0:00:14.941,0:00:34.917
Κώστας Βάρναλης[br]Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
0:00:38.654,0:00:41.668
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
0:00:41.838,0:00:43.642
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
0:00:43.642,0:00:46.646
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ[br]καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
0:00:46.646,0:00:48.175
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
0:00:48.175,0:00:51.380
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ[br]ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
0:00:51.380,0:00:54.256
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια[br]καὶ τὴ θολὴ ματιά),
0:00:54.256,0:00:58.601
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,[br]σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
0:00:58.601,0:01:02.746
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε[br]τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
0:01:02.746,0:01:06.941
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ[br]κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
0:01:06.941,0:01:08.660
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
0:01:08.942,0:01:12.119
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο[br]οὐρανὸ
0:01:12.119,0:01:15.949
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του[br]γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
0:01:15.949,0:01:21.222
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη[br]τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
0:01:21.222,0:01:25.092
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε[br]ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
0:01:25.092,0:01:29.354
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα[br]καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
0:01:29.354,0:01:32.980
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,[br]που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
0:01:36.607,0:01:40.642
Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,[br]γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
0:01:40.912,0:01:44.239
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,[br]τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
0:01:44.239,0:01:48.460
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ[br]τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
0:01:49.858,0:01:53.548
Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε[br]τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
0:01:53.759,0:01:58.110
περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια[br]θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
0:01:58.832,0:02:02.101
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,[br]ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
0:02:02.637,0:02:06.460
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον[br]ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
0:02:06.460,0:02:08.462
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
0:02:09.198,0:02:14.796
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το[br]µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
0:02:15.801,0:02:19.902
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε[br]σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
0:02:19.902,0:02:24.470
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια[br]θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
0:02:25.267,0:02:30.001
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του[br]τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
0:02:30.001,0:02:32.706
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι[br]τα δυο τσουκάλια
0:02:32.706,0:02:37.212
(τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)[br]σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
0:02:37.212,0:02:41.068
λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε[br]κι ἀφτά, μουρμούρισε:
0:02:41.802,0:02:45.506
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,[br]ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
0:02:46.428,0:02:49.947
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε[br]νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
0:02:51.994,0:02:54.814
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε[br]μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
0:02:54.814,0:02:57.509
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα[br]συναμεταξύ τους.
0:02:58.019,0:03:01.684
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες[br]ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
0:03:01.684,0:03:05.049
το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος[br]μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
0:03:05.481,0:03:07.443
Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
0:03:07.443,0:03:10.779
μπροστά στο Νόμο[br]τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
0:03:11.071,0:03:13.240
Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
0:03:13.785,0:03:17.302
Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού[br]καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
0:03:17.302,0:03:22.317
τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα[br]ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
0:03:22.751,0:03:25.404
Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί[br]κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
0:03:25.404,0:03:29.296
πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,[br]ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
0:03:29.296,0:03:31.795
και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει[br]τὴ δύναμη τοὺς,
0:03:31.795,0:03:36.126
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία[br]φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
0:03:36.126,0:03:38.749
πού τον κατηγόρησαν[br]οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
0:03:39.512,0:03:42.994
'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,[br]έκανε: χμ.
0:03:43.574,0:03:46.672
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι[br](σύµφωνα με το Νόμο),
0:03:46.672,0:03:51.762
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,[br]κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
0:03:51.762,0:03:53.426
και δεν απάντησε τίποτα.
0:03:53.984,0:03:58.120
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το[br]ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
0:03:58.802,0:04:04.322
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε[br]πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
0:04:04.322,0:04:08.849
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες[br]και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
0:04:08.849,0:04:11.478
Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
0:04:12.248,0:04:15.396
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
0:04:15.396,0:04:18.460
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
0:04:18.460,0:04:21.891
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,[br]στο Τεμπελχανιὀ.
0:04:21.891,0:04:25.928
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα[br]κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
0:04:26.396,0:04:28.413
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
0:04:28.413,0:04:30.828
(χωρίς να με βλέπετε[br]και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
0:04:30.828,0:04:34.124
ζεστές κι αφράτες ἐκείνες[br]τις ὡραίες µελόπιτες,
0:04:34.124,0:04:37.552
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά[br]στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
0:04:37.552,0:04:38.946
τον γιό τῆς Παρθένας.
0:04:39.524,0:04:43.880
Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα[br]και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
0:04:43.880,0:04:46.713
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
0:04:49.116,0:04:53.524
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού[br]με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
0:04:53.524,0:04:55.237
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
0:04:55.237,0:04:57.776
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό[br]του Σωκράτη.
0:04:57.776,0:05:01.755
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα. [br]Και κείνος σε λίγο:
0:05:02.345,0:05:05.041
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,[br]καθώς φαίνεται, κρίση,
0:05:05.043,0:05:07.962
ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς[br]ὁλωνώνε σας».
0:05:08.697,0:05:12.931
Πωπώ! τί γένηκε τότες![br]Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
0:05:12.931,0:05:16.176
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,[br]ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
0:05:16.176,0:05:19.588
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα[br]μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
0:05:19.588,0:05:22.282
για να τον ξεσχίσουνε[br]κι όλοι φωνάζανε µαζί,
0:05:22.282,0:05:23.952
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
0:05:24.401,0:05:28.573
᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει[br]τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
0:05:29.018,0:05:32.370
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους[br]νοικοκυρέοι ανθρώποι
0:05:32.370,0:05:35.328
και χασοµερίσαν όλη µέρα[br]γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
0:05:36.024,0:05:39.500
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... [br]μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
0:05:39.981,0:05:41.972
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
0:05:41.972,0:05:46.235
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,[br]µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
0:05:46.235,0:05:52.010
Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος[br]κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
0:05:53.020,0:05:56.777
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης[br]δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
0:05:56.777,0:06:00.305
τόνε καταδικάσαν αφτοί,[br]με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
0:06:00.305,0:06:03.227
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)[br]να πιει το φαρμάκι.
0:06:04.428,0:06:08.253
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος[br]απὸ κέφι και δύναμη.
0:06:08.413,0:06:11.754
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν[br]οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
0:06:11.754,0:06:14.883
στους καβγάδες και στον πόλεμο,[br]στάθηκε στέρεα στο βήμα
0:06:14.883,0:06:18.606
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια[br]τους είπε σιγά σιγά τούτα,
0:06:18.606,0:06:20.595
ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
0:06:23.195,0:06:26.599
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,[br]φίλοι και µαθητάδες,
0:06:26.739,0:06:31.010
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,[br]µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
0:06:31.010,0:06:33.963
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,[br]ο Νόμος είτανε δίκαιος
0:06:33.963,0:06:38.020
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι[br]Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
0:06:38.588,0:06:43.462
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι[br]που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
0:06:43.502,0:07:06.828
Το πώς γενήκανε τα πράματα
0:07:17.735,0:07:30.526
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη[br]ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
0:07:31.146,0:07:34.254
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
0:07:35.516,0:07:38.158
Έξι σωστές ωρούλες[br]και δεν άκουσα τίποτα!
0:07:38.627,0:07:41.106
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
0:07:41.932,0:07:43.716
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
0:07:43.716,0:07:46.527
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει[br]τ’ αυτιά του με κερί
0:07:46.527,0:07:48.551
και να δεθεί στο κατάρτι[br]για να μην ακούσει
0:07:48.551,0:07:50.364
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
0:07:51.205,0:07:55.283
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)[br]ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
0:07:55.283,0:07:58.435
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε[br]σ’ όλη του τη ζωή.
0:07:58.953,0:08:03.614
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,[br]πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
0:08:04.109,0:08:07.391
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο[br]και φανταχτερό σας πλήθος.
0:08:07.784,0:08:10.044
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
0:08:10.044,0:08:13.276
και με δικάζανε πεθαμένον[br]πεντακόσοι Πλούτωνες.
0:08:13.714,0:08:15.909
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
0:08:16.397,0:08:19.405
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
0:08:19.774,0:08:24.344
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου[br]το πατριωτικό μου φιλότιμο.
0:08:24.735,0:08:27.069
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
0:08:27.458,0:08:29.981
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει[br]τούτ’ η Τριάδα
0:08:30.321,0:08:32.193
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
0:08:32.193,0:08:35.676
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη[br]κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
0:08:36.269,0:08:40.279
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,[br]γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
0:08:40.471,0:08:44.868
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,[br]σε μια χώρα ξωτική,
0:08:44.868,0:08:47.736
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο[br]τηνε ζύγωσε ποτές,
0:08:47.736,0:08:49.535
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
0:08:49.998,0:08:53.501
Εκείθες ματαγύριζε πάντα[br]γιομάτο βουητά και θάμπη
0:08:53.501,0:08:55.241
και πόνους αβάσταγους.
0:08:55.780,0:08:58.847
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
0:08:59.220,0:09:02.929
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά[br]παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
0:09:02.929,0:09:07.025
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.[br]Στραβώνεται για πάντα!
0:09:08.051,0:09:11.602
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου[br]φέρνεται σαν τα μουλάρια
0:09:11.602,0:09:14.265
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά[br]σ’ ολόρθο γκρεμόν
0:09:14.265,0:09:16.337
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
0:09:16.617,0:09:19.515
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
0:09:19.515,0:09:22.632
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή[br]πέρ’ από τη μύτη μου.
0:09:22.919,0:09:26.156
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω[br]να κοιτάζω τη μύτη μου!
0:09:26.492,0:09:31.539
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη[br]της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
0:09:31.941,0:09:36.737
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου[br]χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
0:09:37.063,0:09:41.423
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,[br]περασμένα, μελλούμενα,
0:09:41.544,0:09:44.822
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,[br]ω άντρες Αθηναίοι!
0:09:45.201,0:09:47.979
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
0:09:47.979,0:09:51.238
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί[br]και να την καταλάβει.
0:09:51.685,0:09:54.709
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί[br]πως υπάρχει,
0:09:54.976,0:09:57.752
κι ας με πειράζαν όλοι[br]πως ήτανε πλατσουκωτή
0:09:57.752,0:09:59.654
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
0:10:00.099,0:10:04.080
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,[br]γιατί όλες αυτές τις ώρες
0:10:04.080,0:10:06.705
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
0:10:07.943,0:10:11.536
Βέβαια τα παραλέω.[br]Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
0:10:11.536,0:10:15.759
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου[br]καμιά βρισιά των κατηγόρων
0:10:15.759,0:10:17.678
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
0:10:18.008,0:10:21.898
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές[br]απάντησες που μου ερχόντανε.
0:10:22.350,0:10:24.680
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω[br]κείνη τη στιγμή·
0:10:25.078,0:10:28.096
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
0:10:28.246,0:10:31.815
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω[br]μια και καλή στο τέλος,
0:10:31.815,0:10:35.590
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει[br]κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
0:10:35.590,0:10:39.546
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,[br]να βγει στην αυλή προς νερού του.
0:10:40.025,0:10:44.151
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,[br]ξέχασα τί θα σας έλεγα
0:10:44.481,0:10:46.319
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
0:10:47.511,0:10:51.324
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν[br]η θανατική σας απόφαση.
0:10:51.700,0:10:54.844
Την ήξερ’ από τα πριν,[br]γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
0:10:54.844,0:10:56.432
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
0:10:56.683,0:11:00.320
Μα και να μην την ήξερα,[br]δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
0:11:00.533,0:11:04.609
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά[br]σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
0:11:04.822,0:11:07.672
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη[br]να βάλετε κοτζάμ τελάλη
0:11:07.672,0:11:09.698
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
0:11:09.888,0:11:13.230
Μα και να μη νυστάζατε,[br]πάλε θα με θανατώνατε.
0:11:13.524,0:11:15.042
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
0:11:15.271,0:11:18.913
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,[br]σπουδαία προσώπατα!
0:11:19.125,0:11:24.145
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,[br]ήλιοι της Δημοκρατίας!…
0:11:24.870,0:11:28.063
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
0:11:28.531,0:11:32.366
Κουρελής, κακοσούσουμος,[br]γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
0:11:32.366,0:11:36.660
σωστός κοπρίτης[br]κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
0:11:37.153,0:11:40.139
Πού να κρυφτώ![br]Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
0:11:40.464,0:11:42.110
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
0:11:42.110,0:11:44.645
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω[br]τον εαυτό μου
0:11:44.645,0:11:47.440
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
0:11:47.440,0:11:50.646
και θα τα θεωρούσα και τα δυο[br]μεγάλη μου τιμή.
0:11:51.562,0:11:55.790
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ[br]την όψη τους και το ντύσιμό τους
0:11:55.790,0:11:57.334
σ’ ομορφιά και πλούτο!
0:11:57.840,0:12:00.702
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε[br]το θάνατο μου;
0:12:00.974,0:12:03.144
Για το καλό της πολιτείας!
0:12:03.499,0:12:06.487
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,[br]κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
0:12:06.685,0:12:08.238
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
0:12:08.238,0:12:10.650
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά[br]στη δημοπρασία·
0:12:10.650,0:12:14.851
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά[br]για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
0:12:14.851,0:12:19.610
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται[br]να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
0:12:19.610,0:12:23.265
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος[br]από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
0:12:24.053,0:12:27.344
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,[br]με το δικό μου πέσιμο
0:12:27.344,0:12:30.839
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας[br]την Αρετή, που τρεκλίζει.
0:12:31.165,0:12:34.622
Του λαού μπροστάρηδες,[br]αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
0:12:34.622,0:12:37.559
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι[br]κι εγώ κατήγορος.
0:12:38.264,0:12:41.945
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά[br]στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
0:12:42.198,0:12:44.039
Ο γενναίος στρατηγός!
0:12:44.518,0:12:47.794
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια[br]να σώσει το Νιόκαστρο
0:12:47.794,0:12:52.054
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά[br](ενάντιος άνεμος),
0:12:52.054,0:12:55.270
ώσπου να πέσει το κάστρο[br]και να γλιτώσει το πετσί του.
0:12:55.615,0:12:59.385
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να[br]λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
0:12:59.385,0:13:01.498
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
0:13:01.498,0:13:06.132
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,[br]έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
0:13:06.334,0:13:09.106
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του[br]για τα χρήματα,
0:13:09.106,0:13:11.435
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
0:13:11.868,0:13:15.956
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες[br]τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
0:13:15.956,0:13:18.576
και σ’ αυτόνε[br]και στα συνήθεια της δημοκρατίας
0:13:18.576,0:13:21.687
και στον ενάντιον άνεμο,[br]που του στάθηκε τόσο βολικός.
0:13:22.711,0:13:27.757
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν[br]ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
0:13:27.757,0:13:31.252
ναν του γράψει την κατηγορία,[br]που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
0:13:31.569,0:13:35.477
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός[br]ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
0:13:35.477,0:13:38.511
(τουλάχιστο ξυπνότερη)[br]και με τα μισά λεφτά;
0:13:39.005,0:13:41.513
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα[br]για υπεράσπισή μου
0:13:41.513,0:13:44.606
κατάφερα να σας λυσσάξω[br]και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
0:13:44.606,0:13:48.618
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο[br]κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
0:13:48.618,0:13:50.179
όπως θαν το κάνω τώρα.
0:13:50.780,0:13:54.064
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε[br]για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
0:13:54.064,0:13:55.515
την καλύτερη μάρκα,
0:13:55.515,0:13:58.100
και να φτιάξω και το κιβούρι μου[br]από καρυδόξυλο,
0:13:58.100,0:14:02.427
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,[br]που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
0:14:03.968,0:14:05.815
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
0:14:05.968,0:14:09.436
Είδατε ποτέ σας ρήτορα[br]που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
0:14:09.700,0:14:11.589
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
0:14:11.589,0:14:14.059
και του μπιστεφτήκατε[br]να φυλάξει τον Έπαχτο.
0:14:14.687,0:14:17.320
Μα τούτος, ξέροντας[br]τί θα πει πατριωτισμός,
0:14:17.320,0:14:20.154
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς[br]«ἀντί ἀργυρίου».
0:14:20.559,0:14:22.099
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
0:14:22.099,0:14:24.839
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες[br]ενάντια στη Μοίρα,
0:14:24.839,0:14:27.785
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,[br]αντίς να πει:
0:14:27.785,0:14:30.760
ενάντια στο χρήμα,[br]που κυβερνάει και τη Μοίρα!
0:14:31.436,0:14:35.940
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας[br]κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
0:14:35.940,0:14:39.244
την τιμή και την περιουσία του λαού,[br]δηλαδή τη δικιά του
0:14:39.484,0:14:44.371
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή[br]τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
0:14:45.648,0:14:49.729
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι[br]με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
0:14:49.892,0:14:52.347
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
0:14:52.456,0:14:57.748
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει[br]Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
0:14:58.046,0:14:59.696
Τίμημα θάνατος!».
0:15:00.210,0:15:05.520
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής[br]και διάσημος «τέτοιος».
0:15:05.979,0:15:07.850
Όμως αληθινό παλικάρι.
0:15:07.850,0:15:11.756
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα[br]να υπογράψει αυτός την κατηγορία
0:15:11.756,0:15:15.826
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο[br]σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
0:15:15.826,0:15:20.185
να καταδικαστεί σε «ατιμία»[br]— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
0:15:21.066,0:15:24.169
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα[br]τίποτα για την πατρίδα.
0:15:24.469,0:15:27.654
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,[br]μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
0:15:27.654,0:15:32.252
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα[br]στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
0:15:32.252,0:15:35.440
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι[br]κανέν’ αξίωμα,
0:15:35.440,0:15:38.112
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες[br]των άλλων αρχόντων
0:15:38.112,0:15:39.721
και με τα γούστα του λαού,
0:15:39.721,0:15:42.921
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,[br]πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
0:15:43.915,0:15:46.514
Και πριν να δοξαστείτε σεις[br]θανατώνοντάς με,
0:15:46.514,0:15:49.937
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές[br]το ίδιο αστείο,
0:15:50.233,0:15:54.334
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας[br]και μια με τους τριάντα τυράννους.
0:15:54.775,0:15:58.298
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα[br]τα μπόγια των κατηγόρων
0:15:58.298,0:15:59.837
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
0:15:59.837,0:16:03.539
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη[br]για νά καταδικαστώ.
0:16:03.942,0:16:08.876
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί[br]— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
0:16:08.876,0:16:10.077
«Διὸς κριταί!».
0:16:10.476,0:16:12.280
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
0:16:12.280,0:16:15.136
Χωρίς φαντασία και χωρίς[br]μάταια ψιλολογήματα.
0:16:15.136,0:16:16.706
Μια κι όξω!
0:16:16.706,0:16:21.295
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση[br]με την ίδια ευκολία που βγάζετε
0:16:21.295,0:16:24.458
τη μύξα σας με τα δάχτυλα[br]και την κολλάτε κει που κάθεστε.
0:16:25.837,0:16:27.871
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
0:16:27.871,0:16:30.780
πρόεδρος του συλλόγου[br]για την προστασία της Ηθικής,
0:16:30.780,0:16:33.876
που δεν αφήνει δυο σκυλιά[br]ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
0:16:33.876,0:16:36.856
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του[br]στους αγαπητικούς του
0:16:36.856,0:16:38.438
— κι αυτός βλέπει!
0:16:38.951,0:16:43.317
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,[br]καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
0:16:43.317,0:16:47.051
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,[br]που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
0:16:47.051,0:16:52.127
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά[br]του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
0:16:52.691,0:16:56.087
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι[br]και καραβοκυραίοι του Περαία,
0:16:56.087,0:16:59.902
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι[br](όνομα και πράγμα!),
0:16:59.902,0:17:03.091
που τα καταφέρνουνε και γίνονται[br]κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
0:17:03.091,0:17:05.681
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή[br]των γεννημάτων,
0:17:05.681,0:17:09.646
των αλευριών και του ψωμιού[br]και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
0:17:09.646,0:17:11.342
μπας κι είναι ξύκικα!
0:17:11.932,0:17:15.052
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης[br]από την Κηφισιά,
0:17:15.052,0:17:18.676
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει[br]βωμούς στον Έλεο και,
0:17:18.676,0:17:22.736
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο[br]και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
0:17:22.736,0:17:26.979
και ξύνεται κει που του ταίριαζε[br]να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
0:17:27.546,0:17:31.680
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,[br]μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
0:17:31.680,0:17:33.033
λουσμένος στ’ αρώματα
0:17:33.033,0:17:36.540
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο[br]του πορνικού φόρου,
0:17:36.540,0:17:39.658
που του τονε πλερώνουνε[br]κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
0:17:39.738,0:17:42.213
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
0:17:42.213,0:17:44.505
που πέταξε στο δρόμο[br]τα παιδιά τ’ αδερφού του
0:17:44.505,0:17:47.110
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά[br]τονε φτωχύνανε.
0:17:47.588,0:17:51.858
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,[br]που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
0:17:51.858,0:17:55.514
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,[br]και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
0:17:55.514,0:17:58.930
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε[br]και θα καλογερέψει,
0:17:58.930,0:18:00.333
για να σώσει την ψυχή του !
0:18:00.714,0:18:03.654
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
0:18:03.654,0:18:06.114
που για να προφταίνει[br]στις πολλές δουλειές του,
0:18:06.114,0:18:11.041
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά[br]των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
0:18:12.221,0:18:17.667
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,[br]με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
0:18:18.885,0:18:21.922
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»![br]Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
0:18:21.922,0:18:25.037
Έχετε καιρό να θυμώσετε,[br]γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
0:18:25.484,0:18:28.102
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω[br]καθενού σας χωριστά
0:18:28.102,0:18:29.823
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
0:18:30.097,0:18:33.209
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’[br]από τις δυο πρώτες σειρές.
0:18:33.507,0:18:35.991
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς[br]με τ’ όνομα…
0:18:36.416,0:18:41.092
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας[br]από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
0:18:41.255,0:18:42.939
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
0:18:43.190,0:18:45.392
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
0:18:45.822,0:18:50.368
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο[br]και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
0:18:50.368,0:18:52.822
για να σας τις ιστορήσουνε[br]και ναν τις πιστέψετε!..·
0:18:53.316,0:18:57.028
Και το κάτου της γραφής,[br]τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
0:18:57.255,0:19:01.170
Είσαστε σεις ο Νόμος, —[br]ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
0:19:01.460,0:19:03.154
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
0:19:03.154,0:19:06.341
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου[br]θρύψαλα και κουρνιαχτός.
0:19:08.673,0:19:11.876
Μη μου πείτε: «Νά τος![br]Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
0:19:11.876,0:19:14.559
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη[br]κι η ψυχή το σώμα·
0:19:14.559,0:19:17.957
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού[br]μα μονάχα των φιλοσόφων
0:19:17.957,0:19:20.817
(δηλαδή τη δική του·[br]όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
0:19:21.224,0:19:24.839
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,[br]τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
0:19:24.839,0:19:26.264
παρακαλεί και βρίζει».
0:19:26.971,0:19:29.457
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
0:19:29.708,0:19:34.442
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,[br]μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
0:19:34.913,0:19:37.917
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα[br]με την μπαμπεσιά των νόμων,
0:19:37.917,0:19:40.145
όπως δε θα μ’ ένοιαζε[br]να σας άδειαζα τη γωνιά
0:19:40.145,0:19:43.189
μετά λίγους μήνες ή χρόνια[br]με το θέλημα της Φύσης.
0:19:43.674,0:19:45.305
Σας χρωστάω και χάρη…
0:19:45.631,0:19:49.986
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από[br]το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
0:19:49.986,0:19:53.047
κάνω γούστο να κοροϊδεύω[br]και σας και τον εαυτό μου.
0:19:53.457,0:19:56.612
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
0:19:57.697,0:20:00.467
Και σα συλλογιέμαι πως[br]σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
0:20:00.467,0:20:03.702
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα[br]μήτε και να φύγετε αποδώ,
0:20:03.702,0:20:08.070
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,[br]χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
0:20:08.881,0:20:12.341
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται[br]να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
0:20:12.341,0:20:14.671
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
0:20:15.226,0:20:19.774
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να[br]φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
0:20:20.090,0:20:24.732
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα[br]σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
0:20:24.970,0:20:28.639
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,[br]το γυάλωμα των ματιών
0:20:28.639,0:20:30.239
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
0:20:30.239,0:20:33.733
το κρουστάλλιασμα των ποδιών[br]ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
0:20:33.733,0:20:37.204
και μπήγει τα νύχια του πρώτα[br]στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
0:20:37.671,0:20:39.068
Κι αυτό ήταν όλο!…
0:20:40.785,0:20:43.912
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας[br]ω άντρες Αθηναίοι.
0:20:44.265,0:20:46.075
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
0:20:46.395,0:20:48.471
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
0:20:48.471,0:20:52.184
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)[br]όλα τα καλά του Θεού:
0:20:52.607,0:20:57.201
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,[br]παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
0:20:57.201,0:21:00.008
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι[br]και σκόρδο,
0:21:00.008,0:21:05.051
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)[br]κι άνεμος μουσικός!
0:21:05.754,0:21:07.629
Είσαστε αθάνατοι!
0:21:07.879,0:21:10.208
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
0:21:10.208,0:21:12.864
αν η Μοίρα σάς γεννούσε[br]με μιαν αλογήσιαν ούρα
0:21:12.864,0:21:16.133
που να σαλεύει μοναχή της[br]ζερβά δεξιά σα βεντάγια
0:21:16.133,0:21:19.427
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε[br]την ώρα που κοιμάστε
0:21:19.427,0:21:23.237
και την ώρα που δικάζετε,[br]— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
0:21:35.937,0:21:45.560
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη[br]ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
9:59:59.000,9:59:59.000
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον[br]απάνου στο σανιδοκρέβατο
9:59:59.000,9:59:59.000
με την κωμικήν επισημότητα[br]πόχουν τα λείψανα,
9:59:59.000,9:59:59.000
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές[br]τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
9:59:59.000,9:59:59.000
τη δική σας αγαθοσύνη[br]και την παρθενιά των νόμων,
9:59:59.000,9:59:59.000
γέλασα με την καρδιά μου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες[br]φέβγουν από τους πεθαμένους
9:59:59.000,9:59:59.000
και πάνε στους ζωντανούς.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς[br]από πάνω ως κάτου να βρομάτε
9:59:59.000,9:59:59.000
σαν ψοφίμια δέκα μερών
9:59:59.000,9:59:59.000
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και[br]άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ωστόσο να χετε την όρεξη[br]να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
9:59:59.000,9:59:59.000
πήγε ο νους μου στα ζώα :
9:59:59.000,9:59:59.000
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε[br]τον εαφτό τους αθάνατο˙
9:59:59.000,9:59:59.000
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί[br]να μην ελπίζουνε,
9:59:59.000,9:59:59.000
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα[br]σε καλύτερη ζωή.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
9:59:59.000,9:59:59.000
να στέκεσαι πάνω στο βήμα[br]"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
9:59:59.000,9:59:59.000
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά[br]τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
9:59:59.000,9:59:59.000
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν[br]οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
9:59:59.000,9:59:59.000
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις[br]πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
9:59:59.000,9:59:59.000
ξέρεις τι θα γινότανε ;
9:59:59.000,9:59:59.000
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε[br]να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
9:59:59.000,9:59:59.000
θα κουνούσανε λυπητερά[br]το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
9:59:59.000,9:59:59.000
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...[br]Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,[br]λιγοστέψανε τα πρημένα χείλια του,
9:59:59.000,9:59:59.000
στένεψε και μάκρυνε[br]η πλατσουκωτή του μύτη...
9:59:59.000,9:59:59.000
Έγινε μια χαρά!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
9:59:59.000,9:59:59.000
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...[br]Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
9:59:59.000,9:59:59.000
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
9:59:59.000,9:59:59.000
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και[br]τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα κατεργάρης δεν είναι˙
9:59:59.000,9:59:59.000
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του[br]και με τα λόγια του
9:59:59.000,9:59:59.000
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες[br]κ' η ψυχή του...
9:59:59.000,9:59:59.000
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε[br]την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
9:59:59.000,9:59:59.000
Χρειάζονται παραδείγματα[br]για τα παιδιά μας".
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός[br]να χω πεθάνει μοναχός μου,
9:59:59.000,9:59:59.000
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
9:59:59.000,9:59:59.000
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας[br]ν' αγαπάνε την αρετή,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
9:59:59.000,9:59:59.000
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
9:59:59.000,9:59:59.000
για να πλερώσει τα κακουργήματα[br]της χτεσινής τυραννίας
9:59:59.000,9:59:59.000
και να φράξει το δρόμο[br]του ξαναγυρισμού της.
9:59:59.000,9:59:59.000
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
9:59:59.000,9:59:59.000
το δάσκαλο του Κριτία[br]και του Θηραμένη του κόθορνου,
9:59:59.000,9:59:59.000
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,[br]που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
9:59:59.000,9:59:59.000
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
9:59:59.000,9:59:59.000
δε βαραίνει βέβαια[br]μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
9:59:59.000,9:59:59.000
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά[br]των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
9:59:59.000,9:59:59.000
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε[br]στο να τάσι της παλάντζας,
9:59:59.000,9:59:59.000
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
9:59:59.000,9:59:59.000
Θα βρεθούν ύστερ' από χρόνια[br]πολλοί και φίλοι κι αρνητάδες μου,
9:59:59.000,9:59:59.000
και ντόπιοι και ξένοι,[br]και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
9:59:59.000,9:59:59.000
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο[br]γύρα στο θάνατό μου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",[br]"αηδόνα Μουσών",
9:59:59.000,9:59:59.000
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",[br]"κορώνα της Ελλάδος".
9:59:59.000,9:59:59.000
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,[br]το "Σωκρατείον",
9:59:59.000,9:59:59.000
και θα μου κάνουνε θυσίες[br]κάθε χρόνο, την άνοιξη...
9:59:59.000,9:59:59.000
Θα με προσκυνάνε για θεό
9:59:59.000,9:59:59.000
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω[br]μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο...).
9:59:59.000,9:59:59.000
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους[br]δίπλα στο δικό μου
9:59:59.000,9:59:59.000
και ν' ακούγονται μαζί του˙
9:59:59.000,9:59:59.000
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,[br]πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
9:59:59.000,9:59:59.000
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Μπόσικα πράματα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε[br]την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
9:59:59.000,9:59:59.000
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
9:59:59.000,9:59:59.000
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε[br]γιατί παρέβηκα το Νόμο,
9:59:59.000,9:59:59.000
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω[br]απάνου του και να περάσω!...
9:59:59.000,9:59:59.000
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,[br]άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
9:59:59.000,9:59:59.000
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,[br]ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
9:59:59.000,9:59:59.000
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
9:59:59.000,9:59:59.000
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους[br]και κάνουνε πλήθος,
9:59:59.000,9:59:59.000
τόσο λιγότερ' η κρίση τους[br]και πιότερ' η κάκητα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν είσαστε κολλημένοι[br]πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
9:59:59.000,9:59:59.000
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε[br]μισό Μπερτόλδο˙
9:59:59.000,9:59:59.000
όχι τώρα, που σαστε[br]πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
9:59:59.000,9:59:59.000
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,[br]στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του[br]και χυμάει λυσσασμένα,
9:59:59.000,9:59:59.000
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει[br]απ' τα συνήθεια του,
9:59:59.000,9:59:59.000
να του λύσει την αλυσίδα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε[br]πως χαλάω τη Θρησκεία,
9:59:59.000,9:59:59.000
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε[br]πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
9:59:59.000,9:59:59.000
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες[br]τα σαγόνια σας,
9:59:59.000,9:59:59.000
για να με λιώσετε κει μέσα...
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,[br]σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
9:59:59.000,9:59:59.000
δε θα παραξενεβόσαστε,[br]γιατί θα πιστέβατε,
9:59:59.000,9:59:59.000
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά[br]και τρώω τις φλόγες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας[br]μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
9:59:59.000,9:59:59.000
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα[br]χρωστάτε τη ζωή σας.
9:59:59.000,9:59:59.000
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά[br]χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
9:59:59.000,9:59:59.000
Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το ,[br]τα κάνει...!
9:59:59.000,9:59:59.000
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο[br]και να πιστέβουνε πραγματικά,
9:59:59.000,9:59:59.000
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... [br]Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα[br]ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
9:59:59.000,9:59:59.000
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
9:59:59.000,9:59:59.000
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,[br]τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
9:59:59.000,9:59:59.000
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν άξαφνα και στα καλά καθούμενα[br]με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
9:59:59.000,9:59:59.000
πως είναι σωστότερο να τρώει[br]παρά να νηστέβει;
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,[br]μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
9:59:59.000,9:59:59.000
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
9:59:59.000,9:59:59.000
θελήσατε να σταματήσετε[br]τους κακούς ανέμους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),[br]τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
9:59:59.000,9:59:59.000
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα[br]τις άντζες...
9:59:59.000,9:59:59.000
Όμως για να με ξεκάνετε,[br]μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
9:59:59.000,9:59:59.000
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων[br]ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,[br]μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
9:59:59.000,9:59:59.000
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο[br]μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
9:59:59.000,9:59:59.000
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα[br]δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
9:59:59.000,9:59:59.000
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας[br]τους κάνετε πολύ σοφά
9:59:59.000,9:59:59.000
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,[br]που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
9:59:59.000,9:59:59.000
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του[br]και τη μουρνταροσύνη του,
9:59:59.000,9:59:59.000
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και ο λαός, ο Σκύλος,[br]ξέχασε τις αγάπες του
9:59:59.000,9:59:59.000
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
9:59:59.000,9:59:59.000
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει[br]την εφτυχία του από τον ουρανό
9:59:59.000,9:59:59.000
και να μην τήνε ζητάει από σας!
9:59:59.000,9:59:59.000
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα[br]του τίποτα, του παίρνεις το παν!
9:59:59.000,9:59:59.000
Και σε ξεσκίζει!
9:59:59.000,9:59:59.000
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε[br]στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
9:59:59.000,9:59:59.000
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας[br]μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
9:59:59.000,9:59:59.000
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε[br]να φιλάω τη χέρα του παπά.
9:59:59.000,9:59:59.000
Δε σας φτάνανε τούτα;
9:59:59.000,9:59:59.000
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
9:59:59.000,9:59:59.000
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
9:59:59.000,9:59:59.000
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την[br]Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
9:59:59.000,9:59:59.000
την άφηνα και μασκάρεβε[br]τα ντουβάρια με εικόνες.
9:59:59.000,9:59:59.000
Φιλούσα και τη χέρα του παπά[br]μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
9:59:59.000,9:59:59.000
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,[br]στον ταρτουφισμό!"
9:59:59.000,9:59:59.000
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο,[br]που μ' οδηγούσε.
9:59:59.000,9:59:59.000
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε[br]κάπως οι απλοϊκοί,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε[br]το μυαλό των αλλωνών!...
9:59:59.000,9:59:59.000
Δε θα πει πως μ' αφτό[br]χαλούσα τη θρησκεία!
9:59:59.000,9:59:59.000
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί[br](μερμήγκια!...)
9:59:59.000,9:59:59.000
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές[br]μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,[br]σε κάθε τρύπα
9:59:59.000,9:59:59.000
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί[br]να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
9:59:59.000,9:59:59.000
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από[br]μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
9:59:59.000,9:59:59.000
κι από να κούτσουρο της σόμπας[br]- κι από κάθε τρύπα;
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει[br]κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό[br]Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
9:59:59.000,9:59:59.000
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι[br]κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
9:59:59.000,9:59:59.000
κι ο θάνατος κι αν ακόμα[br]το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
9:59:59.000,9:59:59.000
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;