> 00:25:20,156 και ν' ακούγονται μαζί μου˙ 413 00:25:20,370 --> 00:25:23,683 κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, 414 00:25:23,683 --> 00:25:26,065 θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... 415 00:25:26,591 --> 00:25:27,884 Μπόσικα πράματα. 416 00:25:27,884 --> 00:25:32,129 Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ 417 00:25:32,471 --> 00:25:35,008 θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... 418 00:25:35,396 --> 00:25:37,995 Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. 419 00:25:38,264 --> 00:25:41,455 Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, 420 00:25:41,455 --> 00:25:45,267 μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... 421 00:25:45,863 --> 00:25:52,056 "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" 422 00:25:52,658 --> 00:25:54,902 Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση. 423 00:25:56,099 --> 00:26:01,063 Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ 424 00:26:01,630 --> 00:26:03,346 τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... 425 00:26:03,619 --> 00:26:07,123 Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, 426 00:26:07,123 --> 00:26:10,322 τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. 427 00:26:10,615 --> 00:26:13,315 Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί 428 00:26:13,315 --> 00:26:17,524 (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ 429 00:26:17,524 --> 00:26:20,493 όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... 430 00:26:20,831 --> 00:26:23,032 Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, 431 00:26:23,032 --> 00:26:27,029 - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. 432 00:26:27,706 --> 00:26:32,258 Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, 433 00:26:32,258 --> 00:26:35,587 μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, 434 00:26:35,587 --> 00:26:37,382 να του λύσει την αλυσίδα. 435 00:26:37,822 --> 00:26:41,284 Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, 436 00:26:41,284 --> 00:26:45,547 τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας 437 00:26:45,547 --> 00:26:48,958 κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, 438 00:26:48,958 --> 00:26:50,858 για να με λιώσετε κει μέσα... 439 00:26:51,839 --> 00:26:56,392 Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, 440 00:26:56,705 --> 00:26:59,220 δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, 441 00:26:59,220 --> 00:27:02,224 πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. 442 00:27:02,595 --> 00:27:06,717 Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, 443 00:27:06,717 --> 00:27:09,377 θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. 444 00:27:09,731 --> 00:27:12,008 Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. 445 00:27:12,358 --> 00:27:16,761 Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". 446 00:27:17,071 --> 00:27:21,092 Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το καταλαβαίνετε 447 00:27:21,512 --> 00:27:24,182 Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ, 448 00:27:24,182 --> 00:27:26,821 ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει. 449 00:27:27,766 --> 00:27:31,309 Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, 450 00:27:31,309 --> 00:27:35,856 πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. 451 00:27:36,259 --> 00:27:40,779 Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... 452 00:27:41,376 --> 00:27:43,384 Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; 453 00:27:43,384 --> 00:27:47,498 Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης 454 00:27:47,753 --> 00:27:50,482 κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. 455 00:27:50,956 --> 00:27:55,108 Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε 456 00:27:55,108 --> 00:27:57,683 πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; 457 00:27:57,992 --> 00:28:01,586 Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; 458 00:28:01,836 --> 00:28:03,940 Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, 459 00:28:03,940 --> 00:28:06,463 θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. 460 00:28:06,885 --> 00:28:11,780 Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. 461 00:28:12,153 --> 00:28:14,520 Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, 462 00:28:14,520 --> 00:28:16,772 τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... 463 00:28:17,196 --> 00:28:19,898 Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, 464 00:28:19,898 --> 00:28:24,099 πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!... 465 00:28:24,412 --> 00:28:28,036 Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά: 466 00:28:28,036 --> 00:28:31,239 πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... 467 00:28:31,628 --> 00:28:36,000 Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο 468 00:28:36,000 --> 00:28:40,189 και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. 469 00:28:40,690 --> 00:28:44,100 Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά 470 00:28:44,100 --> 00:28:45,948 προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. 471 00:28:46,357 --> 00:28:50,873 Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός 472 00:28:50,873 --> 00:28:53,981 για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, 473 00:28:53,981 --> 00:28:55,591 τον κατηγορήσατε γι' άθεο. 474 00:28:55,985 --> 00:28:58,929 Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του 475 00:28:58,929 --> 00:29:00,963 και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. 476 00:29:01,202 --> 00:29:04,342 Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό 477 00:29:04,587 --> 00:29:06,429 και να μην τήνε ζητάει από σας! 478 00:29:06,842 --> 00:29:10,687 Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! 479 00:29:10,999 --> 00:29:12,397 Και σε ξεσκίζει! 480 00:29:13,660 --> 00:29:17,488 Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, 481 00:29:17,488 --> 00:29:21,033 την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. 482 00:29:21,315 --> 00:29:24,585 Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. 483 00:29:24,984 --> 00:29:26,536 Δε σας φτάνανε τούτα; 484 00:29:26,690 --> 00:29:29,065 Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; 485 00:29:29,326 --> 00:29:31,201 Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... 486 00:29:31,535 --> 00:29:36,047 Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, 487 00:29:36,047 --> 00:29:38,671 την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. 488 00:29:39,221 --> 00:29:42,587 Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω: 489 00:29:42,971 --> 00:29:47,060 "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!" 490 00:29:49,049 --> 00:29:52,109 Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. 491 00:29:52,579 --> 00:29:55,933 Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, 492 00:29:55,933 --> 00:29:58,969 γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... 493 00:29:59,553 --> 00:30:01,913 Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! 494 00:30:02,291 --> 00:30:04,823 Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) 495 00:30:04,823 --> 00:30:08,263 που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... 496 00:30:08,653 --> 00:30:11,623 Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα 497 00:30:11,623 --> 00:30:15,876 φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, 498 00:30:15,876 --> 00:30:20,548 που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό 499 00:30:20,548 --> 00:30:23,676 κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; 500 00:30:24,111 --> 00:30:27,782 Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, 501 00:30:27,959 --> 00:30:32,234 γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; 502 00:30:32,629 --> 00:30:36,936 Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο 503 00:30:36,936 --> 00:30:40,898 κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, 504 00:30:41,190 --> 00:30:43,303 γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία; 505 00:30:44,535 --> 00:30:47,470 Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... 506 00:30:47,868 --> 00:30:52,232 Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει 507 00:30:52,232 --> 00:30:56,464 κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο 508 00:30:56,464 --> 00:30:59,156 και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. 509 00:30:59,626 --> 00:31:03,971 Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια 510 00:31:03,971 --> 00:31:07,481 και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, 511 00:31:07,481 --> 00:31:10,115 σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα 512 00:31:10,115 --> 00:31:13,784 να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, 513 00:31:13,784 --> 00:31:18,428 ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα 514 00:31:18,428 --> 00:31:21,898 και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, 515 00:31:21,898 --> 00:31:26,213 για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι 516 00:31:26,213 --> 00:31:27,789 και τ' άλλα παπαδόσογα, 517 00:31:27,789 --> 00:31:32,167 τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα 518 00:31:32,167 --> 00:31:35,660 και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, 519 00:31:35,660 --> 00:31:38,947 χωρίς να βγάζει δίσκο και να θέλει ναούς και θυσίες; 520 00:31:39,487 --> 00:31:42,347 Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. 521 00:31:42,803 --> 00:31:47,052 Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, 522 00:31:47,052 --> 00:31:50,767 για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας! 523 00:31:53,210 --> 00:31:56,056 Να τι λένε τώρα μέσα τους οι πιο νοικοκύρηδες από σας: 524 00:31:56,621 --> 00:32:00,257 Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙ μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη, 525 00:32:00,257 --> 00:32:03,799 δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο, 526 00:32:03,799 --> 00:32:08,026 πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους, σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε! 527 00:32:08,026 --> 00:32:10,708 Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα! 528 00:32:10,708 --> 00:32:13,091 Εγώ μπορεί να μην πιστέβω, μα το πλήθος;... 529 00:32:13,513 --> 00:32:17,272 Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών, οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών, 530 00:32:17,272 --> 00:32:19,243 οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού, 531 00:32:19,243 --> 00:32:22,093 άμα χάσουνε την πίστη στο θεό, ποιος θα τους συγκρατήσει; 532 00:32:22,596 --> 00:32:26,379 Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις είναι πρόωρα πράματα!... 533 00:32:26,833 --> 00:32:30,223 Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο της πατρίδας και της ηθικής. 534 00:32:30,482 --> 00:32:33,383 Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού θα χυθεί ν' αρπάζει 535 00:32:33,383 --> 00:32:36,291 τους παράδες και τα χτήματα, τους "κόπους" των αλλωνών 536 00:32:36,291 --> 00:32:38,826 και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!... 537 00:32:39,710 --> 00:32:42,952 Δε συμφέρει, δε θέλετε να σας μιμηθεί κι ο λαός. 538 00:32:43,452 --> 00:32:46,769 Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του τ΄άθλιο κουφάρι μου, 539 00:32:46,769 --> 00:32:50,635 για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι το μεγαλύτερο φταίξιμο... 540 00:32:51,608 --> 00:32:56,459 Μα χαλούσα και την ηθική! Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά; 541 00:32:56,804 --> 00:32:59,703 Ούλ' οι μαθητάδες μου τα χανε περασμένα τα σαράντα... 542 00:33:00,087 --> 00:33:02,733 Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου, είτανε φίλοι μου... 543 00:33:03,440 --> 00:33:06,862 Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι, θα μπορούσα και ναν τα διώξω... 544 00:33:07,351 --> 00:33:09,348 Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια... 545 00:33:09,348 --> 00:33:13,445 Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε, κοροϊδέβουνε το δάσκαλο, 546 00:33:13,445 --> 00:33:15,800 βαριεστίζουνε και το σκάνε από το σκολειό!... 547 00:33:16,116 --> 00:33:18,459 Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα 548 00:33:18,459 --> 00:33:20,768 να δένουνε και να δέρνουνε τους πατεράδες τους 549 00:33:20,768 --> 00:33:23,473 όταν αφτοί μπεκρολογούνε και χαλάνε τα λεφτά τους 550 00:33:23,473 --> 00:33:26,782 στο τζόγο και στις γυναίκες κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε. 551 00:33:27,130 --> 00:33:31,130 Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙ τα λεγα στους πατεράδες! 552 00:33:31,517 --> 00:33:33,327 Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά. 553 00:33:34,618 --> 00:33:39,626 Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη; Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;" 554 00:33:40,173 --> 00:33:42,281 Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε! 555 00:33:42,527 --> 00:33:47,990 Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι, λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο 556 00:33:47,990 --> 00:33:52,137 κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας! 557 00:33:52,680 --> 00:33:55,211 Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !... 558 00:33:55,473 --> 00:33:58,458 Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου να νικά τα πάθη της... 559 00:33:58,458 --> 00:34:01,857 να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο, στην ομορφιά και στα νιάτα... 560 00:34:02,370 --> 00:34:05,762 Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του κι όχι αφτός δικός μου. 561 00:34:06,166 --> 00:34:10,219 Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω, πως ο πνευματικός έρωτας, 562 00:34:10,219 --> 00:34:14,097 δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!... 563 00:34:14,329 --> 00:34:17,412 Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει να κλείσουν οι ταβέρνες 564 00:34:17,412 --> 00:34:18,951 κ' οι ναοί της Αφροδίτης. 565 00:34:19,270 --> 00:34:23,803 Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες και τα παπαδόσογα, 566 00:34:23,803 --> 00:34:26,245 γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους. 567 00:34:26,561 --> 00:34:30,883 Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω την... ελληνική οικογένεια!... 568 00:34:31,632 --> 00:34:34,713 Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! 569 00:34:35,056 --> 00:34:37,869 Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!... 570 00:34:38,836 --> 00:34:42,210 Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε. 571 00:34:42,210 --> 00:34:46,010 Τους προσκυνάνε ραγιάδικα ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα. 572 00:34:46,271 --> 00:34:48,678 Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι μια μέρα, 573 00:34:48,678 --> 00:34:52,755 γιατί τους εχτιμάει το πόπολο προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε. 574 00:34:53,233 --> 00:34:57,174 Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙ 575 00:34:57,454 --> 00:34:59,360 θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου 576 00:34:59,360 --> 00:35:02,984 να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου, στο κρασί μου, στον καφέ μου... 577 00:35:03,343 --> 00:35:06,516 Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... 578 00:35:06,742 --> 00:35:08,455 Δικάζει και θανατώνει. 579 00:35:08,455 --> 00:35:10,101 Γιατί κατέχει την εξουσία! 580 00:35:10,386 --> 00:35:13,869 Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσατε, 581 00:35:14,282 --> 00:35:17,293 αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! 582 00:35:18,066 --> 00:35:22,832 Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα. 583 00:35:23,111 --> 00:35:27,621 Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης, 584 00:35:27,621 --> 00:35:30,714 αν είτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. 585 00:35:31,086 --> 00:35:34,170 Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε, σας εξορίζουν, 586 00:35:34,170 --> 00:35:35,796 σας λένε και "προδότες". 587 00:35:35,796 --> 00:35:36,968 Και σεις μιλιά! 588 00:35:37,475 --> 00:35:39,963 Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω στο παζάρι, 589 00:35:39,963 --> 00:35:43,897 σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι, 590 00:35:43,897 --> 00:35:46,985 για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα 591 00:35:46,985 --> 00:35:49,084 και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας 592 00:35:49,084 --> 00:35:52,876 και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙ 593 00:35:52,876 --> 00:35:56,807 κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, 594 00:35:56,807 --> 00:36:01,205 για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας 595 00:36:01,205 --> 00:36:05,532 έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, 596 00:36:05,532 --> 00:36:08,132 για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, 597 00:36:08,373 --> 00:36:11,845 ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; 598 00:36:12,414 --> 00:36:16,531 Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου. 599 00:36:16,531 --> 00:36:19,896 Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, 600 00:36:19,896 --> 00:36:22,138 που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα 601 00:36:22,138 --> 00:36:23,840 για να πλουτήνουνε περισσότερο. 602 00:36:24,644 --> 00:36:27,278 Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, 603 00:36:27,278 --> 00:36:30,124 μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. 604 00:36:30,477 --> 00:36:33,663 Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της. 605 00:36:33,663 --> 00:36:37,011 Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά κοίτουνται χάμου, 606 00:36:37,011 --> 00:36:37,860 ναν τα κλαις. 607 00:36:38,243 --> 00:36:39,755 Καράβια δεν έχετε. 608 00:36:39,983 --> 00:36:43,477 Συμμάχους να πλερώνουνε χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε. 609 00:36:43,886 --> 00:36:47,376 Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς και τις εξορίες που κάνατε, 610 00:36:47,376 --> 00:36:50,351 κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε τον καλό καιρό της τυραννίας˙ 611 00:36:50,716 --> 00:36:53,132 γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες, 612 00:36:53,132 --> 00:36:57,192 όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε τώρα τα όσα χάσατε τότες. 613 00:36:58,489 --> 00:37:00,925 Όποιος είναι στα πράματα φοβάται την αλλαγή˙ 614 00:37:00,925 --> 00:37:04,549 κι ο πεσμένος την αποθυμάει και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο. 615 00:37:05,248 --> 00:37:08,089 Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση και πλερώνει τα σπασμένα˙ 616 00:37:08,540 --> 00:37:12,155 το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα και με τα νόμιμα καθεστώτα 617 00:37:12,155 --> 00:37:14,606 και με την τυραννία και με τη λεφτεριά. 618 00:37:15,257 --> 00:37:17,625 Για να μην καταλαβαίνει και να μην αντιστέκεται, 619 00:37:17,625 --> 00:37:19,837 του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε. 620 00:37:20,247 --> 00:37:24,113 Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε νόμους, τρώνε τις ψείρες τους, 621 00:37:24,113 --> 00:37:27,681 όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους. Βάρβαροι λαοί! 622 00:37:28,148 --> 00:37:30,675 Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία του κόσμου, 623 00:37:30,836 --> 00:37:34,002 έχουμε τους σοφότερους νόμους, δεν τρώμε τις ψείρες μας 624 00:37:34,260 --> 00:37:36,988 κι αγαπάμε τους κατεργαρέους που μας τρώνε. 625 00:37:38,661 --> 00:37:41,661 Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε δίχως προσκήματα. 626 00:37:41,661 --> 00:37:46,638 Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες - την κυριαρχία του λαού! 627 00:37:46,808 --> 00:37:50,432 Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους και μαχαιροβγάλτες. 628 00:37:50,782 --> 00:37:53,906 "Και τούτον ημείς θανατούμεν!" - μια κι όξω. 629 00:37:54,325 --> 00:37:56,825 Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο και βιαζόντανε. 630 00:37:57,209 --> 00:38:01,155 Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα. 631 00:38:01,431 --> 00:38:04,847 Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε τα πολιτικά δικαιώματα 632 00:38:04,847 --> 00:38:07,861 μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ' είναι κι από σόι, 633 00:38:07,861 --> 00:38:11,636 για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο χιλιάδες φτωχούς. 634 00:38:12,249 --> 00:38:16,403 Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου και τη διδασκαλία της ρητορικής˙ 635 00:38:16,403 --> 00:38:19,364 εσείς πάτε να μποδίσετε τη λεφτεριά της σκέψης 636 00:38:19,364 --> 00:38:21,410 και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας. 637 00:38:21,599 --> 00:38:24,888 Από κείνους επήρατε το φτηνό και σύντομο θανατικό μέσο, 638 00:38:24,888 --> 00:38:27,207 το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα. 639 00:38:27,688 --> 00:38:31,880 Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε, μασκαρεμένη τυραννία. 640 00:38:33,816 --> 00:38:37,217 "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες. Εφαρμόσαμε τους νόμους", 641 00:38:37,217 --> 00:38:39,215 ακούω κάποιονε που φωνάζει. 642 00:38:39,575 --> 00:38:43,855 Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε! 643 00:38:43,855 --> 00:38:47,403 Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, 644 00:38:47,403 --> 00:38:48,709 μα τους αδικημένους, 645 00:38:48,709 --> 00:38:51,857 και να μποδίζουνε τους κλεμένους να κλέψουνε κι αφτοί. 646 00:38:52,115 --> 00:38:55,826 Νόμος θα πει θέληση των δυνατών κι αδυναμία των άβουλων. 647 00:38:56,799 --> 00:39:01,247 "Δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον". 648 00:39:01,899 --> 00:39:04,458 Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί και μοναχός μου, 649 00:39:04,458 --> 00:39:09,360 μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω. 650 00:39:09,772 --> 00:39:13,057 Και στη γλώσσας μας "κρείττων" θα πει δυνατότερος. 651 00:39:13,480 --> 00:39:15,999 Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί, 652 00:39:15,999 --> 00:39:19,110 πως έφερε την τάξη στην τρικυμισμένη πολιτεία: 653 00:39:19,511 --> 00:39:23,182 "κράτει νόμου βίην τε και δίκην συναρμόσας". 654 00:39:23,491 --> 00:39:26,571 Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία το δίκιο, 655 00:39:26,571 --> 00:39:29,220 ήγουν το συφέρο των δυνατότερων. 656 00:39:30,240 --> 00:39:31,923 Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι; 657 00:39:32,309 --> 00:39:35,814 Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά και γυμνασμένα κορμιά : 658 00:39:36,136 --> 00:39:39,164 οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής, 659 00:39:39,164 --> 00:39:42,823 ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του 660 00:39:42,823 --> 00:39:46,460 γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια. 661 00:39:47,024 --> 00:39:50,217 Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά κι ανωφέλεφτα μυαλά : 662 00:39:50,576 --> 00:39:54,981 φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ' οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι. 663 00:39:55,331 --> 00:39:58,307 Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές: 664 00:39:58,599 --> 00:40:02,519 ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας, ένας Κυναίγειρος 665 00:40:02,930 --> 00:40:06,916 - μυθικά προσώπατα, πλάσματα της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων. 666 00:40:07,740 --> 00:40:11,465 Δυνατότεροι παντού και πάντοτες είναι οι κλέφτες. 667 00:40:13,498 --> 00:40:14,739 "Παραμύθια;"... 668 00:40:15,739 --> 00:40:18,972 Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! 669 00:40:20,094 --> 00:40:23,534 Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, 670 00:40:23,534 --> 00:40:27,591 αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. 671 00:40:28,110 --> 00:40:30,605 Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας 672 00:40:30,605 --> 00:40:32,945 κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε: 673 00:40:33,833 --> 00:40:36,835 "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. 674 00:40:37,239 --> 00:40:40,549 Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, 675 00:40:40,549 --> 00:40:43,011 τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, 676 00:40:43,011 --> 00:40:46,939 τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, 677 00:40:46,939 --> 00:40:48,659 που κάνουνε νερά, σα βρέχει. 678 00:40:49,016 --> 00:40:54,196 Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! -- λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, 679 00:40:54,196 --> 00:40:59,228 να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε 680 00:40:59,228 --> 00:41:00,527 και να πεθαίνετε. 681 00:41:00,738 --> 00:41:03,028 Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες! 682 00:41:03,299 --> 00:41:06,525 Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά˙ 683 00:41:06,926 --> 00:41:08,930 θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. 684 00:41:09,318 --> 00:41:12,466 Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, 685 00:41:12,466 --> 00:41:14,859 να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται. 686 00:41:15,322 --> 00:41:17,901 Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! 687 00:41:17,901 --> 00:41:20,198 Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. 688 00:41:20,768 --> 00:41:24,524 Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας 689 00:41:24,524 --> 00:41:26,508 - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. 690 00:41:26,860 --> 00:41:31,279 Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. 691 00:41:31,613 --> 00:41:34,597 Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, 692 00:41:34,597 --> 00:41:36,689 και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. 693 00:41:37,312 --> 00:41:39,730 Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, 694 00:41:39,730 --> 00:41:43,045 θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, 695 00:41:43,045 --> 00:41:44,661 - στον εαφτό μας! 696 00:41:45,466 --> 00:41:49,411 "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, 697 00:41:49,411 --> 00:41:52,422 που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε και να μην τρώτε 698 00:41:52,422 --> 00:41:54,617 κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. 699 00:41:54,930 --> 00:41:58,902 Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, 700 00:41:58,902 --> 00:42:02,758 που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες 701 00:42:02,758 --> 00:42:06,281 και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. 702 00:42:07,172 --> 00:42:09,828 Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες 703 00:42:09,828 --> 00:42:12,511 κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας 704 00:42:12,511 --> 00:42:16,174 και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, 705 00:42:16,174 --> 00:42:18,659 θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, 706 00:42:18,659 --> 00:42:22,309 για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, 707 00:42:22,309 --> 00:42:23,702 δηλαδή την πατρίδα. 708 00:42:23,942 --> 00:42:26,647 Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. 709 00:42:27,077 --> 00:42:30,688 Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας 710 00:42:30,688 --> 00:42:34,422 και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι 711 00:42:34,673 --> 00:42:35,910 (ψηλά τα χέρια!). 712 00:42:36,738 --> 00:42:41,451 Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονα. 713 00:42:41,791 --> 00:42:44,026 Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς". 714 00:42:46,599 --> 00:42:50,026 Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. 715 00:42:50,402 --> 00:42:55,019 Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). 716 00:42:55,692 --> 00:43:00,039 Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα στα ζεστά παλάτια το χειμώνα 717 00:43:00,039 --> 00:43:02,703 και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι 718 00:43:02,893 --> 00:43:06,153 - και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο 719 00:43:06,153 --> 00:43:09,520 και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!). 720 00:43:10,359 --> 00:43:13,105 Κ' η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας 721 00:43:13,105 --> 00:43:15,531 κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. 722 00:43:15,944 --> 00:43:19,160 Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, 723 00:43:19,160 --> 00:43:21,616 ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε: 724 00:43:21,989 --> 00:43:26,485 δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες". 725 00:43:28,076 --> 00:43:30,909 Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. 726 00:43:31,355 --> 00:43:34,941 Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! 727 00:43:35,640 --> 00:43:37,035 Παραμύθια, βλέπετε. 728 00:43:37,308 --> 00:43:42,766 Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο! Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω: 729 00:43:43,349 --> 00:43:48,054 "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς 730 00:43:48,054 --> 00:43:51,150 παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού 731 00:43:51,150 --> 00:43:52,992 και στους νόμους των Κλεφτών". 732 00:44:04,869 --> 00:44:11,893 Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΣ 733 00:44:12,820 --> 00:44:16,423 Τι περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό, στριµένονε και φαρμακόψυχο. 734 00:44:16,826 --> 00:44:18,959 Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι 735 00:44:18,959 --> 00:44:21,575 τα βαζε με τους άλλους, που κοιτάγανε τη δουλειά τους. 736 00:44:21,575 --> 00:44:23,957 Τού φταίγαν εκείνοι για τη δικιά του την κατάντια! 737 00:44:23,957 --> 00:44:25,510 Κι όλοι φέβγαν από κοντά του 738 00:44:25,510 --> 00:44:29,350 -- μήτε το διάβολο να ιδείς μήτε το σταβρό σου να κάνεις! 739 00:44:29,525 --> 00:44:32,654 Ύστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε πλερωμὴ για τη σοφία του!... 740 00:44:32,881 --> 00:44:35,765 ᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται με το στανιό 741 00:44:35,765 --> 00:44:37,476 και να τον πλερώνουμε κιόλας!... 742 00:44:37,866 --> 00:44:40,215 Τώρα του δώσαμε την πλερωμή, που του χρειαζότανε! 743 00:44:40,618 --> 00:44:43,953 Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι μήτε πιό φτωχοί! 744 00:44:44,210 --> 00:44:46,498 "Ὅμως θά χουμε έναν μπελὰ λιγότερο!» 745 00:44:47,576 --> 00:44:50,770 ᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι, παίρνετε τα σκιάχτρα 746 00:44:50,770 --> 00:44:53,375 γι’ αληθινοὺς ανθρώπους καὶ τους αέρηδες για θεοὺς· 747 00:44:53,752 --> 00:44:57,456 εγὼ τους ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα καὶ τους θεοὺς γι’ αέρηδες. 748 00:44:57,742 --> 00:44:59,897 ᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κι εγὼ βλέπω. 749 00:45:00,194 --> 00:45:02,653 Βλέπω, γιατί έχω περισσότερο µυαλὀ, 750 00:45:02,653 --> 00:45:05,397 το περισσότερο, που γένηκε ποτέ στη χώρα σας. 751 00:45:06,100 --> 00:45:07,528 K’ επειδή μπορούσα να βλέπω, 752 00:45:07,528 --> 00:45:10,676 γι’αφτό και μου φανιζόντανε όλα κατάµαβρα κι άσκημα. 753 00:45:10,974 --> 00:45:15,369 ᾿Αφού κατάλαβα, πως οι τριγυρινοί µου δεν είναι ψυχές και πνέµατα, μα κωλάντερα, 754 00:45:15,369 --> 00:45:18,400 κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό μα το θάνατο 755 00:45:18,779 --> 00:45:22,154 δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα να γίνω καλύτερος. 756 00:45:22,262 --> 00:45:23,000 Είμουνα. 757 00:45:23,360 --> 00:45:27,672 Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου. 758 00:45:28,243 --> 00:45:30,748 Ακαμάτης κοροϊδέβα τα σκιάθρα σας στο φανερό 759 00:45:30,748 --> 00:45:32,375 και τον εαφτό μου στα κρυφά. 760 00:45:32,487 --> 00:45:37,439 προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες και το άβριο· δηλαδή τον θάνατο. 761 00:45:38,106 --> 00:45:41,648 Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω μια και καλή με το στουρνάρι 762 00:45:41,849 --> 00:45:44,253 Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι. 763 00:45:44,797 --> 00:45:49,153 Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα με τη σοφία μου, με την κούραλιδία 764 00:45:49,508 --> 00:45:51,186 Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα. 765 00:45:51,441 --> 00:45:55,187 Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως τελεφταία θα με φάτε... 766 00:45:55,765 --> 00:45:57,836 Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου. 767 00:45:57,847 --> 00:46:02,299 Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω δεν αξίζουνε τίποτα. 768 00:46:03,002 --> 00:46:05,538 Κι έτσι δεν έχανα και το καιρό μου ναν τα γράφω. 769 00:46:05,804 --> 00:46:08,810 Αν τά γραφα, θα μου καίγατε τα βιβλία μου στην πλατέα, 770 00:46:08,810 --> 00:46:11,358 καθώς κάψατε και του μεγάλου Πρωταγόρα. 771 00:46:11,358 --> 00:46:16,111 Απελπισμένος απ' όλα παραδόθηκα να με σκοτώσετε μεταχαράς. 772 00:46:16,111 --> 00:46:19,590 Δε μεταχειρίστηκα, για να σωθώ, μήτε την πολιτική δύναμη, 773 00:46:19,590 --> 00:46:23,363 μήτε τα χρήματα των φίλων μου μήτε ψεφτιές μήτε κι αλήθιες. 774 00:46:23,563 --> 00:46:27,049 Κι αν μου αφήνατε την πόρτα της φυλακής ανοιχτή, δε θά φεβγα. 775 00:46:27,427 --> 00:46:28,859 Για να ζήσω κι άλλο; 776 00:46:29,224 --> 00:46:31,863 Και δε νομίζετε, πως γεράζοντας ακόμα περισσοτερο 777 00:46:31,863 --> 00:46:35,365 μπορούσα πάνου στο ψυχομαχητό μου να φοβηθώ, να μετανιώσω 778 00:46:35,365 --> 00:46:39,043 και να φωνάξω τον παπά να με ξεμολογήσει; Τι ντροπή 779 00:46:41,128 --> 00:46:43,233 «Και γιατί δεν έγδερνες πρώτα την Ξανθίππη, 780 00:46:43,233 --> 00:46:45,287 που σου τις έβρεχε με την παντούφλα;»... 781 00:46:45,287 --> 00:46:46,672 Μα γιατί μουνα φιλόσοφος! 782 00:46:47,116 --> 00:46:48,819 Αναγνώριζα πως είχε δίκιο. 783 00:46:48,842 --> 00:46:51,613 Της άφησα της κακομοίρας ούλα τα βάρη του σπιτιού 784 00:46:51,613 --> 00:46:55,229 κι εγώ γύριζα στους δρόμους κ'έκανα παρέα με πλούσιους κι αρχόντους, 785 00:46:55,731 --> 00:46:59,762 με τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή, τον Κρίτωνα, τον Καλλία τον Πλούσιο... 786 00:47:00,109 --> 00:47:01,293 Και καλοπερνούσα. 787 00:47:01,985 --> 00:47:03,744 Τα παιδιά γυρίζανε ξυπόλυτα... 788 00:47:04,109 --> 00:47:06,139 Και κείνη τους έδινε την αναθροφή, 789 00:47:06,139 --> 00:47:09,807 που χρείαζεται για να γίνουν «καλοί πολίτες», σαν κ'εσάς. 790 00:47:09,932 --> 00:47:14,011 Όταν βλαστημούσανε,λέγανε ψέματα και κλέβαν από τα περιβόλια της γειτονιάς, 791 00:47:14,011 --> 00:47:14,990 δεν τά δερνε· 792 00:47:15,249 --> 00:47:18,319 κι όταν σκοντάβανε και χτυπούσανε και σκίζανε τα ρούχα τους, 793 00:47:18,319 --> 00:47:19,510 τά σπαζε στο ξύλο. 794 00:47:19,922 --> 00:47:22,576 «Δε θα μοιάζετε στον πατέρα σας, τον αχαΐρεφτο». 795 00:47:24,117 --> 00:47:27,769 Είχαμε βέβαια την καλύβα μας, το κοτέτσι μας και το γουρούνι μας στημ αβλή, 796 00:47:27,769 --> 00:47:31,580 πεντακόσα κλήματα πέρα στο Γουδί με καμιά σαρανταριά λιόδεντρα... 797 00:47:32,031 --> 00:47:34,713 Κι όλα κείνη τα φρόντιζε και τα δούλευε μοναχή της. 798 00:47:35,059 --> 00:47:36,514 Μα δεν είτανε ζωή! 799 00:47:36,774 --> 00:47:38,676 Με τα χρόνια παάγινε η δύστυχη! 800 00:47:39,109 --> 00:47:44,603 Τσακωνότανε για τίποτα με τις γειτόνισσες (εγώ τό στριβα νωρίς νωρίς από το σπίτι). 801 00:47:44,967 --> 00:47:47,615 Μόλις φανιζότανε στη βρύση με τον γκαζοντενεκέ της, 802 00:47:47,615 --> 00:47:50,802 ούλες τραβιόντανε πέρα και την αφήνανε να γεμίσει πρώτη. 803 00:47:51,144 --> 00:47:53,537 Τρέμανε τη γλώσσα της και τα νύχια της. 804 00:47:53,930 --> 00:47:56,898 Και δεν της έφτανε τόσο χρονώνε βασανισμένη ζωή, 805 00:47:57,276 --> 00:48:00,735 πήγα και ξαναπαντρέφτηκα, κοντά εξηντάρης κρεμανταλάς, 806 00:48:00,735 --> 00:48:03,548 τη Μυρτούλα, τη αγγονή του Αριστείδη του Δίκαιου, 807 00:48:03,666 --> 00:48:07,104 καλή ψυχή σαν του παππού της κι αξέβγαλτη παιδούλα 808 00:48:07,104 --> 00:48:08,237 που μύριζε γάλα. 809 00:48:08,989 --> 00:48:11,766 Κι αρχίζοντας με τη δροσερή λαφίνα τα σαλιαρίσματα, 810 00:48:11,766 --> 00:48:15,410 της έκανα χωρίς κόπο δυο παιδιά -- και μάλιστα σερνικά! 811 00:48:15,832 --> 00:48:19,247 Και δε γύριζα πια να κοιτάξω τη ξεβρωμένη την Ξανθίππη. 812 00:48:19,673 --> 00:48:21,172 Και κείνη γινότανε θεριό. 813 00:48:21,495 --> 00:48:25,800 Ξεμάλλιαζε κάθε μέρα, γρατζούνιζε και άφηνε νηστική τη κακομοίρα τη κοπέλα. 814 00:48:25,947 --> 00:48:27,621 Κ'εγώ που να μιλήσω! 815 00:48:28,038 --> 00:48:31,263 Έτσι μαράζωσε κ'έλιωσε στα πόδια της κι ασκήμηνε. 816 00:48:31,737 --> 00:48:34,945 Την παράτησα το λοιπόν κι αφτήνε -- δε με τραβούσε πιά. 817 00:48:35,336 --> 00:48:38,728 Και σύχναζα στης Ασπασίας, στης Θεοδότης, στα γυμναστήρια... 818 00:48:39,954 --> 00:48:43,219 Φταίω βέβαια κ'εγώ, μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, 819 00:48:43,219 --> 00:48:45,536 που μας έβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα, 820 00:48:45,536 --> 00:48:49,671 για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα. Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ... 821 00:48:52,649 --> 00:48:55,197 Να δουλέβω!... Τί να δουλέβω ; 822 00:48:55,484 --> 00:48:58,560 Μια φορὰ στα νιάτα μου έκανα το μαρμαρά κοντὰ στὸν πατέρα μου. 823 00:48:58,800 --> 00:49:01,355 Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος του γυναίκειο κορμιού, 824 00:49:01,355 --> 00:49:05,789 κάθισα, για να μερώνω την ψυχή μου, κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες, 825 00:49:05,789 --> 00:49:08,009 που μαζὶ τις πίστεβα και τις αποθυμούσα. 826 00:49:08,371 --> 00:49:11,530 Κι όταν τις αποτέλειωσα, βρέθηκα να μαι ερωτεμένος μαζί τους... 827 00:49:12,038 --> 00:49:15,192 Κι αργότερα, πολύ συχνά, έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης, 828 00:49:15,192 --> 00:49:17,659 γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ να ξαναθυμούμαι τὰ παλιά. 829 00:49:18,090 --> 00:49:21,183 Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες της νιότης καὶ δεν πιστέβω 830 00:49:21,183 --> 00:49:24,019 μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα της Τέχνης... 831 00:49:24,588 --> 00:49:28,042 το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως, 832 00:49:28,324 --> 00:49:32,429 γιὰ να φτιάχνω και να πουλάω μαρμαρένιους σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα... 833 00:49:32,797 --> 00:49:35,715 Ολ' αφτὰ μοναχὰ να τα κοροϊδέψω θα μπορούσα τώρα. 834 00:49:36,026 --> 00:49:38,523 Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα. 835 00:49:38,779 --> 00:49:42,204 Μού δεσε τα χέρια· δεν μπορώ πιὰ να κάνω τίποτα. 836 00:49:43,373 --> 00:49:47,140 Μήπως να «δουλέβω» σαν καὶ σας, που σταβρώνοντας τα χέρια σας 837 00:49:47,140 --> 00:49:51,159 αγκομαχάτε ποιός θα γελάσει τὸν άλλονε καὶ ποιός θα πουληθεί περισσότερο; 838 00:49:53,383 --> 00:49:57,060 Μιὰ φορά, σα με καλούσαν η τιμὴ της πατρίδας κι ο κατάλογος των εφέδρων 839 00:49:57,060 --> 00:50:01,489 να σκοτώνω τους ὀχτροὺς η να σκοτωθώ, πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος 840 00:50:01,971 --> 00:50:04,044 καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο. 841 00:50:04,323 --> 00:50:07,291 Συλλογιζόμουνα, πως οι συντρόφοι μου θα χυθούνε μετὰ τη μάχη 842 00:50:07,291 --> 00:50:10,650 στα τριγυρινά χωριὰ να σφάζουνε τὸν άμαχο πληθυσμό, 843 00:50:10,650 --> 00:50:13,572 να κλέβουν ὅ,τι λάχει και να βιάζουνε τὶς γυναίκες. 844 00:50:15,016 --> 00:50:16,967 Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς. 845 00:50:17,218 --> 00:50:20,155 Μπορούσα να πίνω με την κούπα κ' είκοσι ώρες κορδόνι, 846 00:50:20,493 --> 00:50:23,776 κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα 847 00:50:23,776 --> 00:50:24,729 μέσα στα ξερατά, 848 00:50:25,006 --> 00:50:29,595 στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα, 849 00:50:29,825 --> 00:50:34,756 καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης. 850 00:50:35,468 --> 00:50:37,630 Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ; 851 00:50:37,851 --> 00:50:41,678 Μοναχοί σας με παρανομιάσατε θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο. 852 00:50:42,535 --> 00:50:45,312 Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα και τόσο μερακλής. 853 00:50:45,530 --> 00:50:47,505 Έτρωγα μιὰ φορά τη μέρα και λίγο. 854 00:50:47,955 --> 00:50:50,229 Είμουνα πολύ παχύς και θαμ' έβλαφτε. 855 00:50:50,401 --> 00:50:52,197 Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό 856 00:50:52,197 --> 00:50:54,874 για να χω και το μυαλό μου φρέσκο κι αλέγρο. 857 00:50:55,638 --> 00:50:57,557 Όποιος κοιμάται πολύ και τρώει λίγο: 858 00:50:57,557 --> 00:51:02,261 ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη. 859 00:51:02,261 --> 00:51:04,786 Δε σκουριάζει και δεν ξυνίζει το γαίμα του, 860 00:51:04,786 --> 00:51:07,455 δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες. 861 00:51:08,289 --> 00:51:11,307 Έπαιρνα με το πρώτο χρυσορόδισμα τα μακρινά χωράφια. 862 00:51:11,506 --> 00:51:15,250 εκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ στην ούγια του πεφκόδασου, 863 00:51:15,250 --> 00:51:17,988 αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω και να με θαμπώνει, 864 00:51:17,988 --> 00:51:22,341 και πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεά μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη... 865 00:51:22,778 --> 00:51:24,786 Κ' η θεά τό γραφε στα κατάστιχά της. 866 00:51:25,071 --> 00:51:29,674 Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !... 867 00:51:30,279 --> 00:51:32,945 Ά ! δε θα γινόμουνα τόσο μεγάλος άνθρωπος, 868 00:51:32,945 --> 00:51:35,182 αν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου. 869 00:51:35,439 --> 00:51:36,910 Είχα στομάχι κούρκου. 870 00:51:37,187 --> 00:51:40,544 Μπορούσα να καταπίνω και να χωνέβω καρύδια με τα τσόφλια τους, 871 00:51:40,544 --> 00:51:43,046 καρφιά σκουριασμένα και φούχτες άμμο. 872 00:51:43,777 --> 00:51:45,365 Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου ! 873 00:51:45,734 --> 00:51:50,139 Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα... Κι όμως έτρωγα λίγο. 874 00:51:50,508 --> 00:51:54,734 Μπορούσατο λοιπόν να ηὴ δουλέβω, δηλαδή να μην πολιτέβομαι. 875 00:51:56,041 --> 00:51:59,844 Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια, πώς δε σκορπούσα 876 00:51:59,844 --> 00:52:03,816 χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα παντου φαρμάκι και χολή; 877 00:52:04,264 --> 00:52:09,051 Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα πέρα πέρα σα νά σαστε γυαλένιοι. 878 00:52:09,629 --> 00:52:13,307 Κι επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα μοναχός μου, κορόιδεβα. 879 00:52:13,695 --> 00:52:16,381 Ά ! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα η κοροϊδία. 880 00:52:16,381 --> 00:52:18,523 Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη. 881 00:52:18,749 --> 00:52:22,286 Πρέπει να χεις πολλή φαντασία και κρίση και πείρα της ζωής. 882 00:52:22,596 --> 00:52:27,574 Και να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια. 883 00:52:28,172 --> 00:52:31,825 Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος της φιλοσοφίας. 884 00:52:32,258 --> 00:52:34,611 Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα από το δράμα 885 00:52:34,611 --> 00:52:39,170 της συλλογής και της απελπισιάς για να φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο. 886 00:52:39,318 --> 00:52:41,260 Κι αν μπορέσεις να φτάσεις ! 887 00:52:42,544 --> 00:52:45,464 Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα να μη σας βλέπω. 888 00:52:45,778 --> 00:52:48,299 Πήγαινα πότε στη θάλασσα, πότε στις παλαίστρες. 889 00:52:48,485 --> 00:52:52,220 Τὰ παιδιά με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους, τα λυγερά σαν τὰ στάχια, 890 00:52:52,220 --> 00:52:55,563 με κάνανε να ξεχνιέμαι σαν εμπροστά στην απέραντη θάλασσα 891 00:52:55,563 --> 00:52:56,919 τ' ανοιξιάτικα πρωινά. 892 00:52:57,249 --> 00:53:00,697 Γέλια, ξεφωνητά και πείσματα... χαρούμενος αέρας, 893 00:53:00,697 --> 00:53:04,320 που με σιγομεθούσε και με βύθιζε σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία. 894 00:53:04,753 --> 00:53:08,318 "Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί και μου ρχότανε να σηκωθώ κ' εγὼ 895 00:53:08,318 --> 00:53:11,121 να κυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη και στον μπουχό, 896 00:53:11,457 --> 00:53:14,273 σαν τοὺς γαϊδάρους το καλοκαίρι με το σαμάρι στην πλάτη, 897 00:53:14,557 --> 00:53:16,691 - και να γκαρίζω,να γκαρίζω ! 898 00:53:17,514 --> 00:53:20,743 Αν εκείνη την ώρα με ζύγωνε κανείς, για να μου κάνει τον έξυπνο, 899 00:53:20,743 --> 00:53:22,181 θα τον έτρωγα ζωντανό. 900 00:53:22,999 --> 00:53:24,196 Ύστερις, όταν έφεβγα, 901 00:53:24,196 --> 00:53:26,885 τραβούσα σκυφτός και συλλογισμένος τοίχο τοίχο 902 00:53:26,885 --> 00:53:31,545 και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα... τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες... 903 00:53:31,545 --> 00:53:34,824 Χωρίς ναν το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα ξαφνικά στα λιβάδια. 904 00:53:35,518 --> 00:53:41,252 Να !να! να! έδερνα με το μπαστούνι μου τα στάχια και τά στρωνα χάμου. 905 00:53:41,606 --> 00:53:47,144 έτσι ξεθύμαινα και ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ θα γίνω παιδί μήτε και σεις ανθρώποι, 906 00:53:47,896 --> 00:53:51,450 Το καλοκαίρι ! Χρυσή εποχή των φτωχών... 907 00:53:51,918 --> 00:53:55,633 Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια το κορμί μου και τη σκέψη μου. 908 00:53:56,590 --> 00:54:00,079 Όλα μου το είναι βοούσε και φουρφούλιζε χαρούμενα σα λέφκα στον ὄχτο, 909 00:54:00,079 --> 00:54:02,583 γεμάτη αστράματα και πουλιά και τζιτζίκια. 910 00:54:03,350 --> 00:54:07,200 Και στη ρίζα κουλουριασμέν' η ψυχή μου μὲ το κεφάλι ψηλά καρφωτό, 911 00:54:07,200 --> 00:54:10,579 πυρωνότανε στον ήλιο και κατέβαζε πλήθιο το φαρμάκι 912 00:54:10,579 --> 00:54:12,283 στα κανάλια των δοντιών της ! 913 00:54:12,482 --> 00:54:14,751 Και αλί σε κείνονε, που δάγκωνε ... 914 00:54:16,521 --> 00:54:19,500 Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε στη δόξα του καλοκαιριού, 915 00:54:19,500 --> 00:54:23,897 το Μάη με τα λουλούδια ... την ώρα, που 'χω το πιότερο φαρμάκι ... 916 00:54:24,554 --> 00:54:26,952 Αν είτανε χειμώνας, δε θά βγαζα λέξη. 917 00:54:27,543 --> 00:54:30,441 Μα τώρα γλεντάω και φραίνομαι να σας δαγκώνω. 918 00:54:30,441 --> 00:54:33,613 (βήχας) 919 00:54:35,388 --> 00:54:40,534 Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε. 920 00:54:41,241 --> 00:54:44,613 Διηγήθηκε στο δικαστήριο μιὰν ημέρα της ζωης του. 921 00:54:45,830 --> 00:54:50,451 Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στην αβλή πάνου σε στρατιωτικές μπατανίες και τσουβάλια, 922 00:54:50,451 --> 00:54:56,840 κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες. 923 00:54:56,561 --> 00:55:00,300 Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα, τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος 924 00:55:00,300 --> 00:55:03,293 (παλιό το σπίτι, βλέπετε), τις ιδέες η κάκητα. 925 00:55:03,636 --> 00:55:05,995 Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο ! 926 00:55:06,191 --> 00:55:10,282 Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ, ξακολουθεί να δουλέβει... 927 00:55:10,543 --> 00:55:14,911 ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας, τις βάζω σε τάξη, τις ξεκαθαρίζω. 928 00:55:15,362 --> 00:55:17,939 Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες, 929 00:55:17,939 --> 00:55:20,379 που θαν τις ξεφουρνίσω το πρωί στην ᾿Αγορά... 930 00:55:20,718 --> 00:55:23,892 Στάσου και θα δείς, τί έχω να σε κάνω κύριε Τάδε... 931 00:55:24,807 --> 00:55:29,238 Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργά πολύ κλείνουνε βαριά τα μάτια μου. 932 00:55:29,782 --> 00:55:33,956 Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης, πετιέμαι ψηλά σὰν το πετεινάρι 933 00:55:33,956 --> 00:55:36,888 κι αρχίζω να λαλώ: να πειράζω τὴν Ξανθίππη... 934 00:55:37,457 --> 00:55:41,473 Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά μέσα σ'ένα πήλινο καφκί, 935 00:55:41,473 --> 00:55:44,316 μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι καὶ τραβάει νερό. 936 00:55:44,927 --> 00:55:47,665 Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα τὸν κουβὰ γεμάτο. 937 00:55:48,157 --> 00:55:51,050 Κι ενώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα μὲ τα μανίκια 938 00:55:51,050 --> 00:55:54,787 καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα... κείνη δυναμώνει το χαβά της. 939 00:55:55,531 --> 00:55:57,734 «Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτα να κοιμηθώ. 940 00:55:57,734 --> 00:56:01,815 Κλωτσούσες, ροχάλιζες, έτριζες τα δόντια σου και βρωμούσες σκόρδο. 941 00:56:01,815 --> 00:56:03,873 Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;» 942 00:56:04,379 --> 00:56:07,999 (Ὅλοι κοιµόμαστε στην αβλή κατάχαµα, ο ένας πλάι στον άλλονε). 943 00:56:08,304 --> 00:56:12,372 Αί τότες εγώ βγάνω φτερά, της τσιµπάω το μπράτσο... και δρόµο ! 944 00:56:12,822 --> 00:56:17,595 Αν δε με βρίσει πρωί πρωί, θα µαι ξυνισμένος κι άκεφος όλη την ημέρα !... 945 00:56:18,579 --> 00:56:22,886 Πριν πάει μισό καλάμι ὁ γήλιος κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό και ξεπορτίζω. 946 00:56:23,267 --> 00:56:26,510 Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικά 947 00:56:26,510 --> 00:56:28,712 καὶ χαράζουνε στον αέρα δυό φωτεινές γραμµές, 948 00:56:28,712 --> 00:56:32,167 από την καβαλίνα του δρόμου στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς. 949 00:56:33,500 --> 00:56:37,602 Στρίβω δεξιά καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά... περιβόλια... ρεματιές... 950 00:56:38,130 --> 00:56:40,989 ν' ανασάνω βαθιά...να ξαλαφρώσω... 951 00:56:42,183 --> 00:56:44,407 ᾿Ακούγονται μακριά στις δημοσιές τὰ πρώτα κάρα, 952 00:56:44,407 --> 00:56:47,589 που κατεβαίνουνε στην ᾿Αθήνα γεμάτα δροσερά λαχανικά και φρούτα. 953 00:56:48,209 --> 00:56:51,905 σε λίγο στα καλντερίµια των σοκακιών ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών 954 00:56:51,905 --> 00:56:53,578 μὲ τα χουγιαχτά των αγωγιάτηδων. 955 00:56:53,578 --> 00:56:58,106 Λεκάνες και ντενεκέδες αδειάζούυνε σαπουνόνερα και λάντζες ὅπου τύχει. 956 00:56:58,441 --> 00:57:02,918 Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών... 957 00:57:03,357 --> 00:57:07,388 Τα χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα πανε να δικάσουν 958 00:57:07,388 --> 00:57:10,436 η να συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη γιὰ τὶς δεκάρες... 959 00:57:10,709 --> 00:57:15,342 Όσο να κατέβω στο παζάρι, σύνεφα μύγες, κουρνιαχτός, κάτουρα, 960 00:57:15,342 --> 00:57:20,128 που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα. 961 00:57:21,801 --> 00:57:25,338 Κιαλάρω μαζωμένους στη στοὰ τον Κόλια, τον Πρίφτη, 962 00:57:25,338 --> 00:57:29,603 το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίκα... τοὺς μεγάλους άντρες ! 963 00:57:29,900 --> 00:57:32,006 Εἶναι μαζί τους κι ο κύριος Τάδες. 964 00:57:32,218 --> 00:57:34,205 Κι αν δεν είναι, θά ρτει. 965 00:57:34,336 --> 00:57:35,846 Ζυγώνω καὶ καληµερίζω. 966 00:57:36,279 --> 00:57:40,242 Τους λέω τα σπουδαία της ημέρας : για το γάιδαρο του Μελέτη, 967 00:57:40,242 --> 00:57:43,769 πού σπασε την τριχιά του ψὲς το βράδι και λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια 968 00:57:43,769 --> 00:57:47,544 κυνηγώντας μια καλοθρεμένη τσακίστρα· γιὰ το κρασί του Μπαρμπαχρίστου, 969 00:57:47,544 --> 00:57:50,279 που ξύνισε κι ο γιατρός δεν μπόρεσε ναν το γιάνει΄ 970 00:57:50,279 --> 00:57:53,576 για την Παπαλάμπραινα, που σήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι, 971 00:57:53,576 --> 00:57:56,130 γιατί τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψες ὁ µανάβης, 972 00:57:56,130 --> 00:57:58,966 είτανε και μικρό και πικρό φαρμάκι ! 973 00:58:00,212 --> 00:58:05,940 Και ποιός είτανε αφτός ο κ. Τάδες ; Ο σοφιστής, ο πολιτικός, ο ποιητάκος. 974 00:58:06,254 --> 00:58:10,186 Όσοι φαντάζονται πως είναι πανήξεροι, και τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα. 975 00:58:10,691 --> 00:58:11,866 Τους αλάλιαζα. 976 00:58:11,866 --> 00:58:14,449 Όχι γιατί θελα να φαίνομαι καλὐτερός τους. 977 00:58:14,449 --> 00:58:18,081 Δεν αξίζει τον κόπο νά ναι κανείς πρώτος η τελεφταίος 978 00:58:18,081 --> 00:58:20,984 ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε πως είναι πρώτοι. 979 00:58:21,623 --> 00:58:24,362 Τοὺς τσάκιζα, καθώς τσακίζουμε τοὺς κοριούς... 980 00:58:24,724 --> 00:58:26,900 Δε ζητάμε δηλαδή ναν τους καλυτερέψουµε 981 00:58:26,900 --> 00:58:30,312 μήτε να σώσουμε τους γειτόνους η τις μελλούμενες γενιές των Ἑλλήνων ! 982 00:58:30,635 --> 00:58:34,433 Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο, τα κατάφερε να καλυτερέψει, 983 00:58:34,433 --> 00:58:38,185 να γίνει θεοφοβούμενος και να μην τρώγει κρέατα ζωντανά, µά... 984 00:58:38,185 --> 00:58:42,134 ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ τ᾽ αγόραζε πρωί πρωί στο Λαχανοπάζαρο. 985 00:58:43,314 --> 00:58:47,830 Για την πλεμπάγια την παρακατιανή, για σας, ένιωθα μονάχα λύπηση. 986 00:58:48,105 --> 00:58:51,279 Ο νους, η καρδιά κ᾿ η πράξη σας δεν είναι δικά σας : 987 00:58:51,815 --> 00:58:55,602 αιστάνεστε, νογάτε και κάνετε ό,τι συφέρνει στους Λύκους. 988 00:58:56,102 --> 00:58:59,193 Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως είναι και δίκιο και θέλημα των θεών, 989 00:58:59,193 --> 00:59:04,817 αφτοὶ να τρώνε κρέας ανθρωπινό και σεις ραδίκια βραστά -- και να βρίσκονται ! 990 00:59:07,400 --> 00:59:10,218 Οἱ σοφιστάδες... Τι µεγαλείο ! 991 00:59:10,535 --> 00:59:14,954 Ερχόντουσαν από πολύ µακριά. ψηλοί, γεμάτοι, χαρούμενοι. 992 00:59:15,614 --> 00:59:19,137 Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε και γινόντανε σε μιὰ βδομάδα 993 00:59:19,137 --> 00:59:21,372 βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα. 994 00:59:21,797 --> 00:59:25,523 Ντυμένοι κόκκινους μαντύες, σπαρµένους μ'άστρα µαλαματένια, 995 00:59:25,523 --> 00:59:28,095 κατσαρωμένοι και φκιασιδωµένοι στον καθρέφτη, 996 00:59:28,095 --> 00:59:31,759 προβαίνανε αργά και πίσηµα με τα σκαλισµένα μπαστούνια τους 997 00:59:31,759 --> 00:59:34,225 και το φιλντισένιο μήλο, σα βασιλιάδες. 998 00:59:35,175 --> 00:59:38,881 μας περνούσανε για επαρχιώτες --- και τάχατες δεν είμαστε ; 999 00:59:39,904 --> 00:59:44,803 'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε το µίληµά τους κελαηδιστό και ζαχαρένιο. 1000 00:59:44,803 --> 00:59:47,252 Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών 1001 00:59:47,252 --> 00:59:50,211 η τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα των παιχνιδιάρικων ματιών 1002 00:59:50,211 --> 00:59:54,154 κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιο τσαχπίνισσες καὶ πιο λαχταρισµένες. 1003 00:59:55,038 --> 00:59:57,535 Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε στ᾽ αφτιά σας, 1004 00:59:57,535 --> 01:00:00,317 όπως οἱ σαράφηδες τις λίρες απάνου στην πέτρα, 1005 01:00:00,317 --> 01:00:04,601 μα εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε τις αληθινές από τις κάλπικες. 1006 01:00:04,808 --> 01:00:07,938 Ο Πήγασος της ρητορείας τους σας ανέβαζε καμαρωτός 1007 01:00:07,938 --> 01:00:09,786 στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών, 1008 01:00:09,786 --> 01:00:12,554 κ᾿ η καρδιά σας, όπως η σπηλιά της Πεντέλης, 1009 01:00:12,554 --> 01:00:15,256 δεφτέρωνε και τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του. 1010 01:00:15,471 --> 01:00:19,577 Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης, εχάνατε στο τέλος και τον ἑαφτό σας 1011 01:00:19,577 --> 01:00:21,944 γινάµενοι σαν τους ήσκιους του Κάτου Κόσμου. 1012 01:00:22,514 --> 01:00:24,874 Όταν λοιπόν εγώ τους αρωτούσα ξαφνικά : 1013 01:00:24,874 --> 01:00:28,208 «Έχετε πολιτικά δικαιώµατα για να φωνάζετε τόσο ;» 1014 01:00:28,537 --> 01:00:30,704 χάλαγ᾽ εφτύς η παράσταση. 1015 01:00:30,950 --> 01:00:33,478 Καἱ σεις από τα ψηλά, που αρμενίζατε, 1016 01:00:33,478 --> 01:00:36,818 πέφτατε κατακέφαλα πάνου στα βράχια της γης και τσακιζόσαστε 1017 01:00:36,818 --> 01:00:38,890 σαν τις χελώνες του Γεροαίσωπου. 1018 01:00:39,223 --> 01:00:41,445 Είτανε λοιπόν να μὲ χωνέβετε ; 1019 01:00:42,965 --> 01:00:47,208 Εγώ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τα είχα γραμμένα στα παλιά µου τα παπούτσια. 1020 01:00:47,494 --> 01:00:50,701 Ποτές µου δεν πήγα να ψηφίσω' να διαλέγω μοναχός µου 1021 01:00:50,701 --> 01:00:53,827 ποιός κλέφτης θα με κλέβει και ποιός τζελάτης θα μὲ κόβει. 1022 01:00:54,472 --> 01:00:58,245 Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες, για να θυµώνετε σεις κ᾿ εγώ να γελάω 1023 01:00:58,855 --> 01:01:02,504 Οι σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται... Πέντε µνές... 1024 01:01:02,840 --> 01:01:05,126 θα πει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο. 1025 01:01:05,404 --> 01:01:08,092 Από την τιμή καταλαβαίνεις την αξία της πραμάτειας. 1026 01:01:08,473 --> 01:01:13,265 ᾿Εγώ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα τζάμπα και κανένας δεν τηνε δεχότανε. 1027 01:01:13,613 --> 01:01:15,635 θα πει πως δεν άξιζε τίποτα. 1028 01:01:16,021 --> 01:01:19,667 Μα θα πει και κατιτίς άλλο : για να επιμένω 1029 01:01:19,667 --> 01:01:22,673 να σας τηνε δίνω με το ζόρι και με κίντυνο της ζωής µου, 1030 01:01:22,866 --> 01:01:26,373 κάποιος οχτρός σας θα με πλήρωνε. Προπαγάντα ! 1031 01:01:26,661 --> 01:01:31,773 Οἱ Σλάβοι με πλερώνανε να ξεβιδώσω την ιδεαλιστική μηχανή της πολιτείας ! 1032 01:01:32,451 --> 01:01:36,800 Μα για να µπορώ να ρεζιλέβω την παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων, 1033 01:01:36,800 --> 01:01:42,108 δε θα πει πως είχα δίκιο, μα πως είμουνα πιο πονηρός και πιο καπάτσος από δάφτους. 1034 01:01:42,443 --> 01:01:46,477 Μπορούσα να κάνω τ' άσπρο µάβρο. Σημάδι των καιρών... 1035 01:01:46,770 --> 01:01:50,068 ᾿Αφού με τις λογης αλλαξοκαθεστοσύνες και προδοσίες 1036 01:01:50,068 --> 01:01:53,961 µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης, ρίξατε το φταίξιμο σε μένα. 1037 01:01:54,431 --> 01:01:57,181 Εγώ με τη διδασκαλία µου και με τὶς κοροϊδίες µου 1038 01:01:57,181 --> 01:02:00,912 κλόνισα µέσα στην ψυχή των πολιτών κάθε μπιστοσύνη στους νόμους ! 1039 01:02:00,912 --> 01:02:03,854 είμουνα λοιπόν κ᾿ εγώ ένας από τοὺς σοφιστάδες ! 1040 01:02:03,854 --> 01:02:04,779 Μακάρι ! 1041 01:02:04,779 --> 01:02:08,960 Τό χω βάρος στην ψυχή µου, που κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία, 1042 01:02:08,960 --> 01:02:11,759 χτύπαγα μαζί και τὶς μεγάλες τους αλήθειες... 1043 01:02:11,759 --> 01:02:16,535 Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε, κάθισα και συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους. 1044 01:02:16,873 --> 01:02:18,560 Μέσα µου τι χαλασμός ! 1045 01:02:18,560 --> 01:02:22,388 Λυπάμαι πολύ, που δεν πρόλαβα ν᾿ ανοίξω την ψυχή µου στον κόσμο, 1046 01:02:22,388 --> 01:02:26,349 πριν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε για πάντα με μιαν οργιά χώμα ! 1047 01:02:26,800 --> 01:02:30,483 Αί ! στο τέλος της απολογίας µου θα σας αμολήσω τα σφαλάγγια, 1048 01:02:30,483 --> 01:02:32,361 που βράζουνε µέσα µου από καιρό. 1049 01:02:35,704 --> 01:02:37,472 Να κι ὁ πολιτικός αριβάρει. 1050 01:02:37,706 --> 01:02:40,811 Μπροστά πάνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια και πίσου αφτός. 1051 01:02:41,056 --> 01:02:42,595 Πριχού πατήσει το ποδάρι, 1052 01:02:42,595 --> 01:02:45,890 δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του σαν το µουλάρι. 1053 01:02:46,455 --> 01:02:49,261 Ξεροβήχει, για να γυρίσουμε να τον κοιτάξουμε. 1054 01:02:49,504 --> 01:02:53,331 Μαζί µας είναι κάµποσοι φίλοι του. Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει. 1055 01:02:53,858 --> 01:02:56,635 Σφίγγει τα χέρια µας πολύ γκαρδιακὰ και με δύναμη. 1056 01:02:56,853 --> 01:02:59,827 Mε τέτιο δυνατό χέρι βαστάει το τιμόνι του Καραβιού. 1057 01:03:00,096 --> 01:03:02,678 μας αγαπάει και γίνεται θυσία για μας ! 1058 01:03:02,860 --> 01:03:06,492 Για χατίρι µας βουτάει το δημόσιο ταμείο, για να δίνει σ᾿ εμάς 1059 01:03:06,492 --> 01:03:09,991 και για χατίρι µας τσαλαπατάει τοὺς νόμους, για να μας σώζει. 1060 01:03:10,464 --> 01:03:13,901 Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε ψέφτικον όρκο στα δικαστήρια 1061 01:03:13,901 --> 01:03:16,478 και να μην κρατάμε το λόγο μας στ᾿ αλισβερίσια µας. 1062 01:03:17,207 --> 01:03:20,492 Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζής, είναι και μεγάλος στρατηγός. 1063 01:03:20,753 --> 01:03:23,964 Αν νικούσαν οι στρατιώτες, αφτός δοξαζότανε. 1064 01:03:24,225 --> 01:03:27,077 Μα κι αν τηνε παθαίνανε, αφτός δεν πάθαινε τίποτα. 1065 01:03:27,431 --> 01:03:29,392 δεν έφταιγε. Φταίγανε... 1066 01:03:29,839 --> 01:03:31,933 θα σας το πω παρακάτου ποιοί φταίγανε. 1067 01:03:32,769 --> 01:03:36,241 Κι αν παράδινετο στρατό στούς ὀχτροὺς κι αν τούς πουλούσε τα κάστρα 1068 01:03:36,241 --> 01:03:39,748 κι αν έφεβγε πρώτος πρώτος, ποιός θα μπορούσε να τον κατηγορηήσει ; 1069 01:03:40,024 --> 01:03:42,401 ᾿Αφτός είταν ο Δημόσιος Κατήγορος ! 1070 01:03:42,877 --> 01:03:46,567 Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα και παρουσιαζόµουνα μπροστά του 1071 01:03:46,567 --> 01:03:49,351 και του λεγα «Κυρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;» 1072 01:03:49,500 --> 01:03:52,074 τα µατάκια του χωνόντανε βαθιά στις τρύπες τους, 1073 01:03:52,074 --> 01:03:54,173 σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα. 1074 01:03:54,684 --> 01:03:56,246 Κόκκαλο ο κυρ Θόδωρος. 1075 01:03:56,685 --> 01:04:00,140 Ποιός κὺρ Θόδωρος; Ο Λύκων και ο Άνυτος, καλέ ! 1076 01:04:01,421 --> 01:04:03,420 Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν. 1077 01:04:03,420 --> 01:04:06,286 Οι φίλοι κ' οἱ µπράβοι του να κι ανασκουμπώνονται. 1078 01:04:06,778 --> 01:04:09,782 Τόνε κοιτάνε λοξά στα μάτια νὰν τοὺς κάνει το νόηµα. 1079 01:04:10,297 --> 01:04:12,179 Μα τούτος δεν είναι τόσο µπόσικος. 1080 01:04:12,179 --> 01:04:16,684 Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ. Σκάει στα γέλια. Ξέρετε γιατί ; 1081 01:04:17,362 --> 01:04:21,136 Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά, που καταχερίσανε πολλούς ως τώρα. 1082 01:04:21,499 --> 01:04:25,148 Ύστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί, γιὰ να πάρουνε το µέρος µου. 1083 01:04:25,470 --> 01:04:29,627 δεν είναι φιλοσόφοι, δεν είναι φίλοι µου· είναι λέρες σαν κι αφτόν. 1084 01:04:29,896 --> 01:04:31,527 Είναι πολιτικοί του ὀχτροί. 1085 01:04:32,643 --> 01:04:37,039 Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του. «έννοια σου», λέει µέσα του, 1086 01:04:37,039 --> 01:04:40,020 «και θα σου τηνε φέρω εγώ εκεί που δεν το περιμένεις». 1087 01:04:40,976 --> 01:04:44,306 Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε πώς να με καλοπιάσουνε, 1088 01:04:44,306 --> 01:04:45,777 για να μην τους βρίζω. 1089 01:04:45,995 --> 01:04:51,435 Με προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» και μου στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια : 1090 01:04:51,691 --> 01:04:55,409 κόκκιν᾽ αβγά και τσουρέκια το Πάσκα· γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά· 1091 01:04:55,409 --> 01:05:00,437 τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδας το Φλεβάρη· ορτύκια µανιάτικα τον Αλωνάρη· 1092 01:05:00,693 --> 01:05:04,832 και στη γιορτή µου συναγρίδες, σύκα, νταμιτζάνες κρασί και λουλούδια. ᾿ 1093 01:05:05,737 --> 01:05:09,375 Εγώ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε η Ξανθίππη, πως είμαι κορόιδο. 1094 01:05:09,874 --> 01:05:14,617 Στο θεό σας ! Θέλανε να μου κλείσουνε το στόµα ! Θά σκαγα... 1095 01:05:14,617 --> 01:05:18,971 Μια φορά µάλιστα κάποιος τρανός από δάφτους μού στειλε για σκλάβους 1096 01:05:18,971 --> 01:05:22,728 δυο αραπάκια των ἑκατόν εξήντα μηνών, που δεν ξέραν ἑλληνικά· 1097 01:05:22,964 --> 01:05:27,018 κατσαρά μαλλιά, σιντεφένια δὀντια, χρυσά βραχιόλια και σκουλαρίκια... 1098 01:05:27,018 --> 01:05:29,838 «Γιὰ ναν τα κάνω», μού γραφε, «φιλοσόφους» ! 1099 01:05:30,233 --> 01:05:33,278 Τά τύλιξα με μισό σεντόνι (είτανε τσίτσιδα) 1100 01:05:33,278 --> 01:05:36,700 καὶ τα ξανάστειλα πίσου. Ποιός θαν τά τρεφε ; 1101 01:05:37,572 --> 01:05:39,778 ᾽Αφτό το περιστατικό το ξέρουνε πολλοί. 1102 01:05:40,064 --> 01:05:42,848 Κείνη τη µέρα σηκώθηκε όλο το Κολωνάκι στο ποδάρι. 1103 01:05:43,115 --> 01:05:46,939 Βγήκαν από τα σπίτια και τα µαγαζιά τους κι αραδιαστήκανε στα πεζοδρόμια, 1104 01:05:46,939 --> 01:05:50,001 για ναν τα κοιτάνε, που περνούσανε πιασµένα χέρι χέρι... 1105 01:05:50,632 --> 01:05:53,359 Και τι, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε κατόπι ; 1106 01:05:53,775 --> 01:05:57,101 Ὁ Σωκράτης τα διωξε, γιατί τα θελε να ταν άσπρα ! 1107 01:05:59,097 --> 01:06:02,233 Ὁ Περικλής, σαν άκουσε να γίνεται τόση κουβέντα για μένα, 1108 01:06:02,233 --> 01:06:04,950 έβαλε την ᾿Ασπασία να με φωνάξει στο παλάτι του. 1109 01:06:05,207 --> 01:06:07,252 Και κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη. 1110 01:06:07,646 --> 01:06:09,180 Μπορούσα να χαλάσω το χατίρι 1111 01:06:09,180 --> 01:06:11,401 του καλόπαιδου και της μεγάλης αρχόντισσας ; 1112 01:06:11,895 --> 01:06:13,548 Πήγα με σκοπό να τσακωθώ. 1113 01:06:13,888 --> 01:06:16,969 Μα σ᾿ ο,τι και νὰν τοὺς έλεγα, δε μου φέρνανε αντίρρηση. 1114 01:06:17,244 --> 01:06:21,421 Κι όταν κατάκρινα τὸν «Ὀλύμπιο Δία» για ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες 1115 01:06:21,421 --> 01:06:25,432 σας είπε στον Επιτάφιο του, κούνησε γελώντας τη σουβλερή του καράφλα 1116 01:06:25,432 --> 01:06:28,028 και με παρακινούσε να κακολογώ τοὺς ὀχτρούς του 1117 01:06:28,028 --> 01:06:29,993 και να λέω αρσίζικα χωρατά. 1118 01:06:30,392 --> 01:06:34,879 Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα 1119 01:06:34,879 --> 01:06:38,586 τούτην εδώ την παλιοπατατούκα, που βλέπετε, και μου λεγε σιγανά : 1120 01:06:38,793 --> 01:06:41,395 «Βγάλ’ τηνε, καημένε, να σου τηνε µπαλώσω ...» 1121 01:06:42,362 --> 01:06:46,305 Μου κάνανε μεγάλα ικράµια και μ᾿ ακούγανε με κατάνυξη και θαμασμό. 1122 01:06:46,716 --> 01:06:49,653 Μα δεν είναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα και τον Περικλή. 1123 01:06:49,913 --> 01:06:52,169 Μού δινε το λόγο του, πως όπου να ναι, 1124 01:06:52,169 --> 01:06:55,368 θαν τα ταίριαζε με τους Μωραΐτες και θα τέλειωνε τον πόλεμο... 1125 01:06:55,564 --> 01:06:57,872 Τώρα το βλέπω, με κορόιδεβε. 1126 01:06:58,250 --> 01:07:03,668 Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στη ζωή μου. Αν εζούσε, θα πολεμούσε ακόμα Ι... 1127 01:07:03,960 --> 01:07:06,454 Εξουσία και πόλεμος δεν μπορεί να χωριστούνε !... 1128 01:07:07,626 --> 01:07:12,525 Θαρρώ βγηκ᾽ απ' το θέµα... Γεροντική φλυαρία.να μὲ συμπαθάτε ! 1129 01:07:15,928 --> 01:07:20,774 Αμ’ οι ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τους θεούς, 1130 01:07:20,774 --> 01:07:22,214 σαν παλιοί κουμπάροι... 1131 01:07:22,469 --> 01:07:26,291 Μεσάτοι, κουνιστοὶ και με κομένα μάτια, κει που περπατάνε 1132 01:07:26,291 --> 01:07:28,930 σκορπίζοντας αρώματα και χάχανα καμπανιστά, 1133 01:07:28,930 --> 01:07:33,463 σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια και κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι. 1134 01:07:33,764 --> 01:07:36,356 Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών 1135 01:07:36,356 --> 01:07:38,777 και τους καλούνε στον "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿ 1136 01:07:39,048 --> 01:07:41,441 Εκεί μεθάνε κ εδώ χρησμολογούνε. 1137 01:07:41,736 --> 01:07:45,824 Με τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμά της µαταιότητας. 1138 01:07:46,084 --> 01:07:49,735 ᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’ ο,τι αγγίσουνε με την πνοή τους. 1139 01:07:50,268 --> 01:07:55,387 Χάρη σ᾿ αφτοὺς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ὁ Θεός ! 1140 01:07:55,764 --> 01:07:57,484 Καλή ώρα σαν το Μέλητο... 1141 01:07:58,653 --> 01:08:01,591 Άμα λοιπόν τους έπαιρνε το µάτι µου και τους χαιρετούσα : 1142 01:08:01,591 --> 01:08:06,999 «τι μου γλυκοπικρο γίνεσαι, Μαρίκα» φυσικά θυµώνανε κι αφτοί κ οἱ φίλοι τους. 1143 01:08:07,472 --> 01:08:11,299 Και να πού ρθανε τα πράματα δεξιά κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος 1144 01:08:11,299 --> 01:08:13,949 στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου. 1145 01:08:15,211 --> 01:08:18,089 Στο αναμεταξύ μού γραφαν επιγράμματα τσουχτερά, 1146 01:08:18,089 --> 01:08:20,932 που κάνανε τη βόλτα τους στα σοκάκια, στα χωριά... 1147 01:08:21,442 --> 01:08:25,769 Όσο που κάποτες ο Αριστοφάνης, ο μόνος που του ταίριαζε να ναι ποιητής, 1148 01:08:25,769 --> 01:08:29,173 γιατί τανε µισάνθρωπος και τζαναµπέτης, μ᾿ ανέβασε στο θέατρο... 1149 01:08:29,872 --> 01:08:31,909 Πρωταγωνιστής των «Νεφελών» ! 1150 01:08:32,824 --> 01:08:34,938 Γελούσε ο κόσμος κ᾿ εγώ καµάρωνα... 1151 01:08:34,938 --> 01:08:38,881 όσο που μ᾿ αναγκάσανε να πηδήξω πάνου σε μια καρέκλα για να με ιδούνε ! 1152 01:08:39,477 --> 01:08:41,738 ᾿Από τότες έγινα «σπουδαίος» άνθρωπος. 1153 01:08:42,002 --> 01:08:44,003 Όλ᾽ η Ἑλλάδα μιλούσε για μένα... 1154 01:08:44,223 --> 01:08:47,184 Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε, μήτε με λογαριάζανε. 1155 01:08:47,977 --> 01:08:51,383 Μετὰ την παράσταση με πήραν οἱ φίλοι και πήγαμε στην ταβέρνα 1156 01:08:51,383 --> 01:08:53,034 να γιορτάσουµε τη δόξα µου. 1157 01:08:53,321 --> 01:08:57,160 Γενήκαμε στουπί στο µεθύσι κ᾿ είπαμε σωρό καρίπικα τραγούδια... 1158 01:08:57,699 --> 01:08:59,725 Τα ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι... 1159 01:09:00,044 --> 01:09:02,813 Πατούσα στα νύχια, για να μη με μυριστεί η Ξανθίππη. 1160 01:09:03,033 --> 01:09:06,672 Μα που ! Τινάχτηκε απάνου κι άρχισε τον αναβαλλόμενο... 1161 01:09:07,091 --> 01:09:12,003 «Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις είμαι ο μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ όλο τὸν... κόσµο 1162 01:09:12,286 --> 01:09:14,269 (έτσι το λεγα, για να την καλμάρω). 1163 01:09:14,269 --> 01:09:16,941 Και συ, που μ᾿είχες του µπάτσου και του κλώτσου !... 1164 01:09:16,941 --> 01:09:18,823 Μ’ ανεβάσανε στο θέατρο...» 1165 01:09:20,355 --> 01:09:24,691 Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο κ᾿ύστερις για πρώτη φορά στη ζωή της 1166 01:09:24,691 --> 01:09:27,657 μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε και μού πε: «χρυσό µου !» 1167 01:09:29,519 --> 01:09:34,271 Ὡς το πρωί µετάνιωσε : «Κοίταξε να βρείς καμιά δουλειά᾿να διοριστείς... 1168 01:09:34,271 --> 01:09:37,963 και ναν τ᾽ αφήσεις αφτά... Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !» 1169 01:09:40,779 --> 01:09:44,045 ᾿Αφτα που σας διηγήθηκα δε γινόντανε κάθε µέρα τα ίδια. 1170 01:09:44,246 --> 01:09:46,962 Τις περισσότερες φορές κοίταγα να φέβγω από τον κόσμο... 1171 01:09:47,202 --> 01:09:51,788 να κατεβαίνω στη θάλασσα την πολύμορφη και χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ 1172 01:09:52,552 --> 01:09:57,107 να πέφτω µέσα, να την αγκαλιάζω και να πηγαίνω βαθιά... πολύ βαθιά 1173 01:09:57,107 --> 01:09:59,317 συντροφιά με τις Νεράιδες και τους Τρίτωνες. 1174 01:09:59,847 --> 01:10:02,534 να κυλιέμαι κατόπι στην πυρωμένην αμμουδιά, 1175 01:10:02,534 --> 01:10:04,666 να ξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στον ήλιο 1176 01:10:04,666 --> 01:10:08,066 και να τόνε χορέβω σαν τόπι πανου στην τουρλωτή κοιλιά µου... 1177 01:10:08,528 --> 01:10:13,173 Έπαιρνα το λοιπόν τ' απόμερα σοκάκια και τραβούσα τοίχο τοίχο στις Ιτωνίδες Πύλες. 1178 01:10:13,750 --> 01:10:17,090 Εκεί στεκόµουνα στο να µου ποδάρι κι έβγαζα το να τσαρούχι 1179 01:10:17,090 --> 01:10:20,238 κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα το δεύτερο τσαρούχι. 1180 01:10:20,635 --> 01:10:24,614 Τά σφιγγα και τα δυο κάτου στην ἁμασκάλη -- για να μη λιώνουν οι σόλες άδικα, -- 1181 01:10:24,614 --> 01:10:27,962 κ᾿ εν δυο, εν δυο κατέβαινα στο Φάληρο. 1182 01:10:28,375 --> 01:10:31,102 Καμιά φορά μου τύχαινε να πατήσω καμιά μαγαρισιά 1183 01:10:31,102 --> 01:10:36,039 (γιοµάτες οἱ συνοικίες και τα σοκάκια !). «Μα τὸν Κύνα !» μουρμούριζα. 1184 01:10:36,474 --> 01:10:40,164 «Καλύτερα να πατάς µαγαρισιές, παρά να σκοντάβεις ὅλη µέρα 1185 01:10:40,164 --> 01:10:44,438 πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες, «”Έλληνες Ἑλλήνων” !» 1186 01:10:54,492 --> 01:11:03,165 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ 1187 01:11:07,966 --> 01:11:10,078 Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας... 1188 01:11:10,078 --> 01:11:12,541 Καιρός να σας εξηγήσω και τη φιλοσοφία μου... 1189 01:11:12,907 --> 01:11:16,033 Τι κατσουφιάζετε ;... Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ; 1190 01:11:16,200 --> 01:11:18,098 Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα. 1191 01:11:18,098 --> 01:11:21,115 Άξαφνα,το πως μου ρίχτηκε κάποτες ή Θεοδότη... 1192 01:11:21,516 --> 01:11:23,232 Μα δε με παίρν' η ώρα. 1193 01:11:23,535 --> 01:11:27,510 Ανάγκη, πριν πεθάνω,να μαθεφτεί, πως ο Σωκράτης είχε καταλάβει 1194 01:11:27,510 --> 01:11:30,182 τα σφάλματα της διδασκαλίας του και μετάνιωσε... 1195 01:11:31,480 --> 01:11:36,165 Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως δε γουστάρω τάχα τις γυναίκες, - εγώ ! 1196 01:11:36,553 --> 01:11:37,792 Και πικαρίστηκε. 1197 01:11:38,210 --> 01:11:39,985 Τό βαλε πείσμα να με καταφέρει. 1198 01:11:40,433 --> 01:11:43,837 Με καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της να συζητάμε φιλοσοφία. 1199 01:11:43,837 --> 01:11:46,389 Κι όλο τύχαινε να λούζεται, ν' αλείφεται 1200 01:11:46,389 --> 01:11:49,594 και να προβάρει γυμνή μπροστά μου τους νέους χορούς της. 1201 01:11:49,839 --> 01:11:53,119 «Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε, «δεν παρεξηγείς»... 1202 01:11:53,801 --> 01:11:59,072 Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα για να ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της 1203 01:11:59,072 --> 01:12:02,498 κ' ενώ ζεστός και φωτεινός ο κόρφος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα, 1204 01:12:02,498 --> 01:12:05,359 της μιλούσα για την αθανασία της ψυχής. 1205 01:12:05,844 --> 01:12:07,784 Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση και μου λεγε : 1206 01:12:07,784 --> 01:12:10,776 «Ξέρω σωστούς εξηνταεννιά τρόπους να κάνω τον έρωτα». 1207 01:12:11,300 --> 01:12:15,186 Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή. «Τι έχεις;» με ρωτούσε. 1208 01:12:15,791 --> 01:12:18,384 «Κοιτάω να βρω, ποιός από τους ἑξηνταεννιά σου τρόπους 1209 01:12:18,384 --> 01:12:21,573 είναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»... 1210 01:12:22,283 --> 01:12:25,111 Φωνές: «Ποιός είναι; Ποιός είναι;» 1211 01:12:26,310 --> 01:12:29,048 Βλέπετε, πως χρειάζεται να ξέρουμε και φιλοσοφία : 1212 01:12:29,332 --> 01:12:32,559 Έτσι κ' η Θεοδότη, σαν κ' εσας, με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε... 1213 01:12:32,559 --> 01:12:33,808 «ποιός είναι :» 1214 01:12:33,965 --> 01:12:36,033 Ώσπου μιὰ µέρα, για να γλυτώσω, της λέω : 1215 01:12:36,033 --> 01:12:39,742 «Ο τρόπος αφτός είναι νὰ... δείρεις πρώτα δίχως λύπηση τη γυναίκα 1216 01:12:39,742 --> 01:12:43,082 και κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας στο πάτωµα και τρέμει σύγκορμη, 1217 01:12:43,082 --> 01:12:44,518 να τὴν αναποδογυρίζεις...» 1218 01:12:44,961 --> 01:12:49,155 Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου και µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της 1219 01:12:49,155 --> 01:12:51,881 μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε». 1220 01:12:53,112 --> 01:12:55,690 Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχά γιὰ να σας πειράξω. 1221 01:12:56,202 --> 01:12:58,865 Θέλησα και με τρὀπο να σας µπάσω στη φιλοσοφία µου... 1222 01:12:59,534 --> 01:13:00,992 Πάλε κατσουφιάζετε : 1223 01:13:01,279 --> 01:13:03,948 Έλληνες αρχαίοι καὶ να φοβόσαστε τη σκέψη Ι... 1224 01:13:04,331 --> 01:13:06,822 'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί» 1225 01:13:06,822 --> 01:13:09,486 σαν κ᾿ εσάς δεν πάει να πονοκεφαλιάζετε. 1226 01:13:10,085 --> 01:13:14,255 Μ’ όσο κέφι μου περισσέβει, θα κοροϊδέψω τώρα και τη φιλοσοφία µου. 1227 01:13:14,744 --> 01:13:17,504 Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θα µισοκαταλάβετε, 1228 01:13:17,504 --> 01:13:20,794 πως αν δεν ὑπάρχει στις ερωτοδουλειές απόλυτον «είδος», 1229 01:13:20,794 --> 01:13:23,791 άλλο τόσο δεν ὑπάρχει και στα «υψηλά ζητήματα». 1230 01:13:24,740 --> 01:13:27,030 Και πρώτα πρώτα δεν είμαι φιλόσοφος. 1231 01:13:27,413 --> 01:13:29,553 Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα», 1232 01:13:29,804 --> 01:13:34,297 λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες, μὲ πολυελαίους, μ’ Άγιο Βήμα 1233 01:13:34,297 --> 01:13:35,732 κι άδυτα των αδύτων. 1234 01:13:36,203 --> 01:13:39,037 Είχα βρει μοναχά μιὰ δικιά µου «μέθοδο» σκέψης. 1235 01:13:39,510 --> 01:13:42,393 Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό και σκανταλιάρικο, 1236 01:13:42,393 --> 01:13:45,525 μού δωσε πιστοποιητικό σοφού κι ὄχι φιλοσόφου. 1237 01:13:45,976 --> 01:13:49,290 Καὶ δε με σύγκρινε με τον τρανό τον Πυθαγόρα, τον Εμπεδοκλή 1238 01:13:49,290 --> 01:13:53,925 τον Αναξαγόρα και τόσους άλλους, μα με το Σοφοκλή και τον ᾿Εβριπίδη 1239 01:13:54,189 --> 01:13:55,724 -- με δυο ποιητάδες ! 1240 01:13:56,363 --> 01:13:59,616 Φαίνεται, ήθελε να ρεζιλέψει κι αφτουνούς, ομολογώντας, 1241 01:13:59,616 --> 01:14:02,574 πως ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου το «τίποτα», 1242 01:14:02,574 --> 01:14:06,776 κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στην ίδια σειρά με δυο φημισμένους «αερολόγους» 1243 01:14:06,776 --> 01:14:09,415 -- κείνοι της καρδιάς κ᾿ εγώ του στοχασμού. 1244 01:14:10,575 --> 01:14:13,291 ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε φιλόσοφο, 1245 01:14:13,537 --> 01:14:16,228 μα «δάσκαλε» και «κύριε πρὀεδρε». 1246 01:14:18,431 --> 01:14:23,460 Ο θείος Καπνός των Δελφών, που με ρεκλαμάρισε σε ὅλον το κόσµο για σοφότατο, 1247 01:14:23,460 --> 01:14:26,659 δεν αστειεβότανε. Ηθελε να με στραβώσει. 1248 01:14:26,659 --> 01:14:29,637 να μὲ κάνει να πιστέψω, πως είχα βρει την Αλήθεια, 1249 01:14:29,858 --> 01:14:32,646 για να μην την αναζητώ και την πετύχω καμιά μέρα, 1250 01:14:32,944 --> 01:14:34,907 -- Φοβότανε το µεγάλο μυαλό µου. 1251 01:14:35,477 --> 01:14:38,091 Δε συφέρνει και στους αθάνατους Αφέντες 1252 01:14:38,091 --> 01:14:40,688 να µαθαίνουνε την αλήθεια τὰ ζωντανά της γης. 1253 01:14:40,906 --> 01:14:45,017 Και σαν είδε, πως άρχισα να τηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό· 1254 01:14:45,442 --> 01:14:50,397 έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας και σας φλόμωσε για να με σκοτώσετε... 1255 01:14:51,502 --> 01:14:56,378 Αν όμως ο Λοξίας τό πε στα σοβαρά, πὼς είμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια, 1256 01:14:56,378 --> 01:15:00,615 πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν ο, τι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς : 1257 01:15:01,016 --> 01:15:02,926 ο πρώτος κοροϊδεφτής. 1258 01:15:06,249 --> 01:15:10,361 Όταν ακόμα παιδί μυξιάρικο χάζεβα στην αγορά κι άκουα τοὺς μεγάλους, 1259 01:15:10,361 --> 01:15:14,595 παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες 1260 01:15:14,595 --> 01:15:16,354 κι όλες φαινόντανε σωστές. 1261 01:15:16,772 --> 01:15:20,269 Οἱ σοφιστάδες υποστηρίζανε καθαρά, πως είναι και σωστές. 1262 01:15:20,810 --> 01:15:24,108 Στην αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου κι αργότερα με το γινωμένο 1263 01:15:24,108 --> 01:15:26,970 προσπαθούσα να βρίσκω πάντοτε μια μοναδική γνώμη, 1264 01:15:26,970 --> 01:15:30,133 που νά ναι σε κάθε περίσταση και για όλους υποχρεωτικὴ, 1265 01:15:30,133 --> 01:15:34,710 δηλαδή παντοτινή κι ανάλλαγη, πάνου από καιρούς και τόπους κι ανθρώπους, 1266 01:15:34,980 --> 01:15:36,018 -- απόλυτη. 1267 01:15:36,483 --> 01:15:40,380 Θά πρεπε νά χει κάτι το θεϊκό µέσα της, νά ναι «ιδέα». 1268 01:15:40,789 --> 01:15:43,233 Και για ναν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε καθόλου 1269 01:15:43,233 --> 01:15:47,031 να ψάχνουµε στον όξω κόσμο, πού ναι διαβατικός και ψέφτικος, 1270 01:15:47,031 --> 01:15:50,258 μὰ µέσα στην ψυχή µας, πού ναι κι άυλη κι αθάνατη. 1271 01:15:51,128 --> 01:15:55,237 στα βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες οι ιδέες - αλήθειες 1272 01:15:55,237 --> 01:15:58,394 κάτου από σκουριά πολλή, που τηνε σωριάζουνε µέσα της 1273 01:15:58,394 --> 01:16:01,682 οι αἴστησες - αποθυμιές κ᾿ οι αποθυμιές - συφέρα. 1274 01:16:02,281 --> 01:16:06,280 Για να την ξεσύρουµε λοιπόν στο φως της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα. 1275 01:16:06,632 --> 01:16:08,910 Χρειαζότανε μαστοριά μαμής. 1276 01:16:09,086 --> 01:16:11,908 Και γίνηκα με τα χρόνια μαμή της πολιτείας. 1277 01:16:12,394 --> 01:16:15,758 Έπιανα τις ψυχές των ανθρώπων, τις μάλαζα με τρόπο 1278 01:16:15,758 --> 01:16:18,917 κ'΄ έχωνα στην ανάγκη µέσα τους τὴ χερούκλα µου και τὶς κουτάλες 1279 01:16:18,917 --> 01:16:20,240 για να βγάλω το μωρό. 1280 01:16:20,522 --> 01:16:23,576 Ξεγεννούσα τις αλήθειες, ω άντρες Αθηναίοι, 1281 01:16:23,576 --> 01:16:28,322 γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός και θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο. 1282 01:16:28,679 --> 01:16:29,694 Γιατί ; 1283 01:16:30,166 --> 01:16:34,184 Ζουλώντας και µαλάζοντας τις ψυχές, για να φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία, 1284 01:16:34,184 --> 01:16:36,615 τις ἕκανα και ξερνούσανε τη σκουριά τους : 1285 01:16:37,180 --> 01:16:40,512 Θεός, Αγαθό, Δικαιοσύνη, Πατρίδα κι ᾽Ομορφιά 1286 01:16:40,512 --> 01:16:44,394 κι όλα τα ρέστα που δεν είναι μήτε πρώτες αρχές μήτε κ᾿ έσχατοι σκοποί· 1287 01:16:44,394 --> 01:16:47,251 μήτε χαρίσματα των θεών μήτε κατορθώματα του νου, 1288 01:16:47,476 --> 01:16:52,142 μα πλάσματα καιρικά, με νόηµα τρεχούμενο κι άπιαστο, µέσα ταπεινά, 1289 01:16:52,142 --> 01:16:56,211 που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα στραβώνει τους ὑποταχτικούς της 1290 01:16:56,211 --> 01:16:57,579 και πνίγει την ψυχή τους. 1291 01:16:57,885 --> 01:17:00,495 Οi ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους που διατάζουνε, 1292 01:17:00,495 --> 01:17:02,391 και σε κείνους που κάνουνε θελήματα· 1293 01:17:02,391 --> 01:17:04,874 σε κείνους που κάθονται, και σε κείνους που μοχτάνε· 1294 01:17:04,874 --> 01:17:08,566 σε κείνους που βλέπουνε, και σε κείνους που φοράνε κλάπες στα μάτια: 1295 01:17:08,566 --> 01:17:10,679 σε χορτάτους και σε κορόιδα. 1296 01:17:11,055 --> 01:17:14,318 Η ζωή µας µπλέκεται μιας αρχής µέσα στα δίχτια, 1297 01:17:14,318 --> 01:17:16,235 που μας είναι στηµένα, πριν γεννηθούμε. 1298 01:17:16,455 --> 01:17:19,099 Μωρά στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό, 1299 01:17:19,099 --> 01:17:23,000 µαθαίνουµε, χωρίς νὰν το ρωτᾶμε, ποιό ναι το καλό και το κακό, 1300 01:17:23,267 --> 01:17:25,073 --- «το του κρείττονος συμφέρον». 1301 01:17:25,665 --> 01:17:28,980 Δεκαεφτάρικα παληκαράκια μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή 1302 01:17:28,980 --> 01:17:32,141 δίνουμε συγκινηµένα με βραχνή λαλιά πετειναριών 1303 01:17:32,141 --> 01:17:36,899 τον όρκο στα μεγάλα Χρέη κ᾿ Ιδανικά, ---«το του κρείττονος συμφέρον». 1304 01:17:37,591 --> 01:17:41,312 Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό και πάρουμε ψήφο, τα ίδια θ᾿ακούμε 1305 01:17:41,312 --> 01:17:45,717 -- και θα λέμε -- στην αγορά, στα δικαστήρια, στις λαοσύναξες, στα θέατρα 1306 01:17:45,862 --> 01:17:47,985 --«το του κρείττονος συμφέρον». 1307 01:17:48,301 --> 01:17:51,582 Κι αφού μικροὶ και μεγάλοι και χτες και σήμερα και άβριο 1308 01:17:51,582 --> 01:17:57,712 τα ίδια πιστέβουν όλοι, θα πει, πως είναι νόμοι «ουρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες». 1309 01:17:58,665 --> 01:18:02,462 Έτσι τραβάμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε, τη µοιραία µας στράτα, 1310 01:18:02,462 --> 01:18:06,418 δεμένοι συναµεταξύ µας και βέβαιοι πως το συφέρο του «κρείττονος» 1311 01:18:06,418 --> 01:18:07,933 είναι δικό µας συφέρο. 1312 01:18:08,218 --> 01:18:10,866 Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί 1313 01:18:11,066 --> 01:18:13,946 συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε παρὰ να τιμωρούμε ! 1314 01:18:14,175 --> 01:18:18,505 Κι αν άξαφνα κανείς απόκοτος χυμούσε με το μαχαίρι να ξεκοιλιάσει το Λύκο, 1315 01:18:18,505 --> 01:18:23,062 θα βάζαμε μπροστά τις ψυχές και τα κορµιά µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά. 1316 01:18:23,515 --> 01:18:26,616 Κι αν τό φερνε ποτές η κατάρα να μας λείψει ὁ Λύκος, 1317 01:18:26,616 --> 01:18:30,223 θα τρέχαμε να βρούμε άλλονε χειρότερο, για να μας τρώει. 1318 01:18:32,158 --> 01:18:34,839 Τέτιες αλήθειες έβγαζα από την ψυχή του Κοπαδιού. 1319 01:18:35,000 --> 01:18:39,271 Αλήθειες, που με τον καιρό και τη συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα 1320 01:18:39,271 --> 01:18:41,717 πιο δυνατά κι από την πείνα κι από τον έρωτα. 1321 01:18:42,411 --> 01:18:45,556 Μὲ την ίδια µαμικη μπορούσα να βγάνω από τὶς ψυχές 1322 01:18:45,556 --> 01:18:48,086 -- μιὰ κι αρχίσανε να με παίρνουνε για παντογνώστη, -- 1323 01:18:48,086 --> 01:18:52,126 και πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους, όπως οἱ Κινέζοι κομπογιαννίτες 1324 01:18:52,126 --> 01:18:54,563 βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια των Μεγαριτών. 1325 01:18:54,988 --> 01:18:58,613 Τα σκουλήκια, θα μου πείτε, τα βλέπεις πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις. 1326 01:18:58,839 --> 01:19:02,706 Μὰ τὶς ιδέες ; ᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι, 1327 01:19:02,706 --> 01:19:05,437 πρώτα τις πιστέβεις κ᾿ ύστερα τις βλέπεις. 1328 01:19:05,861 --> 01:19:10,150 Όταν άξαφνα καμιά δαιμονοπαρμένη γριά ξεφωνίσει μες στην εκκλησιὰ 1329 01:19:10,150 --> 01:19:15,507 δείχνοντας ψηλά τὸν Άγιον Άλφα : «Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοήµατα !», 1330 01:19:15,507 --> 01:19:19,705 ούλες οἱ άλλες μαζί και βλέπουνε με τα μάτια τους το σάλεμα, 1331 01:19:19,705 --> 01:19:21,396 τα δάκρυα καὶ τα νοήματα 1332 01:19:21,396 --> 01:19:24,355 κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιά και τη φοβέρα του. 1333 01:19:25,130 --> 01:19:26,743 Αφτό ναι θάµα, βέβαια. 1334 01:19:26,922 --> 01:19:31,242 Μὰ το πιο συνειθισµένο θάµα γίνεται σα βάζεις μοναχός μες στην ψυχή σου 1335 01:19:31,242 --> 01:19:32,574 κείνο που θες να βρεις. 1336 01:19:32,574 --> 01:19:36,018 Και κατόπι σκάβοντας με τα νύχια της λογικής το βρίσκεις, 1337 01:19:36,018 --> 01:19:37,293 όπως τό θελες. 1338 01:19:38,055 --> 01:19:41,523 Οἱ παλιοί θεομπαίχτες θάβανε στη ρίζα κανενού κυπαρισσιού 1339 01:19:41,636 --> 01:19:44,807 η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα κ᾿ ύστερα βλέπαν όνειρο, 1340 01:19:44,807 --> 01:19:47,822 πως σε κείνο το μέρος κοίτεται χρόνια θαμένος ο «άγιος» 1341 01:19:47,822 --> 01:19:49,057 και φωνάζει να βγει. 1342 01:19:49,454 --> 01:19:53,203 Και ξεσηκώνοντας το χωριό με κεριά και λιβάνια πηγαίναν εκεί, 1343 01:19:53,203 --> 01:19:55,571 τόνε ξεθάβανε και μοσκοβολούσε ο τόπος ! 1344 01:19:56,077 --> 01:20:00,541 Και χτιζότανε παρεκκλήσι και γεµίζαν οι δίσκοι με δεκάρες και τα πιθάρια με λάδι 1345 01:20:00,541 --> 01:20:04,905 κι άγιαζε κι ο θεομπαίχτης σαν «όργανο θείας εκλογής». 1346 01:20:06,742 --> 01:20:10,600 Με τέτιες θαυματουργίες στερέωνα τη βασιλεία των Οραμάτων 1347 01:20:10,600 --> 01:20:12,739 στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος. 1348 01:20:12,739 --> 01:20:16,400 Στράβωνα το Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα το καθεστός της ᾽Αδικίας, 1349 01:20:16,400 --> 01:20:17,704 σύμφωνα με το αξίωμα : 1350 01:20:17,843 --> 01:20:21,234 «όσο πιο στραβό το Κορόιδο, τόσο πιο ντρέτα πορπατεί». 1351 01:20:22,508 --> 01:20:24,740 δεν έπρεπε λοιπόν να με σκοτώσετε. 1352 01:20:25,056 --> 01:20:29,321 Θάρτουν άλλοι καιροί που οι «κρείττονες» θα πλερώνουν ακριβά τοὺς κομπογιαννίτες 1353 01:20:29,321 --> 01:20:32,405 όχι να βγάζουνε, μα να βάνουνε σκουλήκια 1354 01:20:32,405 --> 01:20:34,705 μέσα στο μυαλό και στη ψυχή των Μεγαριτών 1355 01:20:34,705 --> 01:20:38,936 και να κάνουνε θάµατα να µαθαίνουνε στα παιδιά και στοὺς μεγάλους, 1356 01:20:38,936 --> 01:20:46,180 πὼς «πατρός τε και μητρός κτλ., τιμιώτερον και αγιώτερόν εστιν η εκμετάλλευσις». 1357 01:20:46,843 --> 01:20:49,705 Έτσι βυθισμένος ὁ λαός µέσα σε γαλάζια καταχνιά, 1358 01:20:49,705 --> 01:20:52,140 στην ανυπαρξία της σκέψης και της θέλησης, 1359 01:20:52,140 --> 01:20:56,292 δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του, το μυαλό του και τα χέρια του. 1360 01:20:56,482 --> 01:21:01,591 Η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψήλος, πιασμένη σε χορό με τις αιώνιες ουσίες, 1361 01:21:01,591 --> 01:21:05,267 τρέμει να την αγγίξουν οι νόμοι της φύσης και των ανθρώπων : 1362 01:21:05,267 --> 01:21:07,446 ασκήμια, σχετικότητα και φθορά ! 1363 01:21:07,979 --> 01:21:11,712 το σώμα στέκει καρφωμένο στη λάσπη κ᾿ η ψυχή πάντοτες λείπει... 1364 01:21:11,902 --> 01:21:16,897 Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται. Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη. 1365 01:21:17,667 --> 01:21:22,193 Με το κεντρί της φιλοσοφίας µου χτυπώντας τους απλοικούς στη ραχοκοκαλιά 1366 01:21:22,193 --> 01:21:25,874 τους παραλυούσα κ᾿ έτσι ασφάλιζα το χαροκόπι των έξυπνων. 1367 01:21:26,071 --> 01:21:28,479 Τι σας ήρτε λοιπόν και με σκοτώσατε ; 1368 01:21:29,732 --> 01:21:33,344 Βλέπω τις πολιτείες του µέλλοντος, ω άντρες ᾿Αθηναίοι ! 1369 01:21:33,626 --> 01:21:36,605 Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο και τη βλακεία· 1370 01:21:36,989 --> 01:21:40,718 χρυσώνουνε και ταγίζουνε κουκουνάρι και καρύδια τους κομπογιαννίτες, 1371 01:21:40,718 --> 01:21:43,649 που ξεγελάνε το λαό να καταφρονάει την ύλη 1372 01:21:43,824 --> 01:21:47,797 και να προσµένει την ανταπόδοση στον... «κόσμο του πνεύματος !». 1373 01:21:50,222 --> 01:21:54,928 Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα και στην κριτική των δημόσιων αντρών. 1374 01:21:55,258 --> 01:21:58,879 Κι αφτοὶ για να με ξεκάνουνε μια και καλή με βγάλαν άθεο. 1375 01:21:59,415 --> 01:22:01,404 Ο Σωκράτης κοροϊδέβει τους θεούς 1376 01:22:01,404 --> 01:22:04,456 κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους ενάντια στην πολιτεία. 1377 01:22:04,995 --> 01:22:08,014 Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοί από την Αθήνα 1378 01:22:08,014 --> 01:22:11,860 κι αφήσανε το βράχο της ᾿Ακρόπολης και την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας 1379 01:22:11,860 --> 01:22:13,900 στα νύχια και στα δόντια των Ἓρυννύων. 1380 01:22:14,620 --> 01:22:18,483 Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι και κατάστρεφε τη σπορά 1381 01:22:18,483 --> 01:22:22,230 κι αν έπεφτε στάχτη στα γεννήματα, φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια, 1382 01:22:22,230 --> 01:22:24,468 μελίγκρα στα κουκιά και στα φασόλια· 1383 01:22:24,778 --> 01:22:30,226 κι αν ερήμαζε βλογιά τις όρνιθες, άφτρα τις γελάδες, σαρατζάς τ᾽ αλόγατα 1384 01:22:30,226 --> 01:22:35,021 κι αν έπιανε φωτιά σε κανένα µαχαλὰ κ᾿ έμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά 1385 01:22:35,021 --> 01:22:38,873 κι αν εβαστούσε δυο τρεις βδομάδες η φουρτούνα στη Μαβροθάλασσα 1386 01:22:38,873 --> 01:22:43,137 και ποδίζανε τα καΐκια με το σιτάρι και την παλαμίδα και πεινούσε ὁ κόσμος· 1387 01:22:43,137 --> 01:22:47,748 κι αν ἑρχότανε το θλιβερό µαντάτο, πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας» 1388 01:22:47,748 --> 01:22:50,501 στην άκρη της γης και μαβροφορούσαν οι µανάδες 1389 01:22:50,501 --> 01:22:52,108 -- ποιός έφταιγε ; 1390 01:22:52,473 --> 01:22:54,658 Ποιός άλλος από τους άθεους ! 1391 01:22:54,814 --> 01:22:57,951 Αν δεν είχα πεισµώσει τους αθάνατους με τη φιλοσοφία µου 1392 01:22:58,167 --> 01:23:01,186 θα μας στέλνανε την πανούκλα του 430 π.χ.; 1393 01:23:01,532 --> 01:23:03,939 Μα τότες εγώ δε φιλοσοφούσα ! 1394 01:23:04,123 --> 01:23:08,318 Αν ο γιός του Κλεινία με την παρέα του δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων 1395 01:23:08,318 --> 01:23:11,315 αντίς να σπάσονε τα δικά σας, που μου θέλατε µεγαλεία, 1396 01:23:11,315 --> 01:23:13,588 θα παθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας ; 1397 01:23:13,914 --> 01:23:17,941 Κι αν οἱ στρατηγοί των Αργινουσών δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν 1398 01:23:17,941 --> 01:23:21,691 η Νέμεση τα πέλαγα, για να μην µπορέσουνε να µαζέψουνε τους πνιµένους ; 1399 01:23:22,514 --> 01:23:25,065 Κ’ επειδής εγώ τους αθώωσα, θυμάστε ; 1400 01:23:25,359 --> 01:23:28,725 ανοίξαν οι ουρανοί να ρίξουνε ζεματιστό νερό να μας κάψουνε 1401 01:23:29,081 --> 01:23:33,022 μα... λυπηθήκαν (οι ουρανοί !) τους Τριάντα Τυράννους !... 1402 01:23:33,780 --> 01:23:36,467 Να λοιπόν ποιοί φταίγανε για όλα τα ζαβά, 1403 01:23:36,467 --> 01:23:40,006 καθὼς σας υποσκέθηκα να σας το εηγήσω πρωτύτερα 1404 01:23:42,226 --> 01:23:44,392 Έτσι με την αθεία µου και την προδοσιά µου 1405 01:23:44,392 --> 01:23:47,208 φελούσα με το παραπάνου την Πατρίδα και τη θρησκεία... 1406 01:23:47,391 --> 01:23:50,633 όσους θρέφονται από τα µαστάρια των μεγάλων αφτών ιδεών ! 1407 01:23:50,999 --> 01:23:54,900 Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι φορτώνανε στην πλάτη µου 1408 01:23:54,900 --> 01:23:59,312 κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία, κάθε ζημιά των φυσικών στοιχείων, 1409 01:23:59,312 --> 01:24:01,573 όλες τις αναποδιές της Μοίρας ! 1410 01:24:02,191 --> 01:24:05,529 Όταν εγώ λείψω, θα ψάξουνε να βρούνε κάποιον άλλο Σωκράτη 1411 01:24:05,642 --> 01:24:09,181 να τόνε βαφτίσουνε µέσα στην άγια κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης 1412 01:24:09,181 --> 01:24:10,773 άθεο και προδότη. 1413 01:24:11,092 --> 01:24:14,294 Τους χρειάζεται να τον πετάνε στα δόντια του µανιασµένου πλήθους 1414 01:24:14,294 --> 01:24:17,908 για εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά, που θαν τα βρίσκουνε σκούρα. 1415 01:24:18,478 --> 01:24:22,946 Δε θα μπορούσε να ζήσει μηδέ μια στιγμή και το κοπάδι χωρίς Λύκους 1416 01:24:22,946 --> 01:24:25,687 κ οι Λύκοι χωρίς άθεους και προδότες. 1417 01:24:28,173 --> 01:24:30,617 Όλοι γκρινιάζετε πως χάλασε ο κόσμος. 1418 01:24:31,056 --> 01:24:33,415 Ποιός κόσµος ; τα βουνά κι ο οὐρανός ; 1419 01:24:33,761 --> 01:24:35,433 Φόβο δεν έχουνε ! 1420 01:24:35,696 --> 01:24:36,919 Οι δυο τρεις άθεοι ; 1421 01:24:37,289 --> 01:24:39,759 Τους κόβετε και σιάζουν αμέσως τα πράματα. 1422 01:24:40,187 --> 01:24:43,688 Να τος ο κόσμος, η αφεντιά σας, ω άντρες ᾿Αθηναίοι ! 1423 01:24:44,170 --> 01:24:49,486 Όλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα : φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων, 1424 01:24:49,486 --> 01:24:53,790 αγάπη του καλού κι αντρισμός, σέπονται ψοφίµια τούμπανα 1425 01:24:53,790 --> 01:24:57,190 µέσα στο Βάραθρο, συντροφιά των σκοτωμένων σκλάβων. 1426 01:24:57,894 --> 01:25:02,215 Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία, να τὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας, 1427 01:25:02,215 --> 01:25:05,451 -- «το µέσα πλούτος» ! -- που σας ὁδηγάνε ψηλά. 1428 01:25:05,983 --> 01:25:09,811 Κ' ύστερα βγήκε το δικό µου το δαιμόνιο («καινό δαιμόνιο») 1429 01:25:09,811 --> 01:25:14,139 να ξαναζωντανέψει τα ψοφίµια φυσώντας με το καλάμι της φιλοσοφίας 1430 01:25:14,139 --> 01:25:16,609 µέσα στην κοιλιά τους το «πνέβμα της αληθείας», 1431 01:25:16,609 --> 01:25:19,741 για ναν τα στήσει καθάριες ιδέες, απείραχτες 1432 01:25:19,741 --> 01:25:23,223 απ᾿του καιρού και των ανθρώπων τα καμώματα,µέσα στον άπειρο Νού ! 1433 01:25:23,720 --> 01:25:25,669 Τα τυφλά κινήματα της ψυχής, 1434 01:25:25,669 --> 01:25:28,676 άμα πιάσεις ναν τα κάνεις προστάγµατα του λογικού, 1435 01:25:28,676 --> 01:25:32,073 δηλαδή ναν τα µεταφέρεις από τὴν ασύνειδη μίμηση και συνήθεια 1436 01:25:32,073 --> 01:25:35,694 στη φωτισμένη σκέψη και βούληση, πάει τα σκότωσες. 1437 01:25:36,055 --> 01:25:37,858 Όμως κ' έτσι σας ὠφελούσα. 1438 01:25:38,115 --> 01:25:41,412 Μια και τις «μεγάλες ουσίες» τις αφήνετε νὰν τις ροκανᾶνε 1439 01:25:41,412 --> 01:25:43,701 οι ποντικοί των λαγουμιών και των αποπάτων, 1440 01:25:43,940 --> 01:25:47,814 εγώ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει να γελάτε και να καµαρώνετε 1441 01:25:47,814 --> 01:25:50,925 γι' αφτό νομίζοντας, πὼς ὁ πιο φανερός μπαγαμπόντης 1442 01:25:50,925 --> 01:25:52,893 είναι και πιο ξυπνός Αθηναίος ! 1443 01:25:53,352 --> 01:25:56,635 Σας µάθαινα για το συφέρο σας να τιμάτε τ᾿ όνοµά τους 1444 01:25:56,635 --> 01:25:59,809 και να λιβανίζετε τον ήσκιο τους μπροστά στις γυναίκες, τα παιδιά 1445 01:25:59,809 --> 01:26:03,341 και τους σκλάβους, για να μην παίρνουν αέρα και κατεβούνε καμιὰ µέρα 1446 01:26:03,341 --> 01:26:05,616 στην πιάτσα και κάνουνε χειρότερ᾽ από σας ! 1447 01:26:06,289 --> 01:26:09,498 Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε και να παρανομείτε 1448 01:26:09,498 --> 01:26:11,506 στ᾽ όνομα των θεών και των νόμων ! 1449 01:26:12,455 --> 01:26:14,652 ΄Όλα που ναν τα θυμάμαι τώρα ! 1450 01:26:14,754 --> 01:26:18,444 Μα δεν ξεχνώ, πως εσύ κ᾿ εσύ και τούτος και κείνος... 1451 01:26:18,444 --> 01:26:21,563 ούλοι σας είσαστε σύμφωνοι σ᾿ ο,τι σας έλεγα 1452 01:26:21,563 --> 01:26:25,389 και σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστά στην Κουκουβάγια και στο Μώμο. 1453 01:26:25,697 --> 01:26:28,380 Τρεις μοναχά κουβέντες µου φτάνουνε να δείξουνε, 1454 01:26:28,380 --> 01:26:30,386 πὀσο δούλεψα για το καλό της Πατρίδας, 1455 01:26:30,386 --> 01:26:33,498 για το χωρισμό των πολιτών σε χορτάτους και σε κορόιδα. 1456 01:26:34,294 --> 01:26:37,672 α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας είναι αθάνατη ! 1457 01:26:37,953 --> 01:26:39,458 Υπάρχει λοιπόν ψυχή ! 1458 01:26:39,458 --> 01:26:42,981 Για χάρη της ὑπάρχουνε (πρέπει δηλαδή να υπάρχουνε) 1459 01:26:42,981 --> 01:26:45,792 κράτος -- νόµο, και παπάδες --- θεοί ! 1460 01:26:46,224 --> 01:26:48,485 η φοβέρα των θεών και των νόμων 1461 01:26:48,485 --> 01:26:50,735 μας συγκρατάει να μην κολάζουµε την ψυχή µας... 1462 01:26:50,735 --> 01:26:52,448 και να μην πηγαίνουμε φυλακή ! 1463 01:26:53,130 --> 01:26:58,657 Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος, δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοί μήτε παπάδες 1464 01:26:58,657 --> 01:27:00,265 μήτε κι αθάνατη ψυχή ! 1465 01:27:00,517 --> 01:27:03,194 Οι βασανισμένοι της ζωής πρέπει να πιστέβουµε, 1466 01:27:03,194 --> 01:27:06,026 πὼς θα χαρούμε και θα βασιλέψουμ’ αιώνια, 1467 01:27:06,026 --> 01:27:07,923 -- φτάνει να πεθάνουμε πρώτα ! 1468 01:27:08,193 --> 01:27:10,760 Δεν κάνει να παίρνουμε πίσου με τα χέρια µας 1469 01:27:10,760 --> 01:27:13,716 ο,τι μας παίρνουν οι αφέντες με τη δύναμη και με την πονηριά 1470 01:27:13,716 --> 01:27:17,455 -- δηλαδή με τα δικά µας τ᾽άρματα και με την ψήφο τη δικιά µας. 1471 01:27:17,973 --> 01:27:20,892 ᾿Αφτουνούς θαν τους τιμωρήσουν οι θεοί στον άλλο κόσµο. 1472 01:27:21,213 --> 01:27:24,838 θα βράζουνε µέσα στο καζάνι της πίσσας στον αιώνα τον άπαντα. 1473 01:27:25,410 --> 01:27:29,659 Αν τους τιμωρήσουμ’ εμείς, θα γίνουμε κακοί και τότε θα χάσουμε την ψυχή µας 1474 01:27:29,659 --> 01:27:31,906 και θα βράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! ! 1475 01:27:32,783 --> 01:27:38,965 β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου. 1476 01:27:39,354 --> 01:27:44,742 Γι αὐτό και της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα: «προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν αδικώ !» 1477 01:27:45,217 --> 01:27:48,415 Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα στον ἅμμο και στο νερό: 1478 01:27:48,415 --> 01:27:50,182 στις ψυχές των αδυνάτων ! 1479 01:27:50,572 --> 01:27:54,402 Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽ 1480 01:27:54,627 --> 01:27:59,141 όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυµώνει. 1481 01:27:59,574 --> 01:28:02,142 Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον ἑαφτό σου, 1482 01:28:02,142 --> 01:28:03,930 για ν᾿ αντισταθείς στην αδικία --- 1483 01:28:03,944 --> 01:28:06,221 και πιο πολύ ακόμα για ν᾿ αδικήσεις ! 1484 01:28:06,466 --> 01:28:10,004 Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. 1485 01:28:10,410 --> 01:28:13,674 ᾿Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. 1486 01:28:14,164 --> 01:28:17,335 Κι όχι µονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, 1487 01:28:17,335 --> 01:28:19,910 μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πὀ χεις : 1488 01:28:20,223 --> 01:28:23,973 νηστέβεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες· 1489 01:28:23,973 --> 01:28:28,390 μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τὸν αγέρα του δάσου και την κίνηση 1490 01:28:28,390 --> 01:28:33,084 κι αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο 1491 01:28:33,084 --> 01:28:35,019 για να πας στον παράδεισο, 1492 01:28:35,747 --> 01:28:37,707 «Ο πόνος ηθικοποιεί » 1493 01:28:38,493 --> 01:28:42,887 Ύψωνα λοιπόν μεσουρανίς για φλάμπουρο του κοπαδιού τη χαρά του πόνου. 1494 01:28:43,063 --> 01:28:45,231 Για όσους δεν µπορούνε να βαστάξουνε τον πόνο, 1495 01:28:45,231 --> 01:28:47,299 φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα· 1496 01:28:47,525 --> 01:28:51,136 χτίσανε παράµερες εκκλησιές της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης. 1497 01:28:51,400 --> 01:28:54,589 ᾿Ἔκεί μεσ᾽ αγοράζει καθένας πολύ φτηνά την τελειότητα, 1498 01:28:54,871 --> 01:28:56,934 δηλαδή τη λησμονιά του εαφτού του. 1499 01:28:58,221 --> 01:29:03,473 γ’) την ίδια γνώμη την είπα κι αλλιώς : «Ουδείς εκών κακός». 1500 01:29:03,912 --> 01:29:06,566 ᾿Αφτό θα πει : μην τιμωρείτε τους αδικητάδες 1501 01:29:06,566 --> 01:29:07,958 γιατί θαν τους... αδικησετε. 1502 01:29:08,350 --> 01:29:12,444 Είναι αθώοι ! Δεν ξέρουν ότι, κάνουνε κακό ! Υπομονή ! 1503 01:29:12,833 --> 01:29:15,382 Άμα τοὺς διδάξουµε τι είναι καλό και κακό, 1504 01:29:15,382 --> 01:29:18,268 θα λείψουν από τον κόσμο κάκητα κι αδικεμός 1505 01:29:18,268 --> 01:29:19,959 και θα βασιλέψ᾽ η καλοσύνη... 1506 01:29:20,453 --> 01:29:21,941 Χρειάζονται σκολειά. 1507 01:29:21,941 --> 01:29:24,416 Και τα σκολειά θαν τα χτίζουν οἱ αδικητάδες. 1508 01:29:24,897 --> 01:29:26,001 Ξέρετε γιατί ; 1509 01:29:26,523 --> 01:29:29,509 Καλό και δίκιο και χρέος είναι η σακούλα τους. 1510 01:29:30,111 --> 01:29:32,677 Θα μαθαίνουνε λοιπόν οι ίδιοι στα παιδιά του λαού 1511 01:29:32,677 --> 01:29:35,639 να μην αντιστέκονται στην αδικιά, όταν μεγαλώσουν. 1512 01:29:37,734 --> 01:29:41,255 Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε το καθεστός της ανισότητας, 1513 01:29:41,255 --> 01:29:43,400 «το του κρείττονος συμφέρον». 1514 01:29:43,729 --> 01:29:46,206 Φυσικά δεν έπρεπε να με σκοτώσετε γι αφτό ! 1515 01:29:46,617 --> 01:29:49,773 Οι μελλούμενες πολιτείες θα ξέρουνε καλύτερα τη δουλειά τους. 1516 01:29:50,056 --> 01:29:54,672 Αμπώνας, Θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ θα δουλέβουν αδερφικὰ 1517 01:29:54,672 --> 01:29:57,755 να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους και σε κορόιδα 1518 01:29:57,858 --> 01:30:00,932 και να ταιριάζουνε τ᾽ αταίριαστα με την «αρμονία των τάξεων». 1519 01:30:01,420 --> 01:30:04,784 Αϕτηνής της αρμονίας στάθηκα πρώτος μαέστρος. 1520 01:30:04,784 --> 01:30:06,657 Κι ας με σκοτώνετε γι' άθεο. 1521 01:30:07,593 --> 01:30:11,673 Τα δικά µου τα µαθήµατα θαν τα κάνουνε µεθάβριο θρησκεία τους οι Χριστιανοί. 1522 01:30:11,926 --> 01:30:14,370 Θα με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους 1523 01:30:14,370 --> 01:30:17,225 και θα ζωγραφίζουνε τα μούτρα µου στις εκκλησιές τους 1524 01:30:17,225 --> 01:30:20,328 με πλατύ χρυσοστέφανο γύρω στα τσουλούφια µου. 1525 01:30:29,583 --> 01:30:35,884 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 1526 01:30:36,399 --> 01:30:39,929 Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου, 1527 01:30:39,929 --> 01:30:43,776 για να σας βάνει τρικλοποδιές καώ να σας γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου ! 1528 01:30:43,934 --> 01:30:45,642 Είτανε κάτι χειρότερο ! 1529 01:30:45,886 --> 01:30:49,623 Δεν είτανε καινούριο, καθώς το γνωρίσανε τάχατες οι κατηγόροι, 1530 01:30:49,838 --> 01:30:54,091 είταν η παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού, η προπατορική σκλαβιά, 1531 01:30:54,091 --> 01:30:58,037 πού δενε την ψυχή µου με τις δικές σας, για ναν τις κρατάει ὁλόρθες, 1532 01:30:58,037 --> 01:31:00,997 ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων. 1533 01:31:01,513 --> 01:31:04,200 Δεν είταν άγγελος οδηγός, που με φώτιζε· 1534 01:31:04,482 --> 01:31:08,252 είτανε φύλακας άγγελος της δηµόσιας Ψεφτιάς, που με τύφλωνε. 1535 01:31:08,406 --> 01:31:12,464 Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον» γινομένο µέσα µου 1536 01:31:12,464 --> 01:31:14,903 φωνή και θέλημα των θεών και του Λόγου. 1537 01:31:15,376 --> 01:31:19,854 Είταν η καταχτόνια και μυστική φοβέρα «Μη ! » και «Πίσω !». 1538 01:31:20,246 --> 01:31:23,690 Είτανε το δαιμόνιο το δικό σας, ω άντρες ᾿Αθηναίοι 1539 01:31:23,690 --> 01:31:26,677 -- πολύ χειρότερο, γιατί τανε και δυνατότερο. 1540 01:31:28,445 --> 01:31:30,039 Αν το μισώ, λέει ! 1541 01:31:30,401 --> 01:31:33,868 Άχ ! να μπορούσα ναν το παράδινα στο πατριωτικό σας μένος 1542 01:31:33,868 --> 01:31:37,254 ναν του βγάζατε τα μάτια ναν του κόβατε τη μύτη και τ αφτιά· 1543 01:31:37,254 --> 01:31:41,451 ναν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό κι ἁλάτι χοντρό µέσα στις πληγές του· 1544 01:31:41,451 --> 01:31:45,182 ναν του καρφώνατε πέταλα στις πατούσες του μὲ ταβανόπροκες· 1545 01:31:45,182 --> 01:31:49,255 ναν το δένατε σ᾿ ένα παλούκι και βρέχοντάς το με πετρόλαδο και πίσσα 1546 01:31:49,255 --> 01:31:51,751 ναν του βάνατε φωτιά, σα να τανε Τούρκος ! 1547 01:31:52,011 --> 01:31:54,186 ᾽Αφτό με σαλαγούσε και με κέντρωνε 1548 01:31:54,186 --> 01:31:56,875 ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας των «αρίστων», 1549 01:31:57,037 --> 01:32:01,801 αφτό μ᾿ ἔκανε να περπατάω κοιµάµενος σαν τ᾽ άλογα τὸν ίσιο δρόµο της συνήθειας 1550 01:32:01,801 --> 01:32:03,552 -- και να μην παραστρατίζω. 1551 01:32:03,780 --> 01:32:06,906 Αυτό μ' έκανε να ξετινάζω και να κοροϊδέβω τοὺς άνομους, 1552 01:32:06,906 --> 01:32:09,539 αντίς να κοροϊδέβω καὶ να ξετινάζω τους νόµους· 1553 01:32:09,783 --> 01:32:12,840 να ταπεινώνω τους ανίδεους, αντίς ναν τοὺς λυπάμαι. 1554 01:32:13,698 --> 01:32:15,951 Μα τώρα το ζητάω και δεν το βρίσκω. 1555 01:32:16,179 --> 01:32:19,621 Μ᾽ έχει παρατήσει δω και κάµποσους μήνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι. 1556 01:32:19,975 --> 01:32:24,004 Ξαναγύρισε, μια και πεθαίνω, στη Διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας 1557 01:32:24,004 --> 01:32:26,437 να παραδώσ᾽ υπηρεσία και να προβιβαστεί ! 1558 01:32:28,921 --> 01:32:33,310 Όταν ὁ Περικλής μας έλεγε, πως η δύναμη κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας 1559 01:32:33,310 --> 01:32:37,556 είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη) των δυστυχισµένων, 1560 01:32:37,556 --> 01:32:40,014 δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς κορόιδεβε. 1561 01:32:40,437 --> 01:32:44,857 Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; Όχι βέβαια. 1562 01:32:45,451 --> 01:32:49,203 Αν όλοι µας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας ανάγκη να σωθεί. 1563 01:32:49,483 --> 01:32:54,936 Εννοούσε καθαρά τοὺς λίγους παραλήδες και πολιτικούς· μ' ένα λόγο τους έξυπνους. 1564 01:32:55,614 --> 01:32:58,335 Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς· 1565 01:32:58,335 --> 01:33:00,951 κι όταν αφτοὶ θησαβρίζουν, εμείς πλουταίνουµε· 1566 01:33:00,951 --> 01:33:04,993 κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι, φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο· 1567 01:33:04,993 --> 01:33:07,833 κι όταν εκεινών η περιουσία βρίσκεται σε κίντυνο, 1568 01:33:07,833 --> 01:33:09,676 χάνουμ’ εμείς τον ύπνο µας !... 1569 01:33:10,144 --> 01:33:13,176 Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός και παραλής της ᾿Αθήνας 1570 01:33:13,176 --> 01:33:16,938 ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα µάτια του φλομωμένου πλήθους 1571 01:33:16,938 --> 01:33:18,845 την ατιμία των ὀλίγων σε χρέος, 1572 01:33:18,845 --> 01:33:22,356 µεγαλείο και δόξα των πολλών, -- της Πατρίδας ! 1573 01:33:22,777 --> 01:33:26,899 Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ έπρεπε να δώσουμε τη ζωή µας για τους «αρίστους», 1574 01:33:26,899 --> 01:33:29,487 αν θέλαµε να σώσουμε την πείνα µας την παντοτινή 1575 01:33:29,487 --> 01:33:32,631 και τον ύπνο µας το µακάριο, για ναν τον κάνουμε αιώνιο !... 1576 01:33:33,329 --> 01:33:34,433 Καταλάβατε ; 1577 01:33:34,687 --> 01:33:36,897 Και βέβαια. Γιατί σας το εξηγώ. 1578 01:33:37,399 --> 01:33:39,591 Μα τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού, 1579 01:33:39,591 --> 01:33:42,220 -- το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε ναν το νιώσω. 1580 01:33:42,569 --> 01:33:45,462 Έβρισκα μάλιστα, πως καλά μας τά λεγε ο γέρος, 1581 01:33:45,462 --> 01:33:49,179 γιατί συμφωνούσανε με την... απόλυτη Λογική ! 1582 01:33:50,744 --> 01:33:54,587 Σαν άρχεψε να μου στρίβει, να ψυχανεμίζομαι, πως δεν κρίνω σωστά 1583 01:33:54,587 --> 01:33:56,155 και πως το μυαλό µου κάνει νερά, 1584 01:33:56,585 --> 01:34:00,387 ο φύλακας άγγελός σας έσφιξε τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του 1585 01:34:00,387 --> 01:34:03,258 και πέταξε τρίζοντας τα δόντια του. Ούστ !... 1586 01:34:03,633 --> 01:34:05,387 Μα πάλε δεν ησύχασα ! 1587 01:34:05,387 --> 01:34:08,489 Μόλις έφυγε, κι άρχεψε να με τρώει άλλο σαράκι. 1588 01:34:08,943 --> 01:34:12,043 Ο μετανιωμός για το κακό, που έκανα και στους συγκαιρινούς μου 1589 01:34:12,043 --> 01:34:13,339 και στους µελλούμενους, 1590 01:34:13,339 --> 01:34:16,175 όσο θα κυβερνάνε τὸν κόσμο τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά. 1591 01:34:16,458 --> 01:34:18,091 Μερόνυχτα βασανιζόµουνα. 1592 01:34:18,266 --> 01:34:20,145 Έπρεπε να διορθώσω το κακό ! 1593 01:34:20,408 --> 01:34:24,114 Και να τι θά κανα, αν δεν προλαβαίνατε να με σκοτώσετε. 1594 01:34:27,131 --> 01:34:28,604 το λαρύγγι του στέγνωσε. 1595 01:34:28,815 --> 01:34:32,707 Ζήτησ᾽ ένα ποτήρι νερό, μα πού να βρεθεί ποτήρι και νερό! 1596 01:34:33,228 --> 01:34:34,858 Κάποιος αστείος του φώναξε : 1597 01:34:35,229 --> 01:34:37,388 «Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα να τελειώνουμε ;» 1598 01:34:37,729 --> 01:34:39,307 Χάχανα και θόρυβος. 1599 01:34:39,307 --> 01:34:42,001 Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι 1600 01:34:42,001 --> 01:34:43,531 κι αρχίσανε να γρυλλίζουν. 1601 01:34:43,941 --> 01:34:47,285 Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοί και κάνανε νόημα του κλητήρα ναν τους πει, 1602 01:34:47,285 --> 01:34:49,460 πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι. 1603 01:34:50,283 --> 01:34:53,697 'Ο κλητήρας έσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα σηκώνοντας το δεξί του χέρι 1604 01:34:53,697 --> 01:34:57,850 έσυρε δυο τρεις φορές το µεγάλο δάχτυλο πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη. 1605 01:34:58,507 --> 01:35:01,598 Ο Σωκράτης κατάπιε το σάλιο του και ξακολούθησε. 1606 01:35:03,804 --> 01:35:07,873 Γι' αφτά που δίδαξα, θά πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνᾶτε. 1607 01:35:08,375 --> 01:35:11,903 Γι’ αφτὰ που θά κανα, αν εζούσα, θά πρεπε με το δίκιο σας 1608 01:35:11,903 --> 01:35:16,473 όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί, 1609 01:35:16,473 --> 01:35:20,424 όπως ο τύραννος ὁ Νέαρχος θα κοπανισει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, 1610 01:35:20,424 --> 01:35:23,266 γιὰ να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, 1611 01:35:23,266 --> 01:35:26,563 μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων. 1612 01:35:27,253 --> 01:35:29,206 Θά πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα, 1613 01:35:29,206 --> 01:35:33,346 καθὼς ο βασιλιάς ᾿Αντίπατρος θα κόψει τη γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα, 1614 01:35:33,346 --> 01:35:36,033 για να µάθει, πως μπορεί να προδίνει την πατρίδα του, 1615 01:35:36,033 --> 01:35:38,666 μα δεν κάνει να βρίζει και τὸν ξένο µισθοδότη... 1616 01:35:39,114 --> 01:35:41,984 Θά µουνα πραγματικά επικίντυνος στη δηµόσια τάξη, 1617 01:35:41,984 --> 01:35:43,868 στο «συμφέρον του κρείττονος». 1618 01:35:44,365 --> 01:35:47,269 Και να ρίχνατε το κουφάρι µου μακριά στον Κορινθιακό 1619 01:35:47,269 --> 01:35:51,981 η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα -- «μὴ ταφήναι εν γῇ ἁττικῇ» 1620 01:35:52,471 --> 01:35:56,842 Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λὲς την αλήθεια !... 1621 01:35:58,783 --> 01:36:01,863 Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας, 1622 01:36:01,863 --> 01:36:04,886 στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες 1623 01:36:04,886 --> 01:36:08,127 ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. 1624 01:36:08,401 --> 01:36:12,231 θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαµόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασµα, 1625 01:36:12,490 --> 01:36:14,696 θά µπαινα στα µικροµάγαζα της φτωχολογιάς, 1626 01:36:14,696 --> 01:36:17,760 στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιοµάτα λέρα και βόχα. 1627 01:36:17,760 --> 01:36:20,585 Και θά λεγα : «Λέφτεροι πολίτες ! 1628 01:36:20,585 --> 01:36:23,832 Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, 1629 01:36:23,832 --> 01:36:27,396 όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα 1630 01:36:27,396 --> 01:36:28,993 και πάνου σ᾿ άλιωτα χιόνια, 1631 01:36:29,209 --> 01:36:33,243 πάλε θά τανε ο καλύτερος απ᾿ ὅλους, γιατί το θέλ᾽ η καρδιά σας. 1632 01:36:33,526 --> 01:36:34,880 Είναι η πατρίδα. 1633 01:36:35,468 --> 01:36:39,240 Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας µέσα σ᾿ αφτήνε : 1634 01:36:39,439 --> 01:36:44,335 χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κ᾿ εξουσία, σκέψη και θέληση 1635 01:36:44,335 --> 01:36:45,668 --- όλα ξένα ! 1636 01:36:45,938 --> 01:36:49,525 Λιγοστοί σας έχετε τόσο µέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί 1637 01:36:49,525 --> 01:36:51,023 και να θάβεστε πεθαμένοι 1638 01:36:51,023 --> 01:36:54,837 και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, 1639 01:36:54,837 --> 01:36:56,982 όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... 1640 01:36:57,416 --> 01:37:00,512 Και όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, 1641 01:37:00,512 --> 01:37:02,991 όπου πάνε κ᾿ έρχονται καΐκια και φρεγάδες 1642 01:37:02,991 --> 01:37:06,345 κουβαλώντας από το στόµα του Νείλου κι απ᾿ τον Κιμμέριο Βόσπορο 1643 01:37:06,345 --> 01:37:10,247 κι απ᾿ τις ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, 1644 01:37:10,247 --> 01:37:13,930 περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !» 1645 01:37:14,238 --> 01:37:16,823 Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ᾽ αγαθά 1646 01:37:16,823 --> 01:37:18,484 μαζέβονται σε λίγα χέρια. 1647 01:37:18,740 --> 01:37:24,366 Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι· 1648 01:37:24,946 --> 01:37:28,245 με τα χέρια τ᾽ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού 1649 01:37:28,245 --> 01:37:31,064 σ᾿ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε µέρα. 1650 01:37:31,620 --> 01:37:33,865 Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, 1651 01:37:33,865 --> 01:37:37,096 μα κι όλος ο εαφτός σας κ᾿ η ψυχή σας είναι δικά τους». 1652 01:37:38,672 --> 01:37:41,351 Ύστερα θα πῄγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, 1653 01:37:41,351 --> 01:37:45,185 στις μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου, στους ταρσανάδες του Περαία, 1654 01:37:45,185 --> 01:37:49,827 στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου -- στους δούλους! 1655 01:37:50,476 --> 01:37:54,984 θα κατέβαινα στ᾽ αμπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες 1656 01:37:54,984 --> 01:37:58,548 (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) 1657 01:37:58,548 --> 01:38:01,111 βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους 1658 01:38:01,111 --> 01:38:03,369 και ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα του βούρδουλα, 1659 01:38:03,369 --> 01:38:05,780 σαν τύχει και λιγοθυµίσουν από την κοὐραση. 1660 01:38:06,840 --> 01:38:10,262 θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια, σαν του ᾽ Αλκιβιάδη στον Κουβαρά, 1661 01:38:10,262 --> 01:38:14,453 όπου ζεμένοι με τα καματερά ὀργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια. 1662 01:38:15,092 --> 01:38:19,457 θα πήγαινα στην ᾿Ακρόπολη, στη Ῥαμνούντα, στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες, 1663 01:38:19,457 --> 01:38:22,515 όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στον αψηλό ουρανό 1664 01:38:22,515 --> 01:38:26,029 τους µαρμαρένιους κολοσσούς του πνεµατός σας, τους Παρθενώνες. 1665 01:38:26,029 --> 01:38:27,492 Και θαν τους ἔλεγα : 1666 01:38:27,918 --> 01:38:32,228 «Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί ! 1667 01:38:32,530 --> 01:38:36,512 Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. 1668 01:38:36,890 --> 01:38:41,492 Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. 1669 01:38:41,791 --> 01:38:44,621 Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ᾽ιδιωτικοί. 1670 01:38:45,320 --> 01:38:49,025 η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πως είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι. 1671 01:38:49,364 --> 01:38:53,140 Μα μήτε οι θεοί μήτε κ᾿ η φύση διατάξανε το σπέρµα του πατέρα σας 1672 01:38:53,140 --> 01:38:54,607 να σας γεννήσει τέτιους. 1673 01:38:54,839 --> 01:38:57,828 η τὐχη σας έκανε κι η συνήθεια σας αποτέλειωσε. 1674 01:38:57,958 --> 01:39:01,056 είσαστε σκλάβοι εσείς, για νά μαστ᾽ εμείς οι λέφτεροι. 1675 01:39:01,450 --> 01:39:04,882 Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανὀ. 1676 01:39:05,277 --> 01:39:07,551 Ἔχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. 1677 01:39:07,873 --> 01:39:12,391 Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ᾽ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάµποι και γήλιος. 1678 01:39:12,695 --> 01:39:15,135 Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, 1679 01:39:15,135 --> 01:39:17,620 για να γίνετ' εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι 1680 01:39:17,620 --> 01:39:20,043 --- σεις, οο προγόνοι σας, αδιάφορο ! 1681 01:39:20,388 --> 01:39:22,841 Είσαστε το µεγάλο ψυχομέτρι. 1682 01:39:22,841 --> 01:39:26,800 Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. 1683 01:39:27,250 --> 01:39:32,417 να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας 1684 01:39:32,417 --> 01:39:36,115 και θα γίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ' η δημοκρατία των “αρίστων” 1685 01:39:36,495 --> 01:39:40,398 να τους πάρετε τ᾽ αγαθά και να τους βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε». 1686 01:39:41,173 --> 01:39:42,709 -- «Και να καθόμαστ᾽ εμείς», 1687 01:39:42,709 --> 01:39:46,778 θ᾽απαντούσανε μερικοί µαθηµένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά 1688 01:39:46,778 --> 01:39:50,137 μπροστά στοὺς δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. 1689 01:39:50,548 --> 01:39:52,524 -- «Όχι», θα φώναζα εγώ. 1690 01:39:52,524 --> 01:39:54,790 «θα δουλέβουνε κ᾿ αφτοί και σεις. 1691 01:39:54,972 --> 01:39:58,108 Κοινή δουλειά, κοινά τ᾽ αγαθά κι η λεφτεριά...» 1692 01:39:59,346 --> 01:40:02,600 -- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...» 1693 01:40:03,236 --> 01:40:06,007 -- «Μην πειράζεστε ! Σαν έρτει κείν᾽ η ώρα, 1694 01:40:06,007 --> 01:40:09,713 θα μπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι· να λυτρώσετε, θέλοντας και µη, 1695 01:40:09,713 --> 01:40:12,210 το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέµα σας». 1696 01:40:13,303 --> 01:40:15,375 -- «Ποιοί, µωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόµο ;» 1697 01:40:15,375 --> 01:40:17,204 πάλε θα ξεφωνούσανε. 1698 01:40:18,024 --> 01:40:19,534 -- «Οἱ Σκύθες !». 1699 01:40:22,522 --> 01:40:25,417 Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά σα ρουκέτα : 1700 01:40:25,783 --> 01:40:29,443 «Τέλειωσε το νερό !» Είταν ο κλητήρας. 1701 01:40:29,985 --> 01:40:33,997 Οι δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμή ξεφωνίζοντας και βλαστηµώντας 1702 01:40:33,997 --> 01:40:37,091 και τρέξαν όλοι πατείς µε πατώ σε κατά την πόρτα. 1703 01:40:38,110 --> 01:40:40,844 Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός. 1704 01:40:41,362 --> 01:40:44,475 Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους 1705 01:40:44,475 --> 01:40:47,307 ποιός θα πάει πρώτος στο ταμείο να πάρει το µιστό του ! 1706 01:40:48,151 --> 01:40:52,118 Ακόμα κ’ οι κλητήρες ορμήσανε κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά 1707 01:40:52,118 --> 01:40:56,115 κι αφήσανε το Σωκράτη µοναχό του πάνου στο βήμα να πικρογελά. 1708 01:40:57,414 --> 01:41:01,102 Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη στην ψυχή και στο πρόσωπο, 1709 01:41:01,102 --> 01:41:04,599 κατεβαίνοντας από το βήμα παρακάλεσε τον Πλάτωνα, 1710 01:41:04,599 --> 01:41:08,499 που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά, να τον ὁδηγήσει στη φυλακή : 1711 01:41:10,658 --> 01:41:15,990 «Δεν ξέρω, καημένε, µήτε που βρίσκεται µήτε κι από ποιό δρόµο πάνε !» 1712 01:41:16,454 --> 01:41:29,884 (μουσική)