Return to Video

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

  • 0:15 - 0:35
    Κώστας Βάρναλης
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
  • 0:39 - 0:42
    Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
  • 0:42 - 0:44
    Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
  • 0:44 - 0:47
    (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή
    και τα γυναικίστικα κουνήµατα,
  • 0:47 - 0:48
    νεβρικὸς σαν ἀηδόνι
  • 0:48 - 0:51
    ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ
    ρουθούνια γιοµάτα τρίχες·
  • 0:51 - 0:54
    ο Λύκων με τα στενά κροτάφια
    και τη θολή ματιά),
  • 0:54 - 0:59
    οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
    σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
  • 0:59 - 1:03
    μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε
    τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού.
  • 1:03 - 1:07
    Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και
    κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
  • 1:07 - 1:09
    ρουχαλίζανε ρυθμικά.
  • 1:09 - 1:12
    Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
    οὐρανό
  • 1:12 - 1:16
    και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του
    γόνα, που τόνε σουγλοῦσε.
  • 1:16 - 1:21
    Μ᾽ όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη
    τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά
  • 1:21 - 1:25
    και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε
    ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά,
  • 1:25 - 1:29
    που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα
    και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας,
  • 1:29 - 1:33
    του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
    που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
  • 1:37 - 1:41
    Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι,
    γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή,
  • 1:41 - 1:44
    λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια,
    τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους
  • 1:44 - 1:48
    µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και
    τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια.
  • 1:50 - 1:54
    Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε
    τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη
  • 1:54 - 1:58
    περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
    θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
  • 1:59 - 2:02
    Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
    ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
  • 2:03 - 2:06
    Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον
    έσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού,
  • 2:06 - 2:08
    µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
  • 2:09 - 2:15
    Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
    µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
  • 2:16 - 2:21
    Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
    σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
  • 2:21 - 2:25
    Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
    θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα.
  • 2:25 - 2:30
    Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του
    τα γένια, µισοσηκώθηκε μια στιγμή
  • 2:30 - 2:33
    και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
    τα δυο τσουκάλια
  • 2:33 - 2:37
    (το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
    σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
  • 2:37 - 2:41
    λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε
    κι ἀφτά, μουρμούρισε:
  • 2:42 - 2:46
    «Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
    ν᾿ἀπολογηθείτε.
  • 2:46 - 2:50
    Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
    να τρίβει το ζερβί του γόνα.
  • 2:52 - 2:55
    Οι δικαστάδες θυμώσανε
    με τ᾽ άπρεπο φέρσιμο
  • 2:55 - 2:58
    και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
    συναμεταξύ τους.
  • 2:58 - 3:02
    Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
    ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
  • 3:02 - 3:05
    το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος
    μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
  • 3:05 - 3:07
    Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο
  • 3:07 - 3:11
    μπροστά στο Νόμο
    τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη.
  • 3:11 - 3:13
    Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι.
  • 3:14 - 3:17
    Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού
    καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
  • 3:17 - 3:22
    το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
    ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
  • 3:23 - 3:25
    Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί
    κι ἀφτὸ δεν κλαίει,
  • 3:25 - 3:30
    πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο,
    έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
  • 3:30 - 3:32
    και για να τον κάνουνε να νιώσει
    τη δύναμη τους,
  • 3:32 - 3:36
    τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
    φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
  • 3:36 - 3:39
    που τον κατηγόρησαν
    οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής.
  • 3:40 - 3:43
    Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους,
    έκανε: χμ.
  • 3:44 - 3:47
    Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
    (σύµφωνα με το Νόμο),
  • 3:47 - 3:52
    ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
    κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε
  • 3:52 - 3:53
    και δεν απάντησε τίποτα.
  • 3:54 - 3:58
    Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
    ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
  • 3:59 - 4:04
    Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
    πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
  • 4:04 - 4:09
    κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες
    και συφερτικές για μένα και για σας.
  • 4:09 - 4:11
    Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη».
  • 4:12 - 4:16
    «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
  • 4:16 - 4:18
    «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα
  • 4:18 - 4:22
    να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
    στο Τεμπελχανιὀ.
  • 4:22 - 4:26
    Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
    κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
  • 4:26 - 4:28
    Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
  • 4:28 - 4:31
    (χωρίς να με βλέπετε
    και χωρίς να σας βλέπω)
  • 4:31 - 4:34
    ζεστές κι αφράτες εκείνες
    τις ωραίες µελόπιτες,
  • 4:34 - 4:38
    που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
    στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
  • 4:38 - 4:39
    τον γιό της Παρθένας.
  • 4:40 - 4:44
    Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα
    και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
  • 4:44 - 4:47
    παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
  • 4:49 - 4:54
    Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που
    με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία,
  • 4:54 - 4:55
    γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
  • 4:55 - 4:58
    σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
    του Σωκράτη.
  • 4:58 - 5:02
    Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
    Και κείνος σε λίγο:
  • 5:02 - 5:05
    «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
    καθώς φαίνεται, κρίση,
  • 5:05 - 5:08
    εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
    ὁλωνώνε σας».
  • 5:09 - 5:13
    Πωπώ! τι γένηκε τότες!
    Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
  • 5:13 - 5:16
    Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
    άλλοι αρπάξανε πέτρα
  • 5:16 - 5:20
    κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
    με τα δέκα νύχια μπροστά
  • 5:20 - 5:22
    για να τον ξεσκίσουνε
    κι όλοι φωνάζανε µαζί,
  • 5:22 - 5:24
    ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
  • 5:24 - 5:29
    Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
    τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
  • 5:29 - 5:32
    Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
    νοικοκυρέοι ανθρώποι
  • 5:32 - 5:35
    και χασοµερίσαν όλη µέρα
    για να διαφεντέψουνε την πατρίδα;
  • 5:36 - 5:40
    Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
    μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
  • 5:40 - 5:42
    Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
  • 5:42 - 5:46
    το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
    µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
  • 5:47 - 5:52
    Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος
    κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
  • 5:53 - 5:57
    Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
    δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του,
  • 5:57 - 6:00
    τόνε καταδικάσαν αφτοί,
    με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
  • 6:00 - 6:03
    (πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
    να πιει το φαρμάκι.
  • 6:04 - 6:08
    Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
    από κέφι και δύναμη.
  • 6:08 - 6:12
    Απλός και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
    οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
  • 6:12 - 6:15
    στους καβγάδες και στον πόλεμο,
    στάθηκε στέρεα στο βήμα
  • 6:15 - 6:19
    και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
    τους είπε σιγά σιγά τούτα,
  • 6:19 - 6:21
    που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
  • 6:23 - 6:27
    Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
    φίλοι και µαθητάδες,
  • 6:27 - 6:31
    όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
    µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
  • 6:31 - 6:34
    πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
    ο Νόμος είτανε δίκαιος
  • 6:34 - 6:38
    κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
    Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
  • 6:39 - 6:43
    και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
    που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
  • 7:18 - 7:31
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
  • 7:31 - 7:34
    ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
  • 7:36 - 7:38
    Έξι σωστές ωρούλες
    και δεν άκουσα τίποτα!
  • 7:39 - 7:41
    Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
  • 7:42 - 7:44
    Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
  • 7:44 - 7:47
    δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
    τ’ αυτιά του με κερί
  • 7:47 - 7:49
    και να δεθεί στο κατάρτι
    για να μην ακούσει
  • 7:49 - 7:50
    το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
  • 7:51 - 7:55
    Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
    ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
  • 7:55 - 7:58
    μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
    σ’ όλη του τη ζωή.
  • 7:59 - 8:04
    Μα και να ’χα δέκ’ αφτιά κι όλα γερά,
    πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
  • 8:04 - 8:07
    Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
    και φανταχτερό σας πλήθος.
  • 8:08 - 8:10
    Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
  • 8:10 - 8:13
    και με δικάζανε πεθαμένον
    πεντακόσοι Πλούτωνες.
  • 8:14 - 8:16
    Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
  • 8:16 - 8:19
    Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
  • 8:20 - 8:24
    Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
    το πατριωτικό μου φιλότιμο.
  • 8:25 - 8:27
    Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
  • 8:27 - 8:30
    Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
    τούτ’ η Τριάδα
  • 8:30 - 8:32
    (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
  • 8:32 - 8:36
    εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
    κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
  • 8:36 - 8:40
    Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
    γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
  • 8:40 - 8:45
    Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
    σε μια χώρα ξωτική,
  • 8:45 - 8:48
    που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
    τηνε ζύγωσε ποτές,
  • 8:48 - 8:50
    γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
  • 8:50 - 8:54
    Εκείθες ματαγύριζε πάντα
    γιομάτο βουητά και θάμπη
  • 8:54 - 8:55
    και πόνους αβάσταγους.
  • 8:56 - 8:59
    Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
  • 8:59 - 9:03
    Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
    παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
  • 9:03 - 9:07
    που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
    Στραβώνεται για πάντα!
  • 9:08 - 9:12
    Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
    φέρνεται σαν τα μουλάρια
  • 9:12 - 9:14
    που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
    σ’ ολόρθο γκρεμόν
  • 9:14 - 9:16
    ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
  • 9:17 - 9:20
    Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
  • 9:20 - 9:23
    και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
    πέρ’ από τη μύτη μου.
  • 9:23 - 9:26
    Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
    να κοιτάζω τη μύτη μου!
  • 9:26 - 9:32
    Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
    της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
  • 9:32 - 9:37
    Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
    χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
  • 9:37 - 9:41
    Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
    περασμένα, μελλούμενα,
  • 9:42 - 9:45
    και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
    ω άντρες Αθηναίοι!
  • 9:45 - 9:48
    Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
  • 9:48 - 9:51
    εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
    και να την καταλάβει.
  • 9:52 - 9:55
    Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
    πως υπάρχει,
  • 9:55 - 9:58
    κι ας με πειράζαν όλοι
    πως ήτανε πλατσουκωτή
  • 9:58 - 10:00
    σαν της μαϊμούς και του τράγου.
  • 10:00 - 10:04
    Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
    γιατί όλες αυτές τις ώρες
  • 10:04 - 10:07
    μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
  • 10:08 - 10:12
    Βέβαια τα παραλέω.
    Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
  • 10:12 - 10:16
    Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
    καμιά βρισιά των κατηγόρων
  • 10:16 - 10:18
    ή καμιά βλαστήμια δική σας.
  • 10:18 - 10:22
    Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
    απάντησες που μου ερχόντανε.
  • 10:22 - 10:25
    Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
    κείνη τη στιγμή·
  • 10:25 - 10:28
    ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
  • 10:28 - 10:32
    Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
    μια και καλή στο τέλος,
  • 10:32 - 10:36
    καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
    κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
  • 10:36 - 10:40
    σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
    να βγει στην αυλή προς νερού του.
  • 10:40 - 10:44
    Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
    ξέχασα τί θα σας έλεγα
  • 10:44 - 10:46
    και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
  • 10:48 - 10:51
    Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
    η θανατική σας απόφαση.
  • 10:52 - 10:55
    Την ήξερ’ από τα πριν,
    γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
  • 10:55 - 10:56
    στον ξεπεσμό του καιρού μας.
  • 10:57 - 11:00
    Μα και να μην την ήξερα,
    δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
  • 11:01 - 11:05
    Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
    σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
  • 11:05 - 11:08
    Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
    να βάλετε κοτζάμ τελάλη
  • 11:08 - 11:10
    να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
  • 11:10 - 11:13
    Μα και να μη νυστάζατε,
    πάλε θα με θανατώνατε.
  • 11:14 - 11:15
    Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
  • 11:15 - 11:19
    Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
    σπουδαία προσώπατα!
  • 11:19 - 11:24
    Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
    ήλιοι της Δημοκρατίας!…
  • 11:25 - 11:28
    Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
  • 11:29 - 11:32
    Κουρελής, κακοσούσουμος,
    γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
  • 11:32 - 11:37
    σωστός κοπρίτης
    κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
  • 11:37 - 11:40
    Πού να κρυφτώ!
    Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
  • 11:40 - 11:42
    Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
  • 11:42 - 11:45
    θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
    τον εαυτό μου
  • 11:45 - 11:47
    και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
  • 11:47 - 11:51
    και θα τα θεωρούσα και τα δυο
    μεγάλη μου τιμή.
  • 11:52 - 11:56
    Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
    την όψη τους και το ντύσιμό τους
  • 11:56 - 11:57
    σ’ ομορφιά και πλούτο!
  • 11:58 - 12:01
    Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
    το θάνατο μου;
  • 12:01 - 12:03
    Για το καλό της πολιτείας!
  • 12:03 - 12:06
    Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
    κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
  • 12:07 - 12:08
    Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
  • 12:08 - 12:11
    θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
    στη δημοπρασία·
  • 12:11 - 12:15
    μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
    για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
  • 12:15 - 12:20
    (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
    να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
  • 12:20 - 12:23
    για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
    από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
  • 12:24 - 12:27
    Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
    με το δικό μου πέσιμο
  • 12:27 - 12:31
    να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
    την Αρετή, που τρεκλίζει.
  • 12:31 - 12:35
    Του λαού μπροστάρηδες,
    αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
  • 12:35 - 12:38
    θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
    κι εγώ κατήγορος.
  • 12:38 - 12:42
    Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
    στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
  • 12:42 - 12:44
    Ο γενναίος στρατηγός!
  • 12:45 - 12:48
    Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
    να σώσει το Νιόκαστρο
  • 12:48 - 12:52
    κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
    (ενάντιος άνεμος),
  • 12:52 - 12:55
    ώσπου να πέσει το κάστρο
    και να γλιτώσει το πετσί του.
  • 12:56 - 12:59
    Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
    λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
  • 12:59 - 13:01
    κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
  • 13:01 - 13:06
    Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
    έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
  • 13:06 - 13:09
    Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
    για τα χρήματα,
  • 13:09 - 13:11
    δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
  • 13:12 - 13:16
    Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
    τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
  • 13:16 - 13:19
    και σ’ αυτόνε
    και στα συνήθεια της δημοκρατίας
  • 13:19 - 13:22
    και στον ενάντιον άνεμο,
    που του στάθηκε τόσο βολικός.
  • 13:23 - 13:28
    Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
    ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
  • 13:28 - 13:31
    ναν του γράψει την κατηγορία,
    που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
  • 13:32 - 13:35
    Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
    ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
  • 13:35 - 13:39
    (τουλάχιστο ξυπνότερη)
    και με τα μισά λεφτά;
  • 13:39 - 13:42
    Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
    για υπεράσπισή μου
  • 13:42 - 13:45
    κατάφερα να σας λυσσάξω
    και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
  • 13:45 - 13:49
    θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
    κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
  • 13:49 - 13:50
    όπως θαν το κάνω τώρα.
  • 13:51 - 13:54
    Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
    για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
  • 13:54 - 13:56
    την καλύτερη μάρκα,
  • 13:56 - 13:58
    και να φτιάξω και το κιβούρι μου
    από καρυδόξυλο,
  • 13:58 - 14:02
    έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
    που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
  • 14:04 - 14:06
    Αμ’ ο Λύκων ο ρήτορας;
  • 14:06 - 14:09
    Είδατε ποτέ σας ρήτορα
    που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
  • 14:10 - 14:12
    Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
  • 14:12 - 14:14
    και του μπιστεφτήκατε
    να φυλάξει τον Έπαχτο.
  • 14:15 - 14:17
    Μα τούτος, ξέροντας
    τί θα πει πατριωτισμός,
  • 14:17 - 14:20
    πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
    «ἀντί ἀργυρίου».
  • 14:21 - 14:22
    Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
  • 14:22 - 14:25
    πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
    ενάντια στη Μοίρα,
  • 14:25 - 14:28
    που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
    αντίς να πει:
  • 14:28 - 14:31
    ενάντια στο χρήμα,
    που κυβερνάει και τη Μοίρα!
  • 14:31 - 14:36
    Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
    κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
  • 14:36 - 14:39
    την τιμή και την περιουσία του λαού,
    δηλαδή τη δικιά του
  • 14:39 - 14:44
    και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
    τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
  • 14:46 - 14:50
    Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
    με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
  • 14:50 - 14:52
    είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
  • 14:52 - 14:58
    «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
    Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
  • 14:58 - 15:00
    Τίμημα θάνατος!».
  • 15:00 - 15:06
    Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
    και διάσημος «τέτοιος».
  • 15:06 - 15:08
    Όμως αληθινό παλικάρι.
  • 15:08 - 15:12
    Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
    να υπογράψει αυτός την κατηγορία
  • 15:12 - 15:16
    και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
    σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
  • 15:16 - 15:20
    να καταδικαστεί σε «ατιμία»
    — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
  • 15:21 - 15:24
    Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
    τίποτα για την πατρίδα.
  • 15:24 - 15:28
    Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
    μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
  • 15:28 - 15:32
    μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
    στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
  • 15:32 - 15:35
    Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
    κανέν’ αξίωμα,
  • 15:35 - 15:38
    πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
    των άλλων αρχόντων
  • 15:38 - 15:40
    και με τα γούστα του λαού,
  • 15:40 - 15:43
    πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
    πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
  • 15:44 - 15:47
    Και πριν να δοξαστείτε σεις
    θανατώνοντάς με,
  • 15:47 - 15:50
    παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
    το ίδιο αστείο,
  • 15:50 - 15:54
    δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
    και μια με τους τριάντα τυράννους.
  • 15:55 - 15:58
    Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
    τα μπόγια των κατηγόρων
  • 15:58 - 16:00
    και τόσο μικρούλι το δικό μου,
  • 16:00 - 16:04
    θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
    για νά καταδικαστώ.
  • 16:04 - 16:09
    Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
    — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
  • 16:09 - 16:10
    «Διὸς κριταί!».
  • 16:10 - 16:12
    Μοναχά ψυχή και μυαλό.
  • 16:12 - 16:15
    Χωρίς φαντασία και χωρίς
    μάταια ψιλολογήματα.
  • 16:15 - 16:17
    Μια κι όξω!
  • 16:17 - 16:21
    Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
    με την ίδια ευκολία που βγάζετε
  • 16:21 - 16:24
    τη μύξα σας με τα δάχτυλα
    και την κολλάτε κει που κάθεστε.
  • 16:26 - 16:28
    Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
  • 16:28 - 16:31
    πρόεδρος του συλλόγου
    για την προστασία της Ηθικής,
  • 16:31 - 16:34
    που δεν αφήνει δυο σκυλιά
    ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
  • 16:34 - 16:37
    μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
    στους αγαπητικούς του
  • 16:37 - 16:38
    — κι αυτός βλέπει!
  • 16:39 - 16:43
    Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
    καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
  • 16:43 - 16:47
    κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
    που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
  • 16:47 - 16:52
    μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
    του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
  • 16:53 - 16:56
    Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
    και καραβοκυραίοι του Περαία,
  • 16:56 - 17:00
    τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
    (όνομα και πράγμα!),
  • 17:00 - 17:03
    που τα καταφέρνουνε και γίνονται
    κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
  • 17:03 - 17:06
    για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
    των γεννημάτων,
  • 17:06 - 17:10
    των αλευριών και του ψωμιού
    και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
  • 17:10 - 17:11
    μπας κι είναι ξύκικα!
  • 17:12 - 17:15
    Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
    από την Κηφισιά,
  • 17:15 - 17:19
    που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
    βωμούς στον Έλεο και,
  • 17:19 - 17:23
    τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
    και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
  • 17:23 - 17:27
    και ξύνεται κει που του ταίριαζε
    να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
  • 17:28 - 17:32
    Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
    μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
  • 17:32 - 17:33
    λουσμένος στ’ αρώματα
  • 17:33 - 17:37
    μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
    του πορνικού φόρου,
  • 17:37 - 17:40
    που του τονε πλερώνουνε
    κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
  • 17:40 - 17:42
    Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
  • 17:42 - 17:45
    που πέταξε στο δρόμο
    τα παιδιά τ’ αδερφού του
  • 17:45 - 17:47
    κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
    τονε φτωχύνανε.
  • 17:48 - 17:52
    Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
    που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
  • 17:52 - 17:56
    για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
    και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
  • 17:56 - 17:59
    τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
    και θα καλογερέψει,
  • 17:59 - 18:00
    για να σώσει την ψυχή του !
  • 18:01 - 18:04
    Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
  • 18:04 - 18:06
    που για να προφταίνει
    στις πολλές δουλειές του,
  • 18:06 - 18:11
    άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
    των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
  • 18:12 - 18:18
    Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
    με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
  • 18:19 - 18:22
    Τι «κάτου» και «ξεκάτου»!
    Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
  • 18:22 - 18:25
    Έχετε καιρό να θυμώσετε,
    γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
  • 18:25 - 18:28
    Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
    καθενού σας χωριστά
  • 18:28 - 18:30
    τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
  • 18:30 - 18:33
    Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
    από τις δυο πρώτες σειρές.
  • 18:34 - 18:36
    Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
    με τ’ όνομα…
  • 18:36 - 18:41
    Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
    από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
  • 18:41 - 18:43
    η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
  • 18:43 - 18:45
    Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
  • 18:46 - 18:50
    Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
    και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
  • 18:50 - 18:53
    για να σας τις ιστορήσουνε
    και ναν τις πιστέψετε!..·
  • 18:53 - 18:57
    Και το κάτου της γραφής,
    τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
  • 18:57 - 19:01
    Είσαστε σεις ο Νόμος, —
    ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
  • 19:01 - 19:03
    Ένας σας να ’τανε καθαρός,
  • 19:03 - 19:06
    ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
    θρύψαλα και κουρνιαχτός.
  • 19:09 - 19:12
    Μη μου πείτε: «Νά τος!
    Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
  • 19:12 - 19:15
    πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
    κι η ψυχή το σώμα·
  • 19:15 - 19:18
    πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
    μα μονάχα των φιλοσόφων
  • 19:18 - 19:21
    (δηλαδή τη δική του·
    όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
  • 19:21 - 19:25
    Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
    τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
  • 19:25 - 19:26
    παρακαλεί και βρίζει».
  • 19:27 - 19:29
    Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
  • 19:30 - 19:34
    Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
    μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
  • 19:35 - 19:38
    Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
    με την μπαμπεσιά των νόμων,
  • 19:38 - 19:40
    όπως δε θα μ’ ένοιαζε
    να σας άδειαζα τη γωνιά
  • 19:40 - 19:43
    μετά λίγους μήνες ή χρόνια
    με το θέλημα της Φύσης.
  • 19:44 - 19:45
    Σας χρωστάω και χάρη…
  • 19:46 - 19:50
    Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
    το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
  • 19:50 - 19:53
    κάνω γούστο να κοροϊδεύω
    και σας και τον εαυτό μου.
  • 19:53 - 19:57
    Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
  • 19:58 - 20:00
    Και σα συλλογιέμαι πως
    σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
  • 20:00 - 20:04
    μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
    μήτε και να φύγετε αποδώ,
  • 20:04 - 20:08
    γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
    χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
  • 20:09 - 20:12
    Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
    να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
  • 20:12 - 20:15
    όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
  • 20:15 - 20:20
    Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
    φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
  • 20:20 - 20:25
    Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
    σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
  • 20:25 - 20:29
    Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
    το γυάλωμα των ματιών
  • 20:29 - 20:30
    και τ’ άφρισμα του στομάτου·
  • 20:30 - 20:34
    το κρουστάλλιασμα των ποδιών
    ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
  • 20:34 - 20:37
    και μπήγει τα νύχια του πρώτα
    στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
  • 20:38 - 20:39
    Κι αυτό ήταν όλο!…
  • 20:41 - 20:44
    Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • 20:44 - 20:46
    Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
  • 20:46 - 20:48
    Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
  • 20:48 - 20:52
    μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
    όλα τα καλά του Θεού:
  • 20:53 - 20:57
    τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
    παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
  • 20:57 - 21:00
    χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
    και σκόρδο,
  • 21:00 - 21:05
    καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
    κι άνεμος μουσικός!
  • 21:06 - 21:08
    Είσαστε αθάνατοι!
  • 21:08 - 21:10
    Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
  • 21:10 - 21:13
    αν η Μοίρα σάς γεννούσε
    με μιαν αλογήσιαν ούρα
  • 21:13 - 21:16
    που να σαλεύει μοναχή της
    ζερβά δεξιά σα βεντάγια
  • 21:16 - 21:19
    και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
    την ώρα που κοιμάστε
  • 21:19 - 21:23
    και την ώρα που δικάζετε,
    — σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
  • 21:36 - 21:46
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
  • 21:46 - 21:49
    Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
    απάνου στο σανιδοκρέβατο
  • 21:49 - 21:52
    με την κωμικήν επισημότητα
    πόχουν τα λείψανα,
  • 21:52 - 21:56
    και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
    τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
  • 21:56 - 21:59
    τη δική σας αγαθοσύνη
    και την παρθενιά των νόμων,
  • 21:59 - 22:01
    γέλασα με την καρδιά μου.
  • 22:01 - 22:05
    Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
    φέβγουν από τους πεθαμένους
  • 22:05 - 22:06
    και πάνε στους ζωντανούς.
  • 22:06 - 22:10
    Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
    από πάνω ως κάτου να βρομάτε
  • 22:10 - 22:12
    σαν ψοφίμια δέκα μερών
  • 22:12 - 22:17
    (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
    άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
  • 22:17 - 22:21
    κι ωστόσο να χετε την όρεξη
    να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
  • 22:21 - 22:23
    πήγε ο νους μου στα ζώα :
  • 22:23 - 22:27
    όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
    τον εαφτό τους αθάνατο˙
  • 22:27 - 22:29
    κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
    να μην ελπίζουνε,
  • 22:29 - 22:32
    πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
    σε καλύτερη ζωή.
  • 22:34 - 22:37
    Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
  • 22:37 - 22:40
    να στέκεσαι πάνω στο βήμα
    "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
  • 22:40 - 22:44
    ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
    τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
  • 22:44 - 22:49
    για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
    οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
  • 22:49 - 22:53
    τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
    πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
  • 22:53 - 22:55
    ξέρεις τι θα γινότανε ;
  • 22:55 - 23:00
    Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
    να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
  • 23:00 - 23:03
    θα κουνούσανε λυπητερά
    το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
  • 23:03 - 23:08
    "Καλός είταν ο κακομοίρης!...
    Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
  • 23:08 - 23:12
    Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
    λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
  • 23:12 - 23:15
    στένεψε και μάκρυνε
    η πλατσουκωτή του μύτη...
  • 23:15 - 23:16
    Έγινε μια χαρά!...
  • 23:17 - 23:18
    Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
  • 23:18 - 23:22
    σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
    και τους κάλπηδες!...
  • 23:22 - 23:24
    Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
  • 23:24 - 23:27
    Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
    Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
  • 23:28 - 23:30
    Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
  • 23:30 - 23:34
    όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
    τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
  • 23:34 - 23:35
    μα κατεργάρης δεν είναι˙
  • 23:35 - 23:38
    κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
    και με τα λόγια του
  • 23:38 - 23:41
    αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
    κ' η ψυχή του...
  • 23:41 - 23:45
    Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
    την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
  • 23:45 - 23:48
    Χρειάζονται παραδείγματα
    για τα παιδιά μας".
  • 23:49 - 23:52
    Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
    να χω πεθάνει μοναχός μου,
  • 23:52 - 23:55
    με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
  • 23:55 - 23:57
    Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
  • 23:57 - 24:00
    όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
    ν' αγαπάνε την αρετή,
  • 24:00 - 24:03
    μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
  • 24:03 - 24:05
    Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
  • 24:06 - 24:08
    για να πλερώσει τα κακουργήματα
    της χτεσινής τυραννίας
  • 24:08 - 24:11
    και να φράξει το δρόμο
    του ξαναγυρισμού της.
  • 24:11 - 24:14
    Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
  • 24:14 - 24:17
    το δάσκαλο του Κριτία
    και του Θηραμένη του κόθορνου,
  • 24:17 - 24:21
    τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
    που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
  • 24:22 - 24:24
    Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
  • 24:24 - 24:27
    δε βαραίνει βέβαια
    μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
  • 24:27 - 24:30
    όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
    των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
  • 24:30 - 24:33
    όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
  • 24:34 - 24:38
    Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
    στο να τάσι της παλάντζας,
  • 24:38 - 24:41
    πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
  • 24:42 - 24:45
    Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
    και φίλοι κι αρνητάδες μου,
  • 24:45 - 24:48
    και ντόπιοι και ξένοι,
    και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
  • 24:48 - 24:51
    που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
    γύρα στο θάνατό μου.
  • 24:51 - 24:55
    Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
    "αηδόνα Μουσών",
  • 24:55 - 25:00
    "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
    "κορώνα της Ελλάδος".
  • 25:01 - 25:05
    Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
    το "Σωκρατείον",
  • 25:05 - 25:08
    και θα μου κάνουνε θυσίες
    κάθε χρόνο, την άνοιξη...
  • 25:08 - 25:10
    Θα με προσκυνάνε για θεό
  • 25:10 - 25:14
    (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
    μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
  • 25:14 - 25:16
    και για ποιό λόγο;)
  • 25:16 - 25:19
    Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
    δίπλα στο δικό μου
  • 25:19 - 25:20
    και ν' ακούγονται μαζί μου˙
  • 25:20 - 25:24
    κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
    πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
  • 25:24 - 25:26
    θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
  • 25:27 - 25:28
    Μπόσικα πράματα.
  • 25:28 - 25:32
    Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
    την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
  • 25:32 - 25:35
    θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
  • 25:35 - 25:38
    Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
  • 25:38 - 25:41
    Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
    γιατί παρέβηκα το Νόμο,
  • 25:41 - 25:45
    μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
    απάνου του και να περάσω!...
  • 25:46 - 25:52
    "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
    άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
  • 25:53 - 25:55
    Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
  • 25:56 - 26:01
    Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
    ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
  • 26:02 - 26:03
    τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
  • 26:04 - 26:07
    Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
    και κάνουνε πλήθος,
  • 26:07 - 26:10
    τόσο λιγότερ' η κρίση τους
    και πιότερ' η κάκητα.
  • 26:11 - 26:13
    Κι αν είσαστε κολλημένοι
    πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
  • 26:13 - 26:18
    (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
    μισό Μπερτόλδο˙
  • 26:18 - 26:20
    όχι τώρα, που σαστε
    πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
  • 26:21 - 26:23
    Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
  • 26:23 - 26:27
    - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
    στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
  • 26:28 - 26:32
    Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
    και χυμάει λυσσασμένα,
  • 26:32 - 26:36
    μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
    απ' τα συνήθεια του,
  • 26:36 - 26:37
    να του λύσει την αλυσίδα.
  • 26:38 - 26:41
    Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
    πως χαλάω τη Θρησκεία,
  • 26:41 - 26:46
    τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
    πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
  • 26:46 - 26:49
    κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
    τα σαγόνια σας,
  • 26:49 - 26:51
    για να με λιώσετε κει μέσα...
  • 26:52 - 26:56
    Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
    σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
  • 26:57 - 26:59
    δε θα παραξενεβόσαστε,
    γιατί θα πιστέβατε,
  • 26:59 - 27:02
    πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
    και τρώω τις φλόγες.
  • 27:03 - 27:07
    Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
    μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
  • 27:07 - 27:09
    θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
    χρωστάτε τη ζωή σας.
  • 27:10 - 27:12
    Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
  • 27:12 - 27:17
    Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
    χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
  • 27:17 - 27:21
    Δεν ξέρω τίποτα!...
    Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
  • 27:22 - 27:24
    Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
  • 27:24 - 27:27
    ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
  • 27:28 - 27:31
    Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
    και να πιστέβουνε πραγματικά,
  • 27:31 - 27:36
    πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
    Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
  • 27:36 - 27:41
    Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
    ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
  • 27:41 - 27:43
    Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
  • 27:43 - 27:47
    Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
    τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
  • 27:48 - 27:50
    κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
  • 27:51 - 27:55
    Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
    με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
  • 27:55 - 27:58
    πως είναι σωστότερο να τρώει
    παρά να νηστέβει;
  • 27:58 - 28:02
    Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
    μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
  • 28:02 - 28:04
    Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
  • 28:04 - 28:06
    θελήσατε να σταματήσετε
    τους κακούς ανέμους.
  • 28:07 - 28:12
    Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
    τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
  • 28:12 - 28:15
    Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
  • 28:15 - 28:17
    τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
    τις άντζες...
  • 28:17 - 28:20
    Όμως για να με ξεκάνετε,
    μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
  • 28:20 - 28:24
    πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
    ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
  • 28:24 - 28:28
    Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
    μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
  • 28:28 - 28:31
    πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
  • 28:32 - 28:36
    Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
    μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
  • 28:36 - 28:40
    και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
    δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
  • 28:41 - 28:44
    Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
    τους κάνετε πολύ σοφά
  • 28:44 - 28:46
    προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
  • 28:46 - 28:51
    Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
    που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
  • 28:51 - 28:54
    για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
    και τη μουρνταροσύνη του,
  • 28:54 - 28:56
    τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
  • 28:56 - 28:59
    Και ο λαός, ο Σκύλος,
    ξέχασε τις αγάπες του
  • 28:59 - 29:01
    και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
  • 29:01 - 29:04
    Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
    την εφτυχία του από τον ουρανό
  • 29:05 - 29:06
    και να μην τήνε ζητάει από σας!
  • 29:07 - 29:11
    Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
    του τίποτα, του παίρνεις το παν!
  • 29:11 - 29:12
    Και σε ξεσκίζει!
  • 29:14 - 29:17
    Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
    στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
  • 29:17 - 29:21
    την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
    μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
  • 29:21 - 29:25
    Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
    να φιλάω τη χέρα του παπά.
  • 29:25 - 29:27
    Δε σας φτάνανε τούτα;
  • 29:27 - 29:29
    Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
  • 29:29 - 29:31
    Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
  • 29:32 - 29:36
    Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
    Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
  • 29:36 - 29:39
    την άφηνα και μασκάρεβε
    τα ντουβάρια με εικόνες.
  • 29:39 - 29:43
    Φιλούσα και τη χέρα του παπά
    μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
  • 29:43 - 29:47
    "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
    στον ταρτουφισμό!"
  • 29:49 - 29:52
    Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
    δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
  • 29:53 - 29:56
    Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
    κάπως οι απλοϊκοί,
  • 29:56 - 29:59
    γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
    το μυαλό των αλλωνών!...
  • 30:00 - 30:02
    Δε θα πει πως μ' αφτό
    χαλούσα τη θρησκεία!
  • 30:02 - 30:05
    Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
    (μερμήγκια!...)
  • 30:05 - 30:08
    που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
    μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
  • 30:09 - 30:12
    Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
    σε κάθε τρύπα
  • 30:12 - 30:16
    φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
    να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
  • 30:16 - 30:21
    που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
    μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
  • 30:21 - 30:24
    κι από να κούτσουρο της σόμπας
    - κι από κάθε τρύπα;
  • 30:24 - 30:28
    Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
    κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
  • 30:28 - 30:32
    γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
    Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
  • 30:33 - 30:37
    Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
    κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
  • 30:37 - 30:41
    κι ο θάνατος κι αν ακόμα
    το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
  • 30:41 - 30:43
    γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
  • 30:45 - 30:47
    Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
    καινούριο θεόπουλο...
  • 30:48 - 30:52
    Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
    από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
  • 30:52 - 30:56
    κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
    την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
  • 30:56 - 30:59
    και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
    μετά χαράς.
  • 31:00 - 31:04
    Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
    φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
  • 31:04 - 31:07
    και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
    την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
  • 31:07 - 31:10
    σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
  • 31:10 - 31:14
    να τάζετε τις σκλάβες και τους
    σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
  • 31:14 - 31:18
    ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
    στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
  • 31:18 - 31:22
    και να παραδίνεστε
    "σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
  • 31:22 - 31:26
    για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
    οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
  • 31:26 - 31:28
    και τ' άλλα παπαδόσογα,
  • 31:28 - 31:32
    τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
    που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
  • 31:32 - 31:36
    και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
    να βρίσκω το σωστό,
  • 31:36 - 31:39
    χωρίς να βγάζει δίσκο
    και να θέλει ναούς και θυσίες;
  • 31:39 - 31:42
    Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
    για χατίρι του.
  • 31:43 - 31:47
    Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
    θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
  • 31:47 - 31:51
    για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
    στην καταραμένη χώρας σας!
  • 31:53 - 31:56
    Να τι λένε τώρα μέσα τους
    οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
  • 31:57 - 32:00
    Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
    μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
  • 32:00 - 32:04
    δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
    της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
  • 32:04 - 32:08
    πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
    σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
  • 32:08 - 32:11
    Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
  • 32:11 - 32:13
    Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
    μα το πλήθος;...
  • 32:14 - 32:17
    Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
    οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
  • 32:17 - 32:19
    οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
  • 32:19 - 32:22
    άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
    ποιος θα τους συγκρατήσει;
  • 32:23 - 32:26
    Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
    είναι πρόωρα πράματα!...
  • 32:27 - 32:30
    Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
    της πατρίδας και της ηθικής.
  • 32:30 - 32:33
    Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
    θα χυθεί ν' αρπάζει
  • 32:33 - 32:36
    τους παράδες και τα χτήματα,
    τους "κόπους" των αλλωνών
  • 32:36 - 32:39
    και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
  • 32:40 - 32:43
    Δε συμφέρει, δε θέλετε
    να σας μιμηθεί κι ο λαός.
  • 32:43 - 32:47
    Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
    τ΄άθλιο κουφάρι μου,
  • 32:47 - 32:51
    για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
    το μεγαλύτερο φταίξιμο...
  • 32:52 - 32:56
    Μα χαλούσα και την ηθική!
    Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
  • 32:57 - 33:00
    Ούλ' οι μαθητάδες μου
    τα χανε περασμένα τα σαράντα...
  • 33:00 - 33:03
    Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
    είτανε φίλοι μου...
  • 33:03 - 33:07
    Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
    θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
  • 33:07 - 33:09
    Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
  • 33:09 - 33:13
    Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
    κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
  • 33:13 - 33:16
    βαριεστίζουνε και το σκάνε
    από το σκολειό!...
  • 33:16 - 33:18
    Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
  • 33:18 - 33:21
    να δένουνε και να δέρνουνε
    τους πατεράδες τους
  • 33:21 - 33:23
    όταν αφτοί μπεκρολογούνε
    και χαλάνε τα λεφτά τους
  • 33:23 - 33:27
    στο τζόγο και στις γυναίκες
    κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
  • 33:27 - 33:31
    Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
    τα λεγα στους πατεράδες!
  • 33:32 - 33:33
    Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
  • 33:35 - 33:40
    Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
    Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
  • 33:40 - 33:42
    Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
  • 33:43 - 33:48
    Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
    λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
  • 33:48 - 33:52
    κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
    - το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
  • 33:53 - 33:55
    Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
  • 33:55 - 33:58
    Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
    να νικά τα πάθη της...
  • 33:58 - 34:02
    να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
    στην ομορφιά και στα νιάτα...
  • 34:02 - 34:06
    Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
    κι όχι αφτός δικός μου.
  • 34:06 - 34:10
    Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
    πως ο πνευματικός έρωτας,
  • 34:10 - 34:14
    δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
    την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
  • 34:14 - 34:17
    Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
    να κλείσουν οι ταβέρνες
  • 34:17 - 34:19
    κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
  • 34:19 - 34:24
    Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
    και τα παπαδόσογα,
  • 34:24 - 34:26
    γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
  • 34:27 - 34:31
    Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
    την... ελληνική οικογένεια!...
  • 34:32 - 34:35
    Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
  • 34:35 - 34:38
    Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
  • 34:39 - 34:42
    Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
    δεν τους δικάζουνε.
  • 34:42 - 34:46
    Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
    ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
  • 34:46 - 34:49
    Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
    μια μέρα,
  • 34:49 - 34:53
    γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
    προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
  • 34:53 - 34:57
    Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
    μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
  • 34:57 - 34:59
    θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
  • 34:59 - 35:03
    να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
    στο κρασί μου, στον καφέ μου...
  • 35:03 - 35:07
    Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
    μήτε κι απολογιέται...
  • 35:07 - 35:08
    Δικάζει και θανατώνει.
  • 35:08 - 35:10
    Γιατί κατέχει την εξουσία!
  • 35:10 - 35:14
    Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
    τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
  • 35:14 - 35:17
    αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
  • 35:18 - 35:23
    Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
    τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
  • 35:23 - 35:28
    Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
    ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
  • 35:28 - 35:31
    αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
    και περισσότερο παλιάνθρωπος.
  • 35:31 - 35:34
    Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
    σας εξορίζουν,
  • 35:34 - 35:36
    σας λένε και "προδότες".
  • 35:36 - 35:37
    Και σεις μιλιά!
  • 35:37 - 35:40
    Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
    στο παζάρι,
  • 35:40 - 35:44
    σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
    και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
  • 35:44 - 35:47
    για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
    κόβουνε τα λιόδεντρα
  • 35:47 - 35:49
    και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
  • 35:49 - 35:53
    και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
    στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
  • 35:53 - 35:57
    κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
    από σας, τους πιο πλούσιους,
  • 35:57 - 36:01
    για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
    ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
  • 36:01 - 36:06
    έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
    τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
  • 36:06 - 36:08
    για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
    για σωτήρα,
  • 36:08 - 36:12
    ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
    - όχι να με δικάσει;
  • 36:12 - 36:17
    Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
    και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
  • 36:17 - 36:20
    Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
    το ξερό τους στον τοίχο,
  • 36:20 - 36:22
    που δεν προλάβανε να κάνουν
    αφτοί χειρότερα
  • 36:22 - 36:24
    για να πλουτήνουνε περισσότερο.
  • 36:25 - 36:27
    Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
  • 36:27 - 36:30
    μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
    με το θάνατό του.
  • 36:30 - 36:34
    Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
    στα πόδια της.
  • 36:34 - 36:37
    Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
    κοίτουνται χάμου,
  • 36:37 - 36:38
    ναν τα κλαις.
  • 36:38 - 36:40
    Καράβια δεν έχετε.
  • 36:40 - 36:43
    Συμμάχους να πλερώνουνε
    χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
  • 36:44 - 36:47
    Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
    και τις εξορίες που κάνατε,
  • 36:47 - 36:50
    κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
    τον καλό καιρό της τυραννίας˙
  • 36:51 - 36:53
    γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
  • 36:53 - 36:57
    όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
    τώρα τα όσα χάσατε τότες.
  • 36:58 - 37:01
    Όποιος είναι στα πράματα
    φοβάται την αλλαγή˙
  • 37:01 - 37:05
    κι ο πεσμένος την αποθυμάει
    και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
  • 37:05 - 37:08
    Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
    και πλερώνει τα σπασμένα˙
  • 37:09 - 37:12
    το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
    και με τα νόμιμα καθεστώτα
  • 37:12 - 37:15
    και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
  • 37:15 - 37:18
    Για να μην καταλαβαίνει
    και να μην αντιστέκεται,
  • 37:18 - 37:20
    του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
  • 37:20 - 37:24
    Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
    νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
  • 37:24 - 37:28
    όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
    Βάρβαροι λαοί!
  • 37:28 - 37:31
    Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
    του κόσμου,
  • 37:31 - 37:34
    έχουμε τους σοφότερους νόμους,
    δεν τρώμε τις ψείρες μας
  • 37:34 - 37:37
    κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
    που μας τρώνε.
  • 37:39 - 37:42
    Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
    δίχως προσκήματα.
  • 37:42 - 37:47
    Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
    - την κυριαρχία του λαού!
  • 37:47 - 37:50
    Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
    και μαχαιροβγάλτες.
  • 37:51 - 37:54
    "Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
    - μια κι όξω.
  • 37:54 - 37:57
    Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
    και βιαζόντανε.
  • 37:57 - 38:01
    Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
    και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
  • 38:01 - 38:05
    Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
    τα πολιτικά δικαιώματα
  • 38:05 - 38:08
    μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
    είναι κι από σόι,
  • 38:08 - 38:12
    για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
    χιλιάδες φτωχούς.
  • 38:12 - 38:16
    Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
    και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
  • 38:16 - 38:19
    εσείς πάτε να μποδίσετε
    τη λεφτεριά της σκέψης
  • 38:19 - 38:21
    και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
  • 38:22 - 38:25
    Από κείνους επήρατε το φτηνό
    και σύντομο θανατικό μέσο,
  • 38:25 - 38:27
    το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
  • 38:28 - 38:32
    Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
    μασκαρεμένη τυραννία.
  • 38:34 - 38:37
    "Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
    Εφαρμόσαμε τους νόμους",
  • 38:37 - 38:39
    ακούω κάποιονε που φωνάζει.
  • 38:40 - 38:44
    Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
    το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
  • 38:44 - 38:47
    Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
    τιμωρούνε τους φταίχτες,
  • 38:47 - 38:49
    μα τους αδικημένους,
  • 38:49 - 38:52
    και να μποδίζουνε τους κλεμένους
    να κλέψουνε κι αφτοί.
  • 38:52 - 38:56
    Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
    κι αδυναμία των άβουλων.
  • 38:57 - 39:01
    "Δίκαιον ουκ άλλο τι
    ή το του κρείττονος συμφέρον".
  • 39:02 - 39:04
    Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
    και μοναχός μου,
  • 39:04 - 39:09
    μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
    και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
  • 39:10 - 39:13
    Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
    θα πει δυνατότερος.
  • 39:13 - 39:16
    Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
  • 39:16 - 39:19
    πως έφερε την τάξη
    στην τρικυμισμένη πολιτεία:
  • 39:20 - 39:23
    "κράτει νόμου βίην
    τε και δίκην συναρμόσας".
  • 39:23 - 39:27
    Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
    το δίκιο,
  • 39:27 - 39:29
    ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
  • 39:30 - 39:32
    Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
  • 39:32 - 39:36
    Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
    και γυμνασμένα κορμιά :
  • 39:36 - 39:39
    οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
  • 39:39 - 39:43
    ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
    μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
  • 39:43 - 39:46
    γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
    και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
  • 39:47 - 39:50
    Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
    κι ανωφέλεφτα μυαλά :
  • 39:51 - 39:55
    φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
    οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
  • 39:55 - 39:58
    Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
  • 39:59 - 40:03
    ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
    ένας Κυναίγειρος
  • 40:03 - 40:07
    - μυθικά προσώπατα, πλάσματα
    της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
  • 40:08 - 40:11
    Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
    είναι οι κλέφτες.
  • 40:13 - 40:15
    "Παραμύθια;"...
  • 40:16 - 40:19
    Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
    για να ξεκουραστείτε!
  • 40:20 - 40:24
    Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
    της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
  • 40:24 - 40:28
    αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
    να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
  • 40:28 - 40:31
    Μπλοκάρανε το λοιπόν
    τους φτωχούς της πολιτείας
  • 40:31 - 40:33
    κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
    τους είπανε:
  • 40:34 - 40:37
    "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
  • 40:37 - 40:41
    Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
    τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
  • 40:41 - 40:43
    τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
    με το ψωμοτύρι,
  • 40:43 - 40:47
    τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
    και τις απάτωτες καλύβες σας,
  • 40:47 - 40:49
    που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
  • 40:49 - 40:54
    Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
    λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
  • 40:54 - 40:59
    να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
    να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
  • 40:59 - 41:01
    και να πεθαίνετε.
  • 41:01 - 41:03
    Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
  • 41:03 - 41:07
    Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
    κ' αισθαντική καρδιά˙
  • 41:07 - 41:09
    θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
  • 41:09 - 41:12
    Κι όποιος από σας του γουστάρει,
    θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
  • 41:12 - 41:15
    να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
  • 41:15 - 41:18
    Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
  • 41:18 - 41:20
    Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
  • 41:21 - 41:25
    Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
    της τιμής και της περιουσίας σας
  • 41:25 - 41:27
    - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
  • 41:27 - 41:31
    Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
    κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
  • 41:32 - 41:35
    Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
    φτάνει να βρίσκεται,
  • 41:35 - 41:37
    και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
  • 41:37 - 41:40
    Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
  • 41:40 - 41:43
    θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
    στο Κράτος,
  • 41:43 - 41:45
    - στον εαφτό μας!
  • 41:45 - 41:49
    "Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
    τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
  • 41:49 - 41:52
    που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
    και να μην τρώτε
  • 41:52 - 41:55
    κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
  • 41:55 - 41:59
    Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
    τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
  • 41:59 - 42:03
    που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
    θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
  • 42:03 - 42:06
    και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
    ενάντια στον εαφτό σας.
  • 42:07 - 42:10
    Και για να μην πλακώνουν
    απ' άλλες στεριές και θάλασσες
  • 42:10 - 42:13
    κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
    το υστέρημά σας
  • 42:13 - 42:16
    και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
    και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
  • 42:16 - 42:19
    θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
  • 42:19 - 42:22
    για να μπορείτε να διαφεντέβετε
    τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
  • 42:22 - 42:24
    δηλαδή την πατρίδα.
  • 42:24 - 42:27
    Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
  • 42:27 - 42:31
    Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
    να σκεφτείτε το συφέρο σας
  • 42:31 - 42:34
    και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
    θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
  • 42:35 - 42:36
    (ψηλά τα χέρια!).
  • 42:37 - 42:41
    Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
    να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
  • 42:42 - 42:44
    Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
  • 42:47 - 42:50
    Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
    και λέφτερα σκεφτότανε.
  • 42:50 - 42:55
    Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
    σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
  • 42:56 - 43:00
    Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
    στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
  • 43:00 - 43:03
    και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
    το καλοκαίρι
  • 43:03 - 43:06
    - και σωρό γυναικούλες όμορφες
    τους ψειρίζανε το σβέρκο
  • 43:06 - 43:10
    και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
    (πολύ συντελεί!).
  • 43:10 - 43:13
    Κ' η εφτυχία τους, είτανε
    δύναμη της πατρίδας
  • 43:13 - 43:16
    κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
  • 43:16 - 43:19
    Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
    τους έδιωχνε,
  • 43:19 - 43:22
    ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
  • 43:22 - 43:26
    δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
    μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
  • 43:28 - 43:31
    Γελάτε και με το δίκιο σας,
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • 43:31 - 43:35
    Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
    μήτε θα γίνει ποτές!
  • 43:36 - 43:37
    Παραμύθια, βλέπετε.
  • 43:37 - 43:43
    Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
    Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
  • 43:43 - 43:48
    "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
    φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
  • 43:48 - 43:51
    παραδίνεται, για να σωθεί,
    στο έλεος του Θεού
  • 43:51 - 43:53
    και στους νόμους των Κλεφτών".
  • 44:05 - 44:12
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
  • 44:13 - 44:16
    Τι περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό,
    στριµένονε και φαρμακόψυχο.
  • 44:17 - 44:19
    Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
  • 44:19 - 44:22
    τα βαζε με τους άλλους,
    που κοιτάγανε τη δουλειά τους.
  • 44:22 - 44:24
    Τού φταίγαν εκείνοι για
    τη δικιά του την κατάντια!
  • 44:24 - 44:26
    Κι όλοι φέβγαν από κοντά του
  • 44:26 - 44:29
    -- μήτε το διάβολο να ιδείς
    μήτε το σταβρό σου να κάνεις!
  • 44:30 - 44:33
    Ύστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε
    πλερωμὴ για τη σοφία του!...
  • 44:33 - 44:36
    ᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται
    με το στανιό
  • 44:36 - 44:37
    και να τον πλερώνουμε κιόλας!...
  • 44:38 - 44:40
    Τώρα του δώσαμε την πλερωμή,
    που του χρειαζότανε!
  • 44:41 - 44:44
    Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι
    μήτε πιό φτωχοί!
  • 44:44 - 44:46
    "Ὅμως θά χουμε έναν μπελὰ λιγότερο!»
  • 44:48 - 44:51
    ᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι,
    παίρνετε τα σκιάχτρα
  • 44:51 - 44:53
    γι’ αληθινοὺς ανθρώπους
    καὶ τους αέρηδες για θεοὺς·
  • 44:54 - 44:57
    εγὼ τους ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα
    καὶ τους θεοὺς γι’ αέρηδες.
  • 44:58 - 45:00
    ᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κι εγὼ βλέπω.
  • 45:00 - 45:03
    Βλέπω, γιατί έχω περισσότερο µυαλὀ,
  • 45:03 - 45:05
    το περισσότερο, που γένηκε ποτέ
    στη χώρα σας.
  • 45:06 - 45:08
    K’ επειδή μπορούσα να βλέπω,
  • 45:08 - 45:11
    γι’αφτό και μου φανιζόντανε όλα
    κατάµαβρα κι άσκημα.
  • 45:11 - 45:15
    ᾿Αφού κατάλαβα, πως οι τριγυρινοί µου
    δεν είναι ψυχές και πνέµατα, μα κωλάντερα,
  • 45:15 - 45:18
    κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό
    μα το θάνατο
  • 45:19 - 45:22
    δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
    να γίνω καλύτερος.
  • 45:22 - 45:23
    Είμουνα.
  • 45:23 - 45:28
    Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
    οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
  • 45:28 - 45:31
    Ακαμάτης κοροϊδέβα τα σκιάθρα σας
    στο φανερό
  • 45:31 - 45:32
    και τον εαφτό μου στα κρυφά.
  • 45:32 - 45:37
    προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
    και το άβριο· δηλαδή τον θάνατο.
  • 45:38 - 45:42
    Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
    μια και καλή με το στουρνάρι
  • 45:42 - 45:44
    Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
  • 45:45 - 45:49
    Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
    με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
  • 45:50 - 45:51
    Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
  • 45:51 - 45:55
    Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
    τελεφταία θα με φάτε...
  • 45:56 - 45:58
    Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
  • 45:58 - 46:02
    Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
    δεν αξίζουνε τίποτα.
  • 46:03 - 46:06
    Κι έτσι δεν έχανα και το καιρό μου
    ναν τα γράφω.
  • 46:06 - 46:09
    Αν τά γραφα, θα μου καίγατε τα βιβλία μου
    στην πλατέα,
  • 46:09 - 46:11
    καθώς κάψατε και του μεγάλου Πρωταγόρα.
  • 46:11 - 46:16
    Απελπισμένος απ' όλα παραδόθηκα
    να με σκοτώσετε μεταχαράς.
  • 46:16 - 46:20
    Δε μεταχειρίστηκα, για να σωθώ,
    μήτε την πολιτική δύναμη,
  • 46:20 - 46:23
    μήτε τα χρήματα των φίλων μου
    μήτε ψεφτιές μήτε κι αλήθιες.
  • 46:24 - 46:27
    Κι αν μου αφήνατε την πόρτα της φυλακής
    ανοιχτή, δε θά φεβγα.
  • 46:27 - 46:29
    Για να ζήσω κι άλλο;
  • 46:29 - 46:32
    Και δε νομίζετε, πως γεράζοντας
    ακόμα περισσοτερο
  • 46:32 - 46:35
    μπορούσα πάνου στο ψυχομαχητό μου
    να φοβηθώ, να μετανιώσω
  • 46:35 - 46:39
    και να φωνάξω τον παπά
    να με ξεμολογήσει; Τι ντροπή
  • 46:41 - 46:43
    «Και γιατί δεν έγδερνες πρώτα
    την Ξανθίππη,
  • 46:43 - 46:45
    που σου τις έβρεχε με την παντούφλα;»...
  • 46:45 - 46:47
    Μα γιατί μουνα φιλόσοφος!
  • 46:47 - 46:49
    Αναγνώριζα πως είχε δίκιο.
  • 46:49 - 46:52
    Της άφησα της κακομοίρας
    ούλα τα βάρη του σπιτιού
  • 46:52 - 46:55
    κι εγώ γύριζα στους δρόμους κ'έκανα παρέα
    με πλούσιους κι αρχόντους,
  • 46:56 - 47:00
    με τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή,
    τον Κρίτωνα, τον Καλλία τον Πλούσιο...
  • 47:00 - 47:01
    Και καλοπερνούσα.
  • 47:02 - 47:04
    Τα παιδιά γυρίζανε ξυπόλυτα...
  • 47:04 - 47:06
    Και κείνη τους έδινε την αναθροφή,
  • 47:06 - 47:10
    που χρείαζεται για να γίνουν
    «καλοί πολίτες», σαν κ'εσάς.
  • 47:10 - 47:14
    Όταν βλαστημούσανε,λέγανε ψέματα και
    κλέβαν από τα περιβόλια της γειτονιάς,
  • 47:14 - 47:15
    δεν τά δερνε·
  • 47:15 - 47:18
    κι όταν σκοντάβανε και χτυπούσανε
    και σκίζανε τα ρούχα τους,
  • 47:18 - 47:20
    τά σπαζε στο ξύλο.
  • 47:20 - 47:23
    «Δε θα μοιάζετε στον πατέρα σας,
    τον αχαΐρεφτο».
  • 47:24 - 47:28
    Είχαμε βέβαια την καλύβα μας, το κοτέτσι
    μας και το γουρούνι μας στημ αβλή,
  • 47:28 - 47:32
    πεντακόσα κλήματα πέρα στο Γουδί
    με καμιά σαρανταριά λιόδεντρα...
  • 47:32 - 47:35
    Κι όλα κείνη τα φρόντιζε και τα δούλευε
    μοναχή της.
  • 47:35 - 47:37
    Μα δεν είτανε ζωή!
  • 47:37 - 47:39
    Με τα χρόνια παάγινε η δύστυχη!
  • 47:39 - 47:45
    Τσακωνότανε για τίποτα με τις γειτόνισσες
    (εγώ τό στριβα νωρίς νωρίς από το σπίτι).
  • 47:45 - 47:48
    Μόλις φανιζότανε στη βρύση
    με τον γκαζοντενεκέ της,
  • 47:48 - 47:51
    ούλες τραβιόντανε πέρα και την αφήνανε
    να γεμίσει πρώτη.
  • 47:51 - 47:54
    Τρέμανε τη γλώσσα της και τα νύχια της.
  • 47:54 - 47:57
    Και δεν της έφτανε τόσο χρονώνε
    βασανισμένη ζωή,
  • 47:57 - 48:01
    πήγα και ξαναπαντρέφτηκα,
    κοντά εξηντάρης κρεμανταλάς,
  • 48:01 - 48:04
    τη Μυρτούλα, τη αγγονή
    του Αριστείδη του Δίκαιου,
  • 48:04 - 48:07
    καλή ψυχή σαν του παππού της
    κι αξέβγαλτη παιδούλα
  • 48:07 - 48:08
    που μύριζε γάλα.
  • 48:09 - 48:12
    Κι αρχίζοντας με τη δροσερή λαφίνα
    τα σαλιαρίσματα,
  • 48:12 - 48:15
    της έκανα χωρίς κόπο δυο παιδιά --
    και μάλιστα σερνικά!
  • 48:16 - 48:19
    Και δε γύριζα πια να κοιτάξω
    τη ξεβρωμένη την Ξανθίππη.
  • 48:20 - 48:21
    Και κείνη γινότανε θεριό.
  • 48:21 - 48:26
    Ξεμάλλιαζε κάθε μέρα, γρατζούνιζε και
    άφηνε νηστική τη κακομοίρα τη κοπέλα.
  • 48:26 - 48:28
    Κ'εγώ που να μιλήσω!
  • 48:28 - 48:31
    Έτσι μαράζωσε κ'έλιωσε στα πόδια της
    κι ασκήμηνε.
  • 48:32 - 48:35
    Την παράτησα το λοιπόν κι αφτήνε --
    δε με τραβούσε πιά.
  • 48:35 - 48:39
    Και σύχναζα στης Ασπασίας, στης Θεοδότης,
    στα γυμναστήρια...
  • 48:40 - 48:43
    Φταίω βέβαια κ'εγώ, μα φταίει κι ὁ νόμος
    πιο πολύ,
  • 48:43 - 48:46
    που μας έβαλε να πάρουμε
    καὶ δέφτερη γυναίκα,
  • 48:46 - 48:50
    για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
    Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
  • 48:53 - 48:55
    Να δουλέβω!... Τί να δουλέβω ;
  • 48:55 - 48:59
    Μια φορὰ στα νιάτα μου έκανα το μαρμαρά
    κοντὰ στὸν πατέρα μου.
  • 48:59 - 49:01
    Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος
    του γυναίκειο κορμιού,
  • 49:01 - 49:06
    κάθισα, για να μερώνω την ψυχή μου,
    κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
  • 49:06 - 49:08
    που μαζὶ τις πίστεβα και τις αποθυμούσα.
  • 49:08 - 49:12
    Κι όταν τις αποτέλειωσα, βρέθηκα
    να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
  • 49:12 - 49:15
    Κι αργότερα, πολύ συχνά,
    έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης,
  • 49:15 - 49:18
    γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ να ξαναθυμούμαι
    τὰ παλιά.
  • 49:18 - 49:21
    Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες
    της νιότης καὶ δεν πιστέβω
  • 49:21 - 49:24
    μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
    της Τέχνης...
  • 49:25 - 49:28
    το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί
    στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως,
  • 49:28 - 49:32
    γιὰ να φτιάχνω και να πουλάω μαρμαρένιους
    σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα...
  • 49:33 - 49:36
    Ολ' αφτὰ μοναχὰ να τα κοροϊδέψω
    θα μπορούσα τώρα.
  • 49:36 - 49:39
    Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
  • 49:39 - 49:42
    Μού δεσε τα χέρια·
    δεν μπορώ πιὰ να κάνω τίποτα.
  • 49:43 - 49:47
    Μήπως να «δουλέβω» σαν καὶ σας,
    που σταβρώνοντας τα χέρια σας
  • 49:47 - 49:51
    αγκομαχάτε ποιός θα γελάσει τὸν άλλονε
    καὶ ποιός θα πουληθεί περισσότερο;
  • 49:53 - 49:57
    Μιὰ φορά, σα με καλούσαν η τιμὴ της
    πατρίδας κι ο κατάλογος των εφέδρων
  • 49:57 - 50:01
    να σκοτώνω τους ὀχτροὺς η να σκοτωθώ,
    πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος
  • 50:02 - 50:04
    καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
  • 50:04 - 50:07
    Συλλογιζόμουνα, πως οι συντρόφοι μου
    θα χυθούνε μετὰ τη μάχη
  • 50:07 - 50:11
    στα τριγυρινά χωριὰ να σφάζουνε
    τὸν άμαχο πληθυσμό,
  • 50:11 - 50:14
    να κλέβουν ὅ,τι λάχει
    και να βιάζουνε τὶς γυναίκες.
  • 50:15 - 50:17
    Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς.
  • 50:17 - 50:20
    Μπορούσα να πίνω με την κούπα
    κ' είκοσι ώρες κορδόνι,
  • 50:20 - 50:24
    κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου
    μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
  • 50:24 - 50:25
    μέσα στα ξερατά,
  • 50:25 - 50:30
    στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
    τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
  • 50:30 - 50:35
    καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες
    - έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
  • 50:35 - 50:38
    Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ;
  • 50:38 - 50:42
    Μοναχοί σας με παρανομιάσατε
    θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
  • 50:43 - 50:45
    Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα
    και τόσο μερακλής.
  • 50:46 - 50:48
    Έτρωγα μιὰ φορά τη μέρα και λίγο.
  • 50:48 - 50:50
    Είμουνα πολύ παχύς και θαμ' έβλαφτε.
  • 50:50 - 50:52
    Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό
  • 50:52 - 50:55
    για να χω και το μυαλό μου
    φρέσκο κι αλέγρο.
  • 50:56 - 50:58
    Όποιος κοιμάται πολύ και τρώει λίγο:
  • 50:58 - 51:02
    ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
    και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
  • 51:02 - 51:05
    Δε σκουριάζει και δεν ξυνίζει
    το γαίμα του,
  • 51:05 - 51:07
    δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
  • 51:08 - 51:11
    Έπαιρνα με το πρώτο χρυσορόδισμα
    τα μακρινά χωράφια.
  • 51:12 - 51:15
    εκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
    στην ούγια του πεφκόδασου,
  • 51:15 - 51:18
    αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω
    και να με θαμπώνει,
  • 51:18 - 51:22
    και πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεά
    μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
  • 51:23 - 51:25
    Κ' η θεά τό γραφε στα κατάστιχά της.
  • 51:25 - 51:30
    Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε
    το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
  • 51:30 - 51:33
    Ά ! δε θα γινόμουνα
    τόσο μεγάλος άνθρωπος,
  • 51:33 - 51:35
    αν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου.
  • 51:35 - 51:37
    Είχα στομάχι κούρκου.
  • 51:37 - 51:41
    Μπορούσα να καταπίνω και να χωνέβω
    καρύδια με τα τσόφλια τους,
  • 51:41 - 51:43
    καρφιά σκουριασμένα και φούχτες άμμο.
  • 51:44 - 51:45
    Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου !
  • 51:46 - 51:50
    Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
    Κι όμως έτρωγα λίγο.
  • 51:51 - 51:55
    Μπορούσατο λοιπόν να ηὴ δουλέβω,
    δηλαδή να μην πολιτέβομαι.
  • 51:56 - 52:00
    Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
    πώς δε σκορπούσα
  • 52:00 - 52:04
    χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα
    παντου φαρμάκι και χολή;
  • 52:04 - 52:09
    Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα
    πέρα πέρα σα νά σαστε γυαλένιοι.
  • 52:10 - 52:13
    Κι επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα
    μοναχός μου, κορόιδεβα.
  • 52:14 - 52:16
    Ά ! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα
    η κοροϊδία.
  • 52:16 - 52:19
    Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη.
  • 52:19 - 52:22
    Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
    και κρίση και πείρα της ζωής.
  • 52:23 - 52:28
    Και να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις
    ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια.
  • 52:28 - 52:32
    Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος
    της φιλοσοφίας.
  • 52:32 - 52:35
    Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα
    από το δράμα
  • 52:35 - 52:39
    της συλλογής και της απελπισιάς για να
    φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο.
  • 52:39 - 52:41
    Κι αν μπορέσεις να φτάσεις !
  • 52:43 - 52:45
    Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα
    να μη σας βλέπω.
  • 52:46 - 52:48
    Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
    πότε στις παλαίστρες.
  • 52:48 - 52:52
    Τὰ παιδιά με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
    τα λυγερά σαν τὰ στάχια,
  • 52:52 - 52:56
    με κάνανε να ξεχνιέμαι σαν εμπροστά
    στην απέραντη θάλασσα
  • 52:56 - 52:57
    τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
  • 52:57 - 53:01
    Γέλια, ξεφωνητά και πείσματα...
    χαρούμενος αέρας,
  • 53:01 - 53:04
    που με σιγομεθούσε και με βύθιζε
    σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
  • 53:05 - 53:08
    "Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί
    και μου ρχότανε να σηκωθώ κ' εγὼ
  • 53:08 - 53:11
    να κυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη
    και στον μπουχό,
  • 53:11 - 53:14
    σαν τοὺς γαϊδάρους το καλοκαίρι
    με το σαμάρι στην πλάτη,
  • 53:15 - 53:17
    - και να γκαρίζω,να γκαρίζω !
  • 53:18 - 53:21
    Αν εκείνη την ώρα με ζύγωνε κανείς,
    για να μου κάνει τον έξυπνο,
  • 53:21 - 53:22
    θα τον έτρωγα ζωντανό.
  • 53:23 - 53:24
    Ύστερις, όταν έφεβγα,
  • 53:24 - 53:27
    τραβούσα σκυφτός και συλλογισμένος
    τοίχο τοίχο
  • 53:27 - 53:32
    και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα...
    τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
  • 53:32 - 53:35
    Χωρίς ναν το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
    ξαφνικά στα λιβάδια.
  • 53:36 - 53:41
    Να !να! να! έδερνα με το μπαστούνι μου
    τα στάχια και τά στρωνα χάμου.
  • 53:42 - 53:47
    έτσι ξεθύμαινα και ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ
    θα γίνω παιδί μήτε και σεις ανθρώποι,
  • 53:48 - 53:51
    Το καλοκαίρι ! Χρυσή εποχή των φτωχών...
  • 53:52 - 53:56
    Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια
    το κορμί μου και τη σκέψη μου.
  • 53:57 - 54:00
    Όλα μου το είναι βοούσε και φουρφούλιζε
    χαρούμενα σα λέφκα στον ὄχτο,
  • 54:00 - 54:03
    γεμάτη αστράματα
    και πουλιά και τζιτζίκια.
  • 54:03 - 54:07
    Και στη ρίζα κουλουριασμέν' η ψυχή μου
    μὲ το κεφάλι ψηλά καρφωτό,
  • 54:07 - 54:11
    πυρωνότανε στον ήλιο και κατέβαζε
    πλήθιο το φαρμάκι
  • 54:11 - 54:12
    στα κανάλια των δοντιών της !
  • 54:12 - 54:15
    Και αλί σε κείνονε, που δάγκωνε ...
  • 54:17 - 54:20
    Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε
    στη δόξα του καλοκαιριού,
  • 54:20 - 54:24
    το Μάη με τα λουλούδια ... την ώρα,
    που 'χω το πιότερο φαρμάκι ...
  • 54:25 - 54:27
    Αν είτανε χειμώνας, δε θά βγαζα λέξη.
  • 54:28 - 54:30
    Μα τώρα γλεντάω και φραίνομαι
    να σας δαγκώνω.
  • 54:30 - 54:34
    (βήχας)
  • 54:35 - 54:41
    Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε
    δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
  • 54:41 - 54:45
    Διηγήθηκε στο δικαστήριο
    μιὰν ημέρα της ζωης του.
  • 54:46 - 54:50
    Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στην αβλή πάνου
    σε στρατιωτικές μπατανίες και τσουβάλια,
  • 54:50 - 54:57
    κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσα να κλείσω
    μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
  • 54:57 - 55:00
    Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
    τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
  • 55:00 - 55:03
    (παλιό το σπίτι, βλέπετε),
    τις ιδέες η κάκητα.
  • 55:04 - 55:06
    Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο !
  • 55:06 - 55:10
    Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ,
    ξακολουθεί να δουλέβει...
  • 55:11 - 55:15
    ᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας,
    τις βάζω σε τάξη, τις ξεκαθαρίζω.
  • 55:15 - 55:18
    Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες,
  • 55:18 - 55:20
    που θαν τις ξεφουρνίσω
    το πρωί στην ᾿Αγορά...
  • 55:21 - 55:24
    Στάσου και θα δείς, τί έχω να σε κάνω
    κύριε Τάδε...
  • 55:25 - 55:29
    Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργά
    πολύ κλείνουνε βαριά τα μάτια μου.
  • 55:30 - 55:34
    Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης,
    πετιέμαι ψηλά σὰν το πετεινάρι
  • 55:34 - 55:37
    κι αρχίζω να λαλώ: να πειράζω
    τὴν Ξανθίππη...
  • 55:37 - 55:41
    Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά
    μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
  • 55:41 - 55:44
    μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
    καὶ τραβάει νερό.
  • 55:45 - 55:48
    Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα
    τὸν κουβὰ γεμάτο.
  • 55:48 - 55:51
    Κι ενώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
    μὲ τα μανίκια
  • 55:51 - 55:55
    καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα...
    κείνη δυναμώνει το χαβά της.
  • 55:56 - 55:58
    «Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτα να κοιμηθώ.
  • 55:58 - 56:02
    Κλωτσούσες, ροχάλιζες, έτριζες τα δόντια
    σου και βρωμούσες σκόρδο.
  • 56:02 - 56:04
    Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;»
  • 56:04 - 56:08
    (Ὅλοι κοιµόμαστε στην αβλή κατάχαµα,
    ο ένας πλάι στον άλλονε).
  • 56:08 - 56:12
    Αί τότες εγώ βγάνω φτερά,
    της τσιµπάω το μπράτσο... και δρόµο !
  • 56:13 - 56:18
    Αν δε με βρίσει πρωί πρωί, θα µαι
    ξυνισμένος κι άκεφος όλη την ημέρα !...
  • 56:19 - 56:23
    Πριν πάει μισό καλάμι ὁ γήλιος
    κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό και ξεπορτίζω.
  • 56:23 - 56:27
    Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικά
  • 56:27 - 56:29
    καὶ χαράζουνε στον αέρα
    δυό φωτεινές γραμµές,
  • 56:29 - 56:32
    από την καβαλίνα του δρόμου
    στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς.
  • 56:34 - 56:38
    Στρίβω δεξιά καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά...
    περιβόλια... ρεματιές...
  • 56:38 - 56:41
    ν' ανασάνω βαθιά...να ξαλαφρώσω...
  • 56:42 - 56:44
    ᾿Ακούγονται μακριά στις δημοσιές
    τὰ πρώτα κάρα,
  • 56:44 - 56:48
    που κατεβαίνουνε στην ᾿Αθήνα γεμάτα
    δροσερά λαχανικά και φρούτα.
  • 56:48 - 56:52
    σε λίγο στα καλντερίµια των σοκακιών
    ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών
  • 56:52 - 56:54
    μὲ τα χουγιαχτά των αγωγιάτηδων.
  • 56:54 - 56:58
    Λεκάνες και ντενεκέδες αδειάζούυνε
    σαπουνόνερα και λάντζες ὅπου τύχει.
  • 56:58 - 57:03
    Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
    στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών...
  • 57:03 - 57:07
    Τα χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα
    πανε να δικάσουν
  • 57:07 - 57:10
    η να συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
    γιὰ τὶς δεκάρες...
  • 57:11 - 57:15
    Όσο να κατέβω στο παζάρι, σύνεφα μύγες,
    κουρνιαχτός, κάτουρα,
  • 57:15 - 57:20
    που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα
    μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα.
  • 57:22 - 57:25
    Κιαλάρω μαζωμένους στη στοὰ τον Κόλια,
    τον Πρίφτη,
  • 57:25 - 57:30
    το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίκα...
    τοὺς μεγάλους άντρες !
  • 57:30 - 57:32
    Εἶναι μαζί τους κι ο κύριος Τάδες.
  • 57:32 - 57:34
    Κι αν δεν είναι, θά ρτει.
  • 57:34 - 57:36
    Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
  • 57:36 - 57:40
    Τους λέω τα σπουδαία της ημέρας :
    για το γάιδαρο του Μελέτη,
  • 57:40 - 57:44
    πού σπασε την τριχιά του ψὲς το βράδι
    και λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια
  • 57:44 - 57:48
    κυνηγώντας μια καλοθρεμένη τσακίστρα·
    γιὰ το κρασί του Μπαρμπαχρίστου,
  • 57:48 - 57:50
    που ξύνισε κι ο γιατρός δεν μπόρεσε
    ναν το γιάνει΄
  • 57:50 - 57:54
    για την Παπαλάμπραινα,
    που σήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι,
  • 57:54 - 57:56
    γιατί τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψες
    ὁ µανάβης,
  • 57:56 - 57:59
    είτανε και μικρό και πικρό φαρμάκι !
  • 58:00 - 58:06
    Και ποιός είτανε αφτός ο κ. Τάδες ;
    Ο σοφιστής, ο πολιτικός, ο ποιητάκος.
  • 58:06 - 58:10
    Όσοι φαντάζονται πως είναι πανήξεροι,
    και τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα.
  • 58:11 - 58:12
    Τους αλάλιαζα.
  • 58:12 - 58:14
    Όχι γιατί θελα να φαίνομαι
    καλὐτερός τους.
  • 58:14 - 58:18
    Δεν αξίζει τον κόπο νά ναι κανείς
    πρώτος η τελεφταίος
  • 58:18 - 58:21
    ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε
    πως είναι πρώτοι.
  • 58:22 - 58:24
    Τοὺς τσάκιζα, καθώς τσακίζουμε
    τοὺς κοριούς...
  • 58:25 - 58:27
    Δε ζητάμε δηλαδή ναν τους καλυτερέψουµε
  • 58:27 - 58:30
    μήτε να σώσουμε τους γειτόνους η
    τις μελλούμενες γενιές των Ἑλλήνων !
  • 58:31 - 58:34
    Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο,
    τα κατάφερε να καλυτερέψει,
  • 58:34 - 58:38
    να γίνει θεοφοβούμενος και να μην τρώγει
    κρέατα ζωντανά, µά...
  • 58:38 - 58:42
    ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ
    τ᾽ αγόραζε πρωί πρωί στο Λαχανοπάζαρο.
  • 58:43 - 58:48
    Για την πλεμπάγια την παρακατιανή,
    για σας, ένιωθα μονάχα λύπηση.
  • 58:48 - 58:51
    Ο νους, η καρδιά κ᾿ η πράξη σας
    δεν είναι δικά σας :
  • 58:52 - 58:56
    αιστάνεστε, νογάτε και κάνετε
    ό,τι συφέρνει στους Λύκους.
  • 58:56 - 58:59
    Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως είναι και δίκιο
    και θέλημα των θεών,
  • 58:59 - 59:05
    αφτοὶ να τρώνε κρέας ανθρωπινό και
    σεις ραδίκια βραστά -- και να βρίσκονται !
  • 59:07 - 59:10
    Οἱ σοφιστάδες... Τι µεγαλείο !
  • 59:11 - 59:15
    Ερχόντουσαν από πολύ µακριά. ψηλοί,
    γεμάτοι, χαρούμενοι.
  • 59:16 - 59:19
    Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
    και γινόντανε σε μιὰ βδομάδα
  • 59:19 - 59:21
    βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα.
  • 59:22 - 59:26
    Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
    σπαρµένους μ'άστρα µαλαματένια,
  • 59:26 - 59:28
    κατσαρωμένοι και φκιασιδωµένοι
    στον καθρέφτη,
  • 59:28 - 59:32
    προβαίνανε αργά και πίσηµα
    με τα σκαλισµένα μπαστούνια τους
  • 59:32 - 59:34
    και το φιλντισένιο μήλο, σα βασιλιάδες.
  • 59:35 - 59:39
    μας περνούσανε για επαρχιώτες ---
    και τάχατες δεν είμαστε ;
  • 59:40 - 59:45
    'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε
    το µίληµά τους κελαηδιστό και ζαχαρένιο.
  • 59:45 - 59:47
    Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών
  • 59:47 - 59:50
    η τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα
    των παιχνιδιάρικων ματιών
  • 59:50 - 59:54
    κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιο
    τσαχπίνισσες καὶ πιο λαχταρισµένες.
  • 59:55 - 59:58
    Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε
    στ᾽ αφτιά σας,
  • 59:58 - 60:00
    όπως οἱ σαράφηδες τις λίρες
    απάνου στην πέτρα,
  • 60:00 - 60:05
    μα εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε
    τις αληθινές από τις κάλπικες.
  • 60:05 - 60:08
    Ο Πήγασος της ρητορείας τους
    σας ανέβαζε καμαρωτός
  • 60:08 - 60:10
    στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών,
  • 60:10 - 60:13
    κ᾿ η καρδιά σας, όπως η σπηλιά
    της Πεντέλης,
  • 60:13 - 60:15
    δεφτέρωνε και τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του.
  • 60:15 - 60:20
    Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης,
    εχάνατε στο τέλος και τον ἑαφτό σας
  • 60:20 - 60:22
    γινάµενοι σαν τους ήσκιους
    του Κάτου Κόσμου.
  • 60:23 - 60:25
    Όταν λοιπόν εγώ τους αρωτούσα ξαφνικά :
  • 60:25 - 60:28
    «Έχετε πολιτικά δικαιώµατα
    για να φωνάζετε τόσο ;»
  • 60:29 - 60:31
    χάλαγ᾽ εφτύς η παράσταση.
  • 60:31 - 60:33
    Καἱ σεις από τα ψηλά, που αρμενίζατε,
  • 60:33 - 60:37
    πέφτατε κατακέφαλα πάνου στα βράχια
    της γης και τσακιζόσαστε
  • 60:37 - 60:39
    σαν τις χελώνες του Γεροαίσωπου.
  • 60:39 - 60:41
    Είτανε λοιπόν να μὲ χωνέβετε ;
  • 60:43 - 60:47
    Εγώ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τα
    είχα γραμμένα στα παλιά µου τα παπούτσια.
  • 60:47 - 60:51
    Ποτές µου δεν πήγα να ψηφίσω'
    να διαλέγω μοναχός µου
  • 60:51 - 60:54
    ποιός κλέφτης θα με κλέβει
    και ποιός τζελάτης θα μὲ κόβει.
  • 60:54 - 60:58
    Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες,
    για να θυµώνετε σεις κ᾿ εγώ να γελάω
  • 60:59 - 61:03
    Οι σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
    Πέντε µνές...
  • 61:03 - 61:05
    θα πει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο.
  • 61:05 - 61:08
    Από την τιμή καταλαβαίνεις
    την αξία της πραμάτειας.
  • 61:08 - 61:13
    ᾿Εγώ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα
    τζάμπα και κανένας δεν τηνε δεχότανε.
  • 61:14 - 61:16
    θα πει πως δεν άξιζε τίποτα.
  • 61:16 - 61:20
    Μα θα πει και κατιτίς άλλο :
    για να επιμένω
  • 61:20 - 61:23
    να σας τηνε δίνω με το ζόρι
    και με κίντυνο της ζωής µου,
  • 61:23 - 61:26
    κάποιος οχτρός σας θα με πλήρωνε.
    Προπαγάντα !
  • 61:27 - 61:32
    Οἱ Σλάβοι με πλερώνανε να ξεβιδώσω
    την ιδεαλιστική μηχανή της πολιτείας !
  • 61:32 - 61:37
    Μα για να µπορώ να ρεζιλέβω
    την παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων,
  • 61:37 - 61:42
    δε θα πει πως είχα δίκιο, μα πως είμουνα
    πιο πονηρός και πιο καπάτσος από δάφτους.
  • 61:42 - 61:46
    Μπορούσα να κάνω τ' άσπρο µάβρο.
    Σημάδι των καιρών...
  • 61:47 - 61:50
    ᾿Αφού με τις λογης αλλαξοκαθεστοσύνες
    και προδοσίες
  • 61:50 - 61:54
    µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
    ρίξατε το φταίξιμο σε μένα.
  • 61:54 - 61:57
    Εγώ με τη διδασκαλία µου
    και με τὶς κοροϊδίες µου
  • 61:57 - 62:01
    κλόνισα µέσα στην ψυχή των πολιτών
    κάθε μπιστοσύνη στους νόμους !
  • 62:01 - 62:04
    είμουνα λοιπόν κ᾿ εγώ ένας
    από τοὺς σοφιστάδες !
  • 62:04 - 62:05
    Μακάρι !
  • 62:05 - 62:09
    Τό χω βάρος στην ψυχή µου, που
    κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία,
  • 62:09 - 62:12
    χτύπαγα μαζί
    και τὶς μεγάλες τους αλήθειες...
  • 62:12 - 62:17
    Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
    κάθισα και συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους.
  • 62:17 - 62:19
    Μέσα µου τι χαλασμός !
  • 62:19 - 62:22
    Λυπάμαι πολύ, που δεν πρόλαβα
    ν᾿ ανοίξω την ψυχή µου στον κόσμο,
  • 62:22 - 62:26
    πριν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε
    για πάντα με μιαν οργιά χώμα !
  • 62:27 - 62:30
    Αί ! στο τέλος της απολογίας µου
    θα σας αμολήσω τα σφαλάγγια,
  • 62:30 - 62:32
    που βράζουνε µέσα µου από καιρό.
  • 62:36 - 62:37
    Να κι ὁ πολιτικός αριβάρει.
  • 62:38 - 62:41
    Μπροστά πάνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια
    και πίσου αφτός.
  • 62:41 - 62:43
    Πριχού πατήσει το ποδάρι,
  • 62:43 - 62:46
    δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του
    σαν το µουλάρι.
  • 62:46 - 62:49
    Ξεροβήχει, για να γυρίσουμε
    να τον κοιτάξουμε.
  • 62:50 - 62:53
    Μαζί µας είναι κάµποσοι φίλοι του.
    Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει.
  • 62:54 - 62:57
    Σφίγγει τα χέρια µας πολύ γκαρδιακὰ
    και με δύναμη.
  • 62:57 - 63:00
    Mε τέτιο δυνατό χέρι βαστάει
    το τιμόνι του Καραβιού.
  • 63:00 - 63:03
    μας αγαπάει και γίνεται θυσία για μας !
  • 63:03 - 63:06
    Για χατίρι µας βουτάει το δημόσιο ταμείο,
    για να δίνει σ᾿ εμάς
  • 63:06 - 63:10
    και για χατίρι µας τσαλαπατάει
    τοὺς νόμους, για να μας σώζει.
  • 63:10 - 63:14
    Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε
    ψέφτικον όρκο στα δικαστήρια
  • 63:14 - 63:16
    και να μην κρατάμε το λόγο
    μας στ᾿ αλισβερίσια µας.
  • 63:17 - 63:20
    Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζής,
    είναι και μεγάλος στρατηγός.
  • 63:21 - 63:24
    Αν νικούσαν οι στρατιώτες,
    αφτός δοξαζότανε.
  • 63:24 - 63:27
    Μα κι αν τηνε παθαίνανε,
    αφτός δεν πάθαινε τίποτα.
  • 63:27 - 63:29
    δεν έφταιγε. Φταίγανε...
  • 63:30 - 63:32
    θα σας το πω παρακάτου ποιοί φταίγανε.
  • 63:33 - 63:36
    Κι αν παράδινετο στρατό στούς ὀχτροὺς
    κι αν τούς πουλούσε τα κάστρα
  • 63:36 - 63:40
    κι αν έφεβγε πρώτος πρώτος,
    ποιός θα μπορούσε να τον κατηγορηήσει ;
  • 63:40 - 63:42
    ᾿Αφτός είταν ο Δημόσιος Κατήγορος !
  • 63:43 - 63:47
    Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα
    και παρουσιαζόµουνα μπροστά του
  • 63:47 - 63:49
    και του λεγα
    «Κυρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
  • 63:50 - 63:52
    τα µατάκια του χωνόντανε βαθιά
    στις τρύπες τους,
  • 63:52 - 63:54
    σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
  • 63:55 - 63:56
    Κόκκαλο ο κυρ Θόδωρος.
  • 63:57 - 64:00
    Ποιός κὺρ Θόδωρος;
    Ο Λύκων και ο Άνυτος, καλέ !
  • 64:01 - 64:03
    Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν.
  • 64:03 - 64:06
    Οι φίλοι κ' οἱ µπράβοι του
    να κι ανασκουμπώνονται.
  • 64:07 - 64:10
    Τόνε κοιτάνε λοξά στα μάτια
    νὰν τοὺς κάνει το νόηµα.
  • 64:10 - 64:12
    Μα τούτος δεν είναι τόσο µπόσικος.
  • 64:12 - 64:17
    Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ.
    Σκάει στα γέλια. Ξέρετε γιατί ;
  • 64:17 - 64:21
    Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά,
    που καταχερίσανε πολλούς ως τώρα.
  • 64:21 - 64:25
    Ύστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί,
    γιὰ να πάρουνε το µέρος µου.
  • 64:25 - 64:30
    δεν είναι φιλοσόφοι, δεν είναι φίλοι µου·
    είναι λέρες σαν κι αφτόν.
  • 64:30 - 64:32
    Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
  • 64:33 - 64:37
    Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του.
    «έννοια σου», λέει µέσα του,
  • 64:37 - 64:40
    «και θα σου τηνε φέρω εγώ
    εκεί που δεν το περιμένεις».
  • 64:41 - 64:44
    Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε
    πώς να με καλοπιάσουνε,
  • 64:44 - 64:46
    για να μην τους βρίζω.
  • 64:46 - 64:51
    Με προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» και μου
    στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια :
  • 64:52 - 64:55
    κόκκιν᾽ αβγά και τσουρέκια το Πάσκα·
    γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά·
  • 64:55 - 65:00
    τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδας το Φλεβάρη·
    ορτύκια µανιάτικα τον Αλωνάρη·
  • 65:01 - 65:05
    και στη γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
    νταμιτζάνες κρασί και λουλούδια. ᾿
  • 65:06 - 65:09
    Εγώ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε
    η Ξανθίππη, πως είμαι κορόιδο.
  • 65:10 - 65:15
    Στο θεό σας ! Θέλανε
    να μου κλείσουνε το στόµα ! Θά σκαγα...
  • 65:15 - 65:19
    Μια φορά µάλιστα κάποιος τρανός από
    δάφτους μού στειλε για σκλάβους
  • 65:19 - 65:23
    δυο αραπάκια των ἑκατόν εξήντα μηνών,
    που δεν ξέραν ἑλληνικά·
  • 65:23 - 65:27
    κατσαρά μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
    χρυσά βραχιόλια και σκουλαρίκια...
  • 65:27 - 65:30
    «Γιὰ ναν τα κάνω», μού γραφε,
    «φιλοσόφους» !
  • 65:30 - 65:33
    Τά τύλιξα με μισό σεντόνι
    (είτανε τσίτσιδα)
  • 65:33 - 65:37
    καὶ τα ξανάστειλα πίσου.
    Ποιός θαν τά τρεφε ;
  • 65:38 - 65:40
    ᾽Αφτό το περιστατικό το ξέρουνε πολλοί.
  • 65:40 - 65:43
    Κείνη τη µέρα σηκώθηκε
    όλο το Κολωνάκι στο ποδάρι.
  • 65:43 - 65:47
    Βγήκαν από τα σπίτια και τα µαγαζιά τους
    κι αραδιαστήκανε στα πεζοδρόμια,
  • 65:47 - 65:50
    για ναν τα κοιτάνε, που περνούσανε
    πιασµένα χέρι χέρι...
  • 65:51 - 65:53
    Και τι, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε
    κατόπι ;
  • 65:54 - 65:57
    Ὁ Σωκράτης τα διωξε, γιατί τα θελε
    να ταν άσπρα !
  • 65:59 - 66:02
    Ὁ Περικλής, σαν άκουσε να γίνεται
    τόση κουβέντα για μένα,
  • 66:02 - 66:05
    έβαλε την ᾿Ασπασία να με φωνάξει
    στο παλάτι του.
  • 66:05 - 66:07
    Και κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
  • 66:08 - 66:09
    Μπορούσα να χαλάσω το χατίρι
  • 66:09 - 66:11
    του καλόπαιδου
    και της μεγάλης αρχόντισσας ;
  • 66:12 - 66:14
    Πήγα με σκοπό να τσακωθώ.
  • 66:14 - 66:17
    Μα σ᾿ ο,τι και νὰν τοὺς έλεγα,
    δε μου φέρνανε αντίρρηση.
  • 66:17 - 66:21
    Κι όταν κατάκρινα τὸν «Ὀλύμπιο Δία»
    για ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
  • 66:21 - 66:25
    σας είπε στον Επιτάφιο του, κούνησε
    γελώντας τη σουβλερή του καράφλα
  • 66:25 - 66:28
    και με παρακινούσε να κακολογώ
    τοὺς ὀχτρούς του
  • 66:28 - 66:30
    και να λέω αρσίζικα χωρατά.
  • 66:30 - 66:35
    Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ
    μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα
  • 66:35 - 66:39
    τούτην εδώ την παλιοπατατούκα,
    που βλέπετε, και μου λεγε σιγανά :
  • 66:39 - 66:41
    «Βγάλ’ τηνε, καημένε,
    να σου τηνε µπαλώσω ...»
  • 66:42 - 66:46
    Μου κάνανε μεγάλα ικράµια και μ᾿ ακούγανε
    με κατάνυξη και θαμασμό.
  • 66:47 - 66:50
    Μα δεν είναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα
    και τον Περικλή.
  • 66:50 - 66:52
    Μού δινε το λόγο του, πως όπου να ναι,
  • 66:52 - 66:55
    θαν τα ταίριαζε με τους Μωραΐτες
    και θα τέλειωνε τον πόλεμο...
  • 66:56 - 66:58
    Τώρα το βλέπω, με κορόιδεβε.
  • 66:58 - 67:04
    Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στη ζωή μου.
    Αν εζούσε, θα πολεμούσε ακόμα Ι...
  • 67:04 - 67:06
    Εξουσία και πόλεμος δεν μπορεί
    να χωριστούνε !...
  • 67:08 - 67:13
    Θαρρώ βγηκ᾽ απ' το θέµα...
    Γεροντική φλυαρία.να μὲ συμπαθάτε !
  • 67:16 - 67:21
    Αμ’ οι ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που
    κουβεντιάζουνε με τους θεούς,
  • 67:21 - 67:22
    σαν παλιοί κουμπάροι...
  • 67:22 - 67:26
    Μεσάτοι, κουνιστοὶ και με κομένα μάτια,
    κει που περπατάνε
  • 67:26 - 67:29
    σκορπίζοντας αρώματα
    και χάχανα καμπανιστά,
  • 67:29 - 67:33
    σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια
    και κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι.
  • 67:34 - 67:36
    Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν
    άγγελοι των Θεών
  • 67:36 - 67:39
    και τους καλούνε
    στον "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿
  • 67:39 - 67:41
    Εκεί μεθάνε κ εδώ χρησμολογούνε.
  • 67:42 - 67:46
    Με τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν
    από τα δεσμά της µαταιότητας.
  • 67:46 - 67:50
    ᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’ ο,τι αγγίσουνε
    με την πνοή τους.
  • 67:50 - 67:55
    Χάρη σ᾿ αφτοὺς ο κόσμος γίνεται καλύτερος
    και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ὁ Θεός !
  • 67:56 - 67:57
    Καλή ώρα σαν το Μέλητο...
  • 67:59 - 68:02
    Άμα λοιπόν τους έπαιρνε το µάτι µου
    και τους χαιρετούσα :
  • 68:02 - 68:07
    «τι μου γλυκοπικρο γίνεσαι, Μαρίκα» φυσικά
    θυµώνανε κι αφτοί κ οἱ φίλοι τους.
  • 68:07 - 68:11
    Και να πού ρθανε τα πράματα δεξιά
    κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
  • 68:11 - 68:14
    στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου.
  • 68:15 - 68:18
    Στο αναμεταξύ μού γραφαν
    επιγράμματα τσουχτερά,
  • 68:18 - 68:21
    που κάνανε τη βόλτα τους
    στα σοκάκια, στα χωριά...
  • 68:21 - 68:26
    Όσο που κάποτες ο Αριστοφάνης,
    ο μόνος που του ταίριαζε να ναι ποιητής,
  • 68:26 - 68:29
    γιατί τανε µισάνθρωπος και τζαναµπέτης,
    μ᾿ ανέβασε στο θέατρο...
  • 68:30 - 68:32
    Πρωταγωνιστής των «Νεφελών» !
  • 68:33 - 68:35
    Γελούσε ο κόσμος κ᾿ εγώ καµάρωνα...
  • 68:35 - 68:39
    όσο που μ᾿ αναγκάσανε να πηδήξω πάνου σε
    μια καρέκλα για να με ιδούνε !
  • 68:39 - 68:42
    ᾿Από τότες έγινα «σπουδαίος» άνθρωπος.
  • 68:42 - 68:44
    Όλ᾽ η Ἑλλάδα μιλούσε για μένα...
  • 68:44 - 68:47
    Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε,
    μήτε με λογαριάζανε.
  • 68:48 - 68:51
    Μετὰ την παράσταση με πήραν οἱ φίλοι
    και πήγαμε στην ταβέρνα
  • 68:51 - 68:53
    να γιορτάσουµε τη δόξα µου.
  • 68:53 - 68:57
    Γενήκαμε στουπί στο µεθύσι κ᾿ είπαμε
    σωρό καρίπικα τραγούδια...
  • 68:58 - 69:00
    Τα ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι...
  • 69:00 - 69:03
    Πατούσα στα νύχια, για να μη
    με μυριστεί η Ξανθίππη.
  • 69:03 - 69:07
    Μα που ! Τινάχτηκε απάνου
    κι άρχισε τον αναβαλλόμενο...
  • 69:07 - 69:12
    «Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις είμαι
    ο μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ όλο τὸν... κόσµο
  • 69:12 - 69:14
    (έτσι το λεγα, για να την καλμάρω).
  • 69:14 - 69:17
    Και συ, που μ᾿είχες του µπάτσου
    και του κλώτσου !...
  • 69:17 - 69:19
    Μ’ ανεβάσανε στο θέατρο...»
  • 69:20 - 69:25
    Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο
    κ᾿ύστερις για πρώτη φορά στη ζωή της
  • 69:25 - 69:28
    μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε και μού πε:
    «χρυσό µου !»
  • 69:30 - 69:34
    Ὡς το πρωί µετάνιωσε : «Κοίταξε να βρείς
    καμιά δουλειά᾿να διοριστείς...
  • 69:34 - 69:38
    και ναν τ᾽ αφήσεις αφτά...
    Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !»
  • 69:41 - 69:44
    ᾿Αφτα που σας διηγήθηκα δε γινόντανε
    κάθε µέρα τα ίδια.
  • 69:44 - 69:47
    Τις περισσότερες φορές κοίταγα
    να φέβγω από τον κόσμο...
  • 69:47 - 69:52
    να κατεβαίνω στη θάλασσα την πολύμορφη
    και χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ
  • 69:53 - 69:57
    να πέφτω µέσα, να την αγκαλιάζω
    και να πηγαίνω βαθιά... πολύ βαθιά
  • 69:57 - 69:59
    συντροφιά με τις Νεράιδες
    και τους Τρίτωνες.
  • 70:00 - 70:03
    να κυλιέμαι κατόπι
    στην πυρωμένην αμμουδιά,
  • 70:03 - 70:05
    να ξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στον ήλιο
  • 70:05 - 70:08
    και να τόνε χορέβω σαν τόπι πανου
    στην τουρλωτή κοιλιά µου...
  • 70:09 - 70:13
    Έπαιρνα το λοιπόν τ' απόμερα σοκάκια και
    τραβούσα τοίχο τοίχο στις Ιτωνίδες Πύλες.
  • 70:14 - 70:17
    Εκεί στεκόµουνα στο να µου ποδάρι
    κι έβγαζα το να τσαρούχι
  • 70:17 - 70:20
    κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα
    το δεύτερο τσαρούχι.
  • 70:21 - 70:25
    Τά σφιγγα και τα δυο κάτου στην ἁμασκάλη
    -- για να μη λιώνουν οι σόλες άδικα, --
  • 70:25 - 70:28
    κ᾿ εν δυο, εν δυο κατέβαινα στο Φάληρο.
  • 70:28 - 70:31
    Καμιά φορά μου τύχαινε να πατήσω
    καμιά μαγαρισιά
  • 70:31 - 70:36
    (γιοµάτες οἱ συνοικίες και τα σοκάκια !).
    «Μα τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
  • 70:36 - 70:40
    «Καλύτερα να πατάς µαγαρισιές,
    παρά να σκοντάβεις ὅλη µέρα
  • 70:40 - 70:44
    πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
    «”Έλληνες Ἑλλήνων” !»
  • 70:54 - 71:03
    ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
  • 71:08 - 71:10
    Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
  • 71:10 - 71:13
    Καιρός να σας εξηγήσω
    και τη φιλοσοφία μου...
  • 71:13 - 71:16
    Τι κατσουφιάζετε ;...
    Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
  • 71:16 - 71:18
    Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
  • 71:18 - 71:21
    Άξαφνα,το πως μου ρίχτηκε κάποτες
    ή Θεοδότη...
  • 71:22 - 71:23
    Μα δε με παίρν' η ώρα.
  • 71:24 - 71:28
    Ανάγκη, πριν πεθάνω,να μαθεφτεί,
    πως ο Σωκράτης είχε καταλάβει
  • 71:28 - 71:30
    τα σφάλματα της διδασκαλίας του
    και μετάνιωσε...
  • 71:31 - 71:36
    Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως
    δε γουστάρω τάχα τις γυναίκες, - εγώ !
  • 71:37 - 71:38
    Και πικαρίστηκε.
  • 71:38 - 71:40
    Τό βαλε πείσμα να με καταφέρει.
  • 71:40 - 71:44
    Με καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της
    να συζητάμε φιλοσοφία.
  • 71:44 - 71:46
    Κι όλο τύχαινε να λούζεται, ν' αλείφεται
  • 71:46 - 71:50
    και να προβάρει γυμνή μπροστά μου
    τους νέους χορούς της.
  • 71:50 - 71:53
    «Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε,
    «δεν παρεξηγείς»...
  • 71:54 - 71:59
    Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
    για να ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
  • 71:59 - 72:02
    κ' ενώ ζεστός και φωτεινός ο κόρφος της
    ανεβοκατέβαινε γρήγορα,
  • 72:02 - 72:05
    της μιλούσα για την αθανασία της ψυχής.
  • 72:06 - 72:08
    Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση και μου λεγε :
  • 72:08 - 72:11
    «Ξέρω σωστούς εξηνταεννιά τρόπους
    να κάνω τον έρωτα».
  • 72:11 - 72:15
    Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
    «Τι έχεις;» με ρωτούσε.
  • 72:16 - 72:18
    «Κοιτάω να βρω, ποιός από
    τους ἑξηνταεννιά σου τρόπους
  • 72:18 - 72:22
    είναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»...
  • 72:22 - 72:25
    Φωνές: «Ποιός είναι; Ποιός είναι;»
  • 72:26 - 72:29
    Βλέπετε, πως χρειάζεται να ξέρουμε
    και φιλοσοφία :
  • 72:29 - 72:33
    Έτσι κ' η Θεοδότη, σαν κ' εσας,
    με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε...
  • 72:33 - 72:34
    «ποιός είναι :»
  • 72:34 - 72:36
    Ώσπου μιὰ µέρα, για να γλυτώσω, της λέω :
  • 72:36 - 72:40
    «Ο τρόπος αφτός είναι νὰ... δείρεις πρώτα
    δίχως λύπηση τη γυναίκα
  • 72:40 - 72:43
    και κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
    στο πάτωµα και τρέμει σύγκορμη,
  • 72:43 - 72:45
    να τὴν αναποδογυρίζεις...»
  • 72:45 - 72:49
    Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου
    και µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της
  • 72:49 - 72:52
    μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε».
  • 72:53 - 72:56
    Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχά
    γιὰ να σας πειράξω.
  • 72:56 - 72:59
    Θέλησα και με τρὀπο να σας µπάσω
    στη φιλοσοφία µου...
  • 73:00 - 73:01
    Πάλε κατσουφιάζετε :
  • 73:01 - 73:04
    Έλληνες αρχαίοι
    καὶ να φοβόσαστε τη σκέψη Ι...
  • 73:04 - 73:07
    'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί»
  • 73:07 - 73:09
    σαν κ᾿ εσάς δεν πάει να πονοκεφαλιάζετε.
  • 73:10 - 73:14
    Μ’ όσο κέφι μου περισσέβει, θα κοροϊδέψω
    τώρα και τη φιλοσοφία µου.
  • 73:15 - 73:18
    Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θα µισοκαταλάβετε,
  • 73:18 - 73:21
    πως αν δεν ὑπάρχει στις ερωτοδουλειές
    απόλυτον «είδος»,
  • 73:21 - 73:24
    άλλο τόσο δεν ὑπάρχει
    και στα «υψηλά ζητήματα».
  • 73:25 - 73:27
    Και πρώτα πρώτα δεν είμαι φιλόσοφος.
  • 73:27 - 73:30
    Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
  • 73:30 - 73:34
    λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες,
    μὲ πολυελαίους, μ’ Άγιο Βήμα
  • 73:34 - 73:36
    κι άδυτα των αδύτων.
  • 73:36 - 73:39
    Είχα βρει μοναχά μιὰ δικιά µου
    «μέθοδο» σκέψης.
  • 73:40 - 73:42
    Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό
    και σκανταλιάρικο,
  • 73:42 - 73:46
    μού δωσε πιστοποιητικό σοφού
    κι ὄχι φιλοσόφου.
  • 73:46 - 73:49
    Καὶ δε με σύγκρινε με τον τρανό
    τον Πυθαγόρα, τον Εμπεδοκλή
  • 73:49 - 73:54
    τον Αναξαγόρα και τόσους άλλους,
    μα με το Σοφοκλή και τον ᾿Εβριπίδη
  • 73:54 - 73:56
    -- με δυο ποιητάδες !
  • 73:56 - 74:00
    Φαίνεται, ήθελε να ρεζιλέψει κι αφτουνούς,
    ομολογώντας,
  • 74:00 - 74:03
    πως ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου
    το «τίποτα»,
  • 74:03 - 74:07
    κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στην ίδια σειρά
    με δυο φημισμένους «αερολόγους»
  • 74:07 - 74:09
    -- κείνοι της καρδιάς
    κ᾿ εγώ του στοχασμού.
  • 74:11 - 74:13
    ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε
    φιλόσοφο,
  • 74:14 - 74:16
    μα «δάσκαλε» και «κύριε πρὀεδρε».
  • 74:18 - 74:23
    Ο θείος Καπνός των Δελφών, που με
    ρεκλαμάρισε σε ὅλον το κόσµο για σοφότατο,
  • 74:23 - 74:27
    δεν αστειεβότανε. Ηθελε να με στραβώσει.
  • 74:27 - 74:30
    να μὲ κάνει να πιστέψω,
    πως είχα βρει την Αλήθεια,
  • 74:30 - 74:33
    για να μην την αναζητώ και την πετύχω
    καμιά μέρα,
  • 74:33 - 74:35
    -- Φοβότανε το µεγάλο μυαλό µου.
  • 74:35 - 74:38
    Δε συφέρνει και στους αθάνατους Αφέντες
  • 74:38 - 74:41
    να µαθαίνουνε την αλήθεια
    τὰ ζωντανά της γης.
  • 74:41 - 74:45
    Και σαν είδε, πως άρχισα
    να τηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό·
  • 74:45 - 74:50
    έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας
    και σας φλόμωσε για να με σκοτώσετε...
  • 74:52 - 74:56
    Αν όμως ο Λοξίας τό πε στα σοβαρά, πὼς
    είμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια,
  • 74:56 - 75:01
    πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν
    ο, τι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς :
  • 75:01 - 75:03
    ο πρώτος κοροϊδεφτής.
  • 75:06 - 75:10
    Όταν ακόμα παιδί μυξιάρικο χάζεβα
    στην αγορά κι άκουα τοὺς μεγάλους,
  • 75:10 - 75:15
    παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα
    µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες
  • 75:15 - 75:16
    κι όλες φαινόντανε σωστές.
  • 75:17 - 75:20
    Οἱ σοφιστάδες υποστηρίζανε καθαρά,
    πως είναι και σωστές.
  • 75:21 - 75:24
    Στην αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου
    κι αργότερα με το γινωμένο
  • 75:24 - 75:27
    προσπαθούσα να βρίσκω πάντοτε
    μια μοναδική γνώμη,
  • 75:27 - 75:30
    που νά ναι σε κάθε περίσταση
    και για όλους υποχρεωτικὴ,
  • 75:30 - 75:35
    δηλαδή παντοτινή κι ανάλλαγη, πάνου από
    καιρούς και τόπους κι ανθρώπους,
  • 75:35 - 75:36
    -- απόλυτη.
  • 75:36 - 75:40
    Θά πρεπε νά χει κάτι το θεϊκό µέσα της,
    νά ναι «ιδέα».
  • 75:41 - 75:43
    Και για ναν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε
    καθόλου
  • 75:43 - 75:47
    να ψάχνουµε στον όξω κόσμο,
    πού ναι διαβατικός και ψέφτικος,
  • 75:47 - 75:50
    μὰ µέσα στην ψυχή µας, πού ναι
    κι άυλη κι αθάνατη.
  • 75:51 - 75:55
    στα βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες
    οι ιδέες - αλήθειες
  • 75:55 - 75:58
    κάτου από σκουριά πολλή,
    που τηνε σωριάζουνε µέσα της
  • 75:58 - 76:02
    οι αἴστησες - αποθυμιές
    κ᾿ οι αποθυμιές - συφέρα.
  • 76:02 - 76:06
    Για να την ξεσύρουµε λοιπόν στο φως
    της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
  • 76:07 - 76:09
    Χρειαζότανε μαστοριά μαμής.
  • 76:09 - 76:12
    Και γίνηκα με τα χρόνια
    μαμή της πολιτείας.
  • 76:12 - 76:16
    Έπιανα τις ψυχές των ανθρώπων, τις μάλαζα
    με τρόπο
  • 76:16 - 76:19
    κ'΄ έχωνα στην ανάγκη µέσα τους
    τὴ χερούκλα µου και τὶς κουτάλες
  • 76:19 - 76:20
    για να βγάλω το μωρό.
  • 76:21 - 76:24
    Ξεγεννούσα τις αλήθειες,
    ω άντρες Αθηναίοι,
  • 76:24 - 76:28
    γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός
    και θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
  • 76:29 - 76:30
    Γιατί ;
  • 76:30 - 76:34
    Ζουλώντας και µαλάζοντας τις ψυχές, για να
    φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία,
  • 76:34 - 76:37
    τις ἕκανα και ξερνούσανε τη σκουριά τους :
  • 76:37 - 76:41
    Θεός, Αγαθό, Δικαιοσύνη,
    Πατρίδα κι ᾽Ομορφιά
  • 76:41 - 76:44
    κι όλα τα ρέστα που δεν είναι
    μήτε πρώτες αρχές μήτε κ᾿ έσχατοι σκοποί·
  • 76:44 - 76:47
    μήτε χαρίσματα των θεών
    μήτε κατορθώματα του νου,
  • 76:47 - 76:52
    μα πλάσματα καιρικά, με νόηµα τρεχούμενο
    κι άπιαστο, µέσα ταπεινά,
  • 76:52 - 76:56
    που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
    στραβώνει τους ὑποταχτικούς της
  • 76:56 - 76:58
    και πνίγει την ψυχή τους.
  • 76:58 - 77:00
    Οi ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους
    που διατάζουνε,
  • 77:00 - 77:02
    και σε κείνους που κάνουνε θελήματα·
  • 77:02 - 77:05
    σε κείνους που κάθονται,
    και σε κείνους που μοχτάνε·
  • 77:05 - 77:09
    σε κείνους που βλέπουνε, και σε
    κείνους που φοράνε κλάπες στα μάτια:
  • 77:09 - 77:11
    σε χορτάτους και σε κορόιδα.
  • 77:11 - 77:14
    Η ζωή µας µπλέκεται μιας αρχής
    µέσα στα δίχτια,
  • 77:14 - 77:16
    που μας είναι στηµένα, πριν γεννηθούμε.
  • 77:16 - 77:19
    Μωρά στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό,
  • 77:19 - 77:23
    µαθαίνουµε, χωρίς νὰν το ρωτᾶμε,
    ποιό ναι το καλό και το κακό,
  • 77:23 - 77:25
    --- «το του κρείττονος συμφέρον».
  • 77:26 - 77:29
    Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
    μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
  • 77:29 - 77:32
    δίνουμε συγκινηµένα
    με βραχνή λαλιά πετειναριών
  • 77:32 - 77:37
    τον όρκο στα μεγάλα Χρέη κ᾿ Ιδανικά,
    ---«το του κρείττονος συμφέρον».
  • 77:38 - 77:41
    Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό
    και πάρουμε ψήφο, τα ίδια θ᾿ακούμε
  • 77:41 - 77:46
    -- και θα λέμε -- στην αγορά, στα
    δικαστήρια, στις λαοσύναξες, στα θέατρα
  • 77:46 - 77:48
    --«το του κρείττονος συμφέρον».
  • 77:48 - 77:52
    Κι αφού μικροὶ και μεγάλοι
    και χτες και σήμερα και άβριο
  • 77:52 - 77:58
    τα ίδια πιστέβουν όλοι, θα πει, πως είναι
    νόμοι «ουρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες».
  • 77:59 - 78:02
    Έτσι τραβάμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε,
    τη µοιραία µας στράτα,
  • 78:02 - 78:06
    δεμένοι συναµεταξύ µας και βέβαιοι
    πως το συφέρο του «κρείττονος»
  • 78:06 - 78:08
    είναι δικό µας συφέρο.
  • 78:08 - 78:11
    Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
  • 78:11 - 78:14
    συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε
    παρὰ να τιμωρούμε !
  • 78:14 - 78:19
    Κι αν άξαφνα κανείς απόκοτος χυμούσε
    με το μαχαίρι να ξεκοιλιάσει το Λύκο,
  • 78:19 - 78:23
    θα βάζαμε μπροστά τις ψυχές και τα κορµιά
    µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά.
  • 78:24 - 78:27
    Κι αν τό φερνε ποτές η κατάρα
    να μας λείψει ὁ Λύκος,
  • 78:27 - 78:30
    θα τρέχαμε να βρούμε
    άλλονε χειρότερο, για να μας τρώει.
  • 78:32 - 78:35
    Τέτιες αλήθειες έβγαζα
    από την ψυχή του Κοπαδιού.
  • 78:35 - 78:39
    Αλήθειες, που με τον καιρό και τη
    συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
  • 78:39 - 78:42
    πιο δυνατά κι από την πείνα
    κι από τον έρωτα.
  • 78:42 - 78:46
    Μὲ την ίδια µαμικη μπορούσα
    να βγάνω από τὶς ψυχές
  • 78:46 - 78:48
    -- μιὰ κι αρχίσανε να με παίρνουνε
    για παντογνώστη, --
  • 78:48 - 78:52
    και πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους,
    όπως οἱ Κινέζοι κομπογιαννίτες
  • 78:52 - 78:55
    βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια
    των Μεγαριτών.
  • 78:55 - 78:59
    Τα σκουλήκια, θα μου πείτε, τα βλέπεις
    πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις.
  • 78:59 - 79:03
    Μὰ τὶς ιδέες ;
    ᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι,
  • 79:03 - 79:05
    πρώτα τις πιστέβεις
    κ᾿ ύστερα τις βλέπεις.
  • 79:06 - 79:10
    Όταν άξαφνα καμιά δαιμονοπαρμένη γριά
    ξεφωνίσει μες στην εκκλησιὰ
  • 79:10 - 79:16
    δείχνοντας ψηλά τὸν Άγιον Άλφα :
    «Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοήµατα !»,
  • 79:16 - 79:20
    ούλες οἱ άλλες μαζί και βλέπουνε
    με τα μάτια τους το σάλεμα,
  • 79:20 - 79:21
    τα δάκρυα καὶ τα νοήματα
  • 79:21 - 79:24
    κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιά
    και τη φοβέρα του.
  • 79:25 - 79:27
    Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
  • 79:27 - 79:31
    Μὰ το πιο συνειθισµένο θάµα γίνεται
    σα βάζεις μοναχός μες στην ψυχή σου
  • 79:31 - 79:33
    κείνο που θες να βρεις.
  • 79:33 - 79:36
    Και κατόπι σκάβοντας με τα νύχια
    της λογικής το βρίσκεις,
  • 79:36 - 79:37
    όπως τό θελες.
  • 79:38 - 79:42
    Οἱ παλιοί θεομπαίχτες θάβανε
    στη ρίζα κανενού κυπαρισσιού
  • 79:42 - 79:45
    η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα
    κ᾿ ύστερα βλέπαν όνειρο,
  • 79:45 - 79:48
    πως σε κείνο το μέρος κοίτεται
    χρόνια θαμένος ο «άγιος»
  • 79:48 - 79:49
    και φωνάζει να βγει.
  • 79:49 - 79:53
    Και ξεσηκώνοντας το χωριό
    με κεριά και λιβάνια πηγαίναν εκεί,
  • 79:53 - 79:56
    τόνε ξεθάβανε και μοσκοβολούσε ο τόπος !
  • 79:56 - 80:01
    Και χτιζότανε παρεκκλήσι και γεµίζαν οι
    δίσκοι με δεκάρες και τα πιθάρια με λάδι
  • 80:01 - 80:05
    κι άγιαζε κι ο θεομπαίχτης σαν
    «όργανο θείας εκλογής».
  • 80:07 - 80:11
    Με τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
    τη βασιλεία των Οραμάτων
  • 80:11 - 80:13
    στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος.
  • 80:13 - 80:16
    Στράβωνα το Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα
    το καθεστός της ᾽Αδικίας,
  • 80:16 - 80:18
    σύμφωνα με το αξίωμα :
  • 80:18 - 80:21
    «όσο πιο στραβό το Κορόιδο,
    τόσο πιο ντρέτα πορπατεί».
  • 80:23 - 80:25
    δεν έπρεπε λοιπόν να με σκοτώσετε.
  • 80:25 - 80:29
    Θάρτουν άλλοι καιροί που οι «κρείττονες»
    θα πλερώνουν ακριβά τοὺς κομπογιαννίτες
  • 80:29 - 80:32
    όχι να βγάζουνε, μα να βάνουνε
    σκουλήκια
  • 80:32 - 80:35
    μέσα στο μυαλό και στη ψυχή των Μεγαριτών
  • 80:35 - 80:39
    και να κάνουνε θάµατα να µαθαίνουνε
    στα παιδιά και στοὺς μεγάλους,
  • 80:39 - 80:46
    πὼς «πατρός τε και μητρός κτλ., τιμιώτερον
    και αγιώτερόν εστιν η εκμετάλλευσις».
  • 80:47 - 80:50
    Έτσι βυθισμένος ὁ λαός
    µέσα σε γαλάζια καταχνιά,
  • 80:50 - 80:52
    στην ανυπαρξία της σκέψης και της θέλησης,
  • 80:52 - 80:56
    δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του,
    το μυαλό του και τα χέρια του.
  • 80:56 - 81:02
    Η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψήλος,
    πιασμένη σε χορό με τις αιώνιες ουσίες,
  • 81:02 - 81:05
    τρέμει να την αγγίξουν οι νόμοι
    της φύσης και των ανθρώπων :
  • 81:05 - 81:07
    ασκήμια, σχετικότητα και φθορά !
  • 81:08 - 81:12
    το σώμα στέκει καρφωμένο στη λάσπη
    κ᾿ η ψυχή πάντοτες λείπει...
  • 81:12 - 81:17
    Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται.
    Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
  • 81:18 - 81:22
    Με το κεντρί της φιλοσοφίας µου χτυπώντας
    τους απλοικούς στη ραχοκοκαλιά
  • 81:22 - 81:26
    τους παραλυούσα κ᾿ έτσι ασφάλιζα
    το χαροκόπι των έξυπνων.
  • 81:26 - 81:28
    Τι σας ήρτε λοιπόν και με σκοτώσατε ;
  • 81:30 - 81:33
    Βλέπω τις πολιτείες του µέλλοντος,
    ω άντρες ᾿Αθηναίοι !
  • 81:34 - 81:37
    Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο
    και τη βλακεία·
  • 81:37 - 81:41
    χρυσώνουνε και ταγίζουνε κουκουνάρι
    και καρύδια τους κομπογιαννίτες,
  • 81:41 - 81:44
    που ξεγελάνε το λαό να καταφρονάει την ύλη
  • 81:44 - 81:48
    και να προσµένει την ανταπόδοση
    στον... «κόσμο του πνεύματος !».
  • 81:50 - 81:55
    Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα
    και στην κριτική των δημόσιων αντρών.
  • 81:55 - 81:59
    Κι αφτοὶ για να με ξεκάνουνε
    μια και καλή με βγάλαν άθεο.
  • 81:59 - 82:01
    Ο Σωκράτης κοροϊδέβει τους θεούς
  • 82:01 - 82:04
    κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους
    ενάντια στην πολιτεία.
  • 82:05 - 82:08
    Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοί
    από την Αθήνα
  • 82:08 - 82:12
    κι αφήσανε το βράχο της ᾿Ακρόπολης
    και την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας
  • 82:12 - 82:14
    στα νύχια και στα δόντια των Ἓρυννύων.
  • 82:15 - 82:18
    Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι
    και κατάστρεφε τη σπορά
  • 82:18 - 82:22
    κι αν έπεφτε στάχτη στα γεννήματα,
    φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια,
  • 82:22 - 82:24
    μελίγκρα στα κουκιά και στα φασόλια·
  • 82:25 - 82:30
    κι αν ερήμαζε βλογιά τις όρνιθες, άφτρα
    τις γελάδες, σαρατζάς τ᾽ αλόγατα
  • 82:30 - 82:35
    κι αν έπιανε φωτιά σε κανένα µαχαλὰ κ᾿
    έμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
  • 82:35 - 82:39
    κι αν εβαστούσε δυο τρεις βδομάδες
    η φουρτούνα στη Μαβροθάλασσα
  • 82:39 - 82:43
    και ποδίζανε τα καΐκια με το σιτάρι
    και την παλαμίδα και πεινούσε ὁ κόσμος·
  • 82:43 - 82:48
    κι αν ἑρχότανε το θλιβερό µαντάτο,
    πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας»
  • 82:48 - 82:51
    στην άκρη της γης και μαβροφορούσαν
    οι µανάδες
  • 82:51 - 82:52
    -- ποιός έφταιγε ;
  • 82:52 - 82:55
    Ποιός άλλος από τους άθεους !
  • 82:55 - 82:58
    Αν δεν είχα πεισµώσει τους αθάνατους
    με τη φιλοσοφία µου
  • 82:58 - 83:01
    θα μας στέλνανε την πανούκλα του 430 π.χ.;
  • 83:02 - 83:04
    Μα τότες εγώ δε φιλοσοφούσα !
  • 83:04 - 83:08
    Αν ο γιός του Κλεινία με την παρέα του
    δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων
  • 83:08 - 83:11
    αντίς να σπάσονε τα δικά σας,
    που μου θέλατε µεγαλεία,
  • 83:11 - 83:14
    θα παθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας ;
  • 83:14 - 83:18
    Κι αν οἱ στρατηγοί των Αργινουσών
    δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν
  • 83:18 - 83:22
    η Νέμεση τα πέλαγα, για να μην µπορέσουνε
    να µαζέψουνε τους πνιµένους ;
  • 83:23 - 83:25
    Κ’ επειδής εγώ τους αθώωσα, θυμάστε ;
  • 83:25 - 83:29
    ανοίξαν οι ουρανοί να ρίξουνε
    ζεματιστό νερό να μας κάψουνε
  • 83:29 - 83:33
    μα... λυπηθήκαν (οι ουρανοί !)
    τους Τριάντα Τυράννους !...
  • 83:34 - 83:36
    Να λοιπόν ποιοί φταίγανε για όλα τα ζαβά,
  • 83:36 - 83:40
    καθὼς σας υποσκέθηκα να σας το εηγήσω
    πρωτύτερα
  • 83:42 - 83:44
    Έτσι με την αθεία µου
    και την προδοσιά µου
  • 83:44 - 83:47
    φελούσα με το παραπάνου την Πατρίδα
    και τη θρησκεία...
  • 83:47 - 83:51
    όσους θρέφονται από τα µαστάρια
    των μεγάλων αφτών ιδεών !
  • 83:51 - 83:55
    Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
    φορτώνανε στην πλάτη µου
  • 83:55 - 83:59
    κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία,
    κάθε ζημιά των φυσικών στοιχείων,
  • 83:59 - 84:02
    όλες τις αναποδιές της Μοίρας !
  • 84:02 - 84:06
    Όταν εγώ λείψω, θα ψάξουνε να βρούνε
    κάποιον άλλο Σωκράτη
  • 84:06 - 84:09
    να τόνε βαφτίσουνε µέσα στην άγια
    κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης
  • 84:09 - 84:11
    άθεο και προδότη.
  • 84:11 - 84:14
    Τους χρειάζεται να τον πετάνε στα δόντια
    του µανιασµένου πλήθους
  • 84:14 - 84:18
    για εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
    που θαν τα βρίσκουνε σκούρα.
  • 84:18 - 84:23
    Δε θα μπορούσε να ζήσει μηδέ μια στιγμή
    και το κοπάδι χωρίς Λύκους
  • 84:23 - 84:26
    κ οι Λύκοι χωρίς άθεους και προδότες.
  • 84:28 - 84:31
    Όλοι γκρινιάζετε πως χάλασε ο κόσμος.
  • 84:31 - 84:33
    Ποιός κόσµος ; τα βουνά κι ο οὐρανός ;
  • 84:34 - 84:35
    Φόβο δεν έχουνε !
  • 84:36 - 84:37
    Οι δυο τρεις άθεοι ;
  • 84:37 - 84:40
    Τους κόβετε και σιάζουν αμέσως τα πράματα.
  • 84:40 - 84:44
    Να τος ο κόσμος, η αφεντιά σας,
    ω άντρες ᾿Αθηναίοι !
  • 84:44 - 84:49
    Όλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα :
    φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων,
  • 84:49 - 84:54
    αγάπη του καλού κι αντρισμός,
    σέπονται ψοφίµια τούμπανα
  • 84:54 - 84:57
    µέσα στο Βάραθρο, συντροφιά
    των σκοτωμένων σκλάβων.
  • 84:58 - 85:02
    Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία,
    να τὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας,
  • 85:02 - 85:05
    -- «το µέσα πλούτος» ! --
    που σας ὁδηγάνε ψηλά.
  • 85:06 - 85:10
    Κ' ύστερα βγήκε το δικό µου το δαιμόνιο
    («καινό δαιμόνιο»)
  • 85:10 - 85:14
    να ξαναζωντανέψει τα ψοφίµια
    φυσώντας με το καλάμι της φιλοσοφίας
  • 85:14 - 85:17
    µέσα στην κοιλιά τους
    το «πνέβμα της αληθείας»,
  • 85:17 - 85:20
    για ναν τα στήσει καθάριες ιδέες,
    απείραχτες
  • 85:20 - 85:23
    απ᾿του καιρού και των ανθρώπων
    τα καμώματα,µέσα στον άπειρο Νού !
  • 85:24 - 85:26
    Τα τυφλά κινήματα της ψυχής,
  • 85:26 - 85:29
    άμα πιάσεις ναν τα κάνεις
    προστάγµατα του λογικού,
  • 85:29 - 85:32
    δηλαδή ναν τα µεταφέρεις από
    τὴν ασύνειδη μίμηση και συνήθεια
  • 85:32 - 85:36
    στη φωτισμένη σκέψη και βούληση,
    πάει τα σκότωσες.
  • 85:36 - 85:38
    Όμως κ' έτσι σας ὠφελούσα.
  • 85:38 - 85:41
    Μια και τις «μεγάλες ουσίες»
    τις αφήνετε νὰν τις ροκανᾶνε
  • 85:41 - 85:44
    οι ποντικοί των λαγουμιών
    και των αποπάτων,
  • 85:44 - 85:48
    εγώ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει
    να γελάτε και να καµαρώνετε
  • 85:48 - 85:51
    γι' αφτό νομίζοντας, πὼς
    ὁ πιο φανερός μπαγαμπόντης
  • 85:51 - 85:53
    είναι και πιο ξυπνός Αθηναίος !
  • 85:53 - 85:57
    Σας µάθαινα για το συφέρο σας
    να τιμάτε τ᾿ όνοµά τους
  • 85:57 - 86:00
    και να λιβανίζετε τον ήσκιο τους
    μπροστά στις γυναίκες, τα παιδιά
  • 86:00 - 86:03
    και τους σκλάβους, για να μην παίρνουν
    αέρα και κατεβούνε καμιὰ µέρα
  • 86:03 - 86:06
    στην πιάτσα και κάνουνε
    χειρότερ᾽ από σας !
  • 86:06 - 86:09
    Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε
    και να παρανομείτε
  • 86:09 - 86:12
    στ᾽ όνομα των θεών και των νόμων !
  • 86:12 - 86:15
    ΄Όλα που ναν τα θυμάμαι τώρα !
  • 86:15 - 86:18
    Μα δεν ξεχνώ, πως εσύ κ᾿ εσύ
    και τούτος και κείνος...
  • 86:18 - 86:22
    ούλοι σας είσαστε σύμφωνοι
    σ᾿ ο,τι σας έλεγα
  • 86:22 - 86:25
    και σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστά
    στην Κουκουβάγια και στο Μώμο.
  • 86:26 - 86:28
    Τρεις μοναχά κουβέντες
    µου φτάνουνε να δείξουνε,
  • 86:28 - 86:30
    πὀσο δούλεψα για το καλό της Πατρίδας,
  • 86:30 - 86:33
    για το χωρισμό των πολιτών
    σε χορτάτους και σε κορόιδα.
  • 86:34 - 86:38
    α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας
    είναι αθάνατη !
  • 86:38 - 86:39
    Υπάρχει λοιπόν ψυχή !
  • 86:39 - 86:43
    Για χάρη της ὑπάρχουνε
    (πρέπει δηλαδή να υπάρχουνε)
  • 86:43 - 86:46
    κράτος -- νόµο, και παπάδες --- θεοί !
  • 86:46 - 86:48
    η φοβέρα των θεών και των νόμων
  • 86:48 - 86:51
    μας συγκρατάει να μην κολάζουµε
    την ψυχή µας...
  • 86:51 - 86:52
    και να μην πηγαίνουμε φυλακή !
  • 86:53 - 86:59
    Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος,
    δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοί μήτε παπάδες
  • 86:59 - 87:00
    μήτε κι αθάνατη ψυχή !
  • 87:01 - 87:03
    Οι βασανισμένοι της ζωής πρέπει
    να πιστέβουµε,
  • 87:03 - 87:06
    πὼς θα χαρούμε και θα βασιλέψουμ’ αιώνια,
  • 87:06 - 87:08
    -- φτάνει να πεθάνουμε πρώτα !
  • 87:08 - 87:11
    Δεν κάνει να παίρνουμε πίσου
    με τα χέρια µας
  • 87:11 - 87:14
    ο,τι μας παίρνουν οι αφέντες
    με τη δύναμη και με την πονηριά
  • 87:14 - 87:17
    -- δηλαδή με τα δικά µας τ᾽άρματα
    και με την ψήφο τη δικιά µας.
  • 87:18 - 87:21
    ᾿Αφτουνούς θαν τους τιμωρήσουν οι θεοί
    στον άλλο κόσµο.
  • 87:21 - 87:25
    θα βράζουνε µέσα στο καζάνι της πίσσας
    στον αιώνα τον άπαντα.
  • 87:25 - 87:30
    Αν τους τιμωρήσουμ’ εμείς, θα γίνουμε
    κακοί και τότε θα χάσουμε την ψυχή µας
  • 87:30 - 87:32
    και θα βράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! !
  • 87:33 - 87:39
    β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι
    µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου.
  • 87:39 - 87:45
    Γι αὐτό και της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα:
    «προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν αδικώ !»
  • 87:45 - 87:48
    Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
    στον ἅμμο και στο νερό:
  • 87:48 - 87:50
    στις ψυχές των αδυνάτων !
  • 87:51 - 87:54
    Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος,
    τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽
  • 87:55 - 87:59
    όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο
    ανασαίνει και σκέφτεται και θυµώνει.
  • 88:00 - 88:02
    Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη
    στον ἑαφτό σου,
  • 88:02 - 88:04
    για ν᾿ αντισταθείς στην αδικία ---
  • 88:04 - 88:06
    και πιο πολύ ακόμα για ν᾿ αδικήσεις !
  • 88:06 - 88:10
    Μαθημένος να φοβάσαι,
    δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο.
  • 88:10 - 88:14
    ᾿Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας,
    στον εγωισμό του πόνου.
  • 88:14 - 88:17
    Κι όχι µονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν
    τα όσα δεν έχεις,
  • 88:17 - 88:20
    μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πὀ χεις :
  • 88:20 - 88:24
    νηστέβεις από δικού σου το φαγί,
    το πιοτό και τις γυναίκες·
  • 88:24 - 88:28
    μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα,
    τὸν αγέρα του δάσου και την κίνηση
  • 88:28 - 88:33
    κι αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα,
    την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
  • 88:33 - 88:35
    για να πας στον παράδεισο,
  • 88:36 - 88:38
    «Ο πόνος ηθικοποιεί »
  • 88:38 - 88:43
    Ύψωνα λοιπόν μεσουρανίς για φλάμπουρο
    του κοπαδιού τη χαρά του πόνου.
  • 88:43 - 88:45
    Για όσους δεν µπορούνε
    να βαστάξουνε τον πόνο,
  • 88:45 - 88:47
    φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα·
  • 88:48 - 88:51
    χτίσανε παράµερες εκκλησιές
    της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
  • 88:51 - 88:55
    ᾿Ἔκεί μεσ᾽ αγοράζει καθένας πολύ φτηνά
    την τελειότητα,
  • 88:55 - 88:57
    δηλαδή τη λησμονιά του εαφτού του.
  • 88:58 - 89:03
    γ’) την ίδια γνώμη την είπα κι αλλιώς :
    «Ουδείς εκών κακός».
  • 89:04 - 89:07
    ᾿Αφτό θα πει : μην τιμωρείτε
    τους αδικητάδες
  • 89:07 - 89:08
    γιατί θαν τους... αδικησετε.
  • 89:08 - 89:12
    Είναι αθώοι ! Δεν ξέρουν
    ότι, κάνουνε κακό ! Υπομονή !
  • 89:13 - 89:15
    Άμα τοὺς διδάξουµε
    τι είναι καλό και κακό,
  • 89:15 - 89:18
    θα λείψουν από τον κόσμο
    κάκητα κι αδικεμός
  • 89:18 - 89:20
    και θα βασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
  • 89:20 - 89:22
    Χρειάζονται σκολειά.
  • 89:22 - 89:24
    Και τα σκολειά θαν τα χτίζουν
    οἱ αδικητάδες.
  • 89:25 - 89:26
    Ξέρετε γιατί ;
  • 89:27 - 89:30
    Καλό και δίκιο και χρέος
    είναι η σακούλα τους.
  • 89:30 - 89:33
    Θα μαθαίνουνε λοιπόν οι ίδιοι
    στα παιδιά του λαού
  • 89:33 - 89:36
    να μην αντιστέκονται στην αδικιά,
    όταν μεγαλώσουν.
  • 89:38 - 89:41
    Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
    το καθεστός της ανισότητας,
  • 89:41 - 89:43
    «το του κρείττονος συμφέρον».
  • 89:44 - 89:46
    Φυσικά δεν έπρεπε να με σκοτώσετε
    γι αφτό !
  • 89:47 - 89:50
    Οι μελλούμενες πολιτείες θα ξέρουνε
    καλύτερα τη δουλειά τους.
  • 89:50 - 89:55
    Αμπώνας, Θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ
    θα δουλέβουν αδερφικὰ
  • 89:55 - 89:58
    να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους
    και σε κορόιδα
  • 89:58 - 90:01
    και να ταιριάζουνε τ᾽ αταίριαστα
    με την «αρμονία των τάξεων».
  • 90:01 - 90:05
    Αϕτηνής της αρμονίας στάθηκα
    πρώτος μαέστρος.
  • 90:05 - 90:07
    Κι ας με σκοτώνετε γι' άθεο.
  • 90:08 - 90:12
    Τα δικά µου τα µαθήµατα θαν τα κάνουνε
    µεθάβριο θρησκεία τους οι Χριστιανοί.
  • 90:12 - 90:14
    Θα με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους
  • 90:14 - 90:17
    και θα ζωγραφίζουνε τα μούτρα µου
    στις εκκλησιές τους
  • 90:17 - 90:20
    με πλατύ χρυσοστέφανο
    γύρω στα τσουλούφια µου.
  • 90:30 - 90:36
    ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
  • 90:36 - 90:40
    Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που
    ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
  • 90:40 - 90:44
    για να σας βάνει τρικλοποδιές καώ να σας
    γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου !
  • 90:44 - 90:46
    Είτανε κάτι χειρότερο !
  • 90:46 - 90:50
    Δεν είτανε καινούριο, καθώς
    το γνωρίσανε τάχατες οι κατηγόροι,
  • 90:50 - 90:54
    είταν η παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού,
    η προπατορική σκλαβιά,
  • 90:54 - 90:58
    πού δενε την ψυχή µου με τις δικές σας,
    για ναν τις κρατάει ὁλόρθες,
  • 90:58 - 91:01
    ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων.
  • 91:02 - 91:04
    Δεν είταν άγγελος οδηγός, που με φώτιζε·
  • 91:04 - 91:08
    είτανε φύλακας άγγελος
    της δηµόσιας Ψεφτιάς, που με τύφλωνε.
  • 91:08 - 91:12
    Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον»
    γινομένο µέσα µου
  • 91:12 - 91:15
    φωνή και θέλημα των θεών και του Λόγου.
  • 91:15 - 91:20
    Είταν η καταχτόνια και μυστική φοβέρα
    «Μη ! » και «Πίσω !».
  • 91:20 - 91:24
    Είτανε το δαιμόνιο το δικό σας,
    ω άντρες ᾿Αθηναίοι
  • 91:24 - 91:27
    -- πολύ χειρότερο, γιατί τανε
    και δυνατότερο.
  • 91:28 - 91:30
    Αν το μισώ, λέει !
  • 91:30 - 91:34
    Άχ ! να μπορούσα ναν το παράδινα
    στο πατριωτικό σας μένος
  • 91:34 - 91:37
    ναν του βγάζατε τα μάτια
    ναν του κόβατε τη μύτη και τ αφτιά·
  • 91:37 - 91:41
    ναν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό
    κι ἁλάτι χοντρό µέσα στις πληγές του·
  • 91:41 - 91:45
    ναν του καρφώνατε πέταλα στις πατούσες του
    μὲ ταβανόπροκες·
  • 91:45 - 91:49
    ναν το δένατε σ᾿ ένα παλούκι
    και βρέχοντάς το με πετρόλαδο και πίσσα
  • 91:49 - 91:52
    ναν του βάνατε φωτιά, σα να τανε Τούρκος !
  • 91:52 - 91:54
    ᾽Αφτό με σαλαγούσε και με κέντρωνε
  • 91:54 - 91:57
    ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας
    των «αρίστων»,
  • 91:57 - 92:02
    αφτό μ᾿ ἔκανε να περπατάω κοιµάµενος
    σαν τ᾽ άλογα τὸν ίσιο δρόµο της συνήθειας
  • 92:02 - 92:04
    -- και να μην παραστρατίζω.
  • 92:04 - 92:07
    Αυτό μ' έκανε να ξετινάζω και να κοροϊδέβω
    τοὺς άνομους,
  • 92:07 - 92:10
    αντίς να κοροϊδέβω καὶ να ξετινάζω
    τους νόµους·
  • 92:10 - 92:13
    να ταπεινώνω τους ανίδεους,
    αντίς ναν τοὺς λυπάμαι.
  • 92:14 - 92:16
    Μα τώρα το ζητάω και δεν το βρίσκω.
  • 92:16 - 92:20
    Μ᾽ έχει παρατήσει δω και
    κάµποσους μήνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι.
  • 92:20 - 92:24
    Ξαναγύρισε, μια και πεθαίνω,
    στη Διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας
  • 92:24 - 92:26
    να παραδώσ᾽ υπηρεσία και να προβιβαστεί !
  • 92:29 - 92:33
    Όταν ὁ Περικλής μας έλεγε, πως η δύναμη
    κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας
  • 92:33 - 92:38
    είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη)
    των δυστυχισµένων,
  • 92:38 - 92:40
    δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς
    κορόιδεβε.
  • 92:40 - 92:45
    Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία;
    Όλους μας; Όχι βέβαια.
  • 92:45 - 92:49
    Αν όλοι µας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας
    ανάγκη να σωθεί.
  • 92:49 - 92:55
    Εννοούσε καθαρά τοὺς λίγους παραλήδες
    και πολιτικούς· μ' ένα λόγο τους έξυπνους.
  • 92:56 - 92:58
    Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς·
  • 92:58 - 93:01
    κι όταν αφτοὶ θησαβρίζουν,
    εμείς πλουταίνουµε·
  • 93:01 - 93:05
    κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι,
    φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο·
  • 93:05 - 93:08
    κι όταν εκεινών η περιουσία
    βρίσκεται σε κίντυνο,
  • 93:08 - 93:10
    χάνουμ’ εμείς τον ύπνο µας !...
  • 93:10 - 93:13
    Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός
    και παραλής της ᾿Αθήνας
  • 93:13 - 93:17
    ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα µάτια
    του φλομωμένου πλήθους
  • 93:17 - 93:19
    την ατιμία των ὀλίγων σε χρέος,
  • 93:19 - 93:22
    µεγαλείο και δόξα των πολλών,
    -- της Πατρίδας !
  • 93:23 - 93:27
    Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ έπρεπε να δώσουμε
    τη ζωή µας για τους «αρίστους»,
  • 93:27 - 93:29
    αν θέλαµε να σώσουμε
    την πείνα µας την παντοτινή
  • 93:29 - 93:33
    και τον ύπνο µας το µακάριο,
    για ναν τον κάνουμε αιώνιο !...
  • 93:33 - 93:34
    Καταλάβατε ;
  • 93:35 - 93:37
    Και βέβαια. Γιατί σας το εξηγώ.
  • 93:37 - 93:40
    Μα τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού,
  • 93:40 - 93:42
    -- το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε
    ναν το νιώσω.
  • 93:43 - 93:45
    Έβρισκα μάλιστα,
    πως καλά μας τά λεγε ο γέρος,
  • 93:45 - 93:49
    γιατί συμφωνούσανε με την...
    απόλυτη Λογική !
  • 93:51 - 93:55
    Σαν άρχεψε να μου στρίβει,
    να ψυχανεμίζομαι, πως δεν κρίνω σωστά
  • 93:55 - 93:56
    και πως το μυαλό µου κάνει νερά,
  • 93:57 - 94:00
    ο φύλακας άγγελός σας έσφιξε
    τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του
  • 94:00 - 94:03
    και πέταξε τρίζοντας τα δόντια του.
    Ούστ !...
  • 94:04 - 94:05
    Μα πάλε δεν ησύχασα !
  • 94:05 - 94:08
    Μόλις έφυγε, κι άρχεψε να με τρώει
    άλλο σαράκι.
  • 94:09 - 94:12
    Ο μετανιωμός για το κακό, που έκανα
    και στους συγκαιρινούς μου
  • 94:12 - 94:13
    και στους µελλούμενους,
  • 94:13 - 94:16
    όσο θα κυβερνάνε τὸν κόσμο
    τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά.
  • 94:16 - 94:18
    Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
  • 94:18 - 94:20
    Έπρεπε να διορθώσω το κακό !
  • 94:20 - 94:24
    Και να τι θά κανα, αν δεν προλαβαίνατε
    να με σκοτώσετε.
  • 94:27 - 94:29
    το λαρύγγι του στέγνωσε.
  • 94:29 - 94:33
    Ζήτησ᾽ ένα ποτήρι νερό,
    μα πού να βρεθεί ποτήρι και νερό!
  • 94:33 - 94:35
    Κάποιος αστείος του φώναξε :
  • 94:35 - 94:37
    «Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα
    να τελειώνουμε ;»
  • 94:38 - 94:39
    Χάχανα και θόρυβος.
  • 94:39 - 94:42
    Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε
    ξυνισµένοι
  • 94:42 - 94:44
    κι αρχίσανε να γρυλλίζουν.
  • 94:44 - 94:47
    Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοί και κάνανε νόημα
    του κλητήρα ναν τους πει,
  • 94:47 - 94:49
    πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι.
  • 94:50 - 94:54
    'Ο κλητήρας έσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα
    σηκώνοντας το δεξί του χέρι
  • 94:54 - 94:58
    έσυρε δυο τρεις φορές το µεγάλο δάχτυλο
    πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη.
  • 94:59 - 95:02
    Ο Σωκράτης κατάπιε το σάλιο του
    και ξακολούθησε.
  • 95:04 - 95:08
    Γι' αφτά που δίδαξα, θά πρεπε να με κάνετε
    χρυσόνε και να με προσκυνᾶτε.
  • 95:08 - 95:12
    Γι’ αφτὰ που θά κανα, αν εζούσα,
    θά πρεπε με το δίκιο σας
  • 95:12 - 95:16
    όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με
    κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί,
  • 95:16 - 95:20
    όπως ο τύραννος ὁ Νέαρχος θα κοπανισει
    το Ζήνωνα τον Ελεάτη,
  • 95:20 - 95:23
    γιὰ να μάθει να διδάσκει την αρετή
    όσο θέλει,
  • 95:23 - 95:27
    μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά
    των αρχόντων.
  • 95:27 - 95:29
    Θά πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα,
  • 95:29 - 95:33
    καθὼς ο βασιλιάς ᾿Αντίπατρος θα κόψει
    τη γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα,
  • 95:33 - 95:36
    για να µάθει, πως μπορεί να προδίνει
    την πατρίδα του,
  • 95:36 - 95:39
    μα δεν κάνει να βρίζει
    και τὸν ξένο µισθοδότη...
  • 95:39 - 95:42
    Θά µουνα πραγματικά επικίντυνος
    στη δηµόσια τάξη,
  • 95:42 - 95:44
    στο «συμφέρον του κρείττονος».
  • 95:44 - 95:47
    Και να ρίχνατε το κουφάρι µου
    μακριά στον Κορινθιακό
  • 95:47 - 95:52
    η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα
    -- «μὴ ταφήναι εν γῇ ἁττικῇ»
  • 95:52 - 95:57
    Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία και
    προδοσία από το να λὲς την αλήθεια !...
  • 95:59 - 96:02
    Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς
    µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας,
  • 96:02 - 96:05
    στα βρωμοχώρια της Αττικής
    από τις Κάβο Κολόνες
  • 96:05 - 96:08
    ίσαμε τα Κούντουρα
    κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι.
  • 96:08 - 96:12
    θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαµόσπιτα,
    γεμάτα κοριούς και χτίκιασµα,
  • 96:12 - 96:15
    θά µπαινα στα µικροµάγαζα της φτωχολογιάς,
  • 96:15 - 96:18
    στα καρβουνιάρικα του λιμανιού,
    γιοµάτα λέρα και βόχα.
  • 96:18 - 96:21
    Και θά λεγα : «Λέφτεροι πολίτες !
  • 96:21 - 96:24
    Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα
    βρισκότανε στη Σκυθία,
  • 96:24 - 96:27
    όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος
    ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα
  • 96:27 - 96:29
    και πάνου σ᾿ άλιωτα χιόνια,
  • 96:29 - 96:33
    πάλε θά τανε ο καλύτερος απ᾿ ὅλους,
    γιατί το θέλ᾽ η καρδιά σας.
  • 96:34 - 96:35
    Είναι η πατρίδα.
  • 96:35 - 96:39
    Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα
    δικό σας µέσα σ᾿ αφτήνε :
  • 96:39 - 96:44
    χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα,
    θεοί κ᾿ εξουσία, σκέψη και θέληση
  • 96:44 - 96:46
    --- όλα ξένα !
  • 96:46 - 96:50
    Λιγοστοί σας έχετε τόσο µέρος,
    όσο να τρυπώνετε ζωντανοί
  • 96:50 - 96:51
    και να θάβεστε πεθαμένοι
  • 96:51 - 96:55
    και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε
    τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά,
  • 96:55 - 96:57
    όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας...
  • 96:57 - 97:01
    Και όταν βυθίζετε το μάτι σας
    πέρα στο γαλάζιο πέλαγος,
  • 97:01 - 97:03
    όπου πάνε κ᾿ έρχονται καΐκια και φρεγάδες
  • 97:03 - 97:06
    κουβαλώντας από το στόµα του Νείλου
    κι απ᾿ τον Κιμμέριο Βόσπορο
  • 97:06 - 97:10
    κι απ᾿ τις ηράκλειες στήλες
    σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες,
  • 97:10 - 97:14
    περηφανέβεστε,
    πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !»
  • 97:14 - 97:17
    Και κανένας δε συλλογάται,
    πως όλα τ᾽ αγαθά
  • 97:17 - 97:18
    μαζέβονται σε λίγα χέρια.
  • 97:19 - 97:24
    Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί
    σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι·
  • 97:25 - 97:28
    με τα χέρια τ᾽ αδερφικά σας
    σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού
  • 97:28 - 97:31
    σ᾿ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε
    κάθε µέρα.
  • 97:32 - 97:34
    Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
  • 97:34 - 97:37
    μα κι όλος ο εαφτός σας κ᾿ η ψυχή σας
    είναι δικά τους».
  • 97:39 - 97:41
    Ύστερα θα πῄγαινα
    στα νταμάρια της Πεντέλης,
  • 97:41 - 97:45
    στις μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου,
    στους ταρσανάδες του Περαία,
  • 97:45 - 97:50
    στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια
    και λουρίκια του πολέμου -- στους δούλους!
  • 97:50 - 97:55
    θα κατέβαινα στ᾽ αμπάρια των καραβιών,
    όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
  • 97:55 - 97:59
    (άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
    με το πυρωμένο σίδερο)
  • 97:59 - 98:01
    βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους
  • 98:01 - 98:03
    και ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα
    του βούρδουλα,
  • 98:03 - 98:06
    σαν τύχει και λιγοθυµίσουν
    από την κοὐραση.
  • 98:07 - 98:10
    θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια,
    σαν του ᾽ Αλκιβιάδη στον Κουβαρά,
  • 98:10 - 98:14
    όπου ζεμένοι με τα καματερά
    ὀργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια.
  • 98:15 - 98:19
    θα πήγαινα στην ᾿Ακρόπολη, στη Ῥαμνούντα,
    στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες,
  • 98:19 - 98:23
    όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους
    στον αψηλό ουρανό
  • 98:23 - 98:26
    τους µαρμαρένιους κολοσσούς
    του πνεµατός σας, τους Παρθενώνες.
  • 98:26 - 98:27
    Και θαν τους ἔλεγα :
  • 98:28 - 98:32
    «Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοί
    και Σκύθες και Ρωμιοί !
  • 98:33 - 98:37
    Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες,
    παιδαγωγοί, τσογλάνια.
  • 98:37 - 98:41
    Μαντινούτες του γυναικωνίτη
    κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων.
  • 98:42 - 98:45
    Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ᾽ιδιωτικοί.
  • 98:45 - 98:49
    η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
    πως είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
  • 98:49 - 98:53
    Μα μήτε οι θεοί μήτε κ᾿ η φύση διατάξανε
    το σπέρµα του πατέρα σας
  • 98:53 - 98:55
    να σας γεννήσει τέτιους.
  • 98:55 - 98:58
    η τὐχη σας έκανε κι η συνήθεια
    σας αποτέλειωσε.
  • 98:58 - 99:01
    είσαστε σκλάβοι εσείς,
    για νά μαστ᾽ εμείς οι λέφτεροι.
  • 99:01 - 99:05
    Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε
    τον ανοιξιάτικο ουρανὀ.
  • 99:05 - 99:08
    Ἔχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του.
  • 99:08 - 99:12
    Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ᾽ακρογιάλια
    κι αστροβολάνε κάµποι και γήλιος.
  • 99:13 - 99:15
    Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι
    κι άδικοι,
  • 99:15 - 99:18
    για να γίνετ' εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι
  • 99:18 - 99:20
    --- σεις, οο προγόνοι σας, αδιάφορο !
  • 99:20 - 99:23
    Είσαστε το µεγάλο ψυχομέτρι.
  • 99:23 - 99:27
    Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε
    με τους αδικημένους λέφτερους.
  • 99:27 - 99:32
    να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια,
    τα πελέκια, τα κρικέλια σας
  • 99:32 - 99:36
    και θα γίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ'
    η δημοκρατία των “αρίστων”
  • 99:36 - 99:40
    να τους πάρετε τ᾽ αγαθά και να τους
    βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε».
  • 99:41 - 99:43
    -- «Και να καθόμαστ᾽ εμείς»,
  • 99:43 - 99:47
    θ᾽απαντούσανε μερικοί µαθηµένοι
    να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά
  • 99:47 - 99:50
    μπροστά στοὺς δυνατούς και να
    ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους.
  • 99:51 - 99:53
    -- «Όχι», θα φώναζα εγώ.
  • 99:53 - 99:55
    «θα δουλέβουνε κ᾿ αφτοί και σεις.
  • 99:55 - 99:58
    Κοινή δουλειά, κοινά τ᾽ αγαθά
    κι η λεφτεριά...»
  • 99:59 - 100:03
    -- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά.
    Δε μας κάνει...»
  • 100:03 - 100:06
    -- «Μην πειράζεστε !
    Σαν έρτει κείν᾽ η ώρα,
  • 100:06 - 100:10
    θα μπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι·
    να λυτρώσετε, θέλοντας και µη,
  • 100:10 - 100:12
    το σώμα σας, την ψυχή σας
    και το πνέµα σας».
  • 100:13 - 100:15
    -- «Ποιοί, µωρέ, θα μας
    βάλουνε σε δρόµο ;»
  • 100:15 - 100:17
    πάλε θα ξεφωνούσανε.
  • 100:18 - 100:20
    -- «Οἱ Σκύθες !».
  • 100:23 - 100:25
    Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά
    σα ρουκέτα :
  • 100:26 - 100:29
    «Τέλειωσε το νερό !» Είταν ο κλητήρας.
  • 100:30 - 100:34
    Οι δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμή
    ξεφωνίζοντας και βλαστηµώντας
  • 100:34 - 100:37
    και τρέξαν όλοι πατείς µε πατώ σε
    κατά την πόρτα.
  • 100:38 - 100:41
    Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός.
  • 100:41 - 100:44
    Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
    αναμεταξύ τους
  • 100:44 - 100:47
    ποιός θα πάει πρώτος στο ταμείο
    να πάρει το µιστό του !
  • 100:48 - 100:52
    Ακόμα κ’ οι κλητήρες ορμήσανε
    κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά
  • 100:52 - 100:56
    κι αφήσανε το Σωκράτη µοναχό του
    πάνου στο βήμα να πικρογελά.
  • 100:57 - 101:01
    Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη
    στην ψυχή και στο πρόσωπο,
  • 101:01 - 101:05
    κατεβαίνοντας από το βήμα
    παρακάλεσε τον Πλάτωνα,
  • 101:05 - 101:08
    που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά,
    να τον ὁδηγήσει στη φυλακή :
  • 101:11 - 101:16
    «Δεν ξέρω, καημένε, µήτε που βρίσκεται
    µήτε κι από ποιό δρόµο πάνε !»
  • 101:16 - 101:30
    (μουσική)
Title:
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Description:

more » « less
Video Language:
Greek
Team:
Captions Requested
Duration:
01:41:31

Greek subtitles

Revisions Compare revisions