Return to Video

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη

  • 0:15 - 0:35
    Κώστας Βάρναλης
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
  • 0:39 - 0:42
    Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
  • 0:42 - 0:44
    Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
  • 0:44 - 0:47
    (ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
    καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
  • 0:47 - 0:48
    νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
  • 0:48 - 0:51
    ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
    ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
  • 0:51 - 0:54
    ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
    καὶ τὴ θολὴ ματιά),
  • 0:54 - 0:59
    οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
    σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
  • 0:59 - 1:03
    μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
    τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
  • 1:03 - 1:07
    Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
    κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
  • 1:07 - 1:09
    ρουχαλίζανε ρυθμικά.
  • 1:09 - 1:12
    Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
    οὐρανὸ
  • 1:12 - 1:16
    καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
    γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
  • 1:16 - 1:21
    Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
    τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
  • 1:21 - 1:25
    καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
    ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
  • 1:25 - 1:29
    ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
    καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
  • 1:29 - 1:33
    του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
    που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
  • 1:37 - 1:41
    Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
    γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
  • 1:41 - 1:44
    λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
    τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
  • 1:44 - 1:48
    µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
    τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
  • 1:50 - 1:54
    Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
    τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
  • 1:54 - 1:58
    περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
    θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
  • 1:59 - 2:02
    Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
    ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
  • 2:03 - 2:06
    Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
    ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
  • 2:06 - 2:08
    µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
  • 2:09 - 2:15
    Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
    µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
  • 2:16 - 2:20
    Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
    σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
  • 2:20 - 2:24
    Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
    θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
  • 2:25 - 2:30
    Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
    τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
  • 2:30 - 2:33
    και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
    τα δυο τσουκάλια
  • 2:33 - 2:37
    (τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
    σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
  • 2:37 - 2:41
    λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
    κι ἀφτά, μουρμούρισε:
  • 2:42 - 2:46
    «Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
    ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
  • 2:46 - 2:50
    Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
    νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
  • 2:52 - 2:55
    Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
    μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
  • 2:55 - 2:58
    και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
    συναμεταξύ τους.
  • 2:58 - 3:02
    Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
    ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
  • 3:02 - 3:05
    το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
    μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
  • 3:05 - 3:07
    Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
  • 3:07 - 3:11
    μπροστά στο Νόμο
    τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
  • 3:11 - 3:13
    Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
  • 3:14 - 3:17
    Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
    καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
  • 3:17 - 3:22
    τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
    ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
  • 3:23 - 3:25
    Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
    κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
  • 3:25 - 3:29
    πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
    ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
  • 3:29 - 3:32
    και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
    τὴ δύναμη τοὺς,
  • 3:32 - 3:36
    τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
    φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
  • 3:36 - 3:39
    πού τον κατηγόρησαν
    οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
  • 3:40 - 3:43
    'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
    έκανε: χμ.
  • 3:44 - 3:47
    Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
    (σύµφωνα με το Νόμο),
  • 3:47 - 3:52
    ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
    κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
  • 3:52 - 3:53
    και δεν απάντησε τίποτα.
  • 3:54 - 3:58
    Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
    ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
  • 3:59 - 4:04
    Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
    πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
  • 4:04 - 4:09
    κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
    και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
  • 4:09 - 4:11
    Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
  • 4:12 - 4:15
    «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
  • 4:15 - 4:18
    «Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
  • 4:18 - 4:22
    να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
    στο Τεμπελχανιὀ.
  • 4:22 - 4:26
    Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
    κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
  • 4:26 - 4:28
    Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
  • 4:28 - 4:31
    (χωρίς να με βλέπετε
    και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
  • 4:31 - 4:34
    ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
    τις ὡραίες µελόπιτες,
  • 4:34 - 4:38
    που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
    στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
  • 4:38 - 4:39
    τον γιό τῆς Παρθένας.
  • 4:40 - 4:44
    Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
    και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
  • 4:44 - 4:47
    παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
  • 4:49 - 4:54
    Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
    με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
  • 4:54 - 4:55
    γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
  • 4:55 - 4:58
    σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
    του Σωκράτη.
  • 4:58 - 5:02
    Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
    Και κείνος σε λίγο:
  • 5:02 - 5:05
    «Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
    καθώς φαίνεται, κρίση,
  • 5:05 - 5:08
    ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
    ὁλωνώνε σας».
  • 5:09 - 5:13
    Πωπώ! τί γένηκε τότες!
    Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
  • 5:13 - 5:16
    Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
    ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
  • 5:16 - 5:20
    κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
    μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
  • 5:20 - 5:22
    για να τον ξεσχίσουνε
    κι όλοι φωνάζανε µαζί,
  • 5:22 - 5:24
    ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
  • 5:24 - 5:29
    ᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
    τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
  • 5:29 - 5:32
    Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
    νοικοκυρέοι ανθρώποι
  • 5:32 - 5:35
    και χασοµερίσαν όλη µέρα
    γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
  • 5:36 - 5:40
    Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
    μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
  • 5:40 - 5:42
    Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
  • 5:42 - 5:46
    το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
    µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
  • 5:46 - 5:52
    Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
    κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
  • 5:53 - 5:57
    Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
    δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
  • 5:57 - 6:00
    τόνε καταδικάσαν αφτοί,
    με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
  • 6:00 - 6:03
    (πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
    να πιει το φαρμάκι.
  • 6:04 - 6:08
    Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
    απὸ κέφι και δύναμη.
  • 6:08 - 6:12
    Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
    οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
  • 6:12 - 6:15
    στους καβγάδες και στον πόλεμο,
    στάθηκε στέρεα στο βήμα
  • 6:15 - 6:19
    και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
    τους είπε σιγά σιγά τούτα,
  • 6:19 - 6:21
    ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
  • 6:23 - 6:27
    Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
    φίλοι και µαθητάδες,
  • 6:27 - 6:31
    όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
    µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
  • 6:31 - 6:34
    πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
    ο Νόμος είτανε δίκαιος
  • 6:34 - 6:38
    κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
    Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
  • 6:39 - 6:43
    και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
    που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
  • 6:44 - 7:07
    Το πώς γενήκανε τα πράματα
  • 7:18 - 7:31
    Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
  • 7:31 - 7:34
    ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
  • 7:36 - 7:38
    Έξι σωστές ωρούλες
    και δεν άκουσα τίποτα!
  • 7:39 - 7:41
    Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
  • 7:42 - 7:44
    Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
  • 7:44 - 7:47
    δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
    τ’ αυτιά του με κερί
  • 7:47 - 7:49
    και να δεθεί στο κατάρτι
    για να μην ακούσει
  • 7:49 - 7:50
    το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
  • 7:51 - 7:55
    Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
    ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
  • 7:55 - 7:58
    μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
    σ’ όλη του τη ζωή.
  • 7:59 - 8:04
    Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
    πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
  • 8:04 - 8:07
    Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
    και φανταχτερό σας πλήθος.
  • 8:08 - 8:10
    Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
  • 8:10 - 8:13
    και με δικάζανε πεθαμένον
    πεντακόσοι Πλούτωνες.
  • 8:14 - 8:16
    Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
  • 8:16 - 8:19
    Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
  • 8:20 - 8:24
    Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
    το πατριωτικό μου φιλότιμο.
  • 8:25 - 8:27
    Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
  • 8:27 - 8:30
    Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
    τούτ’ η Τριάδα
  • 8:30 - 8:32
    (βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
  • 8:32 - 8:36
    εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
    κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
  • 8:36 - 8:40
    Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
    γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
  • 8:40 - 8:45
    Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
    σε μια χώρα ξωτική,
  • 8:45 - 8:48
    που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
    τηνε ζύγωσε ποτές,
  • 8:48 - 8:50
    γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
  • 8:50 - 8:54
    Εκείθες ματαγύριζε πάντα
    γιομάτο βουητά και θάμπη
  • 8:54 - 8:55
    και πόνους αβάσταγους.
  • 8:56 - 8:59
    Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
  • 8:59 - 9:03
    Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
    παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
  • 9:03 - 9:07
    που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
    Στραβώνεται για πάντα!
  • 9:08 - 9:12
    Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
    φέρνεται σαν τα μουλάρια
  • 9:12 - 9:14
    που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
    σ’ ολόρθο γκρεμόν
  • 9:14 - 9:16
    ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
  • 9:17 - 9:20
    Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
  • 9:20 - 9:23
    και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
    πέρ’ από τη μύτη μου.
  • 9:23 - 9:26
    Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
    να κοιτάζω τη μύτη μου!
  • 9:26 - 9:32
    Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
    της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
  • 9:32 - 9:37
    Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
    χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
  • 9:37 - 9:41
    Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
    περασμένα, μελλούμενα,
  • 9:42 - 9:45
    και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
    ω άντρες Αθηναίοι!
  • 9:45 - 9:48
    Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
  • 9:48 - 9:51
    εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
    και να την καταλάβει.
  • 9:52 - 9:55
    Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
    πως υπάρχει,
  • 9:55 - 9:58
    κι ας με πειράζαν όλοι
    πως ήτανε πλατσουκωτή
  • 9:58 - 10:00
    σαν της μαϊμούς και του τράγου.
  • 10:00 - 10:04
    Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
    γιατί όλες αυτές τις ώρες
  • 10:04 - 10:07
    μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
  • 10:08 - 10:12
    Βέβαια τα παραλέω.
    Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
  • 10:12 - 10:16
    Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
    καμιά βρισιά των κατηγόρων
  • 10:16 - 10:18
    ή καμιά βλαστήμια δική σας.
  • 10:18 - 10:22
    Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
    απάντησες που μου ερχόντανε.
  • 10:22 - 10:25
    Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
    κείνη τη στιγμή·
  • 10:25 - 10:28
    ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
  • 10:28 - 10:32
    Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
    μια και καλή στο τέλος,
  • 10:32 - 10:36
    καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
    κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
  • 10:36 - 10:40
    σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
    να βγει στην αυλή προς νερού του.
  • 10:40 - 10:44
    Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
    ξέχασα τί θα σας έλεγα
  • 10:44 - 10:46
    και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
  • 10:48 - 10:51
    Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
    η θανατική σας απόφαση.
  • 10:52 - 10:55
    Την ήξερ’ από τα πριν,
    γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
  • 10:55 - 10:56
    στον ξεπεσμό του καιρού μας.
  • 10:57 - 11:00
    Μα και να μην την ήξερα,
    δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
  • 11:01 - 11:05
    Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
    σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
  • 11:05 - 11:08
    Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
    να βάλετε κοτζάμ τελάλη
  • 11:08 - 11:10
    να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
  • 11:10 - 11:13
    Μα και να μη νυστάζατε,
    πάλε θα με θανατώνατε.
  • 11:14 - 11:15
    Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
  • 11:15 - 11:19
    Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
    σπουδαία προσώπατα!
  • 11:19 - 11:24
    Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
    ήλιοι της Δημοκρατίας!…
  • 11:25 - 11:28
    Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
  • 11:29 - 11:32
    Κουρελής, κακοσούσουμος,
    γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
  • 11:32 - 11:37
    σωστός κοπρίτης
    κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
  • 11:37 - 11:40
    Πού να κρυφτώ!
    Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
  • 11:40 - 11:42
    Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
  • 11:42 - 11:45
    θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
    τον εαυτό μου
  • 11:45 - 11:47
    και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
  • 11:47 - 11:51
    και θα τα θεωρούσα και τα δυο
    μεγάλη μου τιμή.
  • 11:52 - 11:56
    Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
    την όψη τους και το ντύσιμό τους
  • 11:56 - 11:57
    σ’ ομορφιά και πλούτο!
  • 11:58 - 12:01
    Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
    το θάνατο μου;
  • 12:01 - 12:03
    Για το καλό της πολιτείας!
  • 12:03 - 12:06
    Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
    κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
  • 12:07 - 12:08
    Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
  • 12:08 - 12:11
    θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
    στη δημοπρασία·
  • 12:11 - 12:15
    μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
    για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
  • 12:15 - 12:20
    (πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
    να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
  • 12:20 - 12:23
    για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
    από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
  • 12:24 - 12:27
    Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
    με το δικό μου πέσιμο
  • 12:27 - 12:31
    να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
    την Αρετή, που τρεκλίζει.
  • 12:31 - 12:35
    Του λαού μπροστάρηδες,
    αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
  • 12:35 - 12:38
    θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
    κι εγώ κατήγορος.
  • Not Synced
    Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
    στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
  • Not Synced
    Ο γενναίος στρατηγός!
  • Not Synced
    Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
    να σώσει το Νιόκαστρο
  • Not Synced
    κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
    (ενάντιος άνεμος),
  • Not Synced
    ώσπου να πέσει το κάστρο
    και να γλιτώσει το πετσί του.
  • Not Synced
    Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
    λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
  • Not Synced
    κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
  • Not Synced
    Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
    έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
  • Not Synced
    Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
    για τα χρήματα,
  • Not Synced
    δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
  • Not Synced
    Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
    τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
  • Not Synced
    και σ’ αυτόνε
    και στα συνήθεια της δημοκρατίας
  • Not Synced
    και στον ενάντιον άνεμο,
    που του στάθηκε τόσο βολικός.
  • Not Synced
    Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
    ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
  • Not Synced
    ναν του γράψει την κατηγορία,
    που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
  • Not Synced
    Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
    ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
  • Not Synced
    (τουλάχιστο ξυπνότερη)
    και με τα μισά λεφτά;
  • Not Synced
    Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
    για υπεράσπισή μου
  • Not Synced
    κατάφερα να σας λυσσάξω
    και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
  • Not Synced
    θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
    κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
  • Not Synced
    όπως θαν το κάνω τώρα.
  • Not Synced
    Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
    για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
  • Not Synced
    την καλύτερη μάρκα,
  • Not Synced
    και να φτιάξω και το κιβούρι μου
    από καρυδόξυλο,
  • Not Synced
    έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
    που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
  • Not Synced
    Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
  • Not Synced
    Είδατε ποτέ σας ρήτορα
    που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
  • Not Synced
    Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
  • Not Synced
    και του μπιστεφτήκατε
    να φυλάξει τον Έπαχτο.
  • Not Synced
    Μα τούτος, ξέροντας
    τί θα πει πατριωτισμός,
  • Not Synced
    πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
    «ἀντί ἀργυρίου».
  • Not Synced
    Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
  • Not Synced
    πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
    ενάντια στη Μοίρα,
  • Not Synced
    που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
    αντίς να πει:
  • Not Synced
    ενάντια στο χρήμα,
    που κυβερνάει και τη Μοίρα!
  • Not Synced
    Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
    κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
  • Not Synced
    την τιμή και την περιουσία του λαού,
    δηλαδή τη δικιά του
  • Not Synced
    και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
    τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
  • Not Synced
    Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
    με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
  • Not Synced
    είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
  • Not Synced
    «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
    Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
  • Not Synced
    Τίμημα θάνατος!».
  • Not Synced
    Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
    και διάσημος «τέτοιος».
  • Not Synced
    Όμως αληθινό παλικάρι.
  • Not Synced
    Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
    να υπογράψει αυτός την κατηγορία
  • Not Synced
    και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
    σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
  • Not Synced
    να καταδικαστεί σε «ατιμία»
    — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
  • Not Synced
    Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
    τίποτα για την πατρίδα.
  • Not Synced
    Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
    μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
  • Not Synced
    μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
    στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
  • Not Synced
    Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
    κανέν’ αξίωμα,
  • Not Synced
    πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
    των άλλων αρχόντων
  • Not Synced
    και με τα γούστα του λαού,
  • Not Synced
    πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
    πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
  • Not Synced
    Και πριν να δοξαστείτε σεις
    θανατώνοντάς με,
  • Not Synced
    παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
    το ίδιο αστείο,
  • Not Synced
    δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
    και μια με τους τριάντα τυράννους.
  • Not Synced
    Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
    τα μπόγια των κατηγόρων
  • Not Synced
    και τόσο μικρούλι το δικό μου,
  • Not Synced
    θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
    για νά καταδικαστώ.
  • Not Synced
    Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
    — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
  • Not Synced
    «Διὸς κριταί!».
  • Not Synced
    Μοναχά ψυχή και μυαλό.
  • Not Synced
    Χωρίς φαντασία και χωρίς
    μάταια ψιλολογήματα.
  • Not Synced
    Μια κι όξω!
  • Not Synced
    Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
  • Not Synced
    με την ίδια ευκολία που βγάζετε
    τη μύξα σας με τα δάχτυλα
  • Not Synced
    και την κολλάτε κει που κάθεστε.
  • Not Synced
    Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
  • Not Synced
    πρόεδρος του συλλόγου
    για την προστασία της Ηθικής,
  • Not Synced
    που δεν αφήνει δυο σκυλιά
    ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
  • Not Synced
    μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
    στους αγαπητικούς του
  • Not Synced
    — κι αυτός βλέπει!
  • Not Synced
    Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
    καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
  • Not Synced
    κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
    που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
  • Not Synced
    μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
    του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
  • Not Synced
    Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
    και καραβοκυραίοι του Περαία,
  • Not Synced
    τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
    (όνομα και πράγμα!),
  • Not Synced
    που τα καταφέρνουνε και γίνονται
    κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
  • Not Synced
    για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
    των γεννημάτων,
  • Not Synced
    των αλευριών και του ψωμιού
    και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
  • Not Synced
    μπας κι είναι ξύκικα!
  • Not Synced
    Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
    από την Κηφισιά,
  • Not Synced
    που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
    βωμούς στον Έλεο και,
  • Not Synced
    τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
    και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
  • Not Synced
    και ξύνεται κει που του ταίριαζε
    να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
  • Not Synced
    Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
    μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
  • Not Synced
    λουσμένος στ’ αρώματα
  • Not Synced
    μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
    του πορνικού φόρου,
  • Not Synced
    που του τονε πλερώνουνε
    κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
  • Not Synced
    Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
  • Not Synced
    που πέταξε στο δρόμο
    τα παιδιά τ’ αδερφού του
  • Not Synced
    κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
    τονε φτωχύνανε.
  • Not Synced
    Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
    που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
  • Not Synced
    για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
    και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
  • Not Synced
    τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
    και θα καλογερέψει,
  • Not Synced
    για να σώσει την ψυχή του !
  • Not Synced
    Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
  • Not Synced
    που για να προφταίνει
    στις πολλές δουλειές του,
  • Not Synced
    άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
    των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
  • Not Synced
    Μεγάλος σαματάς, φοβέρες και φωνές:
    “Κάτου! Κάτου!”
  • Not Synced
    Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
    Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
  • Not Synced
    Έχετε καιρό να θυμώσετε,
    γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
  • Not Synced
    Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
    καθενού σας χωριστά
  • Not Synced
    τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
  • Not Synced
    Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
    από τις δυο πρώτες σειρές.
  • Not Synced
    Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
    με τ’ όνομα…
  • Not Synced
    Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
    από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
  • Not Synced
    η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
  • Not Synced
    Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
  • Not Synced
    Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
    και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
  • Not Synced
    για να σας τις ιστορήσουνε
    και ναν τις πιστέψετε!..·
  • Not Synced
    Και το κάτου της γραφής,
    τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
  • Not Synced
    Είσαστε σεις ο Νόμος, —
    ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
  • Not Synced
    Ένας σας να ’τανε καθαρός,
  • Not Synced
    ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
    θρύψαλα και κουρνιαχτός.
  • Not Synced
    Μη μου πείτε: «Νά τος!
    Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
  • Not Synced
    πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
    κι η ψυχή το σώμα·
  • Not Synced
    πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
    μα μονάχα των φιλοσόφων
  • Not Synced
    (δηλαδή τη δική του·
    όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
  • Not Synced
    Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
    τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
  • Not Synced
    παραλαλεί και βρίζει».
  • Not Synced
    Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
  • Not Synced
    Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
    μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
  • Not Synced
    Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
    με την μπαμπεσιά των νόμων,
  • Not Synced
    όπως δε θα μ’ ένοιαζε
    να σας άδειαζα τη γωνιά
  • Not Synced
    μετά λίγους μήνες ή χρόνια
    με το θέλημα της Φύσης.
  • Not Synced
    Σας χρωστάω και χάρη…
  • Not Synced
    Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
    το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
  • Not Synced
    κάνω γούστο να κοροϊδεύω
    και σας και τον εαυτό μου.
  • Not Synced
    Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
  • Not Synced
    Και σα συλλογιέμαι πως
    σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
  • Not Synced
    μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
    μήτε και να φύγετε αποδώ,
  • Not Synced
    γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
    χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
  • Not Synced
    Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
    να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
  • Not Synced
    όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
  • Not Synced
    Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
    φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
  • Not Synced
    Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
    σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
  • Not Synced
    Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
    το γυάλωμα των ματιών
  • Not Synced
    και τ’ άφρισμα του στομάτου·
  • Not Synced
    το κρουστάλλιασμα των ποδιών
    ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
  • Not Synced
    και μπήγει τα νύχια του πρώτα
    στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
  • Not Synced
    Κι αυτό ήταν όλο!…
  • Not Synced
    Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
    ω άντρες Αθηναίοι.
  • Not Synced
    Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
  • Not Synced
    Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
  • Not Synced
    μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
    όλα τα καλά του Θεού:
  • Not Synced
    τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
    παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
  • Not Synced
    χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
    και σκόρδο,
  • Not Synced
    καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
    κι άνεμος μουσικός!
  • Not Synced
    Είσαστε αθάνατοι!
  • Not Synced
    Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
  • Not Synced
    αν η Μοίρα σάς γεννούσε
    με μιαν αλογήσιαν ούρα
  • Not Synced
    που να σαλεύει μοναχή της
    ζερβά δεξιά σα βεντάγια
  • Not Synced
    και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
    την ώρα που κοιμάστε
  • Not Synced
    και την ώρα που δικάζετε,
    — σα δικάζετε κοιμάμενοι!… /////
  • Not Synced
    Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, γέλασα με την καρδιά μου. Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους και πάνε στους ζωντανούς. Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, πήγε ο νους μου στα ζώα : όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή.
  • Not Synced
    Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., ξέρεις τι θα γινότανε ; Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε : "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρημένα χείλια του, στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... Έγινε μια χαρά!... Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, μα κατεργάρης δεν είναι˙ κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας".
  • Not Synced
    Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. Σας χρειαζόταν ένα θύμα... όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, μα για να φοβούνται την δημοκρατία! Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
  • Not Synced
    Θα βρεθούν ύστερ' από χρόνια πολλοί και φίλοι κι αρνητάδες μου, και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... Θα με προσκυνάνε για θεό (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο...). Και για ποιο λόγο; Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου και ν' ακούγονται μαζί του˙ κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... Μπόσικα πράματα. Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
  • Not Synced
    Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα. Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, για να με λιώσετε κει μέσα... Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το , τα κάνει...!
  • Not Synced
    Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. Αν άξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
  • Not Synced
    Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά : πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, τον κατηγορήσατε γι' άθεο. Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό και να μην τήνε ζητάει από σας! Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! Και σε ξεσκίζει!
  • Not Synced
    Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. Δε σας φτάνανε τούτα; Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω : "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!"
  • Not Synced
    Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
  • Not Synced
    Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι και τ' άλλα παπαδόσογα, τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, χωρίς να βγάζει δίσκους και να θέλει ναούς και θυσίες; Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας!
Title:
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Description:

more » « less
Video Language:
Greek
Team:
Captions Requested
Duration:
01:41:31

Greek subtitles

Revisions Compare revisions