9:59:59.000,9:59:59.000
Κώστας Βάρναλης[br]Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
9:59:59.000,9:59:59.000
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
9:59:59.000,9:59:59.000
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
9:59:59.000,9:59:59.000
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ[br]καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
9:59:59.000,9:59:59.000
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
9:59:59.000,9:59:59.000
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ[br]ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
9:59:59.000,9:59:59.000
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά),
9:59:59.000,9:59:59.000
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,[br]σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
9:59:59.000,9:59:59.000
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε[br]τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
9:59:59.000,9:59:59.000
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ[br]κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
9:59:59.000,9:59:59.000
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο[br]οὐρανὸ
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα,[br]ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη[br]τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε[br]ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα[br]καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
9:59:59.000,9:59:59.000
τοῦ σκίνου καὶ τοῦ θυμαριοῦ,[br]ποὺ ἄνάδινεν η χέρσα Ὑῆς.
9:59:59.000,9:59:59.000
"Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,[br]γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
9:59:59.000,9:59:59.000
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,[br]τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
9:59:59.000,9:59:59.000
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα[br]καὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κρατώντας ὅλοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε[br]τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
9:59:59.000,9:59:59.000
περίεργοι νὰ ἰδοῦνε μὲ τί τσαλίµια[br]θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
9:59:59.000,9:59:59.000
"Αμα σταματήσει ὁ μύλος τὰ μεσάνυχτα,[br]ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ ὅλη τὴ σιωπή, ποὺ τὸν[br]ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντοῦ,
9:59:59.000,9:59:59.000
µῆτε ξύπνησε, µῆτε κουνηθηκε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε ἀπὸ τὸ[br]µανίκι: «Δάσκαλε ἣ σειρά σου».
9:59:59.000,9:59:59.000
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ εἶδε[br]σαστισµένος ὅλο χκεῖνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεῖ, πὼς πεντακόσια[br]θεριὰ τὸν εἴχανε ζώσει ἀγριεμένα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του[br]τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ κοιτᾶζονταςἀπάνου στὸ τραπέζι[br]τὰ δυὸ τσουκάλια
9:59:59.000,9:59:59.000
(τὸ ἕνα χαλκωματένιο καὶ τ ἄλλο ξύλινο)[br]σοβαρὰ καὶ τὰ δυὸ καὶ κατσουφιασµένα,
9:59:59.000,9:59:59.000
λὲς κ᾿ εἴχανε ψυχη καὶ τόνε µισούσανε[br]κι ἀφτά, μουρμούρισε:
9:59:59.000,9:59:59.000
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεῖς, ὦ ἄντρες᾿Αθηναῖοι,[br]ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ξανακάθισε κι ἄρχισε πάλε[br]νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε[br]μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιµο
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα[br]συναμεταξὺ τους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τοὺς ζεµάτιζε τόσες ὧρες[br]ὁ κατάκορφος ήλιος μὲ τὴν ἐλπίδα,
9:59:59.000,9:59:59.000
το πὼς θὰ γουστάρανε στὸ τέλος[br]μ᾿ ἀφτόνε τὸ γερογρουσούζη.
9:59:59.000,9:59:59.000
Θὰ τόνε βλέπαν ἄσοφο καὶ ταπεινωµένο
9:59:59.000,9:59:59.000
μπροστὰ στὸ Νόμο[br]τὸν ἀψηλομέτωπο καὶ παντογνώστη.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ νὰ τώρα ποὺ τοὺς χαλοῦσε τὸ κέφι.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ πιὸ πολὺ πειραχτήκανε, ποὺ καταφρόνεσε[br]τέτοιαν ὥρα
9:59:59.000,9:59:59.000
τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ τῆς δημοκρατίας: πρῶτα[br]ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ὕστερα νὰ σὲ κόβουνε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ὅπως, ἅμα δέρνεις ἕνα παιδὶ[br]κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
9:59:59.000,9:59:59.000
πεισματώνεσαι καὶ τὸ δέρνεις περισσότερο,[br]ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει[br]τὴ δύναμη τοὺς,
9:59:59.000,9:59:59.000
τόνε βγάλανε μὲ τὴν πρώτη τους ψηφοφορία[br]φταίχτη καὶ στὰ τρία κακουργήματα,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ τὸν κατηγόρησαν[br]οἱ τρεῖς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετῆς.
9:59:59.000,9:59:59.000
'Ὁ Σωκράτης, σὰν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τους,[br]ἔκανε: χμ.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ἅμα τόνε ρωτῆξανε κατόπι[br](σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο),
9:59:59.000,9:59:59.000
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ ἐξορία,[br]κούνησε τὴ φαράκλα του δῶθε κεῖθε
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ δὲν ἀπάντησε τίποτα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τότες ὁ κλητήρας ζύγωσε καὶ τοῦ τὸ[br]ξαναφώναξε δυνατὰ µέσα στ᾽ ἀφτιά του.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ὁ Σωκράτης, θέλοντας καὶ μη, σηκώθηκε[br]πάλε βαριεστισµένα καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲ λέω,
9:59:59.000,9:59:59.000
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι καὶ δίκαιες[br]καὶ συφερτικὲς γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ὅμως ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα μιὰν τρίτη».
9:59:59.000,9:59:59.000
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν οὗλοι χαρούμενα.
9:59:59.000,9:59:59.000
«Είτε σᾶς ἐβεργέτησα εἴτε σᾶς ζήμιωσα
9:59:59.000,9:59:59.000
νὰ μὲ βάλετε τώρα, ποὺ γέρασα,[br]στὸ Τεμπελχανιὀ.
9:59:59.000,9:59:59.000
"Ἔτσι καὶ σεῖς θ'ἀσφαλιστεῖτε ἀπὸ µένα[br]κ’ἐγὼ θὰ ξεκουραστῶ ἀπὸ σᾶς.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καἱ ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωὶ στὴν πόρτα µου
9:59:59.000,9:59:59.000
(χωρὶς νὰ μὲ βλέπετε[br]καὶ χωρὶς νὰ σᾶς βλέπω)
9:59:59.000,9:59:59.000
ζεστὲς κι ἀφράτες ἐκεῖνες[br]τὶς ὡραῖες µελόπιτες,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ δίνετε τόσους αἰῶνες ἐβλαβικὰ[br]στὸ ἅγιο φίδι τοῦ ᾿Ἠρεχθείου,
9:59:59.000,9:59:59.000
τὸ γιὸ τῆς Παρθένας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιατὶ θαρρώ, πὼς ἐγὼ σᾶς ἔκανα[br]καὶ περισσότερο καλὸ καὶ λιγότερο κακὸ
9:59:59.000,9:59:59.000
παρὰ κάθε λογῆς θεϊκὸ ζωντόβολο».
9:59:59.000,9:59:59.000
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, ποὺ[br]μὲ τὸ παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεῖα,
9:59:59.000,9:59:59.000
γελάσανε μ᾿ὅλη τὴν καρδιά τους,
9:59:59.000,9:59:59.000
σὰν ἀκούσανε τ᾽ἀναπάντεχο τοῦτο χωρατὸ[br]τοῦ Σωκράτη.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ περιμέναμε νὰ τοὺς πεῖ κι ἄλλα. [br]Καὶ κεῖνος σὲ λίγο:
9:59:59.000,9:59:59.000
«Κι ἀφοῦ κάνω τὴ σωστότερη,[br]καθὼς φαίνεται, κρίση,
9:59:59.000,9:59:59.000
ἐγὼ ταιριάζει νὰ πάρω καὶ τοὺς μιστοὺς[br]ὁλωνῶνε σας».
9:59:59.000,9:59:59.000
Πωπώ! τί γένηκε τότες![br]Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
9:59:59.000,9:59:59.000
"Αλλοι σηkώσανε τὰ μπαστούνια,[br]ἄλλοι ἁρπάξανε πέτρα
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ἄλλοι χυμήξανε πάνου στὰ κάγκελα[br]μὲ τὰ δέκα νύχια
9:59:59.000,9:59:59.000
μπροστά γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουνε[br]κι ὅλοι φωνάζανε µαζί,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ δὲν ξεχώριζες λέξη.
9:59:59.000,9:59:59.000
᾽Ακοῦς ἐχεῖ νὰν τοὺς ζητάει[br]τοὺς τρεῖς ὀβολούς, τὸν τίµιο κόπο τους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γι' ἀφτὸ λοιπὸν αφήσανετὶς δουλειές τους[br]νοικοκυρέοι ἀνθρώποι
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ χασοµερίσαν ὅλη µέρα[br]γιὰ νὰ διαφεντέψουνε τὴν πατρίδα;
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ δὲν εἴτανε δὰ γιὰ τὰ λεφτά... [br]μὰ τοὺς ζητοῦσε νὰ παρανομήσουν.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καἱ νὰ θέλανε, δὲν εἴχανε µήτε ἀφτοὶ
9:59:59.000,9:59:59.000
τὸ δικαίωμα νὰ χαρίσουνε τὸ µιστό τους,[br]µῆτε κ᾿η πολιτεία νὰ τοὺς τόνε στερήσει...
9:59:59.000,9:59:59.000
Μωρὲ τοῦτος εἶναι μπὶτ ξετσίπωτος[br]κι ἄθεος καὶ προδότης! Καλὰ καὶ θὰ ἰδεῖ!
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιὰ τοῦτο, μιὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης[br]δὲ διάλεγε τὸ εἶδος τῆς τιμωρίας του,
9:59:59.000,9:59:59.000
τόνε καταδικάσαν ἀφτοί,[br]μὲ τὴ δεύτερη Ψηφοφορία τους
9:59:59.000,9:59:59.000
(πάλε σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο)[br]νὰ πιεῖ τὸ φαρμάκι.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τότες ἴσα ἴσα λαμποκόπησε ὁλάκερος[br]ἀπὸ κέφι καὶ δύναμη.
9:59:59.000,9:59:59.000
Απλὸς καὶ σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν[br]οἱ περισσότεροι στὰ µεθύσια του,
9:59:59.000,9:59:59.000
στοὺς καβγάδες καὶ στὸν πόλεμο,[br]στάθηκε στέρεα στὸ βῆμα
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ µισοχλείνοντας τὰ πονηρά του μάτια[br]τοὺς εἶπε σιγὰ σιγὰ τοῦτα,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ μέλλει νὰ διαβάσετε παρακάτου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Οἱ τάχατες «ἀπολογίες», ποὺ τοῦ γράψανε,[br]φίλοι καὶ µαθητάδες,
9:59:59.000,9:59:59.000
ὅλες εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τους,[br]µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
9:59:59.000,9:59:59.000
πὼς ὁ Σωκράτης εἴταν ἀθῶος,[br]ὁ Νόμος εἴτανε δίκαιος
9:59:59.000,9:59:59.000
κ'οἱ δικαστάδες ντόµπροι καὶ τίµιοι[br]Αθηναῖοι,ποὺ κάνανε... λάθος·
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ µονάχοι φταῖχτες οἱ τρεῖς παλιανθρώποι[br]ποὺ τόνε κατατρέξανε τὸ ζάβαλη.
9:59:59.000,9:59:59.000
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
9:59:59.000,9:59:59.000
ΤΙ ΩΡΑ εἶναι;... Περασμένο μεσημέρι !... [br]"Έξι σωστὲς ὡροῦλες kαὶ δὲν ἄχουσα τίποτα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Τὰ χρόνια, βλέπετε,[br]μοῦ βαρύνανε τὴν ἀκοη...
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν ὁ Δυσσέας εἶχε τὸ κουσούρι µου,
9:59:59.000,9:59:59.000
δὲ θὰ κόπιαζε νὰ καλαφατίσει τ᾽ἀφτιά του[br]μὲ κερὶ καὶ νὰ δεθεῖ στὸ κατάρτι,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει[br]τὸ δονικὸ τραγούδι τοῦ θανάτου.
9:59:59.000,9:59:59.000
᾽Αγκαλὰ (μιὰ καὶ τό φερε η κουβέντα)
9:59:59.000,9:59:59.000
ὁ θάνατος ἀντιλάλησε βαθύτερα[br]µέσα στὴν ψυχη του
9:59:59.000,9:59:59.000
κ᾿ ὕστερα τὸν ἄκουγε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωῇ.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ καὶ νά χα δἐκ᾽ ἀφτιὰ χι ὅλα γερά,[br]πάλε δὲ θὰ µποροῦσα ν᾿ ἀχούσω.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τά χασα μπροστὰ στὸ µεγάλο[br]καὶ φανταχτερὀ σας πλῆθος.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μοῦ φαινότανε, πὼς εἴμουνα[br]στὸν ἄλλον κόσµο
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ μὲ δικάζανε πεθαμένον[br]πεντακόσοι Πλούτωνες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γι'ἀφτὸ καὶ χαμογελοῦσα ταπεινά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Εἴταν ἀπὸ φόβο, σαστισµάρα καὶ βλακεία!
9:59:59.000,9:59:59.000
Α !... νιώθω νὰ λαχταρίζει[br]µέσα στὴν φυχη µου
9:59:59.000,9:59:59.000
τὸ πατριωτικὀ µου φιλότιµο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ἔχω κ᾿ ἐγὼ τὶς µεγάλες ἀφτὲς ἀρετές !
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ἆληθινά, ὅπου ριζοβολήσει[br]τούτ' ἢ Τριάδα
9:59:59.000,9:59:59.000
(βλακεία, σαστισµάρα καὶ φόβος)
9:59:59.000,9:59:59.000
ἐκεῖ κι ὁ Νόμος ἔχει δύναμη[br]κι ὁ λαὸς εἶν᾽ἐφτυχισμένος.
9:59:59.000,9:59:59.000
Λοιπὸν δὲν ἄκουσα τίποτα,[br]γιατί χε σταματήσει τὸ µυαλό µου.
9:59:59.000,9:59:59.000
"Άλλοτε συνείθιζε νὰ ταξιδέβει[br]πολὺ µακριά, σὲ
9:59:59.000,9:59:59.000
μιὰ χώρα ξωτική, ποὺ μήτε πουλὶ[br]µῆτε πλεούμενο τῆνε ζύγωσε ποτές,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατὶ δὲν ὑπάρχει πουθενά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Εκεῖθες µαταγύριζε πάντα γιοµάτο[br]βουητὰ καὶ θάμπη καὶ πόνους ἀβάσταγους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Εἴταν h χώρα τῶν Ιδεῶν,[br]ὦ ἄντρες᾽ Αθγναῖοι!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι όποιος μπεῖ σ᾿ ἀφτῆνε μιὰ φορὰ[br]παθαίνει τὸ δυστύχημα τοῦ Τειρεσία,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ εἶδε τὴν Παλλάδα κατάγυμνη.
9:59:59.000,9:59:59.000
Στραβώνεται γιὰ πάντα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ τώρα τελεφταῖα τὸ μυαλό µου φέρνεται[br]σὰν τὰ µουλάρια, ποὺ βρίσκονται ξαφνικὰ
9:59:59.000,9:59:59.000
μπροστὰ σ᾿ ὀλόρθο γκρεμὸν[br]η πάνου σὲ σάπιο γεφύρι.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ δὲ θέλει νὰ κάνει μισὴ πιθαμή[br]πἐρ᾽ ἀπὸ τὴ μύτη μου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ μ᾿ ἀναγκάζει νὰ σκύβω νὰ κοιτάζω τὴ[br]μύτη µου! Ολάκερος κόσμος!
9:59:59.000,9:59:59.000
᾿Απεραντοσύνη τῆς ᾱσκῄμιας,[br]ἤγουν τῆς ἀλήθειας!
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὲ πιάνει ζάλη καὶ τὰ µελίγγια µου[br]χτυπᾶνε σὰ σφυριά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Παράξενο πράμα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Βλέπουμε θεούς, ἰδέες, ὀνείρατα,[br]περασμένα, μελλούμενα
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ δὲ βλέπουμε τὴ μύτη µας,[br]ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι!
9:59:59.000,9:59:59.000
Τώρα καταλαβαίνω, πὼς ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι[br]ἐκεῖνος ποὺ καταφέρνει νὰ τῆνε ἰδεῖ
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ νὰ τὴν καταλάβει.
9:59:59.000,9:59:59.000
K’᾿ἐγὼ μήτε τὴν εἶχα ποτὲς ὑποψιαστεῖ,[br]πὼς ὑπάρχει κι ἃς μὲ πειράζαν ὅλοι,
9:59:59.000,9:59:59.000
πὼς εἴτανε πλατσουκωτὴ[br]σὰν τῆς μαϊμοῦς καὶ τοῦ τράγου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δὲν ἄκουσα τὸ λοιπὸν τίποτα,[br]γιατὶ ὅλες ἀφτὲς τὶς ὧρες
9:59:59.000,9:59:59.000
μελετοῦσα τὴ μύτη µου, γιὰ νὰ γίνω σοφός.
9:59:59.000,9:59:59.000
Βέβαια τὰ παραλέω.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἄκουσα τίποτα!
9:59:59.000,9:59:59.000
“Αρπαζε καὶ µένα κάπου κάπου[br]τ᾽ ἀφτί µου καμιὰ βρισιὰ τῶν κατηγόρων
9:59:59.000,9:59:59.000
ἡ καμιὰ βλαστήμια δική σας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καἱ γελοῦσα µέσα µου[br]μὲ τὶς κοροϊδεφτικὲς ἀπάντησες,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ μοῦ ἐρχόντανε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ δὲν μποροῦσα νὰν τὶς πῶ[br]κείνη τὴ στιγμή·
9:59:59.000,9:59:59.000
ὁ νόµος ἀπαγορέβει νὰ διακόψεις τὸ ρήτορα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ἔϊτσι κρατιόµουνα κ᾿ ἐγώ, γιὰ νὰ σᾶς τὰ πῶ[br]μιὰ καὶ καλη στὸ τέλος, καθὼς σφίγγεται,
9:59:59.000,9:59:59.000
κρατιέται χι ἀναβάλλει κανεὶς[br]τὶς χειμωνιάτικες νύχτες,
9:59:59.000,9:59:59.000
σὰ βρέχει καὶ φυσάει χιονιάς,[br]νὰ βγεῖ στὴν ἀβλὴ πρὸς νεροῦ του.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ σὰν ήρτε κ᾿ η σειρά µου νὰ μιλήσω,
9:59:59.000,9:59:59.000
ξέχασα τί θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ[br]βαρέθηκα νὰν τὰ θυμηθώ.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ κεῖνο ποὺ ἄκουσα καλύτερα[br]εἴταν η θανατική σας ἀπόφαση.
9:59:59.000,9:59:59.000
Την ἠξερ᾽ ἀπὸ τὰ πρίν,[br]γιατί χα πλέρια µπιστοσύνη
9:59:59.000,9:59:59.000
στὸν ξεπεσμὸ τοῦ καιροῦ µας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ καὶ νὰ μὴν τὴν ήξερα, δὲ θά τανε[br]δύσκολο νὰ τὴν καταλάβω.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τὰ νυσταγµένα μάτια σας[br]καὶ τὰ χασμουρητά σας
9:59:59.000,9:59:59.000
τὸ µαρτυρούσανε καθαρά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δὲν εἴτανε λοιπὸν ἀνάγκη νὰ βάλετε[br]κοτζὰμ τελάλη
9:59:59.000,9:59:59.000
νὰ μοῦ τὸ γκαρίξει µέσα στ᾽ ἀφτιά µου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μά καὶ νὰ μὴ νυστάζατε,[br]πάλε θὰ μὲ θανατώνατε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Kοιτάχτε τοὺς κατηγόρους!
9:59:59.000,9:59:59.000
Ὡραῖοι, πλούσια ντυμένοι,[br]σπουδαῖα προσώπατα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Πατριῶτες μὲ πατέντα! Kοτσαμπασήδες,[br]ήλιοι τῆς Δημοκρατίας!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιά κοιτάχτε κ ἐμένα! Σουλούπι μιὰ φορά![br]Κουρελῆς, κακοσούσουµος, γρουσούζης,
9:59:59.000,9:59:59.000
ἀνιπρόκοπος, σωστὸς κοπρίτης[br]κι «ἄνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!»
9:59:59.000,9:59:59.000
Ποῦ νὰ κρυφτῶ![br]Ν᾿ ἀνοίξ᾽ ἡ γὴς νὰ μὲ καταπιεῖ!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Κ᾿ ἐγὼ νά µουνα στὴ θέση σας,
9:59:59.000,9:59:59.000
θὰ ντρεπόµουν νὰ μὴν καταδικάσω[br]τὸν ἑαφτό µου καὶ σὲ θάνατο
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ σ᾿ ἀνελέητο στειλιάρι καὶ θὰ τὰ[br]θεωροῦσα καὶ τὰ δυὸ µεγάλη µου τιμή.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ἡ ψυχἠ τους ὅμως ξεπερνάει πολὺ[br]τὴν ὄψη τους καὶ τὸ ντύσιμὀ τους
9:59:59.000,9:59:59.000
σ᾽ὀμορφιὰ καὶ πλοῦτο!
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιατί καταδεχτηκανε νὰ ζητήσουνε[br]τὸ θάνατό µου ;
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιὰ τὸ καλὸ τῆς πολιτείας!
9:59:59.000,9:59:59.000
᾿Αφτοὶ δὲν κερδίζουνε τίποτα[br]κι ἂν πεθάνω κι ἂν ζήσω.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μήτε τὰ χωράφια, ποὺ δὲν ἔχω, θέλανε[br]νὰ μοῦ τὰ τσεπώσουνε φτηνὰ
9:59:59.000,9:59:59.000
στὴ δημοπρασία·
9:59:59.000,9:59:59.000
μήτε νὰ μ᾿ ἄναγκάσουνε[br]νὰν τοὺς δώσω λεφτά,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιὰ νὰ πάρουνε πίσω τὴ μήνυση[br](ποῦ νὰ τὰ βρῶ;) µητε βέβαια βιάζονται
9:59:59.000,9:59:59.000
νὰ χηρἐψ᾽ Ἡ γριὰ Ξανθίππη, γιὰ νὰ μοῦ[br]τήνε παντρευτεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς τρεῖς
9:59:59.000,9:59:59.000
(χαρά στὸ πράµα!).
9:59:59.000,9:59:59.000
Θέλαν, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,[br]μὲ τὸ δικό µου τὸ πέσιµο
9:59:59.000,9:59:59.000
νὰ στηρίξουνε µέσα στὴν ψυχή σας[br]τὴν ᾿Αρετή, ποὺ τρεκλίζει.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τοῦ λαοῦ µπροστάρηδες,[br]ἂν δὲν εἴτανε τίµιοι καὶ καθαροί,
9:59:59.000,9:59:59.000
θά ταν ἀφτοὶ κατηγορούμενοι[br]κ᾿ ἐγὼ κατήγορος.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ποιός δὲ θαμπώνεται μπροστὰ[br]στὸ µεγαλοδύναμο ταμπάκη τὸν "Ανυτο ;
9:59:59.000,9:59:59.000
Ὁ γενναῖος στρατηγός!
9:59:59.000,9:59:59.000
Τόνε στείλατε μὲ τριάντα καράβια[br]νὰ σώσει τὸ Νιόαστρο
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ἀφτὸς κρύφτηκε δῶθες ἀπὸ τὸν κάβο Μαλιὰ[br](ἐνάντιος ἄνεμος),
9:59:59.000,9:59:59.000
ὥσπου νὰ πέσει τὸ κάστρο[br]καὶ νὰ γλυτώσει τὸ πετσί του.
9:59:59.000,9:59:59.000
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει[br]να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
9:59:59.000,9:59:59.000
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,[br]έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
9:59:59.000,9:59:59.000
Αυτός, που φοβάται τη ζωή[br]του για τα χρήματα,
9:59:59.000,9:59:59.000
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
9:59:59.000,9:59:59.000
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε[br]καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε
9:59:59.000,9:59:59.000
και στα συνήθεια της δημοκρατίας[br]και στον ενάντιον άνεμο,
9:59:59.000,9:59:59.000
που του στάθηκε τόσο βολικός.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν[br]ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
9:59:59.000,9:59:59.000
ναν του γράψει την κατηγορία,[br]που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός[br]ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
9:59:59.000,9:59:59.000
(τουλάχιστο ξυπνότερη)[br]και με τα μισά λεφτά;
9:59:59.000,9:59:59.000
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα[br]για υπεράσπισή μου
9:59:59.000,9:59:59.000
κατάφερα να σας λυσσάξω[br]και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
9:59:59.000,9:59:59.000
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο[br]κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
9:59:59.000,9:59:59.000
όπως θαν το κάνω τώρα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για[br]ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα,
9:59:59.000,9:59:59.000
και να φτιάξω και το κιβούρι μου[br]από καρυδόξυλο,
9:59:59.000,9:59:59.000
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,[br]που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
9:59:59.000,9:59:59.000
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
9:59:59.000,9:59:59.000
Είδατε ποτέ σας ρήτορα[br]που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
9:59:59.000,9:59:59.000
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και[br]του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα τούτος, ξέροντας[br]τί θα πει πατριωτισμός,
9:59:59.000,9:59:59.000
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς[br]«ἀντί ἀργυρίου».
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
9:59:59.000,9:59:59.000
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες[br]ενάντια στη Μοίρα,
9:59:59.000,9:59:59.000
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,[br]αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα,
9:59:59.000,9:59:59.000
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους[br]που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή
9:59:59.000,9:59:59.000
και την περιουσία του λαού,[br]δηλαδή τη δικιά του,
9:59:59.000,9:59:59.000
και που σκοτώνουνε τους προδότες,
9:59:59.000,9:59:59.000
δηλαδή τους ανάξιους[br]να πουλάνε την πατρίδα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι[br]με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
9:59:59.000,9:59:59.000
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
9:59:59.000,9:59:59.000
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει[br]Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… Τίμημα θάνατος!».
9:59:59.000,9:59:59.000
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής[br]και διάσημος «τέτοιος».
9:59:59.000,9:59:59.000
Όμως αληθινό παλικάρι.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα[br]να υπογράψει αυτός την κατηγορία
9:59:59.000,9:59:59.000
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο,[br]σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
9:59:59.000,9:59:59.000
να καταδικαστεί σε «ατιμία» —[br]σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα[br]για την πατρίδα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,[br]μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
9:59:59.000,9:59:59.000
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα[br]στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι όσες φορές μου φορτώσατε[br]με το ζόρι κανέν’ αξίωμα,
9:59:59.000,9:59:59.000
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες[br]των άλλων αρχόντων
9:59:59.000,9:59:59.000
και με τα γούστα του λαού,
9:59:59.000,9:59:59.000
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,[br]πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και πριν να δοξαστείτε σεις[br]θανατώνοντάς με,
9:59:59.000,9:59:59.000
παρά τρίχα να πάθαινα[br]τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο,
9:59:59.000,9:59:59.000
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας[br]και μια με τους τριάντα τυράννους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα[br]τα μπόγια των κατηγόρων
9:59:59.000,9:59:59.000
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
9:59:59.000,9:59:59.000
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη[br]για νά καταδικαστώ.
9:59:59.000,9:59:59.000
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί[br]— άσπρο, μαύρο!
9:59:59.000,9:59:59.000
Ένας κι ένας. «Διὸς κριταί!».[br]Μοναχά ψυχή και μυαλό.
9:59:59.000,9:59:59.000
Χωρίς φαντασία και χωρίς[br]μάταια ψιλολογήματα. Μια κι όξω!
9:59:59.000,9:59:59.000
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση[br]με την ίδια ευκολία
9:59:59.000,9:59:59.000
που βγάζετε τη μύξα σας με τα δάχτυλα[br]και την κολλάτε κει που κάθεστε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
9:59:59.000,9:59:59.000
πρόεδρος του συλλόγου[br]για την προστασία της Ηθικής,
9:59:59.000,9:59:59.000
που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε[br]στο δρόμο,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του[br]στους αγαπητικούς του — κι αυτός βλέπει!
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,[br]καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,[br]που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε[br]φαμελικά του τα χωράφια
9:59:59.000,9:59:59.000
και τα λιοστάσια της.
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι[br]και καραβοκυραίοι του Περαία,
9:59:59.000,9:59:59.000
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι[br](όνομα και πράγμα!),
9:59:59.000,9:59:59.000
που τα καταφέρνουνε και γίνονται[br]κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
9:59:59.000,9:59:59.000
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των[br]γεννημάτων, των αλευριών και του ψωμιού
9:59:59.000,9:59:59.000
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,[br]μπας κι είναι ξύκικα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης[br]από την Κηφισιά,
9:59:59.000,9:59:59.000
που ρήμαξε τη φτωχολογιά,[br]μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και,
9:59:59.000,9:59:59.000
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο[br]και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
9:59:59.000,9:59:59.000
και ξύνεται κει που του ταίριαζενα[br]βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,[br]μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
9:59:59.000,9:59:59.000
λουσμένος στ’ αρώματα[br]μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
9:59:59.000,9:59:59.000
του πορνικού φόρου,[br]που του τονε πλερώνουνε
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
9:59:59.000,9:59:59.000
που πέταξε στο δρόμο[br]τα παιδιά τ’ αδερφού του
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά[br]τονε φτωχύνανε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,[br]που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
9:59:59.000,9:59:59.000
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,[br]και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
9:59:59.000,9:59:59.000
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε[br]και θα καλογερέψει,
9:59:59.000,9:59:59.000
για να σώσει την ψυχή του !
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο φημισμένος[br]ψευτομάρτυρας Αληθίων,
9:59:59.000,9:59:59.000
που για να προφταίνει[br]στις πολλές δουλειές του,
9:59:59.000,9:59:59.000
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά[br]των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς…
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά κι ο…
9:59:59.000,9:59:59.000
Μεγάλος σαματάς, φοβέρες και φωνές:[br]“Κάτου! Κάτου!”
9:59:59.000,9:59:59.000
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»![br]Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
9:59:59.000,9:59:59.000
Έχετε καιρό να θυμώσετε,[br]γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας[br]χωριστά τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
9:59:59.000,9:59:59.000
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’[br]από τις δυο πρώτες σειρές.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ύστερα, πού να σας ξέρω[br]κι ολουνούς με τ’ όνομα…
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας[br]από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
9:59:59.000,9:59:59.000
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
9:59:59.000,9:59:59.000
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
9:59:59.000,9:59:59.000
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο[br]και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
9:59:59.000,9:59:59.000
για να σας τις ιστορήσουνε[br]και ναν τις πιστέψετε!..
9:59:59.000,9:59:59.000
Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε[br]με το ξεσκέπασμά σας;
9:59:59.000,9:59:59.000
Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος[br]χτες και σήμερα κι αύριο…
9:59:59.000,9:59:59.000
Ένας σας να ’τανε καθαρός, ο Νόμος[br]θα γκρεμιζότανε χάμου
9:59:59.000,9:59:59.000
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μη μου πείτε: «Νά τος![br]Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
9:59:59.000,9:59:59.000
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη[br]κι η ψυχή το σώμα·
9:59:59.000,9:59:59.000
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού[br]μα μονάχα των φιλοσόφων
9:59:59.000,9:59:59.000
(δηλαδή τη δική του·[br]όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
9:59:59.000,9:59:59.000
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,[br]τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
9:59:59.000,9:59:59.000
παραλαλεί και βρίζει».
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
9:59:59.000,9:59:59.000
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,[br]ήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα[br]με την μπαμπεσιά των νόμων,
9:59:59.000,9:59:59.000
όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα[br]τη γωνιά μετά λίγους μήνες ή χρόνια
9:59:59.000,9:59:59.000
με το θέλημα της Φύσης.
9:59:59.000,9:59:59.000
Σας χρωστάω και χάρη…
9:59:59.000,9:59:59.000
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από[br]το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
9:59:59.000,9:59:59.000
κάνω γούστο να κοροϊδεύω[br]και σας και τον εαυτό μου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε[br]μ’ αυτά που σας λέω,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα[br]μήτε και να φύγετε αποδώ,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,[br]χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
9:59:59.000,9:59:59.000
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας[br]αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
9:59:59.000,9:59:59.000
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
9:59:59.000,9:59:59.000
Εσείς θα τρομάζτε πιο πολύ μοναχά[br]να φανταζόσαστε
9:59:59.000,9:59:59.000
τον εαυτό σας στη θέση μου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα[br]σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
9:59:59.000,9:59:59.000
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,[br]το γυάλωμα των ματιών
9:59:59.000,9:59:59.000
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
9:59:59.000,9:59:59.000
το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει[br]γλιστρώντας λίγο λίγο
9:59:59.000,9:59:59.000
και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι[br]κι ύστερα στην καρδιά… Κι αυτό ήταν όλο!…
9:59:59.000,9:59:59.000
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας,[br]ω άντρες Αθηναίοι.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,[br]μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
9:59:59.000,9:59:59.000
όλα τα καλά του Θεού: τράγιο συκώτι[br]ψημένο στη θράκα,
9:59:59.000,9:59:59.000
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
9:59:59.000,9:59:59.000
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι[br]και σκόρδο, καρύδια, σταφίδα,
9:59:59.000,9:59:59.000
κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός!
9:59:59.000,9:59:59.000
Είσαστε αθάνατοι!
9:59:59.000,9:59:59.000
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
9:59:59.000,9:59:59.000
αν η Μοίρα σάς γεννούσε[br]με μιαν αλογήσιαν ούρα
9:59:59.000,9:59:59.000
που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά[br]σα βεντάγια και να διώχνει τις μύγες
9:59:59.000,9:59:59.000
που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε[br]και την ώρα που δικάζετε,
9:59:59.000,9:59:59.000
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
9:59:59.000,9:59:59.000
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
9:59:59.000,9:59:59.000
9:59:59.000,9:59:59.000
Σαν είδα τὸν ἑαφτό µου καργαρισµένον[br]ἀπάνου στὸ σανιδοχρέβατο
9:59:59.000,9:59:59.000
μὲ τὴν χκωμικὴν ἐπισημότητα[br]πόχουν ὅλα τὰ λείψανα,
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ γύρα µου θλιµένες Μαγδαληνὲς[br]τὸν πατριωτισμὸ τῶν κατηγόρων,
9:59:59.000,9:59:59.000
τὴ δική σας ἆλαθοσύνη[br]καὶ τὴν παρθενιὰ τῶν νόμων,
9:59:59.000,9:59:59.000
γέλασα μὲ τὴν καρδιά µου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν[br]από τους πεθαμένους
9:59:59.000,9:59:59.000
και πάνε στους ζωντανούς.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και σαν κοίταξα και σας τους ζωντανούς[br]από πάνω ως κάτου
9:59:59.000,9:59:59.000
να βρωμάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών
9:59:59.000,9:59:59.000
(άλλος νά χει θέρμες, άλλος σπάσιμο[br]κι άλλος μαγιασίλι…, ψώρα…, χτικιό…)
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ωστόσο νά χετε την όρεξη να βγάλετε[br]το μάτι του πλαγινού σας,
9:59:59.000,9:59:59.000
πήγε ο νους μου στα ζώα: όσα τρώνε τ’ άλλα[br]νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο·
9:59:59.000,9:59:59.000
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί[br]να μην ελπίζουνε,
9:59:59.000,9:59:59.000
πως θ’ αναστηθούνε[br]μια μέρα σε καλύτερη ζωή.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μ᾽ ὕστερα σκέφτηκα : ἀντίς, μωρὲ Σωκράτη,[br]νὰ στἐκεσαι πάνου στὸ βῆμα
9:59:59.000,9:59:59.000
«καὶ ὄμμασι καὶ σχήματι φαιδρὸς»[br]νὰν τοὺς χοροϊδέβεις,
9:59:59.000,9:59:59.000
ἂν εἴχανε µπροστά τους ξαπλωμένο[br]τὸ κουφάρι σου, γιὰ νὰν τὸ δικάσουν,
9:59:59.000,9:59:59.000
ὅπως δικάζουν οἱ ἐφέτες στὸ[br]«ἐπὶ Πρυτανείῳ» δικαστήριο
9:59:59.000,9:59:59.000
τ᾿ ἄψυχα πράµατα : τὰ τοῦβλα,[br]τὶς πεπονόφλουδες,
9:59:59.000,9:59:59.000
τὰ χασάπικα τσιγγέλια...,[br]ξέρεις τί θὰ γινότανε;
9:59:59.000,9:59:59.000
Θὰ µαζεβόντανε γύρα σου, θὰ σκύβανε[br]νὰ σὲ κοιτάξουνε κάµποσην ὥρα,
9:59:59.000,9:59:59.000
θὰ κουνούσανε λυπητερὰ τὸ κεφάλι τους[br]κ᾿ ὕστερα θὰ λέγανε:
9:59:59.000,9:59:59.000
«Καλὸς εἴταν ὁ κακομοίρης!...[br]Γιά ἰδὲς πῶς ὀμόρφηνε πεθαμµένος!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κλείσανε τ᾽ ἀλεπουδίσια μάτια του,[br]λιγνέψανε τὰ πρησµένα χείλια του,
9:59:59.000,9:59:59.000
στένεψε καὶ µάκρυνε[br]η πλατσουκωτή του μύτη...
9:59:59.000,9:59:59.000
"Έγινε μιὰ χαρά!... Θυµόσαστε[br]τί γοῦστο ποὺ εἶχε,
9:59:59.000,9:59:59.000
σὰν ἁλουποτίναζε τοὺς σοφιστάδες[br]καὶ τοὺς κάλπηδες!..
9:59:59.000,9:59:59.000
"Έκανε μεγάλο καλὸ στὴν πολιτεία.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τι αὐτὸ δὲν εἶδε χαΐρι...[br]Ἔζησε χαὶ πέθανε στὴν φάθα...
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ νὰν τὰ λέμε συναμεταξὺ μας,
9:59:59.000,9:59:59.000
ὅποιος ζημιώνεται μὲ τὰ λόγια[br]καὶ τὶς πράξες του
9:59:59.000,9:59:59.000
μπορεῖ νά ναι κουτός,[br]μὰ κατεργάρης δὲν εἶναι·
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ὅποιος κερδίζει μὲ τὶς πράξες του[br]καὶ μὲ τὰ λόγια του
9:59:59.000,9:59:59.000
ἄφτουνοῦ βρωμᾶνε κ᾿ οἱ φοῦχτες[br]κ᾿ η ψυχή του... Ξέρεις τί λέω ;
9:59:59.000,9:59:59.000
Νὰν τοῦ κάνουμε τὴν κηδεία του[br]«δημοσία δαπάνη».
9:59:59.000,9:59:59.000
Χρειάζονται παραδείγµατα[br]γιὰ τὰ παιδιά µας».
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός[br]νά χω πεθάνει μοναχός μου,
9:59:59.000,9:59:59.000
με σκοτώνετε σεις… πάλε για παράδειγμα.[br]Σας χρειαζόταν ένα θύμα…
9:59:59.000,9:59:59.000
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας[br]ν’ αγαπάνε την αρετή,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα να φοβούνται τη δημοκρατία!
9:59:59.000,9:59:59.000
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
9:59:59.000,9:59:59.000
για να πλερώσει τα κακουργήματα[br]της χτεσινής τυραννίας
9:59:59.000,9:59:59.000
και να φράξει το δρόμο[br]του ξαναγυρισμού της.
9:59:59.000,9:59:59.000
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ’ εμένα,
9:59:59.000,9:59:59.000
το "δάσκαλο" του Κριτία και του Θηραμένη[br]του κόθορνου,
9:59:59.000,9:59:59.000
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,[br]που σας έμπαινε στα ρουθούνια…
9:59:59.000,9:59:59.000
Τὸ κορμί μου (κόκκαλα καὶ σάρκες)[br]δὲ βαραίνει βέβαια
9:59:59.000,9:59:59.000
µέσα στὴν παλάντζα τῆς Νέμεσης[br]ὅσο τὰ χίλια πεντακόσα χορμιὰ
9:59:59.000,9:59:59.000
τῶν σκοτωµένων ἀπὸ τοὺς τυράννους
9:59:59.000,9:59:59.000
ὅμως βαραίνει τ᾽ ὄνομά µου,[br]βαραίνει κ᾿ η ψυχη µου!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ὅλοι σας ἴσαμ᾽ ἑκατὸ γενιὲς[br]νὰ µπαίνετε µάτσο
9:59:59.000,9:59:59.000
στό να τάσι τῆς παλάντζας, πάλε ἐγὼ[br]θὰ βάραινα περισσότερο...
9:59:59.000,9:59:59.000
θα βρεθοῦν ὕστερ' ἀπὸ χρόνια πολλοὶ[br]αὶ φίλοι κι ἄρνητάδες µου,
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ ντόπιοι καὶ ξένοι, καὶ συγκαιρινοὶ[br]καὶ µελλούμενοι,
9:59:59.000,9:59:59.000
ποὺ θὰ κάνουνε ντόρο µεγάλο[br]γύρα στὸ θάνατό µου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Θὰ μὲ ποῦνε «τῶν “Ἑλλήνων τὸ ἄριστον»,[br]«ἀηδόνα Μουσῶν», «τὸν δικαιότατον»,
9:59:59.000,9:59:59.000
«τὸν φρονιμώτατον», «κορώνα τῆς Ελλάδος».
9:59:59.000,9:59:59.000
Τὰ παιδιά σας θὰ μοῦ χτίσουν ἐκκλησιά,[br]τὸ «Σωκρατεῖον»,
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ θὰ μοῦ κάνουνε θυσίες[br]κάθε χρόνο, τὴν ἄνοιξη...
9:59:59.000,9:59:59.000
Θὰ μὲ προσκυνᾶνε γιὰ θεὸ
9:59:59.000,9:59:59.000
(σὲ μένα δὲν ἐπιτρέψατε νάχω[br]μήτε μιᾶς πεντᾶρας δαιµόνιο...).
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο;
9:59:59.000,9:59:59.000
Οἱ πρῶτοι γιὰ νὰ κολλήσουνε τ᾽ ὄνομά τους[br]δίπλα στὸ δικό µου
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ ν᾿ ἀκούγονται μαζί µου·[br]κ᾿οἱ δέφτεροι γιὰ νὰ δείξουνε,
9:59:59.000,9:59:59.000
πὼς ἂν ἐζοῦσα στὰ χρόνια τους,[br]θὰ μὲ καταλαβαίνανε καὶ θὰ μὲ τιμούσαν!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Μπόσικα πράματα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Καἱ κεῖνοι καὶ τοῦτοι θὰ παραφουσκώνουνε[br]τὴν ἀξία µου καὶ θ ἀδικοῦν ἐσᾶς·
9:59:59.000,9:59:59.000
θὰ λένε ψέματα καὶ θὰ πιστέβουνε ψέματα...
9:59:59.000,9:59:59.000
Εσεῖς κι ὁ Νόμος κάνατε τὸ χρέος σας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μονάχα ποὺ δὲ μὲ τιµωρήσατε[br]γιατὶ παρέβηκα τὸ Νόμο,
9:59:59.000,9:59:59.000
μὰ γιατὶ στάθηκ᾽ ἀνίκανος νὰ πατήσω[br]ἀπάνου του καὶ νὰ περάσω!...
9:59:59.000,9:59:59.000
«Αδικεῖ Σωκράτης ἆσθενὴς ὤν, ἅτε πένης...[br]Τίμημα θάνατος!!»
9:59:59.000,9:59:59.000
᾿Αφτὸ θά πρεπε νὰ λἐγ᾽ η μήνυση.
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν με δικάζατ’ ένας ένας χωριστά,[br]ω άντρες Αθηναίοι, θα μ’ αθωώνατε·
9:59:59.000,9:59:59.000
τόσο πολλοί, δεν μπορείτε…
9:59:59.000,9:59:59.000
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους[br]και κάνουνε πλήθος,
9:59:59.000,9:59:59.000
τόσο λιγότερ’ η κρίση τους[br]και πιότερ’ η κάκητα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ἂν εἴσαστε κολλημένοι πενταχκόσοι[br]διαλεχτοὶ σοφοὶ (Σωχκράτήδες νὰ ποῦμε),
9:59:59.000,9:59:59.000
δὲ θὰ κάνατε μισὸ Μπερτόλδο· ὄχι τώρα,[br]πού σαστε πεντακόσοι Μπερτόλδοι!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Πλῆθος, Δηµόσια Γνώμη, -- τεράστιο[br]Κοπρόσκυλο δεμένο στὸ παλούκι
9:59:59.000,9:59:59.000
μέσα στον ήλιο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Όλο τον καιρό κοιμάται,[br]ξύνει την ψώρα του
9:59:59.000,9:59:59.000
και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει[br]κανείς ναν το βγάλει απ’ τα συνήθεια του,
9:59:59.000,9:59:59.000
να του λύσει την αλυσίδα.
9:59:59.000,9:59:59.000
"Ετσι καὶ σεῖς, μόλις σᾶς μηνύσανε πὼς[br]χαλάω τὴ Θρησκεία,
9:59:59.000,9:59:59.000
τὰ παιδιὰ καὶ τὴ Λογική,
9:59:59.000,9:59:59.000
πεταχτήκατε πάνου στὶς χιλιάδες[br]τὰ ποδάρια σας
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ἀρχίσατε νὰ χτυπᾶτε τὶς Συμπληγάδες[br]τὰ σαγόνια σας,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιὰ νὰ μὲ λιώσετε κεῖ µέσα...
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,[br]σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
9:59:59.000,9:59:59.000
δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε,[br]πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
9:59:59.000,9:59:59.000
και τρώω τις φλόγες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ἄν εἴμουνα κομπογιαννίτης νὰ σᾶς[br]μπορκώνω κάτουρα χαὶ µαγαρισιές,
9:59:59.000,9:59:59.000
θὰ πιστέβατε, πὼς σ᾿ ἐμένα[br]χρωστᾶτε τὴ ζωή σας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Θὰ καταλαβαίνατε καὶ θὰ μὲ πλερώνατε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα τώρα μ’ ακούγατε να λέω συχνά[br]χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
9:59:59.000,9:59:59.000
Δεν ξέρω τίποτα!...[br]Αφτό δεν το καταλαβαίνετε…
9:59:59.000,9:59:59.000
Το λοιπόν είμαι σωστός Οξαποδώ!...[br]Ένας τέτοιος όλα μπορεί ναν τα κάνει…!
9:59:59.000,9:59:59.000
Ἔβαζα καὶ τοὺς ἄλλους νὰ λένε τὸ ἴδιο[br]καὶ νὰ πιστέβουνε πραγματικά,
9:59:59.000,9:59:59.000
πὼς ὅ,τι ξέρουν εἶναι ψέματα!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ νὰ ψάχνουνε νὰ βρίσκουνε[br]τὴν ἀλήθεια.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ σεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι, πρῶτα[br]ἀνησυχήσατε κ᾿ ὕστερις ἀγριέψατε...
9:59:59.000,9:59:59.000
ως ποῦ θὰ πήγαινε τούτ᾽ η δουλειά;
9:59:59.000,9:59:59.000
Ξέρετε, πὼς ὅσο λιγότερο σκέφτεται,[br]τόσο πιὸ µὐαλωμένος ὁ πολίτης
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ὅσο λιγότερο μιλᾶ, τόσο πιὸ λέφτερος.
9:59:59.000,9:59:59.000
᾿Αν ἄξαφνα καὶ στὰ καλά καθούµενα[br]μὲ τὸ ψάξε ψάξε ὁ Γνάθων
9:59:59.000,9:59:59.000
ἔβρισχκε πὼς εἶναι σωστότερο[br]νὰ τρώει παρὰ νὰ νηστέβει ;
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ἂν δὲν τοῦ φτανε τούτ᾽ η τρέλα,[br]μὰ κι ἄρχιζε νὰ τὸ ξεφωνίζει;
9:59:59.000,9:59:59.000
Προτοῦ λοιπὸν ξεσπάσ᾽ η φουρτούνα,
9:59:59.000,9:59:59.000
θελήσατε νὰ σταματήσετε[br]τοὺς κακοὺς ἀνέμους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μὰ τοὺς κακοὺς ἀνέμους[br](τοὺς... καλούς!),
9:59:59.000,9:59:59.000
τοὺς εἴχανε φἐρ᾽ οἱ σοφιστάδες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Ἐγὼ τότες σὰν ἐλεεινη Δημόσια Γνώμη,
9:59:59.000,9:59:59.000
τοὺς γάβγιζα καὶ τοὺς δάγχωνα[br]τὶς ἄντζες...
9:59:59.000,9:59:59.000
Ὅμως γιὰ νὰ μὲ ξεκάνετε,[br]μοῦ κολλήσατε τὴ ρετσινιά,
9:59:59.000,9:59:59.000
πὼς εἴμουν ἐγὼ τῶν σοφιστάδων[br]ὁ σοφιστῆς!... Μακάρι νά εἶμουνα!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Καὶ γιὰ νὰ μὲ ξεκἀνετ᾽ ἐφκολότερα,[br]μοῦ κολλήσατε κι ἄλλη ρετσινιά :
9:59:59.000,9:59:59.000
πὼς εἴμουν ἄθεος!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Μακάρι νά εἶμουνα!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Την ἀθεία τὴν ἔχετε γιὰ τὸ πιὸ σίγουρο[br]µέσο νὰ ἐρεθίζετε τὸ Σκύλο
9:59:59.000,9:59:59.000
καὶ νὰ τὸν ξεσηkώνετε νὰ διαφεντέβει[br]μὲ τὰ δόντια του τὰ ὑλικά σας διάφορα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τοὺς ὀχτροὺς τῆς ἐφτυχίας σας τοὺς κάνετε[br]πολὺ σοφὰ προσωπικοὺς ὀχτροὺς τοῦ Σkύλου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖτε τὸν ᾽Αλκιβιάδη, ποὺ[br]τὸν ἀγαποῦσε καὶ τόνε θάµμαζε ὁ λαὸς
9:59:59.000,9:59:59.000
γιὰ τὴν ὀμορφιά του, γιὰ τὰ πλούτη του[br]καὶ τὴ μουρνταροσύνη του,
9:59:59.000,9:59:59.000
τὸν κατηγορήσατε γι' ἄθεο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του[br]και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει[br]την εφτυχία του από τον ουρανό
9:59:59.000,9:59:59.000
και να μην τήνε ζητάει από σας!
9:59:59.000,9:59:59.000
Άμα λοιπόν του πάρεις[br]την ελπίδα του τίποτα,
9:59:59.000,9:59:59.000
του παίρνεις το παν! Και σε ξεσκίζει!
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε[br]στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
9:59:59.000,9:59:59.000
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας[br]μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε[br]να φιλάω τη χέρα του παπά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δε σας φτάνανε τούτα; Τι σας έμελε[br]κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
9:59:59.000,9:59:59.000
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
9:59:59.000,9:59:59.000
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με[br]την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
9:59:59.000,9:59:59.000
την άφηνα και μασκάρεβε[br]τα ντουβάρια με εικόνες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Φιλούσα και τη χέρα του παπά[br]μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
9:59:59.000,9:59:59.000
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης,[br]έλεγε, στον ταρτουφισμό!"
9:59:59.000,9:59:59.000
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου[br]κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε[br]κάπως οι απλοϊκοί,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε[br]το μυαλό των αλλωνών!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Δε θα πει πως μ' αφτό[br]χαλούσα τη θρησκεία!
9:59:59.000,9:59:59.000
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί[br](μερμήγκια!...)
9:59:59.000,9:59:59.000
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές[br]μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε[br]κάθε τρύπα φωλιάζει και ένας μικρός θεός,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,[br]που ναι για θεούς αξιότερη μονιά
9:59:59.000,9:59:59.000
κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό[br]κι από να κούτσουρο της σόμπας -
9:59:59.000,9:59:59.000
κι από κάθε τρύπα;
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό[br]μπαίνει κάποιος θεός,
9:59:59.000,9:59:59.000
που τόνε τρελαίνει, γιατί να μη μπει[br]και μέσα στο σοφό Σωκράτη,
9:59:59.000,9:59:59.000
για να τόνε κάνει σοφότερο;
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι[br]κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο κι ο θάνατος
9:59:59.000,9:59:59.000
κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας[br]είναι θεοί, γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
9:59:59.000,9:59:59.000
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου[br]καινούριο θεόπουλο...
9:59:59.000,9:59:59.000
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς[br]από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
9:59:59.000,9:59:59.000
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,[br]την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
9:59:59.000,9:59:59.000
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε[br]μετά χαράς.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε[br]φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
9:59:59.000,9:59:59.000
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας[br]την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
9:59:59.000,9:59:59.000
σα γυναίκες˙
9:59:59.000,9:59:59.000
κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα να τάζετε[br]τις σκλάβες και τους σκλάβους σας
9:59:59.000,9:59:59.000
και τα κορίτσια σας,[br]ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
9:59:59.000,9:59:59.000
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα[br]και να παραδίνεστε "σώματα ιερά"
9:59:59.000,9:59:59.000
στους μερακλήδες, για να πενταρολογούνε[br]και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες,
9:59:59.000,9:59:59.000
οι Ευμολπίδαι και τ' άλλα παπαδόσογα,[br]τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
9:59:59.000,9:59:59.000
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα[br]και συμαζεμένα p. 21 fin
9:59:59.000,9:59:59.000
και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό,[br]χωρίς να βγάζει δίσκους
9:59:59.000,9:59:59.000
και να θέλει ναούς και θυσίες;
9:59:59.000,9:59:59.000
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε[br]για χατίρι του.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,[br]θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
9:59:59.000,9:59:59.000
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια[br]στην καταραμένη χώρας σας!