Ένας ρακένδυτος άνδρας, ο Έστραγκον, κάθεται κάτω από ένα δέντρο και προσπαθεί να βγάλει την μπότα του. Σύντομα φτάνει ο φίλος του Βλαντιμίρ, ο οποίος υπενθυμίζει στον ανυπόμονο φίλο του ότι πρέπει να περιμένουν εκεί για κάποιον που ονομάζεται Γκοντό. Έτσι ξεκινάει μια εξαντλητική συζήτηση όπου και οι δύο συζητούν πότε θα έρθει ο Γκοντό, γιατί περιμένουν, ακόμα και αν βρίσκονται στο σωστό δέντρο. Από αυτό το σημείο, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» γίνεται όλο και πιο περίεργο, ωστόσο θεωρείται ένα έργο που άλλαξε την ιστορία του σύγχρονου θεάτρου. Γραμμένο από τον Σάμιουελ Μπέκετ μεταξύ του 1949 και του 1955, το έργο θέτει ένα απλό αλλά κρίσιμο ερώτημα - τι πρέπει να κάνουν οι χαρακτήρες; Έστραγκον: Ας μην κάνουμε τίποτα. Είναι πιο ασφαλές. Βλαντιμίρ: Ας περιμένουμε να δούμε τι θα πει. Έστραγκον: Ποιος; Βλαντιμίρ: Ο Γκοντό. Έστραγκον: Καλή ιδέα. Τέτοιοι αινιγματικοί διάλογοι και κυκλικοί συλλογισμοί αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του Θεάτρου του Παραλόγου, ενός κινήματος που εμφανίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και βρήκε τους καλλιτέχνες να προσπαθούν να βρουν νόημα στην απελπισία. Οι εκπρόσωποι του κινήματος αποσύνθεσαν την πλοκή, τους χαρακτήρες και τη γλώσσα για να αμφισβητήσουν τη σημασία τους και να μοιραστούν τη βαθιά αβεβαιότητά τους στη σκηνή. Παρόλο που αυτό μπορεί να ακούγεται ζοφερό, το παράλογο συνδυάζει την απελπισία με το χιούμορ. Αυτό αντικατοπτρίζεται στη μοναδική προσέγγιση του Μπέκετ σε αυτό το είδος στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», το οποίο περιέγραψε ως «μια δίπρακτη ιλαροτραγωδία». Τραγικά, οι χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι σε ένα υπαρξιακό αίνιγμα: περιμένουν μάταια για έναν άγνωστο για να τους δώσει έναν σκοπό, αλλά ο μοναδικός σκοπός τους προκύπτει από το να τον περιμένουν. Καθώς περιμένουν, πλήττουν όλο και περισσότερο, εκφράζουν θρησκευτικούς φόβους και σκέφτονται την αυτοκτονία. Αλλά κωμικά υπάρχει κάτι χιουμοριστικό στο αδιέξοδό τους, το οποίο εκφράζεται στον λόγο τους και στις κινήσεις τους. Οι διάλογοι τους περιέχουν περίεργα λογοπαίγνια, επαναλήψεις και διφορούμενα σχόλια, ενώ οι κινήσεις τους περιλαμβάνουν χαζολογήματα, τραγούδι, χορό, καθώς και να ανταλλάσσουν μανιωδώς τα καπέλα τους. Συχνά είναι ασαφές αν το κοινό πρέπει να γελάσει ή να κλάψει - ή αν ο Μπέκετ τα θεωρούσε διαφορετικά. Γεννημένος στο Δουβλίνο, ο Μπέκετ σπούδασε Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά πριν μετακομίσει στο Παρίσι, όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κυρίως γράφοντας θέατρο, ποίηση και πρόζα. Παρόλο που ο Μπέκετ έτρεφε μια μεγάλη αγάπη για τη γλώσσα, άφηνε επίσης χώρο και για τη σιωπή ενσωματώνοντας κενά, παύσεις και σιωπηλές στιγμές στα έργα του. Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν του χαρακτηριστικά αργού ρυθμού και του μαύρου χιούμορ του, τα οποία έγιναν δημοφιλή μέσω του Θεάτρου του Παραλόγου. Επίσης δημιούργησε μια μυστηριώδη δημόσια εικόνα, και αρνούταν να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει εικασίες σχετικά με το νόημα του έργου του. Αυτό ωθούσε το κοινό σε νέες εικασίες, αυξάνοντας το ενδιαφέρον του για τον σουρεαλιστικό κόσμο και τους αινιγματικούς χαρακτήρες του Μπέκετ. Η έλλειψη ενός σαφούς νοήματος κάνει τον Γκοντό συνεχώς ανοιχτό σε νέες ερμηνείες. Οι κριτικοί έχουν προτείνει αμέτρητες ερμηνείες για το έργο, διαιωνίζοντας έτσι έναν κύκλο ασάφειας και υποθέσεων που αντικατοπτρίζει την πλοκή του ίδιου του έργου. Οι κριτικοί το έχουν ερμηνεύσει ως αλληγορία του Ψυχρού Πολέμου, της Γαλλικής Αντίστασης και της αποίκησης της Ιρλανδίας από τους Βρετανούς. Επίσης, η δυναμική των δύο πρωταγωνιστών έχει πυροδοτήσει μια έντονη συζήτηση. Οι κριτικοί τους έχουν ερμηνεύσει ως επιζώντες της αποκάλυψης, ως ένα ζευγάρι που γερνάει, ως δύο ανίκανους φίλους -ακόμα και ως προσωποποίηση του φροϋδικού «εγώ» και «εκείνο». Ο Μπέκετ είπε χαρακτηριστικά ότι ήταν σίγουρος μόνο για το γεγονός ότι ο Βλαντιμίρ και ο Έστραγκον «φορούν στρογγυλά καπέλα». Όπως οι υποθέσεις για το περιεχόμενο και την περίεργη πλοκή, έτσι και οι πρωταγωνιστές συχνά επαναλαμβάνουν τα λόγια τους με διαπληκτισμούς και πειράγματα, χάνουν τον ειρμό της σκέψης τους και συνεχίζουν από το σημείο που σταμάτησαν: Βλαντιμίρ: Ίσως θα μπορούσαμε να αρχίσουμε ξανά Έστραγκον: Αυτό είναι μάλλον εύκολο Βλαντιμίρ: Είναι η αρχή που είναι δύσκολη Έστραγκον: Μπορείς να ξεκινήσεις από οτιδήποτε Βλαντιμίρ: Ναι, αλλά εσύ πρέπει να αποφασίσεις Ο Μπέκετ μας υπενθυμίζει ότι, όπως και η καθημερινότητά μας, έτσι και η θεατρική πραγματικότητα δεν βγάζει πάντα νόημα. Μπορεί να εξερευνήσει και την πραγματικότητα και τη φαντασία, και το οικείο και το αλλότριο. Και παρόλο που μια οργανωμένη αφήγηση μας ελκύει, τα σπουδαιότερα θεατρικά έργα μας κάνουν να σκεφτόμαστε - και να περιμένουμε.