-
Not Synced
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
-
Not Synced
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
-
Not Synced
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
-
Not Synced
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
-
Not Synced
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
-
Not Synced
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
-
Not Synced
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια καὶ τὴ θολὴ ματιά),
-
Not Synced
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
-
Not Synced
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
-
Not Synced
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
-
Not Synced
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
-
Not Synced
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
-
Not Synced
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του γόνα,
ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
-
Not Synced
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
-
Not Synced
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
-
Not Synced
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
-
Not Synced
τοῦ σκίνου καὶ τοῦ θυμαριοῦ,
ποὺ ἄνάδινεν η χέρσα Ὑῆς.
-
Not Synced
"Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
-
Not Synced
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
-
Not Synced
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα
καὶ τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
-
Not Synced
Κρατώντας ὅλοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
-
Not Synced
περίεργοι νὰ ἰδοῦνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
-
Not Synced
"Αμα σταματήσει ὁ μύλος τὰ μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
-
Not Synced
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ ὅλη τὴ σιωπή, ποὺ τὸν
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντοῦ,
-
Not Synced
µῆτε ξύπνησε, µῆτε κουνηθηκε.
-
Not Synced
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε ἀπὸ τὸ
µανίκι: «Δάσκαλε ἣ σειρά σου».
-
Not Synced
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ εἶδε
σαστισµένος ὅλο χκεῖνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
-
Not Synced
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεῖ, πὼς πεντακόσια
θεριὰ τὸν εἴχανε ζώσει ἀγριεμένα.
-
Not Synced
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
-
Not Synced
καὶ κοιτᾶζονταςἀπάνου στὸ τραπέζι
τὰ δυὸ τσουκάλια
-
Not Synced
(τὸ ἕνα χαλκωματένιο καὶ τ ἄλλο ξύλινο)
σοβαρὰ καὶ τὰ δυὸ καὶ κατσουφιασµένα,
-
Not Synced
λὲς κ᾿ εἴχανε ψυχη καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
-
Not Synced
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σεῖς, ὦ ἄντρες᾿Αθηναῖοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
-
Not Synced
Ξανακάθισε κι ἄρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
-
Not Synced
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιµο
-
Not Synced
καὶ κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξὺ τους.
-
Not Synced
Τοὺς ζεµάτιζε τόσες ὧρες
ὁ κατάκορφος ήλιος μὲ τὴν ἐλπίδα,
-
Not Synced
το πὼς θὰ γουστάρανε στὸ τέλος
μ᾿ ἀφτόνε τὸ γερογρουσούζη.
-
Not Synced
Θὰ τόνε βλέπαν ἄσοφο καὶ ταπεινωµένο
-
Not Synced
μπροστὰ στὸ Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο καὶ παντογνώστη.
-
Not Synced
Καὶ νὰ τώρα ποὺ τοὺς χαλοῦσε τὸ κέφι.
-
Not Synced
Μὰ πιὸ πολὺ πειραχτήκανε, ποὺ καταφρόνεσε
τέτοιαν ὥρα
-
Not Synced
τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ τῆς δημοκρατίας: πρῶτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ὕστερα νὰ σὲ κόβουνε.
-
Not Synced
Κι ὅπως, ἅμα δέρνεις ἕνα παιδὶ
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
-
Not Synced
πεισματώνεσαι καὶ τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
-
Not Synced
καὶ γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
-
Not Synced
τόνε βγάλανε μὲ τὴν πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη καὶ στὰ τρία κακουργήματα,
-
Not Synced
ποὺ τὸν κατηγόρησαν
οἱ τρεῖς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετῆς.
-
Not Synced
'Ὁ Σωκράτης, σὰν ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τους,
ἔκανε: χμ.
-
Not Synced
Κι ἅμα τόνε ρωτῆξανε κατόπι
(σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο),
-
Not Synced
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ ἐξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δῶθε κεῖθε
-
Not Synced
καὶ δὲν ἀπάντησε τίποτα.
-
Not Synced
Τότες ὁ κλητήρας ζύγωσε καὶ τοῦ τὸ
ξαναφώναξε δυνατὰ µέσα στ᾽ ἀφτιά του.
-
Not Synced
Ὁ Σωκράτης, θέλοντας καὶ μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα καὶ τοὺς εἶπε: «Δὲ λέω,
-
Not Synced
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι καὶ δίκαιες
καὶ συφερτικὲς γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς.
-
Not Synced
Ὅμως ἐγὼ θὰ προτιμοῦσα μιὰν τρίτη».
-
Not Synced
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν οὗλοι χαρούμενα.
-
Not Synced
«Είτε σᾶς ἐβεργέτησα εἴτε σᾶς ζήμιωσα
-
Not Synced
νὰ μὲ βάλετε τώρα, ποὺ γέρασα,
στὸ Τεμπελχανιὀ.
-
Not Synced
"Ἔτσι καὶ σεῖς θ'ἀσφαλιστεῖτε ἀπὸ µένα
κ’ἐγὼ θὰ ξεκουραστῶ ἀπὸ σᾶς.
-
Not Synced
Καἱ ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωὶ στὴν πόρτα µου
-
Not Synced
(χωρὶς νὰ μὲ βλέπετε
καὶ χωρὶς νὰ σᾶς βλέπω)
-
Not Synced
ζεστὲς κι ἀφράτες ἐκεῖνες
τὶς ὡραῖες µελόπιτες,
-
Not Synced
ποὺ δίνετε τόσους αἰῶνες ἐβλαβικὰ
στὸ ἅγιο φίδι τοῦ ᾿Ἠρεχθείου,
-
Not Synced
τὸ γιὸ τῆς Παρθένας.
-
Not Synced
Γιατὶ θαρρώ, πὼς ἐγὼ σᾶς ἔκανα
καὶ περισσότερο καλὸ καὶ λιγότερο κακὸ
-
Not Synced
παρὰ κάθε λογῆς θεϊκὸ ζωντόβολο».
-
Not Synced
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, ποὺ
μὲ τὸ παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεῖα,
-
Not Synced
γελάσανε μ᾿ὅλη τὴν καρδιά τους,
-
Not Synced
σὰν ἀκούσανε τ᾽ἀναπάντεχο τοῦτο χωρατὸ
τοῦ Σωκράτη.
-
Not Synced
Καὶ περιμέναμε νὰ τοὺς πεῖ κι ἄλλα.
Καὶ κεῖνος σὲ λίγο:
-
Not Synced
«Κι ἀφοῦ κάνω τὴ σωστότερη,
καθὼς φαίνεται, κρίση,
-
Not Synced
ἐγὼ ταιριάζει νὰ πάρω καὶ τοὺς μιστοὺς
ὁλωνῶνε σας».
-
Not Synced
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
-
Not Synced
"Αλλοι σηkώσανε τὰ μπαστούνια,
ἄλλοι ἁρπάξανε πέτρα
-
Not Synced
κι ἄλλοι χυμήξανε πάνου στὰ κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια
-
Not Synced
μπροστά γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουνε
κι ὅλοι φωνάζανε µαζί,
-
Not Synced
ποὺ δὲν ξεχώριζες λέξη.
-
Not Synced
᾽Ακοῦς ἐχεῖ νὰν τοὺς ζητάει
τοὺς τρεῖς ὀβολούς, τὸν τίµιο κόπο τους.
-
Not Synced
Γι' ἀφτὸ λοιπὸν αφήσανετὶς δουλειές τους
νοικοκυρέοι ἀνθρώποι
-
Not Synced
καὶ χασοµερίσαν ὅλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε τὴν πατρίδα;
-
Not Synced
Καὶ δὲν εἴτανε δὰ γιὰ τὰ λεφτά...
μὰ τοὺς ζητοῦσε νὰ παρανομήσουν.
-
Not Synced
Καἱ νὰ θέλανε, δὲν εἴχανε µήτε ἀφτοὶ
-
Not Synced
τὸ δικαίωμα νὰ χαρίσουνε τὸ µιστό τους,
µῆτε κ᾿η πολιτεία νὰ τοὺς τόνε στερήσει...
-
Not Synced
Μωρὲ τοῦτος εἶναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι ἄθεος καὶ προδότης! Καλὰ καὶ θὰ ἰδεῖ!
-
Not Synced
Γιὰ τοῦτο, μιὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης
δὲ διάλεγε τὸ εἶδος τῆς τιμωρίας του,
-
Not Synced
τόνε καταδικάσαν ἀφτοί,
μὲ τὴ δεύτερη Ψηφοφορία τους
-
Not Synced
(πάλε σύµφωνα μὲ τὸ Νόμο)
νὰ πιεῖ τὸ φαρμάκι.
-
Not Synced
Τότες ἴσα ἴσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
ἀπὸ κέφι καὶ δύναμη.
-
Not Synced
Απλὸς καὶ σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στὰ µεθύσια του,
-
Not Synced
στοὺς καβγάδες καὶ στὸν πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στὸ βῆμα
-
Not Synced
καὶ µισοχλείνοντας τὰ πονηρά του μάτια
τοὺς εἶπε σιγὰ σιγὰ τοῦτα,
-
Not Synced
ποὺ μέλλει νὰ διαβάσετε παρακάτου.
-
Not Synced
Οἱ τάχατες «ἀπολογίες», ποὺ τοῦ γράψανε,
φίλοι καὶ µαθητάδες,
-
Not Synced
ὅλες εἶναι πλάσματα τῆς φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
-
Not Synced
πὼς ὁ Σωκράτης εἴταν ἀθῶος,
ὁ Νόμος εἴτανε δίκαιος
-
Not Synced
κ'οἱ δικαστάδες ντόµπροι καὶ τίµιοι
Αθηναῖοι,ποὺ κάνανε... λάθος·
-
Not Synced
καὶ µονάχοι φταῖχτες οἱ τρεῖς παλιανθρώποι
ποὺ τόνε κατατρέξανε τὸ ζάβαλη.
-
Not Synced
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
-
Not Synced
ΤΙ ΩΡΑ εἶναι;... Περασμένο μεσημέρι !...
"Έξι σωστὲς ὡροῦλες kαὶ δὲν ἄχουσα τίποτα!
-
Not Synced
Τὰ χρόνια, βλέπετε,
μοῦ βαρύνανε τὴν ἀκοη...
-
Not Synced
Αν ὁ Δυσσέας εἶχε τὸ κουσούρι µου,
-
Not Synced
δὲ θὰ κόπιαζε νὰ καλαφατίσει τ᾽ἀφτιά του
μὲ κερὶ καὶ νὰ δεθεῖ στὸ κατάρτι,
-
Not Synced
γιὰ νὰ μὴν ἀκούσει
τὸ δονικὸ τραγούδι τοῦ θανάτου.
-
Not Synced
᾽Αγκαλὰ (μιὰ καὶ τό φερε η κουβέντα)
-
Not Synced
ὁ θάνατος ἀντιλάλησε βαθύτερα
µέσα στὴν ψυχη του
-
Not Synced
κ᾿ ὕστερα τὸν ἄκουγε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωῇ.
-
Not Synced
Μὰ καὶ νά χα δἐκ᾽ ἀφτιὰ χι ὅλα γερά,
πάλε δὲ θὰ µποροῦσα ν᾿ ἀχούσω.
-
Not Synced
Τά χασα μπροστὰ στὸ µεγάλο
καὶ φανταχτερὀ σας πλῆθος.
-
Not Synced
Μοῦ φαινότανε, πὼς εἴμουνα
στὸν ἄλλον κόσµο
-
Not Synced
καὶ μὲ δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
-
Not Synced
Γι'ἀφτὸ καὶ χαμογελοῦσα ταπεινά.
-
Not Synced
Εἴταν ἀπὸ φόβο, σαστισµάρα καὶ βλακεία!
-
Not Synced
Α !... νιώθω νὰ λαχταρίζει
µέσα στὴν φυχη µου
-
Not Synced
τὸ πατριωτικὀ µου φιλότιµο.
-
Not Synced
Ἔχω κ᾿ ἐγὼ τὶς µεγάλες ἀφτὲς ἀρετές !
-
Not Synced
Κι ἆληθινά, ὅπου ριζοβολήσει
τούτ' ἢ Τριάδα
-
Not Synced
(βλακεία, σαστισµάρα καὶ φόβος)
-
Not Synced
ἐκεῖ κι ὁ Νόμος ἔχει δύναμη
κι ὁ λαὸς εἶν᾽ἐφτυχισμένος.
-
Not Synced
Λοιπὸν δὲν ἄκουσα τίποτα,
γιατί χε σταματήσει τὸ µυαλό µου.
-
Not Synced
"Άλλοτε συνείθιζε νὰ ταξιδέβει
πολὺ µακριά, σὲ