-
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
-
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
-
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
-
(ο Μέλητος με την ψιλή φωνή
και τα γυναικίστικα κουνήµατα,
-
νεβρικὸς σαν ἀηδόνι
-
ο Άνυτος με τα μεγάλ᾽ ἀφτιὰ καὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες·
-
ο Λύκων με τα στενά κροτάφια
και τη θολή ματιά),
-
οι δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
-
μασουλούσανε πασατέµπο και φτιούσανε
τα τσόφλια στο σβέρκο του µπροστινού.
-
Οι πιὸ πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
-
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
-
Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανό
-
και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του
γόνα, που τόνε σουγλοῦσε.
-
Μ᾽ όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ᾿ όλη
τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιά
-
και χαλασμένα στοµάχια, τα κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τα χαρούμενα πουλιά,
-
που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα
και να ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τηςς ρετσίνας,
-
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
-
Άμα τελειώσαν οἱ κατήγροι,
γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή,
-
λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια,
τὰ δέντρα και τοὺς ἀνθρώπους
-
µέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και
τους σκέπασε όλους το νερό, δυο µπόγια.
-
Κρατώντας όλοι την ἀνάσα τους καρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στο Σωκράτη
-
περίεργοι να ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθούσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
-
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
-
Ο Σωκράτης, μ᾿ όλη τη σιωπή, που τον
έσφιξε µονοκόµατη κι ἀπό παντού,
-
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
-
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
-
Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
-
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα.
-
Χαμογέλασε πειραχτικά µέσα στα πηχτά του
τα γένια, µισοσηκώθηκε μια στιγμή
-
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
-
(το ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
-
λες κ᾿ είχανε ψυχή και τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
-
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεις, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθείτε.
-
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
να τρίβει το ζερβί του γόνα.
-
Οι δικαστάδες θυμώσανε
με τ᾽ άπρεπο φέρσιμο
-
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
-
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
-
το πὼς θα γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
-
Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωµένο
-
μπροστά στο Νόμο
τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη.
-
Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι.
-
Μα πιό πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
-
το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
-
Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί
κι ἀφτὸ δεν κλαίει,
-
πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο,
έτσι κι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
-
και για να τον κάνουνε να νιώσει
τη δύναμη τους,
-
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
-
που τον κατηγόρησαν
οι τρεις πολεμάρχοι της ᾿Αρετής.
-
Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφαση τους,
έκανε: χμ.
-
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
-
ποιάν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε
-
και δεν απάντησε τίποτα.
-
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
-
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
-
κ'οἱ δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες
και συφερτικές για μένα και για σας.
-
Όμως ἐγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη».
-
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
-
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζήμιωσα
-
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
-
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
-
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
-
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς να σας βλέπω)
-
ζεστές κι αφράτες εκείνες
τις ωραίες µελόπιτες,
-
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
-
τον γιό της Παρθένας.
-
Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
-
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
-
Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που
με το παραµικρό βλαστημούσανε τα θεία,
-
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
-
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
-
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
-
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
-
εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
-
Πωπώ! τι γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
-
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
άλλοι αρπάξανε πέτρα
-
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
με τα δέκα νύχια μπροστά
-
για να τον ξεσκίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
-
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
-
Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
-
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
-
και χασοµερίσαν όλη µέρα
για να διαφεντέψουνε την πατρίδα;
-
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
-
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
-
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
-
Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
-
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του,
-
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
-
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
-
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
από κέφι και δύναμη.
-
Απλός και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
-
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
-
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
-
που μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
-
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
-
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
-
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
-
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
-
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
-
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
-
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
-
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
-
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
-
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
-
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
-
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
-
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
-
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
-
Μα και να ’χα δέκ’ αφτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
-
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
-
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
-
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
-
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
-
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
-
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
-
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
-
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
-
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
-
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
-
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
-
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
-
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
-
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
-
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
-
και πόνους αβάσταγους.
-
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
-
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
-
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
-
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
-
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
-
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
-
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
-
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
-
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
-
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
-
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
-
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
-
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
-
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
-
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
-
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
-
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
-
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
-
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
-
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
-
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
-
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
-
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
-
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
-
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
-
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
-
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
-
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
-
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
-
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
-
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
-
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
-
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
-
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
-
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
-
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
-
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
-
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
-
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
-
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
-
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
-
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
-
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
-
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
-
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
-
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
-
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
-
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
-
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
-
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
-
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
-
σ’ ομορφιά και πλούτο!
-
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
-
Για το καλό της πολιτείας!
-
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
-
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
-
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
-
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
-
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
-
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
-
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
-
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
-
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
-
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
-
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
-
Ο γενναίος στρατηγός!
-
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
-
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
-
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
-
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
-
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
-
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
-
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
-
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
-
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
-
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
-
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
-
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
-
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
-
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
-
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
-
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
-
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
-
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
-
όπως θαν το κάνω τώρα.
-
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
-
την καλύτερη μάρκα,
-
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
-
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
-
Αμ’ ο Λύκων ο ρήτορας;
-
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
-
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
-
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
-
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
-
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
-
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
-
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
-
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
-
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
-
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
-
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
-
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
-
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
-
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
-
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
-
Τίμημα θάνατος!».
-
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
-
Όμως αληθινό παλικάρι.
-
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
-
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
-
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
-
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
-
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
-
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
-
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
-
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
-
και με τα γούστα του λαού,
-
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
-
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
-
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
-
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
-
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
-
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
-
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
-
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
-
«Διὸς κριταί!».
-
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
-
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
-
Μια κι όξω!
-
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
-
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
-
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
-
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
-
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
-
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
-
— κι αυτός βλέπει!
-
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
-
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
-
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
-
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
-
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
-
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
-
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
-
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
-
μπας κι είναι ξύκικα!
-
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
-
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
-
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
-
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
-
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
-
λουσμένος στ’ αρώματα
-
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
-
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
-
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
-
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
-
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
-
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
-
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
-
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
-
για να σώσει την ψυχή του !
-
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
-
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
-
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
-
Μεγάλος σαματάς έγινε εκείνην την ώρα,
με φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
-
Τι «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
-
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
-
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
-
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
-
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
-
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
-
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
-
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
-
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
-
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
-
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
-
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
-
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
-
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
-
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
-
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
-
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
-
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
-
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
-
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
-
παρακαλεί και βρίζει».
-
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
-
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
-
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
-
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
-
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
-
Σας χρωστάω και χάρη…
-
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
-
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
-
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
-
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
-
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
-
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
-
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
-
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
-
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
-
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
-
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
-
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
-
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
-
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
-
Κι αυτό ήταν όλο!…
-
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
-
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
-
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
-
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
-
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
-
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
-
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
-
Είσαστε αθάνατοι!
-
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
-
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
-
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
-
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
-
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
-
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον
απάνου στο σανιδοκρέβατο
-
με την κωμικήν επισημότητα
πόχουν τα λείψανα,
-
και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές
τον πατριωτισμό των κατηγόρων,
-
τη δική σας αγαθοσύνη
και την παρθενιά των νόμων,
-
γέλασα με την καρδιά μου.
-
Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες
φέβγουν από τους πεθαμένους
-
και πάνε στους ζωντανούς.
-
Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς
από πάνω ως κάτου να βρομάτε
-
σαν ψοφίμια δέκα μερών
-
(άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και
άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...)
-
κι ωστόσο να χετε την όρεξη
να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας,
-
πήγε ο νους μου στα ζώα :
-
όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε
τον εαφτό τους αθάνατο˙
-
κι όσα τρώγονται δεν μπορεί
να μην ελπίζουνε,
-
πως θ' αναστηθούνε μια μέρα
σε καλύτερη ζωή.
-
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη,
-
να στέκεσαι πάνω στο βήμα
"και όμμασι και σχήμασι φαιδρός"
-
ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά
τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου,
-
για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν
οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο
-
τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις
πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια...,
-
ξέρεις τι θα γινότανε ;
-
Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε
να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα,
-
θα κουνούσανε λυπητερά
το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε:
-
"Καλός είταν ο κακομοίρης!...
Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος!
-
Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του,
λιγοστέψανε τα πρησμένα χείλια του,
-
στένεψε και μάκρυνε
η πλατσουκωτή του μύτη...
-
Έγινε μια χαρά!...
-
Θυμόσαστε τι γούστο που είχε,
-
σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες
και τους κάλπηδες!...
-
Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία.
-
Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι...
Έζησε και πέθανε στην ψάθα...
-
Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας,
-
όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και
τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός,
-
μα κατεργάρης δεν είναι˙
-
κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του
και με τα λόγια του
-
αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες
κ' η ψυχή του...
-
Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε
την κηδεία του "δημοσία δαπάνη".
-
Χρειάζονται παραδείγματα
για τα παιδιά μας".
-
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός
να χω πεθάνει μοναχός μου,
-
με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα.
-
Σας χρειαζόταν ένα θύμα...
-
όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας
ν' αγαπάνε την αρετή,
-
μα για να φοβούνται την δημοκρατία!
-
Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο,
-
για να πλερώσει τα κακουργήματα
της χτεσινής τυραννίας
-
και να φράξει το δρόμο
του ξαναγυρισμού της.
-
Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα,
-
το δάσκαλο του Κριτία
και του Θηραμένη του κόθορνου,
-
τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα,
που σας έμπαινε στα ρουθούνια...
-
Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες)
-
δε βαραίνει βέβαια
μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης,
-
όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά
των σκοτωμένων από τους τυράννους˙
-
όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου!
-
Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε
στο να τάσι της παλάντζας,
-
πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
-
Θα βρεθούν ύστερ' από πολλά χρόνια
και φίλοι κι αρνητάδες μου,
-
και ντόπιοι και ξένοι,
και συγκαιρινοί και μελλούμενοι,
-
που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο
γύρα στο θάνατό μου.
-
Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον",
"αηδόνα Μουσών",
-
"τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον",
"κορώνα της Ελλάδος".
-
Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά,
το "Σωκρατείον",
-
και θα μου κάνουνε θυσίες
κάθε χρόνο, την άνοιξη...
-
Θα με προσκυνάνε για θεό
-
(σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω
μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο....
-
και για ποιό λόγο;)
-
Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους
δίπλα στο δικό μου
-
και ν' ακούγονται μαζί μου˙
-
κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε,
πως αν εζούσα στα χρόνια τους,
-
θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!...
-
Μπόσικα πράματα.
-
Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε
την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙
-
θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα...
-
Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας.
-
Μονάχα που δε με τιμωρήσατε
γιατί παρέβηκα το Νόμο,
-
μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω
απάνου του και να περάσω!...
-
"Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων,
άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!"
-
Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
-
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά,
ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙
-
τόσοι πολλοί δεν μπορείτε...
-
Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους
και κάνουνε πλήθος,
-
τόσο λιγότερ' η κρίση τους
και πιότερ' η κάκητα.
-
Κι αν είσαστε κολλημένοι
πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί
-
(Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε
μισό Μπερτόλδο˙
-
όχι τώρα, που σαστε
πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!...
-
Πλήθος, Δημόσια Γνώμη,
-
- τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο,
στο παλούκι μέσα στον ήλιο.
-
Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του
και χυμάει λυσσασμένα,
-
μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει
απ' τα συνήθεια του,
-
να του λύσει την αλυσίδα.
-
Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε
πως χαλάω τη Θρησκεία,
-
τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε
πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας
-
κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες
τα σαγόνια σας,
-
για να με λιώσετε κει μέσα...
-
Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά,
σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών,
-
δε θα παραξενεβόσαστε,
γιατί θα πιστέβατε,
-
πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά
και τρώω τις φλόγες.
-
Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας
μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές,
-
θα πιστέβατε, πως σ' εμένα
χρωστάτε τη ζωή σας.
-
Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε.
-
Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά
χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα".
-
Δεν ξέρω τίποτα!...
Αφτό δεν το καταλαβαίνετε
-
Το λοιπόν είμαι σωστός ο οξαποδώ,
-
ένας τέτοιος όλα μπορεί να τα κάνει.
-
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο
και να πιστέβουνε πραγματικά,
-
πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!...
Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια.
-
Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα
ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε...
-
Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά;
-
Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται,
τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης
-
κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος.
-
Αν έξαφνα και στα καλά καθούμενα
με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε
-
πως είναι σωστότερο να τρώει
παρά να νηστέβει;
-
Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα,
μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει;
-
Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα,
-
θελήσατε να σταματήσετε
τους κακούς ανέμους.
-
Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!),
τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες.
-
Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη,
-
τους γάβγιζα και τους δάγκωνα
τις άντζες...
-
Όμως για να με ξεκάνετε,
μου κολλήσατε τη ρετσινιά,
-
πως είμουν εγώ των σοφιστάδων
ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
-
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα,
μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά:
-
πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!...
-
Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο
μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο
-
και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα
δόντια του τα υλικά σας διάφορα.
-
Τους οχτρούς της εφτυχίας σας
τους κάνετε πολύ σοφά
-
προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου.
-
Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη,
που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός
-
για την ομορφιά του, για τα πλούτη του
και τη μουρνταροσύνη του,
-
τον κατηγορήσατε γι' άθεο.
-
Και ο λαός, ο Σκύλος,
ξέχασε τις αγάπες του
-
και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου.
-
Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει
την εφτυχία του από τον ουρανό
-
και να μην τήνε ζητάει από σας!
-
Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα
του τίποτα, του παίρνεις το παν!
-
Και σε ξεσκίζει!
-
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε
στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες,
-
την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας
μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους.
-
Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε
να φιλάω τη χέρα του παπά.
-
Δε σας φτάνανε τούτα;
-
Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα;
-
Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος...
-
Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την
Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος,
-
την άφηνα και μασκάρεβε
τα ντουβάρια με εικόνες.
-
Φιλούσα και τη χέρα του παπά
μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω:
-
"Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε,
στον ταρτουφισμό!"
-
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο
δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε.
-
Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε
κάπως οι απλοϊκοί,
-
γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε
το μυαλό των αλλωνών!...
-
Δε θα πει πως μ' αφτό
χαλούσα τη θρησκεία!
-
Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί
(μερμήγκια!...)
-
που μήτε τους μετρήσαμε ποτές
μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε...
-
Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο,
σε κάθε τρύπα
-
φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί
να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη,
-
που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από
μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό
-
κι από να κούτσουρο της σόμπας
- κι από κάθε τρύπα;
-
Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει
κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει,
-
γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό
Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο;
-
Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι
κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο
-
κι ο θάνατος κι αν ακόμα
το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί,
-
γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
-
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου
καινούριο θεόπουλο...
-
Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς
από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει
-
κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο,
την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο
-
και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε
μετά χαράς.
-
Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε
φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια
-
και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας
την κοιλιά σας και τα καπούλια σας,
-
σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα
-
να τάζετε τις σκλάβες και τους
σκλάβους σας και τα κορίτσια σας,
-
ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας
στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα
-
και να παραδίνεστε
"σώματα ιερά" στους μερακλήδες,
-
για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε
οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι
-
και τ' άλλα παπαδόσογα,
-
τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο,
που καθότανε μέσα μου φρόνιμα
-
και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα
να βρίσκω το σωστό,
-
χωρίς να βγάζει δίσκο
και να θέλει ναούς και θυσίες;
-
Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε
για χατίρι του.
-
Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα,
θα φεβγε κι αφτό μαζί μου,
-
για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια
στην καταραμένη χώρας σας!
-
Να τι λένε τώρα μέσα τους
οι πιο νοικοκύρηδες από σας:
-
Γιορτάζω τρακόσες μέρες το χρόνο˙
μεθοκοπάω, κυλιέμαι στη λάσπη,
-
δέρνω τη γυναίκα μου, κλέβω το κουτί
της εκκλησιάς, κάνω κοντραμπάντο,
-
πουλώ ξύκικα, παίρνω ψέφτικους όρκους,
σπιουνέβω και δεν πειράζω κανένανε!
-
Δεν πάω να διδάξω στους άλλους την αθεΐα!
-
Εγώ μπορεί να μην πιστέβω,
μα το πλήθος;...
-
Οι σαχλές σκουληκαντέρες των χωραφιών,
οι λαδωμένοι ποντικοί των λιμανιών,
-
οι ξενηστικωμένοι σκύλοι του παζαριού,
-
άμα χάσουνε την πίστη στο θεό,
ποιος θα τους συγκρατήσει;
-
Ας μορφωθούνε πρώτα!... Για σήμερις
είναι πρόωρα πράματα!...
-
Η θρησκεία, που λες, είναι το θεμέλιο
της πατρίδας και της ηθικής.
-
Ο λαός χωρίς το φόβο του Θεού
θα χυθεί ν' αρπάζει
-
τους παράδες και τα χτήματα,
τους "κόπους" των αλλωνών
-
και να παλουκώνει τους φυλακάτορές του!...
-
Δε συμφέρει, δε θέλετε
να σας μιμηθεί κι ο λαός.
-
Του πετάτε λοιπόν μπροστά στα πόδια του
τ΄άθλιο κουφάρι μου,
-
για να μην ξεχνά, πως η αθεΐα είναι
το μεγαλύτερο φταίξιμο...
-
Μα χαλούσα και την ηθική!
Ξεμάβλιζα τα παιδιά! Ποια παιδιά;
-
Ούλ' οι μαθητάδες μου
τα χανε περασμένα τα σαράντα...
-
Και δεν είτανε "μαθητάδες" μου,
είτανε φίλοι μου...
-
Αν τα παιδιά με παίρνανε το κατόπι,
θα μπορούσα και ναν τα διώξω...
-
Τα παιδιά θέλουν αστεία και γέλια...
-
Φιλοσοφίες και τέτια δεν τα χωνέβουνε,
κοροϊδέβουνε το δάσκαλο,
-
βαριεστίζουνε και το σκάνε
από το σκολειό!...
-
Τα δασκάλεβα, λέτε, πως έχουνε το δικαίωμα
-
να δένουνε και να δέρνουνε
τους πατεράδες τους
-
όταν αφτοί μπεκρολογούνε
και χαλάνε τα λεφτά τους
-
στο τζόγο και στις γυναίκες
κι όταν ξεμωραθούν ή τρελαθούνε.
-
Αφτά δεν τα λεγα στα παιδιά˙
τα λεγα στους πατεράδες!
-
Είναι, θαρρώ, κάποια διαφορά.
-
Θα μου πείτε : "Και τον Αλκιβιάδη;
Δεν τον είχες μαθητή τον Αλκιβιάδη;"
-
Και ποιος θα βαστούσε να μην τον είχε!
-
Ωραίο παιδί, πλούσιο, ζωερό, πρώτο τζάκι,
λιγάκι παλαβό και πεισματάρικο
-
κι αδάμαστο, μα τετραπέρατο
- το ξυπνότερο παιδί της Αθήνας!
-
Α! πολύ πιο δυνατός από μένα !...
-
Γύμναζα κοντά του την ψυχή μου
να νικά τα πάθη της...
-
να μην ταράζεται μπροστά στον πλούτο,
στην ομορφιά και στα νιάτα...
-
Λοιπόν, εγώ είμουνα μαθητής του
κι όχι αφτός δικός μου.
-
Κι έφτασα να πιστέψω και να το διαλαλήσω,
πως ο πνευματικός έρωτας,
-
δηλαδή ο αφύσικος, καθαρίζει
την ψυχή και κατεβάζει ιδέες!...
-
Γι αφτό και φώναζα, πως πρέπει
να κλείσουν οι ταβέρνες
-
κ' οι ναοί της Αφροδίτης.
-
Αι! τότε θύμωσαν οι δημόσιοι ταμίες
και τα παπαδόσογα,
-
γιατί θα λιγοστέβανε τα εισοδήματά τους.
-
Και με κατηγορήσανε, πως θέλω να χαλάσω
την... ελληνική οικογένεια!...
-
Τι; Είμουνα επικίντυνος στη Δημοκρατία!
-
Επικίντυνος εγώ, και σεις δημοκρατία!...
-
Μα τους επικίντυνους, ω άντρες Αθηναίοι,
δεν τους δικάζουνε.
-
Τους προσκυνάνε ραγιάδικα
ή τους δολοφονούνε μπαμπέσικα.
-
Κι όσους μπορεί να γίνουν επικίντυνοι
μια μέρα,
-
γιατί τους εχτιμάει το πόπολο
προλαβαίνετε και τους εξοστρακίζετε.
-
Αν είμουνα επικίντυνος, θα βάζατε
μερικούς χασικλήδες να με μαχαιρώσουνε˙
-
θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου
-
να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου,
στο κρασί μου, στον καφέ μου...
-
Ένας επικίντυνος μήτε δικάζεται
μήτε κι απολογιέται...
-
Δικάζει και θανατώνει.
-
Γιατί κατέχει την εξουσία!
-
Και μοναχά σαν τήνε χάσει,
τότε μπορεί να τόνε δικάσατε,
-
αν σας βαστάει... κι αν τόνε πιάσετε!
-
Επικίντυνος είταν ο Πεισίστρατος και
τα παιδιά του, ο Αλκιβιάδης, οι Τριάντα.
-
Θα γινότανε κι ο Κύλων, αν κατάφερνε
ν' αρπάξει την εξουσία, κι ο Αριστείδης,
-
αν είτανε λιγότερο "δίκαιος"
και περισσότερο παλιάνθρωπος.
-
Οι τέτιοι σας κλέβουνε, σας σκοτώνουνε,
σας εξορίζουν,
-
σας λένε και "προδότες".
-
Και σεις μιλιά!
-
Κι αν εγώ, αντίς να αεροκοπανάω
στο παζάρι,
-
σκότωνα καμιά σαρανταριά χιλιάδες από σας
και θρόνιαζα τους οντρούς στο Τατόι,
-
για ν' αρπάζουνε τα ζωντανά σας, να
κόβουνε τα λιόδεντρα
-
και τ' αμπέλια σας,να καίνε τα χωράφια σας
-
και σεις να ψοφάτε κλεισμένοι μέσα
στο Κάστρο κι από πείνα κι από λοιμική˙
-
κι αν εξόριζα μερικές χιλιάδες
από σας, τους πιο πλούσιους,
-
για να βουτήξω την περιουσία σας˙ κι αν
ανοίγοντας τις πόρτες τις πολιτείας
-
έμπαζα μέσα τους Παλιομωραΐτες,
τους Ατζέμηδες κι όποιον άλλον κερατά,
-
για να με καθίσουνε στο σβέρκο σας
για σωτήρα,
-
ποιος θα τολμούσε να κάνει κιχ!
- όχι να με δικάσει;
-
Όλ' οι τυχοδιώκτες θα τρέχανε δίπλα μου
και θα γινόντανε λιβανιστάδες μου.
-
Κ' οι "καλοί πατριώτες" θα χτυπούσανε
το ξερό τους στον τοίχο,
-
που δεν προλάβανε να κάνουν
αφτοί χειρότερα
-
για να πλουτήνουνε περισσότερο.
-
Όχι! Δε φοβηθήκατε το Σωκράτη,
-
μα θελήσατε να φοβίσετε τους άλλους
με το θάνατό του.
-
Η δημοκρατία σας δε στέκεται καλά
στα πόδια της.
-
Τα μακροτείχια της Αθήνας και του Περαιά
κοίτουνται χάμου,
-
ναν τα κλαις.
-
Καράβια δεν έχετε.
-
Συμμάχους να πλερώνουνε
χαράτσι να τρώτε, δεν έχετε.
-
Μεταξύ σας μ' όλους τους σκοτωμούς
και τις εξορίες που κάνατε,
-
κρύβονται πολλοί που νοσταλγούνε
τον καλό καιρό της τυραννίας˙
-
γιατί χάνουνε τώρα τα όσα κερδίζανε τότες,
-
όπως και σεις προσπαθείτε να ξαναβγάλετε
τώρα τα όσα χάσατε τότες.
-
Όποιος είναι στα πράματα
φοβάται την αλλαγή˙
-
κι ο πεσμένος την αποθυμάει
και την ετοιμάζει με κάθε τρόπο.
-
Ο κοσμάκης στέκεται στη μέση
και πλερώνει τα σπασμένα˙
-
το ίδιο δυστυχεί και με τα παράνομα
και με τα νόμιμα καθεστώτα
-
και με την τυραννία και με τη λεφτεριά.
-
Για να μην καταλαβαίνει
και να μην αντιστέκεται,
-
του λέτε ψέματα και τόνε φοβερίζετε.
-
Είναι λαοί, που ζούνε στα δάση, δεν έχουνε
νόμους, τρώνε τις ψείρες τους,
-
όμως αγαπάνε τη λεφτεριά τους.
Βάρβαροι λαοί!
-
Εμείς ζούμε στην ωραιότερη πολιτεία
του κόσμου,
-
έχουμε τους σοφότερους νόμους,
δεν τρώμε τις ψείρες μας
-
κι αγαπάμε τους κατεργαρέους
που μας τρώνε.
-
Οι Τριάντα σκοτώνανε κι αρπάζανε
δίχως προσκήματα.
-
Καταργήσανε νόμους, δικαστήρια, λαοσύναξες
- την κυριαρχία του λαού!
-
Και κάνανε βουλή δικιά τους από μπράβους
και μαχαιροβγάλτες.
-
"Και τούτον ημείς θανατούμεν!"
- μια κι όξω.
-
Ξέρανε, πως θα μένουνε λίγο
και βιαζόντανε.
-
Σεις θέλετε να μείνετε για πάντα
και μεταχειρίζεστε κάποια προσκήματα.
-
Και γι αφτό σκεφτήκατε να περιορίσετε
τα πολιτικά δικαιώματα
-
μονάχα σ' όσους έχουνε χτήματακ'
είναι κι από σόι,
-
για να κρατήσετε μακριά από το Ταμείο
χιλιάδες φτωχούς.
-
Κείνοι μποδίσανε τη λεφτεριά του λόγου
και τη διδασκαλία της ρητορικής˙
-
εσείς πάτε να μποδίσετε
τη λεφτεριά της σκέψης
-
και τη διδασκαλία της φιλοσοφίας.
-
Από κείνους επήρατε το φτηνό
και σύντομο θανατικό μέσο,
-
το βρωμόχορτο, που με ποτίζετε σήμερα.
-
Η δημοκρατία σας είναι, καθώς βλέπετε,
μασκαρεμένη τυραννία.
-
"Εμείς δεν ξέρουμε δικολαβίες.
Εφαρμόσαμε τους νόμους",
-
ακούω κάποιονε που φωνάζει.
-
Κ' εγώ σας λέω : μονάχ' αν παραβαίνατε
το νόμο, δε θα μ' αδικούσατε!
-
Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να
τιμωρούνε τους φταίχτες,
-
μα τους αδικημένους,
-
και να μποδίζουνε τους κλεμένους
να κλέψουνε κι αφτοί.
-
Νόμος θα πει θέληση των δυνατών
κι αδυναμία των άβουλων.
-
"Δίκαιον ουκ άλλο τι
ή το του κρείττονος συμφέρον".
-
Έτσι πανου κάτου το χα μυριστεί
και μοναχός μου,
-
μα πρόλαβε και το διαλάλησε κείνος ο Πώλος
και μ' ανάγκασε να τόνε κοντραστάρω.
-
Και στη γλώσσας μας "κρείττων"
θα πει δυνατότερος.
-
Κι ο Σόλων δε δυσκολέφτηκε να παινεφτεί,
-
πως έφερε την τάξη
στην τρικυμισμένη πολιτεία:
-
"κράτει νόμου βίην
τε και δίκην συναρμόσας".
-
Μ' άλλα λόγια σιγουράρησε με τη βία
το δίκιο,
-
ήγουν το συφέρο των δυνατότερων.
-
Και ποιοι ναι οι δυνατότεροι;
-
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
και γυμνασμένα κορμιά :
-
οι πεχλιβάνηδες, ο Μίλων, ο Ηρακλής,
-
ο πετεινόμυαλος Ηρακλής, που
μ' όλα τ' ατσαλένια μπράτσα του
-
γίνηκε κλωτσοσκούφι μιας γκόμενας
και κοκόνα με ρόκα και φουστάνια.
-
Μήτε κείνοι πόχουνε τα πιο γερά
κι ανωφέλεφτα μυαλά :
-
φιλόσοφοι, σατυρικοί ποιητάδες κι ούλ'
οι μισάνθρωποι κ' οι γεροπαράξενοι.
-
Μήτε κείνοι πόχουνε τις πιο γερές ψυχές:
-
ένας Προμηθέας, ένας Λεωνίδας,
ένας Κυναίγειρος
-
- μυθικά προσώπατα, πλάσματα
της φαντασίας των φοβιτσιάρηδων.
-
Δυνατότεροι παντού και πάντοτες
είναι οι κλέφτες.
-
"Παραμύθια;"...
-
Άι λοπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι,
για να ξεκουραστείτε!
-
Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες
της πρώτης πολιτείας του κόσμου,
-
αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε
να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους.
-
Μπλοκάρανε το λοιπόν
τους φτωχούς της πολιτείας
-
κι αφού τους μαζώξανε στην πλατέα,
τους είπανε:
-
"Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας.
-
Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια,
τους κασμάδες, τα σκεπάρνια,
-
τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας
με το ψωμοτύρι,
-
τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες
και τις απάτωτες καλύβες σας,
-
που κάνουνε νερά, σα βρέχει.
-
Είσαστε λέφτεροι -- Ψηλά τα χέρια! --
λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας,
-
να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα,
να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε
-
και να πεθαίνετε.
-
Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες!
-
Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία
κ' αισθαντική καρδιά˙
-
θα σας δώσουμε κι αθάνατη ψυχή.
-
Κι όποιος από σας του γουστάρει,
θα μπορεί να γράφει ποιήματα,
-
να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται.
-
Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις!
-
Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε.
-
Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής,
της τιμής και της περιουσίας σας
-
- μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας.
-
Σεις θα δουλέβετε, καταπώς θέλετε
κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε.
-
Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά,
φτάνει να βρίσκεται,
-
και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας.
-
Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε,
-
θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο
στο Κράτος,
-
- στον εαφτό μας!
-
"Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς,
-
που θα προστάζουν εσάς που δουλέβετε
και να μην τρώτε
-
κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε.
-
Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνου από
τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους,
-
που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς
θα τους ψηφίζετε σα βουλεφτάδες
-
και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες
ενάντια στον εαφτό σας.
-
Και για να μην πλακώνουν
απ' άλλες στεριές και θάλασσες
-
κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε
το υστέρημά σας
-
και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς
και τις γυναίκες σας και τα παιδιά σας,
-
θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε,
-
για να μπορείτε να διαφεντέβετε
τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς,
-
δηλαδή την πατρίδα.
-
Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις.
-
Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε
να σκεφτείτε το συφέρο σας
-
και να φυλάξετε τον εαφτό σας,
θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι
-
(ψηλά τα χέρια!).
-
Ένα πράμα μοναχά σας απαγορέβουμε:
να κλέβει ο ένας τον άλλονα.
-
Γιατί μπορεί να κλέψετε κ' εμάς".
-
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα
και λέφτερα σκεφτότανε.
-
Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες
σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!).
-
Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ' ανάσκελα
στα ζεστά παλάτια το χειμώνα
-
και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα
το καλοκαίρι
-
- και σωρό γυναικούλες όμορφες
τους ψειρίζανε το σβέρκο
-
και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι
(πολύ συντελεί!).
-
Κ' η εφτυχία τους, είτανε
δύναμη της πατρίδας
-
κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός.
-
Κι αν κάπου βαριοεστίζοντας ο λαός
τους έδιωχνε,
-
ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε:
-
δε μπορούσε πια μήτε να ζήσει
μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες".
-
Γελάτε και με το δίκιο σας,
ω άντρες Αθηναίοι.
-
Τέτια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε
μήτε θα γίνει ποτές!
-
Παραμύθια, βλέπετε.
-
Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο!
Πού ναν το βρω!... Μοναχά σας λέω:
-
"Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που
φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς
-
παραδίνεται, για να σωθεί,
στο έλεος του Θεού
-
και στους νόμους των Κλεφτών".
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
-
Τι περιμένεις από ναν άνθρωπο σηµανδιακό,
στριµένονε και φαρμακόψυχο.
-
Κοπροσιωλιάζοντας όλη την ημέρα στο παζάρι
-
τα βαζε με τους άλλους,
που κοιτάγανε τη δουλειά τους.
-
Τού φταίγαν εκείνοι για
τη δικιά του την κατάντια!
-
Κι όλοι φέβγαν από κοντά του
-
-- μήτε το διάβολο να ιδείς
μήτε το σταβρό σου να κάνεις!
-
Ύστερα παινεβότανε, πως δε ζητούσε
πλερωμὴ για τη σοφία του!...
-
᾿Αφτό μας έλειπε! Να μας φορτώνεται
με το στανιό
-
και να τον πλερώνουμε κιόλας!...
-
Τώρα του δώσαμε την πλερωμή,
που του χρειαζότανε!
-
Άβριο δε θά µαστε μήτε πιό πλούσιοι
μήτε πιό φτωχοί!
-
"Ὅμως θά χουμε έναν μπελὰ λιγότερο!»
-
᾿Eσείς, ω άντρες ᾿Αθηναίοι,
παίρνετε τα σκιάχτρα
-
γι’ αληθινοὺς ανθρώπους
καὶ τους αέρηδες για θεοὺς·
-
εγὼ τους ανθρώπους για ψέφτικα σκιάχτρα
καὶ τους θεοὺς γι’ αέρηδες.
-
᾿Εσείς ὀνειρέβεστε κι εγὼ βλέπω.
-
Βλέπω, γιατί έχω περισσότερο µυαλὀ,
-
το περισσότερο, που γένηκε ποτέ
στη χώρα σας.
-
K’ επειδή μπορούσα να βλέπω,
-
γι’αφτό και μου φανιζόντανε όλα
κατάµαβρα κι άσκημα.
-
᾿Αφού κατάλαβα, πως οι τριγυρινοί µου
δεν είναι ψυχές και πνέµατα, μα κωλάντερα,
-
κ’ η ζωὴ δεν έχει κανένα σκοπό
μα το θάνατο
-
δε κυνηγούσα την εφτυχία μήτε κόπιαζα
να γίνω καλύτερος.
-
Είμουνα.
-
Αφηνόμούνα σιγά και μαλακάθησαν
οι αδυναμίες μου στη δύναμή μου.
-
Ακαμάτης κοροϊδέβα τα σκιάθρα σας
στο φανερό
-
και τον εαφτό μου στα κρυφά.
-
προσπαθούσα να ξεχνώ το σήμερα, το χτες
και το άβριο· δηλαδή τον θάνατο.
-
Δεν είμουν ο Απόλλωνας να σας εγδάρω
μια και καλή με το στουρνάρι
-
Είμουνα γιος της μαμής, πρόστυχο σόι.
-
Σας έδερνα λοιπόν κάθε μέρα
με τη σοφία μου, με την κούραλιδία
-
Δε σας καλυτέρεβα σε τίποτα.
-
Μοναχά σας αγρίεβα και καταλάβανε πως
τελεφταία θα με φάτε...
-
Έτσι κορόιδεβα και τη σοφία μου.
-
Τίποτα δεν ξέρω, ήγουν αφτά που ξέρω
δεν αξίζουνε τίποτα.
-
Κι έτσι δεν έχανα και το καιρό μου
ναν τα γράφω.
-
Αν τά γραφα, θα μου καίγατε τα βιβλία μου
στην πλατέα,
-
καθώς κάψατε και του μεγάλου Πρωταγόρα.
-
Απελπισμένος απ' όλα παραδόθηκα
να με σκοτώσετε μεταχαράς.
-
Δε μεταχειρίστηκα, για να σωθώ,
μήτε την πολιτική δύναμη,
-
μήτε τα χρήματα των φίλων μου
μήτε ψεφτιές μήτε κι αλήθιες.
-
Κι αν μου αφήνατε την πόρτα της φυλακής
ανοιχτή, δε θά φεβγα.
-
Για να ζήσω κι άλλο;
-
Και δε νομίζετε, πως γεράζοντας
ακόμα περισσοτερο
-
μπορούσα πάνου στο ψυχομαχητό μου
να φοβηθώ, να μετανιώσω
-
και να φωνάξω τον παπά
να με ξεμολογήσει; Τι ντροπή
-
«Και γιατί δεν έγδερνες πρώτα
την Ξανθίππη,
-
που σου τις έβρεχε με την παντούφλα;»...
-
Μα γιατί μουνα φιλόσοφος!
-
Αναγνώριζα πως είχε δίκιο.
-
Της άφησα της κακομοίρας
ούλα τα βάρη του σπιτιού
-
κι εγώ γύριζα στους δρόμους κ'έκανα παρέα
με πλούσιους κι αρχόντους,
-
με τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή,
τον Κρίτωνα, τον Καλλία τον Πλούσιο...
-
Και καλοπερνούσα.
-
Τα παιδιά γυρίζανε ξυπόλυτα...
-
Και κείνη τους έδινε την αναθροφή,
-
που χρείαζεται για να γίνουν
«καλοί πολίτες», σαν κ'εσάς.
-
Όταν βλαστημούσανε,λέγανε ψέματα και
κλέβαν από τα περιβόλια της γειτονιάς,
-
δεν τά δερνε·
-
κι όταν σκοντάβανε και χτυπούσανε
και σκίζανε τα ρούχα τους,
-
τά σπαζε στο ξύλο.
-
«Δε θα μοιάζετε στον πατέρα σας,
τον αχαΐρεφτο».
-
Είχαμε βέβαια την καλύβα μας, το κοτέτσι
μας και το γουρούνι μας στημ αβλή,
-
πεντακόσα κλήματα πέρα στο Γουδί
με καμιά σαρανταριά λιόδεντρα...
-
Κι όλα κείνη τα φρόντιζε και τα δούλευε
μοναχή της.
-
Μα δεν είτανε ζωή!
-
Με τα χρόνια παάγινε η δύστυχη!
-
Τσακωνότανε για τίποτα με τις γειτόνισσες
(εγώ τό στριβα νωρίς νωρίς από το σπίτι).
-
Μόλις φανιζότανε στη βρύση
με τον γκαζοντενεκέ της,
-
ούλες τραβιόντανε πέρα και την αφήνανε
να γεμίσει πρώτη.
-
Τρέμανε τη γλώσσα της και τα νύχια της.
-
Και δεν της έφτανε τόσο χρονώνε
βασανισμένη ζωή,
-
πήγα και ξαναπαντρέφτηκα,
κοντά εξηντάρης κρεμανταλάς,
-
τη Μυρτούλα, τη αγγονή
του Αριστείδη του Δίκαιου,
-
καλή ψυχή σαν του παππού της
κι αξέβγαλτη παιδούλα
-
που μύριζε γάλα.
-
Κι αρχίζοντας με τη δροσερή λαφίνα
τα σαλιαρίσματα,
-
της έκανα χωρίς κόπο δυο παιδιά --
και μάλιστα σερνικά!
-
Και δε γύριζα πια να κοιτάξω
τη ξεβρωμένη την Ξανθίππη.
-
Και κείνη γινότανε θεριό.
-
Ξεμάλλιαζε κάθε μέρα, γρατζούνιζε και
άφηνε νηστική τη κακομοίρα τη κοπέλα.
-
Κ'εγώ που να μιλήσω!
-
Έτσι μαράζωσε κ'έλιωσε στα πόδια της
κι ασκήμηνε.
-
Την παράτησα το λοιπόν κι αφτήνε --
δε με τραβούσε πιά.
-
Και σύχναζα στης Ασπασίας, στης Θεοδότης,
στα γυμναστήρια...
-
Φταίω βέβαια κ'εγώ, μα φταίει κι ὁ νόμος
πιο πολύ,
-
που μας έβαλε να πάρουμε
καὶ δέφτερη γυναίκα,
-
για να δώσουμε στρατιώτες στην πατρίδα.
Τὰ δύστυχα τα πλάσματα ...
-
Να δουλέβω!... Τί να δουλέβω ;
-
Μια φορὰ στα νιάτα μου έκανα το μαρμαρά
κοντὰ στὸν πατέρα μου.
-
Κι όπως μ' έκαιγεν ο πόθος
του γυναίκειο κορμιού,
-
κάθισα, για να μερώνω την ψυχή μου,
κ' έπλασα θεόγυμνες τις Χάριτες,
-
που μαζὶ τις πίστεβα και τις αποθυμούσα.
-
Κι όταν τις αποτέλειωσα, βρέθηκα
να μαι ερωτεμένος μαζί τους...
-
Κι αργότερα, πολύ συχνά,
έπαιρνα τὸν ανήφορο της ᾿Ακρόπολης,
-
γιὰ νὰν τὶς βλέπω καὶ να ξαναθυμούμαι
τὰ παλιά.
-
Μὰ τώρα πιὰ δεν έχω τις φαγούρες
της νιότης καὶ δεν πιστέβω
-
μήτε στοὺς θεοὺς μήτε στὰ πλάσματα
της Τέχνης...
-
το πολὺ θαμπορούσα ν' ανοίξω μαγαζί
στην ὁδόν ᾿Αναπαύσεως,
-
γιὰ να φτιάχνω και να πουλάω μαρμαρένιους
σταβρούς κι αγγέλους για τα μνήματα...
-
Ολ' αφτὰ μοναχὰ να τα κοροϊδέψω
θα μπορούσα τώρα.
-
Το πολύ μυαλό, μεγάλη σκοτούρα.
-
Μού δεσε τα χέρια·
δεν μπορώ πιὰ να κάνω τίποτα.
-
Μήπως να «δουλέβω» σαν καὶ σας,
που σταβρώνοντας τα χέρια σας
-
αγκομαχάτε ποιός θα γελάσει τὸν άλλονε
καὶ ποιός θα πουληθεί περισσότερο;
-
Μιὰ φορά, σα με καλούσαν η τιμὴ της
πατρίδας κι ο κατάλογος των εφέδρων
-
να σκοτώνω τους ὀχτροὺς η να σκοτωθώ,
πολεμούσα πρώτος κ' έφεβγα τελευταῖος
-
καὶ κορόιδεβα μέσα μου τὸν πόλεμο.
-
Συλλογιζόμουνα, πως οι συντρόφοι μου
θα χυθούνε μετὰ τη μάχη
-
στα τριγυρινά χωριὰ να σφάζουνε
τὸν άμαχο πληθυσμό,
-
να κλέβουν ὅ,τι λάχει
και να βιάζουνε τὶς γυναίκες.
-
Στο κρασὶ δε μου παράβγαινε κανείς.
-
Μπορούσα να πίνω με την κούπα
κ' είκοσι ώρες κορδόνι,
-
κ' ενώ κυλιότανε η παρέα μου
μπρούμυτα κι ανάσκελα στο πάτωμα
-
μέσα στα ξερατά,
-
στητός εγώ κι αψηλομέτωπος χαιρετούσα
τον ήλιο, που πρόβαινε θάμα,
-
καὶ ξεχνώντας όλες μου τις μιζέριες
- έφτυν αδιάφορα στὴν ὄχτο της Λήθης.
-
Στὸν Έρωτα τί νὰν τα λέω ;
-
Μοναχοί σας με παρανομιάσατε
θεϊκό τραγί, δηλαδή σάτυρο.
-
Μονάχα στο φαγὶ δεν είμουνα
και τόσο μερακλής.
-
Έτρωγα μιὰ φορά τη μέρα και λίγο.
-
Είμουνα πολύ παχύς και θαμ' έβλαφτε.
-
Ήθελα να χω το στομάχι μου λαφρό
-
για να χω και το μυαλό μου
φρέσκο κι αλέγρο.
-
Όποιος κοιμάται πολύ και τρώει λίγο:
-
ζαρζαβατικά, φασόλια, θρούμπες
και κριθαρόψωμο, δεν παθαίνει σφίξη.
-
Δε σκουριάζει και δεν ξυνίζει
το γαίμα του,
-
δε βγάνει σπυριά, βουζούνους και ζωχάδες.
-
Έπαιρνα με το πρώτο χρυσορόδισμα
τα μακρινά χωράφια.
-
εκεί διάλεγα κάποια πρόσχαρη μεριὰ
στην ούγια του πεφκόδασου,
-
αντίκρα στον ήλιο να τον κοιτάω
και να με θαμπώνει,
-
και πρόσμενα με κατάνυξη στη Μητέρα θεά
μιὰν ὁλάκερην ἑκατόμβη...
-
Κ' η θεά τό γραφε στα κατάστιχά της.
-
Μου λαμπικάριζε τα μάτια, μου ακόνιζε
το μυαλό, μου δίνε κέφι κ' ὑπομονή !...
-
Ά ! δε θα γινόμουνα
τόσο μεγάλος άνθρωπος,
-
αν είχανε τίποτα κουσούρι τα λούκια μου.
-
Είχα στομάχι κούρκου.
-
Μπορούσα να καταπίνω και να χωνέβω
καρύδια με τα τσόφλια τους,
-
καρφιά σκουριασμένα και φούχτες άμμο.
-
Για κοιτάχτε καὶ τα δόντια μου !
-
Τριανταδυό μύγδαλα - ψίχα...
Κι όμως έτρωγα λίγο.
-
Μπορούσατο λοιπόν να ηὴ δουλέβω,
δηλαδή να μην πολιτέβομαι.
-
Έχοντας τόσο δυνατό σκαρί και τόσα κέφια,
πώς δε σκορπούσα
-
χαρά και καλοσύνη, μα σταλοβολούσα
παντου φαρμάκι και χολή;
-
Γιατί 'χα μεγάλο μυαλό και σας έβλεπα
πέρα πέρα σα νά σαστε γυαλένιοι.
-
Κι επειδης ἤξερα, πως δε θα σας διόρθωνα
μοναχός μου, κορόιδεβα.
-
Ά ! δεν είναι τόσο έφκολο πράμα
η κοροϊδία.
-
Είναι μαζί παιχνίδι και τέχνη.
-
Πρέπει να χεις πολλή φαντασία
και κρίση και πείρα της ζωής.
-
Και να μπορείς όλ' αφτὰ νὰν τα παίζεις
ανάλαφρα και φωτερά, δίχως προσπάθεια.
-
Η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος
της φιλοσοφίας.
-
Χρειάζεται να χεις περάσει πρώτα
από το δράμα
-
της συλλογής και της απελπισιάς για να
φτάσεις στο γέλιο, - στο πικρόγελο.
-
Κι αν μπορέσεις να φτάσεις !
-
Τις περισσότερες φορές προσπαθούσα
να μη σας βλέπω.
-
Πήγαινα πότε στη θάλασσα,
πότε στις παλαίστρες.
-
Τὰ παιδιά με τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους,
τα λυγερά σαν τὰ στάχια,
-
με κάνανε να ξεχνιέμαι σαν εμπροστά
στην απέραντη θάλασσα
-
τ' ανοιξιάτικα πρωινά.
-
Γέλια, ξεφωνητά και πείσματα...
χαρούμενος αέρας,
-
που με σιγομεθούσε και με βύθιζε
σε μιὰ γλυκιά μελαγχολία.
-
"Ηθελα να γινόμουν άμυαλο παιδί
και μου ρχότανε να σηκωθώ κ' εγὼ
-
να κυλιστώ με τ' άλλα μέσα στη σκόνη
και στον μπουχό,
-
σαν τοὺς γαϊδάρους το καλοκαίρι
με το σαμάρι στην πλάτη,
-
- και να γκαρίζω,να γκαρίζω !
-
Αν εκείνη την ώρα με ζύγωνε κανείς,
για να μου κάνει τον έξυπνο,
-
θα τον έτρωγα ζωντανό.
-
Ύστερις, όταν έφεβγα,
-
τραβούσα σκυφτός και συλλογισμένος
τοίχο τοίχο
-
και μετρούσα τα βήματά μου... δέκα...
τρακόσια... χίλια... δυο χιλιάδες...
-
Χωρίς ναν το καταλαβαίνω, βρισκόμουνα
ξαφνικά στα λιβάδια.
-
Να !να! να! έδερνα με το μπαστούνι μου
τα στάχια και τά στρωνα χάμου.
-
έτσι ξεθύμαινα και ξεχνούσα, πως μήτ' είγὼ
θα γίνω παιδί μήτε και σεις ανθρώποι,
-
Το καλοκαίρι ! Χρυσή εποχή των φτωχών...
-
Μοναχά το καλοκαίρι ζούσα πλέρια
το κορμί μου και τη σκέψη μου.
-
Όλα μου το είναι βοούσε και φουρφούλιζε
χαρούμενα σα λέφκα στον ὄχτο,
-
γεμάτη αστράματα
και πουλιά και τζιτζίκια.
-
Και στη ρίζα κουλουριασμέν' η ψυχή μου
μὲ το κεφάλι ψηλά καρφωτό,
-
πυρωνότανε στον ήλιο και κατέβαζε
πλήθιο το φαρμάκι
-
στα κανάλια των δοντιών της !
-
Και αλί σε κείνονε, που δάγκωνε ...
-
Πήγατε λοιπόν να με καταδικάσετε
στη δόξα του καλοκαιριού,
-
το Μάη με τα λουλούδια ... την ώρα,
που 'χω το πιότερο φαρμάκι ...
-
Αν είτανε χειμώνας, δε θά βγαζα λέξη.
-
Μα τώρα γλεντάω και φραίνομαι
να σας δαγκώνω.
-
(βήχας)
-
Εδώ ὁ Σωκράτης ξεροκατάπιε, έβηξε
δυο τρεις φορὲς καὶ ξανακολούθησε.
-
Διηγήθηκε στο δικαστήριο
μιὰν ημέρα της ζωης του.
-
Όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στην αβλή πάνου
σε στρατιωτικές μπατανίες και τσουβάλια,
-
κάτου από τ' άστρα, δεν μπορούσα να κλείσω
μάτι : σκνίπες, κοριοί κι ιδέες.
-
Τις σκνίπες μου τις στέλνανε τ' άστρα,
τοὺς κοριοὺς ὁ τοίχος
-
(παλιό το σπίτι, βλέπετε),
τις ιδέες η κάκητα.
-
Αυτή ναι, θαρρώ,το θεϊκό μας στοιχείο !
-
Το μυαλό μου δουλέβει· κι ὅταν αποκοιμηθώ,
ξακολουθεί να δουλέβει...
-
᾿Αναχαράζω τις κουβέντες της ημέρας,
τις βάζω σε τάξη, τις ξεκαθαρίζω.
-
Τότε βρίσκω τὶς πιό θανάσιμες αντιλογίες,
-
που θαν τις ξεφουρνίσω
το πρωί στην ᾿Αγορά...
-
Στάσου και θα δείς, τί έχω να σε κάνω
κύριε Τάδε...
-
Λίγο λίγο γαληνέβουνε τα μέσα μου κι αργά
πολύ κλείνουνε βαριά τα μάτια μου.
-
Μόλις κοκκινίσουνε τα μάγουλα της ᾿Αβγης,
πετιέμαι ψηλά σὰν το πετεινάρι
-
κι αρχίζω να λαλώ: να πειράζω
τὴν Ξανθίππη...
-
Αφού μου φέρει την πρωινή μου κρασοψυχιά
μέσα σ'ένα πήλινο καφκί,
-
μουρμουρίζοντας, πάει στο πηγάδι
καὶ τραβάει νερό.
-
Ύστερις μου χύνει κατακέφαλα
τὸν κουβὰ γεμάτο.
-
Κι ενώ σφουγγίζοµαι γρήγορα γρήγορα
μὲ τα μανίκια
-
καὶ χτενίζω τα γένια µου με τα δάχτυλα...
κείνη δυναμώνει το χαβά της.
-
«Δε μ᾿ άφησες ὅλην τη νύχτα να κοιμηθώ.
-
Κλωτσούσες, ροχάλιζες, έτριζες τα δόντια
σου και βρωμούσες σκόρδο.
-
Δε ντρέπεσαι τουλάχιστο τα παιδιά ;»
-
(Ὅλοι κοιµόμαστε στην αβλή κατάχαµα,
ο ένας πλάι στον άλλονε).
-
Αί τότες εγώ βγάνω φτερά,
της τσιµπάω το μπράτσο... και δρόµο !
-
Αν δε με βρίσει πρωί πρωί, θα µαι
ξυνισμένος κι άκεφος όλη την ημέρα !...
-
Πριν πάει μισό καλάμι ὁ γήλιος
κόβω μιὰν κορφὴ βασιλικό και ξεπορτίζω.
-
Ένα ζεβγάρι σπουργίτες τροµάζουνε ξαφνικά
-
καὶ χαράζουνε στον αέρα
δυό φωτεινές γραμµές,
-
από την καβαλίνα του δρόμου
στην κορφή της διπλανής ροδακινιάς.
-
Στρίβω δεξιά καὶ παίρνω τ᾽ ανοιχτά...
περιβόλια... ρεματιές...
-
ν' ανασάνω βαθιά...να ξαλαφρώσω...
-
᾿Ακούγονται μακριά στις δημοσιές
τὰ πρώτα κάρα,
-
που κατεβαίνουνε στην ᾿Αθήνα γεμάτα
δροσερά λαχανικά και φρούτα.
-
σε λίγο στα καλντερίµια των σοκακιών
ανακατέβονται τα πέταλα των αβασταγών
-
μὲ τα χουγιαχτά των αγωγιάτηδων.
-
Λεκάνες και ντενεκέδες αδειάζούυνε
σαπουνόνερα και λάντζες ὅπου τύχει.
-
Γεροντικὰ βηξίµατα καὶ ρόχαλα κάνουνε
στράκες απάνου στὰ κεφάλια των Θεών...
-
Τα χούφταλα ! Ξυπνώντας αξημέρωτα
πανε να δικάσουν
-
η να συνεδριάσουνε στη λαοσύναξη
γιὰ τὶς δεκάρες...
-
Όσο να κατέβω στο παζάρι, σύνεφα μύγες,
κουρνιαχτός, κάτουρα,
-
που αχνίζουνε, κι ανθρωπήσια βαρβατίλα
μαγαρίζουνε την παρθενικὴν ημέρα.
-
Κιαλάρω μαζωμένους στη στοὰ τον Κόλια,
τον Πρίφτη,
-
το Δέδε,το Γκίκα,το Δεδεγκίκα...
τοὺς μεγάλους άντρες !
-
Εἶναι μαζί τους κι ο κύριος Τάδες.
-
Κι αν δεν είναι, θά ρτει.
-
Ζυγώνω καὶ καληµερίζω.
-
Τους λέω τα σπουδαία της ημέρας :
για το γάιδαρο του Μελέτη,
-
πού σπασε την τριχιά του ψὲς το βράδι
και λάκηξε κατὰ τα Τουρκοβούνια
-
κυνηγώντας μια καλοθρεμένη τσακίστρα·
γιὰ το κρασί του Μπαρμπαχρίστου,
-
που ξύνισε κι ο γιατρός δεν μπόρεσε
ναν το γιάνει΄
-
για την Παπαλάμπραινα,
που σήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι,
-
γιατί τ᾿ αγγούρι, που της έδωκε ψες
ὁ µανάβης,
-
είτανε και μικρό και πικρό φαρμάκι !
-
Και ποιός είτανε αφτός ο κ. Τάδες ;
Ο σοφιστής, ο πολιτικός, ο ποιητάκος.
-
Όσοι φαντάζονται πως είναι πανήξεροι,
και τό χουνε καμάρι που λένε ψέματα.
-
Τους αλάλιαζα.
-
Όχι γιατί θελα να φαίνομαι
καλὐτερός τους.
-
Δεν αξίζει τον κόπο νά ναι κανείς
πρώτος η τελεφταίος
-
ανάμεσα σε τελεφταίους, που θαρρούνε
πως είναι πρώτοι.
-
Τοὺς τσάκιζα, καθώς τσακίζουμε
τοὺς κοριούς...
-
Δε ζητάμε δηλαδή ναν τους καλυτερέψουµε
-
μήτε να σώσουμε τους γειτόνους η
τις μελλούμενες γενιές των Ἑλλήνων !
-
Ένας λύκος μοναχά, του ᾿Αγκούμπιο,
τα κατάφερε να καλυτερέψει,
-
να γίνει θεοφοβούμενος και να μην τρώγει
κρέατα ζωντανά, µά...
-
ραδίκια βραστά,που κατέβαινε καὶ
τ᾽ αγόραζε πρωί πρωί στο Λαχανοπάζαρο.
-
Για την πλεμπάγια την παρακατιανή,
για σας, ένιωθα μονάχα λύπηση.
-
Ο νους, η καρδιά κ᾿ η πράξη σας
δεν είναι δικά σας :
-
αιστάνεστε, νογάτε και κάνετε
ό,τι συφέρνει στους Λύκους.
-
Οἱ Λύκοι σας µάθανε, πως είναι και δίκιο
και θέλημα των θεών,
-
αφτοὶ να τρώνε κρέας ανθρωπινό και
σεις ραδίκια βραστά -- και να βρίσκονται !
-
Οἱ σοφιστάδες... Τι µεγαλείο !
-
Ερχόντουσαν από πολύ µακριά. ψηλοί,
γεμάτοι, χαρούμενοι.
-
Σαν κοσμογυρισµένοι, μπορούσανε
και γινόντανε σε μιὰ βδομάδα
-
βέροι Αθηναίοι, γέννημα - θρέµα.
-
Ντυμένοι κόκκινους μαντύες,
σπαρµένους μ'άστρα µαλαματένια,
-
κατσαρωμένοι και φκιασιδωµένοι
στον καθρέφτη,
-
προβαίνανε αργά και πίσηµα
με τα σκαλισµένα μπαστούνια τους
-
και το φιλντισένιο μήλο, σα βασιλιάδες.
-
μας περνούσανε για επαρχιώτες ---
και τάχατες δεν είμαστε ;
-
'Η ξενοτοπίτισσα προφορά τους έκανε
το µίληµά τους κελαηδιστό και ζαχαρένιο.
-
Έτσι το ψέβδισµα των σπαθάτων αχειλιών
-
η τ᾽ αλαφρό αλλοιθώρισμα
των παιχνιδιάρικων ματιών
-
κάνει τὶς κοκέτες γυναικούλες πιο
τσαχπίνισσες καὶ πιο λαχταρισµένες.
-
Κάθε τους λέξη τηνε βροντούσανε
στ᾽ αφτιά σας,
-
όπως οἱ σαράφηδες τις λίρες
απάνου στην πέτρα,
-
μα εσας δε σας ένοιαζε να ξεχωρίζετε
τις αληθινές από τις κάλπικες.
-
Ο Πήγασος της ρητορείας τους
σας ανέβαζε καμαρωτός
-
στ᾽ ατέλειωτα βάθη των ὑψών,
-
κ᾿ η καρδιά σας, όπως η σπηλιά
της Πεντέλης,
-
δεφτέρωνε και τρίτωνε τ᾽ αχολογητό του.
-
Χάνοντας από τα πόδια σας τη γης,
εχάνατε στο τέλος και τον ἑαφτό σας
-
γινάµενοι σαν τους ήσκιους
του Κάτου Κόσμου.
-
Όταν λοιπόν εγώ τους αρωτούσα ξαφνικά :
-
«Έχετε πολιτικά δικαιώµατα
για να φωνάζετε τόσο ;»
-
χάλαγ᾽ εφτύς η παράσταση.
-
Καἱ σεις από τα ψηλά, που αρμενίζατε,
-
πέφτατε κατακέφαλα πάνου στα βράχια
της γης και τσακιζόσαστε
-
σαν τις χελώνες του Γεροαίσωπου.
-
Είτανε λοιπόν να μὲ χωνέβετε ;
-
Εγώ βέβαια τα πολιτικά µου δικαιώµατα τα
είχα γραμμένα στα παλιά µου τα παπούτσια.
-
Ποτές µου δεν πήγα να ψηφίσω'
να διαλέγω μοναχός µου
-
ποιός κλέφτης θα με κλέβει
και ποιός τζελάτης θα μὲ κόβει.
-
Έλεγα έτσι στοὺς σοφιστάδες,
για να θυµώνετε σεις κ᾿ εγώ να γελάω
-
Οι σοφιστάδες µοσκοπλερώνονται...
Πέντε µνές...
-
θα πει, πως η σοφία τους άξιζε τόσο.
-
Από την τιμή καταλαβαίνεις
την αξία της πραμάτειας.
-
᾿Εγώ τη φτωχή µου τη γνώση τη χάριζα
τζάμπα και κανένας δεν τηνε δεχότανε.
-
θα πει πως δεν άξιζε τίποτα.
-
Μα θα πει και κατιτίς άλλο :
για να επιμένω
-
να σας τηνε δίνω με το ζόρι
και με κίντυνο της ζωής µου,
-
κάποιος οχτρός σας θα με πλήρωνε.
Προπαγάντα !
-
Οἱ Σλάβοι με πλερώνανε να ξεβιδώσω
την ιδεαλιστική μηχανή της πολιτείας !
-
Μα για να µπορώ να ρεζιλέβω
την παντογνωσία των κοτζάµου σοφιστάδων,
-
δε θα πει πως είχα δίκιο, μα πως είμουνα
πιο πονηρός και πιο καπάτσος από δάφτους.
-
Μπορούσα να κάνω τ' άσπρο µάβρο.
Σημάδι των καιρών...
-
᾿Αφού με τις λογης αλλαξοκαθεστοσύνες
και προδοσίες
-
µαγαρίσατε κάθε νόημα δικαιοσύνης,
ρίξατε το φταίξιμο σε μένα.
-
Εγώ με τη διδασκαλία µου
και με τὶς κοροϊδίες µου
-
κλόνισα µέσα στην ψυχή των πολιτών
κάθε μπιστοσύνη στους νόμους !
-
είμουνα λοιπόν κ᾿ εγώ ένας
από τοὺς σοφιστάδες !
-
Μακάρι !
-
Τό χω βάρος στην ψυχή µου, που
κοροϊδέβοντας τη θεατρική τους ρητορεία,
-
χτύπαγα μαζί
και τὶς μεγάλες τους αλήθειες...
-
Ὅταν επιτέλους πέτυχα νὰν τοὺς διώξετε,
κάθισα και συλλογίστηκα τα λεγόμενά τους.
-
Μέσα µου τι χαλασμός !
-
Λυπάμαι πολύ, που δεν πρόλαβα
ν᾿ ανοίξω την ψυχή µου στον κόσμο,
-
πριν εσείς μου τηνε κουκουλώσετε
για πάντα με μιαν οργιά χώμα !
-
Αί ! στο τέλος της απολογίας µου
θα σας αμολήσω τα σφαλάγγια,
-
που βράζουνε µέσα µου από καιρό.
-
Να κι ὁ πολιτικός αριβάρει.
-
Μπροστά πάνε τ᾽ αστραφτερά του μάτια
και πίσου αφτός.
-
Πριχού πατήσει το ποδάρι,
-
δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του
σαν το µουλάρι.
-
Ξεροβήχει, για να γυρίσουμε
να τον κοιτάξουμε.
-
Μαζί µας είναι κάµποσοι φίλοι του.
Τὸν καληµερίζουµε κι αφτός ζυγώνει.
-
Σφίγγει τα χέρια µας πολύ γκαρδιακὰ
και με δύναμη.
-
Mε τέτιο δυνατό χέρι βαστάει
το τιμόνι του Καραβιού.
-
μας αγαπάει και γίνεται θυσία για μας !
-
Για χατίρι µας βουτάει το δημόσιο ταμείο,
για να δίνει σ᾿ εμάς
-
και για χατίρι µας τσαλαπατάει
τοὺς νόμους, για να μας σώζει.
-
Αφτός μας έμαθε να παίρνουμε
ψέφτικον όρκο στα δικαστήρια
-
και να μην κρατάμε το λόγο
μας στ᾿ αλισβερίσια µας.
-
Αφού ναι μεγάλος τσορµπατζής,
είναι και μεγάλος στρατηγός.
-
Αν νικούσαν οι στρατιώτες,
αφτός δοξαζότανε.
-
Μα κι αν τηνε παθαίνανε,
αφτός δεν πάθαινε τίποτα.
-
δεν έφταιγε. Φταίγανε...
-
θα σας το πω παρακάτου ποιοί φταίγανε.
-
Κι αν παράδινετο στρατό στούς ὀχτροὺς
κι αν τούς πουλούσε τα κάστρα
-
κι αν έφεβγε πρώτος πρώτος,
ποιός θα μπορούσε να τον κατηγορηήσει ;
-
᾿Αφτός είταν ο Δημόσιος Κατήγορος !
-
Άμα λοιπόν ξέκοβα από την παρέα
και παρουσιαζόµουνα μπροστά του
-
και του λεγα
«Κυρ Θόδωρε, γιατί σαι λέρα ;»
-
τα µατάκια του χωνόντανε βαθιά
στις τρύπες τους,
-
σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
-
Κόκκαλο ο κυρ Θόδωρος.
-
Ποιός κὺρ Θόδωρος;
Ο Λύκων και ο Άνυτος, καλέ !
-
Αμέσως τα πράµατα σκουραίνουν.
-
Οι φίλοι κ' οἱ µπράβοι του
να κι ανασκουμπώνονται.
-
Τόνε κοιτάνε λοξά στα μάτια
νὰν τοὺς κάνει το νόηµα.
-
Μα τούτος δεν είναι τόσο µπόσικος.
-
Παίρνει την κουβέντα µου για χωρατὀ.
Σκάει στα γέλια. Ξέρετε γιατί ;
-
Κοιτάει τα µπράτσα µου τα χοντρά,
που καταχερίσανε πολλούς ως τώρα.
-
Ύστερις έχουνε σφιχτεί γύρα µου πολλοί,
γιὰ να πάρουνε το µέρος µου.
-
δεν είναι φιλοσόφοι, δεν είναι φίλοι µου·
είναι λέρες σαν κι αφτόν.
-
Είναι πολιτικοί του ὀχτροί.
-
Γελώντας αποτραβιέται με τοὺς δικούς του.
«έννοια σου», λέει µέσα του,
-
«και θα σου τηνε φέρω εγώ
εκεί που δεν το περιμένεις».
-
Οἱ πιό µαλαγάνες από δάφτους κοιτάζανε
πώς να με καλοπιάσουνε,
-
για να μην τους βρίζω.
-
Με προσφωνάζανε «μέγιστο φιλόσοφο» και μου
στέλνανε στο σπίτι λογής πεσκέσια :
-
κόκκιν᾽ αβγά και τσουρέκια το Πάσκα·
γουρουνόπουλα την Πρωτοχρονιά·
-
τσαντηλες Γιαούρτι Μανωλάδας το Φλεβάρη·
ορτύκια µανιάτικα τον Αλωνάρη·
-
και στη γιορτή µου συναγρίδες, σύκα,
νταμιτζάνες κρασί και λουλούδια. ᾿
-
Εγώ τά στελνα πίσου... κι ας φώναζε
η Ξανθίππη, πως είμαι κορόιδο.
-
Στο θεό σας ! Θέλανε
να μου κλείσουνε το στόµα ! Θά σκαγα...
-
Μια φορά µάλιστα κάποιος τρανός από
δάφτους μού στειλε για σκλάβους
-
δυο αραπάκια των ἑκατόν εξήντα μηνών,
που δεν ξέραν ἑλληνικά·
-
κατσαρά μαλλιά, σιντεφένια δὀντια,
χρυσά βραχιόλια και σκουλαρίκια...
-
«Γιὰ ναν τα κάνω», μού γραφε,
«φιλοσόφους» !
-
Τά τύλιξα με μισό σεντόνι
(είτανε τσίτσιδα)
-
καὶ τα ξανάστειλα πίσου.
Ποιός θαν τά τρεφε ;
-
᾽Αφτό το περιστατικό το ξέρουνε πολλοί.
-
Κείνη τη µέρα σηκώθηκε
όλο το Κολωνάκι στο ποδάρι.
-
Βγήκαν από τα σπίτια και τα µαγαζιά τους
κι αραδιαστήκανε στα πεζοδρόμια,
-
για ναν τα κοιτάνε, που περνούσανε
πιασµένα χέρι χέρι...
-
Και τι, θαρρείτε, με κουτσομπολέψανε
κατόπι ;
-
Ὁ Σωκράτης τα διωξε, γιατί τα θελε
να ταν άσπρα !
-
Ὁ Περικλής, σαν άκουσε να γίνεται
τόση κουβέντα για μένα,
-
έβαλε την ᾿Ασπασία να με φωνάξει
στο παλάτι του.
-
Και κείνη μού στειλε τὸν ᾽Αλκιβιάδη.
-
Μπορούσα να χαλάσω το χατίρι
-
του καλόπαιδου
και της μεγάλης αρχόντισσας ;
-
Πήγα με σκοπό να τσακωθώ.
-
Μα σ᾿ ο,τι και νὰν τοὺς έλεγα,
δε μου φέρνανε αντίρρηση.
-
Κι όταν κατάκρινα τὸν «Ὀλύμπιο Δία»
για ὅσες ρομαντικὲς παπαρδέλες
-
σας είπε στον Επιτάφιο του, κούνησε
γελώντας τη σουβλερή του καράφλα
-
και με παρακινούσε να κακολογώ
τοὺς ὀχτρούς του
-
και να λέω αρσίζικα χωρατά.
-
Κ᾿ η ᾿Ασπασία γελώντας κι αφτὴ
μου χάιδεβε με τα θεία της κρινοδάχτυλα
-
τούτην εδώ την παλιοπατατούκα,
που βλέπετε, και μου λεγε σιγανά :
-
«Βγάλ’ τηνε, καημένε,
να σου τηνε µπαλώσω ...»
-
Μου κάνανε μεγάλα ικράµια και μ᾿ ακούγανε
με κατάνυξη και θαμασμό.
-
Μα δεν είναι γι’ αφτά, που δεν έβρισα
και τον Περικλή.
-
Μού δινε το λόγο του, πως όπου να ναι,
-
θαν τα ταίριαζε με τους Μωραΐτες
και θα τέλειωνε τον πόλεμο...
-
Τώρα το βλέπω, με κορόιδεβε.
-
Ὁ µόνος που με κορόιδεψε στη ζωή μου.
Αν εζούσε, θα πολεμούσε ακόμα Ι...
-
Εξουσία και πόλεμος δεν μπορεί
να χωριστούνε !...
-
Θαρρώ βγηκ᾽ απ' το θέµα...
Γεροντική φλυαρία.να μὲ συμπαθάτε !
-
Αμ’ οι ποιητάδες ; ᾿Αρσενικὲς Πυθίες, που
κουβεντιάζουνε με τους θεούς,
-
σαν παλιοί κουμπάροι...
-
Μεσάτοι, κουνιστοὶ και με κομένα μάτια,
κει που περπατάνε
-
σκορπίζοντας αρώματα
και χάχανα καμπανιστά,
-
σταματάνε ξαφνικά, γουρλώνουνε τα µάτια
και κοιτάζουνε τ᾽ άστρα µέρα μεσημέρι.
-
Κείνη τη στιγμή κατεβαίνουν
άγγελοι των Θεών
-
και τους καλούνε
στον "Όλυμπο της Μωρίας !... ᾿
-
Εκεί μεθάνε κ εδώ χρησμολογούνε.
-
Με τα μάγια των στίχων μας λυτρώνουν
από τα δεσμά της µαταιότητας.
-
᾿Αφτοὶ δίνουν αιωνιότητα σ’ ο,τι αγγίσουνε
με την πνοή τους.
-
Χάρη σ᾿ αφτοὺς ο κόσμος γίνεται καλύτερος
και βασιλέβουνε στη γης η ψυχή κι ὁ Θεός !
-
Καλή ώρα σαν το Μέλητο...
-
Άμα λοιπόν τους έπαιρνε το µάτι µου
και τους χαιρετούσα :
-
«τι μου γλυκοπικρο γίνεσαι, Μαρίκα» φυσικά
θυµώνανε κι αφτοί κ οἱ φίλοι τους.
-
Και να πού ρθανε τα πράματα δεξιά
κ᾿ η Μαρίκα - Μέλητος
-
στάθηκε πρώτος θανάσιµος κατηγορός µου.
-
Στο αναμεταξύ μού γραφαν
επιγράμματα τσουχτερά,
-
που κάνανε τη βόλτα τους
στα σοκάκια, στα χωριά...
-
Όσο που κάποτες ο Αριστοφάνης,
ο μόνος που του ταίριαζε να ναι ποιητής,
-
γιατί τανε µισάνθρωπος και τζαναµπέτης,
μ᾿ ανέβασε στο θέατρο...
-
Πρωταγωνιστής των «Νεφελών» !
-
Γελούσε ο κόσμος κ᾿ εγώ καµάρωνα...
-
όσο που μ᾿ αναγκάσανε να πηδήξω πάνου σε
μια καρέκλα για να με ιδούνε !
-
᾿Από τότες έγινα «σπουδαίος» άνθρωπος.
-
Όλ᾽ η Ἑλλάδα μιλούσε για μένα...
-
Πρωτύτερα δε με καλοξέρανε,
μήτε με λογαριάζανε.
-
Μετὰ την παράσταση με πήραν οἱ φίλοι
και πήγαμε στην ταβέρνα
-
να γιορτάσουµε τη δόξα µου.
-
Γενήκαμε στουπί στο µεθύσι κ᾿ είπαμε
σωρό καρίπικα τραγούδια...
-
Τα ξηµερόµατα γύρισα στο σπίτι...
-
Πατούσα στα νύχια, για να μη
με μυριστεί η Ξανθίππη.
-
Μα που ! Τινάχτηκε απάνου
κι άρχισε τον αναβαλλόμενο...
-
«Ξέρεις», της λέω, «από σήµερις είμαι
ο μεγαλύτερος άνθρωπος σ’ όλο τὸν... κόσµο
-
(έτσι το λεγα, για να την καλμάρω).
-
Και συ, που μ᾿είχες του µπάτσου
και του κλώτσου !...
-
Μ’ ανεβάσανε στο θέατρο...»
-
Έτριψε τα μάτια της, στάθηκε λίγο
κ᾿ύστερις για πρώτη φορά στη ζωή της
-
μ᾿ αγκάλιασε, με φίλησε και μού πε:
«χρυσό µου !»
-
Ὡς το πρωί µετάνιωσε : «Κοίταξε να βρείς
καμιά δουλειά᾿να διοριστείς...
-
και ναν τ᾽ αφήσεις αφτά...
Γεροπαραλυµένε... αγράμματε !»
-
᾿Αφτα που σας διηγήθηκα δε γινόντανε
κάθε µέρα τα ίδια.
-
Τις περισσότερες φορές κοίταγα
να φέβγω από τον κόσμο...
-
να κατεβαίνω στη θάλασσα την πολύμορφη
και χιλιότροπη, την αχόρταστην ερωμένη ἱ
-
να πέφτω µέσα, να την αγκαλιάζω
και να πηγαίνω βαθιά... πολύ βαθιά
-
συντροφιά με τις Νεράιδες
και τους Τρίτωνες.
-
να κυλιέμαι κατόπι
στην πυρωμένην αμμουδιά,
-
να ξαπλώνω τ᾽ ανάσκελα στον ήλιο
-
και να τόνε χορέβω σαν τόπι πανου
στην τουρλωτή κοιλιά µου...
-
Έπαιρνα το λοιπόν τ' απόμερα σοκάκια και
τραβούσα τοίχο τοίχο στις Ιτωνίδες Πύλες.
-
Εκεί στεκόµουνα στο να µου ποδάρι
κι έβγαζα το να τσαρούχι
-
κ’ ύστερα στ᾽ άλλο ποδάρι κ᾽ έβγαζα
το δεύτερο τσαρούχι.
-
Τά σφιγγα και τα δυο κάτου στην ἁμασκάλη
-- για να μη λιώνουν οι σόλες άδικα, --
-
κ᾿ εν δυο, εν δυο κατέβαινα στο Φάληρο.
-
Καμιά φορά μου τύχαινε να πατήσω
καμιά μαγαρισιά
-
(γιοµάτες οἱ συνοικίες και τα σοκάκια !).
«Μα τὸν Κύνα !» μουρμούριζα.
-
«Καλύτερα να πατάς µαγαρισιές,
παρά να σκοντάβεις ὅλη µέρα
-
πάνου σε διακονιαρέους καὶ ψέφτες,
«”Έλληνες Ἑλλήνων” !»
-
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
-
Βαρέθηκα πια να παίζω μαζί σας...
-
Καιρός να σας εξηγήσω
και τη φιλοσοφία μου...
-
Τι κατσουφιάζετε ;...
Δε σας αρέσουν οἱ θεωρίες, αἱ ;
-
Θα προτιμούσατε βρωμοκουβέντα.
-
Άξαφνα,το πως μου ρίχτηκε κάποτες
ή Θεοδότη...
-
Μα δε με παίρν' η ώρα.
-
Ανάγκη, πριν πεθάνω,να μαθεφτεί,
πως ο Σωκράτης είχε καταλάβει
-
τα σφάλματα της διδασκαλίας του
και μετάνιωσε...
-
Αλήθεια, της είχανε πει της Θεοδότης, πως
δε γουστάρω τάχα τις γυναίκες, - εγώ !
-
Και πικαρίστηκε.
-
Τό βαλε πείσμα να με καταφέρει.
-
Με καλούσε κάθε τόσο στη βίλα της
να συζητάμε φιλοσοφία.
-
Κι όλο τύχαινε να λούζεται, ν' αλείφεται
-
και να προβάρει γυμνή μπροστά μου
τους νέους χορούς της.
-
«Σαν άνθρωπος ανώτερος», μου λεγε,
«δεν παρεξηγείς»...
-
Έπειτα ξαπλωνότανε στο ντιβάνι τ' ανάσκελα
για να ξεκουραστεί, με κάθιζε δίπλα της
-
κ' ενώ ζεστός και φωτεινός ο κόρφος της
ανεβοκατέβαινε γρήγορα,
-
της μιλούσα για την αθανασία της ψυχής.
-
Ξαφνικά μ' έκοβε στη μέση και μου λεγε :
-
«Ξέρω σωστούς εξηνταεννιά τρόπους
να κάνω τον έρωτα».
-
Κ' εγώ τό ριχνα στη συλλογή.
«Τι έχεις;» με ρωτούσε.
-
«Κοιτάω να βρω, ποιός από
τους ἑξηνταεννιά σου τρόπους
-
είναι... φιλοσοφικότερος, απόλυτος»...
-
Φωνές: «Ποιός είναι; Ποιός είναι;»
-
Βλέπετε, πως χρειάζεται να ξέρουμε
και φιλοσοφία :
-
Έτσι κ' η Θεοδότη, σαν κ' εσας,
με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε...
-
«ποιός είναι :»
-
Ώσπου μιὰ µέρα, για να γλυτώσω, της λέω :
-
«Ο τρόπος αφτός είναι νὰ... δείρεις πρώτα
δίχως λύπηση τη γυναίκα
-
και κει που κουλουριάζεται ξεφωνίζοντας
στο πάτωµα και τρέμει σύγκορμη,
-
να τὴν αναποδογυρίζεις...»
-
Τότες η διαβόλισσα σφίχτηκε απάνω µου
και µισοκλείνοντας λαγγεμένα τα μάτια της
-
μουρμούρισε λιγόψυχα : «Δείρε µε».
-
Αφτὰ δε σας τα λέω μοναχά
γιὰ να σας πειράξω.
-
Θέλησα και με τρὀπο να σας µπάσω
στη φιλοσοφία µου...
-
Πάλε κατσουφιάζετε :
-
Έλληνες αρχαίοι
καὶ να φοβόσαστε τη σκέψη Ι...
-
'Ἠσυχάστε ! «Διός κριταί»
-
σαν κ᾿ εσάς δεν πάει να πονοκεφαλιάζετε.
-
Μ’ όσο κέφι μου περισσέβει, θα κοροϊδέψω
τώρα και τη φιλοσοφία µου.
-
Σαν έξυπνοι γκαγχαρέοι θα µισοκαταλάβετε,
-
πως αν δεν ὑπάρχει στις ερωτοδουλειές
απόλυτον «είδος»,
-
άλλο τόσο δεν ὑπάρχει
και στα «υψηλά ζητήματα».
-
Και πρώτα πρώτα δεν είμαι φιλόσοφος.
-
Δεν έχω φκιάσει κανένα δικό µου «σύστημα»,
-
λαμπερό ναό της Σκέψης με κολόνες,
μὲ πολυελαίους, μ’ Άγιο Βήμα
-
κι άδυτα των αδύτων.
-
Είχα βρει μοναχά μιὰ δικιά µου
«μέθοδο» σκέψης.
-
Τ’ ᾿Αφάλι της Γης, τ᾽ αχνιστό
και σκανταλιάρικο,
-
μού δωσε πιστοποιητικό σοφού
κι ὄχι φιλοσόφου.
-
Καὶ δε με σύγκρινε με τον τρανό
τον Πυθαγόρα, τον Εμπεδοκλή
-
τον Αναξαγόρα και τόσους άλλους,
μα με το Σοφοκλή και τον ᾿Εβριπίδη
-
-- με δυο ποιητάδες !
-
Φαίνεται, ήθελε να ρεζιλέψει κι αφτουνούς,
ομολογώντας,
-
πως ξέρουνε λιγότερα απ᾿το δικό µου
το «τίποτα»,
-
κ᾿ εμένα, βάνοντάς µε στην ίδια σειρά
με δυο φημισμένους «αερολόγους»
-
-- κείνοι της καρδιάς
κ᾿ εγώ του στοχασμού.
-
ακόμα κ᾿ οἱ φίλοι µου δε με φωνάζανε
φιλόσοφο,
-
μα «δάσκαλε» και «κύριε πρὀεδρε».
-
Ο θείος Καπνός των Δελφών, που με
ρεκλαμάρισε σε ὅλον το κόσµο για σοφότατο,
-
δεν αστειεβότανε. Ηθελε να με στραβώσει.
-
να μὲ κάνει να πιστέψω,
πως είχα βρει την Αλήθεια,
-
για να μην την αναζητώ και την πετύχω
καμιά μέρα,
-
-- Φοβότανε το µεγάλο μυαλό µου.
-
Δε συφέρνει και στους αθάνατους Αφέντες
-
να µαθαίνουνε την αλήθεια
τὰ ζωντανά της γης.
-
Και σαν είδε, πως άρχισα
να τηνε µυρίζοµαι, δεν έχασε καιρό·
-
έπεσε πηχτός καὶ μάβρος µέσα στο μυαλό σας
και σας φλόμωσε για να με σκοτώσετε...
-
Αν όμως ο Λοξίας τό πε στα σοβαρά, πὼς
είμαι σοφότατος, εννοούσε, βέβαια,
-
πὼς ανάμεσα στοὺς ανθρώπους είμουν
ο, τι κι αφτός ανάμεσα στοὺς θεούς :
-
ο πρώτος κοροϊδεφτής.
-
Όταν ακόμα παιδί μυξιάρικο χάζεβα
στην αγορά κι άκουα τοὺς μεγάλους,
-
παραξενεβόµουνα, που για κάθε ζήτημα
µαλλιοτραβιόντανε σαράντα γνώμες
-
κι όλες φαινόντανε σωστές.
-
Οἱ σοφιστάδες υποστηρίζανε καθαρά,
πως είναι και σωστές.
-
Στην αρχή με τ᾽ άγουρο μυαλό µου
κι αργότερα με το γινωμένο
-
προσπαθούσα να βρίσκω πάντοτε
μια μοναδική γνώμη,
-
που νά ναι σε κάθε περίσταση
και για όλους υποχρεωτικὴ,
-
δηλαδή παντοτινή κι ανάλλαγη, πάνου από
καιρούς και τόπους κι ανθρώπους,
-
-- απόλυτη.
-
Θά πρεπε νά χει κάτι το θεϊκό µέσα της,
νά ναι «ιδέα».
-
Και για ναν τηνε βρούμε, δε θά πρεπε
καθόλου
-
να ψάχνουµε στον όξω κόσμο,
πού ναι διαβατικός και ψέφτικος,
-
μὰ µέσα στην ψυχή µας, πού ναι
κι άυλη κι αθάνατη.
-
στα βάθια της ψυχης μας κοίτονται θαμένες
οι ιδέες - αλήθειες
-
κάτου από σκουριά πολλή,
που τηνε σωριάζουνε µέσα της
-
οι αἴστησες - αποθυμιές
κ᾿ οι αποθυμιές - συφέρα.
-
Για να την ξεσύρουµε λοιπόν στο φως
της ημέρας, θά τανε δύσκολο πράµα.
-
Χρειαζότανε μαστοριά μαμής.
-
Και γίνηκα με τα χρόνια
μαμή της πολιτείας.
-
Έπιανα τις ψυχές των ανθρώπων, τις μάλαζα
με τρόπο
-
κ'΄ έχωνα στην ανάγκη µέσα τους
τὴ χερούκλα µου και τὶς κουτάλες
-
για να βγάλω το μωρό.
-
Ξεγεννούσα τις αλήθειες,
ω άντρες Αθηναίοι,
-
γι’ αφτό γεµίσανε γης, οὐρανός
και θάλασσα ψέματα, --- σύνεφο.
-
Γιατί ;
-
Ζουλώντας και µαλάζοντας τις ψυχές, για να
φανερώσουνε τα θεϊκά τους στοιχεία,
-
τις ἕκανα και ξερνούσανε τη σκουριά τους :
-
Θεός, Αγαθό, Δικαιοσύνη,
Πατρίδα κι ᾽Ομορφιά
-
κι όλα τα ρέστα που δεν είναι
μήτε πρώτες αρχές μήτε κ᾿ έσχατοι σκοποί·
-
μήτε χαρίσματα των θεών
μήτε κατορθώματα του νου,
-
μα πλάσματα καιρικά, με νόηµα τρεχούμενο
κι άπιαστο, µέσα ταπεινά,
-
που με δάφτα κάθε κυρίαρχη φάρα
στραβώνει τους ὑποταχτικούς της
-
και πνίγει την ψυχή τους.
-
Οi ανθρώποι χωριζόµαστε σε κείνους
που διατάζουνε,
-
και σε κείνους που κάνουνε θελήματα·
-
σε κείνους που κάθονται,
και σε κείνους που μοχτάνε·
-
σε κείνους που βλέπουνε, και σε
κείνους που φοράνε κλάπες στα μάτια:
-
σε χορτάτους και σε κορόιδα.
-
Η ζωή µας µπλέκεται μιας αρχής
µέσα στα δίχτια,
-
που μας είναι στηµένα, πριν γεννηθούμε.
-
Μωρά στο σπίτι, στο δρόµο, στο σχολειό,
-
µαθαίνουµε, χωρίς νὰν το ρωτᾶμε,
ποιό ναι το καλό και το κακό,
-
--- «το του κρείττονος συμφέρον».
-
Δεκαεφτάρικα παληκαράκια
μὲ φρέσκη και χαρούμενη ψυχή
-
δίνουμε συγκινηµένα
με βραχνή λαλιά πετειναριών
-
τον όρκο στα μεγάλα Χρέη κ᾿ Ιδανικά,
---«το του κρείττονος συμφέρον».
-
Σαν απολυθούμε απ᾿το στρατό
και πάρουμε ψήφο, τα ίδια θ᾿ακούμε
-
-- και θα λέμε -- στην αγορά, στα
δικαστήρια, στις λαοσύναξες, στα θέατρα
-
--«το του κρείττονος συμφέρον».
-
Κι αφού μικροὶ και μεγάλοι
και χτες και σήμερα και άβριο
-
τα ίδια πιστέβουν όλοι, θα πει, πως είναι
νόμοι «ουρανίαν δι᾽ αιθέρα τεκνωθέντες».
-
Έτσι τραβάμε, χωρίς να συλλογιζόμαστε,
τη µοιραία µας στράτα,
-
δεμένοι συναµεταξύ µας και βέβαιοι
πως το συφέρο του «κρείττονος»
-
είναι δικό µας συφέρο.
-
Συφέρο µας νά µαστε δεμένοι παρὰ λυτοί
-
συφέρο µας ν᾿ αδικιούμαστε
παρὰ να τιμωρούμε !
-
Κι αν άξαφνα κανείς απόκοτος χυμούσε
με το μαχαίρι να ξεκοιλιάσει το Λύκο,
-
θα βάζαμε μπροστά τις ψυχές και τα κορµιά
µας να δεχτούμ’ εμείς τη μαχαιριά.
-
Κι αν τό φερνε ποτές η κατάρα
να μας λείψει ὁ Λύκος,
-
θα τρέχαμε να βρούμε
άλλονε χειρότερο, για να μας τρώει.
-
Τέτιες αλήθειες έβγαζα
από την ψυχή του Κοπαδιού.
-
Αλήθειες, που με τον καιρό και τη
συνήθεια κατανταίνουνε ψυχόρμητα
-
πιο δυνατά κι από την πείνα
κι από τον έρωτα.
-
Μὲ την ίδια µαμικη μπορούσα
να βγάνω από τὶς ψυχές
-
-- μιὰ κι αρχίσανε να με παίρνουνε
για παντογνώστη, --
-
και πράματα, που δεν τά χανε µέσα τους,
όπως οἱ Κινέζοι κομπογιαννίτες
-
βγάνουνε σκουλήκια από τα μάτια
των Μεγαριτών.
-
Τα σκουλήκια, θα μου πείτε, τα βλέπεις
πρώτα κ ύστερα τα πιστέβεις.
-
Μὰ τὶς ιδέες ;
᾿αφτές, ω άντρες Αθηναίοι,
-
πρώτα τις πιστέβεις
κ᾿ ύστερα τις βλέπεις.
-
Όταν άξαφνα καμιά δαιμονοπαρμένη γριά
ξεφωνίσει μες στην εκκλησιὰ
-
δείχνοντας ψηλά τὸν Άγιον Άλφα :
«Νάτος ! σαλέβει... μας κάνει νοήµατα !»,
-
ούλες οἱ άλλες μαζί και βλέπουνε
με τα μάτια τους το σάλεμα,
-
τα δάκρυα καὶ τα νοήματα
-
κι ακούνε με τ᾽ αφτιά τους τη μιλιά
και τη φοβέρα του.
-
Αφτό ναι θάµα, βέβαια.
-
Μὰ το πιο συνειθισµένο θάµα γίνεται
σα βάζεις μοναχός μες στην ψυχή σου
-
κείνο που θες να βρεις.
-
Και κατόπι σκάβοντας με τα νύχια
της λογικής το βρίσκεις,
-
όπως τό θελες.
-
Οἱ παλιοί θεομπαίχτες θάβανε
στη ρίζα κανενού κυπαρισσιού
-
η πλάι σε καμιὰ βρύση την εικόνα
κ᾿ ύστερα βλέπαν όνειρο,
-
πως σε κείνο το μέρος κοίτεται
χρόνια θαμένος ο «άγιος»
-
και φωνάζει να βγει.
-
Και ξεσηκώνοντας το χωριό
με κεριά και λιβάνια πηγαίναν εκεί,
-
τόνε ξεθάβανε και μοσκοβολούσε ο τόπος !
-
Και χτιζότανε παρεκκλήσι και γεµίζαν οι
δίσκοι με δεκάρες και τα πιθάρια με λάδι
-
κι άγιαζε κι ο θεομπαίχτης σαν
«όργανο θείας εκλογής».
-
Με τέτιες θαυματουργίες στερέωνα
τη βασιλεία των Οραμάτων
-
στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος.
-
Στράβωνα το Κορόιδο κ᾿ έτσι φελούοα
το καθεστός της ᾽Αδικίας,
-
σύμφωνα με το αξίωμα :
-
«όσο πιο στραβό το Κορόιδο,
τόσο πιο ντρέτα πορπατεί».
-
δεν έπρεπε λοιπόν να με σκοτώσετε.
-
Θάρτουν άλλοι καιροί που οι «κρείττονες»
θα πλερώνουν ακριβά τοὺς κομπογιαννίτες
-
όχι να βγάζουνε, μα να βάνουνε
σκουλήκια
-
μέσα στο μυαλό και στη ψυχή των Μεγαριτών
-
και να κάνουνε θάµατα να µαθαίνουνε
στα παιδιά και στοὺς μεγάλους,
-
πὼς «πατρός τε και μητρός κτλ., τιμιώτερον
και αγιώτερόν εστιν η εκμετάλλευσις».
-
Έτσι βυθισμένος ὁ λαός
µέσα σε γαλάζια καταχνιά,
-
στην ανυπαρξία της σκέψης και της θέλησης,
-
δε θα μπορεί να σαλέβει τη γλώσσα του,
το μυαλό του και τα χέρια του.
-
Η ψυχή, που βρίσκεται στο απόλυτο ψήλος,
πιασμένη σε χορό με τις αιώνιες ουσίες,
-
τρέμει να την αγγίξουν οι νόμοι
της φύσης και των ανθρώπων :
-
ασκήμια, σχετικότητα και φθορά !
-
το σώμα στέκει καρφωμένο στη λάσπη
κ᾿ η ψυχή πάντοτες λείπει...
-
Δεν πονάει, δεν παθαίνει, δεν αδικιέται.
Δεν αντιστέκεται, γιατί ναι λέφτερη.
-
Με το κεντρί της φιλοσοφίας µου χτυπώντας
τους απλοικούς στη ραχοκοκαλιά
-
τους παραλυούσα κ᾿ έτσι ασφάλιζα
το χαροκόπι των έξυπνων.
-
Τι σας ήρτε λοιπόν και με σκοτώσατε ;
-
Βλέπω τις πολιτείες του µέλλοντος,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι !
-
Θεοποιούνε την πείνα, τὸν πόνο
και τη βλακεία·
-
χρυσώνουνε και ταγίζουνε κουκουνάρι
και καρύδια τους κομπογιαννίτες,
-
που ξεγελάνε το λαό να καταφρονάει την ύλη
-
και να προσµένει την ανταπόδοση
στον... «κόσμο του πνεύματος !».
-
Αν ελάθεβα στη θεωρία, δε λάθεβα
και στην κριτική των δημόσιων αντρών.
-
Κι αφτοὶ για να με ξεκάνουνε
μια και καλή με βγάλαν άθεο.
-
Ο Σωκράτης κοροϊδέβει τους θεούς
-
κ’ ερεθίζει την παντοδυναµία τους
ενάντια στην πολιτεία.
-
Εξ αιτίας µου τραβηχτήκαν οἱ θεοί
από την Αθήνα
-
κι αφήσανε το βράχο της ᾿Ακρόπολης
και την ᾿Ακρόπολη των ψυχώνε σας
-
στα νύχια και στα δόντια των Ἓρυννύων.
-
Αν ξέσπαζε καμιὰ νεροποντή με χαλάζι
και κατάστρεφε τη σπορά
-
κι αν έπεφτε στάχτη στα γεννήματα,
φυλλοξέρα στ᾽ αμπέλια,
-
μελίγκρα στα κουκιά και στα φασόλια·
-
κι αν ερήμαζε βλογιά τις όρνιθες, άφτρα
τις γελάδες, σαρατζάς τ᾽ αλόγατα
-
κι αν έπιανε φωτιά σε κανένα µαχαλὰ κ᾿
έμνησκε στοὺς πέντε δρόµους η φτωχολογιά
-
κι αν εβαστούσε δυο τρεις βδομάδες
η φουρτούνα στη Μαβροθάλασσα
-
και ποδίζανε τα καΐκια με το σιτάρι
και την παλαμίδα και πεινούσε ὁ κόσμος·
-
κι αν ἑρχότανε το θλιβερό µαντάτο,
πὼς νικηθήκανε τα «παληκάρια µας»
-
στην άκρη της γης και μαβροφορούσαν
οι µανάδες
-
-- ποιός έφταιγε ;
-
Ποιός άλλος από τους άθεους !
-
Αν δεν είχα πεισµώσει τους αθάνατους
με τη φιλοσοφία µου
-
θα μας στέλνανε την πανούκλα του 430 π.χ.;
-
Μα τότες εγώ δε φιλοσοφούσα !
-
Αν ο γιός του Κλεινία με την παρέα του
δε σπάζανε τα κεφάλια των Ἑρμήδων
-
αντίς να σπάσονε τα δικά σας,
που μου θέλατε µεγαλεία,
-
θα παθαίναµε τη συφορὰ της Σικελίας ;
-
Κι αν οἱ στρατηγοί των Αργινουσών
δεν είταν άθεοι, θ' αναποδογύριζεν
-
η Νέμεση τα πέλαγα, για να μην µπορέσουνε
να µαζέψουνε τους πνιµένους ;
-
Κ’ επειδής εγώ τους αθώωσα, θυμάστε ;
-
ανοίξαν οι ουρανοί να ρίξουνε
ζεματιστό νερό να μας κάψουνε
-
μα... λυπηθήκαν (οι ουρανοί !)
τους Τριάντα Τυράννους !...
-
Να λοιπόν ποιοί φταίγανε για όλα τα ζαβά,
-
καθὼς σας υποσκέθηκα να σας το εηγήσω
πρωτύτερα
-
Έτσι με την αθεία µου
και την προδοσιά µου
-
φελούσα με το παραπάνου την Πατρίδα
και τη θρησκεία...
-
όσους θρέφονται από τα µαστάρια
των μεγάλων αφτών ιδεών !
-
Πολιτικοί, παπάδες, δάσκαλοι
φορτώνανε στην πλάτη µου
-
κάθε δικιά τους αναξιοσύνη κι ατιμία,
κάθε ζημιά των φυσικών στοιχείων,
-
όλες τις αναποδιές της Μοίρας !
-
Όταν εγώ λείψω, θα ψάξουνε να βρούνε
κάποιον άλλο Σωκράτη
-
να τόνε βαφτίσουνε µέσα στην άγια
κολυμπήθρα της δημόσιας γνώμης
-
άθεο και προδότη.
-
Τους χρειάζεται να τον πετάνε στα δόντια
του µανιασµένου πλήθους
-
για εξιλαστήριο θύμα κάθε φορά,
που θαν τα βρίσκουνε σκούρα.
-
Δε θα μπορούσε να ζήσει μηδέ μια στιγμή
και το κοπάδι χωρίς Λύκους
-
κ οι Λύκοι χωρίς άθεους και προδότες.
-
Όλοι γκρινιάζετε πως χάλασε ο κόσμος.
-
Ποιός κόσµος ; τα βουνά κι ο οὐρανός ;
-
Φόβο δεν έχουνε !
-
Οι δυο τρεις άθεοι ;
-
Τους κόβετε και σιάζουν αμέσως τα πράματα.
-
Να τος ο κόσμος, η αφεντιά σας,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι !
-
Όλα σας τα ζακόνια, γραμμένα κι άγραφα :
φόβος των θεών, σεβασμός των νόμων,
-
αγάπη του καλού κι αντρισμός,
σέπονται ψοφίµια τούμπανα
-
µέσα στο Βάραθρο, συντροφιά
των σκοτωμένων σκλάβων.
-
Ψεφτιά, κλεψιά, κι ατιμία,
να τὰ «δαιμόνια» της Πολιτείας,
-
-- «το µέσα πλούτος» ! --
που σας ὁδηγάνε ψηλά.
-
Κ' ύστερα βγήκε το δικό µου το δαιμόνιο
(«καινό δαιμόνιο»)
-
να ξαναζωντανέψει τα ψοφίµια
φυσώντας με το καλάμι της φιλοσοφίας
-
µέσα στην κοιλιά τους
το «πνέβμα της αληθείας»,
-
για ναν τα στήσει καθάριες ιδέες,
απείραχτες
-
απ᾿του καιρού και των ανθρώπων
τα καμώματα,µέσα στον άπειρο Νού !
-
Τα τυφλά κινήματα της ψυχής,
-
άμα πιάσεις ναν τα κάνεις
προστάγµατα του λογικού,
-
δηλαδή ναν τα µεταφέρεις από
τὴν ασύνειδη μίμηση και συνήθεια
-
στη φωτισμένη σκέψη και βούληση,
πάει τα σκότωσες.
-
Όμως κ' έτσι σας ὠφελούσα.
-
Μια και τις «μεγάλες ουσίες»
τις αφήνετε νὰν τις ροκανᾶνε
-
οι ποντικοί των λαγουμιών
και των αποπάτων,
-
εγώ σας συµβούλεβα, πως δεν πρέπει
να γελάτε και να καµαρώνετε
-
γι' αφτό νομίζοντας, πὼς
ὁ πιο φανερός μπαγαμπόντης
-
είναι και πιο ξυπνός Αθηναίος !
-
Σας µάθαινα για το συφέρο σας
να τιμάτε τ᾿ όνοµά τους
-
και να λιβανίζετε τον ήσκιο τους
μπροστά στις γυναίκες, τα παιδιά
-
και τους σκλάβους, για να μην παίρνουν
αέρα και κατεβούνε καμιὰ µέρα
-
στην πιάτσα και κάνουνε
χειρότερ᾽ από σας !
-
Σας µάθαινα, πως πρέπει ν᾿ασεβείτε
και να παρανομείτε
-
στ᾽ όνομα των θεών και των νόμων !
-
΄Όλα που ναν τα θυμάμαι τώρα !
-
Μα δεν ξεχνώ, πως εσύ κ᾿ εσύ
και τούτος και κείνος...
-
ούλοι σας είσαστε σύμφωνοι
σ᾿ ο,τι σας έλεγα
-
και σκύβατε τ᾽ αδειανό σας κεφάλι μπροστά
στην Κουκουβάγια και στο Μώμο.
-
Τρεις μοναχά κουβέντες
µου φτάνουνε να δείξουνε,
-
πὀσο δούλεψα για το καλό της Πατρίδας,
-
για το χωρισμό των πολιτών
σε χορτάτους και σε κορόιδα.
-
α᾿) Απόδειξα, πως η ψυχή µας
είναι αθάνατη !
-
Υπάρχει λοιπόν ψυχή !
-
Για χάρη της ὑπάρχουνε
(πρέπει δηλαδή να υπάρχουνε)
-
κράτος -- νόµο, και παπάδες --- θεοί !
-
η φοβέρα των θεών και των νόμων
-
μας συγκρατάει να μην κολάζουµε
την ψυχή µας...
-
και να μην πηγαίνουμε φυλακή !
-
Άντρες ᾿Αθηναίοι ! Αν δεν ὑπηρχε κράτος,
δε θα ὑπάρχανε μήτε θεοί μήτε παπάδες
-
μήτε κι αθάνατη ψυχή !
-
Οι βασανισμένοι της ζωής πρέπει
να πιστέβουµε,
-
πὼς θα χαρούμε και θα βασιλέψουμ’ αιώνια,
-
-- φτάνει να πεθάνουμε πρώτα !
-
Δεν κάνει να παίρνουμε πίσου
με τα χέρια µας
-
ο,τι μας παίρνουν οι αφέντες
με τη δύναμη και με την πονηριά
-
-- δηλαδή με τα δικά µας τ᾽άρματα
και με την ψήφο τη δικιά µας.
-
᾿Αφτουνούς θαν τους τιμωρήσουν οι θεοί
στον άλλο κόσµο.
-
θα βράζουνε µέσα στο καζάνι της πίσσας
στον αιώνα τον άπαντα.
-
Αν τους τιμωρήσουμ’ εμείς, θα γίνουμε
κακοί και τότε θα χάσουμε την ψυχή µας
-
και θα βράζουμ’ εμείς µέσα στο καζάνι ! !
-
β’) Δεν είτανε λόγος-αέρας, είταν αγκωνάρι
µαρμαρένιο τούτ’ η διδασκαλία µου.
-
Γι αὐτό και της ἔδωκα την τετράγωνη φόρμα:
«προτιμώ ν᾿ αδικιέμαι παρὰ ν αδικώ !»
-
Τούτο τ᾿ αγκωνάρι στερεώνεται καλύτερα
στον ἅμμο και στο νερό:
-
στις ψυχές των αδυνάτων !
-
Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος,
τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος᾽
-
όσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο
ανασαίνει και σκέφτεται και θυµώνει.
-
Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη
στον ἑαφτό σου,
-
για ν᾿ αντισταθείς στην αδικία ---
-
και πιο πολύ ακόμα για ν᾿ αδικήσεις !
-
Μαθημένος να φοβάσαι,
δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο.
-
᾿Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας,
στον εγωισμό του πόνου.
-
Κι όχι µονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν
τα όσα δεν έχεις,
-
μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πὀ χεις :
-
νηστέβεις από δικού σου το φαγί,
το πιοτό και τις γυναίκες·
-
μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα,
τὸν αγέρα του δάσου και την κίνηση
-
κι αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα,
την απλυσία, τη σιωπή και το θάνατο
-
για να πας στον παράδεισο,
-
«Ο πόνος ηθικοποιεί »
-
Ύψωνα λοιπόν μεσουρανίς για φλάμπουρο
του κοπαδιού τη χαρά του πόνου.
-
Για όσους δεν µπορούνε
να βαστάξουνε τον πόνο,
-
φροντίσαν οἱ νόμοι του Σόλωνα·
-
χτίσανε παράµερες εκκλησιές
της Πάνδημης ᾽Αφροδίτης.
-
᾿Ἔκεί μεσ᾽ αγοράζει καθένας πολύ φτηνά
την τελειότητα,
-
δηλαδή τη λησμονιά του εαφτού του.
-
γ’) την ίδια γνώμη την είπα κι αλλιώς :
«Ουδείς εκών κακός».
-
᾿Αφτό θα πει : μην τιμωρείτε
τους αδικητάδες
-
γιατί θαν τους... αδικησετε.
-
Είναι αθώοι ! Δεν ξέρουν
ότι, κάνουνε κακό ! Υπομονή !
-
Άμα τοὺς διδάξουµε
τι είναι καλό και κακό,
-
θα λείψουν από τον κόσμο
κάκητα κι αδικεμός
-
και θα βασιλέψ᾽ η καλοσύνη...
-
Χρειάζονται σκολειά.
-
Και τα σκολειά θαν τα χτίζουν
οἱ αδικητάδες.
-
Ξέρετε γιατί ;
-
Καλό και δίκιο και χρέος
είναι η σακούλα τους.
-
Θα μαθαίνουνε λοιπόν οι ίδιοι
στα παιδιά του λαού
-
να μην αντιστέκονται στην αδικιά,
όταν μεγαλώσουν.
-
Έτσι η φιλοσοφία µου στύλωνε
το καθεστός της ανισότητας,
-
«το του κρείττονος συμφέρον».
-
Φυσικά δεν έπρεπε να με σκοτώσετε
γι αφτό !
-
Οι μελλούμενες πολιτείες θα ξέρουνε
καλύτερα τη δουλειά τους.
-
Αμπώνας, Θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ
θα δουλέβουν αδερφικὰ
-
να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους
και σε κορόιδα
-
και να ταιριάζουνε τ᾽ αταίριαστα
με την «αρμονία των τάξεων».
-
Αϕτηνής της αρμονίας στάθηκα
πρώτος μαέστρος.
-
Κι ας με σκοτώνετε γι' άθεο.
-
Τα δικά µου τα µαθήµατα θαν τα κάνουνε
µεθάβριο θρησκεία τους οι Χριστιανοί.
-
Θα με τιµήσουνε για προφήτη του Θεού τους
-
και θα ζωγραφίζουνε τα μούτρα µου
στις εκκλησιές τους
-
με πλατύ χρυσοστέφανο
γύρω στα τσουλούφια µου.
-
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
-
Δεν ήτανε γέννα της κόλασης, που
ταµπουρώθηκε µέσα στην ψυχή µου,
-
για να σας βάνει τρικλοποδιές καώ να σας
γρουσουζέβει,το δαιµόνιό µου !
-
Είτανε κάτι χειρότερο !
-
Δεν είτανε καινούριο, καθώς
το γνωρίσανε τάχατες οι κατηγόροι,
-
είταν η παμπάλαιη συνείδηση του Κοπαδιού,
η προπατορική σκλαβιά,
-
πού δενε την ψυχή µου με τις δικές σας,
για ναν τις κρατάει ὁλόρθες,
-
ακατάλυτο κάστρο της πολιτείας των ανόμων.
-
Δεν είταν άγγελος οδηγός, που με φώτιζε·
-
είτανε φύλακας άγγελος
της δηµόσιας Ψεφτιάς, που με τύφλωνε.
-
Είτανε «το του κρείττονος συμφέρον»
γινομένο µέσα µου
-
φωνή και θέλημα των θεών και του Λόγου.
-
Είταν η καταχτόνια και μυστική φοβέρα
«Μη ! » και «Πίσω !».
-
Είτανε το δαιμόνιο το δικό σας,
ω άντρες ᾿Αθηναίοι
-
-- πολύ χειρότερο, γιατί τανε
και δυνατότερο.
-
Αν το μισώ, λέει !
-
Άχ ! να μπορούσα ναν το παράδινα
στο πατριωτικό σας μένος
-
ναν του βγάζατε τα μάτια
ναν του κόβατε τη μύτη και τ αφτιά·
-
ναν του χύνατε λάδι τσιτσιριστό
κι ἁλάτι χοντρό µέσα στις πληγές του·
-
ναν του καρφώνατε πέταλα στις πατούσες του
μὲ ταβανόπροκες·
-
ναν το δένατε σ᾿ ένα παλούκι
και βρέχοντάς το με πετρόλαδο και πίσσα
-
ναν του βάνατε φωτιά, σα να τανε Τούρκος !
-
᾽Αφτό με σαλαγούσε και με κέντρωνε
-
ζεμένονε στο κάρο της Δημοκρατίας
των «αρίστων»,
-
αφτό μ᾿ ἔκανε να περπατάω κοιµάµενος
σαν τ᾽ άλογα τὸν ίσιο δρόµο της συνήθειας
-
-- και να μην παραστρατίζω.
-
Αυτό μ' έκανε να ξετινάζω και να κοροϊδέβω
τοὺς άνομους,
-
αντίς να κοροϊδέβω καὶ να ξετινάζω
τους νόµους·
-
να ταπεινώνω τους ανίδεους,
αντίς ναν τοὺς λυπάμαι.
-
Μα τώρα το ζητάω και δεν το βρίσκω.
-
Μ᾽ έχει παρατήσει δω και
κάµποσους μήνες, ω άντρες ᾿Αθηναίοι.
-
Ξαναγύρισε, μια και πεθαίνω,
στη Διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας
-
να παραδώσ᾽ υπηρεσία και να προβιβαστεί !
-
Όταν ὁ Περικλής μας έλεγε, πως η δύναμη
κ᾿ η καλοπέραση της πολιτείας
-
είναι σωτηρία (καλοπέραση και δύναμη)
των δυστυχισµένων,
-
δεν ήθελα να παραδεχτώ πὼς
κορόιδεβε.
-
Τι εννοούσε λέγοντας πολιτεία;
Όλους μας; Όχι βέβαια.
-
Αν όλοι µας εφτυχούμε, δεν έχει κανένας
ανάγκη να σωθεί.
-
Εννοούσε καθαρά τοὺς λίγους παραλήδες
και πολιτικούς· μ' ένα λόγο τους έξυπνους.
-
Όταν εκείνοι τρώνε, χορταίνουμ᾽ εμείς·
-
κι όταν αφτοὶ θησαβρίζουν,
εμείς πλουταίνουµε·
-
κι όταν εκείνοι δε γίνονται πλουσιὁτεροι,
φτωχαίνουµ’ εμείς περισσότερο·
-
κι όταν εκεινών η περιουσία
βρίσκεται σε κίντυνο,
-
χάνουμ’ εμείς τον ύπνο µας !...
-
Ὁ πρώτος, βλέπετε, πολιτικός
και παραλής της ᾿Αθήνας
-
ύψωνε χωρίς ντροπή μπροστά στα µάτια
του φλομωμένου πλήθους
-
την ατιμία των ὀλίγων σε χρέος,
-
µεγαλείο και δόξα των πολλών,
-- της Πατρίδας !
-
Είτανε πόλεµος τότε κ᾿ έπρεπε να δώσουμε
τη ζωή µας για τους «αρίστους»,
-
αν θέλαµε να σώσουμε
την πείνα µας την παντοτινή
-
και τον ύπνο µας το µακάριο,
για ναν τον κάνουμε αιώνιο !...
-
Καταλάβατε ;
-
Και βέβαια. Γιατί σας το εξηγώ.
-
Μα τότες η µέσα µου φωνή του κοπαδιού,
-
-- το δαιμόνιο --- δε μ᾿ άφηνε
ναν το νιώσω.
-
Έβρισκα μάλιστα,
πως καλά μας τά λεγε ο γέρος,
-
γιατί συμφωνούσανε με την...
απόλυτη Λογική !
-
Σαν άρχεψε να μου στρίβει,
να ψυχανεμίζομαι, πως δεν κρίνω σωστά
-
και πως το μυαλό µου κάνει νερά,
-
ο φύλακας άγγελός σας έσφιξε
τὴ βρακοζώνα του κι άνοιξε τα φτερά του
-
και πέταξε τρίζοντας τα δόντια του.
Ούστ !...
-
Μα πάλε δεν ησύχασα !
-
Μόλις έφυγε, κι άρχεψε να με τρώει
άλλο σαράκι.
-
Ο μετανιωμός για το κακό, που έκανα
και στους συγκαιρινούς μου
-
και στους µελλούμενους,
-
όσο θα κυβερνάνε τὸν κόσμο
τ᾽ άδικο κ᾿ η ψεφτιά.
-
Μερόνυχτα βασανιζόµουνα.
-
Έπρεπε να διορθώσω το κακό !
-
Και να τι θά κανα, αν δεν προλαβαίνατε
να με σκοτώσετε.
-
το λαρύγγι του στέγνωσε.
-
Ζήτησ᾽ ένα ποτήρι νερό,
μα πού να βρεθεί ποτήρι και νερό!
-
Κάποιος αστείος του φώναξε :
-
«Δεν καταπίνεις την κλεψύδρα
να τελειώνουμε ;»
-
Χάχανα και θόρυβος.
-
Πολλοί, που κοιµόντανε, τιναχτήκανε
ξυνισµένοι
-
κι αρχίσανε να γρυλλίζουν.
-
Άλλοι σηκωθήκαν ὁρτοί και κάνανε νόημα
του κλητήρα ναν τους πει,
-
πόσο νερό µνέσκει ακόμα µέσα στο λαγήνι.
-
'Ο κλητήρας έσκυψε πάνου κ᾿ ύστερα
σηκώνοντας το δεξί του χέρι
-
έσυρε δυο τρεις φορές το µεγάλο δάχτυλο
πάνου στο δέφτερο κόµπο του δείχτη.
-
Ο Σωκράτης κατάπιε το σάλιο του
και ξακολούθησε.
-
Γι' αφτά που δίδαξα, θά πρεπε να με κάνετε
χρυσόνε και να με προσκυνᾶτε.
-
Γι’ αφτὰ που θά κανα, αν εζούσα,
θά πρεπε με το δίκιο σας
-
όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με
κοπανίσετε ζωντανό µέσα στο γουδί,
-
όπως ο τύραννος ὁ Νέαρχος θα κοπανισει
το Ζήνωνα τον Ελεάτη,
-
γιὰ να μάθει να διδάσκει την αρετή
όσο θέλει,
-
μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά
των αρχόντων.
-
Θά πρεπε να μου κόψετε τη γλώσσα,
-
καθὼς ο βασιλιάς ᾿Αντίπατρος θα κόψει
τη γλώσσα του ᾿Υπερείδη του ρήτορα,
-
για να µάθει, πως μπορεί να προδίνει
την πατρίδα του,
-
μα δεν κάνει να βρίζει
και τὸν ξένο µισθοδότη...
-
Θά µουνα πραγματικά επικίντυνος
στη δηµόσια τάξη,
-
στο «συμφέρον του κρείττονος».
-
Και να ρίχνατε το κουφάρι µου
μακριά στον Κορινθιακό
-
η σε κανένα φαράγγι του Κιθαιρώνα
-- «μὴ ταφήναι εν γῇ ἁττικῇ»
-
Δεν ὑπάρχει µεγαλύτερη ατιμία και
προδοσία από το να λὲς την αλήθεια !...
-
Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς
µαχαλάδες της ᾽Αθῄνας,
-
στα βρωμοχώρια της Αττικής
από τις Κάβο Κολόνες
-
ίσαμε τα Κούντουρα
κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι.
-
θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαµόσπιτα,
γεμάτα κοριούς και χτίκιασµα,
-
θά µπαινα στα µικροµάγαζα της φτωχολογιάς,
-
στα καρβουνιάρικα του λιμανιού,
γιοµάτα λέρα και βόχα.
-
Και θά λεγα : «Λέφτεροι πολίτες !
-
Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα
βρισκότανε στη Σκυθία,
-
όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος
ανάμεσ᾽ από µάβρα σύνεφα
-
και πάνου σ᾿ άλιωτα χιόνια,
-
πάλε θά τανε ο καλύτερος απ᾿ ὅλους,
γιατί το θέλ᾽ η καρδιά σας.
-
Είναι η πατρίδα.
-
Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα
δικό σας µέσα σ᾿ αφτήνε :
-
χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα,
θεοί κ᾿ εξουσία, σκέψη και θέληση
-
--- όλα ξένα !
-
Λιγοστοί σας έχετε τόσο µέρος,
όσο να τρυπώνετε ζωντανοί
-
και να θάβεστε πεθαμένοι
-
και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε
τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά,
-
όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας...
-
Και όταν βυθίζετε το μάτι σας
πέρα στο γαλάζιο πέλαγος,
-
όπου πάνε κ᾿ έρχονται καΐκια και φρεγάδες
-
κουβαλώντας από το στόµα του Νείλου
κι απ᾿ τον Κιμμέριο Βόσπορο
-
κι απ᾿ τις ηράκλειες στήλες
σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες,
-
περηφανέβεστε,
πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά !»
-
Και κανένας δε συλλογάται,
πως όλα τ᾽ αγαθά
-
μαζέβονται σε λίγα χέρια.
-
Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιανοί
σας σκοτώνουνε μια φορά οι ξένοι·
-
με τα χέρια τ᾽ αδερφικά σας
σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού
-
σ᾿ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε
κάθε µέρα.
-
Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα,
-
μα κι όλος ο εαφτός σας κ᾿ η ψυχή σας
είναι δικά τους».
-
Ύστερα θα πῄγαινα
στα νταμάρια της Πεντέλης,
-
στις μίνες του Δασκαλειού καὶ του Λάβριου,
στους ταρσανάδες του Περαία,
-
στις φάμπρικες, που φκιάνουνε σκουτάρια
και λουρίκια του πολέμου -- στους δούλους!
-
θα κατέβαινα στ᾽ αμπάρια των καραβιών,
όπου χιλιάδες σκεβρωμένοι κουπηλάτες
-
(άσπρα μαλλιά, μέτωπα καμένα
με το πυρωμένο σίδερο)
-
βροντάνε ρυθμικά τους χαλκάδες τους
-
και ξεφωνίζουν από τα χτυπήµατα
του βούρδουλα,
-
σαν τύχει και λιγοθυµίσουν
από την κοὐραση.
-
θα πήγαινα στα μεγάλα τσιφλίκια,
σαν του ᾽ Αλκιβιάδη στον Κουβαρά,
-
όπου ζεμένοι με τα καματερά
ὀργώνουνε τα κατσάβραχα και τα πουρνάρια.
-
θα πήγαινα στην ᾿Ακρόπολη, στη Ῥαμνούντα,
στα Κούντουρα, στις Κάβο Κολόνες,
-
όπου σηκώνουνε με τα χέρια τους
στον αψηλό ουρανό
-
τους µαρμαρένιους κολοσσούς
του πνεµατός σας, τους Παρθενώνες.
-
Και θαν τους ἔλεγα :
-
«Θρακιώτες, Ασιάτες, ᾿Αφρικανοί
και Σκύθες και Ρωμιοί !
-
Οικέτες, θεράποντες, επιστάτες,
παιδαγωγοί, τσογλάνια.
-
Μαντινούτες του γυναικωνίτη
κι άγιες πόρνες των θεών και των ανθρώπων.
-
Σκλάβοι δημόσιοι και σκλάβ᾽ιδιωτικοί.
-
η ξετσίπωτη φιλοσοφία δασκαλέβει,
πως είσαστε γεννηµένοι σκλάβοι.
-
Μα μήτε οι θεοί μήτε κ᾿ η φύση διατάξανε
το σπέρµα του πατέρα σας
-
να σας γεννήσει τέτιους.
-
η τὐχη σας έκανε κι η συνήθεια
σας αποτέλειωσε.
-
είσαστε σκλάβοι εσείς,
για νά μαστ᾽ εμείς οι λέφτεροι.
-
Σηκώστε το κεφάλι και κοιτάχτε
τον ανοιξιάτικο ουρανὀ.
-
Ἔχετε ξεχάσει το βάθος και το χρώμα του.
-
Στην πατρίδα σας όμοια γελάνε τ᾽ακρογιάλια
κι αστροβολάνε κάµποι και γήλιος.
-
Κάποτες είσαστε και σεις λέφτεροι
κι άδικοι,
-
για να γίνετ' εδώ σκλάβοι κι αδικημένοι
-
--- σεις, οο προγόνοι σας, αδιάφορο !
-
Είσαστε το µεγάλο ψυχομέτρι.
-
Νιώστε τη δὐναμή σας κ᾿ ἑνωθείτε
με τους αδικημένους λέφτερους.
-
να σηκώσετε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια,
τα πελέκια, τα κρικέλια σας
-
και θα γίνει κουρνιαχτός ὁλάκερ'
η δημοκρατία των “αρίστων”
-
να τους πάρετε τ᾽ αγαθά και να τους
βάνετε να δουλέβουνε, για να τρώνε».
-
-- «Και να καθόμαστ᾽ εμείς»,
-
θ᾽απαντούσανε μερικοί µαθηµένοι
να σέρνονται σα ραγιάδες στην κοιλιά
-
μπροστά στοὺς δυνατούς και να
ξεκοιλιάζουνε τους αδύνατους.
-
-- «Όχι», θα φώναζα εγώ.
-
«θα δουλέβουνε κ᾿ αφτοί και σεις.
-
Κοινή δουλειά, κοινά τ᾽ αγαθά
κι η λεφτεριά...»
-
-- «Αμ τότες ας λείπει τέτια λεφτεριά.
Δε μας κάνει...»
-
-- «Μην πειράζεστε !
Σαν έρτει κείν᾽ η ώρα,
-
θα μπείτε σε δρόµο να γίνετε ανθρώποι·
να λυτρώσετε, θέλοντας και µη,
-
το σώμα σας, την ψυχή σας
και το πνέµα σας».
-
-- «Ποιοί, µωρέ, θα μας
βάλουνε σε δρόµο ;»
-
πάλε θα ξεφωνούσανε.
-
-- «Οἱ Σκύθες !».
-
Μια βροντερή φωνή πετάχτηκε ξαφνικά
σα ρουκέτα :
-
«Τέλειωσε το νερό !» Είταν ο κλητήρας.
-
Οι δικαστάδες τιναχτήκαν απάνου μ᾿ὁρμή
ξεφωνίζοντας και βλαστηµώντας
-
και τρέξαν όλοι πατείς µε πατώ σε
κατά την πόρτα.
-
Δεν είτανε πυρκαϊά. Δεν είτανε σεισμός.
-
Τρέχανε, στριµωγνόντανε, χτυπιόντουσαν
αναμεταξύ τους
-
ποιός θα πάει πρώτος στο ταμείο
να πάρει το µιστό του !
-
Ακόμα κ’ οι κλητήρες ορμήσανε
κατά την πόρτα για την ίδια δουλειά
-
κι αφήσανε το Σωκράτη µοναχό του
πάνου στο βήμα να πικρογελά.
-
Και κείνος, με την παντοτινή του γαλήνη
στην ψυχή και στο πρόσωπο,
-
κατεβαίνοντας από το βήμα
παρακάλεσε τον Πλάτωνα,
-
που στεκότανε σαστισµένος εκεί κοντά,
να τον ὁδηγήσει στη φυλακή :
-
«Δεν ξέρω, καημένε, µήτε που βρίσκεται
µήτε κι από ποιό δρόµο πάνε !»
-
(μουσική)