[Script Info] Title: [Events] Format: Layer, Start, End, Style, Name, MarginL, MarginR, MarginV, Effect, Text Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,{\b1}Κώστας Βάρναλης\NΗ αληθινή απολογία του Σωκράτη{\b0} Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,{\b1}Το πώς γεννήκανε τα πραμματα{\b0} Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ\Nκαὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ\Nρουθούνια γιοµάτα τρίχες' Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά), Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,\Nσταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε\Nτὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ\Nκάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ρουχαλίζανε ρυθμικά. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο\Nοὐρανὸ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα,\Nποὺ τόνε σουγλοῦσε. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη\Nτὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε\Nν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα\Nκαὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,τοῦ σκίνου καὶ τοῦ θυμαριοῦ,\Nποὺ ἄνάδινεν η χέρσα Ὑῆς. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,"Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,\Nγίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,\Nτὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα\Nκαὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Κρατώντας ὅλοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε\Nτὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,περίεργοι νὰ ἰδοῦνε μὲ τί τσαλίµια\Nθὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,"Αμα σταματήσει ὁ μύλος τὰ μεσάνυχτα,\Nξυπνάει ὁ µυλωνάς. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Ὁ Σωκράτης, μ᾿ ὅλη τὴ σιωπή, ποὺ τὸν\Nἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντοῦ, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,µῆτε ξύπνησε, µῆτε κουνηθηκε. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε ἀπὸ τὸ\Nµανίκι: «Δάσκαλε ἣ σειρά σου». Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ εἶδε\Nσαστισµένος ὅλο χκεῖνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεῖ, πὼς πεντακόσια\Nθεριὰ τὸν εἴχανε ζώσει ἀγριεμένα. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του\Nτὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ κοιτᾶζονταςἀπάνου στὸ τραπέζι\Nτὰ δυὸ τσουκάλια Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,(τὸ ἕνα χαλκωματένιο καὶ τ ἄλλο ξύλινο)\Nσοβαρὰ καὶ τὰ δυὸ καὶ κατσουφιασµένα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,λὲς κ᾿ εἴχανε ψυχη καὶ τόνε µισούσανε\Nκι ἀφτά, μουρμούρισε: Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεῖς, ὦ ἄντρες᾿Αθηναῖοι,\Nν᾿ἀπολογηθεῖτε. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Ξανακάθισε κι ἄρχισε πάλε\Nνὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Οἱ δικαστάδες θυµώσανε\Nμὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιµο Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα\Nσυναμεταξὺ τους. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Τοὺς ζεµάτιζε τόσες ὧρες\Nὁ κατάκορφος ήλιος μὲ τὴν ἐλπίδα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,το πὼς θὰ γουστάρανε στὸ τέλος\Nμ᾿ ἀφτόνε τὸ γερογρουσούζη. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Θὰ τόνε βλέπαν ἄσοφο καὶ ταπεινωµένο Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,μπροστὰ στὸ Νόμο\Nτὸν ἀψηλομέτωπο καὶ παντογνώστη. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Καὶ νὰ τώρα ποὺ τοὺς χαλοῦσε τὸ κέφι. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Μὰ πιὸ πολὺ πειραχτήκανε, ποὺ καταφρόνεσε\Nτέτοιαν ὥρα Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ τῆς δημοκρατίας: πρῶτα\Nν᾿ἀπολογιέσαι κ’ὕστερα νὰ σὲ κόβουνε. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Κι ὅπως, ἅμα δέρνεις ἕνα παιδὶ\Nκι ἀφτὸ δὲν κλαίει, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,πεισματώνεσαι καὶ τὸ δέρνεις περισσότερο,\Nἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει\Nτὴ δύναμη τοὺς, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,τόνε βγάλανε μὲ τὴν πρώτη τους ψηφοφορία\Nφταίχτη καὶ στὰ τρία κακουργήματα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ποὺ τὸν κατηγόρησαν\Nοἱ τρεῖς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετῆς. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,'Ὁ Σωκράτης, σὰν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τους,\Nἔκανε: χμ. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Κι ἅμα τόνε ρωτῆξανε κατόπι\N(σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο), Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ ἐξορία,\Nκούνησε τὴ φαράκλα του δῶθε κεῖθε Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ δὲν ἀπάντησε τίποτα. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Τότες ὁ κλητήρας ζύγωσε καὶ τοῦ τὸ\Nξαναφώναξε δυνατὰ µέσα στ᾽ ἀφτιά του. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Ὁ Σωκράτης, θέλοντας καὶ μη, σηκώθηκε\Nπάλε βαριεστισµένα καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲ λέω, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι καὶ δίκαιες\Nκαὶ συφερτικὲς γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Ὅμως ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα μιὰν τρίτη». Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν οὗλοι χαρούμενα. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,«Είτε σᾶς ἐβεργέτησα εἴτε σᾶς ζήμιωσα Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,νὰ μὲ βάλετε τώρα, ποὺ γέρασα,\Nστὸ Τεμπελχανιὀ. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,"Ἔτσι καὶ σεῖς θ'ἀσφαλιστεῖτε ἀπὸ µένα\Nκ’ἐγὼ θὰ ξεκουραστῶ ἀπὸ σᾶς. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Καἱ ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωὶ στὴν πόρτα µου Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,(χωρὶς νὰ μὲ βλέπετε\Nκαὶ χωρὶς νὰ σᾶς βλέπω) Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ζεστὲς κι ἀφράτες ἐκεῖνες\Nτὶς ὡραῖες µελόπιτες, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ποὺ δίνετε τόσους αἰῶνες ἐβλαβικὰ\Nστὸ ἅγιο φίδι τοῦ ᾿Ἠρεχθείου, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,τὸ γιὸ τῆς Παρθένας. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Γιατὶ θαρρώ, πὼς ἐγὼ σᾶς ἔκανα\Nκαὶ περισσότερο καλὸ καὶ λιγότερο κακὸ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,παρὰ κάθε λογῆς θεϊκὸ ζωντόβολο». Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, ποὺ\Nμὲ τὸ παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεῖα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,γελάσανε μ᾿ὅλη τὴν καρδιά τους, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,σὰν ἀκούσανε τ᾽ἀναπάντεχο τοῦτο χωρατὸ\Nτοῦ Σωκράτη. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Καὶ περιμέναμε νὰ τοὺς πεῖ κι ἄλλα. \NΚαὶ κεῖνος σὲ λίγο: Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,«Κι ἀφοῦ κάνω τὴ σωστότερη,\Nκαθὼς φαίνεται, κρίση, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ἐγὼ ταιριάζει νὰ πάρω καὶ τοὺς μιστοὺς\Nὁλωνῶνε σας». Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Πωπώ! τί γένηκε τότες!\NΟἱ δικαστάδες λυσσάξανε. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,"Αλλοι σηkώσανε τὰ μπαστούνια,\Nἄλλοι ἁρπάξανε πέτρα Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,κι ἄλλοι χυμήξανε πάνου στὰ κάγκελα\Nμὲ τὰ δέκα νύχια Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,μπροστά γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουνε\Nκι ὅλοι φωνάζανε µαζί, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ποὺ δὲν ξεχώριζες λέξη. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,᾽Ακοῦς ἐχεῖ νὰν τοὺς ζητάει\Nτοὺς τρεῖς ὀβολούς, τὸν τίµιο κόπο τους. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Γι' ἀφτὸ λοιπὸν αφήσανετὶς δουλειές τους\Nνοικοκυρέοι ἀνθρώποι Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ χασοµερίσαν ὅλη µέρα\Nγιὰ νὰ διαφεντέψουνε τὴν πατρίδα; Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Καὶ δὲν εἴτανε δὰ γιὰ τὰ λεφτά... \Nμὰ τοὺς ζητοῦσε νὰ παρανομήσουν. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Καἱ νὰ θέλανε, δὲν εἴχανε µήτε ἀφτοὶ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,τὸ δικαίωμα νὰ χαρίσουνε τὸ µιστό τους,\Nµῆτε κ᾿η πολιτεία νὰ τοὺς τόνε στερήσει... Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Μωρὲ τοῦτος εἶναι μπὶτ ξετσίπωτος\Nκι ἄθεος καὶ προδότης! Καλὰ καὶ θὰ ἰδεῖ! Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Γιὰ τοῦτο, μιὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης\Nδὲ διάλεγε τὸ εἶδος τῆς τιμωρίας του, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,τόνε καταδικάσαν ἀφτοί,\Nμὲ τὴ δεύτερη Ψηφοφορία τους Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,(πάλε σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο)\Nνὰ πιεῖ τὸ φαρμάκι. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Τότες ἴσα ἴσα λαμποκόπησε ὁλάκερος\Nἀπὸ κέφι καὶ δύναμη. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Απλὸς καὶ σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν\Nοἱ περισσότεροι στὰ µεθύσια του, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,στοὺς καβγάδες καὶ στὸν πόλεμο,\Nστάθηκε στέρεα στὸ βῆμα Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ µισοχλείνοντας τὰ πονηρά του μάτια\Nτοὺς εἶπε σιγὰ σιγὰ τοῦτα, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ποὺ μέλλει νὰ διαβάσετε παρακάτου. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Οἱ τάχατες «ἀπολογίες», ποὺ τοῦ γράψανε,\Nφίλοι καὶ µαθητάδες, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ὅλες εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τους,\Nµικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε, Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,πὼς ὁ Σωκράτης εἴταν ἀθῶος,\Nὁ Νόμος εἴτανε δίκαιος Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,κ'οἱ δικαστάδες ντόµπροι καὶ τίµιοι\NΑθηναῖοι,ποὺ κάνανε... λάθος· Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,καὶ µονάχοι φταῖχτες οἱ τρεῖς παλιανθρώποι\Nποὺ τόνε κατατρέξανε τὸ ζάβαλη. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,, ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!… Έξι σωστές ωρούλες και δεν άκουσα τίποτα! Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή… Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου, δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει τ’ αυτιά του με κερί και να δεθεί στο κατάρτι για να μην ακούσει το ηδονικό τραγούδι του θανάτου. Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα) ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε σ’ όλη του τη ζωή.\NΜα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά, πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω. Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο και φανταχτερό σας πλήθος. Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο και με δικάζανε πεθαμένον πεντακόσοι Πλούτωνες. Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά. Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία! Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου το πατριωτικό μου φιλότιμο. Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές! Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει τούτ’ η Τριάδα (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος) εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.\NΛοιπόν, δεν άκουσα τίποτα, γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου. Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά, σε μια χώρα ξωτική, που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο τηνε ζύγωσε ποτές, γιατί δεν υπάρχει πουθενά. Εκείθες ματαγύριζε πάντα γιομάτο βουητά και θάμπη και πόνους αβάσταγους. Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι! Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία, που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη. Στραβώνεται για πάντα! Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου φέρνεται σαν τα μουλάρια που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ολόρθο γκρεμόν ή πάνου σε σάπιο γεφύρι. Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή πέρ’ από τη μύτη μου. Και μ’ αναγκάζει να σκύβω να κοιτάζω τη μύτη μου! Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας! Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα! Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα, περασμένα, μελλούμενα, και δε βλέπουμε τη μύτη μας, ω άντρες Αθηναίοι! Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί και να την καταλάβει. Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί πως υπάρχει, κι ας με πειράζαν όλοι πως ήτανε πλατσουκωτή σαν της μαϊμούς και του τράγου. Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα, γιατί όλες αυτές τις ώρες μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.\NΒέβαια τα παραλέω. Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα! Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου καμιά βρισιά των κατηγόρων ή καμιά βλαστήμια δική σας. Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές απάντησες που μου ερχόντανε. Μα δεν μπορούσα ναν τις πω κείνη τη στιγμή· ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα. Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω μια και καλή στο τέλος, καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες, σα βρέχει και φυσάει χιονιάς, να βγει στην αυλή προς νερού του. Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω, ξέχασα τί θα σας έλεγα και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.\NΜα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν η θανατική σας απόφαση. Την ήξερ’ από τα πριν, γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη στον ξεπεσμό του καιρού μας. Μα και να μην την ήξερα, δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω. Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά. Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη να βάλετε κοτζάμ τελάλη να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου. Μα και να μη νυστάζατε, πάλε θα με θανατώνατε. Κοιτάχτε τους κατηγόρους! Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία προσώπατα! Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες, ήλιοι της Δημοκρατίας!… Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά! Κουρελής, κακοσούσουμος, γρουσούζης, ανιπρόκοπος, σωστός κοπρίτης κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!». Πού να κρυφτώ! Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!… Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας, θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω τον εαυτό μου και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι, και θα τα θεωρούσα και τα δυο μεγάλη μου τιμή.\NΗ ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ την όψη τους και το ντύσιμό τους σ’ ομορφιά και πλούτο! Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε το θάνατο μου; Για το καλό της πολιτείας! Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα, κι αν πεθάνω κι αν ζήσω. Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω, θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά στη δημοπρασία· μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά για να πάρουνε πίσω τη μήνυση (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη, για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος από τους τρεις (χαρά στο πράμα!). Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι, με το δικό μου το πέσιμο να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας την Αρετή, που τρεκλίζει. Του λαού μπροστάρηδες, αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί, θα ’ταν αυτοί κατηγορούμενοι κι εγώ κατήγορος. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, γέλασα με την καρδιά μου. Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους και πάνε στους ζωντανούς. Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, πήγε ο νους μου στα ζώα : όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., ξέρεις τι θα γινότανε ; Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε : "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρημένα χείλια του, στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... Έγινε μια χαρά!... Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, μα κατεργάρης δεν είναι˙ κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας". Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. Σας χρειαζόταν ένα θύμα... όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, μα για να φοβούνται την δημοκρατία! Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο... Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Θα βρεθούν ύστερ' από χρόνια πολλοί και φίλοι κι αρνητάδες μου, και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... Θα με προσκυνάνε για θεό (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο...). Και για ποιο λόγο; Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου και ν' ακούγονται μαζί του˙ κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... Μπόσικα πράματα. Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση. Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα. Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, για να με λιώσετε κει μέσα... Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το , τα κάνει...! Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. Αν άξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!... Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά : πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, τον κατηγορήσατε γι' άθεο. Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό και να μην τήνε ζητάει από σας! Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! Και σε ξεσκίζει! Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. Δε σας φτάνανε τούτα; Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω : "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!" Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία; Dialogue: 0,9:59:59.99,9:59:59.99,Default,,0000,0000,0000,,Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι και τ' άλλα παπαδόσογα, τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, χωρίς να βγάζει δίσκους και να θέλει ναούς και θυσίες; Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας!\N