Return to Video

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

  • 0:15 - 0:35
    Κώστας Βάρναλης
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
  • 0:39 - 0:42
    Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
  • 0:42 - 0:44
    Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
  • 0:44 - 0:47
    (ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
    καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
  • 0:47 - 0:48
    νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
  • 0:48 - 0:51
    ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
    ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
  • 0:51 - 0:54
    ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
    καὶ τὴ θολὴ ματιά),
  • 0:54 - 0:59
    οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
    σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
  • 0:59 - 1:03
    μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
    τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
  • 1:03 - 1:07
    Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
    κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
  • 1:07 - 1:09
    ρουχαλίζανε ρυθμικά.
  • 1:09 - 1:12
    Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
    οὐρανὸ
  • 1:12 - 1:16
    καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
    γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
  • 1:16 - 1:21
    Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
    τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
  • 1:21 - 1:25
    καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
    ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
  • 1:25 - 1:29
    ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
    καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
  • 1:29 - 1:33
    του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
    που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
  • 1:37 - 1:41
    Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
    γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
  • 1:41 - 1:44
    λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
    τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
  • 1:44 - 1:48
    µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
    τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
  • 1:50 - 1:54
    Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
    τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
  • 1:54 - 1:58
    περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
    θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
  • 1:59 - 2:02
    Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
    ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
  • 2:03 - 2:06
    Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
    ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
  • 2:06 - 2:08
    µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
  • 2:09 - 2:15
    Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
    µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
  • 2:16 - 2:20
    Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
    σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
  • 2:20 - 2:24
    Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
    θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
  • 2:25 - 2:30
    Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
    τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
  • 2:30 - 2:33
    και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
    τα δυο τσουκάλια
  • 2:33 - 2:37
    (τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
    σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
  • 2:37 - 2:41
    λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
    κι ἀφτά, μουρμούρισε:
  • 2:42 - 2:46
    «Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
    ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
  • 2:46 - 2:50
    Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
    νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
  • 2:52 - 2:55
    Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
    μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
  • 2:55 - 2:58
    και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
    συναμεταξύ τους.
  • 2:58 - 3:02
    Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
    ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
  • 3:02 - 3:05
    το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
    μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
  • 3:05 - 3:07
    Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
  • 3:07 - 3:11
    μπροστά στο Νόμο
    τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
  • 3:11 - 3:13
    Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
  • 3:14 - 3:17
    Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
    καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
  • 3:17 - 3:22
    τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
    ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
  • 3:23 - 3:25
    Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
    κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
  • 3:25 - 3:29
    πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
    ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
  • 3:29 - 3:32
    και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
    τὴ δύναμη τοὺς,
  • 3:32 - 3:36
    τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
    φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
  • 3:36 - 3:39
    πού τον κατηγόρησαν
    οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
  • 3:40 - 3:43
    'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
    έκανε: χμ.
  • 3:44 - 3:47
    Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
    (σύµφωνα με το Νόμο),
  • 3:47 - 3:52
    ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
    κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
  • 3:52 - 3:53
    και δεν απάντησε τίποτα.
  • 3:54 - 3:58
    Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
    ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
  • 3:59 - 4:04
    Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
    πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
  • 4:04 - 4:09
    κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
    και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
  • 4:09 - 4:11
    Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
  • 4:12 - 4:15
    «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
  • 4:15 - 4:18
    «Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
  • 4:18 - 4:22
    να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
    στο Τεμπελχανιὀ.
  • 4:22 - 4:26
    Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
    κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
  • 4:26 - 4:28
    Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
  • 4:28 - 4:31
    (χωρίς να με βλέπετε
    και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
  • 4:31 - 4:34
    ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
    τις ὡραίες µελόπιτες,
  • 4:34 - 4:38
    που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
    στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
  • 4:38 - 4:39
    τον γιό τῆς Παρθένας.
  • 4:40 - 4:44
    Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
    και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
  • 4:44 - 4:47
    παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
  • 4:49 - 4:54
    Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
    με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
  • 4:54 - 4:55
    γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
  • 4:55 - 4:58
    σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
    του Σωκράτη.
  • 4:58 - 5:02
    Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
    Και κείνος σε λίγο:
  • 5:02 - 5:05
    «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
    καθώς φαίνεται, κρίση,
  • 5:05 - 5:08
    ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
    ὁλωνώνε σας».
  • 5:09 - 5:13
    Πωπώ! τί γένηκε τότες!
    Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
  • 5:13 - 5:16
    Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
    ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
  • 5:16 - 5:20
    κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
    μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
  • 5:20 - 5:22
    για να τον ξεσχίσουνε
    κι όλοι φωνάζανε µαζί,
  • 5:22 - 5:24
    ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
  • 5:24 - 5:29
    ᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
    τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
  • 5:29 - 5:32
    Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
    νοικοκυρέοι ανθρώποι
  • 5:32 - 5:35
    και χασοµερίσαν όλη µέρα
    γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
  • 5:36 - 5:40
    Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
    μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
  • 5:40 - 5:42
    Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
  • 5:42 - 5:46
    το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
    µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
  • 5:46 - 5:52
    Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
    κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
  • 5:53 - 5:57
    Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
    δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
  • 5:57 - 6:00
    τόνε καταδικάσαν αφτοί,
    με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
  • 6:00 - 6:03
    (πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
    να πιει το φαρμάκι.
  • 6:04 - 6:08
    Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
    απὸ κέφι και δύναμη.
  • 6:08 - 6:12
    Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
    οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
  • 6:12 - 6:15
    στους καβγάδες και στον πόλεμο,
    στάθηκε στέρεα στο βήμα
  • 6:15 - 6:19
    και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
    τους είπε σιγά σιγά τούτα,
  • 6:19 - 6:21
    ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
  • 6:23 - 6:27
    Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
    φίλοι και µαθητάδες,
  • 6:27 - 6:31
    όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
    µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
  • 6:31 - 6:34
    πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
    ο Νόμος είτανε δίκαιος
  • 6:34 - 6:38
    κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
    Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
  • 6:39 - 6:43
    και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
    που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
  • 6:44 - 7:07
    Το πώς γενήκανε τα πράματα
  • 7:18 - 7:31
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
  • 7:31 - 7:34
    ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
  • 7:36 - 7:38
    Έξι σωστές ωρούλες
    και δεν άκουσα τίποτα!
  • 7:39 - 7:41
    Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
  • 7:42 - 7:44
    Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
  • 7:44 - 7:47
    δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
    τ’ αυτιά του με κερί
  • 7:47 - 7:49
    και να δεθεί στο κατάρτι
    για να μην ακούσει
  • 7:49 - 7:50
    το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
  • 7:51 - 7:55
    Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
    ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
  • 7:55 - 7:58
    μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
    σ’ όλη του τη ζωή.
  • 7:59 - 8:04
    Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
    πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
  • 8:04 - 8:07
    Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
    και φανταχτερό σας πλήθος.
  • 8:08 - 8:10
    Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
  • 8:10 - 8:13
    και με δικάζανε πεθαμένον
    πεντακόσοι Πλούτωνες.
  • 8:14 - 8:16
    Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
  • 8:16 - 8:19
    Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
  • 8:20 - 8:24
    Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
    το πατριωτικό μου φιλότιμο.
  • 8:25 - 8:27
    Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
  • 8:27 - 8:30
    Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
    τούτ’ η Τριάδα
  • 8:30 - 8:32
    (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
  • 8:32 - 8:36
    εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
    κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
  • 8:36 - 8:40
    Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
    γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
  • 8:40 - 8:45
    Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
    σε μια χώρα ξωτική,
  • 8:45 - 8:48
    που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
    τηνε ζύγωσε ποτές,
  • 8:48 - 8:50
    γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
  • 8:50 - 8:54
    Εκείθες ματαγύριζε πάντα
    γιομάτο βουητά και θάμπη
  • 8:54 - 8:55
    και πόνους αβάσταγους.
  • 8:56 - 8:59
    Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
  • 8:59 - 9:03
    Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
    παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
  • 9:03 - 9:07
    που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
    Στραβώνεται για πάντα!
  • 9:08 - 9:12
    Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
    φέρνεται σαν τα μουλάρια
  • 9:12 - 9:14
    που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
    σ’ ολόρθο γκρεμόν
  • 9:14 - 9:16
    ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
  • 9:17 - 9:20
    Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
  • 9:20 - 9:23
    και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
    πέρ’ από τη μύτη μου.
  • 9:23 - 9:26
    Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
    να κοιτάζω τη μύτη μου!
  • 9:26 - 9:32
    Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
    της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
  • 9:32 - 9:37
    Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
    χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
  • 9:37 - 9:41
    Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
    περασμένα, μελλούμενα,
  • 9:42 - 9:45
    και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
    ω άντρες Αθηναίοι!
  • 9:45 - 9:48
    Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
  • 9:48 - 9:51
    εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
    και να την καταλάβει.
  • 9:52 - 9:55
    Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
    πως υπάρχει,
  • 9:55 - 9:58
    κι ας με πειράζαν όλοι
    πως ήτανε πλατσουκωτή
  • 9:58 - 10:00
    σαν της μαϊμούς και του τράγου.
  • 10:00 - 10:04
    Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
    γιατί όλες αυτές τις ώρες
  • 10:04 - 10:07
    μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
  • 10:08 - 10:12
    Βέβαια τα παραλέω.
    Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
  • 10:12 - 10:16
    Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
    καμιά βρισιά των κατηγόρων
  • 10:16 - 10:18
    ή καμιά βλαστήμια δική σας.
  • 10:18 - 10:22
    Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
    απάντησες που μου ερχόντανε.
  • 10:22 - 10:25
    Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
    κείνη τη στιγμή·
  • 10:25 - 10:28
    ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
  • 10:28 - 10:32
    Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
    μια και καλή στο τέλος,
  • 10:32 - 10:36
    καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
    κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
  • 10:36 - 10:40
    σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
    να βγει στην αυλή προς νερού του.
  • 10:40 - 10:44
    Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
    ξέχασα τί θα σας έλεγα
  • 10:44 - 10:46
    και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
  • 10:48 - 10:51
    Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
    η θανατική σας απόφαση.
  • 10:52 - 10:55
    Την ήξερ’ από τα πριν,
    γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
  • 10:55 - 10:56
    στον ξεπεσμό του καιρού μας.
  • 10:57 - 11:00
    Μα και να μην την ήξερα,
    δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
  • 11:01 - 11:05
    Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
    σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
  • 11:05 - 11:08
    Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
    να βάλετε κοτζάμ τελάλη
  • 11:08 - 11:10
    να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
  • 11:10 - 11:13
    Μα και να μη νυστάζατε,
    πάλε θα με θανατώνατε.
  • 11:14 - 11:15
    Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
  • 11:15 - 11:19
    Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
    σπουδαία προσώπατα!
  • 11:19 - 11:24
    Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
    ήλιοι της Δημοκρατίας!…
  • 11:25 - 11:28
    Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
  • 11:29 - 11:32
    Κουρελής, κακοσούσουμος,
    γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
  • 11:32 - 11:37
    σωστός κοπρίτης
    κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
  • 11:37 - 11:40
    Πού να κρυφτώ!
    Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
  • 11:40 - 11:42
    Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
  • 11:42 - 11:45
    θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
    τον εαυτό μου
  • 11:45 - 11:47
    και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
  • 11:47 - 11:51
    και θα τα θεωρούσα και τα δυο
    μεγάλη μου τιμή.
  • 11:52 - 11:56
    Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
    την όψη τους και το ντύσιμό τους
  • 11:56 - 11:57
    σ’ ομορφιά και πλούτο!
  • 11:58 - 12:01
    Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
    το θάνατο μου;
  • 12:01 - 12:03
    Για το καλό της πολιτείας!
  • 12:03 - 12:06
    Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
    κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
  • 12:07 - 12:08
    Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
  • 12:08 - 12:11
    θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
    στη δημοπρασία·
  • 12:11 - 12:15
    μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
    για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
  • 12:15 - 12:20
    (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
    να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
  • 12:20 - 12:23
    για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
    από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
  • 12:24 - 12:27
    Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
    με το δικό μου πέσιμο
  • 12:27 - 12:31
    να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
    την Αρετή, που τρεκλίζει.
  • 12:31 - 12:35
    Του λαού μπροστάρηδες,
    αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
  • 12:35 - 12:38
    θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
    κι εγώ κατήγορος.
  • 12:38 - 12:42
    Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
    στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
  • 12:42 - 12:44
    Ο γενναίος στρατηγός!
  • 12:45 - 12:48
    Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
    να σώσει το Νιόκαστρο
  • 12:48 - 12:52
    κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
    (ενάντιος άνεμος),
  • 12:52 - 12:55
    ώσπου να πέσει το κάστρο
    και να γλιτώσει το πετσί του.
  • 12:56 - 12:59
    Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
    λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
  • 12:59 - 13:01
    κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
  • 13:01 - 13:06
    Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
    έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
  • 13:06 - 13:09
    Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
    για τα χρήματα,
  • 13:09 - 13:11
    δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
  • 13:12 - 13:16
    Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
    τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
  • 13:16 - 13:19
    και σ’ αυτόνε
    και στα συνήθεια της δημοκρατίας
  • 13:19 - 13:22
    και στον ενάντιον άνεμο,
    που του στάθηκε τόσο βολικός.
  • 13:23 - 13:28
    Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
    ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
  • 13:28 - 13:31
    ναν του γράψει την κατηγορία,
    που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
  • 13:32 - 13:35
    Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
    ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
  • 13:35 - 13:39
    (τουλάχιστο ξυπνότερη)
    και με τα μισά λεφτά;
  • 13:39 - 13:42
    Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
    για υπεράσπισή μου
  • 13:42 - 13:45
    κατάφερα να σας λυσσάξω
    και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
  • 13:45 - 13:49
    θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
    κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
  • 13:49 - 13:50
    όπως θαν το κάνω τώρα.
  • 13:51 - 13:54
    Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
    για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
  • 13:54 - 13:56
    την καλύτερη μάρκα,
  • 13:56 - 13:58
    και να φτιάξω και το κιβούρι μου
    από καρυδόξυλο,
  • 13:58 - 14:02
    έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
    που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
  • 14:04 - 14:06
    Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
  • 14:06 - 14:09
    Είδατε ποτέ σας ρήτορα
    που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
  • 14:10 - 14:12
    Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
  • 14:12 - 14:14
    και του μπιστεφτήκατε
    να φυλάξει τον Έπαχτο.
  • 14:15 - 14:17
    Μα τούτος, ξέροντας
    τί θα πει πατριωτισμός,
  • 14:17 - 14:20
    πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
    «ἀντί ἀργυρίου».
  • 14:21 - 14:22
    Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
  • 14:22 - 14:25
    πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
    ενάντια στη Μοίρα,
  • 14:25 - 14:28
    που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
    αντίς να πει:
  • 14:28 - 14:31
    ενάντια στο χρήμα,
    που κυβερνάει και τη Μοίρα!
  • 14:31 - 14:36
    Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
    κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
  • 14:36 - 14:39
    την τιμή και την περιουσία του λαού,
    δηλαδή τη δικιά του
  • 14:39 - 14:44
    και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
    τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
  • 14:46 - 14:50
    Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
    με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
  • 14:50 - 14:52
    είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
  • 14:52 - 14:58
    «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
    Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
  • 14:58 - 15:00
    Τίμημα θάνατος!».
  • 15:00 - 15:06
    Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
    και διάσημος «τέτοιος».
  • 15:06 - 15:08
    Όμως αληθινό παλικάρι.
  • 15:08 - 15:12
    Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
    να υπογράψει αυτός την κατηγορία
  • 15:12 - 15:16
    και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
    σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
  • 15:16 - 15:20
    να καταδικαστεί σε «ατιμία»
    — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
  • 15:21 - 15:24
    Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
    τίποτα για την πατρίδα.
  • 15:24 - 15:28
    Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
    μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
  • 15:28 - 15:32
    μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
    στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
  • 15:32 - 15:35
    Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
    κανέν’ αξίωμα,
  • 15:35 - 15:38
    πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
    των άλλων αρχόντων
  • 15:38 - 15:40
    και με τα γούστα του λαού,
  • 15:40 - 15:43
    πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
    πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
  • 15:44 - 15:47
    Και πριν να δοξαστείτε σεις
    θανατώνοντάς με,
  • 15:47 - 15:50
    παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
    το ίδιο αστείο,
  • 15:50 - 15:54
    δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
    και μια με τους τριάντα τυράννους.
  • 15:55 - 15:58
    Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
    τα μπόγια των κατηγόρων
  • 15:58 - 16:00
    και τόσο μικρούλι το δικό μου,
  • 16:00 - 16:04
    θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
    για νά καταδικαστώ.
  • 16:04 - 16:09
    Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
    — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
  • 16:09 - 16:10
    «Διὸς κριταί!».
  • 16:10 - 16:12
    Μοναχά ψυχή και μυαλό.
  • 16:12 - 16:15
    Χωρίς φαντασία και χωρίς
    μάταια ψιλολογήματα.
  • 16:15 - 16:17
    Μια κι όξω!
  • 16:17 - 16:21
    Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
    με την ίδια ευκολία που βγάζετε
  • 16:21 - 16:24
    τη μύξα σας με τα δάχτυλα
    και την κολλάτε κει που κάθεστε.
  • 16:26 - 16:28
    Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
  • 16:28 - 16:31
    πρόεδρος του συλλόγου
    για την προστασία της Ηθικής,
  • 16:31 - 16:34
    που δεν αφήνει δυο σκυλιά
    ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
  • 16:34 - 16:37
    μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
    στους αγαπητικούς του
  • 16:37 - 16:38
    — κι αυτός βλέπει!
  • 16:39 - 16:43
    Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
    καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
  • 16:43 - 16:47
    κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
    που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
  • 16:47 - 16:52
    μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
    του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
  • 16:53 - 16:56
    Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
    και καραβοκυραίοι του Περαία,
  • 16:56 - 17:00
    τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
    (όνομα και πράγμα!),
  • 17:00 - 17:03
    που τα καταφέρνουνε και γίνονται
    κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
  • 17:03 - 17:06
    για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
    των γεννημάτων,
  • 17:06 - 17:10
    των αλευριών και του ψωμιού
    και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
  • 17:10 - 17:11
    μπας κι είναι ξύκικα!
  • 17:12 - 17:15
    Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
    από την Κηφισιά,
  • 17:15 - 17:19
    που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
    βωμούς στον Έλεο και,
  • 17:19 - 17:23
    τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
    και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
  • 17:23 - 17:27
    και ξύνεται κει που του ταίριαζε
    να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
  • 17:28 - 17:32
    Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
    μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
  • 17:32 - 17:33
    λουσμένος στ’ αρώματα
  • 17:33 - 17:37
    μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
    του πορνικού φόρου,
  • 17:37 - 17:40
    που του τονε πλερώνουνε
    κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
  • 17:40 - 17:42
    Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
  • 17:42 - 17:45
    που πέταξε στο δρόμο
    τα παιδιά τ’ αδερφού του
  • 17:45 - 17:47
    κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
    τονε φτωχύνανε.
  • 17:48 - 17:52
    Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
    που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
  • 17:52 - 17:56
    για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
    και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
  • 17:56 - 17:59
    τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
    και θα καλογερέψει,
  • 17:59 - 18:00
    για να σώσει την ψυχή του !
  • 18:01 - 18:04
    Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
  • 18:04 - 18:06
    που για να προφταίνει
    στις πολλές δουλειές του,
  • 18:06 - 18:11
    άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
    των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
  • 18:12 - 18:18
    Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
    με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
  • 18:19 - 18:22
    Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
    Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
  • 18:22 - 18:25
    Έχετε καιρό να θυμώσετε,
    γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
  • 18:25 - 18:28
    Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
    καθενού σας χωριστά
  • 18:28 - 18:30
    τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
  • 18:30 - 18:33
    Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
    από τις δυο πρώτες σειρές.
  • 18:34 - 18:36
    Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
    με τ’ όνομα…
  • 18:36 - 18:41
    Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
    από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
  • 18:41 - 18:43
    η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
  • 18:43 - 18:45
    Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
  • 18:46 - 18:50
    Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
    και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
  • 18:50 - 18:53
    για να σας τις ιστορήσουνε
    και ναν τις πιστέψετε!..·
  • 18:53 - 18:57
    Και το κάτου της γραφής,
    τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
  • 18:57 - 19:01
    Είσαστε σεις ο Νόμος, —
    ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
  • 19:01 - 19:03
    Ένας σας να ’τανε καθαρός,
  • 19:03 - 19:06
    ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
    θρύψαλα και κουρνιαχτός.
  • 19:09 - 19:12
    Μη μου πείτε: «Νά τος!
    Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
  • 19:12 - 19:15
    πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
    κι η ψυχή το σώμα·
  • 19:15 - 19:18
    πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
    μα μονάχα των φιλοσόφων
  • 19:18 - 19:21
    (δηλαδή τη δική του·
    όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
  • 19:21 - 19:25
    Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
    τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
  • 19:25 - 19:26
    παρακαλεί και βρίζει».
  • 19:27 - 19:29
    Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
  • 19:30 - 19:34
    Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
    μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
  • 19:35 - 19:38
    Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
    με την μπαμπεσιά των νόμων,
  • 19:38 - 19:40
    όπως δε θα μ’ ένοιαζε
    να σας άδειαζα τη γωνιά
  • 19:40 - 19:43
    μετά λίγους μήνες ή χρόνια
    με το θέλημα της Φύσης.
  • 19:44 - 19:45
    Σας χρωστάω και χάρη…
  • 19:46 - 19:50
    Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
    το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
  • 19:50 - 19:53
    κάνω γούστο να κοροϊδεύω
    και σας και τον εαυτό μου.
  • 19:53 - 19:57
    Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
  • 19:58 - 20:00
    Και σα συλλογιέμαι πως
    σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
  • 20:00 - 20:04
    μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
    μήτε και να φύγετε αποδώ,
  • 20:04 - 20:08
    γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
    χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
  • 20:09 - 20:12
    Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
    να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
  • 20:12 - 20:15
    όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
  • 20:15 - 20:20
    Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
    φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
  • 20:20 - 20:25
    Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
    σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
  • 20:25 - 20:29
    Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
    το γυάλωμα των ματιών
  • 20:29 - 20:30
    και τ’ άφρισμα του στομάτου·
  • 20:30 - 20:34
    το κρουστάλλιασμα των ποδιών
    ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
  • 20:34 - 20:37
    και μπήγει τα νύχια του πρώτα
    στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
  • 20:38 - 20:39
    Κι αυτό ήταν όλο!…
  • 20:41 - 20:44
    Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • 20:44 - 20:46
    Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
  • 20:46 - 20:48
    Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
  • 20:48 - 20:52
    μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
    όλα τα καλά του Θεού:
  • 20:53 - 20:57
    τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
    παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
  • 20:57 - 21:00
    χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
    και σκόρδο,
  • 21:00 - 21:05
    καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
    κι άνεμος μουσικός!
  • 21:06 - 21:08
    Είσαστε αθάνατοι!
  • 21:08 - 21:10
    Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
  • 21:10 - 21:13
    αν η Μοίρα σάς γεννούσε
    με μιαν αλογήσιαν ούρα
  • 21:13 - 21:16
    που να σαλεύει μοναχή της
    ζερβά δεξιά σα βεντάγια
  • 21:16 - 21:19
    και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
    την ώρα που κοιμάστε
  • 21:19 - 21:23
    και την ώρα που δικάζετε,
    — σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
  • 21:36 - 21:46
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
  • 21:46 - 21:49
    Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
    απάνου στο σανιδοκρέβατο
  • 21:49 - 21:52
    με την κωμικήν επισημότητα
    πόχουν τα λείψανα,
  • 21:52 - 21:56
    και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
    τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
  • 21:56 - 21:59
    τη δική σας αγαθοσύνη
    και την παρθενιά των νόμων,
  • 21:59 - 22:01
    γέλασα με την καρδιά μου.
  • 22:01 - 22:05
    Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
    φέβγουν από τους πεθαμένους
  • 22:05 - 22:06
    και πάνε στους ζωντανούς.
  • 22:06 - 22:10
    Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
    από πάνω ως κάτου να βρομάτε
  • 22:10 - 22:12
    σαν ψοφίμια δέκα μερών
  • 22:12 - 22:17
    (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
    άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
  • 22:17 - 22:21
    κι ωστόσο να χετε την όρεξη
    να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
  • 22:21 - 22:23
    πήγε ο νους μου στα ζώα :
  • 22:23 - 22:27
    όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
    τον εαφτό τους αθάνατο˙
  • 22:27 - 22:29
    κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
    να μην ελπίζουνε,
  • 22:29 - 22:32
    πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
    σε καλύτερη ζωή.
  • 22:34 - 22:37
    Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
  • 22:37 - 22:40
    να στέκεσαι πάνω στο βήμα
    "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
  • 22:40 - 22:44
    ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
    τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
  • 22:44 - 22:49
    για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
    οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
  • 22:49 - 22:53
    τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
    πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
  • 22:53 - 22:55
    ξέρεις τι θα γινότανε ;
  • 22:55 - 23:00
    Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
    να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
  • 23:00 - 23:03
    θα κουνούσανε λυπητερά
    το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
  • 23:03 - 23:08
    "Καλός είταν ο κακομοίρης!...
    Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
  • 23:08 - 23:12
    Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
    λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
  • 23:12 - 23:15
    στένεψε και μάκρυνε
    η πλατσουκωτή του μύτη...
  • 23:15 - 23:16
    Έγινε μια χαρά!...
  • 23:17 - 23:18
    Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
  • 23:18 - 23:22
    σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
    και τους κάλπηδες!...
  • 23:22 - 23:24
    Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
  • 23:24 - 23:27
    Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
    Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
  • 23:28 - 23:30
    Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
  • 23:30 - 23:34
    όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
    τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
  • 23:34 - 23:35
    μα κατεργάρης δεν είναι˙
  • 23:35 - 23:38
    κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
    και με τα λόγια του
  • 23:38 - 23:41
    αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
    κ' η ψυχή του...
  • 23:41 - 23:45
    Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
    την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
  • 23:45 - 23:48
    Χρειάζονται παραδείγματα
    για τα παιδιά μας".
  • 23:49 - 23:52
    Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
    να χω πεθάνει μοναχός μου,
  • 23:52 - 23:55
    με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
  • 23:55 - 23:57
    Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
  • 23:57 - 24:00
    όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
    ν' αγαπάνε την αρετή,
  • 24:00 - 24:03
    μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
  • 24:03 - 24:05
    Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
  • 24:06 - 24:08
    για να πλερώσει τα κακουργήματα
    της χτεσινής τυραννίας
  • 24:08 - 24:11
    και να φράξει το δρόμο
    του ξαναγυρισμού της.
  • 24:11 - 24:14
    Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
  • 24:14 - 24:17
    το δάσκαλο του Κριτία
    και του Θηραμένη του κόθορνου,
  • 24:17 - 24:21
    τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
    που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
  • 24:22 - 24:24
    Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
  • 24:24 - 24:27
    δε βαραίνει βέβαια
    μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
  • 24:27 - 24:30
    όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
    των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
  • 24:30 - 24:33
    όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
  • 24:34 - 24:38
    Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
    στο να τάσι της παλάντζας,
  • 24:38 - 24:41
    πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
  • 24:42 - 24:45
    Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
    και φίλοι κι αρνητάδες μου,
  • 24:45 - 24:48
    και ντόπιοι και ξένοι,
    και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
  • 24:48 - 24:51
    που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
    γύρα στο θάνατό μου.
  • 24:51 - 24:55
    Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
    "αηδόνα Μουσών",
  • 24:55 - 25:00
    "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
    "κορώνα της Ελλάδος".
  • 25:01 - 25:05
    Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
    το "Σωκρατείον",
  • 25:05 - 25:08
    και θα μου κάνουνε θυσίες
    κάθε χρόνο, την άνοιξη...
  • 25:08 - 25:10
    Θα με προσκυνάνε για θεό
  • 25:10 - 25:14
    (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
    μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
  • 25:14 - 25:16
    και για ποιό λόγο;)
  • 25:16 - 25:19
    Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
    δίπλα στο δικό μου
  • 25:19 - 25:20
    και ν' ακούγονται μαζί μου˙
  • 25:20 - 25:24
    κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
    πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
  • 25:24 - 25:26
    θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
  • 25:27 - 25:28
    Μπόσικα πράματα.
  • 25:28 - 25:32
    Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
    την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
  • 25:32 - 25:35
    θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
  • 25:35 - 25:38
    Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
  • 25:38 - 25:41
    Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
    γιατί παρέβηκα το Νόμο,
  • 25:41 - 25:45
    μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
    απάνου του και να περάσω!...
  • 25:46 - 25:52
    "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
    άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
  • 25:53 - 25:55
    Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
  • 25:56 - 26:01
    Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
    ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
  • 26:02 - 26:03
    τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
  • 26:04 - 26:07
    Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
    και κάνουνε πλήθος,
  • 26:07 - 26:10
    τόσο λιγότερ' η κρίση τους
    και πιότερ' η κάκητα.
  • 26:11 - 26:13
    Κι αν είσαστε κολλημένοι
    πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
  • 26:13 - 26:18
    (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
    μισό Μπερτόλδο˙
  • 26:18 - 26:20
    όχι τώρα, που σαστε
    πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
  • 26:21 - 26:23
    Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
  • 26:23 - 26:27
    - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
    στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
  • 26:28 - 26:32
    Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
    και χυμάει λυσσασμένα,
  • 26:32 - 26:36
    μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
    απ' τα συνήθεια του,
  • 26:36 - 26:37
    να του λύσει την αλυσίδα.
  • 26:38 - 26:41
    Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
    πως χαλάω τη Θρησκεία,
  • 26:41 - 26:46
    τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
    πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
  • 26:46 - 26:49
    κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
    τα σαγόνια σας,
  • 26:49 - 26:51
    για να με λιώσετε κει μέσα...
  • 26:52 - 26:56
    Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
    σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
  • 26:57 - 26:59
    δε θα παραξενεβόσαστε,
    γιατί θα πιστέβατε,
  • 26:59 - 27:02
    πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
    και τρώω τις φλόγες.
  • 27:03 - 27:07
    Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
    μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
  • 27:07 - 27:09
    θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
    χρωστάτε τη ζωή σας.
  • 27:10 - 27:12
    Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
  • 27:12 - 27:17
    Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
    χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
  • 27:17 - 27:21
    Δεν ξέρω τίποτα!...
    Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
  • 27:22 - 27:24
    Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
  • 27:24 - 27:27
    ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
  • 27:28 - 27:31
    Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
    και να πιστέβουνε πραγματικά,
  • 27:31 - 27:36
    πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
    Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
  • 27:36 - 27:41
    Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
    ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
  • 27:41 - 27:43
    Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
  • 27:43 - 27:47
    Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
    τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
  • 27:48 - 27:50
    κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
  • 27:51 - 27:55
    Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
    με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
  • 27:55 - 27:58
    πως είναι σωστότερο να τρώει
    παρά να νηστέβει;
  • 27:58 - 28:02
    Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
    μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
  • 28:02 - 28:04
    Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
  • 28:04 - 28:06
    θελήσατε να σταματήσετε
    τους κακούς ανέμους.
  • 28:07 - 28:12
    Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
    τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
  • 28:12 - 28:15
    Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
  • 28:15 - 28:17
    τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
    τις άντζες...
  • 28:17 - 28:20
    Όμως για να με ξεκάνετε,
    μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
  • 28:20 - 28:24
    πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
    ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
  • 28:24 - 28:28
    Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
    μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
  • 28:28 - 28:31
    πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
  • 28:32 - 28:36
    Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
    μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
  • 28:36 - 28:40
    και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
    δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
  • 28:41 - 28:44
    Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
    τους κάνετε πολύ σοφά
  • 28:44 - 28:46
    προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
  • 28:46 - 28:51
    Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
    που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
  • 28:51 - 28:54
    για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
    και τη μουρνταροσύνη του,
  • 28:54 - 28:56
    τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
  • 28:56 - 28:59
    Και ο λαός, ο Σκύλος,
    ξέχασε τις αγάπες του
  • 28:59 - 29:01
    και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
  • 29:01 - 29:04
    Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
    την εφτυχία του από τον ουρανό
  • 29:05 - 29:06
    και να μην τήνε ζητάει από σας!
  • 29:07 - 29:11
    Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
    του τίποτα, του παίρνεις το παν!
  • 29:11 - 29:12
    Και σε ξεσκίζει!
  • 29:14 - 29:17
    Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
    στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
  • 29:17 - 29:21
    την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
    μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
  • 29:21 - 29:25
    Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
    να φιλάω τη χέρα του παπά.
  • 29:25 - 29:27
    Δε σας φτάνανε τούτα;
  • 29:27 - 29:29
    Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
  • 29:29 - 29:31
    Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
  • 29:32 - 29:36
    Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
    Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
  • 29:36 - 29:39
    την άφηνα και μασκάρεβε
    τα ντουβάρια με εικόνες.
  • 29:39 - 29:43
    Φιλούσα και τη χέρα του παπά
    μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
  • 29:43 - 29:47
    "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
    στον ταρτουφισμό!"
  • 29:49 - 29:52
    Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
    δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
  • 29:53 - 29:56
    Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
    κάπως οι απλοϊκοί,
  • 29:56 - 29:59
    γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
    το μυαλό των αλλωνών!...
  • 30:00 - 30:02
    Δε θα πει πως μ' αφτό
    χαλούσα τη θρησκεία!
  • 30:02 - 30:05
    Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
    (μερμήγκια!...)
  • 30:05 - 30:08
    που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
    μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
  • 30:09 - 30:12
    Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
    σε κάθε τρύπα
  • 30:12 - 30:16
    φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
    να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
  • 30:16 - 30:21
    που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
    μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
  • 30:21 - 30:24
    κι από να κούτσουρο της σόμπας
    - κι από κάθε τρύπα;
  • 30:24 - 30:28
    Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
    κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
  • 30:28 - 30:32
    γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
    Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
  • 30:33 - 30:37
    Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
    κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
  • 30:37 - 30:41
    κι ο θάνατος κι αν ακόμα
    το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
  • 30:41 - 30:43
    γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
  • 30:45 - 30:47
    Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
    καινούριο θεόπουλο...
  • 30:48 - 30:52
    Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
    από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
  • 30:52 - 30:56
    κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
    την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
  • 30:56 - 30:59
    και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
    μετά χαράς.
  • 31:00 - 31:04
    Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
    φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
  • 31:04 - 31:07
    και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
    την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
  • 31:07 - 31:10
    σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
  • 31:10 - 31:14
    να τάζετε τις σκλάβες και τους
    σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
  • 31:14 - 31:18
    ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
    στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
  • 31:18 - 31:22
    και να παραδίνεστε
    "σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
  • 31:22 - 31:26
    για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
    οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
  • 31:26 - 31:28
    και τ' άλλα παπαδόσογα,
  • 31:28 - 31:32
    τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
    που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
  • 31:32 - 31:36
    και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
    να βρίσκω το σωστό,
  • 31:36 - 31:39
    χωρίς να βγάζει δίσκο
    και να θέλει ναούς και θυσίες;
  • 31:39 - 31:42
    Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
    για χατίρι του.
  • 31:43 - 31:47
    Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
    θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
  • 31:47 - 31:51
    για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
    στην καταραμένη χώρας σας!
  • 31:53 - 31:56
    Να τι λένε τώρα μέσα τους
    οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
  • 31:57 - 32:00
    Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
    μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
  • 32:00 - 32:04
    δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
    της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
  • 32:04 - 32:08
    πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
    σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
  • 32:08 - 32:11
    Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
  • 32:11 - 32:13
    Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
    μα το πλήθος;...
  • 32:14 - 32:17
    Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
    οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
  • 32:17 - 32:19
    οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
  • 32:19 - 32:22
    άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
    ποιος θα τους συγκρατήσει;
  • 32:23 - 32:26
    Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
    είναι πρόωρα πράματα!...
  • 32:27 - 32:30
    Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
    της πατρίδας και της ηθικής.
  • 32:30 - 32:33
    Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
    θα χυθεί ν' αρπάζει
  • 32:33 - 32:36
    τους παράδες και τα χτήματα,
    τους "κόπους" των αλλωνών
  • 32:36 - 32:39
    και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
  • 32:40 - 32:43
    Δε συμφέρει, δε θέλετε
    να σας μιμηθεί κι ο λαός.
  • 32:43 - 32:47
    Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
    τ΄άθλιο κουφάρι μου,
  • 32:47 - 32:51
    για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
    το μεγαλύτερο φταίξιμο...
  • 32:52 - 32:56
    Μα χαλούσα και την ηθική!
    Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
  • 32:57 - 33:00
    Ούλ' οι μαθητάδες μου
    τα χανε περασμένα τα σαράντα...
  • 33:00 - 33:03
    Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
    είτανε φίλοι μου...
  • 33:03 - 33:07
    Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
    θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
  • 33:07 - 33:09
    Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
  • 33:09 - 33:13
    Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
    κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
  • 33:13 - 33:16
    βαριεστίζουνε και το σκάνε
    από το σκολειό!...
  • 33:16 - 33:18
    Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
  • 33:18 - 33:21
    να δένουνε και να δέρνουνε
    τους πατεράδες τους
  • 33:21 - 33:23
    όταν αφτοί μπεκρολογούνε
    και χαλάνε τα λεφτά τους
  • 33:23 - 33:27
    στο τζόγο και στις γυναίκες
    κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
  • 33:27 - 33:31
    Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
    τα λεγα στους πατεράδες!
  • 33:32 - 33:33
    Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
  • 33:35 - 33:40
    Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
    Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
  • 33:40 - 33:42
    Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
  • 33:43 - 33:48
    Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
    λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
  • 33:48 - 33:52
    κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
    - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
  • 33:53 - 33:55
    Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
  • 33:55 - 33:58
    Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
    να νικά τα πάθη της...
  • 33:58 - 34:02
    να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
    στην ομορφιά και στα νιάτα...
  • 34:02 - 34:06
    Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
    κι όχι αφτός δικός μου.
  • 34:06 - 34:10
    Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
    πως ο πνευματικός έρωτας,
  • 34:10 - 34:14
    δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
    την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
  • 34:14 - 34:17
    Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
    να κλείσουν οι ταβέρνες
  • 34:17 - 34:19
    κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
  • 34:19 - 34:24
    Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
    και τα παπαδόσογα,
  • 34:24 - 34:26
    γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
  • 34:27 - 34:31
    Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
    την... ελληνική οικογένεια!...
  • 34:32 - 34:35
    Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
  • 34:35 - 34:38
    Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
  • 34:39 - 34:42
    Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
    δεν τους δικάζουνε.
  • 34:42 - 34:46
    Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
    ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
  • 34:46 - 34:49
    Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
    μια μέρα,
  • 34:49 - 34:53
    γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
    προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
  • 34:53 - 34:57
    Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
    μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
  • 34:57 - 34:59
    θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
  • 34:59 - 35:03
    να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
    στο κρασί μου, στον καφέ μου...
  • 35:03 - 35:07
    Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
    μήτε κι απολογιέται...
  • 35:07 - 35:08
    Δικάζει και θανατώνει.
  • 35:08 - 35:10
    Γιατί κατέχει την εξουσία!
  • 35:10 - 35:14
    Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
    τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
  • 35:14 - 35:17
    αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
  • 35:18 - 35:23
    Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
    τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
  • 35:23 - 35:28
    Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
    ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
  • 35:28 - 35:31
    αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
    και περισσότερο παλιάνθρωπος.
  • 35:31 - 35:34
    Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
    σας εξορίζουν,
  • 35:34 - 35:36
    σας λένε και "προδότες".
  • 35:36 - 35:37
    Και σεις μιλιά!
  • 35:37 - 35:40
    Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
    στο παζάρι,
  • 35:40 - 35:44
    σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
    και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
  • 35:44 - 35:47
    για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
    κόβουνε τα λιόδεντρα
  • 35:47 - 35:49
    και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
  • 35:49 - 35:53
    και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
    στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
  • 35:53 - 35:57
    κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
    από σας, τους πιο πλούσιους,
  • 35:57 - 36:01
    για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
    ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
  • 36:01 - 36:06
    έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
    τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
  • 36:06 - 36:08
    για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
    για σωτήρα,
  • 36:08 - 36:12
    ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
    - όχι να με δικάσει;
  • 36:12 - 36:17
    Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
    και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
  • 36:17 - 36:20
    Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
    το ξερό τους στον τοίχο,
  • 36:20 - 36:22
    που δεν προλάβανε να κάνουν
    αφτοί χειρότερα
  • 36:22 - 36:24
    για να πλουτήνουνε περισσότερο.
  • 36:25 - 36:27
    Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
  • 36:27 - 36:30
    μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
    με το θάνατό του.
  • 36:30 - 36:34
    Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
    στα πόδια της.
  • 36:34 - 36:37
    Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
    κοίτουνται χάμου,
  • 36:37 - 36:38
    ναν τα κλαις.
  • 36:38 - 36:40
    Καράβια δεν έχετε.
  • 36:40 - 36:43
    Συμμάχους να πλερώνουνε
    χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
  • 36:44 - 36:47
    Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
    και τις εξορίες που κάνατε,
  • 36:47 - 36:50
    κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
    τον καλό καιρό της τυραννίας˙
  • 36:51 - 36:53
    γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
  • 36:53 - 36:57
    όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
    τώρα τα όσα χάσατε τότες.
  • 36:58 - 37:01
    Όποιος είναι στα πράματα
    φοβάται την αλλαγή˙
  • 37:01 - 37:05
    κι ο πεσμένος την αποθυμάει
    και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
  • 37:05 - 37:08
    Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
    και πλερώνει τα σπασμένα˙
  • 37:09 - 37:12
    το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
    και με τα νόμιμα καθεστώτα
  • 37:12 - 37:15
    και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
  • 37:15 - 37:18
    Για να μην καταλαβαίνει
    και να μην αντιστέκεται,
  • 37:18 - 37:20
    του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
  • 37:20 - 37:24
    Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
    νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
  • 37:24 - 37:28
    όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
    Βάρβαροι λαοί!
  • 37:28 - 37:31
    Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
    του κόσμου,
  • 37:31 - 37:34
    έχουμε τους σοφότερους νόμους,
    δεν τρώμε τις ψείρες μας
  • 37:34 - 37:37
    κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
    που μας τρώνε.
  • 37:39 - 37:42
    Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
    δίχως προσκήματα.
  • 37:42 - 37:47
    Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
    - την κυριαρχία του λαού!
  • 37:47 - 37:50
    Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
    και μαχαιροβγάλτες.
  • 37:51 - 37:54
    "Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
    - μια κι όξω.
  • 37:54 - 37:57
    Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
    και βιαζόντανε.
  • 37:57 - 38:01
    Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
    και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
  • 38:01 - 38:05
    Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
    τα πολιτικά δικαιώματα
  • 38:05 - 38:08
    μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
    είναι κι από σόι,
  • 38:08 - 38:12
    για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
    χιλιάδες φτωχούς.
  • 38:12 - 38:16
    Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
    και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
  • 38:16 - 38:19
    εσείς πάτε να μποδίσετε
    τη λεφτεριά της σκέψης
  • 38:19 - 38:21
    και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
  • 38:22 - 38:25
    Από κείνους επήρατε το φτηνό
    και σύντομο θανατικό μέσο,
  • 38:25 - 38:27
    το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
  • 38:28 - 38:32
    Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
    μασκαρεμένη τυραννία.
  • 38:34 - 38:37
    "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
    Εφαρμόσαμε τους νόμους",
  • 38:37 - 38:39
    ακούω κάποιονε που φωνάζει.
  • 38:40 - 38:44
    Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
    το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
  • 38:44 - 38:47
    Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
    τιμωρούνε τους φταίχτες,
  • 38:47 - 38:49
    μα τους αδικημένους,
  • 38:49 - 38:52
    και να μποδίζουνε τους κλεμένους
    να κλέψουνε κι αφτοί.
  • 38:52 - 38:56
    Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
    κι αδυναμία των άβουλων.
  • 38:57 - 39:01
    "Δίκαιον ουκ άλλο τι
    ή το του κρείττονος συμφέρον".
  • 39:02 - 39:04
    Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
    και μοναχός μου,
  • 39:04 - 39:09
    μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
    και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
  • 39:10 - 39:13
    Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
    θα πει δυνατότερος.
  • 39:13 - 39:16
    Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
  • 39:16 - 39:19
    πως έφερε την τάξη
    στην τρικυμισμένη πολιτεία:
  • 39:20 - 39:23
    "κράτει νόμου βίην
    τε και δίκην συναρμόσας".
  • 39:23 - 39:27
    Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
    το δίκιο,
  • 39:27 - 39:29
    ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
  • 39:30 - 39:32
    Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
  • 39:32 - 39:36
    Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
    και γυμνασμένα κορμιά :
  • 39:36 - 39:39
    οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
  • 39:39 - 39:43
    ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
    μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
  • 39:43 - 39:46
    γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
    και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
  • 39:47 - 39:50
    Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
    κι ανωφέλεφτα μυαλά :
  • 39:51 - 39:55
    φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
    οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
  • 39:55 - 39:58
    Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
  • 39:59 - 40:03
    ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
    ένας Κυναίγειρος
  • 40:03 - 40:07
    - μυθικά προσώπατα, πλάσματα
    της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
  • 40:08 - 40:11
    Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
    είναι οι κλέφτες.
  • 40:13 - 40:15
    "Παραμύθια;"...
  • 40:16 - 40:19
    Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
    για να ξεκουραστείτε!
  • 40:20 - 40:24
    Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
    της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
  • 40:24 - 40:28
    αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
    να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
  • 40:28 - 40:31
    Μπλοκάρανε το λοιπόν
    τους φτωχούς της πολιτείας
  • 40:31 - 40:33
    κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
    τους είπανε:
  • 40:34 - 40:37
    "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
  • 40:37 - 40:41
    Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
    τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
  • 40:41 - 40:43
    τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
    με το ψωμοτύρι,
  • 40:43 - 40:47
    τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
    και τις απάτωτες καλύβες σας,
  • 40:47 - 40:49
    που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
  • 40:49 - 40:54
    Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
    λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
  • 40:54 - 40:59
    να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
    να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
  • 40:59 - 41:01
    και να πεθαίνετε.
  • 41:01 - 41:03
    Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
  • 41:03 - 41:07
    Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
    κ' αισθαντική καρδιά˙
  • 41:07 - 41:09
    θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
  • 41:09 - 41:12
    Κι όποιος από σας του γουστάρει,
    θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
  • 41:12 - 41:15
    να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
  • 41:15 - 41:18
    Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
  • 41:18 - 41:20
    Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
  • 41:21 - 41:25
    Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
    της τιμής και της περιουσίας σας
  • 41:25 - 41:27
    - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
  • 41:27 - 41:31
    Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
    κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
  • 41:32 - 41:35
    Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
    φτάνει να βρίσκεται,
  • 41:35 - 41:37
    και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
  • 41:37 - 41:40
    Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
  • 41:40 - 41:43
    θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
    στο Κράτος,
  • 41:43 - 41:45
    - στον εαφτό μας!
  • 41:45 - 41:49
    "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
    τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
  • 41:49 - 41:52
    που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
    και να μην τρώτε
  • 41:52 - 41:55
    κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
  • 41:55 - 41:59
    Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
    τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
  • 41:59 - 42:03
    που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
    θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
  • 42:03 - 42:06
    και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
    ενάντια στον εαφτό σας.
  • 42:07 - 42:10
    Και για να μην πλακώνουν
    απ' άλλες στεριές και θάλασσες
  • 42:10 - 42:13
    κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
    το υστέρημά σας
  • 42:13 - 42:16
    και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
    και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
  • 42:16 - 42:19
    θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
  • 42:19 - 42:22
    για να μπορείτε να διαφεντέβετε
    τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
  • 42:22 - 42:24
    δηλαδή την πατρίδα.
  • 42:24 - 42:27
    Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
  • 42:27 - 42:31
    Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
    να σκεφτείτε το συφέρο σας
  • 42:31 - 42:34
    και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
    θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
  • 42:35 - 42:36
    (ψηλά τα χέρια!).
  • 42:37 - 42:41
    Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
    να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
  • 42:42 - 42:44
    Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
  • 42:47 - 42:50
    Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
    και λέφτερα σκεφτότανε.
  • 42:50 - 42:55
    Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
    σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
  • 42:56 - 43:00
    Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
    στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
  • 43:00 - 43:03
    και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
    το καλοκαίρι
  • 43:03 - 43:06
    - και σωρό γυναικούλες όμορφες
    τους ψειρίζανε το σβέρκο
  • 43:06 - 43:10
    και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
    (πολύ συντελεί!).
  • 43:10 - 43:13
    Κ' η εφτυχία τους, είτανε
    δύναμη της πατρίδας
  • 43:13 - 43:16
    κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
  • 43:16 - 43:19
    Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
    τους έδιωχνε,
  • 43:19 - 43:22
    ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
  • 43:22 - 43:26
    δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
    μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
  • 43:28 - 43:31
    Γελάτε και με το δίκιο σας,
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • 43:31 - 43:35
    Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
    μήτε θα γίνει ποτές!
  • 43:36 - 43:37
    Παραμύθια, βλέπετε.
  • 43:37 - 43:43
    Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
    Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
  • 43:43 - 43:48
    "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
    φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
  • 43:48 - 43:51
    παραδίνεται, για να σωθεί,
    στο έλεος του Θεού
  • 43:51 - 43:53
    και στους νόμους των Κλεφτών".
  • 44:05 - 44:12
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    Μερος τριτο
  • 44:13 - 44:16
    τι περιμένεις ἀπό ναν ἄνθρωπο σηµανδιακό,
    στριµένονε χαὶ φαρμαχκόψυχο.
  • 44:17 - 44:19
    Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
  • 44:19 - 44:22
    τα βαζε με τους άλλους,
    πού κοιτάγανε τή δουλειά τους.
  • 44:22 - 44:24
    Τού φταίγαν εκείνοι γιὰ
    τη δικιά του τὴν κατάντια!
  • 44:24 - 44:26
    Κι όλοι φέβγαν ἀπὸ κοντά του
  • 44:26 - 44:29
    -- μῆτε τὸ διάβολο νὰ ἰδεῖς
    μήτε τὸ σταβρό σου νὰ κάνεις!
  • 44:30 - 44:33
    Υστερα παινεβότανε, πὼς δὲ ζητοῦσε
    πλερωμὴ γιὰ τὴ σοφία του!...
  • 44:33 - 44:36
    ᾿Αφτὸ μᾶς ἔλειπε! Νὰ μᾶς φορτώνεται
    μὲ τὸ στανιὸ
  • 44:36 - 44:37
    καὶ νὰ τὸν πλερώνουμε κιόλας!...
  • 44:38 - 44:40
    Τώρα τοῦ δώσαμε τὴν πλερωμῆ,
    ποὺ τοῦ χρειαζότανε!
  • 44:41 - 44:44
    "Αβριο δὲ θά µαστε µῆτε πιὸ πλούσιοι
    µῆτε πιὸ φτωχοί!
  • 44:44 - 44:46
    "Ὅμως θά χουμε ἕναν μπελὰ λιγότερο!»
  • 44:48 - 44:51
    ᾿Eσεῖς, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι,
    παίρνετε τὰ σκιάχτρα
  • 44:51 - 44:53
    γι’ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους
    καὶ τοὺς ἀέρηδες γιὰ θεοὺς·
  • 44:54 - 44:57
    ἐγὼ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ψέφτικα σκιάχτρα
    καὶ τοὺς θεοὺς γι’ ἀέρηδες.
  • 44:58 - 45:00
    ᾿Εσεῖς ὀνειρέβεστε κ ἐγὼ βλέπω.
  • 45:00 - 45:03
    Βλέπω, γιατὶ ἔχω περισσότερο µυαλὀ,
  • 45:03 - 45:05
    τὸ περισσότερο, ποὺ γένηκε ποτὲ
    στη χώρα σας.
  • 45:06 - 45:08
    K’ ἐπειδὴ μποροῦσα νὰ βλέπω,
  • 45:08 - 45:11
    γι’ἀφτὸ καὶ μοῦ φανιζόντανε ὅλα
    κατάµαβρα κι ἄσκημα.
  • 45:11 - 45:15
    ᾿Αφοῦ κατάλαβα, πὼς οἱ τριγυρινοί µου
    δὲν εἶναι ψυχὲς καὶ πνέµατα, μὰ κωλάντερα,
  • 45:15 - 45:18
    κ’ η ζωὴ δὲν ἔχει κανένα σκοπό
    μα το θάνατο
  • 45:19 - 45:22
    δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
    να γίνω καλύτερος.
  • 45:22 - 45:23
    Έιμουνα.
  • 45:23 - 45:28
    Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
    οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
  • 45:28 - 45:31
    Ακαμάτης κοροϊδεβα τα σκιάθρα σας
    στο φανερό
  • 45:31 - 45:32
    και τον εαφτό μου στα κρυφά.
  • 45:32 - 45:37
    προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
    και το άβριο· δήλάδη τον θάνατο.
  • 45:38 - 45:42
    Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
    μια και καλή με το .......
  • 45:42 - 45:44
    Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
  • 45:45 - 45:49
    Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
    με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
  • 45:50 - 45:51
    Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
  • 45:51 - 45:55
    Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
    τελεφταία θα με.....
  • 45:56 - 45:58
    Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
  • 45:58 - 46:02
    Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
    δεν αξίζουνε τίποτα.
  • 46:03 - 46:05
    Κι έτσι δεν έχομε το καιρό να γράφουν.
  • 46:05 - 46:09
    Αν τά γραφα... //////
  • 48:42 - 48:46
    μα φταίει κι ὁ νόμος πιο πολύ, ποὺ μᾶς
    ἔβαλε να πάρουμε καὶ δέφτερη γυναίκα,
  • 48:46 - 48:50
    για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
    Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
  • 48:53 - 48:55
    Να δουλέβω!... Τί νὰ δουλέβω ;
  • 48:55 - 48:59
    Μιὰ φορὰ στὰ νιάτα μου έκανα τὸ μαρμαρά
    κοντὰ στὸν πατέρα μου.
  • 48:59 - 49:01
    Κι όπως μ' ἔκαιγεν ο πόθος
    τοῦ γυναίκειο κορμιού,
  • 49:01 - 49:06
    κάθισα, για νὰ μερώνω τὴν ψυχή μου,
    κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
  • 49:06 - 49:08
    ποὺ μαζὶ τὶς πίστεβα καὶ τὶς ἀποθυμοῦσα.
  • 49:08 - 49:12
    Κι ὅταν τῆς ἀποτέλειωσα, βρέθηκα
    να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
  • 49:12 - 49:15
    Κι ἀργότερα, πολύ συχνά,
    ἔπαιρνα τὸν ἀνήφορο τῆς ᾿Ακρόπολης,
  • 49:15 - 49:18
    γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ νὰ ξαναθυμούμαι
    τὰ παλιά.
  • 49:18 - 49:21
    Μὰ τώρα πιὰ δὲν ἔχω τις φαγούρες
    τῆς νιότης καὶ δὲν πιστέβω
  • 49:21 - 49:24
    μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
    της Τέχνης...
  • 49:25 - 49:28
    Τὸ πολὺ θὰ μποροῦσα ν' ἀνοίξω μαγαζί
    στην ὁδὸν ᾿Αναπαύσεως,
  • 49:28 - 49:32
    γιὰ νὰ φτιάχνω καὶ νὰ πουλάω μαρμαρένιους
    σταβρούς κι ἀγγέλους γιὰ τὰ μνήματα...
  • 49:33 - 49:36
    Ολ' ἀφτὰ μοναχὰ νὰ τὰ κοροϊδέψω
    θα μποροῦσα τώρα.
  • 49:36 - 49:39
    Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
  • 49:39 - 49:42
    Μοῦ δεσε τὰ χέρια·
    δὲν μπορῶ πιὰ νὰ κάνω τίποτα.
  • 49:43 - 49:47
    Μήπως να «δουλέβων σὰν καὶ σᾶς,
    ποὺ σταβρώνοντας τὰ χέρια σας
  • 49:47 - 49:51
    αγκομαχάτε ποιὸς θὰ γελάσει τὸν ἄλλονε
    καὶ ποιὸς θὰ πουληθεῖ περισσότερο;
  • 49:53 - 49:57
    Μιὰ φορά, σὰ μὲ καλούσαν ἡ τιμὴ τῆς
    πατρίδας κι ο κατάλογος τῶν ἐφέδρων
  • 49:57 - 50:01
    να σκοτώνω τοὺς ὀχτροὺς ἢ νὰ σκοτωθώ,
    πολεμοῦσα πρῶτος κ' ἔφεβγα τελευταῖος
  • 50:02 - 50:04
    καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
  • 50:04 - 50:07
    Συλλογιζόμουνα, πὼς οἱ συντρόφοι μου
    θα χυθοῦνε μετὰ τὴ μάχη
  • 50:07 - 50:11
    στα τριγυρινά χωριὰ νὰ σφάζουνε
    τὸν ἄμαχο πληθυσμό,
  • 50:11 - 50:14
    νὰ κλέβουν ὅ,τι λάχει
    καὶ νὰ βιάζουνε τὶς γυναῖκες.
  • 50:15 - 50:17
    Στὸ κρασὶ δὲ μοῦ παράβγαινε κανείς.
  • 50:17 - 50:20
    Μποροῦσα νὰ πίνω μὲ τὴν κούπα
    κ' εἴκοσι ώρες κορδόνι,
  • 50:20 - 50:24
    κ' ἐνῶ κυλιότανε ἡ παρέα μου
    μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
  • 50:24 - 50:25
    μέσα στα ξερατά,
  • 50:25 - 50:30
    στητός έγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
    τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
  • 50:30 - 50:35
    καὶ ξεχνώντας όλες μου τίς μιζέριες
    - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
  • 50:35 - 50:38
    Στὸν Έρωτα τί νὰν τὰ λέω ;
  • 50:38 - 50:42
    Μοναχοί σας μὲ παρανομιάσατε
    θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
  • 50:43 - 50:45
    Μονάχα στὸ φαγὶ δὲν εἴμουνα
    καὶ τόσο μερακλής.
  • 50:46 - 50:48
    Ετρωγα μιὰ φορὰ τὴ μέρα καὶ λίγο.
  • 50:48 - 50:50
    Είμουνα πολύ παχὺς καὶ θὰ μ' ἔβλαφτε.
  • 50:50 - 50:52
    Ήθελα να χω τὸ στομάχι μου λαφρό
  • 50:52 - 50:55
    για να χω καὶ τὸ μυαλό μου
    φρέσκο κι ἀλέγρο.
  • 50:56 - 50:58
    Όποιος κοιμάται πολύ καὶ τρώει λίγο:
  • 50:58 - 51:02
    ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
    και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
  • 51:02 - 51:05
    Δε σκουριάζει καὶ δὲν ξυνίζει
    τὸ γαίμα του,
  • 51:05 - 51:07
    δὲ βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
  • 51:08 - 51:11
    Επαιρνα μὲ τὸ πρώτο χρυσορόδισμα
    τα μακρινά χωράφια.
  • 51:12 - 51:15
    Ἐκεῖ διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
    στὴν ούγια τοῦ πεφκόδασου,
  • 51:15 - 51:18
    αντίκρα στον ήλιο νὰ τὸν κοιτάω
    καὶ νὰ μὲ θαμπώνει,
  • 51:18 - 51:22
    καὶ πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεὰ
    μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
  • 51:23 - 51:25
    Κ' ἡ θεά τό γραφε στὰ κατάστιχά της.
  • 51:25 - 51:30
    Μου λαμπικάριζε τὰ μάτια, μοῦ ἀκόνιζε
    τὸ μυαλό, μοῦ δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
  • 51:30 - 51:33
    "Α ! δὲ θὰ γινόμουνα
    τόσο μεγάλος ἄνθρωπος,
  • 51:33 - 51:35
    ἂν εἴχανε τίποτα κουσούρι τὰ λούκια μου.
  • 51:35 - 51:37
    Είχα στομάχι κούρκου.
  • 51:37 - 51:41
    Μπορούσα να καταπίνω καὶ νὰ χωνέβω
    καρύδια μὲ τὰ τσόφλια τους,
  • 51:41 - 51:43
    καρφιά σκουριασμένα καὶ φούχτες ἄμμο.
  • 51:44 - 51:45
    Για κοιτάχτε καὶ τὰ δόντια μου !
  • 51:46 - 51:50
    Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
    Κι ὅμως ἔτρωγα λίγο.
  • 51:51 - 51:55
    Μποροῦσα τὸ λοιπὸν νὰ μὴ δουλέβω,
    δηλαδή νὰ μὴν πολιτέβομαι.
  • 51:56 - 52:00
    Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
    πῶς δὲ σκορπούσα
  • 52:00 - 52:04
    χαρά καὶ καλοσύνη, μὰ σταλοβολούσα
    παντου φαρμάκι καὶ χολή;
  • 52:04 - 52:09
    Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σᾶς ἔβλεπα
    πέρα πέρα σε να σαστε γυαλένιοι.
  • 52:10 - 52:13
    επειδῆς ἤξερα, πὼς δὲ θὰ σᾶς διόρθωνα
    μοναχός μου, κορόιδεβα.
  • 52:14 - 52:16
    "Α ! δὲν εἶναι τόσο ἔφκολο πράμα
    ἡ κοροϊδία.
  • 52:16 - 52:19
    Είναι μαζί παιχνίδι καὶ τέχνη.
  • 52:19 - 52:22
    Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
    καὶ κρίση καὶ πείρα τῆς ζωῆς.
  • 52:23 - 52:28
    Καὶ νὰ μπορεῖς όλ' ἀφτὰ νὰν τὰ παίζεις
    ανάλαφρα καὶ φωτερά, δίχως προσπάθεια.
  • 52:28 - 52:32
    Η κοροϊδία δὲν εἶναι ἡ ἀρχή, μὰ τὸ τέλος
    της φιλοσοφίας.
  • 52:32 - 52:35
    Χρειάζεται να χεις περάσει πρῶτα
    ἀπὸ τὸ δράμα
  • 52:35 - 52:39
    τῆς συλλογῆς καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς γιὰ νὰ
    φτάσεις στο γέλιο, - στὸ πικρόγελο.
  • 52:39 - 52:41
    Κι ἂν μπορέσεις να φτάσεις !
  • 52:43 - 52:45
    Τις περισσότερες φορές προσπαθοῦσα
    νὰ μὴ σᾶς βλέπω.
  • 52:46 - 52:48
    Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
    πότε στις παλαίστρες.
  • 52:48 - 52:52
    Τὰ παιδιὰ μὲ τὰ σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
    τὰ λυγερά σὰν τὰ στάχια,
  • 52:52 - 52:56
    μὲ κάνανε νὰ ξεχνιέμαι σὰν ἐμπροστά
    στὴν ἀπέραντη θάλασσα
  • 52:56 - 52:57
    τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
  • 52:57 - 53:01
    Γέλια, ξεφωνητὰ καὶ πείσματα...
    χαρούμενος αέρας,
  • 53:01 - 53:04
    ποὺ μὲ σιγομεθοῦσε καὶ μὲ βύθιζε
    σὲ μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
  • 53:05 - 53:08
    "Ηθελα να γινόμουν ἄμυαλο παιδί
    καὶ μοῦ ρχότανε νὰ σηκωθώ κ' ἐγὼ
  • 53:08 - 53:11
    νὰ κυλιστῶ μὲ τ' ἄλλα μέσα στη σκόνη
    και στὸν μπουχό,
  • 53:11 - 53:14
    σὰν τοὺς γαϊδάρους τὸ καλοκαίρι
    μὲ τὸ σαμάρι στην πλάτη,
  • 53:15 - 53:17
    - καὶ νὰ γκαρίζω, νὰ γκαρίζω !
  • 53:18 - 53:21
    Αν ἐκείνη τὴν ὥρα με ζύγωνε κανείς,
    γιὰ νὰ μοῦ κάνει τὸν ἔξυπνο,
  • 53:21 - 53:22
    θὰ τὸν ἔτρωγα ζωντανό.
  • 53:23 - 53:24
    Ὕστερις, ὅταν ἔφεβγα,
  • 53:24 - 53:27
    τραβοῦσα σκυφτός καὶ συλλογισμένος
    τοίχο τοίχο
  • 53:27 - 53:32
    και μετροῦσα τὰ βήματά μου... δέκα...
    τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
  • 53:32 - 53:35
    Χωρὶς νὰν τὸ καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
    ξαφνικά στα λιβάδια.
  • 53:36 - 53:41
    Να ! νὰ ! νά ! Ἔδερνα μὲ τὸ μπαστούνι μου
    τα στάχια καὶ τὰ στρωνα χάμου.
  • 53:42 - 53:47
    Ἔτσι ξεθύμαινα καὶ ξεχνοῦσα, πὼς μήτ' ἐγὼ
    θὰ γίνω παιδί μήτε καὶ σεῖς ἀνθρώποι,
  • 53:48 - 53:51
    Το καλοκαίρι ! Χρυσὴ ἐποχὴ τῶν φτωχών...
  • 53:52 - 53:56
    Μοναχά τὸ καλοκαίρι ζοῦσα πλέρια
    τὸ κορμί μου καὶ τὴ σκέψη μου.
  • 53:57 - 54:01
    Όλα μου τὸ εἶναι βοοῦσε καὶ φωρτούλιζε
    χαρούμενα τὰ λέφκα στὸν ὄχτο,
  • 54:01 - 54:03
    γεμάτη ἀστρώματα
    και πουλιὰ καὶ τζιτζίκια.
  • 54:03 - 54:07
    Καὶ στὴ ρίζα κουλουριασμέν ή ψυχή μου
    μὲ τὸ κεφάλι ψηλά καρφωτό,
  • 54:07 - 54:11
    πυρωνότανε στον ήλιο καὶ κατέβαζε
    πλήθιο το φαρμάκι
  • 54:11 - 54:12
    στα κανάλια των δοντιῶν τῆς !
  • 54:12 - 54:15
    Καὶ ἀλὶ σὲ κείνονε, που δάγκωνε ...
  • 54:17 - 54:20
    Πήγατε λοιπὸν νὰ μὲ καταδικάσετε
    στη δόξα τοῦ καλοκαιριού,
  • 54:20 - 54:24
    τὸ Μάη μὲ τὰ λουλούδια ... Τὴν ὥρα,
    που χω το πιότερο φαρμάκι ...
  • 54:25 - 54:27
    "Αν εἶτανε χειμώνας, δὲ θὰ βγαζα λέξη.
  • 54:28 - 54:30
    Μα τώρα γλεντάω καὶ φραίνομαι
    νὰ σᾶς δαγκώνω.
  • 54:30 - 54:34
    (βήχας(
  • 54:35 - 54:41
    Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, ἔβηξε
    δυο τρεῖς φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
  • 54:41 - 54:45
    Διηγήθηκε στο δικαστήριο
    μιὰν ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
  • 54:46 - 54:50
    Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στὴν ἀβλὴ πάνου
    σὲ στρατιωτικές μπατανίες καὶ τσουβάλια,
  • 54:50 - 54:57
    κάτου ἀπὸ τ' ἄστρα, δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω
    μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
  • 54:57 - 55:00
    Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
    τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
  • 55:00 - 55:03
    (παλιὸ τὸ σπίτι, βλέπετε),
    τὶς ἰδέες ἡ κάκητα.
  • 55:04 - 55:06
    Αυτή ναι, θαρρῶ, τὸ θεϊκό μας στοιχείο !
  • 55:06 - 55:10
    Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν ἀποκοιμηθώ,
    ξακολουθεῖ νὰ δουλέβει...
  • 55:11 - 55:15
    ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες τῆς ἡμέρας,
    τις βάζω σὲ τéaξη, τίς ξεκαθαρίζω.
  • 55:15 - 55:19
    Τότε βρίσκω τὶς πιὸ θανάσιμες ἀντιλογίες,
  • 55:19 - 55:20
    ποὺ θὰν τὶς ξεφουρνίσω
    τὸ πρωὶ στὴν ᾿Αγορά...
  • 55:21 - 55:24
    Στάσου καὶ θὰ δεῖς, τί ἔχω νὰ σὲ κάνω
    κύριε Τάδε...
  • 55:25 - 55:29
    Λίγο λίγο γαληνέβουνε τὰ μέσα μου κι ἀργὰ
    πολὺ κλείνουνε βαριὰ τὰ μάτια μου.
  • 55:30 - 55:35
    Μόλις κοκκινίσουνε τὰ μάγουλα τῆς ᾿Αβγῆς,
    πετιέμαι ψηλὰ σὰν τὸ πετεινάρι
  • 55:35 - 55:37
    κι ἀρχίζω νὰ λαλῶ : νὰ πειράζω
    τὴν Ξανθίππη...
  • 55:37 - 55:41
    Αφοῦ μοῦ φέρει τὴν πρωινή μου κρασοψυχιά
    μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
  • 55:41 - 55:44
    μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
    καὶ τραβάει νερό.
  • 55:46 - 55:48
    Ὕστερις μοῦ χύνει κατακέφαλα
    τὸν κουβὰ γεμάτο.
  • 55:48 - 55:52
    Κι ἐνῶ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
    μὲ τὰ μανίκια
  • 55:52 - 55:55
    καὶ χτενίζω τὰ γένια µου μὲ τὰ δάχτυλα...
    κείνη δυναμώνει τὸ χαβά της.
  • 55:56 - 55:58
    «Δὲ μ᾿ ἄφησες ὅλην τὴ νύχτα νὰ κοιμηθῶ.
  • 55:58 - 56:02
    Κλωτσοῦσες, ῥροχάλιζες, ἔτριζες τὰ δόντια
    σου καὶ βρωμοῦσες σχκὀρδο.
  • 56:02 - 56:04
    Δὲ ντρέπεσαι τουλάχιστο τὰ παιδιά ;»
  • 56:04 - 56:08
    (Ὅλοι κοιµόμαστε στὴν ἀβλη κατάχαµα,
    ἕνας πλάι στὸν ἄλλονε).
  • 56:08 - 56:12
    Αἴ τότες ἐγὼ βγάνω φτερά,
    τῆς τσιµπάω τὸ μπράτσο... καὶ δρόµο !
  • 56:13 - 56:18
    "Αν δὲ μὲ βρίσει πρωὶ πρωί, θά µαι
    ξυνισμένος κι ἄκεφος ὅλη τὴν ημέρα !...
  • 56:19 - 56:23
    Πρὶν πάει μισὸ καλάμι ὁ γῆλιος
    κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικὸ καὶ ξεπορτίζω.
  • 56:23 - 56:27
    Ἕνα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικὰ
  • 56:27 - 56:29
    καὶ χαράζουνε στὸν ἀέρα
    δυὸ φωτεινὲς γραμµές,
  • 56:29 - 56:32
    ἀπὸ τὴν καβαλίνα τοῦ δρόμου
    στὴν κορφὴ τῆς διπλανῆς ροδακινιᾶς.
  • 56:34 - 56:38
    Στρίβω δεξιὰ καὶ παίρνω τ᾽ ἀνοιχτά...
    περιβόλια... ρεματιές...
  • 56:38 - 56:41
    ν ἀνασάνω βαθιά... νὰ ξαλαφρώσω...
  • 56:42 - 56:44
    ᾿Ακούγονται μακριὰ στὶς δημοσιὲς
    τὰ πρῶτᾳ κάρα,
  • 56:44 - 56:48
    ποὺ κατεβαίνουνε στὴν ᾿Αθήνα γεμάτα
    δροσερὰ λαχανικὰ καὶ φροῦτα.
  • 56:48 - 56:52
    Σὲ λίγο στὰ καλντερίµια τῶν σοκακιῶν
    ἀνακατέβονται τὰ πέταλα τῶν ἀβασταγῶν
  • 56:52 - 56:54
    μὲ τὰ χουγιαχτὰ τῶν ἀγωγιάτηδων.
  • 56:54 - 56:58
    Λεκάνες καὶ ντενεκέδες ἀδειάζούυνε
    σαπουνόνερα καὶ λάντζες ὅπου τύχει.
  • 56:58 - 57:03
    Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
    στράκες ἀπάνου στὰ κεφάλια τῶν Θεῶν...
  • 57:03 - 57:07
    Τὰ χούφταλα ! Ξυπνώντας ἀξημέρωτα
    πᾶνε νὰ δικάσουν
  • 57:07 - 57:10
    η νὰ συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
    γιὰ τὶς δεκάρες...
  • 57:11 - 57:15
    Ὅσο νὰ κατέβω στὸ παζαρι, σύνεφα μύγες,
    κουρνιαχτός, κάτουρα,
  • 57:15 - 57:20
    ποὺ ἀχνίζουνε, κι ἀνθρωπήσια βαρβατίλα
    μαγαρίζουνε τὴν παρθενικὴν ημέρα.
  • 57:22 - 57:25
    Κιαλάρω μαζωμένους στὴ στοὰ τὸν Κόλια,
    τὸν Πρίφτη,
  • 57:25 - 57:30
    τὸ Δέδε, τὸ Γκίκα, τὸ Δεδεγκίχα...
    τοὺς μεγάλους ἄντρες !
  • 57:30 - 57:32
    Εἶναι μαζὶ τους κι ὁ χύριος Τάδες.
  • 57:32 - 57:34
    Κι ἂν δὲν εἶναι, θά ρτει.
  • 57:34 - 57:36
    Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
  • 57:36 - 57:40
    Τοὺς λέω τὰ σπουδαῖα τῆς Ἠμέρας :
    γιὰ τὸ γάιδαρο τοῦ Μελέτη,
  • 57:40 - 57:44
    πού σπασε τὴν τριχιά του ψὲς τὸ βράδι
    καὶ λάκηξε κατὰ τὰ Τουρκοβούνια
  • 57:44 - 57:48
    κυνηγώντας μιὰ καλοθρεμένη τσακἰστρα·
    γιὰ τὸ κρασὶ τοῦ Μπαρμπαχρίστου,
  • 57:48 - 57:50
    ποὺ ξύνισε κι ὁ γιατρὸς δὲν μπόρεσε
    νὰν τὸ γιάνει΄
  • 57:50 - 57:54
    γιὰ τὴν Παπαλάμπραινα,
    ποὺ σήκωσε τὴ γειτονιὰ στὸ ποδάρι,
  • 57:54 - 57:56
    γιατὶ τ᾿ ἀγγούρι, ποὺ τῆς ἔδωκε ψὲς
    ὁ µανάβης,
  • 57:56 - 57:59
    εἴτανε καὶ μικρὸ καὶ πικρὸ φαρμάκι !
  • 58:00 - 58:06
    Καὶ ποιὸς εἴτανε ἀφτὸς ὁ κ. Τάδες ;
    Ὁ σοφιστῆς, ὁ πολιτικός, ὁ ποιητάκος.
  • 58:06 - 58:10
    "Όσοι φαντάζονιαι πὼς εἶναι πανήξεροι, καὶ
    τό χουνε καμάρι ποὺ λένε ψέματα.
  • 58:11 - 58:12
    Τοὺς ἀλάλιαζα.
  • 58:12 - 58:14
    "Οχι γιατί θελα νὰ φαίνομαι
    καλὐτερός τους.
  • 58:14 - 58:18
    Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νά ναι κανεὶς
    πρῶτος η τελεφταῖος
  • 58:18 - 58:21
    ἀνάμεσα σὲ τελεφταίους, ποὺ θαρροῦνε
    πὼς εἶναι πρῶτοι.
  • 58:22 - 58:24
    Τοὺς τσάκιζα, καθὼς τσακίζουµε
    τοὺς κοριοὺς...
  • 58:25 - 58:27
    Δὲ ζητᾶμε δηλαδη νὰν τοὺς καλυτερέψουµε
  • 58:27 - 58:30
    μήτε νὰ σώσουμε τοὺς γειτόνους η
    τὶς μελλούμενες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων !
  • 58:31 - 58:34
    Ἕνας λύκος μοναχά, τοῦ ᾿Αγκούμπιο,
    τὰ κατάφερε νὰ καλυτερέψει,
  • 58:34 - 58:38
    νὰ γίνει θεοφοβούμενος καὶ νὰ μὴν τρώγει
    κρέατα ζωντανά, µά...
  • 58:38 - 58:42
    ραδίκια βραστά,ποὺ κατέβαινε καὶ
    τ᾽ ἀγόραζε πρωὶ πρωὶ στὸ Λαχανοπάζαρο.
  • 58:43 - 58:48
    Γιὰ τὴν πλεμπάχγια τὴν παρακατιανη,
    γιὰ σᾶς, ἔνιωθα μονάχα λύπηση.
  • 58:48 - 58:51
    “Ο νούς, η καρδιὰ κ᾿ η πράξη σας
    δὲν εἶναι δικά οας :
  • 58:52 - 58:56
    αἰστάνεστε, νογᾶτε καὶ κάνετε
    ὅ,τι συφέρνει στοὺς Λύκους.
  • 58:56 - 58:59
    Οἱ Λύκοι σᾶς µάθανε, πὼς εἶναι καὶ δίκιο
    καὶ θέλημα τῶν θεῶν,
  • 58:59 - 59:05
    ἀφτοὶ νὰ τρῶνε κρέας ἀνθρωπινὸ καὶ
    σεῖς ραδίκια βραστὰ -- καὶ νὰ βρίσκονται !
  • 59:07 - 59:10
    Οἱ σοφιστάδες... Τί µεγαλεῖο !
  • 59:11 - 59:15
    ᾿Ἐρχόντουσαν ἀπὸ πολὺ µακριά. ψηλοί,
    γεμάτοι, χαρούμενοι.
  • 59:16 - 59:19
    Σὰν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
    καὶ γινόντανε σὲ μιὰ βδομάδα
  • 59:19 - 59:21
    βέροι Αθηναῖοι, γέννημα - θρἐµα.
  • 59:22 - 59:26
    Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
    σπαρµένους ἄστρα µαλαματένια,
  • 59:26 - 59:28
    κατσαρωμένοι καὶ φκιασιδωµένοι
    στὸν καθρέφτη,
  • 59:28 - 59:32
    προβαίνανε ἀργὰ καὶ πίσηµα
    μὲ τὰ σκαλισµένα μπαστούνια τους
  • 59:32 - 59:34
    καὶ τὸ φιλντισένιο μῆλο, σὰ βασιλιάδες.
  • 59:35 - 59:39
    Μᾶς περνούσανε γιὰ ἐπαρχιῶτες ---
    καὶ τάχατες δὲν εἴμαστε ;
  • 59:40 - 59:45
    'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους ἔκανε
    τὸ µίληµά τους κελαηδιστὸ καὶ ζαχαρένιο.
  • 59:45 - 59:47
    Έτσι τὸ ψέβδισµα τῶν σπαθάτων ἀχειλιῶν
  • 59:47 - 59:50
    ἢ τ᾽ ἀλαφρὸ ἀλλοιθώρισμα
    τῶν παιχνιδιάρικων ματιῶν
  • 59:50 - 59:54
    κάνει τὶς κοκέτες γυναικοῦλες πιὸ
    τσαχπίνισσες καὶ πιὸ λαχταρισµένες.
  • 59:55 - 59:58
    Κάθε τους λέξη τῆνε βροντούσανε
    στ᾽ ἀφτιά σας,
  • 59:58 - 60:00
    ὅπως οἱ σαράφηδες τὶς λίρες
    ἀπάνου στὴν πέτρα,
  • 60:00 - 60:05
    μὰ ἐσᾶς δὲ σᾶς ἔνοιαζε νὰ ξεχωρίζετε
    τὶς ἀληθινὲς ἀπὸ τὶς κάλπικες.
  • 60:05 - 60:08
    Ο Πήγασος τῆς ρητορείας τους
    σᾶς ἀνέβαζε καμαρωτὸς
  • 60:08 - 60:10
    στ᾽ ἀτέλειωτα βάθη τῶν ὑψῶν,
  • 60:10 - 60:13
    κ᾿ η καρδιά σας, ὅπως η σπηλιὰ
    τῆς Πεντέλης,
  • 60:13 - 60:15
    δεφτέρωνε καὶ τρίτωνε τ᾽ ἀχολογητό του.
  • 60:15 - 60:20
    Χάνοντας ἀπὸ τὰ πόδια σας τὴ γῆς,
    ἐχάνατε στὸ τέλος καὶ τὸν ἑαφτό σας
  • 60:20 - 60:22
    γινάµενοι σὰν τοὺς ἥσκιους
    τοῦ Κάτου Κόσμου.
  • 60:23 - 60:25
    "Όταν λοιπὸν ἐγὼ τοὺς ἀρωτοῦσα ξαφνικά :
  • 60:25 - 60:28
    «Ἔχετε πολιτικὰ δικαιώµατα
    γιὰ νὰ φωνάζετε τόσο :»
  • 60:29 - 60:31
    χάλαγ᾽ ἐφτὺς η παράσταση.
  • 60:31 - 60:33
    Καἱ σεῖς ἀπὸ τὰ ψηλά, ποὺ ἁρμενίζατε,
  • 60:33 - 60:37
    πέφτατε κατακέφαλα πάνου στὰ βράχια
    τῆς γῆς καὶ τσακιζόσαστε
  • 60:37 - 60:39
    σὰν τὶς χελῶνες τοῦ Γεροαίσωπου.
  • 60:39 - 60:41
    Εἴτανε λοιπὸν νὰ μὲ χωνέβετε ;
  • 60:43 - 60:47
    Ἐγὼ βέβαια τὰ πολιτικά µου δικαιώµατα τὰ
    εἶχα γραμμένα στὰ παλιά µου τὰ παπούτσια.
  • 60:47 - 60:51
    Ποτές µου δὲν πῆγα νὰ ψηφίσω'
    νὰ διαλέγω μοναχός µου
  • 60:51 - 60:54
    ποιὸς κλέφτης θὰ μὲ κλέβει
    καὶ ποιὸς τζελάτης θὰ μὲ κόβει.
  • 60:54 - 60:58
    Ἔλεγα ἔτσι στοὺς σοφιστάδες,
    γιὰ νὰ θυµώνετε σεῖς κ᾿ ἐγὼ νὰ γελάω
  • 60:59 - 61:03
    Οἱ σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
    Πέντε µνές...
  • 61:03 - 61:05
    Θὰ πεῖ, πὼς ἡ σοφία τους ἄξιζε τόσο.
  • 61:05 - 61:08
    ᾿Απὸ τὴν τιμή καταλαβαίνεις
    τὴν ἀξία τῆς πραμάτειας.
  • 61:08 - 61:13
    ᾿Εγὼ τὴ φτωχή µου τὴ γνώση τή χάριζα
    τζάμπα καὶ κανένας δὲν τήνε δεχότανε.
  • 61:14 - 61:16
    Θὰ πεῖ πὼς δὲν ἄξιζε τίποτα.
  • 61:16 - 61:20
    Μὰ θὰ πεῖ καὶ κατιτὶς ἄλλο :
    γιὰ νὰ ἐπιμένω
  • 61:20 - 61:23
    νὰ σᾶς τήνε δίνω μὲ τὸ ζόρι
    καὶ μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς µου,
  • 61:23 - 61:26
    κάποιος ὀχτρός σας θὰ μὲ πλῆρωνε.
    Προπαγάντα !
  • 61:27 - 61:32
    Οἱ Σλάβοι μὲ πλερώνανε νὰ ξεβιδώσω
    τὴν ἰδεαλιστικὴ μηχανή τῆς πολιτείας !
  • 61:32 - 61:37
    Μὰ γιὰ νὰ µπορῷ νὰ ρεζιλέβω
    τὴν παντογνωσία τῶν κοτζάµου σοφιστάδων,
  • 61:37 - 61:42
    δὲ θὰ πεῖ πὼς εἶχα δίκιο, μὰ πὼς εἴμουνα
    πιὸ πονηρὸς καὶ πιὸ καπάτσος ἀπὸ δάφτους.
  • 61:42 - 61:46
    Μποροῦσα νὰ κάνω τ' ἄσπρο µάβρο.
    Σημάδι τῶν καιρῶν...
  • 61:47 - 61:50
    ᾿Αφοῦ μὲ τὶς λογῆς ἀλλαξοκαθεστοσύνες
    καὶ προδοσίες
  • 61:50 - 61:54
    µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
    ρίξατε τὸ φταίξιμο σὲ μένα.
  • 61:54 - 61:57
    Ἐγὼ μὲ τὴ διδασκαλία µου
    καὶ μὲ τὶς κοροϊδίες µου
  • 61:57 - 62:01
    κλόνισα µέσα στὴν φυχἠ τῶν πολιτῶν
    κάθε μπιστοσύνη στοὺς νόμους !
  • 62:01 - 62:04
    Εἴμουνα λοιπὸν κ᾿ ἐγὼ ἕνας
    ἀπὸ τοὺς σοφιστάδες !
  • 62:04 - 62:05
    Μακάρι !
  • 62:05 - 62:09
    Τό χω βάρος στὴν ψυχή µου, ποὺ
    κοροϊδέβοντας τὴ θεατρική τους ρητορεία,
  • 62:09 - 62:12
    χτύπαγα μαζὶ
    καὶ τὶς μεγάλες τους ἀλήθειες...
  • 62:12 - 62:17
    Ὅταν ἐπιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
    κάθισα καὶ συλλογίστηκα τὰ λεγόμενά τους.
  • 62:17 - 62:19
    Μέσα µου τί χαλασμός !
  • 62:19 - 62:22
    Λυπᾶμαι πολὺ, ποὺ δὲν πρόλαβα
    ν᾿ ἀνοίξω τὴν ψυχη µου στὸν κόσμο,
  • 62:22 - 62:26
    πρὶν ἐσεῖς μοῦ τῆνε κουκουλώσετε
    γιὰ πάντα μὲ μιὰν ὀργιὰ χώμα !
  • 62:27 - 62:30
    Αἴ ! στὸ τέλος τῆς ἀπολογίας µου
    θὰ σᾶς ἀμολήσω τὰ σφαλάγγια,
  • 62:30 - 62:32
    ποὺ βράζουνε µέσα µου ἀπὸ καιρό.
  • 62:36 - 62:37
    Νὰ κι ὁ πολιτικὸς ἀριβάρει.
  • 62:38 - 62:41
    Μπροστὰ πᾶνε τ᾽ ἀστραφτερά του μάτια
    καὶ πίσου ἀφτός.
  • 62:41 - 62:43
    Πριχοῦ πατήσει τὸ ποδάρι,
  • 62:43 - 62:46
    δοκιμάζει τὰ γεφυροσάνιδα μὲ τὰ μάτια του
    σὰν τὸ µουλάρι.
  • 62:46 - 62:49
    Ξεροβήχει, γιὰ νὰ γυρίσουμε
    νὰ τὸν κοιτάξουμε.
  • 62:50 - 62:53
    Μαζί µας εἶναι κάµποσοι φίλοι του.
    Τὸν καληµερίζουµε κι ἀφτὸς ζυγώνει.
  • 62:54 - 62:57
    Σφίγγει τὰ χέρια µας πολὺ γκαρδιαχκὰ
    καὶ μὲ δύναμη.
  • 62:57 - 63:00
    Mὲ τέτιο δυνατὸ χέρι βαστάει
    τὸ τιμόνι τοῦ Καραβιοῦ.
  • 63:00 - 63:03
    Μᾶς ἀγαπάει καὶ γίνεται θυσία γιὰ μᾶς !
  • 63:03 - 63:06
    Γιὰ χατίρι µας βουτάει τὸ δημόσιο ταμεῖο,
    γιὰ νὰ δίνει σ᾿ ἐμᾶς
  • 63:06 - 63:10
    καὶ γιὰ χατίρι µας τσαλαπατάει
    τοὺς νόμους, γιὰ νὰ μᾶς σώζει.
  • 63:10 - 63:14
    Αφτὸς μᾶς ἔμαθε νὰ παίρνουμε
    ψέφτικον ὅρκο στὰ δικαστήρια
  • 63:14 - 63:16
    καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε τὸ λόγο
    μας στ᾿ ἁλισβερίσια µας.
  • 63:17 - 63:20
    Αφοῦ ναι μεγάλος τσορµπατζῆς,
    εἶναι καὶ μεγάλος στρατηγός.
  • 63:21 - 63:24
    “Αν νικούσαν οἱ στρατιῶτες,
    ἀφτὸς δοξαζότανε.
  • 63:24 - 63:27
    Μά κι ἂν τήνε παθαίνανε,
    ἀφτὸς δὲν πάθαινε τίποτα.
  • 63:27 - 63:29
    Δὲν ἔφταιγε. Φταίγανε...
  • 63:30 - 63:32
    Θὰ σᾶς τὸ πῶ παρακάτου ποιοὶ φταίγανε.
  • 63:33 - 63:36
    Κι ἄν παράδινε τὸ στρατὸ στοὺς ὀχτροὺς
    κι ἂν τοὺς πουλοῦσε τὰ κάστρα
  • 63:36 - 63:40
    κι ἂν ἔφεβγε πρῶτος πρῶτος,
    ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορῆήσει ;
  • 63:40 - 63:42
    ᾿Αφτὸς εἴταν ὁ Δημόσιος Κατήγορος !
  • 63:43 - 63:47
    "Αμα λοιπὸν ξέκοβα ἀπὸ τὴν παρέα
    καὶ παρουσιαζόµουνα μπροστά του
  • 63:47 - 63:49
    καὶ τοῦ λεγα
    «Κὺρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
  • 63:50 - 63:52
    τὰ µατάκια του χωνόντανε βαθιὰ
    στὶς τρύπες τους,
  • 63:52 - 63:54
    σὰν τὰ ποντίκια ποὺ τὰ τρόμαξε η γάτα.
  • 63:55 - 63:56
    Κόκκαλο ὁ κὺρ Θόδωρος.
  • 63:57 - 64:00
    Ποιὸς κὺρ Θόδωρος;
    “Ὁ Λύκων καὶ ὁ Ανυτος, καλε !
  • 64:01 - 64:03
    Αμέσως τὰ πράµατα σκουραίνουν.
  • 64:03 - 64:06
    Οἱ φίλοι κ΄ οἱ µπράβοι του
    νά κι ἀνασκουμπώνοντα!.
  • 64:07 - 64:10
    Τόνε κοιτᾶνε λοξὰ στὰ μάτια
    νὰν τοὺς κάνει τὸ νόηµα.
  • 64:10 - 64:12
    Μὰ τοῦτος δὲν εἶναι τόσο µπόσικος.
  • 64:12 - 64:17
    Παίρνει τὴν κουβέντα µου γιὰ χωρατὀ.
    Σκάει στὰ γέλια. Ξέρετε γιατί ;
  • 64:17 - 64:21
    Κοιτάει τὰ µπράτσα µου τὰ χοντρά,
    ποὺ καταχερίσανε πολλοὺς ὣς τώρα.
  • 64:21 - 64:25
    "Ὑστερις ἔχουνε σφιχτεῖ γύρα µου πολλοί,
    γιὰ νὰ πάρουνε τὸ µέρος µου.
  • 64:25 - 64:30
    Δὲν εἶναι φιλοσόφοι, δὲν εἶναι φίλοι µου·
    εἶναι λέρες σὰν κι ἀφτόν.
  • 64:30 - 64:32
    Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
  • 64:33 - 64:37
    Γελώντας ἀποτραβιέται μὲ τοὺς δικούς του.
    «Ἔννοια σου», λέει µέσα του,
  • 64:37 - 64:40
    «καὶ θὰ σοῦ τῆνε φέρω ἐγὼ
    ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις».
  • 64:41 - 64:44
    Οἱ πιὸ µαλαγάνες ἀπὸ δάφτους κοιτάζανε
    πῶς νὰ μὲ καλοπιάσουνε,
  • 64:44 - 64:46
    γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρίζω.
  • 64:46 - 64:51
    Μὲ προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» καὶ μοῦ
    στέλνανε στὸ σπίτι λογής πεσκέσια :
  • 64:52 - 64:55
    κόκκιν᾽ ἀβγὰ καὶ τσουρέκια τὸ Πάσκα·
    γουρουνόπουλα τὴν Πρωτοχρονιά·
  • 64:55 - 65:00
    τσαντῆλες Γιαούρτι Μανωλάδας τὸ Φλεβάρη·
    ὀρτύκια µανιάτικα τὸν ᾿Αλωνάρη·
  • 65:01 - 65:05
    καὶ στὴ γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
    νταμιτζάνες κρασὶ καὶ λουλούδια. ᾿
  • 65:06 - 65:09
    Εγὼ τά στελνα πίσου... κι ἂς φώναζε
    η Ξανθίππη, πὼς εἶμαι κορόιδο.
  • 65:10 - 65:15
    Στὸ θεό σας ! Θέλανε
    νὰ μοῦ κλείσουνε τὸ στόµα ! Θά σκαγα...
  • 65:15 - 65:19
    Μιὰ φορὰ µάλιστα κάποιος τρανὸς ἀπὸ
    δάφτους μοῦ στειλε γιὰ σκλάβους
  • 65:19 - 65:23
    δυὸ ἀραπάκια τῶν ἑκατὸν ἑξήντα μηνῶν,
    ποὺ δὲν ξέραν ἑλληνικά·
  • 65:23 - 65:27
    κατσαρὰ μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
    χρυσὰ βραχιόλια καὶ σκουλαρίκια...
  • 65:27 - 65:30
    «Γιὰ νὰν τὰ κάνω», μοῦ γραφε,
    «φιλοσόφους» !
  • 65:30 - 65:33
    Τὰ τύλιξα μὲ μισὸ σεντόνι
    (εἴτανε τσίτσιδα)
  • 65:33 - 65:37
    καὶ τὰ ξανάστειλα πίσου.
    Ποιὸς θὰν τά τρεφε ;
  • 65:38 - 65:40
    ᾽Αφτὸ τὸ περιστατικὸ τὸ ξέρουνε πολλοί.
  • 65:40 - 65:43
    Κείνη τὴ µέρα σηκώθηκε
    ὅλο τὸ Κολωνάκι στὸ ποδάρι.
  • 65:43 - 65:47
    Βγήκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰ µαγαζιά τους
    κι ἀραδιαστήκανε στὰ πεζοδρόμια,
  • 65:47 - 65:50
    γιὰ νὰν τὰ κοιτᾶνε, ποὺ περνούσανε
    πιασµένα χέρι χέρι...
  • 65:51 - 65:53
    Καὶ τί, θαρρεῖτε, μὲ κουτσομπολέψανε
    κατόπι ;
  • 65:54 - 65:57
    Ὁ Σωκράτης τά διωξε, γιατὶ τὰ θελε
    νά ταν ἄσπρα !
  • 65:59 - 66:02
    'Ὁ Περικλής, σὰν ἄκουσε νὰ γίνεται
    τόση κουβέντα γιὰ μένα,
  • 66:02 - 66:05
    ἔβαλε τὴν ᾿Ασπασία νὰ μὲ φωνάξει
    στὸ παλάτι του.
  • 66:05 - 66:07
    Καὶ κείνη μοῦ στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
  • 66:08 - 66:09
    Μποροῦσα νὰ χαλάσω τὸ χατίρι
  • 66:09 - 66:11
    τοῦ καλόπαιδου
    καὶ τῆς μεγάλης ἀρχόντισσας ;
  • 66:12 - 66:14
    Πήγα μὲ σκοπὸ νὰ τσακωθῶ.
  • 66:14 - 66:17
    Μὰ σ᾿ ὅ,τι καὶ νὰν τοὺς ἔλεγα,
    δὲ μοῦ φέρνανε ἀντίρρηση.
  • 66:17 - 66:21
    Κι ὅταν κατάκρινα τὸν «᾿Ὀλύμπιο Δία»
    γιὰ ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
  • 66:21 - 66:25
    σᾶς εἶπε στὸν Επιτάφιό του, κούνησε
    γελώντας τὴ σουβλερή του καράφλα
  • 66:25 - 66:28
    καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ κακολογῶ
    τοὺς ὀχτρούς του
  • 66:28 - 66:30
    καὶ νὰ λέω ἀρσίζικα χωρατά.
  • 66:30 - 66:35
    Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι ἀφτὴ
    μοῦ χάιδεβε μὲ τὰ θεῖα της κρινοδάχτυλα
  • 66:35 - 66:39
    τούτην ἐδῶ τὴν παλιοπατατούκα,
    ποὺ βλέπετε, καὶ μοῦ λεγε σιγανά :
  • 66:39 - 66:41
    «Βγάλ’ τηνε, καημένε,
    νὰ σοῦ τήνε µπαλώσω ...»
  • 66:42 - 66:46
    Μοῦ κάνανε μεγάλα ἰκράµια καὶ μ᾿ ἀκούγανε
    μὲ κατάνυξη καὶ θαμασμό.
  • 66:47 - 66:50
    Μὰ δὲν εἶναι γι’ ἀφτά, ποὺ δὲν ἔβρισα
    καὶ τὸν Περικλή.
  • 66:50 - 66:52
    Μοῦ δινε τὸ λόγο του, πὼς ὅπου νά ναι,
  • 66:52 - 66:55
    θὰν τὰ ταίριαζε μὲ τοὺς Μωραΐτες
    καὶ θὰ τέλειωνε τὸν πόλεμο...
  • 66:56 - 66:58
    Τώρα τὸ βλέπω, μὲ κορόιδεβε.
  • 66:58 - 67:04
    Ὁ µόνος ποὺ μὲ κορόιδεψε στὴ ζωή μου.
    Αν ἐζοῦσε, θὰ πολεμοῦσε ἀκόμα Ι...
  • 67:04 - 67:06
    Εξουσία καὶ πόλεμος δὲν μπορεῖ
    νὰ χωριστοῦνε !...
  • 67:08 - 67:13
    Θαρρῶ βγηκ᾽ ἀπὸ τὸ θέµα...
    Γεροντικὴ φλυαρία. Νὰ μὲ συμπαθᾶτε !
  • 67:16 - 67:21
    Αμ’ οἱ ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, ποὺ
    κουβεντιάζουνε μὲ τοὺς θεούς,
  • 67:21 - 67:22
    σὰν παλιοὶ κουμπάροι...
  • 67:22 - 67:26
    Μεσάτοι, κουνιστοὶ καὶ μὲ κομένα μάτια,
    κεῖ ποὺ περπατᾶνε
  • 67:26 - 67:29
    σκορπίζοντας ἀρώματα
    καὶ χάχανα καμπανιστά,
  • 67:29 - 67:33
    σταματᾶνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τὰ µάτια
    καὶ κοιτάζουνε τ᾽ ἄστρα µέρα μεσημέρι.
  • 67:34 - 67:36
    Κείνη τὴ στιγμή κατεβαίνουν
    ἄγγελοι τῶν Θεῶν
  • 67:36 - 67:39
    καὶ τοὺς καλοῦνε
    στὸν "Όλυμπο τῆς Μωρίας !... ᾿
  • 67:39 - 67:41
    Εκεῖ μεθᾶνε κ ἐδῶ χρησμολογοῦνε.
  • 67:42 - 67:46
    Μὲ τὰ μάγια τῶν στίχων μᾶς λυτρώνουν
    ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς µαταιότητας.
  • 67:46 - 67:50
    ᾿Αφτοὶ δίνουν αἰωνιότητα σ’᾿ ὅτι ἀγγίσουνε
    μὲ τὴν πνοή τους.
  • 67:50 - 67:55
    Χάρη σ᾿ ἀφτοὺς ὁ κόσμος γίνεται καλύτερος
    καὶ βασιλέβουνε στὴ γὴς η ψυχη κι ὁ Θεός !
  • 67:56 - 67:57
    Καλὴ ὥρα σὰν τὸ Μέλητο...
  • 67:59 - 68:02
    Αμα λοιπὸν τοὺς ἔπαιρνε τὸ µάτι µου
    καὶ τοὺς χαιρετοῦσα :
  • 68:02 - 68:07
    «τί μοῦ γλυκοπικρογίνεσαι, Μαρίκα » φυσικὰ
    θυµώνανε κι ἀφτοὶ κ οἱ φίλοι τους.
  • 68:07 - 68:11
    Καὶ νά πούρθανε τὰ πράματα δεξιὰ
    κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
  • 68:11 - 68:14
    στάθηκε πρῶτος θανάσιµος κατηγορός µου.
  • 68:15 - 68:18
    Στὸ ἀναμεταξὺ μοῦ γραφαν
    ἐπιγράμματα τσουχτερά,
  • 68:18 - 68:21
    ποὺ κάνανε τὴ βόλτα τους
    στὰ σοκάκια, στὰ χωριά...
  • 68:21 - 68:26
    Ὅσο ποὺ κάποτες ὁ ᾿Αριστοφάνης,
    ὁ μόνος ποὺ τοῦ ταίριαζε νά ναι ποιητῆς,
  • 68:26 - 68:29
    γιατί τανε µισάνθρωπος καὶ τζαναµπέτης,
    μ᾿ ἀνέβασε στὸ θέατρο...
  • 68:30 - 68:32
    Πρωταγωνιστῆς τῶν «Νεφελῶν» !
  • 68:33 - 68:35
    Γελοῦσε ὁ κόσμος κ᾿ ἐγὼ καµάρωνα...
  • 68:35 - 68:39
    ὅσο ποὺ μ᾿ ἀναγκάσανε νὰ πηδήξω πάνου σὲ
    μιὰ καρέκλα γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦνε !
  • 68:39 - 68:42
    ᾿Απὸ τότες ἔγινα «σπουδαῖος» ἄνθρωπος.
  • 68:42 - 68:44
    “Ολ᾽ η "Ἑλλάδα μιλοῦσε γιὰ μένα...
  • 68:44 - 68:47
    Πρωτύτερα δὲ μὲ καλοξέρανε,
    μήτε μὲ λογαριάζανε.
  • 68:48 - 68:51
    Μετὰ τὴν παράσταση μὲ πῆραν οἱ φίλοι
    καὶ πήγαμε στὴν ταβέρνα
  • 68:51 - 68:53
    νὰ γιορτάσουµε τὴ δόξα µου.
  • 68:53 - 68:57
    Γενήκαμε στουπὶ στὸ µεθύσι κ᾿ εἴπαμε
    σωρὸ καρίπικα τραγούδια...
  • 68:58 - 69:00
    Τὰ ξηµερόµατα γύρισα στὸ σπίτι...
  • 69:00 - 69:03
    Πατοῦσα στὰ νύχια, γιὰ νὰ μὴ
    μὲ μυριστεῖ η Ξανθίππη.
  • 69:03 - 69:07
    Μὰ ποῦ ! Τινάχτηκε ἀπάνου
    κι ἄρχισε τὸν ἀναβαλλόμενο...
  • 69:07 - 69:12
    «Ξέρεις», τῆς λέω, «ἀπὸ σήµερις εἶμαι
    ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος σ’ ὅλο τὸν... κόσµο
  • 69:12 - 69:14
    (ἔτσι τό λεγα, γιὰ νὰ τὴν καλμάρω).
  • 69:14 - 69:17
    Καἱ σύ, ποὺ μ᾿εἶχες τοῦ µπάτσου
    καὶ τοῦ κλώτσου !...
  • 69:17 - 69:19
    Μ’ ἀνεβάσανε στὸ θέατρο...»
  • 69:20 - 69:25
    Ἔτριψε τὰ μάτια της, στάθηκε λίγο
    κ᾿ὕστερις γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της
  • 69:25 - 69:28
    μ᾿ ἀγκάλιασε, μὲ φίλησε καὶ μοῦ πε:
    «χρυσό µου !»
  • 69:30 - 69:34
    Ὡς τὸ πρωὶ µετάνιωσε : «Κοίταξε νὰ βρεῖς
    καμιὰ δουλειά᾿ νὰ διοριστεῖς...
  • 69:34 - 69:38
    καὶ νὰν τ᾽ ἀφῆσεις ἀφτά...
    Γεροπαραλυµένε... ἀγράμματε !»
  • 69:41 - 69:44
    ᾿Αφτὰ ποὺ σᾶς διηγήθηκα δὲ γινόντανε
    κάθε µέρα τὰ ἴδια.
  • 69:44 - 69:47
    Τὶς περισσότερες φορὲς κοίταγα
    νὰ φέβγω ἀπὸ τὸν κόσμο...
  • 69:47 - 69:52
    Νὰ κατεβαίνω στὴ θάλασσα τὴν πολύμορφη
    καὶ χιλιότροπη, τὴν ἀχόρταστην ἐρωμένη ἱ
  • 69:53 - 69:57
    Νὰ πέφτω µέσα, νὰ τὴν ἀγκαλιάζω
    καὶ νὰ πηγαίνω βαθιά... πολὺ βαθιὰ
  • 69:57 - 69:59
    συντροφιὰ μὲ τὶς Νεράιδες
    καὶ τοὺς Τρίτωνες.
  • 70:00 - 70:03
    Νὰ κυλιέμαι κατόπι
    στὴν πυρωμένην ἀμμουδιά,
  • 70:03 - 70:05
    νὰ ξαπλώνω τ᾽ ἀνάσκελα στὸν ἥλιο
  • 70:05 - 70:08
    καὶ νὰ τόνε χορέβω σὰν τόπι πἀνου
    στὴν τουρλωτὴ κοιλιά µου...
  • 70:09 - 70:13
    Έπαιρνα τὸ λοιπὸν τ'ἀπόμερα σοκάκια καὶ
    τραβοῦσα τοῖχο τοῖχο στὶς ᾿Ίτωνίδες Πύλες.
  • 70:14 - 70:17
    ᾿Εκεῖ στεκόµουνα στὀ να µου ποδάρι
    κι ἔβγαζα τό να τσαρούχι
  • 70:17 - 70:20
    κ’ ὕστερα στ᾽ ἄλλο ποδάρι κ᾽ ἔβγαζα
    τὸ δεύτερο τσαρούχι.
  • 70:21 - 70:25
    Τά σφιγγα καὶ τὰ δυὸ κάτου στὴν ἁμασκάλη
    -- γιὰ νὰ μὴ λιώνουν οἱ σόλες ἅδικα, --
  • 70:25 - 70:28
    κ᾿ ἓν δυὀ, ἓν δυὸ κατέβαινα στὸ Φάληρο.
  • 70:28 - 70:31
    Καμιὰ φορὰ μοῦ τύχαινε νὰ πατήσω
    καμιὰ μαγαρισιὰ
  • 70:31 - 70:36
    (γιοµάτες οἱ συνοικίες καὶ τὰ σοκάκια !).
    «Νὰ τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
  • 70:36 - 70:40
    «Καλύτερα νὰ πατᾶς µαγαρισιές,
    παρὰ νὰ σκοντάβεις ὅλη µέρα
  • 70:40 - 70:44
    πάνου σὲ διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
    «'"Ελληνες Ἑλλήνων”
  • 70:54 - 71:03
    ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
  • 71:08 - 71:10
    Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
  • 71:10 - 71:13
    Καιρός να σᾶς ἐξηγήσω
    καὶ τὴ φιλοσοφία μου...
  • 71:13 - 71:16
    Τι κατσουφιάζετε ;...
    Δὲ σᾶς ἀρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
  • 71:16 - 71:18
    Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
  • 71:18 - 71:21
    Αξαφνα, τὸ πῶς μοῦ ρίχτηκε κάποτες
    ή Θεοδότη...
  • 71:22 - 71:23
    Μὰ δὲ μὲ παίρν' η ώρα.
  • 71:24 - 71:28
    Ανάγκη, πρὶν πεθάνω, νὰ μαθεφτεῖ,
    πὼς ὁ Σωκράτης είχε καταλάβει
  • 71:28 - 71:30
    τὰ σφάλματα τῆς διδασκαλίας του
    καὶ μετάνιωσε...
  • 71:31 - 71:36
    Αλήθεια, της είχανε πει τῆς Θεοδότης, πως
    δε γουστάρω τάχα τὶς γυναῖκες, - ἐγώ !
  • 71:37 - 71:38
    Καὶ πικαρίστηκε.
  • 71:38 - 71:40
    Το βαλε πεῖσμα νὰ μὲ καταφέρει.
  • 71:40 - 71:44
    Μὲ καλοῦσε κάθε τόσο στη βίλα της
    να συζητάμε φιλοσοφία.
  • 71:44 - 71:46
    Κι όλο τύχαινε νὰ λούζεται, ν' ἀλείφεται
  • 71:46 - 71:50
    καὶ νὰ προβάρει γυμνή μπροστά μου
    τους νέους χορούς της.
  • 71:50 - 71:53
    «Σαν άνθρωπος ἀνώτερος», μου λεγε,
    «δὲν παρεξηγείς»...
  • 71:54 - 71:59
    Ἔπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
    γιὰ νὰ ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
  • 71:59 - 72:02
    κ' ἐνῶ ζεστὸς καὶ φωτεινὸς ὁ κόρφος της
    ἀνεβοκατέβαινε γρήγορα,
  • 72:02 - 72:05
    τῆς μιλοῦσα γιά τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
  • 72:06 - 72:08
    Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση καὶ μοῦ λεγε :
  • 72:08 - 72:11
    «Ξέρω σωστοὺς ἐξηνταεννιὰ τρόπους
    νὰ κάνω τὸν ἔρωτα».
  • 72:11 - 72:15
    Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
    «Τι έχεις;» μὲ ρωτούσε.
  • 72:16 - 72:18
    «Κοιτάω νὰ βρῶ, ποιὸς ἀπὸ
    τοὺς ἑξηνταεννιά σου τρόπους
  • 72:18 - 72:22
    εἶναι... φιλοσοφικότερος, ἀπόλυτος»...
  • 72:22 - 72:25
    Φωνές: «Ποιὸς εἶναι; Ποιὸς εἶναι;»
  • 72:26 - 72:29
    Βλέπετε, πὼς χρειάζεται νὰ ξέρουμε
    καὶ φιλοσοφία :
  • 72:29 - 72:33
    Ἔτσι κ' η Θεοδότη, σὰν κ' ἐσᾶς,
    μὲ ρωτοῦσε καὶ μὲ ξαναρωτοῦσε...
  • 72:33 - 72:34
    «ποιὸς εἶναι :»
  • 72:34 - 72:36
    "Ὥσπου μιὰ µέρα, γιὰ νὰ γλυτώσω, τῆς λέω :
  • 72:36 - 72:40
    «Ο τρόπος ἀφτὸς εἶναι νὰ... δείρεις πρῶτα
    δίχως λύπηση τὴ γυναίκα
  • 72:40 - 72:43
    καὶ κεῖ ποὺ κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
    στὸ πάτωµα καὶ τρέμει σύγκορμη,
  • 72:43 - 72:45
    νὰ τὴν ἀναποδογυρίζεις...»
  • 72:45 - 72:49
    Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε ἀπάνω µου
    καὶ µισοκλείνοντας λαγγεμένα τὰ μάτια της
  • 72:49 - 72:52
    μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δεῖρε µε».
  • 72:53 - 72:56
    ᾿᾽Αφτὰ δὲ σᾶς τὰ λέω μοναχὰ
    γιὰ νὰ σᾶς πειράξω.
  • 72:56 - 72:59
    Θέλησα καὶ μὲ τρὀπο νὰ σᾶς µπάσω
    στὴ φιλοσοφία µου...
  • 73:00 - 73:01
    Πάλε κατσουφιάζετε :
  • 73:01 - 73:04
    Ἕλληνες ἀρχαῖοι
    καὶ νὰ φοβόσαστε τὴ σκέψη Ι...
  • 73:04 - 73:07
    'Ἠσυχάστε ! «Διὸς κριταί»
  • 73:07 - 73:09
    σὰν κ᾿ ἐσᾶς δὲν πάει νὰ πονοχεφαλιάζετε.
  • 73:10 - 73:14
    Μ’ ὅσο κέφι μοῦ περισσέβει, θὰ κοροϊδέψω
    τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία µου.
  • 73:15 - 73:18
    Σὰν ἔξυπνοι γκαγχαρέοι θὰ µισοκαταλάβετε,
  • 73:18 - 73:21
    πὼς ἂν δὲν ὑπάρχει στὶς ἐρωτοδουλειὲς
    ἀπόλυτον «εἶδος»,
  • 73:21 - 73:24
    ἄλλο τόσο δὲν ὑπάρχει
    καὶ στὰ «ὑψηλὰ ζητήματα».
  • 73:25 - 73:27
    Καὶ πρῶτα πρῶτα δὲν εἶμαι φιλόσοφος.
  • 73:27 - 73:30
    Δὲν ἔχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
  • 73:30 - 73:34
    λαμπερὸ ναὸ τῆς Σκέψης μὲ κολόνες,
    μὲ πολυελαίους, μ’ "Άγιο Βῆμα
  • 73:34 - 73:36
    κι ἄδυτα τῶν ἀδύτων.
  • 73:36 - 73:39
    Είχα βρεῖ μοναχὰ μιὰ δικιά µου
    «μέθοδο» σκέψης.
  • 73:40 - 73:42
    Τ’ ᾿Αφάλι τῆς Γῆς, τ᾽ ἀχνιστὸ
    καὶ σκανταλιάρικο,
  • 73:42 - 73:46
    μοῦ δωσε πιστοποιητικὸ σοφοῦ
    κι ὄχι φιλοσόφου.
  • 73:46 - 73:49
    Καὶ δὲ μὲ σύγκρινε μὲ τὸν τρανὸ
    τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ἔμπεδοκλή
  • 73:49 - 73:54
    τὸν ᾿Αναξαγόρα καὶ τόσους ἄλλους,
    μὰ μὲ τὸ Σοφοκλὴ καὶ τὸν ᾿Εβριπίδη
  • 73:54 - 73:56
    -- μὲ δυὸ ποιητάδες !
  • 73:56 - 74:00
    Φαίνεται, ήθελε νὰ ρεζιλέψει κι ἀφτουνούς,
    ὁμολογώντας,
  • 74:00 - 74:03
    πὼς ξέρουνε λιγότερα ἀπ᾿ τὸ δικό µου
    τὸ «τίποτα»,
  • 74:03 - 74:07
    κ᾿ ἐμένα, βάνοντάς µε στὴν ἴδια σειρὰ
    μὲ δυὸ φημισμένους «ἄερολόγους»
  • 74:07 - 74:09
    -- κεῖνοι τῆς καρδιᾶς
    κ᾿ ἐγὼ τοῦ στοχασμοῦ.
  • 74:11 - 74:13
    ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δὲ μὲ φωνάζανε
    φιλόσοφο,
  • 74:14 - 74:16
    μὰ «δάσκαλε» καὶ «κύριε πρὀεδρε».
  • 74:18 - 74:23
    'Ὁ θεῖος Καπνὸς τῶν Δελφῶν, ποὺ μὲ
    ρεκλαμάρισε σὲ ὅλον τὸ κόσµο γιὰ σοφότατο,
  • 74:23 - 74:27
    δὲν ἀστειεβότανε. Ηθελε νὰ μὲ στραβώσει.
  • 74:27 - 74:30
    Νὰ μὲ κάνει νὰ πιστέψω,
    πὼς εἶχα βρεῖ τὴν ᾿Αλήθεια,
  • 74:30 - 74:33
    γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀναζητῷ καὶ τὴν πετύχω
    καμιὰ μέρα,
  • 74:33 - 74:35
    -- Φοβότανε τὸ µεγάλο μυαλό µου.
  • 74:35 - 74:38
    Δὲ συφέρνει καὶ στοὺς ἀθάνατους ᾽Αφέντες
  • 74:38 - 74:41
    νὰ µαθαίνουνε τὴν ἀλήθεια
    τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς.
  • 74:41 - 74:45
    Καὶ σὰν εἶδε, πὼς ἄρχισα
    νὰ τῆνε µυρίζοµαι, δὲν ἔχασε καιρό·
  • 74:45 - 74:50
    ἔπεσε πηχτὸς καὶ μάβρος µέσα στὸ μυαλό σας
    καὶ σᾶς φλόμωσε γιὰ νὰ μὲ σκοτώσετε...
  • 74:52 - 74:56
    Αν ὅμως ὁ Λοξίας τό πε στὰ σοβαρά, πὼς
    εἶμαι σοφότατος, ἐννοοῦσε, βέβαια,
  • 74:56 - 75:01
    πὼς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἴμουν
    ὅτι κι ἀφτὸς ἀνάμεσα στοὺς θεούς :
  • 75:01 - 75:03
    ὁ πρῶτος κοροϊδεφτῆς.
  • 75:06 - 75:10
    Όταν ἀκόμα παιδὶ μυξιάρικο χάζεβα
    στὴν ἀγορὰ κι ᾱκουα τοὺς μεγάλους,
  • 75:10 - 75:15
    παραξενεβόµουνα, ποὺ γιὰ κάθε ζήτημα
    µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνῶμες
  • 75:15 - 75:16
    κι ὅλες φαινόντανε σωστές.
  • 75:17 - 75:20
    Οἱ σοφιστάδες ὑποστηρίζανε καθαρά,
    πὼς εἶναι καὶ σωστές.
  • 75:21 - 75:24
    Στὴν ἀρχή μὲ τ᾽ ἄγουρο μυαλό µου
    κι ἀργότερα μὲ τὸ γινωμένο
  • 75:24 - 75:27
    προσπαθοῦσα νὰ βρίσκω πάντοτε
    μιὰ μοναδικὴ γνώμη,
  • 75:27 - 75:30
    ποὺ νᾶ ναι σὲ καθε περίσταση
    καὶ γιὰ ὅλους ὑποχρεωτικὴ,
  • 75:30 - 75:35
    δηλαδη παντοτινἡ κι ἀνάλλαγη, πάνου ἀπὸ
    καιροὺς καὶ τόπους κι ἀνθρώπους,
  • 75:35 - 75:36
    -- ἀπόλυτη.
  • 75:36 - 75:40
    Θά πρεπε νά χει κάτι τὸ θεϊκὸ µέσα της,
    νά ναι «ἰδέα».
  • 75:41 - 75:43
    Καἱ γιὰ νὰν τήνε βροῦμε, δὲ θά πρεπε
    καθόλου
  • 75:43 - 75:47
    νὰ φάχνουµε στὸν ὄξω κόσμο,
    πού ναι διαβατικὸς καὶ ψέφτικος,
  • 75:47 - 75:50
    μὰ µέσα στὴν ψυχή µας, πού ναι
    κι ἄυλη κι ἀθάνατη.
  • 75:51 - 75:55
    στὰ βάθια τῆς ψυχῆς μας κοίτονται θαμένες
    οἱ ἰδέες - ἀλήθειες
  • 75:55 - 75:58
    κάτου ἀπὸ σκουριὰ πολλή,
    ποὺ τῆνε σωριάζουνε µέσα της
  • 75:58 - 76:02
    οἱ αἴστησες - ἀποθυμιὲς
    κ᾿ οἱ ἀποθυμιὲς - συφέρα.
  • 76:02 - 76:06
    Γιὰ νὰ τὴν ξεσύρουµε λοιπὸν στὸ φὼς
    τῆς ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
  • 76:07 - 76:09
    Χρειαζότανε μαστοριὰ μαμῆς.
  • 76:09 - 76:12
    Καὶ γίνηκα μὲ τὰ χρόνια
    μαμὴ τῆς πολιτείας.
  • 76:12 - 76:16
    "Ἔπιανα τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τὶς μάλαζα
    μὲ τρόπο
  • 76:16 - 76:19
    κ΄ ἔχωνα στὴν ἀνάγκη µέσα τους
    τὴ χερούκλα µου καὶ τὶς κουτάλες
  • 76:19 - 76:20
    γιὰ νὰ βγάλω τὸ μωρό.
  • 76:21 - 76:24
    Ξεγεννοῦσα τὶς ἀλῆθειες,
    ὦ ἄντρες ᾿Αθήναῖοι,
  • 76:24 - 76:28
    γι’ ἀφτὸ γεµίσανε γῆς, οὐρανὸς
    καὶ θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
  • 76:29 - 76:30
    Γιατί ;
  • 76:30 - 76:34
    Δουλώντας καὶ µαλάζοντας τὶς ψυχές, γιὰ νὰ
    φανερώσουνε τὰ θεϊκά τους στοιχεῖα,
  • 76:34 - 76:37
    τὶς ἕκανα καὶ ξερνούσανε τὴ σκουριά τους :
  • 76:37 - 76:41
    Θεός, ᾿Αγαθό, Δικαιοσύνη,
    Πατρίδα κι ᾽Ομορφιὰ
  • 76:41 - 76:44
    κι ὅλα τὰ ρέστα ποὺ δὲν εἶναι
    μήτε πρῶτες ἀρχὲς μήτε χ᾿ ἔσχατοι σκοποί·
  • 76:44 - 76:47
    µῆτε χαρίσματα τῶν θεῶν
    µῆτε κατορθώματα τοῦ νοῦ,
  • 76:47 - 76:52
    μὰ πλάσματα καιρικἀ, μὲ νόηµα τρεχούμενο
    κι ἄπιαστο, µέσα ταπεινά,
  • 76:52 - 76:56
    ποὺ μὲ δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
    στραβώνει τοὺς ὑποταχτικούς της
  • 76:56 - 76:58
    καὶ πνίγει τὴν ψυχη τους.
  • 76:58 - 77:00
    Οἱ ἀνθρῶποι χωριζόµαστε σὲ κείνους
    ποὺ διατάζουνε,
  • 77:00 - 77:02
    καὶ σὲ κείνους ποὺ κάνουνε θελήματα·
  • 77:02 - 77:05
    σὲ κείνους ποὺ κάθονται,
    καὶ σὲ κείνους ποὺ μοχτᾶνε·
  • 77:05 - 77:09
    σὲ κείνους ποὺ βλέπουνε, καὶ σὲ
    κείνους ποὺ φορᾶνε κλάπες στὰ μάτια:
  • 77:09 - 77:11
    σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
  • 77:11 - 77:14
    'Ἡ ζωή µας µπλέκεται μιᾶς ἀρχῆς
    µέσα στὰ δίχτια,
  • 77:14 - 77:16
    ποὺ μᾶς εἶναι στηµένα, πρὶν γεννηθοῦμε.
  • 77:16 - 77:19
    Μωρὰ στὸ σπίτι, στὸ δρόµο, στὸ σχολειό,
  • 77:19 - 77:23
    µαθαίνουµε, χωρὶς νὰν τὸ ρωτᾶμε,
    ποιό ναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό,
  • 77:23 - 77:25
    --- «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 77:26 - 77:29
    Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
    μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
  • 77:29 - 77:32
    δίνουμε συγκινηµένα
    μὲ βραχνη λαλιὰ πετειναριῶν
  • 77:32 - 77:37
    τὸν ὅρκο στὰ μεγάλα Χρέη κ᾿ ᾿Ιδανικά,
    ---«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 77:38 - 77:41
    Σὰν ἀπολυθοῦμε ἀπ᾿τὸ στρατὸ
    καὶ πάρουμε φῆφο, τὰ ἴδια θ᾿ἀκοῦμε
  • 77:41 - 77:46
    -- καὶ θά λέμε -- στὴν ἀγορά, στὰ
    δικαστήρια, στὶς λαοσύναξες, στὰ θέατρα
  • 77:46 - 77:48
    --«τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 77:48 - 77:52
    Κι ἀφοῦ μικροὶ καὶ μεγάλοι
    καὶ χτὲς καὶ σημερα καὶ ἄβριο
  • 77:52 - 77:58
    τὰ ἴδια πιστέβουν ὅλοι, θὰ πεῖ, πὼς εἶναι
    νόμοι «οὐρανίαν δι᾽ αἰθέρα τεκνωθέντες».
  • 77:59 - 78:02
    "Ἔτσι τραβᾶμε, χωρὶς νὰ συλλογιζόμαστε,
    τὴ µοιραία µας στράτα,
  • 78:02 - 78:06
    δεμένοι συναµεταξὺ µας καὶ βέβαιοι
    πὼς τὸ συφέρο τοῦ ««κρείττονος»
  • 78:06 - 78:08
    εἶναι δικό µας συφέρο.
  • 78:08 - 78:11
    Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
  • 78:11 - 78:14
    συφέρο µας ν᾿ ἀδικιούμαστε
    παρὰ νὰ τιμωροῦμε !
  • 78:14 - 78:19
    Κι ἂν ἄξαφνα κανεὶς ἀπόκοτος χυμοῦσε
    μὲ τὸ μαχαίρι νὰ ξεκοιλιάσει τὸ Λύκο,
  • 78:19 - 78:23
    θὰ βάζαμε μπροστὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ κορµιά
    µας νὰ δεχτοῦμ’ ἐμεῖς τὴ μαχαιριά.
  • 78:24 - 78:27
    Κι ἂν τό φερνε ποτὲς η κατάρα
    νὰ μᾶς λείψει ὁ Λύκος,
  • 78:27 - 78:30
    θὰ τρέχαμε νὰ βροῦμε
    ἄλλονε χειρότερο, γιὰ νὰ μᾶς τρώει.
  • 78:32 - 78:35
    Τέτιες ἀλῆθειες ἔβγαζα
    ἀπὸ τὴν ψυχή τοῦ Κοπαδιοῦ.
  • 78:35 - 78:39
    ᾿Αλήθειες, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καὶ τη
    συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
  • 78:39 - 78:42
    πιὸ δυνατὰ κι ἀπὸ τὴν πείνα
    κι ἀπὸ τὸν ἔρωτα.
  • 78:42 - 78:46
    Μὲ τὴν ἴδια µαμικῆ μποροῦσα
    νὰ βγάνω ἀπὸ τὶς ψυχὲς
  • 78:46 - 78:48
    -- μιὰ κι ἀρχίσανε νὰ μὲ παίρνουνε
    γιὰ παντογνώστη, --
  • 78:48 - 78:52
    καὶ πράματα, ποὺ δὲν τά χανε µέσα τους,
    ὅπως οἱ Κινέζοι χομπογιαννίτες
  • 78:52 - 78:55
    βγάνουνε σκουλήκια ἀπὸ τὰ μάτια
    τῶν Μεγαριτῶν.
  • 78:55 - 78:59
    Τὰ σκουλήκια, θὰ μοῦ πεῖτε, τὰ βλέπεις
    πρῶτα κ ὕστερα τὰ πιστέβεις.
  • 78:59 - 79:03
    Μὰ τὶς ἰδέες ;
    ᾿Ἀφτές, ὦ ἄντρες Αθηναῖοι,
  • 79:03 - 79:05
    πρῶτα τὶς πιστέβεις
    κ᾿ ὕστεοὰ τὶς βλέπεις.
  • 79:06 - 79:10
    "Όταν άξαφνα καμιὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ
    ξεφωνίσει μὲς στὴν ἐκκλησιὰ
  • 79:10 - 79:16
    δείχνοντας ψηλὰ τὸν "Άγιον Άλφα :
    «Νάτος ! σαλέβει... μᾶς κάνει νοηµατα !»,
  • 79:16 - 79:20
    οὗλες οἱ ἄλλες μαζὶ καὶ βλέπουνε
    μὲ τὰ μάτια τους τὸ σάλεμα,
  • 79:20 - 79:21
    τὰ δάκρυα γαὶ τὰ νοήματα
  • 79:21 - 79:24
    κι ἀκοῦνε μὲ τ᾽ ἀφτιά τους τὴ μιλιὰ
    καὶ τὴ φοβέρα του.
  • 79:25 - 79:27
    ᾿᾿Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
  • 79:27 - 79:31
    Μὰ τὸ πιὸ συνειθισµένο θάµα γίνεται
    σὰν βάζεις μοναχὸς μὲς στὴν ψυχή σου
  • 79:31 - 79:33
    κεῖνο ποὺ θὲς νὰ βρεῖς.
  • 79:33 - 79:36
    Καὶ κατόπι σκάβοντας μὲ τὰ νύχια
    τῆς λογικῆς τὸ βρίσκεις,
  • 79:36 - 79:37
    ὅπως τό θελες.
  • 79:38 - 79:42
    Οἱ παλιοὶ θεομπαῖχτες θάβανε
    στὴ ρίζα κανενοῦ κυπαρισσιοῦ
  • 79:42 - 79:45
    η πλάι σὲ καμιὰ βρύση τὴν εἰκόνα
    κ᾿ ὕστερα βλέπαν ὄνειρο,
  • 79:45 - 79:48
    πὼς σὲ κεῖνο τὸ µέρος κοίτεται
    χρόνια θαμένος ὁ «ἄγιος»
  • 79:48 - 79:49
    καὶ φωνάζει νὰ βγεῖ.
  • 79:49 - 79:53
    Καὶ ξεσηκώνοντας τὸ χωριὸ
    μὲ κεριὰ καὶ λιβάνια πηγαἰναν ἐκεῖ,
  • 79:53 - 79:56
    τόνε ξεθάβανε καὶ μοσκοβολοῦσε ὁ τόπος !
  • 79:56 - 80:01
    Καὶ χτιζότανε παρεκκλήσι καὶ γεµίζαν οι
    δίσκοι μὲ δεκάρες καὶ τὰ πιθάρια μὲ λάδι
  • 80:01 - 80:05
    κι ἅγιαζε κι ὁ θεομπαίχτης σὰν
    «ὄργανο θείας ἐκλογῆς».
  • 80:07 - 80:11
    Μὲ τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
    τη βασιλεία τῶν Ὁραμάτων
  • 80:11 - 80:13
    στην Κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος.
  • 80:13 - 80:16
    Στράβωνα τὸ Κορόιδο κ᾿ ἔτσι φελοῦοα
    τὸ καθεστὸς τῆς ᾽Αδικίας,
  • 80:16 - 80:18
    σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα :
  • 80:18 - 80:21
    «ὅσο πιὸ στραβὸ τὸ Κορόιδο,
    τόσο πιὸ ντρέτα πορπατεῖ».
  • 80:23 - 80:25
    Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μὲ σκοτώσετε.
  • 80:25 - 80:29
    Θάρτουν ἄλλοι χαιροὶ ποὺ οἱ «κρείττονες»
    θὰ πλερώνουν ἀκριβὰ τοὺς κομπογιαννίτες
  • 80:29 - 80:34
    ὄχι νὰ βγάζουνε, μὰ νὰ βάνουνε σκουλήκια
    µέσα στὸ μυαλὸ καὶ στὴν ψυχή τῶν Μεγαριτῶν
  • 80:35 - 80:39
    καὶ νὰ κάνουνε θάµατα’ νὰ µαθαίνουνε
    στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς μεγάλους,
  • 80:39 - 80:46
    πὼς «πατρός τε καὶ μητρὸς κτλ., τιμιώτερον
    καὶ ἁγιώτερόν ἐστιν η ἐχμετἆλλευσις».
  • 80:47 - 80:50
    Ἔτσι βυθισμένος ὁ λαὸς
    µέσα σὲ γαλάζια καταχνιά,
  • 80:50 - 80:52
    στὴν ἀνυπαρξία τῆς σκέψης καὶ τῆς θέλησης,
  • 80:52 - 80:56
    δὲ θὰ μπορεῖ νὰ σαλέβει τὴ γλώσσα του,
    τὸ μυαλό του καὶ τὰ χέρια του.
  • 80:56 - 81:02
    Ἡ ψυχή, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπόλυτο ψῆλος,
    πιασμένη σε χορὸ μὲ τὶς αἰώνιες οὐσίες,
  • 81:02 - 81:05
    τρέμει νὰ τὴν ἀγγίξουν οἱ νόμοι
    τῆς φύσης καὶ τῶν ἀνθρώπων :
  • 81:05 - 81:07
    ἀσκήμια, σχετικότητα καὶ φθορά !
  • 81:08 - 81:12
    Τὸ σῶμα στέκει παρφωμένο στη λάσπη
    κ᾿ η φυχή πάντοτες λείπει...
  • 81:12 - 81:17
    Δὲν πονάει, δὲν παθαίνει, δὲν ἀδικιέται.
    Δὲν ἀντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
  • 81:18 - 81:22
    Μὲ τὸ κεντρὶ τῆς φιλοσοφίας µου χτυπώντας
    τοὺς ἅπλοικοὺς στὴ ρακοχοκαλιὰ
  • 81:22 - 81:26
    τοὺς παραλυοῦσα κ᾿ ἔτσι ἀσφάλιζα
    τὸ χαροκόπι τῶν ἔξυπνων.
  • 81:26 - 81:28
    Τί σᾶς ήρτε λοιπὸν καὶ μὲ σκοτώσατε ;
  • 81:30 - 81:33
    Βλέπω τὶς πολιτεῖες τοῦ µέλλοντος,
    ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
  • 81:34 - 81:37
    Θεοποιοῦνε τὴν πείνα, τὸν πόνο
    καὶ τὴ βλακεία·
  • 81:37 - 81:41
    χρυσώνουνε καὶ ταγίζουνε κουκουνάρι
    καὶ καρὖδια τοὺς κομπογιαννίτες,
  • 81:41 - 81:44
    ποὺ ξεγελᾶνε τὸ λαὸ νὰ καταφρονάει την ὕλη
  • 81:44 - 81:48
    καὶ νὰ προσµένει τὴν ἀνταπόδοση
    στὀν... «κόσμο τοῦ πνεύματος !».
  • 81:50 - 81:55
    Αν ἐλάθεβα στη θεωρία, δὲ λάθεβα
    καὶ στὴν κριτική τῶν δημόσιων ἀντρῶν.
  • 81:55 - 81:59
    Κι ἀφτοὶ γιὰ νὰ μὲ ξεκάνουνε
    μιὰ καὶ καλη μὲ βγάλαν ἄθεο.
  • 81:59 - 82:01
    'Ὁ Σωκράτης κοροϊδέβει τοὺς θεοὺς
  • 82:01 - 82:04
    κ’ ἐρεθίζει τὴν παντοδυναµία τους
    ἐνάντια στὴν πολιτεία.
  • 82:05 - 82:08
    Εξ αἰτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοὶ
    ἀπὸ τὴν ᾿Αθήνα
  • 82:08 - 82:12
    κι ἀφήσανε τὸ βράχο τῆς ᾿Ακρόπολης
    καὶ τὴν ᾿Ακρόπολη τῶν ψυχῶνε σας
  • 82:12 - 82:14
    στὰ νύχια καὶ στὰ δόντια τῶν Ἓρυννύων.
  • 82:15 - 82:18
    Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή μὲ χαλάζι
    καὶ κατάστρεφε τὴ σπορά
  • 82:18 - 82:22
    κι ἂν ἔπεφτε στάχτη στὰ γεννήματα,
    φυλλοξέρα στ᾽ ἀμπέλια,
  • 82:22 - 82:24
    μελίγκρα στὰ κουκιὰ καὶ στὰ φασόλια·
  • 82:25 - 82:30
    κι ἂν ἐρῆμαζε βλογιὰ τὶς ὄρνιθες, ἄφτρα
    τὶς γελάδες, σαρατζἁς τ᾽ ἀλόγατα
  • 82:30 - 82:35
    κι ἂν ἔπιανε φωτιὰ σὲ κανένα µαχαλὰ κ᾿
    ἔμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
  • 82:35 - 82:39
    κι ἄν ἐβαστοῦσε δυὸ τρεῖς βδομάδες
    η φουρτοὺνα στη Μαβροθάλασσα
  • 82:39 - 82:43
    καὶ ποδίζανε τὰ καϊΐκια μὲ τὸ σιτάρι
    καὶ την παλαμίδα καὶ πεινοῦσε ὁ κόσμος·
  • 82:43 - 82:48
    κι ἂν ἑρχότανε τὸ θλιβερὸ µαντάτο,
    πὼς νικηθήκανε τὰ «παληκάρια µας»
  • 82:48 - 82:51
    στὴν ἄχρη τῆς γῆς καὶ μαβροφορούσαν
    οἱ µανάδες
  • 82:51 - 82:52
    -- ποιὸς ἔφταιγε ;
  • 82:52 - 82:55
    Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἄθεους !
  • 82:55 - 82:58
    Αν δὲν εἶχα πεισµώσει τοὺς ἀθάνατους
    μὲ τὴ φιλοσοφία µου
  • 82:58 - 83:01
    θὰ μᾶς στέλνανε τὴν πανούκλα τοῦ 404.;
  • 83:02 - 83:04
    Μὰ τότες ἐγὼ δὲ φιλοσοφοῦσα !
  • 83:04 - 83:08
    Αν ὁ γιὸς τοῦ Κλεινία μὲ τὴν παρέα του
    δὲ σπάζανε τὰ κεφάλια τῶν Ἑρμήδων
  • 83:08 - 83:11
    ἀντὶς νὰ σπάσονε τὰ δικά σας,
    ποὺ μοῦ θέλατε µεγαλεῖα,
  • 83:11 - 83:14
    θὰ παθαίναµε τὴ συφορὰ τῆς Σικελίας :
  • 83:14 - 83:18
    Κι ἄν οἱ στρατηγοὶ τῶν ᾽Αργινουσῶν
    δὲν εἴταν ἄθεοι, θ' ἀναποδογύριζεν
  • 83:18 - 83:22
    η Νέμεση τὰ πέλαγα, γιὰ νὰ μὴν µπορέσουνε
    νὰ µαζέψουνε τοὺς πνιµένους ;
  • 83:23 - 83:25
    Κ’ ἐπειδῆς ἐγὼ τοὺς ἀθώωσα, θυμᾶστε ;
  • 83:25 - 83:29
    ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ νὰ ρίξουνε
    ζεματιστὸ νερὸ νὰ μᾶς κάψουνε
  • 83:29 - 83:33
    μά... λυπηθήκαν (οἱ οὐρανοί !)
    τοὺς Τριάντα Τυράννους !...
  • 83:34 - 83:36
    Νά λοιπὸν ποιοὶ φταίγανε γιὰ ὅλα τὰ ζαβά,
  • 83:36 - 83:40
    καθὼς σᾶς ὑποσκέθηχα νὰ σᾶς τὸ ἔηγήσω
    πρωτύτερα
  • 83:42 - 83:44
    Ἔτσι μὲ τὴν ἀθεῖα µου
    καὶ τὴν προδοσιά µου
  • 83:44 - 83:47
    φελοῦσα μὲ τὸ παραπάνου τὴν Πατρίδα
    καὶ τη θρησκεία...
  • 83:47 - 83:51
    ὅσους θρέφονται ἀπὸ τὰ µαστάριο
    τῶν μεγάλων ἀφτῶν ἰδεῶν !
  • 83:51 - 83:55
    Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
    φορτώνανε στὴν πλάτη µου
  • 83:55 - 83:59
    κάθε δικιά τους ἀναξιοσύνη κι ἀτιμία,
    κάθε ζημιὰ τῶν φυσικῶν στοιχείων,
  • 83:59 - 84:02
    ὅλες τὶς ἀναποδιὲς τῆς Μοίρας !
  • 84:02 - 84:06
    Ὅταν ἐγὼ λείψω, θὰ ψάξουνε νὰ βροῦνε
    κάποιον ἄλλο Σωκράτη
  • 84:06 - 84:09
    νὰ τόνε βαφτίσουνε µέσα στην ἅγια
    κολυμπήθρα τῆς δημόσιας γνώμης
  • 84:09 - 84:11
    ἄθεο καὶ προδότη.
  • 84:11 - 84:14
    Τοὺς χρειάζεται νὰ τὸν πετᾶνε στὰ δόντια
    τοῦ µανιασµένου πλήθους
  • 84:14 - 84:18
    γιὰ ἐξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
    ποὺ θὰν τὰ βρίσκουνε σκοῦρα.
  • 84:18 - 84:23
    Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ζῆσει μηδὲ μιὰ στιγμὴ
    καὶ τὸ κοπάδι χωρὶς Λύκους
  • 84:23 - 84:26
    κ οἱ Λύκοι χωρὶς ἄθεους καὶ προδότες.
  • 84:28 - 84:31
    Ὅλοι γρινιάζετε πὼς χάλασε ὁ κόσμος.
  • 84:31 - 84:33
    Ποιὸς κόσµος ; Τὰ βουνὰ κι ὁ οὐρανός ;
  • 84:34 - 84:35
    Φόβο δὲν ἔχουνε !
  • 84:36 - 84:37
    Οἱ δυὸ τρεῖς ἀθέοι ;
  • 84:37 - 84:40
    Τοὺς κόβετε καὶ σιάζουν ἀμέσως τὰ πράματα.
  • 84:40 - 84:44
    Νά τος ὁ κόσμος, η ἀφεντιά σας,
    ὢ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι !
  • 84:44 - 84:49
    Ὅλα σας τὰ ζακόνια, γραμμένα κι ἄγραφα :
    φόβος τῶν θεῶν, σεβασμὸς τῶν νόμων,
  • 84:49 - 84:54
    ἀγάπη τοῦ καλοῦ χι ἀντρισμός,
    σέπονται ψοφίµια τούμπανα
  • 84:54 - 84:57
    µέσα στὸ Βάραθρο, συντροφιὰ
    τῶν σκοτωμένων σκλάβων.
  • 84:58 - 85:02
    Ψεφτιά, κλεψιά, κι ἀτιμία,
    νὰ τὰ «δαιμόνια» τῆς Πολιτείας,
  • 85:02 - 85:05
    -- «τὸ µέσα πλοῦτος» ! --
    ποὺ σᾶς ὁδηγᾶνε ψηλά.
  • 85:06 - 85:10
    Κ' ὕστερα βγήκε τὸ δικό µου τὸ δαιμόνιο
    («καινὸ δαιμόνιο»)
  • 85:10 - 85:14
    νὰ ξαναζωντανέψει τὰ ψοφίµια
    φυσώντας μὲ τὸ καλάμι τῆς φιλοσοφίας
  • 85:14 - 85:17
    µέσα στὴν κοιλιά τους
    τὸ «πνέβμα τῆς ἀληθείας»,
  • 85:17 - 85:20
    γιὰ νὰν τὰ στήσει καθάριες ἰδέες,
    ἀπείραχτες
  • 85:20 - 85:23
    ἀπ᾿τοῦ καιροῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων
    τὰ καμώματα,µέσα στὸν ἄπειρο Νού !
  • 85:23 - 85:26
    Τὰ τυφλὰ κινήματα τῆς ψυχής,
  • 85:26 - 85:29
    ἅμα πιάσεις νὰν τὰ κάνεις
    προστάγµατα τοῦ λογικοῦ,
  • 85:29 - 85:32
    δηλαδη νὰν τὰ µεταφέρεις ἀπὸ
    τὴν ἀσύνειδη μίμηση καὶ συνήθεια
  • 85:32 - 85:36
    στὴ φωτισμένη σκέψη καὶ βούληση,
    πάει τὰ σκότωσες.
  • 85:36 - 85:38
    Ὅμως κ' ἔτσι σᾶς ὠφελοῦσα.
  • 85:38 - 85:41
    Μιὰ καὶ τὶς «μεγάλες οὐσίες»
    τὶς ἀφήνετε νὰν τὶς ροκανᾶνε
  • 85:41 - 85:44
    οἱ ποντικοὶ τῶν λαγουμιῶν
    καὶ τῶν ἀποπάτων,
  • 85:44 - 85:48
    ἐγὼ σᾶς συµβούλεβα, πὼς δὲν πρέπει
    νὰ γελᾶτε καὶ νὰ καµαρώνετε
  • 85:48 - 85:51
    γι' ἀφτὸ νομίζοντας, πὼς
    ὁ πιὸ φανερὸς μπαγαμπόντης
  • 85:51 - 85:53
    εἶναι καὶ πιὸ ξυπνὸς ᾿Αθηναῖος !
  • 85:53 - 85:57
    Σᾶς µάθαινα γιὰ τὸ συφέρο σας
    νὰ τιμᾶτε τ᾿ ὄνοµά τους
  • 85:57 - 86:00
    καὶ νὰ λιβανίζετε τὸν ἥσκιο τους
    μπροστὰ στὶς γυναῖκες, τὰ παιδιὰ
  • 86:00 - 86:03
    καὶ τοὺς σκλάβους, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν
    ἀέρα καὶ κατεβοῦνε καμιὰ µέρα
  • 86:03 - 86:06
    στὴν πιάτσα καὶ κάνουνε
    χειρότερ᾽ ἀπὸ σᾶς !
  • 86:06 - 86:09
    Σᾶς µάθαινα, πὼς πρέπει ν᾿ἀσεβεῖτε
    καὶ νὰ παρανομεῖτε
  • 86:09 - 86:12
    στ᾽ ὄνομα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων !
  • 86:12 - 86:15
    ΄"Ὅλα ποῦ νὰν τὰ θυμᾶμαι τώρα !
  • 86:15 - 86:18
    Μὰ δὲν ξεχνῶ, πὼς ἐσὺ κ᾿ ἐσὺ
    καὶ τοῦτος καὶ κεῖνος...
  • 86:18 - 86:22
    οὖλοι σας εἴσαστε σύμφωνοι
    σ᾿ ὅ,τι σᾶς ἔλεγα
  • 86:22 - 86:25
    καὶ σκύβατε τ᾽ ἀδειανό σας κεφάλι μπροστὰ
    στην Κουκουβάγια καὶ στὸ Μῶμο.
  • 86:26 - 86:28
    Τρεῖς μοναχὰ κουβέντες
    µου φτάνουνε νὰ δείξουνε,
  • 86:28 - 86:30
    πὀσο δούλεψα γιὰ τὸ καλὸ τῆς Πατρίδας,
  • 86:30 - 86:33
    γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν πολιτῶν
    σὲ χορτάτους καὶ σὲ κορόιδα.
  • 86:34 - 86:38
    α᾿) Απόδειξα, πὼς η ψυχή µας
    εἶναι ἀθάνατη !
  • 86:38 - 86:39
    ᾿Υπάρχει λοιπὸν ψυχή !
  • 86:39 - 86:43
    Γιὰ χάρη της ὑπάρχουνε
    (πρέπει δηλαδὴ νὰ ὑπάρχουνε)
  • 86:43 - 86:46
    κράτος -- νόµο, καὶ παπάδες --- θεοί !
  • 86:46 - 86:48
    “Ἡ φοβέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν νόμων
  • 86:48 - 86:51
    μᾶς συγκρατάει νὰ μὴν κολάζουµε
    τὴν ψυχη µας...
  • 86:51 - 86:52
    καὶ νὰ μὴν πηγαίνουμε φυλακή !
  • 86:53 - 86:59
    "Αντρες ᾿Αθηναῖοι ! Αν δὲν ὑπῆρχε κράτος,
    δὲ θὰ ὑπάρχανε μήτε θεοὶ μήτε παπάδες
  • 86:59 - 87:00
    μήτε κι ἀθάνατη ψυχη !
  • 87:01 - 87:03
    Οἱ βασανισμένοι τῆς ζωῆς πρέπει
    νὰ πιστέβουµε,
  • 87:03 - 87:06
    πὼς θὰ χαροῦμε καὶ θὰ βασιλέψουμ’ αἰώνια,
  • 87:06 - 87:08
    -- φτάνει νὰ πεθάνουμε πρῶτα !
  • 87:08 - 87:11
    Δὲν κάνει νὰ παίρνουμε πίσου
    μὲ τὰ χέρια µας
  • 87:11 - 87:14
    ὅ,τι μᾶς παίρνουν οἱ ἀφέντες
    μὲ τὴ δύναμη καὶ μὲ τὴν πονηριὰ
  • 87:14 - 87:17
    -- δηλαδη μὲ τὰ δικά µας τ᾽ἅρματα
    καὶ μὲ τὴν ψῆφο τὴ δικιά µας.
  • 87:18 - 87:21
    ᾿Αφτουνοὺς θὰν τοὺς τιμωρήσουν οἱ θεοὶ
    στὸν ἄλλο κόσµο.
  • 87:21 - 87:25
    Θὰ βράζουνε µέσα στὸ καζάνι τῆς πἰσσας
    στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.
  • 87:25 - 87:30
    Αν τοὺς τιμωρήσουμ’ ἐμεῖς, θὰ γίνουμε
    κακοὶ καὶ τότε θὰ χάσουμε τὴν ψυχἠ µας
  • 87:30 - 87:32
    καὶ θὰ βράζουμ’ ἐμεῖς µέσα στὸ καζάνι ! !
  • 87:33 - 87:39
    β’) Δὲν εἴτανε λόγος-ἀέρας, εἴταν ἀγκωνάρι
    µαρμαρένιο τούτ’ ἡ διδασκαλία µου.
  • 87:39 - 87:45
    Γι αὐτὸ καὶ τῆς ἔδωκα τὴν τετράγωνη φόρμα:
    «προτιμῶ ν᾿ ἀδικιέμαι παρὰ ν ἆδικῶ !»
  • 87:45 - 87:48
    Τοῦτο τ᾿ ἀγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
    στὸν ἅμμο καὶ στὸ νερό:
  • 87:48 - 87:50
    στὶς φυχὲς τῶν ἀδυνάτων !
  • 87:51 - 87:54
    "Ὁσο πιὸ ταπεινωμένος ὁ ἄνθρωπος,
    τόσο πιότερο κι ἀναποφάσιστος᾽
  • 87:55 - 87:59
    ὅσο πιὸ κουρασμένος, τόσο λιγότερο
    ἀνασαίνει καὶ σκέφτεται καὶ θυµώνει.
  • 88:00 - 88:02
    Χρειάζεται κουράγιο καὶ μπιστοσύνη
    στὸν ἑαφτό σου,
  • 88:02 - 88:04
    γιὰ ν᾿ ἀντισταθεῖς στὴν ἀδικιὰ ---
  • 88:04 - 88:06
    καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα γιὰ ν᾿ ἀδικῆσεις !
  • 88:06 - 88:10
    Μαθημένος νὰ φοβᾶσαι,
    δὲ θέλεις νὰ φοβηθεῖς περισσότερο.
  • 88:10 - 88:14
    ᾿Αφήνεσαι στὴ γλύκα τῆς ἀβουλίας,
    στὸν ἐγωισμὸ τοῦ πόνου.
  • 88:14 - 88:17
    Κι ὄχι µονάχα στέκεσαι νἁ σοῦ παίρνουν
    τὰ ὅσα δὲν ἔχεις,
  • 88:17 - 88:20
    μὰ δὲν ἀγγίζεις καὶ τὰ λίγα πὀ χεις :
  • 88:20 - 88:24
    νηστέβεις ἀπὸ δικοῦ σου τὸ φαγί,
    τὸ πιοτὸ καὶ τὶς γυναῖχες·
  • 88:24 - 88:28
    μισεῖς τὸν ήλιο, τὴ θάλασσα,
    τὸν ἀγέρα τοῦ δάσου καὶ τὴν κίνηση
  • 88:28 - 88:33
    κι ἆποζητᾶς τὴν ἀρρώστια, τὰ βάσανα,
    την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
  • 88:33 - 88:35
    για να πας στον παράδεισο,
  • 88:36 - 88:38
    «Ό πόνος ἠθικοποιεῖ »
  • 88:38 - 88:43
    Ύψωνα λοιπὸν μεσουρανὶς γιὰ φλάμπουρο
    τοῦ κοπαδιοῦ τὴ χαρὰ τοῦ πόνου.
  • 88:43 - 88:45
    Γιὰ ὅσους δὲν µποροῦνε
    νὰ βαστάξουνε τὸν πόνο,
  • 88:45 - 88:47
    φροντίσαν οἱ νόμοι τοῦ Σόλωνα·
  • 88:48 - 88:51
    χτίσανε παράµερες ἐκκλησιὲς
    τῆς Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
  • 88:51 - 88:55
    ᾿Ἔκεῖ μέσ᾽ ἀγοράζει καθένας πολὺ φτηνὰ
    τὴν τελειότητα,
  • 88:55 - 88:57
    δηλαδή τὴ λησμονιὰ τοῦ ἑαφτοῦ του.
  • 88:58 - 89:03
    γ’) Τὴν ἴδια γνώμη τὴν εἶπα κι ἀλλιῶς :
    «Οὐδεὶς εκὼν κακός».
  • 89:04 - 89:07
    ᾿Αφτὸ θὰ πεῖ : μὴν τιμωρεῖτε
    τοὺς ἀδικητάδες
  • 89:07 - 89:08
    γιατὶ θὰν τοὺς... ἄδικῆσετε.
  • 89:08 - 89:12
    Εΐναι ἀθῶοι ! Δὲν ξέρουν
    ότι, κάνουνε κακό ! "Υπομονή !
  • 89:13 - 89:15
    "Αμα τοὺς διδάξουµε
    τί είναι καλὸ καὶ κακό,
  • 89:15 - 89:18
    θὰ λείψουν ἀπὸ τὸν κόσμο
    κάκητα κι αδικεμὸς
  • 89:18 - 89:20
    καὶ θὰ βασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
  • 89:20 - 89:22
    Χρειάζονται σκολειά.
  • 89:22 - 89:24
    Καὶ τὰ σκολειὰ θὰν τὰ χτίζουν
    οἱ ἀδικητάδες.
  • 89:25 - 89:26
    Ξέρετε γιατί ;
  • 89:27 - 89:30
    Καλὸ καὶ δίκιο καὶ χρέος
    εἶναι ἢ σακούλα τους.
  • 89:30 - 89:33
    Θα μαθαίνουνε λοιπὸν οἱ ἴδιοι
    στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ
  • 89:33 - 89:36
    νὰ μην ἄντιστέκονται στὴν ἀδικιά,
    ὅταν μεγαλώσουν.
  • 89:38 - 89:41
    Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
    τὸ καθεστὸς τῆς ἄνισότητας,
  • 89:41 - 89:43
    «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον».
  • 89:44 - 89:46
    Φυσικὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ σκοτώσετε
    γι ἀφτό !
  • 89:47 - 89:50
    Οἱ μελλούμενες πολιτεῖες θὰ ξέρουνε
    καλύτερα τὴ δουλειά τους.
  • 89:50 - 89:55
    Άμπωνας, Θρανίο, Εφημερίδα καὶ Κλομπ
    θὰ δουλέβουν ἀδερφικὰ
  • 89:55 - 89:58
    νὰ χωρίζουνε τοὺς πολίτες σὲ χορτάτους
    καὶ σὲ κορόιδα
  • 89:58 - 90:01
    καὶ νὰ ταιριάζουνε τ᾽ ἁταίριαστα
    μὲ τὴν «ἁρμονία τῶν τάξεων».
  • 90:01 - 90:05
    Αϕτηνῆς τῆς ἁρμονίας στάθηκα
    πρῶτος μαέστρος.
  • 90:05 - 90:07
    Κι ἂς μὲ σκοτώνετε γι ἄθεο.
  • 90:08 - 90:12
    Τὰ δικά µου τὰ µαθήµατα θὰν τὰ κάνουνε
    µεθάβριο θρησκεία τους οἱ Χριστιανοί.
  • 90:12 - 90:14
    Θἁ μὲ τιµήσουνε γιὰ προφήτη τοῦ Θεοῦ τους
  • 90:14 - 90:17
    καὶ θὰ ζωγραφίζουνε τὰ μοῦτρα µου
    στὶς ἐκκλησιές τους
  • 90:17 - 90:20
    μὲ πλατὺ χρυσοστέφανο
    γύρω στὰ τσουλούφια µου.
  • 90:30 - 90:36
    ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
  • 90:36 - 90:40
    Δεν ήτανε γέννα τῆς κόλασης, ποὺ
    ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
  • 90:40 - 90:44
    γιὰ νὰ σᾶς βάνει τρικλοποδιὲς καὶ νὰ σᾶς
    γρουσουζέβει, τὸ δαιµόνιό µου !
  • 90:44 - 90:46
    Είτανε κάτι χειρότερο !
  • 90:46 - 90:50
    Δὲν εἴτανε καινούριο, καθὼς
    τὸ γνωρίσανε τάχατες οἱ κατηγόροι,
  • 90:50 - 90:54
    Ἐϊταν ἢ παμπάλαιη συνείδηση τοῦ Κοπαδιοῦ,
    η προπατορικὴ σκλαβιά,
  • 90:54 - 90:58
    πού δενε τὴν ψυχη µου μὲ τὶς δικές σας,
    γιὰ νὰν τὶς κρατάει ὁλόρθες,
  • 90:58 - 91:01
    ἀκατάλυτο κάστρο τῆς πολιτείας τῶν ἀνόμων.
  • 91:02 - 91:04
    Δὲν εἴταν ἄγγελος ὁδηγός, ποὺ μὲ φώτιζε·
  • 91:04 - 91:08
    εἴτανε φύλακας ἄγγελος
    τῆς δηµόσιας Ψεφτιᾶς, ποὺ μὲ τύφλωνε.
  • 91:08 - 91:12
    Είτανε «τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον»
    γινομένο µέσα µου
  • 91:12 - 91:15
    φωνή καὶ θέλημα τῶν θεῶν καὶ τοῦ Λόγου.
  • 91:15 - 91:20
    Εἴταν η καταχτόνια καὶ μυστικὴ φοβέρα
    «Μη ! » καὶ «Πίσω !».
  • 91:20 - 91:24
    Είτανε τὸ δαιμόνιο τὸ δικό σας,
    ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι
  • 91:24 - 91:27
    -- πολὺ χειρότερο, γιατί τανε
    καὶ δυνατότερο.
  • 91:28 - 91:30
    Αν τὸ μισῶ, λέει !
  • 91:30 - 91:34
    "Αχ ! νὰ μποροῦσα νὰν τὸ παράδινα
    στὸ πατριωτικὀ σας μένος
  • 91:34 - 91:37
    νὰν τοῦ βγάζατε τὰ μάτια
    νὰν τοῦ κόβατε τὴ μύτη καὶ τ ἀφτιά·
  • 91:37 - 91:41
    νὰν τοῦ χύνατε λάδι τσιτσιριστὸ
    κι ἁλάτι χοντρὸ µέσα στὶς πληγές του'
  • 91:41 - 91:45
    νὰν τοῦ καρφώνατε πέταλα στὶς πατοῦσες του
    μὲ ταβανόπροκες·
  • 91:45 - 91:49
    νὰν τὸ δένατε σ᾿ ἕνα παλούκι
    καὶ βρέχοντάς το μὲ πετρόλαδο καὶ πίσσα
  • 91:49 - 91:52
    νὰν τοῦ βάνατε φωτιά, σὰ νά τανε Τοῦρκος !
  • 91:52 - 91:54
    ᾽Αφτὸ μὲ σαλαγοῦσε καὶ μὲ κέντρωνε
  • 91:54 - 91:57
    ζεμένονε στὸ κάρο τῆς Δημοκρατίας
    τῶν «ἀρίστων»,
  • 91:57 - 92:02
    ἀφτὸ μ᾿ ἔκανε νὰ περπατάω κοιµάµενος
    σὰν τ᾽ ἄλογα τὸν ἴσιο δρόµο τῆς συνήθειας
  • 92:02 - 92:04
    -- καὶ νὰ μὴν παραστρατίζω.
  • 92:04 - 92:07
    Αὐτὸ μ΄ἔκανε νὰ ξετινάζω καὶ νὰ κοροϊδέβω
    τοὺς ἄνομους,
  • 92:07 - 92:10
    ἀντὶς νὰ κοροϊδέβω καὶ νὰ ξετινάζω
    τοὺς νόµους᾽
  • 92:10 - 92:13
    νὰ ταπεινώνω τοὺς ἀνίδεους,
    ἀντὶς νὰν τοὺς λυπᾶμαι.
  • 92:14 - 92:16
    Μὰ τώρα τὸ ζητάω καὶ δὲν τὸ βρίσκω.
  • 92:16 - 92:20
    Μ᾽ ἔχει παρατήσει δῶ καὶ
    κάµποσους μῆνες, ὦ ἄντρες ᾿Αθηναῖοι.
  • 92:20 - 92:24
    Ξαναγύρισε, μιὰ καὶ πεθαίνω,
    στη Διεύθυνση τῆς Γενικῆς ”Ασφάλειας
  • 92:24 - 92:26
    νὰ παραδώσ᾽ ὑπηρεσία καὶ νὰ προβιβαστεῖ !
  • 92:29 - 92:33
    Ὅταν ὁ Περικλὴς μᾶς ἔλεγε, πὼς η δύναμη
    κ᾿ η καλοπέραση τῆς πολιτείας
  • 92:33 - 92:38
    εἶναι σωτηρία (καλοπέραση καὶ δύναμη)
    τῶν δυστυχισµένων,
  • 92:38 - 92:40
    δὲν ήθελα νὰ παραδεχτῶ πὼς
    κορόιδεβε.
  • 92:40 - 92:45
    Τί ἐννοοῦσε λέγοντας πολιτεία;
    Όλους μας; "Όχι βέβαια.
  • 92:45 - 92:49
    ᾿Αν ὅλοι µας ἐφτυχοῦμε, δὲν ἔχει κανένας
    ἀνάγχκη νὰ σωθεῖ.
  • 92:49 - 92:55
    Εννοοῦσε καθαρὰ τοὺς λίγους παραλῆδες
    καὶ πολιτικούς· μ ἕνα λόγο τοὺς ἔξυπνους.
  • 92:56 - 92:58
    "Όταν ἐκεῖνοι τρῶνε, χορταίνουμ᾽ ἐμεῖς'
  • 92:58 - 93:01
    κι ὅταν ἀφτοὶ θησαβρίζουν,
    ἐμεῖς πλουταίνουµε΄
  • 93:01 - 93:05
    κι ὅταν ἐκεῖνοι δὲ γίνονται πλουσιὁτεροι,
    φτωχαίνουµ’ ἐμεῖς περισσότερο·
  • 93:05 - 93:08
    κι ὅταν ἐκεινῶν η περιουσία
    βρίσκεται σὲ κίντυνο,
  • 93:08 - 93:10
    χάνουμ’ ἐμεῖς τὸν ὕπνο µας !...
  • 93:10 - 93:13
    Ὁ πρῶτος, βλέπετε, πολιτικὸς
    καὶ παραλὴς τῆς ᾿Αθήνας
  • 93:13 - 93:17
    ὕψωνε χωρὶς ντροπὴ μπροστὰ στὰ µάτια
    τοῦ φλομωμένου πλήθους
  • 93:17 - 93:19
    τὴν ἀτιμία τῶν ὀλίγων σὲ χρέος,
  • 93:19 - 93:22
    µεγαλεῖο καὶ δόξα τῶν πολλῶν,
    -- τῆς Πατρίδας !
  • 93:23 - 93:27
    Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ ἔπρεπε νὰ δώσουμε
    τὴ ζωή µας γιὰ τοὺς «ἀρίστους»,
  • 93:27 - 93:29
    ἂν θέλαµε νὰ σώσουμε
    τὴν πείνα µας τὴν παντοτινὴ
  • 93:29 - 93:33
    καὶ τὸν ὕπνο µας τὸ µακάριο,
    γιὰ νὰν τὸν κάνουμε αἰώνιο !...
  • 93:33 - 93:34
    Καταλάβατε :
  • 93:35 - 93:37
    Καὶ βέβαια. Γιατὶ σὰς τὸ ἔξηγῶ.
  • 93:37 - 93:40
    Μὰ τότες η µέσα µου φωνή τοῦ κοπαδιοῦ,
  • 93:40 - 93:42
    -- τὸ δαιμόνιο --- δὲ μ᾿ ἄφηνε
    νὰν τὸ νιώσω.
  • 93:43 - 93:45
    "Ἔβρισκα μάλιστα,
    πὼς καλὰ μᾶς τά λεγε ὁ γέρος,
  • 93:45 - 93:49
    γιατὶ συμφωνούσανε μὲ τὴν...
    ἀπόλυτη Λογική !
  • 93:51 - 93:55
    Σὰν ἄρχεψε νὰ μοῦ στρίβει,
    νὰ ψυχανεμίζοµαι, πὼς δὲν κρίνω σωστὰ
  • 93:55 - 93:56
    καὶ πὼς τὸ μυαλό µου κάνει νερά,
  • 93:57 - 94:00
    ὁ φύλακας ἄγγελός σας ἔσφιξε
    τὴ βρακοζώνα του κι ἄνοιξε τὰ φτερά του
  • 94:00 - 94:03
    καὶ πέταξε τρίζοντας τὰ δόντια του.
    Οὔστ !...
  • 94:04 - 94:05
    Μὰ πάλε δὲν ησύχασα !
  • 94:05 - 94:08
    Μόλις ἔφυγε, κι ἄρχεψε νὰ μὲ τρώει
    ἄλλο σαράκι.
  • 94:09 - 94:12
    Ο μετανιωμὸς γιὰ τὸ κακό, ποὺ ἔκανα
    καὶ στοὺς συγκαιρινούς μου
  • 94:12 - 94:13
    καὶ στοὺς µελλούμενους,
  • 94:13 - 94:16
    ὅσο θὰ κυβερνᾶνε τὸν κόσμο
    τ᾽ ἄδικο κ᾿ η ψεφτιά.
  • 94:16 - 94:18
    Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
  • 94:18 - 94:20
    Έπρεπε νὰ διορθώσω τὸ κακό !
  • 94:20 - 94:24
    Καὶ νὰ τί θά κανα, ἂν δὲν προλαβαίνατε
    νὰ μὲ σκοτώσετε.
  • 94:27 - 94:29
    Τὸ λαρύγγι του στέγνωσε.
  • 94:29 - 94:33
    Ζήτησ᾽ ἕνα ποτήρι νερό,
    μὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ ποτήρι καὶ νερό!
  • 94:33 - 94:35
    Κάποιος ἀστεῖος τοῦ φώχαξε :
  • 94:35 - 94:37
    «Δὲν καταπίνεις τὴν κλεψύδρα
    νὰ τελειώνουμε ;»
  • 94:38 - 94:39
    Χάχανα καὶ θόρυβος.
  • 94:39 - 94:42
    Πολλοί, ποὺ κοιµόντανε, τιναχτήκανε
    ξυνισµένοι
  • 94:42 - 94:44
    κι ἀρχίσανε νὰ γρυλλίζουν.
  • 94:44 - 94:47
    "Αλλοι σηκωθήκαν ὁρτοὶ καὶ κάνανε νόημα
    τοῦ κλητήρα νὰν τοὺς πεῖ,
  • 94:47 - 94:49
    πόσο νερὸ µνέσκει ἀκόμα µέσα στὸ λαγήνι.
  • 94:50 - 94:54
    'Ο κλητήρας ἔσκυψε πάνου κ᾿ ὕστερα
    σηκώνοντας τὸ δεξί του χέρι
  • 94:54 - 94:58
    ἔσυρε δυὸ τρεῖς φορὲς τὸ µεγάλο δάχτυλο
    πάνου στὸ δέφτερο κόµπο τοῦ δείχτη.
  • 94:59 - 95:02
    Ο Σωκράτης κατάπιε τὸ σάλιο του
    καὶ ξακολούθησε.
  • 95:04 - 95:08
    Γι ἀφτὰ ποὺ δίδαξα, θά πρεπε νὰ μὲ κάνετε
    χρυσόνε καὶ νὰ μὲ προσχυνᾶτε.
  • 95:08 - 95:12
    Γι’ ἀφτὰ ποὺ θά κανα, ἂν ἐζοῦσα,
    θά πρεπε μὲ τὸ δίκιο σας
  • 95:12 - 95:16
    ὄχι νὰ μὲ σκοτώσετε μοναχά, μὰ νὰ μὲ
    κοπανίσετε ζωντανὸ µέσα στὸ γουδί,
  • 95:16 - 95:20
    ὅπως ὁ τύράννος ὁ Νέαρχος θὰ κοπανἰσει
    τὸ Ζήνωνα τὸν Ελεάτη,
  • 95:20 - 95:23
    γιὰ νὰ μάθει νὰ διδάσκει τὴν ἀρετὴ
    ὅσο θέλει,
  • 95:23 - 95:27
    μὰ νὰ μὴ μιλάει γιὰ τὴν παλιανθρωπιὰ
    τῶν ἀρχόντων.
  • 95:27 - 95:29
    Θά πρεπε νὰ μοῦ κόψετε τὴ γλώσσα,
  • 95:29 - 95:33
    καθὼς ὁ βασιλιὰς ᾿Αντίπατρος θὰ κόψει
    τὴ γλώσσα τοῦ ᾿Υπερείδη τοῦ ρήτορα,
  • 95:33 - 95:36
    γιὰ νὰ µάθει, πὼς μπορεῖ νὰ προδίνει
    τὴν πατρίδα του,
  • 95:36 - 95:39
    μὰ δὲν κάνει νὰ βρίζει
    καὶ τὸν ξένο µισθοδότη...
  • 95:39 - 95:42
    Θά µουνα πραγματικὰ ἐπικίντυνος
    στὴ δηµόσια τάξη,
  • 95:42 - 95:44
    στὸ «συμφέρον τοῦ κρείττονος».
  • 95:44 - 95:47
    Καἱ νὰ ρίχνατε τὸ κουφάρι µου
    μακριὰ στὸν Κορινθιακὸ
  • 95:47 - 95:52
    η σὲ κανένα φαράγγι τοῦ Κιθαιρώνα
    -- «μὴ ταφήναι ἐν γη ἁττικῇ»
  • 95:52 - 95:57
    Δὲν ὑπάρχει µεγαλύτερη ἀτιμία καὶ
    προδοσία ἀπὸ τὸ νὰ λὲς τὴν ἀληθεια !...
  • 95:59 - 96:02
    Θὰ πήγαινα, ποὺ λέτε, στοὺς λαϊκοὺς
    µαχαλάδες τῆς ᾽Αθῄνας,
  • 96:02 - 96:05
    στὰ βρωμοχώρια τῆς ᾽Αττικῆς
    ἀπὸ τὶς Κάβο Κολόνες
  • 96:05 - 96:08
    ἴσαμε τὰ Κούντουρα
    κι ἀπὸ τὴν Κούλουρη ἴσαμε τὸ Καπαντρίτι.
  • 96:08 - 96:12
    Θὰ κατέβαινα στὰ σκοτεινὰ χαµόσπιτα,
    γεμάτα κοριοὺς καὶ χτίκιασµα,
  • 96:12 - 96:15
    θά µπαινα στὰ µικροµάγαζα τῆς φτωχολογιᾶς,
  • 96:15 - 96:18
    στὰ καρβουνιάρικα τοῦ λιμανιοῦ,
    γιοµάτα λέρα καὶ βόχα.
  • 96:18 - 96:21
    Καὶ θά λεγα : «Λέφτεροι πολἰτες !
  • 96:21 - 96:24
    Αφτὸς ὁ τόπος, κι ἄν ἀκόμα
    βρισκότανε στη Σκυθία,
  • 96:24 - 96:27
    ὅπου σπάνια ξεμυτίζει ὁ γήλιος
    ἀνάμεσ᾽ ἀπὸ µάβρα σύνεφα
  • 96:27 - 96:29
    καὶ πάνου σ᾿ ἅλιωτα χιόνια,
  • 96:29 - 96:33
    πάλε θά τανε ὁ καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους,
    γιατὶ τὸ θέλ᾽ η καρδιά σας.
  • 96:34 - 96:35
    Είναι η πατρίδα.
  • 96:35 - 96:39
    Δικιά σας η πατρίδα, μὰ τίποτα
    δικό σας µέσα σ᾿ ἀφτῆνε :
  • 96:39 - 96:44
    χωράφια καὶ παλάτια, καράβια χαὶ χρήμα,
    θεοὶ χ᾿ ἐξουσία, σκέψη καὶ θέληση
  • 96:44 - 96:46
    --- ὅλα ξένα !
  • 96:46 - 96:50
    Λιγοστοί σας ἔχετε τόσο µέρος,
    ὅσο νὰ τρυπώνετε ζωντανοὶ
  • 96:50 - 96:51
    καὶ νὰ θάβεστε πεθαμένοι
  • 96:51 - 96:55
    καὶ τόση λεφτεριά, ὅσο νὰ κάνετε
    τὴ φυσική σας ἀνάγκη στη ρεματιά,
  • 96:55 - 96:57
    ὅταν δὲ σᾶς βλέπει χὠροφύλακας...
  • 96:57 - 97:01
    Καὶ ὅταν βυθίζετε τὸ μάτι σας
    πέρα στὸ γαλάζιο πέλαγος,
  • 97:01 - 97:03
    ὅπου πᾶνε κ᾿ ἔρχονται καΐκια καὶ φρεγάδες
  • 97:03 - 97:06
    κουβαλώντας ἀπὸ τὸ στόµα τοῦ Νείλου
    κι ἀπ᾿ τὸν Κιμμέριο Βόσπορο
  • 97:06 - 97:10
    κι ἀπ᾿ τὶς Ἡράκλειες στῆλες
    σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι καὶ γυναῖκες,
  • 97:10 - 97:14
    περηφανέβεστε,
    πὼς εἶναι δικά σας, γιατί ναι «ἐθνικά !»
  • 97:14 - 97:17
    Καὶ κανένας δὲ συλλογᾶται,
    πὼς ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ
  • 97:17 - 97:18
    μαζέβονται σὲ λίγα χέρια.
  • 97:19 - 97:24
    Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαῖοι καὶ Κορθιανοὶ
    σᾶς σκοτώνουνε μιὰ φορὰ οἱ ξένοι·
  • 97:25 - 97:28
    μὲ τὰ χέρια τ᾽ ἀδερφικὰ σᾶς
    σφίγγουνε τὸ καρύδι τοῦ λαρυγγιοῦ
  • 97:28 - 97:31
    σ᾿ ὅλη σας τὴ ζωὴ καὶ σᾶς δολοφονοῦνε
    κάθε µέρα.
  • 97:32 - 97:34
    "Οχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
  • 97:34 - 97:37
    μὰ κι ὅλος ὁ ἑαφτός σας κ᾿ η ψυχη σας
    εἶναι δικά τους».
  • 97:39 - 97:41
    Ὕστερα θὰ πῄγαινα
    στὰ νταμάρια τῆς Πεντέλης,
  • 97:41 - 97:45
    στὶς μίνες τοῦ Δασκαλειοῦ καὶ τοῦ Λάβριου,
    στοὺς ταρσανάδες τοῦ Περαία,
  • 97:45 - 97:50
    στὶς φάμπρικες, ποὺ φκιάνουνε σκουτάρια
    καὶ λουρίκια τοῦ πολέμου -- στοὺς δούλους!
  • 97:50 - 97:55
    Θὰ κατέβαινα στ᾽ ἀμπᾶρια τῶν καραβιῶν,
    ὅπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
  • 97:55 - 97:59
    (ἄσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
    μὲ τὸ πυρωμένο σίδερο)
  • 97:59 - 98:01
    βροντᾶνε ρυθμικὰ τοὺς χαλκάδες τους
  • 98:01 - 98:03
    καὶ ξεφωνίζουν ἀπὸ τὰ χτυπήµατα
    τοῦ βούρδουλα,
  • 98:03 - 98:06
    σὰν τύχει καὶ λιγοθυµίσουν
    ἀπὸ τὴν κοὐραση.
  • 98:07 - 98:10
    Θὰ πηγαινα στὰ μεγάλα τσιφλίκια,
    σὰν τοῦ ᾽ Αλκιβιάδη στὸν Κουβαρά,
  • 98:10 - 98:14
    ὅπου ζεμένοι μὲ τὰ καματερὰ
    ὀργώνουνε τὰ κατσάβραχα καὶ τὰ πουρνάρια.
  • 98:15 - 98:19
    θὰ πήγαινα στὴν ᾿Ακρόπολη, στὴ Ῥαμνούντα,
    στὰ Κούντουρα, στὶς Κάβο Κολόγες,
  • 98:19 - 98:23
    ὅπου σηκώνουνε μὲ τὰ χέρια τους
    στὸν ἀψηλὸ οὖρανὸ
  • 98:23 - 98:26
    τοὺς µαρμαρένιους κολοσσοὺς
    τοῦ πνεµατός σας, τοὺς Παρθενῶνες.
  • 98:26 - 98:27
    Καὶ θὰν τοὺς ἔλεγα :
  • 98:28 - 98:32
    «Θρακιῶτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοὶ
    καὶ Σκύθες καὶ Ῥωμιοί !
  • 98:33 - 98:37
    Οἰκέτες, θεράποντες, ἐπιστάτες,
    παιδαγωγοί, τσογλάνια.
  • 98:37 - 98:41
    Μαντινοῦτες τοῦ γυναικωνίτη
    κι ἅγιες πόρνες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων.
  • 98:42 - 98:45
    Σκλάβοι δημόσιοι καὶ σκλάβ᾽ἰδιωτικοί.
  • 98:45 - 98:49
    'Ἡ ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
    πὼς εἴσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
  • 98:49 - 98:53
    Μὰ μήτε οἱ θεοὶ μήτε κ᾿ η φὺση διατάξανε
    τὸ σπέρµα τοῦ πατέρα σας
  • 98:53 - 98:55
    νὰ σᾶς γεννήσει τέτιους.
  • 98:55 - 98:58
    Ἡ τὐχη σᾶς ἔκανε κι η συνήθεια
    σᾶς ἀποτέλειωσε.
  • 98:58 - 99:01
    Εἴσαστε σκλάβοι ἐσεῖς,
    γιὰ νά μαστ᾽ ἐμεῖς οἱ λέφτεροι.
  • 99:01 - 99:05
    Σηχκῶστε τὸ κεφάλι καὶ κοιτάχτε
    τὸν ἀνοιξιάτικο ουρανὀ.
  • 99:05 - 99:07
    Ἔχετε ξεχάσει τὸ βάθος καὶ τὸ χρῶμα του.
  • 99:08 - 99:12
    Στὴν πατρίδα σας ὅμοια γελᾶνε τ᾽ἀκρογιάλια
    κι ἀστροβολᾶνε κάµποι καὶ γήλιος.
  • 99:13 - 99:15
    Κάποτες εἴσαστε καὶ σεῖς λέφτεροι
    κι ἄδικοι,
  • 99:15 - 99:18
    γιὰ νὰ γίνετ ἐδῶ σκλάβοι χι ἀδικημένοι
  • 99:18 - 99:20
    --- σεῖς, οἱ προγόνοι σας, ἀδιάφορο !
  • 99:20 - 99:23
    Εϊσαστε τὸ µεγάλο ψυχομέτρι.
  • 99:23 - 99:27
    Νιῶστε τὴ δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθεῖτε
    μὲ τοὺς ἀδικημένους λέφτερους.
  • 99:27 - 99:32
    Νὰ σηκώσετε μοναχὰ τὰ σφυριά, τὰ δρεπάνια,
    τὰ πελέκια, τὰ κρικέλια σας
  • 99:32 - 99:36
    καὶ θὰ γίνει κουρνιαχτὸς ὁλάκερ'
    η δημοκρατία τῶν “ἀρίστων”
  • 99:36 - 99:40
    Νὰ τοὺς πάρετε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ νὰ τοὺς
    βάνετε νὰ δουλέβουνε, γιὰ νὰ τρῶνε».
  • 99:41 - 99:43
    -- «Καὶ νὰ καθόμαστ᾽ ἐμεῖς»,
  • 99:43 - 99:47
    θ᾽ἀπαντούσανε μερικοὶ µαθηµένοι
    νὰ σέρνονται σὰ ραγιάδες στὴν κοιλιὰ
  • 99:47 - 99:50
    μπροστά στοὺς δυνατοὺς καὶ νὰ
    ξεκοιλιάζουνε τοὺς ἀδύνατους.
  • 99:51 - 99:53
    -- «Όχι», θὰ φώναζα ἐγώ.
  • 99:53 - 99:55
    «Θὰ δουλέβουνε κ᾿ ἀφτοὶ καὶ σεῖς.
  • 99:55 - 99:58
    Κοινή δουλειά, κοινὰ τ᾽ ἀγαθὰ
    κι ἡ λεφτεριά...»
  • 99:59 - 100:03
    -- «Αμ τότες ἂς λείπει τέτια λεφτεριά.
    Δὲ μᾶς κάνει...»
  • 100:03 - 100:06
    -- «Μην πειράζεστε !
    Σὰν ἔρτει κείν᾽ ἡ ὥρα,
  • 100:06 - 100:10
    θὰ μπεῖτε σὲ δρόµο νὰ γίνετε ἀνθρῶποι·
    νὰ λυτρώσετε, θέλοντας καὶ µη,
  • 100:10 - 100:12
    τὸ σῶμα σας, τὴν ψυχή σας
    καὶ τὸ πνέµα σας».
  • 100:13 - 100:15
    -- «Ποιοί, µωρέ, θὰ μᾶς
    βάλουνε σὲ δρόµο ;»
  • 100:15 - 100:17
    πάλε θὰ ξεφωνούσανε.
  • 100:18 - 100:20
    -- «Οἱ Σκύθες !».
  • 100:23 - 100:25
    Μιὰ βροντερὴ φωνὴ πετάχτηκε ξαφνικὰ
    σὰ ρουκέτα :
  • 100:26 - 100:29
    «Τέλειωσε τὸ νερό !» Εἴταν ὁ κλητήρας.
  • 100:30 - 100:34
    Οἳ δικαστάδες τιναχτήκαν ἀπάνου μ᾿ὁρμὴ
    ξεφωνίζοντας καὶ βλαστηµώντας
  • 100:34 - 100:37
    καὶ τρέξαν ὅλοι πατεῖς µε πατῶ σε
    κατὰ τὴν πόρτα.
  • 100:38 - 100:41
    Δὲν εἴτανε πυρκαϊά. Δὲν εἴτανε σεισμός.
  • 100:41 - 100:44
    Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
    ἀναμεταξύ τους
  • 100:44 - 100:47
    ποιὸς θὰ πάει πρῶτος στὸ ταμεῖο
    νὰ πάρει τὸ µιστό του !
  • 100:48 - 100:52
    ᾿ Ακόμα κ’ οἱ κλητῆρες ὁρμήσανε
    κατὰ τὴν πόρτα γιὰ τὴν ἴδια δουλειὰ
  • 100:52 - 100:56
    κι ἀφήσανε τὸ Σωκράτη µοναχό του
    πάνου στὸ βῆμα νὰ πικρογελᾶ.
  • 100:57 - 101:01
    Καὶ κεῖνος, μὲ τὴν παντοτινή του γαλήνη
    στὴν ψυχἠ καὶ στὸ πρόσωπο,
  • 101:01 - 101:05
    κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ βῆμα
    παρακάλεσε τὸν Πλάτωνα,
  • 101:05 - 101:08
    ποὺ στεκότανε σαστισµένος ἐκεῖ κοντά,
    νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή :
  • 101:11 - 101:16
    «Δὲν ξέρω, καημένε, µήτε ποῦ βρίσκεται
    µήτε κι ἀπὸ ποιὸ δρόµο πᾶνε !»
  • 101:16 - 101:30
    (μουσική)
Title:
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Description:

more » « less
Video Language:
Greek
Team:
Captions Requested
Duration:
01:41:31

Greek subtitles

Revisions Compare revisions