Κώστας Βάρναλης Η αληθινή απολογία του Σωκράτη Το πώς γεννήκανε τα πραμματα Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήµατα, νεβρικὸς σαν ἀηδόνι ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ ρουθούνια γιοµάτα τρίχες· ο Λύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα, σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα, μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού. Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους ρουχαλίζανε ρυθμικά. Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανό και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλοῦσε. Μ᾽ όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά, που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας, του σκίνου και τοῦ θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα Γῆς. Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια. Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο. Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ὁ µυλωνάς. Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού, µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε. Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου». Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι. Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του τα γένια, µισοσηκώθηκε μια στιγμή και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια (το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε κι ἀφτά, μουρμούρισε: «Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι, ν᾿ἀπολογηθείτε. Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα. Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ᾽ άπρεπο φέρσιμο και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα, το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη. Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε. Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι ἀφτὸ δεν κλαίει, πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμη τους, τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής. Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους, έκανε: χμ. Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύµφωνα με το Νόμο), ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε και δεν απάντησε τίποτα. Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του. Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω, κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη». «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιὀ. Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς. Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες µελόπιτες, που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου, τον γιό της Παρθένας. Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο». Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία, γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους, σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ὁλωνώνε σας». Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε. Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε µαζί, ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη. Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους. Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι ανθρώποι και χασοµερίσαν όλη µέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν. Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους, µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, τόνε καταδικάσαν αφτοί, με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους (πάλε σύµφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι. Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος από κέφι και δύναμη. Απλός και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του, στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου. Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε, φίλοι και µαθητάδες, όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους, µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε, πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος, ο Νόμος είτανε δίκαιος κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος· και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη. Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή. Μα και να ’χα δέκ’ αφτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος. Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, γιατί δεν υπάρχει πουθενά. Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη και πόνους αβάσταγους. Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα! Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή σαν της μαϊμούς και του τράγου. Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός. Βέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων ή καμιά βλαστήμια δική σας. Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ. Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη στον ξεπεσμό του καιρού μας. Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. Κοιτάξτε τους κατηγόρους! Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή. Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους σ’ ομορφιά και πλούτο! Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; Για το καλό της πολιτείας! Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου πέσιμο να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι κι εγώ κατήγορος. Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο; Ο γενναίος στρατηγός! Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε! Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του. Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός. Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, όπως θαν το κάνω τώρα. Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα, και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! Αμ’ ο Λύκων ο ρήτορας; Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα! Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι με το δίκιο τους «εραστές της πόλης», είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»: «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… Τίμημα θάνατος!». Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος». Όμως αληθινό παλικάρι. Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα να υπογράψει αυτός την κατηγορία και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε, να καταδικαστεί σε «ατιμία» — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί. Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα για την πατρίδα. Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα, μήτε τον Έπαχτο πούλησα, μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης! Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι κανέν’ αξίωμα, πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες των άλλων αρχόντων και με τα γούστα του λαού, πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο, πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος. Και πριν να δοξαστείτε σεις θανατώνοντάς με, παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο, δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας και μια με τους τριάντα τυράννους. Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα τα μπόγια των κατηγόρων και τόσο μικρούλι το δικό μου, θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη για νά καταδικαστώ. Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας. «Διὸς κριταί!». Μοναχά ψυχή και μυαλό. Χωρίς φαντασία και χωρίς μάταια ψιλολογήματα. Μια κι όξω! Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση με την ίδια ευκολία που βγάζετε τη μύξα σας με τα δάχτυλα και την κολλάτε κει που κάθεστε. Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα, πρόεδρος του συλλόγου για την προστασία της Ηθικής, που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο, μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του — κι αυτός βλέπει! Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου, κι ολάσπρος μέσα κι όξω, που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς, μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της. Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι και καραβοκυραίοι του Περαία, τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι (όνομα και πράγμα!), που τα καταφέρνουνε και γίνονται κάθε χρόνο «σιτοφύλακες» για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων, των αλευριών και του ψωμιού και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών, μπας κι είναι ξύκικα! Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης από την Κηφισιά, που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και, τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους και ξύνεται κει που του ταίριαζε να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα. Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό, μυγιάγγιχτος καλλωπιστής, λουσμένος στ’ αρώματα μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, που του τονε πλερώνουνε κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του. Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος, που πέταξε στο δρόμο τα παιδιά τ’ αδερφού του κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά τονε φτωχύνανε. Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα, που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε, και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα, τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε και θα καλογερέψει, για να σώσει την ψυχή του ! Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων, που για να προφταίνει στις πολλές δουλειές του, άνοιξε γραφείο στη γειτονιά των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο… Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα, με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!” Τι «κάτου» και «ξεκάτου»! Μη βραχνιάζετε τζάμπα!.. Έχετε καιρό να θυμώσετε, γιατί θα σας ψάλω χειρότερα. Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας χωριστά τις μπομπές και τα μασκαραλίκια. Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’ από τις δυο πρώτες σειρές. Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς με τ’ όνομα… Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες, η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες! Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια; Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες για να σας τις ιστορήσουνε και ναν τις πιστέψετε!..· Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας; Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο… Ένας σας να ’τανε καθαρός, ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου θρύψαλα και κουρνιαχτός. Μη μου πείτε: «Νά τος! Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη κι η ψυχή το σώμα· πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού μα μονάχα των φιλοσόφων (δηλαδή τη δική του· όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!). Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα, τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται, παρακαλεί και βρίζει». Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα! Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα, μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια. Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα με την μπαμπεσιά των νόμων, όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα τη γωνιά μετά λίγους μήνες ή χρόνια με το θέλημα της Φύσης. Σας χρωστάω και χάρη… Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα, κάνω γούστο να κοροϊδεύω και σας και τον εαυτό μου. Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω. Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω, μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα μήτε και να φύγετε αποδώ, γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς, χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια. Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω, όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας… Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου. Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι! Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί, το γυάλωμα των ματιών και τ’ άφρισμα του στομάτου· το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά… Κι αυτό ήταν όλο!… Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας ω άντρες Αθηναίοι. Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου. Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει, μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν) όλα τα καλά του Θεού: τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα, παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας, χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι και σκόρδο, καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός! Είσαστε αθάνατοι! Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι, αν η Μοίρα σάς γεννούσε με μιαν αλογήσιαν ούρα που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά σα βεντάγια και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε και την ώρα που δικάζετε, — σα δικάζετε κοιμάμενοι!… Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, γέλασα με την καρδιά μου. Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους και πάνε στους ζωντανούς. Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, πήγε ο νους μου στα ζώα : όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή. Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., ξέρεις τι θα γινότανε ; Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε: "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του, στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... Έγινε μια χαρά!... Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, μα κατεργάρης δεν είναι˙ κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας". Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. Σας χρειαζόταν ένα θύμα... όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, μα για να φοβούνται την δημοκρατία! Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο... Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια και φίλοι κι αρνητάδες μου, και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... Θα με προσκυνάνε για θεό (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο.... και για ποιό λόγο;) Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου και ν' ακούγονται μαζί μου˙ κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... Μπόσικα πράματα. Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση. Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα. Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, για να με λιώσετε κει μέσα... Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το καταλαβαίνετε Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ, ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει. Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!... Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά: πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, τον κατηγορήσατε γι' άθεο. Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό και να μην τήνε ζητάει από σας! Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! Και σε ξεσκίζει! Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. Δε σας φτάνανε τούτα; Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω: "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!" Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία; Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι και τ' άλλα παπαδόσογα, τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, χωρίς να βγάζει δίσκο και να θέλει ναούς και θυσίες; Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας! Να τι λένε τώρα μέσα τους οι πιο νοικοκύρηδες από σας: Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙ μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη, δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο, πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους, σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε! Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα! Εγώ μπορεί να μην πιστέβω, μα το πλήθος;... Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών, οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών, οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού, άμα χάσουνε την πίστη στο θεό, ποιος θα τους συγκρατήσει; Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις είναι πρόωρα πράματα!... Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο της πατρίδας και της ηθικής. Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού θα χυθεί ν' αρπάζει τους παράδες και τα χτήματα, τους "κόπους" των αλλωνών και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!... Δε συμφέρει, δε θέλετε να σας μιμηθεί κι ο λαός. Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του τ΄άθλιο κουφάρι μου, για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι το μεγαλύτερο φταίξιμο... Μα χαλούσα και την ηθική! Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά; Ούλ' οι μαθητάδες μου τα χανε περασμένα τα σαράντα... Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου, είτανε φίλοι μου... Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι, θα μπορούσα και ναν τα διώξω... Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια... Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε, κοροϊδέβουνε το δάσκαλο, βαριεστίζουνε και το σκάνε από το σκολειό!... Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα να δένουνε και να δέρνουνε τους πατεράδες τους όταν αφτοί μπεκρολογούνε και χαλάνε τα λεφτά τους στο τζόγο και στις γυναίκες κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε. Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙ τα λεγα στους πατεράδες! Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά. Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη; Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;" Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε! Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι, λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας! Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !... Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου να νικά τα πάθη της... να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο, στην ομορφιά και στα νιάτα... Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του κι όχι αφτός δικός μου. Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω, πως ο πνευματικός έρωτας, δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!... Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει να κλείσουν οι ταβέρνες κ' οι ναοί της Αφροδίτης. Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες και τα παπαδόσογα, γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους. Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω την... ελληνική οικογένεια!... Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία! Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!... Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι, δεν τους δικάζουνε. Τους προσκυνάνε ραγιάδικα ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα. Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι μια μέρα, γιατί τους εχτιμάει το πόπολο προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε. Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙ θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου, στο κρασί μου, στον καφέ μου... Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται μήτε κι απολογιέται... Δικάζει και θανατώνει. Γιατί κατέχει την εξουσία! Και μοναχά σαν τήνε χάσει, τότε μπορεί να τόνε δικάσατε, αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε! Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα. Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης, αν είτανε λιγότερο "δίκαιος" και περισσότερο παλιάνθρωπος. Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε, σας εξορίζουν, σας λένε και "προδότες". Και σεις μιλιά! Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω στο παζάρι, σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι, για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να κόβουνε τα λιόδεντρα και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙ κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες από σας, τους πιο πλούσιους, για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες, τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά, για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας για σωτήρα, ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ! - όχι να με δικάσει; Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου. Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε το ξερό τους στον τοίχο, που δεν προλάβανε να κάνουν αφτοί χειρότερα για να πλουτήνουνε περισσότερο. Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη, μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους με το θάνατό του. Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά στα πόδια της. Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά κοίτουνται χάμου, ναν τα κλαις. Καράβια δεν έχετε. Συμμάχους να πλερώνουνε χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε. Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς και τις εξορίες που κάνατε, κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε τον καλό καιρό της τυραννίας˙ γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες, όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε τώρα τα όσα χάσατε τότες. Όποιος είναι στα πράματα φοβάται την αλλαγή˙ κι ο πεσμένος την αποθυμάει και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο. Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση και πλερώνει τα σπασμένα˙ το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα και με τα νόμιμα καθεστώτα και με την τυραννία και με τη λεφτεριά. Για να μην καταλαβαίνει και να μην αντιστέκεται, του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε. Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε νόμους, τρώνε τις ψείρες τους, όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους. Βάρβαροι λαοί! Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία του κόσμου, έχουμε τους σοφότερους νόμους, δεν τρώμε τις ψείρες μας κι αγαπάμε τους κατεργαρέους που μας τρώνε. Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε δίχως προσκήματα. Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες - την κυριαρχία του λαού! Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους και μαχαιροβγάλτες. "Και τούτον ημείς θανατούμεν!" - μια κι όξω. Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο και βιαζόντανε. Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα. Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε τα πολιτικά δικαιώματα μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ' είναι κι από σόι, για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο χιλιάδες φτωχούς. Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου και τη διδασκαλία της ρητορικής˙ εσείς πάτε να μποδίσετε τη λεφτεριά της σκέψης και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας. Από κείνους επήρατε το φτηνό και σύντομο θανατικό μέσο, το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα. Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε, μασκαρεμένη τυραννία. "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες. Εφαρμόσαμε τους νόμους", ακούω κάποιονε που φωνάζει. Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε! Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, μα τους αδικημένους, και να μποδίζουνε τους κλεμένους να κλέψουνε κι αφτοί. Νόμος θα πει θέληση των δυνατών κι αδυναμία των άβουλων. "Δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον". Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί και μοναχός μου, μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω. Και στη γλώσσας μας "κρείττων" θα πει δυνατότερος. Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί, πως έφερε την τάξη στην τρικυμισμένη πολιτεία: "κράτει νόμου βίην τε και δίκην συναρμόσας". Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία το δίκιο, ήγουν το συφέρο των δυνατότερων. Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι; Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά και γυμνασμένα κορμιά : οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής, ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια. Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά κι ανωφέλεφτα μυαλά : φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ' οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι. Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές: ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας, ένας Κυναίγειρος - μυθικά προσώπατα, πλάσματα της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων. Δυνατότεροι παντού και πάντοτες είναι οι κλέφτες. "Παραμύθια;"... Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα, τους είπανε: "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απάτωτες καλύβες σας, που κάνουνε νερά, σα βρέχει. Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! -- λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε. Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες! Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά˙ θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει, θα μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται. Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, - στον εαφτό μας! "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε και να μην τρώτε κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε, για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, δηλαδή την πατρίδα. Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονα. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς". Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα στα ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι - και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!). Κ' η εφτυχία τους, είτανε δύναμη της πατρίδας κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες". Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! Παραμύθια, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο! Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω: "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών". Η αληθινή απολογία του Σωκράτη ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΣ Τι περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό, στριµένονε και φαρμακόψυχο. Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι τα βαζε με τους άλλους, που κοιτάγανε τη δουλειά τους. Τού φταίγαν εκείνοι για τη δικιά του την κατάντια! Κι όλοι φέβγαν από κοντά του -- μήτε το διάβολο να ιδείς μήτε το σταβρό σου να κάνεις! Ύστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε πλερωμὴ για τη σοφία του!... ᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται με το στανιό και να τον πλερώνουμε κιόλας!... Τώρα του δώσαμε την πλερωμή, που του χρειαζότανε! Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι μήτε πιό φτωχοί! "Ὅμως θά χουμε έναν μπελὰ λιγότερο!» ᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι, παίρνετε τα σκιάχτρα γι’ αληθινοὺς ανθρώπους καὶ τους αέρηδες για θεοὺς· εγὼ τους ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα καὶ τους θεοὺς γι’ αέρηδες. ᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κι εγὼ βλέπω. Βλέπω, γιατί έχω περισσότερο µυαλὀ, το περισσότερο, που γένηκε ποτέ στη χώρα σας. K’ επειδή μπορούσα να βλέπω, γι’αφτό και μου φανιζόντανε όλα κατάµαβρα κι άσκημα. ᾿Αφού κατάλαβα, πως οι τριγυρινοί µου δεν είναι ψυχές και πνέµατα, μα κωλάντερα, κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό μα το θάνατο δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα να γίνω καλύτερος. Είμουνα. Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου. Ακαμάτης κοροϊδέβα τα σκιάθρα σας στο φανερό και τον εαφτό μου στα κρυφά. προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες και το άβριο· δηλαδή τον θάνατο. Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω μια και καλή με το στουρνάρι Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι. Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα με τη σοφία μου, με την κούραλιδία Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα. Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως τελεφταία θα με φάτε... Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου. Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω δεν αξίζουνε τίποτα. Κι έτσι δεν έχανα και το καιρό μου ναν τα γράφω. Αν τά γραφα, θα μου καίγατε τα βιβλία μου στην πλατέα, καθώς κάψατε και του μεγάλου Πρωταγόρα. Απελπισμένος απ' όλα παραδόθηκα να με σκοτώσετε μεταχαράς. Δε μεταχειρίστηκα, για να σωθώ, μήτε την πολιτική δύναμη, μήτε τα χρήματα των φίλων μου μήτε ψεφτιές μήτε κι αλήθιες. Κι αν μου αφήνατε την πόρτα της φυλακής ανοιχτή, δε θά φεβγα. Για να ζήσω κι άλλο; Και δε νομίζετε, πως γεράζοντας ακόμα περισσοτερο μπορούσα πάνου στο ψυχομαχητό μου να φοβηθώ, να μετανιώσω και να φωνάξω τον παπά να με ξεμολογήσει; Τι ντροπή «Και γιατί δεν έγδερνες πρώτα την Ξανθίππη, που σου τις έβρεχε με την παντούφλα;»... Μα γιατί μουνα φιλόσοφος! Αναγνώριζα πως είχε δίκιο. Της άφησα της κακομοίρας ούλα τα βάρη του σπιτιού κι εγώ γύριζα στους δρόμους κ'έκανα παρέα με πλούσιους κι αρχόντους, με τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή, τον Κρίτωνα, τον Καλλία τον Πλούσιο... Και καλοπερνούσα. Τα παιδιά γυρίζανε ξυπόλυτα... Και κείνη τους έδινε την αναθροφή, που χρείαζεται για να γίνουν «καλοί πολίτες», σαν κ'εσάς. Όταν βλαστημούσανε,λέγανε ψέματα και κλέβαν από τα περιβόλια της γειτονιάς, δεν τά δερνε· κι όταν σκοντάβανε και χτυπούσανε και σκίζανε τα ρούχα τους, τά σπαζε στο ξύλο. «Δε θα μοιάζετε στον πατέρα σας, τον αχαΐρεφτο». Είχαμε βέβαια την καλύβα μας, το κοτέτσι μας και το γουρούνι μας στημ αβλή, πεντακόσα κλήματα πέρα στο Γουδί με καμιά σαρανταριά λιόδεντρα... Κι όλα κείνη τα φρόντιζε και τα δούλευε μοναχή της. Μα δεν είτανε ζωή! Με τα χρόνια παάγινε η δύστυχη! Τσακωνότανε για τίποτα με τις γειτόνισσες (εγώ τό στριβα νωρίς νωρίς από το σπίτι). Μόλις φανιζότανε στη βρύση με τον γκαζοντενεκέ της, ούλες τραβιόντανε πέρα και την αφήνανε να γεμίσει πρώτη. Τρέμανε τη γλώσσα της και τα νύχια της. Και δεν της έφτανε τόσο χρονώνε βασανισμένη ζωή, πήγα και ξαναπαντρέφτηκα, κοντά εξηντάρης κρεμανταλάς, τη Μυρτούλα, τη αγγονή του Αριστείδη του Δίκαιου, καλή ψυχή σαν του παππού της κι αξέβγαλτη παιδούλα που μύριζε γάλα. Κι αρχίζοντας με τη δροσερή λαφίνα τα σαλιαρίσματα, της έκανα χωρίς κόπο δυο παιδιά -- και μάλιστα σερνικά! Και δε γύριζα πια να κοιτάξω τη ξεβρωμένη την Ξανθίππη. Και κείνη γινότανε θεριό. Ξεμάλλιαζε κάθε μέρα, γρατζούνιζε και άφηνε νηστική τη κακομοίρα τη κοπέλα. Κ'εγώ που να μιλήσω! Έτσι μαράζωσε κ'έλιωσε στα πόδια της κι ασκήμηνε. Την παράτησα το λοιπόν κι αφτήνε -- δε με τραβούσε πιά. Και σύχναζα στης Ασπασίας, στης Θεοδότης, στα γυμναστήρια... Φταίω βέβαια κ'εγώ, μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, που μας έβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα, για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα. Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ... Να δουλέβω!... Τί να δουλέβω ; Μια φορὰ στα νιάτα μου έκανα το μαρμαρά κοντὰ στὸν πατέρα μου. Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος του γυναίκειο κορμιού, κάθισα, για να μερώνω την ψυχή μου, κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες, που μαζὶ τις πίστεβα και τις αποθυμούσα. Κι όταν τις αποτέλειωσα, βρέθηκα να μαι ερωτεμένος μαζί τους... Κι αργότερα, πολύ συχνά, έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης, γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ να ξαναθυμούμαι τὰ παλιά. Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες της νιότης καὶ δεν πιστέβω μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα της Τέχνης... το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως, γιὰ να φτιάχνω και να πουλάω μαρμαρένιους σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα... Ολ' αφτὰ μοναχὰ να τα κοροϊδέψω θα μπορούσα τώρα. Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα. Μού δεσε τα χέρια· δεν μπορώ πιὰ να κάνω τίποτα. Μήπως να «δουλέβω» σαν καὶ σας, που σταβρώνοντας τα χέρια σας αγκομαχάτε ποιός θα γελάσει τὸν άλλονε καὶ ποιός θα πουληθεί περισσότερο; Μιὰ φορά, σα με καλούσαν η τιμὴ της πατρίδας κι ο κατάλογος των εφέδρων να σκοτώνω τους ὀχτροὺς η να σκοτωθώ, πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο. Συλλογιζόμουνα, πως οι συντρόφοι μου θα χυθούνε μετὰ τη μάχη στα τριγυρινά χωριὰ να σφάζουνε τὸν άμαχο πληθυσμό, να κλέβουν ὅ,τι λάχει και να βιάζουνε τὶς γυναίκες. Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς. Μπορούσα να πίνω με την κούπα κ' είκοσι ώρες κορδόνι, κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα μέσα στα ξερατά, στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα, καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης. Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ; Μοναχοί σας με παρανομιάσατε θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο. Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα και τόσο μερακλής. Έτρωγα μιὰ φορά τη μέρα και λίγο. Είμουνα πολύ παχύς και θαμ' έβλαφτε. Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό για να χω και το μυαλό μου φρέσκο κι αλέγρο. Όποιος κοιμάται πολύ και τρώει λίγο: ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη. Δε σκουριάζει και δεν ξυνίζει το γαίμα του, δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες. Έπαιρνα με το πρώτο χρυσορόδισμα τα μακρινά χωράφια. εκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ στην ούγια του πεφκόδασου, αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω και να με θαμπώνει, και πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεά μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη... Κ' η θεά τό γραφε στα κατάστιχά της. Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !... Ά ! δε θα γινόμουνα τόσο μεγάλος άνθρωπος, αν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου. Είχα στομάχι κούρκου. Μπορούσα να καταπίνω και να χωνέβω καρύδια με τα τσόφλια τους, καρφιά σκουριασμένα και φούχτες άμμο. Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου ! Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα... Κι όμως έτρωγα λίγο. Μπορούσατο λοιπόν να ηὴ δουλέβω, δηλαδή να μην πολιτέβομαι. Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια, πώς δε σκορπούσα χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα παντου φαρμάκι και χολή; Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα πέρα πέρα σα νά σαστε γυαλένιοι. Κι επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα μοναχός μου, κορόιδεβα. Ά ! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα η κοροϊδία. Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη. Πρέπει να χεις πολλή φαντασία και κρίση και πείρα της ζωής. Και να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια. Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος της φιλοσοφίας. Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα από το δράμα της συλλογής και της απελπισιάς για να φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο. Κι αν μπορέσεις να φτάσεις ! Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα να μη σας βλέπω. Πήγαινα πότε στη θάλασσα, πότε στις παλαίστρες. Τὰ παιδιά με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους, τα λυγερά σαν τὰ στάχια, με κάνανε να ξεχνιέμαι σαν εμπροστά στην απέραντη θάλασσα τ' ανοιξιάτικα πρωινά. Γέλια, ξεφωνητά και πείσματα... χαρούμενος αέρας, που με σιγομεθούσε και με βύθιζε σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία. "Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί και μου ρχότανε να σηκωθώ κ' εγὼ να κυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη και στον μπουχό, σαν τοὺς γαϊδάρους το καλοκαίρι με το σαμάρι στην πλάτη, - και να γκαρίζω,να γκαρίζω ! Αν εκείνη την ώρα με ζύγωνε κανείς, για να μου κάνει τον έξυπνο, θα τον έτρωγα ζωντανό. Ύστερις, όταν έφεβγα, τραβούσα σκυφτός και συλλογισμένος τοίχο τοίχο και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα... τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες... Χωρίς ναν το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα ξαφνικά στα λιβάδια. Να !να! να! έδερνα με το μπαστούνι μου τα στάχια και τά στρωνα χάμου. έτσι ξεθύμαινα και ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ θα γίνω παιδί μήτε και σεις ανθρώποι, Το καλοκαίρι ! Χρυσή εποχή των φτωχών... Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια το κορμί μου και τη σκέψη μου. Όλα μου το είναι βοούσε και φουρφούλιζε χαρούμενα σα λέφκα στον ὄχτο, γεμάτη αστράματα και πουλιά και τζιτζίκια. Και στη ρίζα κουλουριασμέν' η ψυχή μου μὲ το κεφάλι ψηλά καρφωτό, πυρωνότανε στον ήλιο και κατέβαζε πλήθιο το φαρμάκι στα κανάλια των δοντιών της ! Και αλί σε κείνονε, που δάγκωνε ... Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε στη δόξα του καλοκαιριού, το Μάη με τα λουλούδια ... την ώρα, που 'χω το πιότερο φαρμάκι ... Αν είτανε χειμώνας, δε θά βγαζα λέξη. Μα τώρα γλεντάω και φραίνομαι να σας δαγκώνω. (βήχας) Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε. Διηγήθηκε στο δικαστήριο μιὰν ημέρα της ζωης του. Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στην αβλή πάνου σε στρατιωτικές μπατανίες και τσουβάλια, κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες. Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα, τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος (παλιό το σπίτι, βλέπετε), τις ιδέες η κάκητα. Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο ! Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ, ξακολουθεί να δουλέβει... ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας, τις βάζω σε τάξη, τις ξεκαθαρίζω. Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες, που θαν τις ξεφουρνίσω το πρωί στην ᾿Αγορά... Στάσου και θα δείς, τί έχω να σε κάνω κύριε Τάδε... Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργά πολύ κλείνουνε βαριά τα μάτια μου. Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης, πετιέμαι ψηλά σὰν το πετεινάρι κι αρχίζω να λαλώ: να πειράζω τὴν Ξανθίππη... Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά μέσα σ'ένα πήλινο καφκί, μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι καὶ τραβάει νερό. Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα τὸν κουβὰ γεμάτο. Κι ενώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα μὲ τα μανίκια καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα... κείνη δυναμώνει το χαβά της. «Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτα να κοιμηθώ. Κλωτσούσες, ροχάλιζες, έτριζες τα δόντια σου και βρωμούσες σκόρδο. Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;» (Ὅλοι κοιµόμαστε στην αβλή κατάχαµα, ο ένας πλάι στον άλλονε). Αί τότες εγώ βγάνω φτερά, της τσιµπάω το μπράτσο... και δρόµο ! Αν δε με βρίσει πρωί πρωί, θα µαι ξυνισμένος κι άκεφος όλη την ημέρα !... Πριν πάει μισό καλάμι ὁ γήλιος κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό και ξεπορτίζω. Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικά καὶ χαράζουνε στον αέρα δυό φωτεινές γραμµές, από την καβαλίνα του δρόμου στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς. Στρίβω δεξιά καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά... περιβόλια... ρεματιές... ν' ανασάνω βαθιά...να ξαλαφρώσω... ᾿Ακούγονται μακριά στις δημοσιές τὰ πρώτα κάρα, που κατεβαίνουνε στην ᾿Αθήνα γεμάτα δροσερά λαχανικά και φρούτα. σε λίγο στα καλντερίµια των σοκακιών ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών μὲ τα χουγιαχτά των αγωγιάτηδων. Λεκάνες και ντενεκέδες αδειάζούυνε σαπουνόνερα και λάντζες ὅπου τύχει. Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών... Τα χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα πανε να δικάσουν η να συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη γιὰ τὶς δεκάρες... Όσο να κατέβω στο παζάρι, σύνεφα μύγες, κουρνιαχτός, κάτουρα, που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα. Κιαλάρω μαζωμένους στη στοὰ τον Κόλια, τον Πρίφτη, το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίκα... τοὺς μεγάλους άντρες ! Εἶναι μαζί τους κι ο κύριος Τάδες. Κι αν δεν είναι, θά ρτει. Ζυγώνω καὶ καληµερίζω. Τους λέω τα σπουδαία της ημέρας : για το γάιδαρο του Μελέτη, πού σπασε την τριχιά του ψὲς το βράδι και λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια κυνηγώντας μια καλοθρεμένη τσακίστρα· γιὰ το κρασί του Μπαρμπαχρίστου, που ξύνισε κι ο γιατρός δεν μπόρεσε ναν το γιάνει΄ για την Παπαλάμπραινα, που σήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι, γιατί τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψες ὁ µανάβης, είτανε και μικρό και πικρό φαρμάκι ! Και ποιός είτανε αφτός ο κ. Τάδες ; Ο σοφιστής, ο πολιτικός, ο ποιητάκος. Όσοι φαντάζονται πως είναι πανήξεροι, και τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα. Τους αλάλιαζα. Όχι γιατί θελα να φαίνομαι καλὐτερός τους. Δεν αξίζει τον κόπο νά ναι κανείς πρώτος η τελεφταίος ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε πως είναι πρώτοι. Τοὺς τσάκιζα, καθώς τσακίζουμε τοὺς κοριούς... Δε ζητάμε δηλαδή ναν τους καλυτερέψουµε μήτε να σώσουμε τους γειτόνους η τις μελλούμενες γενιές των Ἑλλήνων ! Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο, τα κατάφερε να καλυτερέψει, να γίνει θεοφοβούμενος και να μην τρώγει κρέατα ζωντανά, µά... ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ τ᾽ αγόραζε πρωί πρωί στο Λαχανοπάζαρο. Για την πλεμπάγια την παρακατιανή, για σας, ένιωθα μονάχα λύπηση. Ο νους, η καρδιά κ᾿ η πράξη σας δεν είναι δικά σας : αιστάνεστε, νογάτε και κάνετε ό,τι συφέρνει στους Λύκους. Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως είναι και δίκιο και θέλημα των θεών, αφτοὶ να τρώνε κρέας ανθρωπινό και σεις ραδίκια βραστά -- και να βρίσκονται ! Οἱ σοφιστάδες... Τι µεγαλείο ! Ερχόντουσαν από πολύ µακριά. ψηλοί, γεμάτοι, χαρούμενοι. Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε και γινόντανε σε μιὰ βδομάδα βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα. Ντυμένοι κόκκινους μαντύες, σπαρµένους μ'άστρα µαλαματένια, κατσαρωμένοι και φκιασιδωµένοι στον καθρέφτη, προβαίνανε αργά και πίσηµα με τα σκαλισµένα μπαστούνια τους και το φιλντισένιο μήλο, σα βασιλιάδες. μας περνούσανε για επαρχιώτες --- και τάχατες δεν είμαστε ; 'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε το µίληµά τους κελαηδιστό και ζαχαρένιο. Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών η τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα των παιχνιδιάρικων ματιών κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιο τσαχπίνισσες καὶ πιο λαχταρισµένες. Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε στ᾽ αφτιά σας, όπως οἱ σαράφηδες τις λίρες απάνου στην πέτρα, μα εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε τις αληθινές από τις κάλπικες. Ο Πήγασος της ρητορείας τους σας ανέβαζε καμαρωτός στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών, κ᾿ η καρδιά σας, όπως η σπηλιά της Πεντέλης, δεφτέρωνε και τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του. Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης, εχάνατε στο τέλος και τον ἑαφτό σας γινάµενοι σαν τους ήσκιους του Κάτου Κόσμου. Όταν λοιπόν εγώ τους αρωτούσα ξαφνικά : «Έχετε πολιτικά δικαιώµατα για να φωνάζετε τόσο ;» χάλαγ᾽ εφτύς η παράσταση. Καἱ σεις από τα ψηλά, που αρμενίζατε, πέφτατε κατακέφαλα πάνου στα βράχια της γης και τσακιζόσαστε σαν τις χελώνες του Γεροαίσωπου. Είτανε λοιπόν να μὲ χωνέβετε ; Εγώ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τα είχα γραμμένα στα παλιά µου τα παπούτσια. Ποτές µου δεν πήγα να ψηφίσω' να διαλέγω μοναχός µου ποιός κλέφτης θα με κλέβει και ποιός τζελάτης θα μὲ κόβει. Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες, για να θυµώνετε σεις κ᾿ εγώ να γελάω Οι σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται... Πέντε µνές... θα πει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο. Από την τιμή καταλαβαίνεις την αξία της πραμάτειας. ᾿Εγώ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα τζάμπα και κανένας δεν τηνε δεχότανε. θα πει πως δεν άξιζε τίποτα. Μα θα πει και κατιτίς άλλο : για να επιμένω να σας τηνε δίνω με το ζόρι και με κίντυνο της ζωής µου, κάποιος οχτρός σας θα με πλήρωνε. Προπαγάντα ! Οἱ Σλάβοι με πλερώνανε να ξεβιδώσω την ιδεαλιστική μηχανή της πολιτείας ! Μα για να µπορώ να ρεζιλέβω την παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων, δε θα πει πως είχα δίκιο, μα πως είμουνα πιο πονηρός και πιο καπάτσος από δάφτους. Μπορούσα να κάνω τ' άσπρο µάβρο. Σημάδι των καιρών... ᾿Αφού με τις λογης αλλαξοκαθεστοσύνες και προδοσίες µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης, ρίξατε το φταίξιμο σε μένα. Εγώ με τη διδασκαλία µου και με τὶς κοροϊδίες µου κλόνισα µέσα στην ψυχή των πολιτών κάθε μπιστοσύνη στους νόμους ! είμουνα λοιπόν κ᾿ εγώ ένας από τοὺς σοφιστάδες ! Μακάρι ! Τό χω βάρος στην ψυχή µου, που κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία, χτύπαγα μαζί και τὶς μεγάλες τους αλήθειες... Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε, κάθισα και συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους. Μέσα µου τι χαλασμός ! Λυπάμαι πολύ, που δεν πρόλαβα ν᾿ ανοίξω την ψυχή µου στον κόσμο, πριν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε για πάντα με μιαν οργιά χώμα ! Αί ! στο τέλος της απολογίας µου θα σας αμολήσω τα σφαλάγγια, που βράζουνε µέσα µου από καιρό. Να κι ὁ πολιτικός αριβάρει. Μπροστά πάνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια και πίσου αφτός. Πριχού πατήσει το ποδάρι, δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του σαν το µουλάρι. Ξεροβήχει, για να γυρίσουμε να τον κοιτάξουμε. Μαζί µας είναι κάµποσοι φίλοι του. Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει. Σφίγγει τα χέρια µας πολύ γκαρδιακὰ και με δύναμη. Mε τέτιο δυνατό χέρι βαστάει το τιμόνι του Καραβιού. μας αγαπάει και γίνεται θυσία για μας ! Για χατίρι µας βουτάει το δημόσιο ταμείο, για να δίνει σ᾿ εμάς και για χατίρι µας τσαλαπατάει τοὺς νόμους, για να μας σώζει. Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε ψέφτικον όρκο στα δικαστήρια και να μην κρατάμε το λόγο μας στ᾿ αλισβερίσια µας. Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζής, είναι και μεγάλος στρατηγός. Αν νικούσαν οι στρατιώτες, αφτός δοξαζότανε. Μα κι αν τηνε παθαίνανε, αφτός δεν πάθαινε τίποτα. δεν έφταιγε. Φταίγανε... θα σας το πω παρακάτου ποιοί φταίγανε. Κι αν παράδινετο στρατό στούς ὀχτροὺς κι αν τούς πουλούσε τα κάστρα κι αν έφεβγε πρώτος πρώτος, ποιός θα μπορούσε να τον κατηγορηήσει ; ᾿Αφτός είταν ο Δημόσιος Κατήγορος ! Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα και παρουσιαζόµουνα μπροστά του και του λεγα «Κυρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;» τα µατάκια του χωνόντανε βαθιά στις τρύπες τους, σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα. Κόκκαλο ο κυρ Θόδωρος. Ποιός κὺρ Θόδωρος; Ο Λύκων και ο Άνυτος, καλέ ! Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν. Οι φίλοι κ' οἱ µπράβοι του να κι ανασκουμπώνονται. Τόνε κοιτάνε λοξά στα μάτια νὰν τοὺς κάνει το νόηµα. Μα τούτος δεν είναι τόσο µπόσικος. Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ. Σκάει στα γέλια. Ξέρετε γιατί ; Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά, που καταχερίσανε πολλούς ως τώρα. Ύστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί, γιὰ να πάρουνε το µέρος µου. δεν είναι φιλοσόφοι, δεν είναι φίλοι µου· είναι λέρες σαν κι αφτόν. Είναι πολιτικοί του ὀχτροί. Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του. «έννοια σου», λέει µέσα του, «και θα σου τηνε φέρω εγώ εκεί που δεν το περιμένεις». Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε πώς να με καλοπιάσουνε, για να μην τους βρίζω. Με προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» και μου στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια : κόκκιν᾽ αβγά και τσουρέκια το Πάσκα· γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά· τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδας το Φλεβάρη· ορτύκια µανιάτικα τον Αλωνάρη· και στη γιορτή µου συναγρίδες, σύκα, νταμιτζάνες κρασί και λουλούδια. ᾿ Εγώ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε η Ξανθίππη, πως είμαι κορόιδο. Στο θεό σας ! Θέλανε να μου κλείσουνε το στόµα ! Θά σκαγα... Μια φορά µάλιστα κάποιος τρανός από δάφτους μού στειλε για σκλάβους δυο αραπάκια των ἑκατόν εξήντα μηνών, που δεν ξέραν ἑλληνικά· κατσαρά μαλλιά, σιντεφένια δὀντια, χρυσά βραχιόλια και σκουλαρίκια... «Γιὰ ναν τα κάνω», μού γραφε, «φιλοσόφους» ! Τά τύλιξα με μισό σεντόνι (είτανε τσίτσιδα) καὶ τα ξανάστειλα πίσου. Ποιός θαν τά τρεφε ; ᾽Αφτό το περιστατικό το ξέρουνε πολλοί. Κείνη τη µέρα σηκώθηκε όλο το Κολωνάκι στο ποδάρι. Βγήκαν από τα σπίτια και τα µαγαζιά τους κι αραδιαστήκανε στα πεζοδρόμια, για ναν τα κοιτάνε, που περνούσανε πιασµένα χέρι χέρι... Και τι, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε κατόπι ; Ὁ Σωκράτης τα διωξε, γιατί τα θελε να ταν άσπρα ! Ὁ Περικλής, σαν άκουσε να γίνεται τόση κουβέντα για μένα, έβαλε την ᾿Ασπασία να με φωνάξει στο παλάτι του. Και κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη. Μπορούσα να χαλάσω το χατίρι του καλόπαιδου και της μεγάλης αρχόντισσας ; Πήγα με σκοπό να τσακωθώ. Μα σ᾿ ο,τι και νὰν τοὺς έλεγα, δε μου φέρνανε αντίρρηση. Κι όταν κατάκρινα τὸν «Ὀλύμπιο Δία» για ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες σας είπε στον Επιτάφιο του, κούνησε γελώντας τη σουβλερή του καράφλα και με παρακινούσε να κακολογώ τοὺς ὀχτρούς του και να λέω αρσίζικα χωρατά. Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα τούτην εδώ την παλιοπατατούκα, που βλέπετε, και μου λεγε σιγανά : «Βγάλ’ τηνε, καημένε, να σου τηνε µπαλώσω ...» Μου κάνανε μεγάλα ικράµια και μ᾿ ακούγανε με κατάνυξη και θαμασμό. Μα δεν είναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα και τον Περικλή. Μού δινε το λόγο του, πως όπου να ναι, θαν τα ταίριαζε με τους Μωραΐτες και θα τέλειωνε τον πόλεμο... Τώρα το βλέπω, με κορόιδεβε. Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στη ζωή μου. Αν εζούσε, θα πολεμούσε ακόμα Ι... Εξουσία και πόλεμος δεν μπορεί να χωριστούνε !... Θαρρώ βγηκ᾽ απ' το θέµα... Γεροντική φλυαρία.να μὲ συμπαθάτε ! Αμ’ οι ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που κουβεντιάζουνε με τους θεούς, σαν παλιοί κουμπάροι... Μεσάτοι, κουνιστοὶ και με κομένα μάτια, κει που περπατάνε σκορπίζοντας αρώματα και χάχανα καμπανιστά, σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια και κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι. Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν άγγελοι των Θεών και τους καλούνε στον "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿ Εκεί μεθάνε κ εδώ χρησμολογούνε. Με τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν από τα δεσμά της µαταιότητας. ᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’ ο,τι αγγίσουνε με την πνοή τους. Χάρη σ᾿ αφτοὺς ο κόσμος γίνεται καλύτερος και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ὁ Θεός ! Καλή ώρα σαν το Μέλητο... Άμα λοιπόν τους έπαιρνε το µάτι µου και τους χαιρετούσα : «τι μου γλυκοπικρο γίνεσαι, Μαρίκα» φυσικά θυµώνανε κι αφτοί κ οἱ φίλοι τους. Και να πού ρθανε τα πράματα δεξιά κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου. Στο αναμεταξύ μού γραφαν επιγράμματα τσουχτερά, που κάνανε τη βόλτα τους στα σοκάκια, στα χωριά... Όσο που κάποτες ο Αριστοφάνης, ο μόνος που του ταίριαζε να ναι ποιητής, γιατί τανε µισάνθρωπος και τζαναµπέτης, μ᾿ ανέβασε στο θέατρο... Πρωταγωνιστής των «Νεφελών» ! Γελούσε ο κόσμος κ᾿ εγώ καµάρωνα... όσο που μ᾿ αναγκάσανε να πηδήξω πάνου σε μια καρέκλα για να με ιδούνε ! ᾿Από τότες έγινα «σπουδαίος» άνθρωπος. Όλ᾽ η Ἑλλάδα μιλούσε για μένα... Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε, μήτε με λογαριάζανε. Μετὰ την παράσταση με πήραν οἱ φίλοι και πήγαμε στην ταβέρνα να γιορτάσουµε τη δόξα µου. Γενήκαμε στουπί στο µεθύσι κ᾿ είπαμε σωρό καρίπικα τραγούδια... Τα ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι... Πατούσα στα νύχια, για να μη με μυριστεί η Ξανθίππη. Μα που ! Τινάχτηκε απάνου κι άρχισε τον αναβαλλόμενο... «Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις είμαι ο μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ όλο τὸν... κόσµο (έτσι το λεγα, για να την καλμάρω). Και συ, που μ᾿είχες του µπάτσου και του κλώτσου !... Μ’ ανεβάσανε στο θέατρο...» Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο κ᾿ύστερις για πρώτη φορά στη ζωή της μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε και μού πε: «χρυσό µου !» Ὡς το πρωί µετάνιωσε : «Κοίταξε να βρείς καμιά δουλειά᾿να διοριστείς... και ναν τ᾽ αφήσεις αφτά... Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !» ᾿Αφτα που σας διηγήθηκα δε γινόντανε κάθε µέρα τα ίδια. Τις περισσότερες φορές κοίταγα να φέβγω από τον κόσμο... να κατεβαίνω στη θάλασσα την πολύμορφη και χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ να πέφτω µέσα, να την αγκαλιάζω και να πηγαίνω βαθιά... πολύ βαθιά συντροφιά με τις Νεράιδες και τους Τρίτωνες. να κυλιέμαι κατόπι στην πυρωμένην αμμουδιά, να ξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στον ήλιο και να τόνε χορέβω σαν τόπι πανου στην τουρλωτή κοιλιά µου... Έπαιρνα το λοιπόν τ' απόμερα σοκάκια και τραβούσα τοίχο τοίχο στις Ιτωνίδες Πύλες. Εκεί στεκόµουνα στο να µου ποδάρι κι έβγαζα το να τσαρούχι κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα το δεύτερο τσαρούχι. Τά σφιγγα και τα δυο κάτου στην ἁμασκάλη -- για να μη λιώνουν οι σόλες άδικα, -- κ᾿ εν δυο, εν δυο κατέβαινα στο Φάληρο. Καμιά φορά μου τύχαινε να πατήσω καμιά μαγαρισιά (γιοµάτες οἱ συνοικίες και τα σοκάκια !). «Μα τὸν Κύνα !» μουρμούριζα. «Καλύτερα να πατάς µαγαρισιές, παρά να σκοντάβεις ὅλη µέρα πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες, «”Έλληνες Ἑλλήνων” !» ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας... Καιρός να σας εξηγήσω και τη φιλοσοφία μου... Τι κατσουφιάζετε ;... Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ; Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα. Άξαφνα,το πως μου ρίχτηκε κάποτες ή Θεοδότη... Μα δε με παίρν' η ώρα. Ανάγκη, πριν πεθάνω,να μαθεφτεί, πως ο Σωκράτης είχε καταλάβει τα σφάλματα της διδασκαλίας του και μετάνιωσε... Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως δε γουστάρω τάχα τις γυναίκες, - εγώ ! Και πικαρίστηκε. Τό βαλε πείσμα να με καταφέρει. Με καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της να συζητάμε φιλοσοφία. Κι όλο τύχαινε να λούζεται, ν' αλείφεται και να προβάρει γυμνή μπροστά μου τους νέους χορούς της. «Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε, «δεν παρεξηγείς»... Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα για να ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της κ' ενώ ζεστός και φωτεινός ο κόρφος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα, της μιλούσα για την αθανασία της ψυχής. Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση και μου λεγε : «Ξέρω σωστούς εξηνταεννιά τρόπους να κάνω τον έρωτα». Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή. «Τι έχεις;» με ρωτούσε. «Κοιτάω να βρω, ποιός από τους ἑξηνταεννιά σου τρόπους είναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»... Φωνές: «Ποιός είναι; Ποιός είναι;» Βλέπετε, πως χρειάζεται να ξέρουμε και φιλοσοφία : Έτσι κ' η Θεοδότη, σαν κ' εσας, με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε... «ποιός είναι :» Ώσπου μιὰ µέρα, για να γλυτώσω, της λέω : «Ο τρόπος αφτός είναι νὰ... δείρεις πρώτα δίχως λύπηση τη γυναίκα και κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας στο πάτωµα και τρέμει σύγκορμη, να τὴν αναποδογυρίζεις...» Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου και µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε». Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχά γιὰ να σας πειράξω. Θέλησα και με τρὀπο να σας µπάσω στη φιλοσοφία µου... Πάλε κατσουφιάζετε : Έλληνες αρχαίοι καὶ να φοβόσαστε τη σκέψη Ι... 'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί» σαν κ᾿ εσάς δεν πάει να πονοκεφαλιάζετε. Μ’ όσο κέφι μου περισσέβει, θα κοροϊδέψω τώρα και τη φιλοσοφία µου. Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θα µισοκαταλάβετε, πως αν δεν ὑπάρχει στις ερωτοδουλειές απόλυτον «είδος», άλλο τόσο δεν ὑπάρχει και στα «υψηλά ζητήματα». Και πρώτα πρώτα δεν είμαι φιλόσοφος. Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα», λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες, μὲ πολυελαίους, μ’ Άγιο Βήμα κι άδυτα των αδύτων. Είχα βρει μοναχά μιὰ δικιά µου «μέθοδο» σκέψης. Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό και σκανταλιάρικο, μού δωσε πιστοποιητικό σοφού κι ὄχι φιλοσόφου. Καὶ δε με σύγκρινε με τον τρανό τον Πυθαγόρα, τον Εμπεδοκλή τον Αναξαγόρα και τόσους άλλους, μα με το Σοφοκλή και τον ᾿Εβριπίδη -- με δυο ποιητάδες ! Φαίνεται, ήθελε να ρεζιλέψει κι αφτουνούς, ομολογώντας, πως ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου το «τίποτα», κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στην ίδια σειρά με δυο φημισμένους «αερολόγους» -- κείνοι της καρδιάς κ᾿ εγώ του στοχασμού. ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε φιλόσοφο, μα «δάσκαλε» και «κύριε πρὀεδρε». Ο θείος Καπνός των Δελφών, που με ρεκλαμάρισε σε ὅλον το κόσµο για σοφότατο, δεν αστειεβότανε. Ηθελε να με στραβώσει. να μὲ κάνει να πιστέψω, πως είχα βρει την Αλήθεια, για να μην την αναζητώ και την πετύχω καμιά μέρα, -- Φοβότανε το µεγάλο μυαλό µου. Δε συφέρνει και στους αθάνατους Αφέντες να µαθαίνουνε την αλήθεια τὰ ζωντανά της γης. Και σαν είδε, πως άρχισα να τηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό· έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας και σας φλόμωσε για να με σκοτώσετε... Αν όμως ο Λοξίας τό πε στα σοβαρά, πὼς είμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια, πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν ο, τι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς : ο πρώτος κοροϊδεφτής. Όταν ακόμα παιδί μυξιάρικο χάζεβα στην αγορά κι άκουα τοὺς μεγάλους, παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες κι όλες φαινόντανε σωστές. Οἱ σοφιστάδες υποστηρίζανε καθαρά, πως είναι και σωστές. Στην αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου κι αργότερα με το γινωμένο προσπαθούσα να βρίσκω πάντοτε μια μοναδική γνώμη, που νά ναι σε κάθε περίσταση και για όλους υποχρεωτικὴ, δηλαδή παντοτινή κι ανάλλαγη, πάνου από καιρούς και τόπους κι ανθρώπους, -- απόλυτη. Θά πρεπε νά χει κάτι το θεϊκό µέσα της, νά ναι «ιδέα». Και για ναν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε καθόλου να ψάχνουµε στον όξω κόσμο, πού ναι διαβατικός και ψέφτικος, μὰ µέσα στην ψυχή µας, πού ναι κι άυλη κι αθάνατη. στα βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες οι ιδέες - αλήθειες κάτου από σκουριά πολλή, που τηνε σωριάζουνε µέσα της οι αἴστησες - αποθυμιές κ᾿ οι αποθυμιές - συφέρα. Για να την ξεσύρουµε λοιπόν στο φως της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα. Χρειαζότανε μαστοριά μαμής. Και γίνηκα με τα χρόνια μαμή της πολιτείας. Έπιανα τις ψυχές των ανθρώπων, τις μάλαζα με τρόπο κ'΄ έχωνα στην ανάγκη µέσα τους τὴ χερούκλα µου και τὶς κουτάλες για να βγάλω το μωρό. Ξεγεννούσα τις αλήθειες, ω άντρες Αθηναίοι, γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός και θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο. Γιατί ; Ζουλώντας και µαλάζοντας τις ψυχές, για να φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία, τις ἕκανα και ξερνούσανε τη σκουριά τους : Θεός, Αγαθό, Δικαιοσύνη, Πατρίδα κι ᾽Ομορφιά κι όλα τα ρέστα που δεν είναι μήτε πρώτες αρχές μήτε κ᾿ έσχατοι σκοποί· μήτε χαρίσματα των θεών μήτε κατορθώματα του νου, μα πλάσματα καιρικά, με νόηµα τρεχούμενο κι άπιαστο, µέσα ταπεινά, που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα στραβώνει τους ὑποταχτικούς της και πνίγει την ψυχή τους. Οi ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους που διατάζουνε, και σε κείνους που κάνουνε θελήματα· σε κείνους που κάθονται, και σε κείνους που μοχτάνε· σε κείνους που βλέπουνε, και σε κείνους που φοράνε κλάπες στα μάτια: σε χορτάτους και σε κορόιδα. Η ζωή µας µπλέκεται μιας αρχής µέσα στα δίχτια, που μας είναι στηµένα, πριν γεννηθούμε. Μωρά στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό, µαθαίνουµε, χωρίς νὰν το ρωτᾶμε, ποιό ναι το καλό και το κακό, --- «το του κρείττονος συμφέρον». Δεκαεφτάρικα παληκαράκια μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή δίνουμε συγκινηµένα με βραχνή λαλιά πετειναριών τον όρκο στα μεγάλα Χρέη κ᾿ Ιδανικά, ---«το του κρείττονος συμφέρον». Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό και πάρουμε ψήφο, τα ίδια θ᾿ακούμε -- και θα λέμε -- στην αγορά, στα δικαστήρια, στις λαοσύναξες, στα θέατρα --«το του κρείττονος συμφέρον». Κι αφού μικροὶ και μεγάλοι και χτες και σήμερα και άβριο τα ίδια πιστέβουν όλοι, θα πει, πως είναι νόμοι «ουρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες». Έτσι τραβάμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε, τη µοιραία µας στράτα, δεμένοι συναµεταξύ µας και βέβαιοι πως το συφέρο του «κρείττονος» είναι δικό µας συφέρο. Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε παρὰ να τιμωρούμε ! Κι αν άξαφνα κανείς απόκοτος χυμούσε με το μαχαίρι να ξεκοιλιάσει το Λύκο, θα βάζαμε μπροστά τις ψυχές και τα κορµιά µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά. Κι αν τό φερνε ποτές η κατάρα να μας λείψει ὁ Λύκος, θα τρέχαμε να βρούμε άλλονε χειρότερο, για να μας τρώει. Τέτιες αλήθειες έβγαζα από την ψυχή του Κοπαδιού. Αλήθειες, που με τον καιρό και τη συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα πιο δυνατά κι από την πείνα κι από τον έρωτα. Μὲ την ίδια µαμικη μπορούσα να βγάνω από τὶς ψυχές -- μιὰ κι αρχίσανε να με παίρνουνε για παντογνώστη, -- και πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους, όπως οἱ Κινέζοι κομπογιαννίτες βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια των Μεγαριτών. Τα σκουλήκια, θα μου πείτε, τα βλέπεις πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις. Μὰ τὶς ιδέες ; ᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα τις πιστέβεις κ᾿ ύστερα τις βλέπεις. Όταν άξαφνα καμιά δαιμονοπαρμένη γριά ξεφωνίσει μες στην εκκλησιὰ δείχνοντας ψηλά τὸν Άγιον Άλφα : «Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοήµατα !», ούλες οἱ άλλες μαζί και βλέπουνε με τα μάτια τους το σάλεμα, τα δάκρυα καὶ τα νοήματα κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιά και τη φοβέρα του. Αφτό ναι θάµα, βέβαια. Μὰ το πιο συνειθισµένο θάµα γίνεται σα βάζεις μοναχός μες στην ψυχή σου κείνο που θες να βρεις. Και κατόπι σκάβοντας με τα νύχια της λογικής το βρίσκεις, όπως τό θελες. Οἱ παλιοί θεομπαίχτες θάβανε στη ρίζα κανενού κυπαρισσιού η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα κ᾿ ύστερα βλέπαν όνειρο, πως σε κείνο το μέρος κοίτεται χρόνια θαμένος ο «άγιος» και φωνάζει να βγει. Και ξεσηκώνοντας το χωριό με κεριά και λιβάνια πηγαίναν εκεί, τόνε ξεθάβανε και μοσκοβολούσε ο τόπος ! Και χτιζότανε παρεκκλήσι και γεµίζαν οι δίσκοι με δεκάρες και τα πιθάρια με λάδι κι άγιαζε κι ο θεομπαίχτης σαν «όργανο θείας εκλογής». Με τέτιες θαυματουργίες στερέωνα τη βασιλεία των Οραμάτων στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος. Στράβωνα το Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα το καθεστός της ᾽Αδικίας, σύμφωνα με το αξίωμα : «όσο πιο στραβό το Κορόιδο, τόσο πιο ντρέτα πορπατεί». δεν έπρεπε λοιπόν να με σκοτώσετε. Θάρτουν άλλοι καιροί που οι «κρείττονες» θα πλερώνουν ακριβά τοὺς κομπογιαννίτες όχι να βγάζουνε, μα να βάνουνε σκουλήκια μέσα στο μυαλό και στη ψυχή των Μεγαριτών και να κάνουνε θάµατα να µαθαίνουνε στα παιδιά και στοὺς μεγάλους, πὼς «πατρός τε και μητρός κτλ., τιμιώτερον και αγιώτερόν εστιν η εκμετάλλευσις». Έτσι βυθισμένος ὁ λαός µέσα σε γαλάζια καταχνιά, στην ανυπαρξία της σκέψης και της θέλησης, δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του, το μυαλό του και τα χέρια του. Η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψήλος, πιασμένη σε χορό με τις αιώνιες ουσίες, τρέμει να την αγγίξουν οι νόμοι της φύσης και των ανθρώπων : ασκήμια, σχετικότητα και φθορά ! το σώμα στέκει καρφωμένο στη λάσπη κ᾿ η ψυχή πάντοτες λείπει... Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται. Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη. Με το κεντρί της φιλοσοφίας µου χτυπώντας τους απλοικούς στη ραχοκοκαλιά τους παραλυούσα κ᾿ έτσι ασφάλιζα το χαροκόπι των έξυπνων. Τι σας ήρτε λοιπόν και με σκοτώσατε ; Βλέπω τις πολιτείες του µέλλοντος, ω άντρες ᾿Αθηναίοι ! Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο και τη βλακεία· χρυσώνουνε και ταγίζουνε κουκουνάρι και καρύδια τους κομπογιαννίτες, που ξεγελάνε το λαό να καταφρονάει την ύλη και να προσµένει την ανταπόδοση στον... «κόσμο του πνεύματος !». Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα και στην κριτική των δημόσιων αντρών. Κι αφτοὶ για να με ξεκάνουνε μια και καλή με βγάλαν άθεο. Ο Σωκράτης κοροϊδέβει τους θεούς κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους ενάντια στην πολιτεία. Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοί από την Αθήνα κι αφήσανε το βράχο της ᾿Ακρόπολης και την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας στα νύχια και στα δόντια των Ἓρυννύων. Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι και κατάστρεφε τη σπορά κι αν έπεφτε στάχτη στα γεννήματα, φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια, μελίγκρα στα κουκιά και στα φασόλια· κι αν ερήμαζε βλογιά τις όρνιθες, άφτρα τις γελάδες, σαρατζάς τ᾽ αλόγατα κι αν έπιανε φωτιά σε κανένα µαχαλὰ κ᾿ έμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά κι αν εβαστούσε δυο τρεις βδομάδες η φουρτούνα στη Μαβροθάλασσα και ποδίζανε τα καΐκια με το σιτάρι και την παλαμίδα και πεινούσε ὁ κόσμος· κι αν ἑρχότανε το θλιβερό µαντάτο, πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας» στην άκρη της γης και μαβροφορούσαν οι µανάδες -- ποιός έφταιγε ; Ποιός άλλος από τους άθεους ! Αν δεν είχα πεισµώσει τους αθάνατους με τη φιλοσοφία µου θα μας στέλνανε την πανούκλα του 430 π.χ.; Μα τότες εγώ δε φιλοσοφούσα ! Αν ο γιός του Κλεινία με την παρέα του δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων αντίς να σπάσονε τα δικά σας, που μου θέλατε µεγαλεία, θα παθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας ; Κι αν οἱ στρατηγοί των Αργινουσών δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν η Νέμεση τα πέλαγα, για να μην µπορέσουνε να µαζέψουνε τους πνιµένους ; Κ’ επειδής εγώ τους αθώωσα, θυμάστε ; ανοίξαν οι ουρανοί να ρίξουνε ζεματιστό νερό να μας κάψουνε μα... λυπηθήκαν (οι ουρανοί !) τους Τριάντα Τυράννους !... Να λοιπόν ποιοί φταίγανε για όλα τα ζαβά, καθὼς σας υποσκέθηκα να σας το εηγήσω πρωτύτερα Έτσι με την αθεία µου και την προδοσιά µου φελούσα με το παραπάνου την Πατρίδα και τη θρησκεία... όσους θρέφονται από τα µαστάρια των μεγάλων αφτών ιδεών ! Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι φορτώνανε στην πλάτη µου κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία, κάθε ζημιά των φυσικών στοιχείων, όλες τις αναποδιές της Μοίρας ! Όταν εγώ λείψω, θα ψάξουνε να βρούνε κάποιον άλλο Σωκράτη να τόνε βαφτίσουνε µέσα στην άγια κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης άθεο και προδότη. Τους χρειάζεται να τον πετάνε στα δόντια του µανιασµένου πλήθους για εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά, που θαν τα βρίσκουνε σκούρα. Δε θα μπορούσε να ζήσει μηδέ μια στιγμή και το κοπάδι χωρίς Λύκους κ οι Λύκοι χωρίς άθεους και προδότες. Όλοι γκρινιάζετε πως χάλασε ο κόσμος. Ποιός κόσµος ; τα βουνά κι ο οὐρανός ; Φόβο δεν έχουνε ! Οι δυο τρεις άθεοι ; Τους κόβετε και σιάζουν αμέσως τα πράματα. Να τος ο κόσμος, η αφεντιά σας, ω άντρες ᾿Αθηναίοι ! Όλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα : φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων, αγάπη του καλού κι αντρισμός, σέπονται ψοφίµια τούμπανα µέσα στο Βάραθρο, συντροφιά των σκοτωμένων σκλάβων. Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία, να τὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας, -- «το µέσα πλούτος» ! -- που σας ὁδηγάνε ψηλά. Κ' ύστερα βγήκε το δικό µου το δαιμόνιο («καινό δαιμόνιο») να ξαναζωντανέψει τα ψοφίµια φυσώντας με το καλάμι της φιλοσοφίας µέσα στην κοιλιά τους το «πνέβμα της αληθείας», για ναν τα στήσει καθάριες ιδέες, απείραχτες απ᾿του καιρού και των ανθρώπων τα καμώματα,µέσα στον άπειρο Νού ! Τα τυφλά κινήματα της ψυχής, άμα πιάσεις ναν τα κάνεις προστάγµατα του λογικού, δηλαδή ναν τα µεταφέρεις από τὴν ασύνειδη μίμηση και συνήθεια στη φωτισμένη σκέψη και βούληση, πάει τα σκότωσες. Όμως κ' έτσι σας ὠφελούσα. Μια και τις «μεγάλες ουσίες» τις αφήνετε νὰν τις ροκανᾶνε οι ποντικοί των λαγουμιών και των αποπάτων, εγώ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει να γελάτε και να καµαρώνετε γι' αφτό νομίζοντας, πὼς ὁ πιο φανερός μπαγαμπόντης είναι και πιο ξυπνός Αθηναίος ! Σας µάθαινα για το συφέρο σας να τιμάτε τ᾿ όνοµά τους και να λιβανίζετε τον ήσκιο τους μπροστά στις γυναίκες, τα παιδιά και τους σκλάβους, για να μην παίρνουν αέρα και κατεβούνε καμιὰ µέρα στην πιάτσα και κάνουνε χειρότερ᾽ από σας ! Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε και να παρανομείτε στ᾽ όνομα των θεών και των νόμων ! ΄Όλα που ναν τα θυμάμαι τώρα ! Μα δεν ξεχνώ, πως εσύ κ᾿ εσύ και τούτος και κείνος... ούλοι σας είσαστε σύμφωνοι σ᾿ ο,τι σας έλεγα και σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστά στην Κουκουβάγια και στο Μώμο. Τρεις μοναχά κουβέντες µου φτάνουνε να δείξουνε, πὀσο δούλεψα για το καλό της Πατρίδας, για το χωρισμό των πολιτών σε χορτάτους και σε κορόιδα. α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας είναι αθάνατη ! Υπάρχει λοιπόν ψυχή ! Για χάρη της ὑπάρχουνε (πρέπει δηλαδή να υπάρχουνε) κράτος -- νόµο, και παπάδες --- θεοί ! η φοβέρα των θεών και των νόμων μας συγκρατάει να μην κολάζουµε την ψυχή µας... και να μην πηγαίνουμε φυλακή ! Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος, δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοί μήτε παπάδες μήτε κι αθάνατη ψυχή ! Οι βασανισμένοι της ζωής πρέπει να πιστέβουµε, πὼς θα χαρούμε και θα βασιλέψουμ’ αιώνια, -- φτάνει να πεθάνουμε πρώτα ! Δεν κάνει να παίρνουμε πίσου με τα χέρια µας ο,τι μας παίρνουν οι αφέντες με τη δύναμη και με την πονηριά -- δηλαδή με τα δικά µας τ᾽άρματα και με την ψήφο τη δικιά µας. ᾿Αφτουνούς θαν τους τιμωρήσουν οι θεοί στον άλλο κόσµο. θα βράζουνε µέσα στο καζάνι της πίσσας στον αιώνα τον άπαντα. Αν τους τιμωρήσουμ’ εμείς, θα γίνουμε κακοί και τότε θα χάσουμε την ψυχή µας και θα βράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! ! β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου. Γι αὐτό και της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα: «προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν αδικώ !» Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα στον ἅμμο και στο νερό: στις ψυχές των αδυνάτων ! Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽ όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυµώνει. Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον ἑαφτό σου, για ν᾿ αντισταθείς στην αδικία --- και πιο πολύ ακόμα για ν᾿ αδικήσεις ! Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. ᾿Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι µονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πὀ χεις : νηστέβεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες· μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τὸν αγέρα του δάσου και την κίνηση κι αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο για να πας στον παράδεισο, «Ο πόνος ηθικοποιεί » Ύψωνα λοιπόν μεσουρανίς για φλάμπουρο του κοπαδιού τη χαρά του πόνου. Για όσους δεν µπορούνε να βαστάξουνε τον πόνο, φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα· χτίσανε παράµερες εκκλησιές της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης. ᾿Ἔκεί μεσ᾽ αγοράζει καθένας πολύ φτηνά την τελειότητα, δηλαδή τη λησμονιά του εαφτού του. γ’) την ίδια γνώμη την είπα κι αλλιώς : «Ουδείς εκών κακός». ᾿Αφτό θα πει : μην τιμωρείτε τους αδικητάδες γιατί θαν τους... αδικησετε. Είναι αθώοι ! Δεν ξέρουν ότι, κάνουνε κακό ! Υπομονή ! Άμα τοὺς διδάξουµε τι είναι καλό και κακό, θα λείψουν από τον κόσμο κάκητα κι αδικεμός και θα βασιλέψ᾽ η καλοσύνη... Χρειάζονται σκολειά. Και τα σκολειά θαν τα χτίζουν οἱ αδικητάδες. Ξέρετε γιατί ; Καλό και δίκιο και χρέος είναι η σακούλα τους. Θα μαθαίνουνε λοιπόν οι ίδιοι στα παιδιά του λαού να μην αντιστέκονται στην αδικιά, όταν μεγαλώσουν. Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε το καθεστός της ανισότητας, «το του κρείττονος συμφέρον». Φυσικά δεν έπρεπε να με σκοτώσετε γι αφτό ! Οι μελλούμενες πολιτείες θα ξέρουνε καλύτερα τη δουλειά τους. Αμπώνας, Θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ θα δουλέβουν αδερφικὰ να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους και σε κορόιδα και να ταιριάζουνε τ᾽ αταίριαστα με την «αρμονία των τάξεων». Αϕτηνής της αρμονίας στάθηκα πρώτος μαέστρος. Κι ας με σκοτώνετε γι' άθεο. Τα δικά µου τα µαθήµατα θαν τα κάνουνε µεθάβριο θρησκεία τους οι Χριστιανοί. Θα με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους και θα ζωγραφίζουνε τα μούτρα µου στις εκκλησιές τους με πλατύ χρυσοστέφανο γύρω στα τσουλούφια µου. ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου, για να σας βάνει τρικλοποδιές καώ να σας γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου ! Είτανε κάτι χειρότερο ! Δεν είτανε καινούριο, καθώς το γνωρίσανε τάχατες οι κατηγόροι, είταν η παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού, η προπατορική σκλαβιά, πού δενε την ψυχή µου με τις δικές σας, για ναν τις κρατάει ὁλόρθες, ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων. Δεν είταν άγγελος οδηγός, που με φώτιζε· είτανε φύλακας άγγελος της δηµόσιας Ψεφτιάς, που με τύφλωνε. Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον» γινομένο µέσα µου φωνή και θέλημα των θεών και του Λόγου. Είταν η καταχτόνια και μυστική φοβέρα «Μη ! » και «Πίσω !». Είτανε το δαιμόνιο το δικό σας, ω άντρες ᾿Αθηναίοι -- πολύ χειρότερο, γιατί τανε και δυνατότερο. Αν το μισώ, λέει ! Άχ ! να μπορούσα ναν το παράδινα στο πατριωτικό σας μένος ναν του βγάζατε τα μάτια ναν του κόβατε τη μύτη και τ αφτιά· ναν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό κι ἁλάτι χοντρό µέσα στις πληγές του· ναν του καρφώνατε πέταλα στις πατούσες του μὲ ταβανόπροκες· ναν το δένατε σ᾿ ένα παλούκι και βρέχοντάς το με πετρόλαδο και πίσσα ναν του βάνατε φωτιά, σα να τανε Τούρκος ! ᾽Αφτό με σαλαγούσε και με κέντρωνε ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας των «αρίστων», αφτό μ᾿ ἔκανε να περπατάω κοιµάµενος σαν τ᾽ άλογα τὸν ίσιο δρόµο της συνήθειας -- και να μην παραστρατίζω. Αυτό μ' έκανε να ξετινάζω και να κοροϊδέβω τοὺς άνομους, αντίς να κοροϊδέβω καὶ να ξετινάζω τους νόµους· να ταπεινώνω τους ανίδεους, αντίς ναν τοὺς λυπάμαι. Μα τώρα το ζητάω και δεν το βρίσκω. Μ᾽ έχει παρατήσει δω και κάµποσους μήνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι. Ξαναγύρισε, μια και πεθαίνω, στη Διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας να παραδώσ᾽ υπηρεσία και να προβιβαστεί ! Όταν ὁ Περικλής μας έλεγε, πως η δύναμη κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη) των δυστυχισµένων, δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς κορόιδεβε. Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία; Όλους μας; Όχι βέβαια. Αν όλοι µας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας ανάγκη να σωθεί. Εννοούσε καθαρά τοὺς λίγους παραλήδες και πολιτικούς· μ' ένα λόγο τους έξυπνους. Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς· κι όταν αφτοὶ θησαβρίζουν, εμείς πλουταίνουµε· κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι, φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο· κι όταν εκεινών η περιουσία βρίσκεται σε κίντυνο, χάνουμ’ εμείς τον ύπνο µας !... Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός και παραλής της ᾿Αθήνας ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα µάτια του φλομωμένου πλήθους την ατιμία των ὀλίγων σε χρέος, µεγαλείο και δόξα των πολλών, -- της Πατρίδας ! Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ έπρεπε να δώσουμε τη ζωή µας για τους «αρίστους», αν θέλαµε να σώσουμε την πείνα µας την παντοτινή και τον ύπνο µας το µακάριο, για ναν τον κάνουμε αιώνιο !... Καταλάβατε ; Και βέβαια. Γιατί σας το εξηγώ. Μα τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού, -- το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε ναν το νιώσω. Έβρισκα μάλιστα, πως καλά μας τά λεγε ο γέρος, γιατί συμφωνούσανε με την... απόλυτη Λογική ! Σαν άρχεψε να μου στρίβει, να ψυχανεμίζομαι, πως δεν κρίνω σωστά και πως το μυαλό µου κάνει νερά, ο φύλακας άγγελός σας έσφιξε τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του και πέταξε τρίζοντας τα δόντια του. Ούστ !... Μα πάλε δεν ησύχασα ! Μόλις έφυγε, κι άρχεψε να με τρώει άλλο σαράκι. Ο μετανιωμός για το κακό, που έκανα και στους συγκαιρινούς μου και στους µελλούμενους, όσο θα κυβερνάνε τὸν κόσμο τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά. Μερόνυχτα βασανιζόµουνα. Έπρεπε να διορθώσω το κακό ! Και να τι θά κανα, αν δεν προλαβαίνατε να με σκοτώσετε. το λαρύγγι του στέγνωσε. Ζήτησ᾽ ένα ποτήρι νερό, μα πού να βρεθεί ποτήρι και νερό! Κάποιος αστείος του φώναξε : «Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα να τελειώνουμε ;» Χάχανα και θόρυβος. Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε ξυνισµένοι κι αρχίσανε να γρυλλίζουν. Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοί και κάνανε νόημα του κλητήρα ναν τους πει, πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι. 'Ο κλητήρας έσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα σηκώνοντας το δεξί του χέρι έσυρε δυο τρεις φορές το µεγάλο δάχτυλο πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη. Ο Σωκράτης κατάπιε το σάλιο του και ξακολούθησε. Γι' αφτά που δίδαξα, θά πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνᾶτε. Γι’ αφτὰ που θά κανα, αν εζούσα, θά πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος ὁ Νέαρχος θα κοπανισει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, γιὰ να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων. Θά πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα, καθὼς ο βασιλιάς ᾿Αντίπατρος θα κόψει τη γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα, για να µάθει, πως μπορεί να προδίνει την πατρίδα του, μα δεν κάνει να βρίζει και τὸν ξένο µισθοδότη... Θά µουνα πραγματικά επικίντυνος στη δηµόσια τάξη, στο «συμφέρον του κρείττονος». Και να ρίχνατε το κουφάρι µου μακριά στον Κορινθιακό η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα -- «μὴ ταφήναι εν γῇ ἁττικῇ» Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λὲς την αλήθεια !... Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας, στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαµόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασµα, θά µπαινα στα µικροµάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιοµάτα λέρα και βόχα. Και θά λεγα : «Λέφτεροι πολίτες ! Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκότανε στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα και πάνου σ᾿ άλιωτα χιόνια, πάλε θά τανε ο καλύτερος απ᾿ ὅλους, γιατί το θέλ᾽ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας µέσα σ᾿ αφτήνε : χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, θεοί κ᾿ εξουσία, σκέψη και θέληση --- όλα ξένα ! Λιγοστοί σας έχετε τόσο µέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας... Και όταν βυθίζετε το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κ᾿ έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόµα του Νείλου κι απ᾿ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ᾿ τις ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !» Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ᾽ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι· με τα χέρια τ᾽ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ᾿ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε µέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κ᾿ η ψυχή σας είναι δικά τους». Ύστερα θα πῄγαινα στα νταμάρια της Πεντέλης, στις μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου, στους ταρσανάδες του Περαία, στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια και λουρίκια του πολέμου -- στους δούλους! θα κατέβαινα στ᾽ αμπάρια των καραβιών, όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα με το πυρωμένο σίδερο) βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους και ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα του βούρδουλα, σαν τύχει και λιγοθυµίσουν από την κοὐραση. θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια, σαν του ᾽ Αλκιβιάδη στον Κουβαρά, όπου ζεμένοι με τα καματερά ὀργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια. θα πήγαινα στην ᾿Ακρόπολη, στη Ῥαμνούντα, στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες, όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους στον αψηλό ουρανό τους µαρμαρένιους κολοσσούς του πνεµατός σας, τους Παρθενώνες. Και θαν τους ἔλεγα : «Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοί και Σκύθες και Ρωμιοί ! Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες, παιδαγωγοί, τσογλάνια. Μαντινούτες του γυναικωνίτη κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων. Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ᾽ιδιωτικοί. η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει, πως είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι. Μα μήτε οι θεοί μήτε κ᾿ η φύση διατάξανε το σπέρµα του πατέρα σας να σας γεννήσει τέτιους. η τὐχη σας έκανε κι η συνήθεια σας αποτέλειωσε. είσαστε σκλάβοι εσείς, για νά μαστ᾽ εμείς οι λέφτεροι. Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε τον ανοιξιάτικο ουρανὀ. Ἔχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του. Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ᾽ακρογιάλια κι αστροβολάνε κάµποι και γήλιος. Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι κι άδικοι, για να γίνετ' εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι --- σεις, οο προγόνοι σας, αδιάφορο ! Είσαστε το µεγάλο ψυχομέτρι. Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε με τους αδικημένους λέφτερους. να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και θα γίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ' η δημοκρατία των “αρίστων” να τους πάρετε τ᾽ αγαθά και να τους βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε». -- «Και να καθόμαστ᾽ εμείς», θ᾽απαντούσανε μερικοί µαθηµένοι να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά μπροστά στοὺς δυνατούς και να ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους. -- «Όχι», θα φώναζα εγώ. «θα δουλέβουνε κ᾿ αφτοί και σεις. Κοινή δουλειά, κοινά τ᾽ αγαθά κι η λεφτεριά...» -- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά. Δε μας κάνει...» -- «Μην πειράζεστε ! Σαν έρτει κείν᾽ η ώρα, θα μπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι· να λυτρώσετε, θέλοντας και µη, το σώμα σας, την ψυχή σας και το πνέµα σας». -- «Ποιοί, µωρέ, θα μας βάλουνε σε δρόµο ;» πάλε θα ξεφωνούσανε. -- «Οἱ Σκύθες !». Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά σα ρουκέτα : «Τέλειωσε το νερό !» Είταν ο κλητήρας. Οι δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμή ξεφωνίζοντας και βλαστηµώντας και τρέξαν όλοι πατείς µε πατώ σε κατά την πόρτα. Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός. Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν αναμεταξύ τους ποιός θα πάει πρώτος στο ταμείο να πάρει το µιστό του ! Ακόμα κ’ οι κλητήρες ορμήσανε κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά κι αφήσανε το Σωκράτη µοναχό του πάνου στο βήμα να πικρογελά. Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη στην ψυχή και στο πρόσωπο, κατεβαίνοντας από το βήμα παρακάλεσε τον Πλάτωνα, που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά, να τον ὁδηγήσει στη φυλακή : «Δεν ξέρω, καημένε, µήτε που βρίσκεται µήτε κι από ποιό δρόµο πάνε !» (μουσική)