-
Κώστας Βάρναλης
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
-
Το πώς γεννήκανε τα πραμματα
-
Όσο μιλούσαν οἱ κατηγόροι
-
(ὁ Μέλητος μὲ τὴν ψιλὴ φωνὴ
καὶ τὰ γυναικίστικα κουνήµατα,
-
νεβρικὸς σὰν ἀηδόνι
-
ὁ "Ανυτος μὲ τὰ μεγάλ᾽ ἀφτιὰ χαὶ τὰ
ρουθούνια γιοµάτα τρίχες'
-
ὁ Λύκων μὲ τὰ στενὰ κροτάφια
καὶ τὴ θολὴ ματιά),
-
οἱ δικαστάδες καθισµένοι κατάχαµα,
σταβροπόδι κι ἀνακούρκουδα,
-
μασουλούσανε πασατέµπο καὶ φτιούσανε
τὰ τσόφλια στὸ σβέρκο τοῦ µπροστινοῦ.
-
Οἱ πιὸ πολλοὶ ξαπλωμένοι δίπλα καὶ
κάνοντας µαξιλάρι τὰ παπούτσια τους
-
ρουχαλίζανε ρυθμικά.
-
Κι ὁ Σωκράτης κοίταζε ψηλὰ τὸν ἀνοιξιάτικο
οὐρανὸ
-
καὶ κάπου κάπου σιγότριβε τὸ ζερβί του
γόνα, ποὺ τόνε σουγλοῦσε.
-
Μ᾽ ὅλο τὸ σούσουρο, ποὺ γινότανε, μ᾿ ὅλη
τὴ βόχα, ποὺ βγάζανε τόσα ξαναµένα κορμιὰ
-
καὶ χαλασμένα στοµάχια, τὰ κατάφερνε
ν᾿ ἀκούει τὰ χαρούμενα πουλιά,
-
ποὺ τιτιβίζανε στὰ τριγυρινὰ πέφκα
καὶ νὰ ὀσμίζεται τὸ µυρωδιὰ τῆς ρετσίνας,
-
του σκίνου και τοῦ θυμαριού,
που ανάδινεν η χέρσα Γῆς.
-
Αμα τελειώσαν οἱ κατηγόροι,
γίνηκε μεμιὰς βαθύτατη σιωπή,
-
λὲς καὶ βούλιαξε ὁ τόπος μὲ τὰ κοτρώνια,
τὰ δέντρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους
-
µέσα σὲ μιὰν ἀτέλειωτη πηγάδα καὶ
τοὺς σκέπασε ὅλους τὸ νερό, δυὸ µπόγια.
-
Κρατώντας ολοι την ἀνάσα τους χαρφώσανε
τὰ μάτια πάνου στὸ Σωκράτη
-
περίεργοι νὰ ἰδούνε μὲ τί τσαλίµια
θὰ προσπαθοῦσε νὰ τουµπάρει τὸ Νόμο.
-
Άμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα,
ξυπνάει ὁ µυλωνάς.
-
Ὁ Σωκράτης, μ᾿ όλη τὴ σιωπή, που τον
ἔσφιξε µονοχόµατη κι ἀπὸ παντού,
-
µήτε ξύπνησε, µήτε κουνήθηκε.
-
Κάποιος τότε μαθητὴς τόνε τράβηξε από το
µανίκι: «Δάσκαλε η σειρά σου».
-
Μονάχα τότε ὁ Δάσκαλος γύρισε κ᾿ είδε
σαστισµένος όλο κείνο τ᾽ ἀνθρωπομάνι.
-
Δυσκολέφτηχε νὰ θυμηθεί, πὼς πεντακόσια
θεριά τὸν είχανε ζώσει ἀγριεμένα.
-
Χαμογέλασε πειραχτιχὰ µέσα στὰ πηχτά του
τὰ γένια, µισοσηκώθηκε μιὰ στιγμὴ
-
και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι
τα δυο τσουκάλια
-
(τὸ ένα χαλκωματένιο και τ άλλο ξύλινο)
σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα,
-
λες κ᾿ είχανε ψυχή καὶ τόνε µισούσανε
κι ἀφτά, μουρμούρισε:
-
«Κ’ ἐγὼ περίμενα σείς, ω άντρες᾿Αθηναίοι,
ν᾿ἀπολογηθεῖτε.
-
Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε
νὰ τρίβει τὸ ζερβί του γόνα.
-
Οἱ δικαστάδες θυµώσανε
μὲ τ᾽ ἄπρεπο φέρσιμο
-
και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα
συναμεταξύ τους.
-
Τους ζεµάτιζε τόσες ώρες
ο κατάκορφος ήλιος με την ἐλπίδα,
-
το πὼς θὰ γουστάρανε στο τέλος
μ᾿ ἀφτόνε το γερογρουσούζη.
-
Θὰ τόνε βλέπαν άσοφο καὶ ταπεινωµένο
-
μπροστά στο Νόμο
τὸν ἀψηλομέτωπο και παντογνώστη.
-
Και νὰ τώρα πού τοὺς χαλούσε τὸ κέφι.
-
Μὰ πιὸ πολύ περιφραχτήκανε, πού
καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα
-
τὸ μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: πρώτα
ν᾿ἀπολογιέσαι κ’ ύστερα νὰ σὲ κόβουνε.
-
Κι όπως, άμα δέρνεις ἕνα παιδί
κι ἀφτὸ δὲν κλαίει,
-
πεισματώνεσαι και τὸ δέρνεις περισσότερο,
ἔτσι χι ἀφτοὶ πεισµατωθήκανε
-
και γιὰ νὰ τὸν κάνουνε νὰ νιώσει
τὴ δύναμη τοὺς,
-
τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία
φταίχτη και στα τρία κακουργήματα,
-
πού τον κατηγόρησαν
οἱ τρείς πολεμάρχοι τῆς ᾿Αρετής.
-
'Ο Σωκράτης, σαν άκουσε τὴν απόφαση τους,
έκανε: χμ.
-
Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι
(σύµφωνα με το Νόμο),
-
ποιὰν τιμωρία διαλέγει, θάνατο γιὰ εξορία,
κούνησε τὴ φαράκλα του δώθε κείθε
-
και δεν απάντησε τίποτα.
-
Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το
ξαναφώναξε δυνατά µέσα στ᾽αφτιά του.
-
Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε
πάλε βαριεστισµένα και τους είπε: «Δε λέω,
-
κ'οἱ δυό σας τιμωρίες εἶναι και δίκαιες
και συφερτικές γιὰ μένα και γιὰ σας.
-
Ὅμως ἐγώ θα προτιμούσα μιὰν τρίτη».
-
«Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα.
-
«Είτε σας εβεργέτησα είτε σᾶς ζήμιωσα
-
να με βάλετε τώρα, που γέρασα,
στο Τεμπελχανιὀ.
-
Έτσι και σεις θ'ασφαλιστείτε από µένα
κ’ εγώ θα ξεκουραστώ από σάς.
-
Και ν᾿ἀφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα µου
-
(χωρίς να με βλέπετε
και χωρίς νὰ σᾶς βλέπω)
-
ζεστές κι αφράτες ἐκείνες
τις ὡραίες µελόπιτες,
-
που δίνετε τόσους αἰώνες ἐβλαβικά
στο άγιο φίδι τού Ηρεχθείου,
-
τον γιό τῆς Παρθένας.
-
Γιατί θαρρώ, πως ἐγώ σας έκανα
και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό
-
παρὰ κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».
-
Οἱ δικαστάδες, ἀπελέκητοι χωριάτες, πού
με το παραµικρὸ βλαστημούσανε τὰ θεία,
-
γελάσανε μ᾿όλη την καρδιά τους,
-
σαν ακούσανε τ᾽αναπάντεχο τούτο χωρατό
του Σωκράτη.
-
Και περιμέναμε να τους πει κι άλλα.
Και κείνος σε λίγο:
-
«Κι ἀφού κάνω τη σωστότερη,
καθώς φαίνεται, κρίση,
-
ἐγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς
ὁλωνώνε σας».
-
Πωπώ! τί γένηκε τότες!
Οἱ δικαστάδες λυσσάξανε.
-
Άλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια,
ἄλλοι αρπάξανε πέτρα
-
κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα
μὲ τὰ δέκα νύχια μπροστά
-
για να τον ξεσχίσουνε
κι όλοι φωνάζανε µαζί,
-
ποὺ δεν ξεχώριζες λέξη.
-
᾽Ακούς εκεί ναν τους ζητάει
τους τρεις οβολούς, τον τίµιο κόπο τους.
-
Γι' ἀφτὸ λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους
νοικοκυρέοι ανθρώποι
-
και χασοµερίσαν όλη µέρα
γιὰ νὰ διαφεντέψουνε την πατρίδα;
-
Και δεν είτανε δα για τα λεφτά...
μα τους ζητούσε νὰ παρανομήσουν.
-
Και να θέλανε, δεν είχανε µήτε ἀφτοὶ
-
το δικαίωμα να χαρίσουνε το µιστό τους,
µήτε κ᾿η πολιτεία να τους τόνε στερήσει...
-
Μωρέ τούτος είναι μπὶτ ξετσίπωτος
κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί!
-
Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης
δε διάλεγε τε είδος της τιμωρίας του,
-
τόνε καταδικάσαν αφτοί,
με τη δεύτερη Ψηφοφορία τους
-
(πάλε σύµφωνα με το Νόμο)
να πιει το φαρμάκι.
-
Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ὁλάκερος
απὸ κέφι και δύναμη.
-
Απλὸς και σβέλτος, καθὼς τόνε ξέραν
οἱ περισσότεροι στα µεθύσια του,
-
στους καβγάδες και στον πόλεμο,
στάθηκε στέρεα στο βήμα
-
και µισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια
τους είπε σιγά σιγά τούτα,
-
ποὺ μέλλει ν'ακουσετε παρακάτου.
-
Οι τάχατες «απολογίες», που του γράψανε,
φίλοι και µαθητάδες,
-
όλες είναι πλάσματα της φαντασίας τους,
µικρόλογες προσπάθειες ν᾿ ἀποδείξουνε,
-
πως ο Σωκράτης είταν ἀθώος,
ο Νόμος είτανε δίκαιος
-
κ' οι δικαστάδες ντόµπροι και τίµιοι
Αθηναίοι,που κάνανε... λάθος·
-
και µονάχοι φταίχτες οἱ τρείς παλιανθρώποι
που τόνε κατατρέξανε το ζάβαλη.
-
Το πώς γενήκανε τα πράματα
-
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
-
ΤΙ ΩΡΑ είναι;… Περασμένο μεσημέρι!…
-
Έξι σωστές ωρούλες
και δεν άκουσα τίποτα!
-
Τα χρόνια, βλέπετε, μου βαρύνανε την ακοή…
-
Αν ο Δυσσέας είχε το κουσούρι μου,
-
δε θα κόπιαζε να καλαφατίσει
τ’ αυτιά του με κερί
-
και να δεθεί στο κατάρτι
για να μην ακούσει
-
το ηδονικό τραγούδι του θανάτου.
-
Αγκαλά (μια και το ’φερε η κουβέντα)
ο θάνατος αντιλάλησε βαθύτερα
-
μέσα στην ψυχή του, κι ύστερα τον άκουγε
σ’ όλη του τη ζωή.
-
Μα και να ’χα δέκ’ αυτιά κι όλα γερά,
πάλε δε θα μπορούσα ν’ ακούσω
-
Τα ’χασα μπροστά στο μεγάλο
και φανταχτερό σας πλήθος.
-
Μου φαινότανε πως ήμουνα στον άλλον κόσμο
-
και με δικάζανε πεθαμένον
πεντακόσοι Πλούτωνες.
-
Γι’ αυτό και χαμογελούσα ταπεινά.
-
Ήταν από φόβο, σαστισμάρα και βλακεία!
-
Α!… νιώθω να λαχταρίζει μέσα στην ψυχή μου
το πατριωτικό μου φιλότιμο.
-
Έχω κι εγώ τις μεγάλες αυτές αρετές!
-
Κι αληθινά, όπου ριζοβολήσει
τούτ’ η Τριάδα
-
(βλακεία, σαστισμάρα και φόβος)
-
εκεί κι ο Νόμος έχει δύναμη
κι ο λαός είν’ ευτυχισμένος.
-
Λοιπόν, δεν άκουσα τίποτα,
γιατί ’χε σταματήσει το μυαλό μου.
-
Άλλοτε συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ μακριά,
σε μια χώρα ξωτική,
-
που μήτε πουλί μήτε πλεούμενο
τηνε ζύγωσε ποτές,
-
γιατί δεν υπάρχει πουθενά.
-
Εκείθες ματαγύριζε πάντα
γιομάτο βουητά και θάμπη
-
και πόνους αβάσταγους.
-
Ήταν η χώρα των Ιδεών, ω άντρες Αθηναίοι!
-
Κι όποιος μπει σ’ αυτήνε μια φορά
παθαίνει το δυστύχημα του Τειρεσία,
-
που είδε την Παλλάδα κατάγυμνη.
Στραβώνεται για πάντα!
-
Μα τώρα τελευταία το μυαλό μου
φέρνεται σαν τα μουλάρια
-
που βρίσκονται ξαφνικά μπροστά
σ’ ολόρθο γκρεμόν
-
ή πάνου σε σάπιο γεφύρι.
-
Κωλώνει, καρφώνεται, πεισματώνει
-
και δε θέλει να κάνει μισή πιθαμή
πέρ’ από τη μύτη μου.
-
Και μ’ αναγκάζει να σκύβω
να κοιτάζω τη μύτη μου!
-
Ολάκερος κόσμος! Απεραντοσύνη
της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!
-
Με πιάνει ζάλη και τα μελίγγια μου
χτυπάνε σα σφυριά. Παράξενο πράμα!
-
Βλέπουμε θεούς, ιδέες, ονείρατα,
περασμένα, μελλούμενα,
-
και δε βλέπουμε τη μύτη μας,
ω άντρες Αθηναίοι!
-
Τώρα καταλαβαίνω πως αληθινά σοφός είναι
-
εκείνος που καταφέρνει να τηνε ιδεί
και να την καταλάβει.
-
Κι εγώ μήτε την είχα ποτές υποψιαστεί
πως υπάρχει,
-
κι ας με πειράζαν όλοι
πως ήτανε πλατσουκωτή
-
σαν της μαϊμούς και του τράγου.
-
Δεν άκουσα το λοιπόν τίποτα,
γιατί όλες αυτές τις ώρες
-
μελετούσα τη μύτη μου για να γίνω σοφός.
-
Βέβαια τα παραλέω.
Δεν μπορεί να μην άκουσα τίποτα!
-
Άρπαζε και μένα κάπου κάπου τ’ αυτί μου
καμιά βρισιά των κατηγόρων
-
ή καμιά βλαστήμια δική σας.
-
Και γελούσα μέσα μου με τις κοροϊδευτικές
απάντησες που μου ερχόντανε.
-
Μα δεν μπορούσα ναν τις πω
κείνη τη στιγμή·
-
ο νόμος απαγορεύει να διακόψεις το ρήτορα.
-
Έτσι, κρατιόμουνα κι εγώ, για να σας τα πω
μια και καλή στο τέλος,
-
καθώς σφίγγεται, κρατιέται κι αναβάλλει
κανείς τις χειμωνιάτικες νύχτες,
-
σα βρέχει και φυσάει χιονιάς,
να βγει στην αυλή προς νερού του.
-
Μα σαν ήρτε κι η σειρά μου να μιλήσω,
ξέχασα τί θα σας έλεγα
-
και βαρέθηκα νάν τα θυμηθώ.
-
Μα κείνο που άκουσα καλύτερα ήταν
η θανατική σας απόφαση.
-
Την ήξερ’ από τα πριν,
γιατί ’χα πλέρια μπιστοσύνη
-
στον ξεπεσμό του καιρού μας.
-
Μα και να μην την ήξερα,
δε θα ’τανε δύσκολο να την καταλάβω.
-
Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά
σας το μαρτυρούσανε καθαρά.
-
Δεν ήτανε λοιπόν ανάγκη
να βάλετε κοτζάμ τελάλη
-
να μου το γκαρίξει μέσα στ’ αυτιά μου.
-
Μα και να μη νυστάζατε,
πάλε θα με θανατώνατε.
-
Κοιτάξτε τους κατηγόρους!
-
Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι,
σπουδαία προσώπατα!
-
Πατριώτες με πατέντα! Κοτσαμπασήδες,
ήλιοι της Δημοκρατίας!…
-
Γιά κοιτάχτε κι εμένα! Σουλούπι μια φορά!
-
Κουρελής, κακοσούσουμος,
γρουσούζης, ανιπρόκοπος,
-
σωστός κοπρίτης
κι «ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος!».
-
Πού να κρυφτώ!
Ν’ ανοίξ’ η γης να με καταπιεί!…
-
Κι εγώ να ’μουνα στη θέση σας,
-
θα ντρεπόμουν να μην καταδικάσω
τον εαυτό μου
-
και σε θάνατο και σ’ ανελέητο στειλιάρι,
-
και θα τα θεωρούσα και τα δυο
μεγάλη μου τιμή.
-
Η ψυχή τους όμως ξεπερνάει πολύ
την όψη τους και το ντύσιμό τους
-
σ’ ομορφιά και πλούτο!
-
Γιατί καταδεχτήκανε να ζητήσουνε
το θάνατο μου;
-
Για το καλό της πολιτείας!
-
Αυτοί δεν κερδίζουνε τίποτα,
κι αν πεθάνω κι αν ζήσω.
-
Μήτε τα χωράφια, που δεν έχω,
-
θέλανε να μου τα τσεπώσουνε φτηνά
στη δημοπρασία·
-
μήτε να μ’ αναγκάσουνε νάν τούς δώσω λεφτά
για να πάρουνε πίσω τη μήνυση
-
(πού να τα βρω;)· μήτε βέβαια βιάζονται
να χηρέψ’ η γριά Ξανθίππη,
-
για να μου τηνε παντρευτεί κάποιος
από τους τρεις (χαρά στο πράμα!).
-
Θέλαν, ω άντρες Αθηναίοι,
με το δικό μου πέσιμο
-
να στηρίξουνε μέσα στην ψυχή σας
την Αρετή, που τρεκλίζει.
-
Του λαού μπροστάρηδες,
αν δεν ήτανε τίμιοι και καθαροί,
-
θα ’ταν αυτοί κατηγορουμένοι
κι εγώ κατήγορος.
-
Not Synced
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά
στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο;
-
Not Synced
Ο γενναίος στρατηγός!
-
Not Synced
Τονε στείλατε με τριάντα καράβια
να σώσει το Νιόκαστρο
-
Not Synced
κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά
(ενάντιος άνεμος),
-
Not Synced
ώσπου να πέσει το κάστρο
και να γλιτώσει το πετσί του.
-
Not Synced
Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να
λογαριάζει πιότερο τα πετσιά
-
Not Synced
κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο.
-
Not Synced
Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης,
έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε!
-
Not Synced
Αυτός, που φοβάται τη ζωή του
για τα χρήματα,
-
Not Synced
δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του.
-
Not Synced
Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες
τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε
-
Not Synced
και σ’ αυτόνε
και στα συνήθεια της δημοκρατίας
-
Not Synced
και στον ενάντιον άνεμο,
που του στάθηκε τόσο βολικός.
-
Not Synced
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν
ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο
-
Not Synced
ναν του γράψει την κατηγορία,
που σας απάγγειλε σα θεατρίνος.
-
Not Synced
Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός
ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη
-
Not Synced
(τουλάχιστο ξυπνότερη)
και με τα μισά λεφτά;
-
Not Synced
Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα
για υπεράσπισή μου
-
Not Synced
κατάφερα να σας λυσσάξω
και να με καταδικάσετε σε θάνατο,
-
Not Synced
θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο
κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου,
-
Not Synced
όπως θαν το κάνω τώρα.
-
Not Synced
Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε
για ν’ αγοράσω το φαρμάκι,
-
Not Synced
την καλύτερη μάρκα,
-
Not Synced
και να φτιάξω και το κιβούρι μου
από καρυδόξυλο,
-
Not Synced
έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα,
που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη!
-
Not Synced
Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας;
-
Not Synced
Είδατε ποτέ σας ρήτορα
που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»;
-
Not Synced
Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό
-
Not Synced
και του μπιστεφτήκατε
να φυλάξει τον Έπαχτο.
-
Not Synced
Μα τούτος, ξέροντας
τί θα πει πατριωτισμός,
-
Not Synced
πούλησε το κάστρο στους οχτρούς
«ἀντί ἀργυρίου».
-
Not Synced
Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε,
-
Not Synced
πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες
ενάντια στη Μοίρα,
-
Not Synced
που κι οι θεοί τής υποτάζονται,
αντίς να πει:
-
Not Synced
ενάντια στο χρήμα,
που κυβερνάει και τη Μοίρα!
-
Not Synced
Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας
κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή,
-
Not Synced
την τιμή και την περιουσία του λαού,
δηλαδή τη δικιά του
-
Not Synced
και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή
τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
-
Not Synced
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι
με το δίκιο τους «εραστές της πόλης»,
-
Not Synced
είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»:
-
Not Synced
«Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει
Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν…
-
Not Synced
Τίμημα θάνατος!».
-
Not Synced
Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής
και διάσημος «τέτοιος».
-
Not Synced
Όμως αληθινό παλικάρι.
-
Not Synced
Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα
να υπογράψει αυτός την κατηγορία
-
Not Synced
και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο
σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε,
-
Not Synced
να καταδικαστεί σε «ατιμία»
— σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
-
Not Synced
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα
τίποτα για την πατρίδα.
-
Not Synced
Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα,
μήτε τον Έπαχτο πούλησα,
-
Not Synced
μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα
στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης!
-
Not Synced
Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι
κανέν’ αξίωμα,
-
Not Synced
πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες
των άλλων αρχόντων
-
Not Synced
και με τα γούστα του λαού,
-
Not Synced
πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο,
πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος.
-
Not Synced
Και πριν να δοξαστείτε σεις
θανατώνοντάς με,
-
Not Synced
παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές
το ίδιο αστείο,
-
Not Synced
δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας
και μια με τους τριάντα τυράννους.
-
Not Synced
Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα
τα μπόγια των κατηγόρων
-
Not Synced
και τόσο μικρούλι το δικό μου,
-
Not Synced
θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη
για νά καταδικαστώ.
-
Not Synced
Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί
— άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας.
-
Not Synced
«Διὸς κριταί!».
-
Not Synced
Μοναχά ψυχή και μυαλό.
-
Not Synced
Χωρίς φαντασία και χωρίς
μάταια ψιλολογήματα.
-
Not Synced
Μια κι όξω!
-
Not Synced
Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση
-
Not Synced
με την ίδια ευκολία που βγάζετε
τη μύξα σας με τα δάχτυλα
-
Not Synced
και την κολλάτε κει που κάθεστε.
-
Not Synced
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα,
-
Not Synced
πρόεδρος του συλλόγου
για την προστασία της Ηθικής,
-
Not Synced
που δεν αφήνει δυο σκυλιά
ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο,
-
Not Synced
μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του
στους αγαπητικούς του
-
Not Synced
— κι αυτός βλέπει!
-
Not Synced
Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα,
καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου,
-
Not Synced
κι ολάσπρος μέσα κι όξω,
που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς,
-
Not Synced
μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά
του τα χωράφια και τα λιοστάσια της.
-
Not Synced
Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι
και καραβοκυραίοι του Περαία,
-
Not Synced
τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι
(όνομα και πράγμα!),
-
Not Synced
που τα καταφέρνουνε και γίνονται
κάθε χρόνο «σιτοφύλακες»
-
Not Synced
για να κανονίζουν αυτοί την τιμή
των γεννημάτων,
-
Not Synced
των αλευριών και του ψωμιού
και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών,
-
Not Synced
μπας κι είναι ξύκικα!
-
Not Synced
Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης
από την Κηφισιά,
-
Not Synced
που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει
βωμούς στον Έλεο και,
-
Not Synced
τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο
και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους
-
Not Synced
και ξύνεται κει που του ταίριαζε
να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα.
-
Not Synced
Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό,
μυγιάγγιχτος καλλωπιστής,
-
Not Synced
λουσμένος στ’ αρώματα
-
Not Synced
μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο
του πορνικού φόρου,
-
Not Synced
που του τονε πλερώνουνε
κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του.
-
Not Synced
Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος,
-
Not Synced
που πέταξε στο δρόμο
τα παιδιά τ’ αδερφού του
-
Not Synced
κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά
τονε φτωχύνανε.
-
Not Synced
Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα,
που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε
-
Not Synced
για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε,
και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα,
-
Not Synced
τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε
και θα καλογερέψει,
-
Not Synced
για να σώσει την ψυχή του !
-
Not Synced
Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων,
-
Not Synced
που για να προφταίνει
στις πολλές δουλειές του,
-
Not Synced
άνοιξε γραφείο στη γειτονιά
των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
-
Not Synced
Μεγάλος σαματάς, φοβέρες και φωνές:
“Κάτου! Κάτου!”
-
Not Synced
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»!
Μη βραχνιάζετε τζάμπα!..
-
Not Synced
Έχετε καιρό να θυμώσετε,
γιατί θα σας ψάλω χειρότερα.
-
Not Synced
Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω
καθενού σας χωριστά
-
Not Synced
τις μπομπές και τα μασκαραλίκια.
-
Not Synced
Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’
από τις δυο πρώτες σειρές.
-
Not Synced
Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς
με τ’ όνομα…
-
Not Synced
Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας
από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες,
-
Not Synced
η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες!
-
Not Synced
Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια;
-
Not Synced
Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο
και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες
-
Not Synced
για να σας τις ιστορήσουνε
και ναν τις πιστέψετε!..·
-
Not Synced
Και το κάτου της γραφής,
τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας;
-
Not Synced
Είσαστε σεις ο Νόμος, —
ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο…
-
Not Synced
Ένας σας να ’τανε καθαρός,
-
Not Synced
ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου
θρύψαλα και κουρνιαχτός.
-
Not Synced
Μη μου πείτε: «Νά τος!
Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε
-
Not Synced
πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη
κι η ψυχή το σώμα·
-
Not Synced
πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού
μα μονάχα των φιλοσόφων
-
Not Synced
(δηλαδή τη δική του·
όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!).
-
Not Synced
Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα,
τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται,
-
Not Synced
παραλαλεί και βρίζει».
-
Not Synced
Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα!
-
Not Synced
Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα,
μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια.
-
Not Synced
Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα
με την μπαμπεσιά των νόμων,
-
Not Synced
όπως δε θα μ’ ένοιαζε
να σας άδειαζα τη γωνιά
-
Not Synced
μετά λίγους μήνες ή χρόνια
με το θέλημα της Φύσης.
-
Not Synced
Σας χρωστάω και χάρη…
-
Not Synced
Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από
το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα,
-
Not Synced
κάνω γούστο να κοροϊδεύω
και σας και τον εαυτό μου.
-
Not Synced
Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
-
Not Synced
Και σα συλλογιέμαι πως
σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω,
-
Not Synced
μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα
μήτε και να φύγετε αποδώ,
-
Not Synced
γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς,
χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια.
-
Not Synced
Σας αγαπάω και μου ’ρχεται
να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω,
-
Not Synced
όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας…
-
Not Synced
Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να
φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου.
-
Not Synced
Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα
σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι!
-
Not Synced
Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί,
το γυάλωμα των ματιών
-
Not Synced
και τ’ άφρισμα του στομάτου·
-
Not Synced
το κρουστάλλιασμα των ποδιών
ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο
-
Not Synced
και μπήγει τα νύχια του πρώτα
στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά…
-
Not Synced
Κι αυτό ήταν όλο!…
-
Not Synced
Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας
ω άντρες Αθηναίοι.
-
Not Synced
Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου.
-
Not Synced
Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει,
-
Not Synced
μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν)
όλα τα καλά του Θεού:
-
Not Synced
τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα,
παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας,
-
Not Synced
χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι
και σκόρδο,
-
Not Synced
καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!)
κι άνεμος μουσικός!
-
Not Synced
Είσαστε αθάνατοι!
-
Not Synced
Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι,
-
Not Synced
αν η Μοίρα σάς γεννούσε
με μιαν αλογήσιαν ούρα
-
Not Synced
που να σαλεύει μοναχή της
ζερβά δεξιά σα βεντάγια
-
Not Synced
και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε
την ώρα που κοιμάστε
-
Not Synced
και την ώρα που δικάζετε,
— σα δικάζετε κοιμάμενοι!… /////
-
Not Synced
Σαν είδα τον εαφτό μου καργαρισμένον απάνου στο σανιδοκρέβατο με την κωμικήν επισημότητα πόχουν τα λείψανα, και γύρα μου θλιμένες Μαγδαληνές τον πατριωτισμό των κατηγόρων, τη δική σας αγαθοσύνη και την παρθενιά των νόμων, γέλασα με την καρδιά μου. Γιατί, καθώς το ξέρετε, οι ψείρες φέβγουν από τους πεθαμένους και πάνε στους ζωντανούς. Και σαν κοίταξα και σας και τους ζωντανούς από πάνω ως κάτου να βρομάτε σαν ψοφίμια δέκα μερών (άλλος να χει θέρμες, άλλος σπάσιμο και άλλος μαγιασίλι..., ψώρα..., χτικιό...) κι ωστόσο να χετε την όρεξη να βγάλετε το μάτι του πλαγινού σας, πήγε ο νους μου στα ζώα : όσα τρώνε τ' άλλα νομίζουνε τον εαφτό τους αθάνατο˙ κι όσα τρώγονται δεν μπορεί να μην ελπίζουνε, πως θ' αναστηθούνε μια μέρα σε καλύτερη ζωή.
-
Not Synced
Κι ύστερα σκέφτηκα : αντίς, μωρέ Σωκράτη, να στέκεσαι πάνω στο βήμα "και όμμασι και σχήμασι φαιδρός" ναν τους κοροϊδέβεις, αν είχανε μπροστά τους ξαπλωμένο το κουφάρι σου, για ναν το δικάσουν, όπως δικάζουν οι εφέτες στο "επί Πρυτανείω" δικαστήριο τ' άψυχα πράματα : τα τούβλα, τις πεπονόφλουδες, τα χασάπικα τσιγκέλια..., ξέρεις τι θα γινότανε ; Θα μαζεβόντανε γύρα σου, θα σκύβανε να σε κοιτάξουνε κάμποσην ώρα, θα κουνούσανε λυπητερά το κεφάλι τους κι ύστερα θα λέγανε : "Καλός είταν ο κακομοίρης!... Για ιδές πώς ομόρφηνε πεθαμένος! Κλείσανε τ' αλεπουδίσια μάτια του, λιγοστέψανε τα πρημένα χείλια του, στένεψε και μάκρυνε η πλατσουκωτή του μύτη... Έγινε μια χαρά!... Θυμόσαστε τι γούστο που είχε, σαν αλουποτίναζε τους σοφιστάδες και τους κάλπηδες!... Έκανε μεγάλο καλό στην πολιτεία. Γι' αυτό δεν είδε χαΐρι... Έζησε και πέθανε στην ψάθα... Και ναν τα λέμε συναμεταξύ μας, όποιος ζημιώνεται με τα λόγια και τις πράξεις του μπορεί να ναι κουτός, μα κατεργάρης δεν είναι˙ κι όποιος κερδίζει με τις πράξεις του και με τα λόγια του αφτουνού βρωμάνε κ' οι φούχτες κ' η ψυχή του... Ξέρεις τι λέω; Ναν του κάνουμε την κηδεία του "δημοσία δαπάνη". Χρειάζονται παραδείγματα για τα παιδιά μας".
-
Not Synced
Μα τώρα, που δεν είμουνα τυχερός να χω πεθάνει μοναχός μου, με σκοτώνετε σεις... πάλε για παράδειγμα. Σας χρειαζόταν ένα θύμα... όχι για να μάθουνε τα παιδιά σας ν' αγαπάνε την αρετή, μα για να φοβούνται την δημοκρατία! Σας χρειαζόταν ένα θύμα πολύ μεγάλο, για να πλερώσει τα κακουργήματα της χτεσινής τυραννίας και να φράξει το δρόμο του ξαναγυρισμού της. Αφού το σκάσαν οι φταίχτες, πιάσατ' εμένα, το δάσκαλο του Κριτία και του Θηραμένη του κόθορνου, τον αρνητή της οχλοκρατίας, την Αλογόμυγα, που σας έμπαινε στα ρουθούνια... Το κορμί μου (κόκαλα και σάρκες) δε βαραίνει βέβαια μέσα στην παλάντζα της Νέμεσης, όσο τα χίλια πεντακόσια κορμιά των σκοτωμένων από τους τυράννους˙ όμως βαραίνει τ' όνομά μου κ' η ψυχή μου! Κι όλοι σας ίσαμ' εκατό γενιές να μπαίνατε στο να τάσι της παλάντζας, πάλε εγώ θα βάραινα περισσότερο...
-
Not Synced
Θα βρεθούν ύστερ' από χρόνια πολλοί και φίλοι κι αρνητάδες μου, και ντόπιοι και ξένοι, και συγκαιρινοί και μελλούμενοι, που θα κάνουνε ντόρο μεγάλο γύρα στο θάνατό μου. Θα με πούνε "των Ελλήνων το άριστον", "αηδόνα Μουσών", "τον δικαιότατον", "τον φρονιμώτατον", "κορώνα της Ελλάδος". Τα παιδιά σας θα μου χτίσουν εκκλησιά, το "Σωκρατείον", και θα μου κάνουνε θυσίες κάθε χρόνο, την άνοιξη... Θα με προσκυνάνε για θεό (σε μένα δεν επιτρέψατε νάχω μήτε μιας πεντάρας δαιμόνιο...). Και για ποιο λόγο; Οι πρώτοι για να κολλήσουνε τ' όνομά τους δίπλα στο δικό μου και ν' ακούγονται μαζί του˙ κ' οι δέφτεροι για να δείξουνε, πως αν εζούσα στα χρόνια τους, θα με καταλαβαίνανε και θα με τιμούσαν!... Μπόσικα πράματα. Και κείνοι και τούτοι θα παραφουσκώνουνε την αξία μου και θ' αδικούν εσάς˙ θα λένε ψέματα και θα πιστέβουνε ψέματα... Εσείς κι ο Νόμος κάνατε το χρέος σας. Μονάχα που δε με τιμωρήσατε γιατί παρέβηκα το Νόμο, μα γιατί στάθηκ' ανίκανος να πατήσω απάνου του και να περάσω!... "Αδικεί Σωκράτης ασθενής ων, άτε πένης... Τίμημα θάνατος!!" Αφτό θα πρεπε να λέγ' η μήνυση.
-
Not Synced
Αν με δικάζατ' ένας ένας χωριστά, ω άντρες Αθηναίοι, θα μ' αθωώνατε˙ τόσοι πολλοί δεν μπορείτε... Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερ' η κρίση τους και πιότερ' η κάκητα. Κι αν είσαστε κολλημένοι πεντακόσιοι διαλεχτοί σοφοί (Σωκράτηδες να πούμε, δε θα κάνετε μισό Μπερτόλδο˙ όχι τώρα, που σαστε πεντακόσιοι Μπερτόλδοι!... Πλήθος, Δημόσια Γνώμη, - τεράστιο Κοπρόσκυλο δεμένο, στο παλούκι μέσα στον ήλιο. Όλο τον καιρό κοιμάται, ξύνει την ψώρα του και χυμάει λυσσασμένα, μόλις θελήσει κανείς ναν το βγάλει απ' τα συνήθεια του, να του λύσει την αλυσίδα. Έτσι κι εσείς, μόλις σας μηνύσανε πως χαλάω τη Θρησκεία, τα παιδιά και τη Λογική, πεταχτήκανε πάνου στις χιλιάδες τα ποδάρια σας κι αρχίσατε να χτυπάτε τις Συμπληγάδες τα σαγόνια σας, για να με λιώσετε κει μέσα... Αν έτρωγα φλόγες και κατάπινα σπαθιά, σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών, δε θα παραξενεβόσαστε, γιατί θα πιστέβατε, πως αληθινά καταπίνω τα σπαθιά και τρώω τις φλόγες. Κι αν είμουνα κομπογιαννίτης να σας μπουκώνω κάτουρα και μαγαρισιές, θα πιστέβατε, πως σ' εμένα χρωστάτε τη ζωή σας. Θα καταλαβαίνατε και θα με πλερώνατε. Μα τώρα μ' ακούγατε να λέω συχνά χαμογελώντας, πως δεν "ξέρω τίποτα". Δεν ξέρω τίποτα!... Αφτό δεν το , τα κάνει...!
-
Not Synced
Έβαζα και τους άλλους να λένε το ίδιο και να πιστέβουνε πραγματικά, πως ό,τι ξέρουν είναι ψέματα!... Και να ψάχνουνε να βρίσκουνε την αλήθεια. Μα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, πρώτα ανησυχήσατε κι ύστερα αγριέψατε... Ως πού θα πήγαινε τούτ' η δουλειά; Ξέρετε, πως όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο μυαλωμένος ο πολίτης κι όσο λιγότερο μιλά, τόσο πιο λέφτερος. Αν άξαφνα και στα καλά καθούμενα με το ψάξε ψάξε ο Γνάθων έβρισκε πως είναι σωστότερο να τρώει παρά να νηστέβει; Κι αν δεν του φτανε τούτ' η τρέλα, μα κι άρχιζε να το ξεφωνίζει; Προτού λοιπόν ξεσπάσ' η φουρτούνα, θελήσατε να σταματήσετε τους κακούς ανέμους. Μα τους κακούς ανέμους (τους... καλούς!), τους είχανε φέρ' οι σοφιστάδες. Εγώ τότες σαν ελεεινή Δημόσια Γνώμη, τους γάβγιζα και τους δάγκωνα τις άντζες... Όμως για να με ξεκάνετε, μου κολλήσατε τη ρετσινιά, πως είμουν εγώ των σοφιστάδων ο σοφιστής!... Μακάρι να είμουνα!...
-
Not Synced
Και για να με ξεκάνετ' εφκολότερα, μου κολλήσατε κι άλλη ρετσινιά : πως είμουν άθεος!... Μακάρι να είμουνα!... Την αθεΐα την έχετε για το πιο σίγουρο μέσο να ερεθίζετε το Σκύλο και να τον ξεσηκώνετε να διαφεντέβει με τα δόντια του τα υλικά σας διάφορα. Τους οχτρούς της εφτυχίας σας τους κάνετε πολύ σοφά προσωπικούς οχτρούς του Σκύλου. Για να ξεφορτωθείτε τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσε και τόνε θάμαζε ο λαός για την ομορφιά του, για τα πλούτη του και τη μουρνταροσύνη του, τον κατηγορήσατε γι' άθεο. Και ο λαός, ο Σκύλος, ξέχασε τις αγάπες του και τον κυνήγησε στην άκρη του κόσμου. Γιατί τόνε μάθατε να περιμένει την εφτυχία του από τον ουρανό και να μην τήνε ζητάει από σας! Άμα λοιπόν του πάρεις την ελπίδα του τίποτα, του παίρνεις το παν! Και σε ξεσκίζει!
-
Not Synced
Αν ερχόσαστε στο σπίτι μου, θα βλέπατε στο σπίτι μου κρεμασμένες εικόνες, την καντήλ' αναμένη, τα στέφανά μας μέσα στην τενεκεδένια θήκη τους. Και στην εκκλησιά θα με βλέπατε να φιλάω τη χέρα του παπά. Δε σας φτάνανε τούτα; Τι σας έμελε κι αν πίστεβα ή δεν πίστεβα; Φτάνει που φαινόμουνα θρήσκος... Αληθινά, μη θέλοντας καβγάδες με την Ξανθίππη και με το Σκύλο, το Πλήθος, την άφηνα και μασκάρεβε τα ντουβάρια με εικόνες. Φιλούσα και τη χέρα του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω : "Μπρε, με ξεπεράει ο θεομπαίχτης, έλεγε, στον ταρτουφισμό!"
-
Not Synced
Έλεγα, πως υπήρχε μέσα μου κάποιο δαιμόνιο, που μ' οδηγούσε. Έπρεπε ναν το λέω, για να ξηγάνε κάπως οι απλοϊκοί, γιατί το δικό μου μυαλό ξεπερνούσε το μυαλό των αλλωνών!... Δε θα πει πως μ' αφτό χαλούσα τη θρησκεία! Υπάρχουνε τόσοι μικροί θεοί (μερμήγκια!...) που μήτε τους μετρήσαμε ποτές μήτε τα ονόματά τους ξέρουμε... Κι αν σε κάθε βρύση, σε κάθε δέντρο, σε κάθε τρύπα φωλιάζει και ένας μικρός θεός, γιατί να μη φωλιάζει και μέσα στο Σωκράτη, που ναι για θεούς αξιότερη μονιά κι από μια κοτρόνα κι από μια γούβα νερό κι από να κούτσουρο της σόμπας - κι από κάθε τρύπα; Κι αν μέσα σε κάθε τρελό μπαίνει κάποιος θεός, που τόνε τρελαίνει, γιατί να μη μπει και μέσα στο σοφό Σωκράτη, για να τόνε κάνει σοφότερο; Κι αν όλες οι αρρώστιες κι αν το μεθύσι κι αν ο ύπνος και τ' όνειρο κι ο θάνατος κι αν ακόμα το φτάρνισμα κι ο βήχας είναι θεοί, γιατί να μην είναι κ' η Κοροϊδία;
-
Not Synced
Ας δεχτούμε, πως είτανε το δαιμόνιό μου καινούριο θεόπουλο... Εδώ κάθε μουνουχισμένος παπάς από την Ανατολή φέρνει και σας πασσάρει κι από έναν ξετσίπωτο θεό σαν τον Σαβάζιο, την Κοτυτώ και τον Αφρόδιτο και σεις τους δέχεστε και τους προτιμάτε μετά χαράς. Κι αν για τέτιους θεούς φοραίνετε φουστάνια και νταντελένια παντελονάκια και χορέβετε μανιασμένοι, κουνώντας την κοιλιά σας και τα καπούλια σας, σα γυναίκες˙ κι αν βρίσκετε θεάρεστο πράμα να τάζετε τις σκλάβες και τους σκλάβους σας και τα κορίτσια σας, ακόμα και τον ίδιο τον εαφτό σας στην Αφροδίτη, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα και να παραδίνεστε "σώματα ιερά" στους μερακλήδες, για να πενταρολογούνε και να χαραμοτρώνε οι Κήρυκες, οι Ευμολπίδαι και τ' άλλα παπαδόσογα, τι σας έφταιξε το ταπεινό μου δαιμόνιο, που καθότανε μέσα μου φρόνιμα και συμαζεμένα και μ' ορμήνεβε τάχα να βρίσκω το σωστό, χωρίς να βγάζει δίσκους και να θέλει ναούς και θυσίες; Μήτε σας υποχρέωνε να ξεβρακώνεστε για χατίρι του. Και το κάτου της γραφής άμα θα πέθαινα, θα φεβγε κι αφτό μαζί μου, για να μην ξαναγυρίσουμε ποτές πια στην καταραμένη χώρας σας!