Υπάρχει ένα τόσο ισχυρό θεατρικό έργο για το οποίο μία παλιά δεισιδαιμονία λέει ότι το όνομά του δεν πρέπει ούτε καν να εκστομιστεί μέσα σε θέατρο, ένα έργο που ξεκινά με μαγεία και τελειώνει με έναν αποκεφαλισμό, ένα έργο γεμάτο γρίφους, προφητείες, εφιαλτικά οράματα, και πολλούς βάναυσους φόνους, ένα έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ αναφερόμενο συχνά ως «το Σκωτσέζικο Έργο» ή «Η Τραγωδία Του Μάκβεθ». Ανεβασμένο για πρώτη φορά το 1606 στο θέατρο Globe του Λονδίνου, ο «Μάκβεθ» αποτελεί την πιο σύντομη τραγωδία του Σαίξπηρ. Επιπλέον, είναι η πιο συναρπαστική και γεμάτη δράση. Σε πέντε πράξεις, αφηγείται την ιστορία ενός Σκωτσέζου ευγενικής καταγωγής που κλέβει τον θρόνο, βασιλεύει με τον τρόμο, και τέλος, έχει ένα αιματηρό τέλος. Κατά τη διάρκεια του έργου, θίγονται σημαντικά ζητήματα περί φιλοδοξίας, εξουσίας, και βίας τα οποία κάνουν άμεση αναφορά στην πολιτική της εποχής του Σαίξπηρ, και συνεχίζουν να αντηχούν στην δική μας. Η Αγγλία στις αρχές του 17ου αιώνα ήταν πολιτικά επισφαλής. Η βασίλισσα Ελισάβετ Α' πέθανε το 1603 χωρίς να αφήσει απογόνους, και με μία αιφνίδια κίνηση, οι σύμβουλοί της πρόσφεραν το στέμμα στον Τζέιμς Στιούαρτ, βασιλιά της Σκωτίας. Δύο χρόνια μετά, έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Τζέιμς, η λεγόμενη Συνωμοσία της Πυρίτιδας. Ερωτήματα για το τι είναι αυτό που κάνει έναν βασιλιά νόμιμο τίθονταν από πολλούς. Προφανώς ο Σαίξπηρ είχε αντιληφθεί ότι είχε σημαντικό υλικό όταν συνδύασε και μετέφερε στο θέατρο τις ιστορίες ενός δολοφονικού Σκωτσέζου βασιλιά του 11ου αιώνα, ονόματι Μάκβεθ, και αυτές πολλών άλλων Σκωτσέζων ευγενών. Βρήκε ιστορικές αναφορές στο «Χρονικά» του Χόλινσεντ, ένα δημοφιλές βιβλίο ιστορίας της Βρετανίας και της Ιρλανδίας. O Σαίξπηρ θα ήξερε επίσης ότι έπρεπε να πει την ιστορία του με έναν τρόπο που θα τραβούσε αμέσως την προσοχή ενός κοινού πολύμορφου και ζόρικου. To Globe ήταν ανοιχτό σε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Πλούσιοι χορηγοί παρακολουθούσαν το έργο από στεγασμένα θεωρεία, ενώ οι φτωχότεροι θεατές πλήρωναν μία πένα για να το δουν από ένα ανοιχτό τμήμα, τη λεγόμενη αρένα. Ομιλίες, γιουχαΐσματα και ζητωκραυγές ήταν συνήθη στη διάρκεια των παραστάσεων. Υπάρχουν ακόμα και αναφορές για θεατές να πετάνε έπιπλα όταν το έργο ήταν φιάσκο. Έτσι ο «Μάκβεθ» ξεκινά με ένα κυριολεκτικά εκκωφαντικό θόρυβο. Ένας κεραυνός σκάει και τρεις μάγισσες εμφανίζονται. Ανακοινώνουν ότι ψάχνουν έναν Σκωτσέζο ευγενή και ήρωα πολέμου, ονόματι Μάκβεθ, έπειτα πετούν μακρύα κραυγάζοντας μία κατάρα που προβλέπει έναν τρελαμένο κόσμο. «Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά. Άνεμοι πάρετέ μας, πάχνη κρύψε μας». Αργότερα βλέπουμε ότι βρίσκουν τον Μάκβεθ και τον ευγενή φίλο του Μπάνκο. «Χαίρε, ω Μακβέθ,» προφητεύουν, «Βασιλεύς μετέπειτα θα γίνεις!» «Βασιλιάς;» αναρωτιέται ο Μάκβεθ. Τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να κερδίσει το στέμμα; Ο Μάκβεθ και η γυναίκα του, η λαίδη Μάκβεθ, σύντομα σχεδιάζουν μια σειρά από φόνους, ψέματα και προδοσίες. Στο λουτρό αίματος που ακολουθεί, ο Σαίξπηρ παρέχει στους θεατές κάποια από τα πιο γνωστά αποσπάσματα της αγγλικής λογοτεχνίας. «Έβγα, κηλίς κατηραμένη! Έβγα!» ουρλιάζει η λαίδη Μάκβεθ πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να σκουπίσει το αίμα του θύματός της από τα χέρια της. Η εμμονή της με τις ενοχές είναι ένα από τα πολλά θέματα που θίγονται στο έργο, μαζί με την καθολική τάση κατάχρησης της εξουσίας, τον ατέρμονα κύκλο βίας και προδοσίας, την αψήφιστη πολιτική διαμάχη. Είναι χαρακτηριστικό της γλώσσας του Σαίξπηρ, ότι κάποιες φράσεις που πρωτοεμφανίστηκαν στο έργο, έχουν επαναληφθεί τόσες φορές που έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητας. Μεταξύ αυτών, «Γλυκύ της ευσπλαχνίας γάλα», «'Ο,τι εγένετο, εγένετο», και το διάσημο ξόρκι των μαγισσών, «Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!» Αλλά ο Σαίξπηρ φυλάει το καλύτερο για τον ίδιο τον Μάκβεθ. Προς το τέλος του έργου, ο Μάκβεθ συλλογίζεται την καθολικότητα του θανάτου και την ματαιότητα της ζωής. «Σβήσε, λιγόζωε δαυλέ!» θρηνεί. «Δεν είν' ο βίος άλλο παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος οπού πηγαινοέρχεται μιαν ώραν 'ς την σκηνήν του και πλέον δεν ακούεται. Είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός, βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα.» Ίσως η ζωή είναι ιστορία που διηγείται ένας τρελός, αλλά ο «Μάκβεθ» δεν είναι. Τόσο η γλώσσα του Σαίξπηρ όσο και οι χαρακτήρες του έχουν γίνει μέρος της κουλτούρας μας με ένα σπάνιο τρόπο. Σκηνοθέτες συχνά χρησιμοποιούν την ιστορία ώστε να ρίξουν φως σε καταχρήσεις εξουσίας, τόσο από την Αμερικανική μαφία όσο και από δικτάτορες ανά τον κόσμο. Το έργο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη πολλές φορές, συμπεριλαμβανομένου του «Θρόνος του Αίματος» του Κουροσάβα που λαμβάνει χώρα στη φεουδαρχική Ιαπωνία, και της εκμοντερνισμένης εκδοχής ονόματι «Scotland, PA», στην οποία ο Μάκβεθ και οι αντίπαλοί του είναι διαχειριστές ανταγωνιστικών εστιατορίων. Ανεξαρτήτως της παρουσίασης, ζητήματα ηθικής, πολιτικής και εξουσίας, συνεχίζουν να είναι επίκαιρα στις μέρες μας, όσο είναι και ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.