1 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κώστας Βάρναλης Η αληθινή απολογία του Σωκράτη 2 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Το πώς γεννήκανε τα πραμματα 3 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι 4 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 (ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα, 5 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι 6 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ ρουθούνια γιοµάτα τρίχες' 7 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά), 8 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα, σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα, 9 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ. 10 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους 11 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ρουχαλίζανε ρυθμικά. 12 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο οὐρανὸ 13 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε. 14 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ 15 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά, 16 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας, 17 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τοῦ σκίνου καὶ τοῦ θυμαριοῦ, ποὺ ἄνάδινεν η χέρσα Ὑῆς. 18 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι, γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή, 19 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια, τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους 20 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια. 21 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κρατώντας ὅλοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη 22 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 περίεργοι νὰ ἰδοῦνε μὲ τί τσαλίµια θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο. 23 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "Αμα σταματήσει ὁ μύλος τὰ μεσάνυχτα, ξυπνάει ὁ µυλωνάς. 24 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ὁ Σωκράτης, μ᾿ ὅλη τὴ σιωπή, ποὺ τὸν ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντοῦ, 25 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 µῆτε ξύπνησε, µῆτε κουνηθηκε. 26 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε ἀπὸ τὸ µανίκι: «Δάσκαλε ἣ σειρά σου». 27 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ εἶδε σαστισµένος ὅλο χκεῖνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι. 28 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεῖ, πὼς πεντακόσια θεριὰ τὸν εἴχανε ζώσει ἀγριεμένα. 29 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ 30 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ κοιτᾶζονταςἀπάνου στὸ τραπέζι τὰ δυὸ τσουκάλια 31 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 (τὸ ἕνα χαλκωματένιο καὶ τ ἄλλο ξύλινο) σοβαρὰ καὶ τὰ δυὸ καὶ κατσουφιασµένα, 32 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 λὲς κ᾿ εἴχανε ψυχη καὶ τόνε µισούσανε κι ἀφτά, μουρμούρισε: 33 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Κ’ ἐγὼ περίμενα σεῖς, ὦ ἄντρες᾿Αθηναῖοι, ν᾿ἀπολογηθεῖτε. 34 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ξανακάθισε κι ἄρχισε πάλε νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα. 35 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Οἱ δικαστάδες θυµώσανε μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιµο 36 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξὺ τους. 37 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Τοὺς ζεµάτιζε τόσες ὧρες ὁ κατάκορφος ήλιος μὲ τὴν ἐλπίδα, 38 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 το πὼς θὰ γουστάρανε στὸ τέλος μ᾿ ἀφτόνε τὸ γερογρουσούζη. 39 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θὰ τόνε βλέπαν ἄσοφο καὶ ταπεινωµένο 40 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μπροστὰ στὸ Νόμο τὸν ἀψηλομέτωπο καὶ παντογνώστη. 41 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ νὰ τώρα ποὺ τοὺς χαλοῦσε τὸ κέφι. 42 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μὰ πιὸ πολὺ πειραχτήκανε, ποὺ καταφρόνεσε τέτοιαν ὥρα 43 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ τῆς δημοκρατίας: πρῶτα ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ὕστερα νὰ σὲ κόβουνε. 44 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κι ὅπως, ἅμα δέρνεις ἕνα παιδὶ κι ἀφτὸ δὲν κλαίει, 45 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 πεισματώνεσαι καὶ τὸ δέρνεις περισσότερο, ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε 46 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει τὴ δύναμη τοὺς, 47 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τόνε βγάλανε μὲ τὴν πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη καὶ στὰ τρία κακουργήματα, 48 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποὺ τὸν κατηγόρησαν οἱ τρεῖς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετῆς. 49 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 'Ὁ Σωκράτης, σὰν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τους, ἔκανε: χμ. 50 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κι ἅμα τόνε ρωτῆξανε κατόπι (σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο), 51 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ ἐξορία, κούνησε τὴ φαράκλα του δῶθε κεῖθε 52 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ δὲν ἀπάντησε τίποτα. 53 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Τότες ὁ κλητήρας ζύγωσε καὶ τοῦ τὸ ξαναφώναξε δυνατὰ µέσα στ᾽ ἀφτιά του. 54 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ὁ Σωκράτης, θέλοντας καὶ μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισµένα καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲ λέω, 55 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι καὶ δίκαιες καὶ συφερτικὲς γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς. 56 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ὅμως ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα μιὰν τρίτη». 57 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν οὗλοι χαρούμενα. 58 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Είτε σᾶς ἐβεργέτησα εἴτε σᾶς ζήμιωσα 59 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 νὰ μὲ βάλετε τώρα, ποὺ γέρασα, στὸ Τεμπελχανιὀ. 60 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "Ἔτσι καὶ σεῖς θ'ἀσφαλιστεῖτε ἀπὸ µένα κ’ἐγὼ θὰ ξεκουραστῶ ἀπὸ σᾶς. 61 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καἱ ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωὶ στὴν πόρτα µου 62 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 (χωρὶς νὰ μὲ βλέπετε καὶ χωρὶς νὰ σᾶς βλέπω) 63 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ζεστὲς κι ἀφράτες ἐκεῖνες τὶς ὡραῖες µελόπιτες, 64 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποὺ δίνετε τόσους αἰῶνες ἐβλαβικὰ στὸ ἅγιο φίδι τοῦ ᾿Ἠρεχθείου, 65 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τὸ γιὸ τῆς Παρθένας. 66 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Γιατὶ θαρρώ, πὼς ἐγὼ σᾶς ἔκανα καὶ περισσότερο καλὸ καὶ λιγότερο κακὸ 67 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 παρὰ κάθε λογῆς θεϊκὸ ζωντόβολο». 68 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, ποὺ μὲ τὸ παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεῖα, 69 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 γελάσανε μ᾿ὅλη τὴν καρδιά τους, 70 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 σὰν ἀκούσανε τ᾽ἀναπάντεχο τοῦτο χωρατὸ τοῦ Σωκράτη. 71 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ περιμέναμε νὰ τοὺς πεῖ κι ἄλλα. Καὶ κεῖνος σὲ λίγο: 72 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 «Κι ἀφοῦ κάνω τὴ σωστότερη, καθὼς φαίνεται, κρίση, 73 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ἐγὼ ταιριάζει νὰ πάρω καὶ τοὺς μιστοὺς ὁλωνῶνε σας». 74 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Πωπώ! τί γένηκε τότες! Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε. 75 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 "Αλλοι σηkώσανε τὰ μπαστούνια, ἄλλοι ἁρπάξανε πέτρα 76 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κι ἄλλοι χυμήξανε πάνου στὰ κάγκελα μὲ τὰ δέκα νύχια 77 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 μπροστά γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουνε κι ὅλοι φωνάζανε µαζί, 78 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποὺ δὲν ξεχώριζες λέξη. 79 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ᾽Ακοῦς ἐχεῖ νὰν τοὺς ζητάει τοὺς τρεῖς ὀβολούς, τὸν τίµιο κόπο τους. 80 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Γι' ἀφτὸ λοιπὸν αφήσανετὶς δουλειές τους νοικοκυρέοι ἀνθρώποι 81 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ χασοµερίσαν ὅλη µέρα γιὰ νὰ διαφεντέψουνε τὴν πατρίδα; 82 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καὶ δὲν εἴτανε δὰ γιὰ τὰ λεφτά... μὰ τοὺς ζητοῦσε νὰ παρανομήσουν. 83 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Καἱ νὰ θέλανε, δὲν εἴχανε µήτε ἀφτοὶ 84 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τὸ δικαίωμα νὰ χαρίσουνε τὸ µιστό τους, µῆτε κ᾿η πολιτεία νὰ τοὺς τόνε στερήσει... 85 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μωρὲ τοῦτος εἶναι μπὶτ ξετσίπωτος κι ἄθεος καὶ προδότης! Καλὰ καὶ θὰ ἰδεῖ! 86 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Γιὰ τοῦτο, μιὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης δὲ διάλεγε τὸ εἶδος τῆς τιμωρίας του, 87 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 τόνε καταδικάσαν ἀφτοί, μὲ τὴ δεύτερη Ψηφοφορία τους 88 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 (πάλε σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο) νὰ πιεῖ τὸ φαρμάκι. 89 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Τότες ἴσα ἴσα λαμποκόπησε ὁλάκερος ἀπὸ κέφι καὶ δύναμη. 90 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Απλὸς καὶ σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν οἱ περισσότεροι στὰ µεθύσια του, 91 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 στοὺς καβγάδες καὶ στὸν πόλεμο, στάθηκε στέρεα στὸ βῆμα 92 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ µισοχλείνοντας τὰ πονηρά του μάτια τοὺς εἶπε σιγὰ σιγὰ τοῦτα, 93 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ποὺ μέλλει νὰ διαβάσετε παρακάτου. 94 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Οἱ τάχατες «ἀπολογίες», ποὺ τοῦ γράψανε, φίλοι καὶ µαθητάδες, 95 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ὅλες εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τους, µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε, 96 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 πὼς ὁ Σωκράτης εἴταν ἀθῶος, ὁ Νόμος εἴτανε δίκαιος 97 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 κ'οἱ δικαστάδες ντόµπροι καὶ τίµιοι Αθηναῖοι,ποὺ κάνανε... λάθος· 98 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 καὶ µονάχοι φταῖχτες οἱ τρεῖς παλιανθρώποι ποὺ τόνε κατατρέξανε τὸ ζάβαλη. 99 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 100 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή. Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω. Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος. Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, γιατί δεν υπάρχει πουθενά. Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη και πόνους αβάσταγους. Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα! 101 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή σαν της μαϊμούς και του τράγου. Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός. Βέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων ή καμιά βλαστήμια δική σας. Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ. Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη στον ξεπεσμό του καιρού μας. Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. Κοιτάχτε τους κατηγόρους! Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή. Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους σ’ ομορφιά και πλούτο! Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; Για το καλό της πολιτείας! Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου το πέσιμο να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, θα ’ταν αυτοί κατηγορούμενοι κι εγώ κατήγορος. 102 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 103 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, γέλασα με την καρδιά μου. Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους και πάνε στους ζωντανούς. Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, πήγε ο νους μου στα ζώα : όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή. 104 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., ξέρεις τι θα γινότανε ; Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε : "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρημένα χείλια του, στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... Έγινε μια χαρά!... Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, μα κατεργάρης δεν είναι˙ κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας". 105 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. Σας χρειαζόταν ένα θύμα... όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, μα για να φοβούνται την δημοκρατία! Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο... 106 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Θα βρεθούν ύστερ' από χρόνια πολλοί και φίλοι κι αρνητάδες μου, και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... Θα με προσκυνάνε για θεό (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο...). Και για ποιο λόγο; Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου και ν' ακούγονται μαζί του˙ κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... Μπόσικα πράματα. Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση. 107 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα. Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, για να με λιώσετε κει μέσα... Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το , τα κάνει...! 108 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. Αν άξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!... 109 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά : πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, τον κατηγορήσατε γι' άθεο. Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό και να μην τήνε ζητάει από σας! Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! Και σε ξεσκίζει! 110 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. Δε σας φτάνανε τούτα; Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω : "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!" 111 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία; 112 99:59:59,999 --> 99:59:59,999 Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι και τ' άλλα παπαδόσογα, τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, χωρίς να βγάζει δίσκους και να θέλει ναούς και θυσίες; Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας!